Παρασκευή 13 Ιουνίου 2008

Τι ζητούν οι συγγραφείς

Ισίδωρος Ζουργός
"Η αηδονόπιτα"
Εκδόσεις Πατάκη
Απρίλιος 2008

Τα τελευταία χρόνια, οι συγγραφείς, που δοκιμάζουν την τύχη τους στο ιστορικό μυθιστόρημα ή και γενικότερα, σε μυθιστορήματα που ανατρέχουν και σε παλαιότερες εποχές, φαίνεται να γνωρίζουν πως κινούνται μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, από τη μια η ρετσινιά του εθνικιστή ή, στην καθ' ημάς εκδοχή της, του ελληναρά, τόσο σπιλωτική όσο, μια φορά κι έναν καιρό, ο χαρακτηρισμός κομμουνιστής, και από την άλλη, το ισοπεδωτικό τέρας της πολιτικής ορθότητας. Γι' αυτό και καταβάλλουν φιλότιμες προσπάθειες να ισορροπήσουν κάπου στο ενδιάμεσο, με συχνά παράδοξες έως και ευρηματικές μυθοπλαστικές επινοήσεις. Αν και από την πλευρά τους οι κριτικοί, που υποτίθεται πως αποτελούν το αντίπαλον δέος, δεν ανοίγουν παρόμοιες συζητήσεις, αφού ως προς αυτό το θέμα, βρίσκονται στην ίδια δυσχερή όσο και επισφαλή θέση με τους συγγραφείς. Λαμπρό παράδειγμα το καινούργιο μυθιστόρημα του Δημοσθένη Κούρτοβικ, όπου οι παρουσιάσεις διυλίζουν δευτερεύοντα χαρακτηριστικά και για την ταμπακιέρα ούτε λέξη.
Αντί του επίκαιρου Μακεδονικού ζητήματος, που ερέθισε τον Κούρτοβικ, την Ελληνική Επανάσταση, που ήδη βρίσκεται στη φάση της ιστορικής απομυθοποίησης, επέλεξε ο Ισίδωρος Ζουργός για το μυθιστόρημά του. Στο σημείωμα του συγγραφέα, το οποίο συνηθίζει να παραθέτει στις τελευταίες σελίδες των βιβλίων του, μαζί με το γλωσσάρι και τις πηγές, μια ακόμη ένδειξη του συστηματικού τρόπου, με τον οποίο εργάζεται, δηλώνει την πρόθεσή του να μιλήσει "για εκείνη τη Ρωμιοσύνη", χωρίς "ομφαλόψυχους εθνικισμούς" και, κυρίως, χωρίς την "συλλήβδην δαιμονοποίηση των αντιπάλων της εποχής". Αντιπάλων, όχι Τούρκων ή Οθωμανών, ως ένα πρώτο δείγμα των πολιτικώς ορθών επιλογών του, και το ίδιο προσεκτικός στις διατυπώσεις του παραμένει από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα του μυθιστορήματος. 1/4πως εξομολογείται, ξεκινώντας τη συγγραφή, μια φράση του Μιχαήλ Περάνθη, "σύριζε στ' αυτιά του", "το είκοσι ένα δεν έχει ανάγκη από μύθους γιατί είναι από μόνο του ένας μύθος". Κι αυτός, συνδυάζοντας διαβάσματα και καρπερή φαντασία, μηχανεύτηκε μια μυθοπλασία, που ανασυσταίνει μεν την εποχή και μάλιστα, "στην ώρα του πολέμου και του αίματος", παρακάμπτει, όμως, το μύθο της. Με πρώτο και καθοριστικό στοιχείο την επιλογή του κεντρικού προσώπου. Αντί του έλληνα πατριώτη, ένας αλλοδαπός εθελοντής, και πάλι, όμως, όχι ένας από τους πολλούς Άγγλους, Γάλλους, Γερμανούς, που έρχονταν κατά παρέες, επηρεασμένοι από τα συμφέροντα της χώρας τους ή και από το ρομαντισμό της εποχής, και τραβούσαν για Ρούμελη και Μωριά, αλλά κάποιον ξέμπαρκο, από μια χώρα, που ενδιαφερόταν περισσότερο για την εύνοια του σουλτάνου, όπως η Αμερική, τόσο μακρινή, ώστε, μετά βίας, να φθάνουν τους δεκαπέντε οι αμερικανοί εθελοντές στα χρόνια του Αγώνα. Έναν αρχαιολάτρη, αν και όχι ακριβώς φιλέλληνα. Τότε, όμως, γιατί να έρθει στο στόμα του Τούρκου; Πέραν του ρομαντισμού, σύμφυτο με αυτόν, το μοναδικό αίσθημα που έσπρωχνε ανέκαθεν τον άνθρωπο σε κουτουράδες, ή έστω σε παράτολμα εγχειρήματα, ήταν ο έρωτας.
