Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2008

Μια λησμονημένη φυσιογνωμία του αισθητισμού

Γιάννης Παπακώστας
"Μανώλης Μαγκάκης"
Εκδόσεις Γαβριηλίδης
Σεπτέμβριος 2008

"Αμυδρό φως στις λογοτεχνικές σκιές της δεκαετίας του 1910" διατείνεται πως ρίχνει ο Γιάννης Παπακώστας, με την παρουσίαση του λυρικού ποιητή Μανώλη Μαγκάκη και την αναδημοσίευση της μοναδικής ποιητικής του συλλογής, μάλλον υποτιμώντας τη συμβολή του. Τον Μαγκάκη μας τον πρωτοσύστησε προ εικοσαετίας, στο βιβλίο του, "Φιλολογικά σαλόνια και καφενεία της Αθήνας (1880-1930)", ως τακτικό θαμώνα, αρχικά του καφενείου "Νέον Κέντρον", γωνία Εμμανουήλ Μπενάκη, τότε οδός Προαστείων, και Σταδίου, και λίγο αργότερα, του γειτονικού καφενείου "Βύρων", γωνία Μπενάκη και Πανεπιστημίου, στο οποίο εγκαταστάθηκαν οι διαφωνούντες κατά τις ζωηρές συζητήσεις περί τέχνης, που γίνονταν στο "Νέον Κέντρον", με αφορμή τον Όσκαρ Ουάϊλντ, μετά την αποχώρησή τους. Κεντρικό πρόσωπο στο καφενείο "Νέον Κέντρον" ήταν ο συνομήλικος του Ουάϊλντ, ζακύνθιος ποιητής, Στέφανος Μαρτζώκης, που πρέσβευε πως το ηθικά αποδεκτό είναι και το αισθητικά ωραίο, σε αντίθεση με τον κύκλο του "Βύρωνα", που υποστήριζε με σθένος την άποψη πως η τέχνη δεν έχει σχέση με την ηθική. Επικεφαλής των "Βυρωνιστών" βρισκόταν ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, θιασώτης του Ουάϊλντ, όπως και ο λίγο νεώτερός του Μαγκάκης, κι αυτός δραστήριο μέλος του κύκλου του εν λόγω καφενείου, καθώς και του περιοδικού "Ανεμώνη", το οποίο συνέτασσαν αποκλειστικά και μόνο θαυμαστές του ιρλανδού αισθητιστή. Ένα βραχύβιο περιοδικό, όπως ήταν τα περισσότερα της εποχής, που κυκλοφόρησε μόλις πέντε μηνιαία τεύχη, Μάρτιο με Ιούλιο του 1910.
Στο παλαιότερο βιβλίο του, ο Παπακώστας αναφέρει τον Μαγκάκη ανάμεσα στους θαμώνες και άλλων αθηναϊκών καφενείων, όπως το "Αιτωλοακαρνανία" της Κλαυθμώνος και το "Μαύρο Γάτο", δίπλα στο σπίτι του Κωστή Παλαμά, όπου, σήμερα, βρίσκεται το άγαλμά του. Αλλά και το καφενείο των Εξαρχείων, "Σοφός Κοραής", όπου, το 1914, εκκολάφθηκε το σωματείο "Οργάνωσις των Νέων", που ξιφούλκησαν εναντίον των "παλαιών" και ό,τι αποκαλούσαν φιλολογική φαυλοκρατία. Την προκήρυξη της Οργάνωσης υπέγραφαν ο υποκινητής της όλης ιστορίας, Ναπολέων Λαπαθιώτης, και άλλοι τέσσερις, μεταξύ των οποίων και ο Μαγκάκης. Από όλους αυτούς, τους οργισμένους νέους εκείνης της περιόδου, ο Παπακώστας ξεχωρίζει τρεις ποιητές, που έτυχε να πεθάνουν νέοι, τον Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, τον Ιωσήφ Ραφτόπουλο και τον Μαγκάκη, στον οποίο και αφιερώνει ένα πρώτο βιβλίο.
