Παρασκευή 6 Μαρτίου 2009

Ο Παπαδιαμάντης, η ατραξιόν και το άνωθεν μήνυμα

Τε­λι­κά, ο Πα­πα­δια­μά­ντης προ­σφέ­ρε­ται για κά­θε χρή­ση. Ατρα­ξιόν, μό­δα, χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο έ­θι­μο, πα­ρη­γο­ρία ψυ­χής, α­στεί­ρευ­τη πη­γή α­πό­λαυ­σης, ε­ξα­γώ­γι­μο κε­φά­λαιο. Ό,τι μπο­ρεί να βά­λει ο νους του αν­θρώ­που και λί­γα εί­ναι. Αν και Σκια­θί­της, εί­ναι ο με­γά­λος συγ­γρα­φέ­ας της πό­λης των Αθη­νών. Το μό­νο που έ­λει­πε ή­ταν έ­νας τό­πος προ­σκυ­νή­μα­τος. Ένα σπί­τι δι­κό του, μια κά­μα­ρη, ο­τι­δή­πο­τε τε­λο­σπά­ντων, που το ά­ο­κνο Υπουρ­γείο Πο­λι­τι­σμού θα α­να­κή­ρυτ­τε σε μνη­μείο. Προ ε­τών, ο σύλ­λο­γος φί­λων Πα­πα­δια­μά­ντη, ή ό­πως αλ­λιώς λέ­γε­ται, προ­σπά­θη­σε να κα­λύ­ψει το κε­νό. Ανα­καί­νι­σε εκ βά­θρων τον Άγιο Ελισ­σαίο, το εκ­κλη­σί­δριο, ό­που ο Πα­πα­δια­μά­ντης έ­ψαλ­λε, και άρ­χι­σε να διορ­γα­νώ­νει α­γρυ­πνίες. Όμως, ό­πως και να το κά­νου­με, κά­τι τέ­τοια, δεν συ­νά­δουν με το κο­σμι­κό τα­μπε­ρα­μέ­ντο του Αθη­ναίου. Ύστε­ρα, ε­νι­σχύουν το προ­φίλ του κο­σμο­κα­λό­γε­ρου, που εί­ναι α­πευ­κταίο για έ­να με­γά­λο λο­γο­τέ­χνη στην ε­πο­χή της πα­γκο­σμιο­ποίη­σης.
Τη λύ­ση, ό­πως γί­νε­ται με ό­λα τα σο­βα­ρά θέ­μα­τα στη χώ­ρα μας, την έ­δω­σε η ι­διω­τι­κή πρω­το­βου­λία, κα­τορ­θώ­νο­ντας να κά­νει τον Πα­πα­δια­μά­ντη, πρω­το­σέ­λι­δο στους του­ρι­στι­κούς ο­δη­γούς της Αθή­νας. Ο Πα­πα­δια­μά­ντης ό­σο ζού­σε, μπο­ρεί να μην α­πέ­κτη­σε σπί­τι στην πό­λη μας, εί­χε, ό­μως, στέ­κια. Πή­ραν, λοι­πόν, και α­να­καί­νι­σαν το διώ­ρο­φο Σαρ­ρή και Αγίων Αναρ­γύ­ρων γω­νία. Τι το α­να­καί­νι­σαν, δη­λα­δή, του άλ­λα­ξαν τα φώ­τα. Πώς αλ­λιώς θα με­τα­μορ­φω­νό­ταν “σε χώ­ρο υ­ψη­λής αι­σθη­τι­κής”. Κα­φέ μπαρ ε­στια­τό­ριο, «Στού Κα­χρι­μά­νη», ό­πως το α­πο­κά­λε­σαν. Οι δε δια­φη­μι­στι­κές κα­τα­χω­ρή­σεις σπεύ­δουν να ε­νη­με­ρώ­σουν πως σε αυ­τό το σπί­τι, ε­πί ε­ξή­ντα συ­να­πτά έ­τη, στε­γα­ζό­ταν το μπα­κά­λι­κο του Κα­χρι­μά­νη, ό­που ο διά­ση­μος συγ­γρα­φέ­ας ε­μπνεύ­στη­κε με­ρι­κά α­πό τα με­γα­λύ­τε­ρα έρ­γα του. Για να δια­σω­θεί, λέει, το πνεύ­μα του Πα­πα­δια­μά­ντη, έ­γι­ναν “χει­ρο­ποίη­τες δια­κο­σμη­τι­κές ε­πεμ­βά­σεις”, έ­φυ­γε το πά­τω­μα του πρώ­του ο­ρό­φου, στο κου­φω­μέ­νο ε­σω­τε­ρι­κό δη­μιουρ­γή­θη­κε μπαλ­κο­νά­τος χώ­ρος ε­στία­σης, προ­στέ­θη­καν κα­θρέ­φτες, κη­ρο­πή­για και ό,τι άλ­λο δη­μιουρ­γεί α­τμό­σφαι­ρα. Ωστό­σο, η α­τρα­ξιόν του μα­γα­ζιού δεν εί­ναι ού­τε η ε­νη­με­ρω­μέ­νη κά­βα ού­τε η ζω­ντα­νή μου­σι­κή, αλ­λά το δεί­πνο που προ­σφέ­ρε­ται υ­πό το βλέμ­μα του Πα­πα­δια­μά­ντη. Και μην πά­ει ο νους σας σε ε­κεί­νη τη φω­το­γρα­φία του Νιρ­βά­να, με το παλ­τό και τα σταυ­ρω­μέ­να χέ­ρια. Κου­στου­μα­ρι­σμέ­νος μο­στρά­ρει στη φω­το­γρα­φία ο Πα­πα­δια­μά­ντης, α­σορ­τί με το χώ­ρο, ό­πως τον α­πα­θα­νά­τι­σε ο ζω­γρά­φος Γιώρ­γος Χατ­ζό­που­λος. Στους πλη­βείους, που δεν μπο­ρούν να δια­θέ­σουν ού­τε 50 ευ­ρώ για έ­να γεύ­μα, μέ­νει η α­πο­ρία αν η με­σο­γεια­κή κου­ζί­να του σεφ προ­βλέ­πει κά­ποιο πιά­το α­λά Πα­πα­δια­μά­ντη. Λ.χ., “φα­σου­λά­δα με ψω­μία”, ή, ως σπε­σια­λι­τέ του κα­τα­στή­μα­τος, “κρέ­ας με κο­λο­κυ­θά­κια προ­φα­ντά”, που α­κού­γε­ται και λί­γο ι­τα­λι­κό.
