Παρασκευή 11 Απριλίου 2008

Να ανθολογεί κανείς

"Η ελληνική ποίηση του 20ου αιώνα" Μια σύγχρονη ανθολογία Επιμέλεια - ανθολόγηση Ευριπίδης Γαραντούδης Εκδόσεις Μεταίχμιο Μάρτιος 2008

Κατά μια παράξενη συγκυρία, στον εκδοτικό χώρο, οι πρωτότυπες ιδέες πηγαίνουν δυο-δυο, ένα πράγμα σαν τους Χιώτες. Προς επίρρωσιν αυτού του εμπειρικού κανόνα, προέκυψαν δυο ανθολογίες ελληνικής ποίησης του 20ου αιώνα. Η πρώτη των Κώστα Γ. Παπαγεωργίου και Βαγγέλη Χατζηβασιλείου προβλέπεται πεντάτομη, με τον πρώτο τόμο, που καλύπτει την πρώτη εικοσαετία του αιώνα, να εκδίδεται Νοέμβριο 2007 και η έκδοση των υπολοίπων να προγραμματίζεται ανά εξάμηνο. Ενώ, η δεύτερη του Ευριπίδη Γαραντούδη, σε ένα τόμο των εννιακοσίων σελίδων, εκδόθηκε Μάρτιο 2008, μόλις προλαβαίνοντας τους εορτασμούς της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης.
Θα ξεκινήσουμε με την επίτομη, αναβάλλοντας προσώρας την κυοφορούμενη πεντάτομη. Ο Γαραντούδης πρωτοτυπεί, παρατάσσοντας τα ποιήματα κατά το έτος της πρώτης δημοσίευσής τους. "Κατά το ανάπτυγμα του χρόνου", όπως ο ίδιος παρατηρεί στην εισαγωγή του, το οποίο και "αναδεικνύει τη συνύπαρξη των ποιητών και τη συλλειτουργία των έργων τους στη λογοτεχνική συγκυρία της εκάστοτε χρονικής στιγμής". Με άλλα λόγια, μια πρώτη ευτυχής επίδραση της ιστοριογραφικής μεθόδου του Αλέξ. Αργυρίου. Αν και ως χρόνος πρώτης δημοσίευσης δεν εννοείται η δημοσίευσή τους σε περιοδικό αλλά σε βιβλίο, οπότε αναγκαστικά εντός του έτους ακολουθείται η αλφαβητική σειρά των ποιητών. Ανθολόγηση που παρακάμπτει τη γενεαλογική ταξινόμηση, στην οποία ο Γαραντούδης καταφεύγει μόνο προς σύγκριση με τις προηγούμενες ανθολογίες, όπου και υιοθετεί, μέχρι τη μεταπολίτευση, τη γενεαλογική κατάταξη του Αργυρίου, ενώ, για την τελευταία τεσσαρακονταετία, παρά τους ενδοιασμούς του, τελικά παρακολουθεί το κόμοδο κόψιμο ανά δεκαετία.
Η Ανθολογία Γαραντούδη συνιστά έργο ιδιαίτερης επιμέλειας, από το κυρίως σώμα μέχρι τη φιλολογική πλαισίωση. Ωστόσο, με τις επιλογές της, θέτει, επιτακτικότερα από άλλες ανθολογίες, το ερώτημα, πόσο αντικειμενικός στάθηκε ο ανθολόγος ή και εναλλακτικά, πόσο τολμηρός, τόσο στο ξεσκαρτάρισμα των παλαιοτέρων που φτάνει μέχρι τους γεννηθέντες προ εκατόν πενήντα ετών όσο και στην παρακινδυνευμένη ανθολόγηση εικοσιπενταετών, με μια συλλογή στο ενεργητικό τους, κάτι σαν έλληνες Ρεμπώ. Αν και σε παρόμοιες περιπτώσεις, το πραγματικό ρίσκο βρίσκεται στην ανθολόγηση των ομηλίκων και των ολίγο μεγαλυτέρων.
Επί του προκειμένου. Ανθολογούνται 177 ποιητές (θα διορθώναμε 176, αφού ο Μανούσος Φάσσης δεν μπορεί να αυτονομηθεί, μια και έχει αποκαλυφθεί, εδώ και χρόνια, πως πρόκειται για ψευδώνυμο του Μανόλη Αναγνωστάκη), με συνολικά 997 ποιήματα (αν μετρούμε σωστά). Η κατ' έτος κατανομή των ανθολογουμένων ποιημάτων δεν δίνεται ούτε σχολιάζεται, πιστεύουμε όμως πως παρουσιάζει ενδιαφέρον, έτσι όπως κυμαίνεται από μόλις ένα έως δυο ποιήματα για κάποια χρόνια της πρώτης εικοσαετίας, όπου τα εμπόλεμα καλύπτονται μόνο με Καβάφη, που εξακολουθούσε να τυπώνει τα μονόφυλλά του, φθάνοντας τα 19 κατά το 1935, ενώ το 1980 ανθολογούνται 35 ποιήματα, που συνιστούν και τη μεγαλύτερη ετήσια δόση. Ακόμη ευκρινέστερη εικόνα δίνει η ανά δεκαετία κατανομή (κατά ερασιτεχνική ακρίβεια): 22 (1899-1909), 35 (1910-1919), 39 (1920-1929), 77 (1930-1939), 65 (1940-1949), 96 (1950-1959), 107 (1960-1969), 186 (1970-1979), 182 (1980-1989), 115 (1990-1999), 68 (2000-2007). Προφανώς, εκείνο που αποτυπώνεται είναι το εκδοτικό ενδιαφέρον για την ποίηση, μια και ο ανθολόγος στηρίχτηκε στα κατ' έτος εκδιδόμενα βιβλία, καθώς επίσης ο βαθμός της δικής του εμπλοκής. Μένει, όμως, ζητούμενο κατά πόσο σκιαγραφείται και το ποιητικό γίγνεσθαι, τουλάχιστον το ποιοτικό, που συνιστά και το στόχο μιας ανθολογίας.