Γεννημένος ο Μαγκάκης τον Αύγουστο του 1891 στην Ερμούπολη της Σύρου, έρχεται στην Αθήνα το φθινόπωρο του 1909 και σπουδάζει στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά την αποφοίτησή του, εργάζεται εκτάκτως ως χημικός σε μεταλλείο, όπου και πεθαίνει κατά την επιδημία γρίππης που ενσκήπτει στην περιοχή, στις 21 Οκτωβρίου 1918. Κατά μαρτυρία του Χαρίλαου Παπαντωνίου (του μεγαλύτερου κατά δέκα χρόνια αδελφού του Ζαχαρία) πεθαίνει στον Ωρωπό. Να προσθέσουμε, όμως, πως υπάρχει και σχετική αναφορά του Τέλλου Άγρα, που τοποθετεί το θάνατό του στο Μαρκόπουλο. Παράλληλα με τις σπουδές του, ο Μαγκάκης επιδίδεται στη μετάφραση από την αγγλική, εκδίδοντας δυο βιβλία, το 1911, τη συλλογή "Σονέττα" του Σαίξπηρ και το 1915, "Εκλεκταί σελίδες" του Όσκαρ Ουάϊλντ. Άνθρωπος ταλαντούχος και με καλή παιδεία, δημοσιεύει ποιήματα και άρθρα σε πλείστα όσα περιοδικά, συμμετέχει ή και πρωτοστατεί σε εκδόσεις περιοδικών, και τέλος, αναγνωρίζεται από τους φίλους του ως ένας πολυμαθής μποέμ εκείνων των χρόνων.
Ο Παπακώστας βρίσκει ποιήματά του σε δυο ανθολογίες του 1922, ένα μόνο, "Τα Σεραφείμ", στην "Ανθολογία των νέων ποιητών μας (1900-1920)", πέντε όμως στην ανθολογία του Άγρα, που παραμένει μια από τις γνωστότερες του 20ου αιώνα, όπου, εν μέσω εβδομήντα νέων ποιητών, ο Μαγκάκης είναι ο μόνος αποθανών. Να προσθέσουμε πως διασώζεται και στην πολύ μεταγενέστερη "Ανθολογία" του Ηρακλή Αποστολίδη και πάλι με το ποίημα, "Τα Σεραφείμ". Ίσως, τελικά, ο Μαγκάκης να μην είναι και τόσο λησμονημένος, αφού μνημονεύεται σε τουλάχιστον δυο μεταπολεμικές ιστορίες, του Νίκου Παππά, που του αφιερώνει μια περικοπή οκτώ σειρών, χαρακτηρίζοντάς τον έναν από τους πιο προικισμένους ποιητές της γενιάς του, και του Γιώργου Βαλέτα, που τον αποκαλεί λυρικώτατο ποιητή και από τους πρώτους αριστοτέχνες μεταφραστές άγγλων ποιητών.
Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία των αθηναϊκών περιοδικών από τον Χ. Λ. Καράογλου και την πρόσθετη έρευνα του Παπακώστα, ο Μαγκάκης, ως συνεργάτης αθηναϊκών περιοδικών, εμφανίζεται, για πρώτη φορά, το 1909, στο βραχύβιο "Δάφνη" και το μακρόβιο "Ελλάς", που, ως περιοδικό ποικίλης ύλης, δεν συμπεριλαμβάνεται στη βιβλιογραφία Καράογλου, ενώ, τα επόμενα χρόνια, απλώνει τις δημοσιεύσεις του σε ακόμη δεκαπέντε, ελάχιστα υπολειπόμενος του Άγρα που συνεργάζεται την ίδια περίοδο με είκοσι δύο. Αλλά και ακόμη μετά το θάνατό του, δημοσιεύονται ποιήματα και μεταφράσεις του σε τουλάχιστον τέσσερα περιοδικά, μη συμπεραλαμβανομένου του περιοδικού του Νίκου Βέλμου, το "Φραγκέλιο", το οποίο ξεκινά το 1927 και μέσα στον πρώτο χρόνο δημοσιεύει δυο ποιήματα, που ο Βέλμος αποδίδει στον Μαγκάκη, ακόμη ένα σονέττο του Σαίξπηρ σε μετάφραση Μαγκάκη, καθώς και μια παραλλαγή του ποιήματος, που ο Βέλμος είχε γράψει για το θάνατό του.