Σαν έναν Δον Κιχώτη παρουσιάζει τον ήρωά του ο Ζουργός, που, όταν η Δουλτσινέα του παντρεύεται άλλον, παίρνει των ομματιών του, αναζητώντας στην άλλη πλευρά του ωκεανού τα φαντάσματα των αρχαίων Ελλήνων, όπως τα γνώρισε στο Χάρβαρντ. Πάσχα του 2006, που άρχισε το γράψιμο ο Ζουργός, μόλις είχε κυκλοφορήσει η δεύτερη λογοτεχνικής χροιάς μελέτη της Παυλίνας Νάσιουτζικ, "Μυστικές εταιρείες και ελληνικά πάθη", όπου αναμιγνύονται ο Χέρμαν Μέλβιλ και ο Έντουαρντ Έβερετ, ο γνωστός φιλέλληνας καθηγητής στη νεοσύστατη τότε έδρα ελληνικής φιλολογίας του Χάρβαντ, ενώ, εν εκτάσει, αναφέρονται τα ταξίδιά τους στην Ελλάδα, του Μέλβιλ το 1857 και το προ της Επαναστάσεως πολύχρονο ευρωπαϊκό του Έβερετ, στο οποίο γνώρισε τον Μπάϋρον και τον Κοραή και, κατά το τελευταίο έτος, το 1819, περιηγήθηκε την Ελλάδα. Ίσως και επηρεασμένος ο Ζουργός, ορίζει τον ήρωά του, αγαπημένο φοιτητή του Έβερετ, τριτοετή το 1821, να αρχίζει το ταξιδιωτικό του ημερολόγιο με την πρώτη φράση του "Μόμπι Ντικ", προσαρμοσμένη στην περίσταση, "Λέγε με Γαβριήλ", ενώ φαντασιώνεται κατά τον διάπλου του Ατλαντικού έναν φαλαινοθήρα και κουτσό καπετάνιο. Κατά τα άλλα, στις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του ανακαλούνται πρόσωπα της ελληνικής μυθολογίας και του Ομήρου, και το Αιγαίο Πέλαγος αποκαλείται Λευκή Θάλασσα, όπως και στο μυθιστόρημα του Βλάσση Τρεχλή, "Ταξίδι στη Λευκή Θάλασσα", που μόλις είχε κυκλοφορήσει.
Ο Ζουργός χωρίζει το μυθιστόρημα, σε τέσσερα μέρη και 46 κεφάλαια, μοιράζοντάς το σε δυο φωνές, ενός πανόπτη αφηγητή και του αμερικανού ταξιδιώτη, ενώ εκκινεί κι αυτός με μυστικές εταιρείες σε Μασσαλία και Θεσσαλονίκη. Ως ελάσσων ποιητής αυτοσυστήνεται ο ήρωας και έχει για ίδαλμά του τον Λόρδο Μπάϋρον και τα άσματα του "Τσάϊλντ Χάροντ" σαν ευαγγέλιο. Η μια και μοναδική συνάντησή τους τοποθετείται στο Μεσολόγγι, στις αρχές Φεβρουαρίου του 1824, μόλις δύο μήνες πριν το θάνατο του Λόρδου, όταν ο Μπάϋρον σχεδίαζε την εκστρατεία κατά της Ναυπάκτου. Ίσως, το μόνο πρόσωπο, που κρίνει ο συγγραφέας υπεράνω κάθε απομυθοποίησης, καθώς περιγράφει έναν θρυλικό Μπάϋρον, καθισμένο στο γραφείο του και όχι κλινήρη, όπως τον αναφέρει, λ.χ., στην αφήγησή του, ο Ουίλλιαμ Πάρι, ο ειδικός σε θέματα πυροβολικού απεσταλμένος της Επιτροπής του Λονδίνου, που φτάνει στο Μεσολόγγι τις ίδιες ημέρες με τον μυθιστορηματικό ήρωα και έχει κι αυτός μια πολύωρη συνάντηση μαζί του.