Παραδοσιακοί

Σύμφωνα με την εισαγωγή, στους 176 ποιητές, οι παραδοσιακοί είναι 25, συμπεριλαμβανομένου του γραμματολογικά "ανέντακτου" Καβάφη, ήτοι αναλογία 1 προς 6. Ωστόσο, η αναλογία ανατρέπεται αν ληφθούν υπ' όψη τα ανθολογούμενα ποιήματα, ο αριθμός τους και η έκτασή τους, τουτέστιν οι σελίδες που δίνονται σε έναν έκαστο ποιητή. Προς διευκόλυνση, ας περιοριστούμε στον αριθμό των ποιημάτων. Κορυφαίος μεταξύ παραδοσιακών και μοντέρνων ο Καβάφης, ανθολογείται με 33 ποιήματα, με 19, οι έτεροι κορυφαίοι των παλαιοτέρων, Παλαμάς και Καρυωτάκης, ενώ εκτενέστερης παρουσίασης απολαμβάνουν οι μεταγενέστεροι^ Ελύτης (26), Σεφέρης (24), Ρίτσος (22), Σαχτούρης (21) και Αναγνωστάκης (20). Παραδόξως, το δίδυμο των υπερρεαλιστών δεν τιμάται ιδιαίτερα^ 18 ποιήματα για τον Εμπειρίκο και 13 για τον Εγγονόπουλο. 1/4σο για τους λοιπούς 22 παραδοσιακούς, προβλέπονται συνολικά 73 ποιήματα, ήτοι αναλογία 1 προς 12,5. Δίκην παιδιάς, σημειώνουμε πως οι δυο Χατζόπουλοι της ελληνικής ποίησης, σε ηλικιακή απόσταση μεταξύ τους κοντά έναν αιώνα, ανθολογούνται, ο πρεσβύτερος Κωνσταντίνος με δυο ποιήματα και ο νεότερος Θανάσης με πέντε. Ενώ ο Σικελιανός παρουσιάζεται με 8 ποιήματα.
Αναλυτικότερα, αυτοί οι 25 της παραδοσιακής ποίησης είναι οι δυο Επτανήσιοι (Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης), εννέα ποιητές της γενιάς του 1880 (Παλαμάς, οι επτά "του άστεως", Δροσίνης, Πολέμης, Νιρβάνας, Μαλακάσης, Γρυπάρης, Παπαντωνίου, Πορφύρας, και ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος), τέσσερεις από "το νέο αίμα στην παράδοση", κατά την έκφραση του Στεργιόπουλου, (Απόστολος Μελαχρινός, Σικελιανός, Βάρναλης, Καζαντζάκης), ο Καβάφης, έξι από τους νεοσυμβολιστές (Ρώμος Φιλύρας, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Κώστας Ουράνης, Καρυωτάκης, Τέλλος Άγρας, Μήτσος Παπανικολάου) και ακόμη, η Μαρία Πολυδούρη και δυο "επίγονοι" (Καίσαρ Εμμανουήλ και Γιάννης Σκαρίμπας). Είναι προφανές πως ο Γαραντούδης δεν συγκινείται από τους ποιητές "χαμηλής φωνής", όταν προτείνει μια ανθολογία χωρίς Φώτο Γιοφύλλη, Ρήγα Γκόλφη, Γιώργο Κοτζιούλα ή και 1/4μηρο Μπεκέ. Ούτε, όμως, από τους σατιρικούς, αν και γεννάται το ερώτημα κατά πόσο μπορεί να εξαιρεθεί από το λογοτεχνικό γίγνεσθαι της εποχής ένας Σουρής.