Τα ποιήματα του Μαγκάκη συγκεντρώθηκαν σε μια και μοναδική ποιητική συλλογή το 1920, από τους φίλους του, Χαρίλαο Παπαντωνίου και Ιωσήφ Ραφτόπουλο (έναν δεύτερο ατυχή ποιητή, που πέθανε από φυματίωση, τρία χρόνια αργότερα, στα τριάντα τρία του). Συνολικά, δεκαοκτώ ποιήματα και μαζί, δικές του έμμετρες μεταφράσεις Άγγλων και Αμερικανών λυρικών. Ο Παπακώστας αναδημοσιεύει το πρώτο μέρος του βιβλίου, τα ποιήματα, προσθέτοντας μερικά αθησαύριστα. Ακόμη αναδημοσιεύει τα σημειώματα των δυο εκδοτών, αναφέροντας την ποιητική συλλογή ως αμαρτύρητη από αλλού. Πιθανώς ο σχοινοτενής τίτλος της, πράγματι, να μην μνημονεύεται σε άλλο κείμενο, ωστόσο ο Άγρας αναφέρει πως το 1920 "τινά των πρωτοτύπων ποιημάτων του Μαγκάκη και ικαναί μεταφράσεις εξεδόθησαν εις τεύχος υπό ομάδος φίλων του, μετά συντόμων προλογικών σημειωμάτων". Στο ίδιο κείμενο, ο Άγρας προσθέτει δυο έργα στα βιογραφικά του Μαγκάκη, το δράμα "Πρώτη αγάπη", που ο ποιητής εξέδωσε πριν εγκαταλείψει τη γενέτειρά του, και ένα ανέκδοτο "πρωτότυπο πεζογράφημα", με τίτλο, "Πέτρος Ξυνός". Επίσης, ο Άγρας θέλει τον Μαγκάκη να συνεργάζεται στα περιοδικά "Φοίνικας" της Αλεξάνδρειας και "Χρονικά" της Κωνσταντινούπολης.
Εκτός από συνεργάτης περιοδικών, ο Μαγκάκης υπήρξε και διευθυντής του μηνιαίου περιοδικού "Κορυδαλός", που εξέδιδε ο Ντίνος Μιράντας, με το πρώτο τεύχος του να κυκλοφορεί τον Αύγουστο του 1914. Ο Παπακώστας εντόπισε μόλις τρία τεύχη του περιοδικού των δεκαέξι σελίδων και εικάζει πως θα πρέπει να πρόκειται για ένα βραχύβιο περιοδικό, αμαρτύρητο από αλλού. Και πάλι, όμως, υπάρχει η σχετική μαρτυρία του Άγρα, καλού γνώστη της εποχής, που πρώτος αναγνώρισε το ποιητικό ταλέντο του Μαγκάκη. Ύστερα, σύμφωνα και με τη "βίβλο" των ψευδωνύμων του Κυριάκου Ντελόπουλου, το Ντίνος Μιράντας είναι ψευδώνυμο του Ι. Σούκα, του κύκλου του Πειραιά. Και ακριβώς, στις καταγραφές του πειραϊκού Τύπου, εντοπίζουμε το περιοδικό "Κορυδαλός", με τον χρονικό προσδιορισμό 1914.
Τέλος, όντας ο Μαγκάκης θαμώνας πολλών καφενείων και μέλος ουκ ολίγων συντροφιών, θα αναμενόταν να έχει απαθανατιστεί και σε κάποιες φωτογραφίες. Ο Παπακώστας δεν κάνει σχετική μνεία, πέραν μια αναμνηστικής φωτογραφίας, που τραβήχτηκε το 1914 στο καφενείο "Σοφός Κοραής" και εικονίζει τα μέλη της "Οργάνωσης των Νέων", στην οποία συμμετείχε μεν ο Μαγκάκης αλλά απουσιάζει από τη φωτογραφία. Αντί, όμως, των φωτογραφιών του, που μπορεί και να λανθάνουν, εντοπίζει στα περιοδικά, που συνεργαζόταν ο Μαγκάκης, δυο προσωπογραφίες του, έργα καθόλου τυχαίων καλλιτεχνών.
Η πρώτη δημοσιεύτηκε στο εικονογραφημένο περιοδικό του Γεράσιμου Βώκου "Ο καλλιτέχνης" και οφείλεται στον μετέπειτα διάσημο αμερικανό καλλιτέχνη Παύλο Σουών. Η πρόσφατη βιογραφία του Σουών, μόλις που αναφέρει το ταξείδι του στην Ελλάδα, χωρίς περαιτέρω πληροφορίες. Ωστόσο, αυτή η πολυσχιδής φυσιογνωμία -ζωγράφος και γλύπτης, χορευτής, ηθοποιός, ποιητής έως και μουσικός- που, στη δεκαετία του 1960, θαλερός ογδοντάρης πλέον, ενέπνευσε τρεις ταινίες στον Άντυ Γουώρχολ, στις οποίες και πρωταγωνίστησε, ήρθε στη χώρα μας για να σπουδάσει κλασσική γλυπτική και χορό. Ο τίτλος της βιογραφίας του είναι "Ο ομορφότερος