Πέραν, όμως, του φάσματος του Μπάϋρον που κυριαρχεί στο ημερολόγιο και χρεώνεται πλείστες όσες πλατειαστικές παρεκβάσεις, πλοηγός στις περιπλανήσεις του ήρωα στέκεται ένας συνομήλικός του αγωνιστής του '21, Μακεδόνας όπως και ο συγγραφέας, ο Νικόλαος Κασομούλης. Τον πρωτοσυναντά στη Νάξο, το πρώτο ελληνικό λιμάνι στο ταξίδι του από τη Μασσαλία, Ιανουάριο 1822. Για δεύτερη φορά, σμίγουν τον ίδιο χρόνο, σε σπηλιά του Ολύμπου, τη σκήτη του Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω, κοντά στο μοναστήρι του Αγίου, παραμονές Πάσχα. Για να τριτώσει στο Μεσολόγγι, Αύγουστο του 1825, όπου πολεμούν, δίπλα-δίπλα, στις ντάπιες, βρίσκονται μαζί κατά την Έξοδο, την Κυριακή των Βαΐων, και συγκαταλέγονται αμφότεροι στους επιζώντες. Πολλά οφείλει το μυθιστόρημα στα "Απομνημονεύματα" Κασομούλη, ιδιαίτερα την ανασύσταση της Ρωμιοσύνης "στην ώρα του πολέμου και του αίματος", που υποσχέθηκε ο συγγραφέας, και ακόμη, το πλάσιμο, ως ένα βαθμό, του ιδιόλεκτου της εποχής, μέχρι και το πλήθεμα των προσώπων με χαρακτηριστικούς τύπους εκτός των ιστορικών φυσιογνωμιών. 1/4πως η ναξιώτισσα "κοκκώνα ντουντού", που ο επιμελητής των "Απομνημονευμάτων", Γιάννης Βλαχογιάννης, διατείνεται πως είχε κλέψει το νου του Κασομούλη. 1/4πως κι αν έχει, τις συναντήσεις στον πύργο της, τις είχε γράψει με περισσή ενάργεια ο Κασομούλης για τον Ζουργό. Βοηθητικά τα "Απομνημονεύματα" και για τις σκηνές χωρίς τον μακεδόνα οπλαρχηγό, που εκτυλίσσονται στα λημέριά του, σε 1/4λυμπο και Ρούμελη. Και αναμφιβόλως, χρήσιμη πηγή για το Μεσολόγγι, όπου εκτυλίσσεται το τρίτο και εκτενέστερο μέρος του μυθιστορήματος, ουσιαστικά το μισό βιβλίο. Αποτέλεσμα, σε κάποια συμβάντα, ο ήρωας καταλήγει να έχει τις ίδιες με τον Κασομούλη ανακριβείς εντυπώσεις, όπως στις περιπτώσεις του λαγουμιτζή Κώστα Χορμόβα ή και Χαρμοβίτη και ακόμη, του μηχανικού των οχυρωματικών έργων, Χιώτη Μιχαήλ Κοκκίνη. Άλλοτε πάλι, ο συγγραφέας τσιμπά μια σκηνή, αφαιρώντας τους ηρωικούς της τόνους, όπως με το "σεργιάνι" στις ντάπιες του Κοζανίτη Νίκου Τζιάρα, που, από γιουρούσι εναντίον των Τούρκων, γίνεται αργόσχολος περίπατος για κουβεντούλα και φουμάρισμα. Κατά τα άλλα, ο συγγραφέας κάνει τις δικές του επιλογές, απομυθοποιώντας ήρωες του αναστήματος ενός Καραϊσκάκη έναντι άλλων, δευτεραγωνιστών. Επίσης, μόλις που αναφέρει τον εμφύλιο των οπλαρχηγών και ουδόλως σχολιάζει τον ρόλο του "πρίντζιπα" Μαυροκορδάτου. Τέλος, ο μεσολογγίτης στρατηγός Θανάσης Ραζικότσικας εντυπωσιάζει τον ήρωα μόνο ως όμορφος άντρας, ούτε ηγετικό ρόλο ούτε ηρωισμό του προσμετρά. Ίσως η θέαση να άλλαζε με τη σχετική μονογραφία του Κωνσταντίνου Σβολόπουλου, που, όμως, κυκλοφόρησε πέρυσι τον χειμώνα, όταν το μυθιστόρημα είχε πια ολοκληρωθεί. Πάντως, η θαρραλέα απάντηση του Μεσολογγίτη στον πασά, "Τα κλειδιά της πόλης είναι κρεμασμένα στις μπούκες των κανονιών", επιλέγεται ως τίτλος του τρίτου μέρους του βιβλίου.