Γυναικεία παρουσία

Στη γενιά του '30 ανθολογούνται 22 από τους 28 νεωτερικούς ποιητές του Μεσοπολέμου, που επιλέγει ο Αργυρίου, προσθέτοντας τους Αλέξανδρο Μπάρα, Νίκο Καββαδία και Μάτση Χατζηλαζάρου. Στους "κομμένους", τους οποίους ο Γαραντούδης παραθέτει σε καταλόγους στα παραρτήματα της ανθολογίας, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, ο Ν. Γ. Πεντζίκης, ακόμη και η Μέλπω Αξιώτη της "Σύμπτωσης" του 1939. Ειδικότερα, όσο αφορά τις ποιήτριες, ο Γαραντούδης δηλώνει ευθύς εξ αρχής πως στάθηκε επιλεκτικός, μακράν από αυτόν οι όποιες ποσοστώσεις, μόλις 32 ανθολογούνται και ούτε μια παραδοσιακή, ούτε καν η Μυρτιώτισσα. Αν και στις κατοπινές γενιές καινοτομεί, ανθολογώντας ορισμένες ποιήτριες από τα παραλειπόμενα προγενέστερων ανθολογιών, όπως την Ανθή Μαρωνίτη και την Αλόη Σίδερη στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά, την Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου στη γενιά του 1970, φτάνοντας στην πλήρη ισονομία για τη γενιά του 1990, με τέσσερις ποιήτριες και τέσσερις ποιητές. Και πάλι, όμως, όλες ανεξαιρέτως οι γυναίκες ανθολογούνται με μικρό δείγμα ποιημάτων. Πρώτη η Κική Δημουλά, με μόλις οκτώ ποιήματα, όταν υπάρχουν ποιητές της γενιάς της που ανθολογούνται με περισσότερα, 11 ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου και 10 ο Χριστιανόπουλος, ενώ ο Μέσκος με 9, ο Λεοντάρης και ο Μάρκογλου από 6. Μόλις με έξι ποιήματα ανθολογείται το δίδυμο Μελισσάνθη - Ζωή Καρέλλη, έναντι επτά της Τζένης Μαστοράκη, όπου γεννάται και πάλι το ερώτημα, αν σε μια ανθολογία που θέλει να παρακολουθήσει το λογοτεχνικό γίγνεσθαι και ο ανθολόγος να λειτουργήσει ως χρονογράφος, μπορεί να δίνεται ο πρώτος λόγος στο γούστο του ανθολόγου.