άντρας στον κόσμο: Παύλος Σουών, από τον Ουαΐλδ στον Γουώρχολ". Και πράγματι, έτσι τον είχε αποκαλέσει ένας νεοϋρκέζος δημοσιογράφος, όταν έφθασε στην πόλη έφηβος από το Σικάγο. Αλλά και ο γλύπτης Θωμάς Θωμόπουλος, όταν, ένα πρωί, τον είδε να μπαίνει στο ατελιέ του, νόμισε πως ήταν μια οπτασία αρχαίου εφήβου κι έτσι τον απαθανάτισε στην προτομή που του έφτιαξε. Το παραπάνω σύμφωνα με το κείμενο του Βώκου, στο αφιέρωμα του περιοδικού του στον αμερικανό καλλιτέχνη, που είχε γίνει μέλος της παρέας των "Βυρωνιστών". Το αφιέρωμα συμπληρώνεται με ένα τετράστιχο του Σουών και κείμενό του περί τέχνης, σε μετάφραση Μαγκάκη, που λόγω και της αγγλομάθειάς του, φαίνεται πως ήταν η πρώτη γνωριμία του Σουών στην Αθήνα. Το αφιέρωμα δημοσιεύεται στο τεύχος 10 του "Καλλιτέχνη", Ιανουάριο 1911 (όχι στο 9ο τεύχος του Δεκεμβρίου 1910, όπως εκ παραδρομή σημειώνεται), και εικονογραφείται με τις προσωπογραφίες που έκανε ο Σουών για τους φίλους του, Ανδρέα Καρκαβίτσα, Πλάτωνα Ροδοκανάκη, Στέφανο Μαρτζώκη, Βώκο και Μαγκάκη. Στις επόμενες σελίδες του ίδιου τεύχους, δημοσιεύονται οι πρώτες νεκρολογίες για τον νωπό θάνατο του Παπαδιαμάντη, στις 2 Ιανουαρίου. Η δεύτερη προσωπογραφία του Μαγκάκη δημοσιεύτηκε στο φιλολογικό περιοδικό "Ορμή", όχι όμως στο πρώτο τεύχος, Ιούνιο 1913, αλλά στο έβδομο και τελευταίο, που είναι και αχρονολόγητο. Το πιθανότερο, κυκλοφόρησε Μάρτιο 1914, καθώς στην τελευταία σελίδα του αναφέρεται ως τριμηνιαία έκδοση, ενώ, αρχικά, στα πρώτα έξι τεύχη είναι μηνιαία. Το σκίτσο του Μαγκάκη οφείλεται στον ζωγράφο Γιόχαν Ρωμανό, τότε ακόμη φοιτητή στη Σχολή Καλών Τεχνών και θαμώνα του καφενείου "Νέον Κέντρον". Και αυτός πολυσχιδής, διέπρεψε ως ζωγράφος, διακοσμητής, σκηνογράφος, ενδυματολόγος. Πέθανε το 1980, οκτώ χρόνια μετά τον Σουών.
Όλα αυτά τα αφανή ανασύρει στο καινούργιο βιβλίο του ο Παπακώστας, δίνοντας ένα παράδειγμα του αρμονικού τρόπου, με τον οποίο μπορούν να συνδυαστούν οι ιδιότητες του ερευνητή, του κριτικού και του ιστορικού. Ως ερευνητής, αναζητά μετά υπομονής και επιμονής μαρτυρίες και δεδομένα. Ως κριτικός, κυρίως της ποίησης, σκιαγραφεί το ποιητικό τοπίο του Μαγκάκη, ξεκινώντας από τις επιδράσεις του ουαϊλδισμού και επισημαίνοντας τα βασικά χαρακτηριστικά του, όπως η απαισιόδοξη διάθεση, η ερωτική απαντοχή δεμένη με την επιθυμία του θανάτου, αλλά και η πλούσια εικονοποιία. Ιδιαίτερα σχολιάζει τη μετρική του, που μένει κοντά στις παραδοσιακές φόρμες και τη γλώσσα του, με τα σύνθετα ουσιαστικά, που θυμίζουν Μαλακάση. Τέλος, ως ιστορικός, αποτυπώνει το κλίμα της εποχής, μέσα στην οποία και τοποθετεί τον Μαγκάκη και τις απόψεις του περί αισθητισμού. Γι' αυτό άλλωστε, αφιερώνει ένα κομμάτι του κειμένου του στο "σκάνδαλο" του περιοδικού "Ανεμώνη", αναδημοσιεύοντας απόσπασμα από το πεζό του Μαγκάκη (πιστεύουμε πως θα έπρεπε να αναδημοσιευτεί ακέραιο) και το ποίημα του Λαπαθιώτη. Δηλαδή, τα δυο βασικά κείμενα, τα οποία προκάλεσαν την οργή των επιφανών της εποχής, που ήταν ο Γιώργος Τσοκόπουλος, ο Σπύρος Μελάς και ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος. Ήταν η εποχή που οι αισθητιστές εκλαμβάνονταν ως ψυχοπαθή άτομα.
Μ. Θεοδοσοπουλου