Αν και όλα αυτά δεν συνιστούν παρά πινελιές μιας πολιτικώς ορθής ανασύστασης του '21, καθώς περισσότερο ρηξικέλευθη φαίνεται μια ορισμένη σύλληψη κατά το πλέξιμο του ερωτικού ρομάντσου. Γιατί, βεβαίως, ένα βιβλίο μόνο με Κασομούλη και Ραζικότσικα δεν θα μπορούσε να γίνει ευπώλητο άμα τη εμφανίσει του στην αγορά. Ενώ, λοιπόν, ο Αμερικανός γράφει τις μακροσκελέστατες επιστολές του, δίκην ημερολογίου, μια και μένουν ανεπίδοτες, προς την υπερπόντια Δουλτσινέα του, χρήζει καλή της καρδιάς του μια θεσσαλονικιά αρχοποντούλα, βιασθείσα από τους Τούρκους, κατά τις ταραχές του Απριλίου του 1821. Αν και η αφήγηση αναφέρει αορίστως ως δράστες τέσσερις από τον όχλο, αποφεύγοντας και εδώ τα δαιμονοποιά επίθετα.
Το ερωτικό τρίγωνο, μια γυναίκα δύο άντρες, δημιουργείται από τις πρώτες σελίδες, καθώς ο πατέρας της φροντίζει να την παντρέψει, υποσχόμενος τρανταχτή προίκα, με έναν καπετάνιο, που χρειάζεται εσπευσμένως παράδες για "μπιστόλες και μπαρουτόβολα". Στη συνέχεια, τα ερωτικά πάθη φουσκώνουν πολύ πέραν των πατριωτικών. Ο συγγραφέας, όμως, δεν αρκείται σε αυτά, ζητά φιλοσοφικές προεκτάσεις στη σχέση του ανθρώπου με το Θεό διαμέσου και των παιδιών. Οπότε, η αρχοντοπούλα, μετά το θάνατο του ενός παιδιού από τον έναν άνδρα και της αποβολής του δεύτερου από τον άλλο, υιοθετεί ένα ελληνάκι και δυο τουρκόπουλα. Αυθορμήτως, χωρίς ούτε καν μερικές σελίδες ψυχικής πάλης για να ξεπεραστεί το μίσος εναντίον της φάρας των βιαστών της, σε ένα μυθιστόρημα που δεν φείδεται συναισθηματικών περιγραφών.
1/4μως, βασικό χαρακτηριστικό του μυθιστορήματος είναι η αγαθότητα των ηρώων. Σχεδόν όλοι, ακόμη και οι διαπράττοντες πανουργίες, καθώς η αφήγηση ανατρέχει στον προηγούμενο βίο τους, αποδεικνύονται καλοί και χρηστοί, μέχρι την αγγελόψυχη αρχοντοπούλα. Ωστόσο, υπάρχει ένα και μοναδικό κακό πρόσωπο. Ένας άγγλος αρχαιοκάπηλος, που πλάθεται στο πρότυπο του Λόρδου Έλγιν και πρωταγωνιστεί στο ταξίδι τόσο του ερχομού του ήρωα στην Ελλάδα όσο και της επιστροφής του στην Αμερική. Αν και η αποδοκιμασία των εμπλεκομένων Ελλήνων στη λαφυραγώγηση αρχαίων παραμένει ήπια, ουδεμία σχέση με την σκωπτική κριτική του Τάκη Θεοδωρόπουλου στο πρόσφατο μυθιστόρημά του.
Συνοψίζοντας, το καινούργιο μυθιστόρημα του Ζουργού θα χαρακτηριζόταν, πέραν από πολιτικώς ορθό, χορταστικό, με ένα πρωτότυπο τίτλο, "η αηδονόπιτα", κάτι σαν την γλαρόσουπα, και όχι με χάππυ έντ, αλλά με ένα μακάριο τέλος, όπου η αγάπη δεν υπερβαίνει μόνο τα φυλετικά πάθη αλλά και τον ίδιο τον θάνατο, χάρις στη βαθιά πίστη των ηρώων που κλείνουν ραντεβού στην Άλλη Ζωή. Τέλος, να σημειώσουμε μια υφολογική συνάντηση δυο συνομηλίκων συγγραφέων, του Ζουργού και του Γιώργου Παναγιωτίδη. Στα μυθιστορήματα του Ζουργού και στο πρώτο του Παναγιωτίδη, "Ερώτων και αοράτων", υπάρχει μια τάση προς τον μεγαλοπρεπή λόγο, η οποία, εν μέρει μόνο, δικαιολογείται από το ρομαντικό κλίμα στο βιβλίο του πρώτου και το υπερφυσικό στο μυθιστόρημα του δεύτερου. Και οι δυο Βορειοελλαδίτες και δάσκαλοι. Άραγε πρόκειται για σύμπτωση ή μήπως είναι απότοκο μιας ορισμένης παιδείας;
Μ. Θεοδοσοπούλου