Πρώτη και δεύτερη μεταπολεμική γενιά

Στην πρώτη μεταπολεμική γενιά ανθολογούνται 32 ποιητές έναντι 47 του Αργυρίου, όπου στον κατάλογο με τους "κομμένους" έχει διαλάθει το όνομα του Μηνά Δημάκη. Να συμφωνήσουμε πως εκείνη η παλαιότερη ομάδα ήθελε ξεδιάλεγμα, όχι όμως και να εξαιρεθούν η Λύντια Στεφάνου και ο Αντώνης Δεκαβάλλες. Μεγαλύτερες αποστάσεις από τις υπάρχουσες ανθολογίες παίρνει ο Γαραντούδης από τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά και ύστερα, διακινδυνεύοντας συζητήσιμες επιλογές και κυρίως, παράδοξους αποκλεισμούς. Στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά ανθολογούνται και πάλι 32 ποιητές έναντι των 45 των δυο προηγουμένων ανθολογιών, του Ανέστη Ευαγγέλου και του Κώστα Παπαγεωργίου, οι οποίοι ταυτίζονται μόνο ως προς το πλήθος των ανθολογουμένων αλλά διαφέρουν ως προς τις προτιμήσεις τους. Ας μακρηγορήσουμε λίγο ως προς αυτή τη βαρύνουσα σήμερα γενιά, μια και στο παράρτημα γίνεται σύγκριση μόνο με την ανθολογία Παπαγεωργίου κι αυτή ελλιπής. 3/4στερα, παρατηρούμε πως και οι τρεις ανθολόγοι ανακατεύουν κι άλλα κριτήρια πέραν των αισθητικών. 1/4πως κι αν έχει, συμφωνούν σε ένα σώμα 26 ποιητών (Κ. Αγγελάκη-Ρουκ, Α. Αγγελάκης, Ν. Α. Ασλάνογλου, Θ. Γκόρπας, Γ. Δανιήλ, Ζ. Δαράκη, Τ. Δενέγρης, Κ. Δημουλά, Μ. Ελευθερίου, Α. Ευαγγέλου, Ν. Ησαΐα, Μ. Καραγιάννη, Μ. Κέντρου-Αγαθοπούλου, Τ. Κόρφης, Λ. Κούσουλας, Β. Λεοντάρης, Γ. Λυκιαρδόπουλος, Μ. Μαρκίδης, Π. Χ. Μάρκογλου, Μ. Μέσκος, Μ. Μουντές, Γ. Νεγρεπόντης, Τ. Νικηφόρου, Σπ. Τσακνιάς, Κ. Χαραλαμπίδης, Ν. Χριστιανόπουλος), στο οποίο οι Ευαγγέλλου και Παπαγεωργίου προσθέτουν ομοφωνούντες ακόμη δεκατρείς (Ο. Αλεξάκης, Τ. Γαλάτης, Ν. Γρηγοριάδης, Αλ. Ζακυνθηνός, Λ. Ζενάκος, Β. Καραβίτης, Χρ. Λάσκαρης, Γ. Μανουσάκης, Γ. Πέγκλη, Τ. Πορφύρης, Τ. Ρούσσος, Θ. Τζούλης, Λ. Χατζοπούλου-Καραβία), διιστάμενοι σε μια πρόσθετη εξάδα. Ο Ευαγγέλου επιλέγει τους Ν. Καρανικόλα, Κ. Πασβάντη, Παν. Πίστα, Κ. Ροδαράκη, Β. Ροζακέα, Χρ. Ρουμελιωτάκη, ενώ ο Παπαγεωργίου τους Γ. Γεωργούση, Δ. Δασκαλόπουλο, Ρ. Κακλαμανάκη, Ολ. Καράγιωργα, Σπ. Κατσίμη, Αιμιλία Τσακνιά. 1/4σο για τον Γαραντούδη, πέραν του corpus των 26, ανθολογεί κι αυτός τους Δασκαλόπουλο, Καράγιωργα, Αιμιλία Τσακνιά, προσθέτοντας τους Γ. Γιατρομανωλάκη, Α. Μαρωνίτη, Α. Σιδέρη. Απορούμε με τους αποκλεισμούς ποιητών, όπως ο Καραβίτης, και ο Πορφύρης, για να περιοριστούμε ενδεικτικά σε δυο.

Οι ποιητικές "φέτες" των '70, '80 και '90

Εξέχουσα θέση δίνει ο Γαραντούδης στη γενιά του 1970, ανθολογώντας το μέγιστο αριθμό ποιητών ανά γενιά, 43, έναντι 58 της ανθολογίας Δημήτρη Αλεξίου, η οποία, ωστόσο, έχει κριθεί μάλλον ως μητρώο της γενιάς παρά ως ανθολόγηση. 1/4πως κι αν έχει, οι δυο ανθολόγοι συμφωνούν σε ένα εύρωστο σώμα 36 ποιητών, στους οποίους ο Γαραντούδης προσθέτει τους Αμπατζοπούλου, Ε. Αρανίτση, Γ. Βέλτσο, Λ. Ζαφειρίου, Κ. Καναβούρη, Δ. Καψάλη και Ζ. Σιαφλέκη. Δεν θα σχολιάσουμε τους "κομμένους" της ανθολογίας Αλεξίου, όλοι τους ζώντες και πολλοί από αυτούς, μάχιμοι σε πλείστα όσα μέτωπα και πέραν της ποίησης, πλην του αποθανόντος Γιώργου Καραβασίλη. Ένας αξιόλογος ποιητής, που ο αποκλεισμός του προκαλεί έκπληξη. Να σημειώσουμε πως το πλήθος των ανθολογουμένων ποιημάτων ενός εκάστου δίνει μια πρώτη ιεράρχηση, που κι αυτή ξενίζει^ Μ. Πρατικάκης, (12), Μ. Γκανάς (11), Ν. Βαγενάς (8) και έπεται συνέχεια. Προφανώς και παρουσιάζει ενδιαφέρον ένας ανθολόγος να επισημαίνει ποιητικά αναστήματα, που προηγούμενοι είχαν αγνοήσει, αρκεί η αξιολόγηση να μην επηρεάζεται από την κοινωνική θέση του ποιητή. Παρεμπιπτόντως, η περίπτωση του Αρανίτση δείχνει την αστοχία του τεμαχισμού σε "φέτες", έτσι όπως καταλήγει μισός στη γενιά του 1970 και μισός στη γενιά του 1980.
Η επόμενη "φέτα", της γενιάς του 1980, παρουσιάζει ενδιαφέρον, καθώς ο ανθολόγος έχει να αναμετρηθεί με τον εαυτό του και τις προ δεκαετίας επιλογές του. Τότε, ανθολογούσε 14, τώρα 11, τουτέστιν δέκα της προηγούμενης ανθολογίας του (Χ. Βλαβιανός, Σπ. Βρεττός, Στ. Ζαφειρίου, Η. Λάγιος, Γ. Μπλάνας, Π. Μπουκάλας, Β. Παπάς, Σ. Πασχάλης, Σ. Σερέφας, Θ. Χατζόπουλος) συν τον Δημήτρη Κοσμόπουλο. Ενώ, κατόπιν ωριμοτέρας ανάγνωσης, "κόβονται" οι Ν. Δαββέτας, Γ. Κακουλίδης, Σ. Τριβιζάς, Δ. Χουλιαράκης, παρόλο που οι δυο τελευταίοι παραμένουν καθαρόαιμοι ποιητές και μάλιστα, ο δεύτερος απέσπασε ενδιαμέσως το βραβείο ποίησης του "Διαβάζω". 1/4σο για το εύρος της ανθολόγησής τους παραμένει επί τα αυτά, κυμαινόμενος από δυο ποιήματα για τον Εδεσσαίο Παπά έως οκτώ για τον Βλαβιανό.
1/4πως ήδη αναφέραμε, στη γενιά του 1990 ανθολογούνται οκτώ ποιητές, που ακόμη δεν έχουν κριθεί. 1/4μως, όταν ένας ανθολόγος αποφασίζει να φθάσει την ανθολόγηση μέχρι το παρόν, σημαίνει πως θέλει να βάλει το δικό του στοίχημα με το χρόνο. Εκείνο που προβληματίζει είναι κατά πόσο σε μια κατ' έτος ανθολόγηση οι πρωτοεμφανιζόμενοι εξεικονίζουν το ποιητικό παρόν, και όχι οι βραβευμένοι ή όσοι κρίθηκαν ευμενώς από τους, έτσι κι αλλιώς, λιγοστούς που σήμερα έχουν βαρύνοντα λόγο στο χώρο της ποίησης. Λ.χ., εντός του 2007, οι Δ. Ν. Μαρωνίτης και Αλέξης Ζήρας επαίνεσαν την ποιητική συλλογή, "Χρονογραφία", του Γιώργου Γώτη και η Θεώνη Κοτίνη τιμήθηκε με το βραβείο ποίησης του περιοδικού "Διαβάζω". Για να περιοριστούμε σε δυο παραδείγματα από τα παραλειπόμενα των ανθολογιών.
Στην εισαγωγή, ο Γαραντούδης δηλώνει την εκτίμησή του για τα έργα των ακαδημαϊκών φιλολόγων έναντι των πονημάτων ποιητών και κριτικών. Θέση που δικαιώνει η ανθολογία του, με τον τρόπο παρουσίασης των ποιημάτων, καθώς συνοδεύονται από τις απαραίτητες φιλολογικές πληροφορίες, όπως η αναφορά της βιβλιογραφικής πηγής, οι χρόνοι γραφής και πρώτης δημοσίευσης, στην έκταση που εντοπίστηκαν, ακόμη μικρού σχήματος φωτογραφία με τις βιογραφικές συντεταγμένες του ποιητή (αν και πολλές φωτογραφίες ατύχησαν κατά τη εκτύπωση). Ακόμη, με τα παραρτήματα και τα ευρετήρια.

Το συνοδευτικό CD

Τέλος, ο τόμος συνοδεύεται από CD με τις φωνές 18 ποιητών, το οποίο, κατά τον Γαραντούδη, δεν ενέχει αξιολογική διάσταση αλλά έγινε με γνώμονα να καλύπτουν το ηλικιακό φάσμα και να μη υπάρχει ήδη καταγραμμένη η φωνή τους. Ωστόσο, μένει ζητούμενο πόσο αντιπροσωπευτικό είναι ένα ηλικιακό φάσμα με οκτώ ποιητές της γενιάς του 1970, τέσσερεις της δεύτερης, τρεις της πρώτης και τρεις της γενιάς του 1980. Αναλυτικότερα^ Δάλλας, Πατρικίος και ο μόλις αναχωρήσας Θανάσης Κωσταβάρας της πρώτης, το ζεύγος Δαράκη - Λεοντάρης, Ελευθερίου (μια όχι και άγνωστη φωνή, καταγραμμένη και στα CD του 1997) και Δασκαλόπουλος της δεύτερης, Μαστοράκη, Καλοκύρης, Κοντός, Πούλιος, Πρατικάκης, Βαγενάς, Γκανάς και Κυρτζάκη της γενιάς του 1970 και τέλος, Βλαβιανός, Πασχάλης και Χατζόπουλος της γενιάς του 1980. Και οι 18 κάτοικοι του αθηναϊκού άστεως, ούτε ένας επαρχιώτης.
3/4στερα, ως CD συνοδευτικό μιας ανθολογίας πανοραμικής στο χρόνο, θα έπρεπε να ακολουθεί γενεαλογική ιεράρχηση, ανεξάρτητα του πόσο ιδανικές και αγαπημένες μπορεί να είναι οι φωνές των Βαγενά και Βλαβιανού, που η αλφαβητική σύμπτωση προτάσσει. Τέλος, έμφαση στο συνοδευτικό CD δίνει και η σελίδα των περιεχομένων του, έτσι όπως τοποθετείται αμέσως μετά τη σελίδα τίτλου.
Είναι αυτονόητο ότι ο σχολιασμός, αν και εκτενής, παραμένει επιφανειακός, αφού δεν θίγει την ουσία των ίδιων των ποιημάτων.

Μ. Θεοδοσοπούλου