Μό­δα στο χώ­ρο της δια­σκέ­δα­σης έ­χει γί­νει ο με­γά­λος συγ­γρα­φέ­ας της πό­λης μας. Πα­ρών ό­χι μό­νο «Στού Κα­χρι­μά­νη» αλ­λά και σε θέ­α­τρα, σε γκα­λε­ρί και βε­βαίως, σε βι­βλιο­πω­λεία. Μό­νο μπλου­ζά­κια δεν κυ­κλο­φό­ρη­σαν α­κό­μη με στά­μπα την κε­φα­λή του και το σύν­θη­μα, «Μνη­μο­νεύε­τε Πα­πα­δια­μά­ντη». Θέ­α­τρο μπο­ρεί να μην έ­γρα­ψε, αλ­λά τα διη­γή­μα­τά του, το έ­να με­τά το άλ­λο, δρα­μα­το­ποιού­νται, τα δη­μο­φι­λέ­στε­ρα, μά­λι­στα, σε πε­ρισ­σό­τε­ρες της μιάς εκ­δο­χές. Ωστό­σο, θα πρέ­πει να πα­ρα­δε­χτού­με πως αν δεν υ­πήρ­χαν ε­μπνευ­σμέ­νοι θε­α­τρώ­νες, οι θε­α­τρι­κές δια­σκευές θα εί­χαν πέ­σει προ πολ­λού στην α­φά­νεια. Για­τί, ναι μεν, οι πά­ντες α­να­γνω­ρί­ζουν πως τα διη­γή­μα­τα του Πα­πα­δια­μά­ντη εί­ναι “έρ­γα ε­ξαι­ρε­τι­κής δρα­μα­τι­κής πυ­κνό­τη­τας”, ω­στό­σο, έ­να θε­α­τρι­κό έρ­γο, που δεν έ­χει το χα­ρα­κτή­ρα του σπα­ράγ­μα­τος και του συμ­φύρ­μα­τος, α­δυ­να­τεί να κα­λύ­ψει τις α­νά­γκες του ση­με­ρι­νού θε­α­τρό­φι­λου. Ενώ τα ποτ­που­ρί διη­γη­μά­των, που ε­πι­νοή­θη­καν, φαί­νε­ται πως συ­γκι­νούν βα­θύ­τα­τα τις με­τα­μο­ντέρ­νες ι­διο­συ­γκρα­σίες. Και εί­ναι α­να­με­νό­με­νο, α­φού ε­πι­λέ­γο­νται ε­κλε­κτά κομ­μά­τια α­πό δυο, τρία ή και πε­ρισ­σό­τε­ρα διη­γή­μα­τα και α­πε­λευ­θε­ρω­μέ­να α­πό τον α­φη­γη­μα­τι­κό τους ειρ­μό, α­να­κα­τώ­νο­νται προς δη­μιουρ­γία του σκη­νι­κού ε­φέ. Για να μην α­να­φερ­θού­με στο και­νο­τό­μο μίγ­μα των τρει­σή­μι­συ διη­γη­μά­των ή το ρη­ξι­κέ­λευ­θο α­μάλ­γα­μα Πα­πα­δια­μά­ντη-Μαρ­κές. Με κά­τι τέ­τοια, ο με­γά­λος συγ­γρα­φέ­ας γί­νε­ται μπρο­στά­ρης ό­χι μό­νο στο νεω­τε­ρι­κό θέ­α­τρο αλ­λά και στην α­να­βάθ­μι­ση των πε­ρι­θω­ριο­ποιη­μέ­νων συ­νοι­κιών. Για­τί ας μην ξε­χνά­με, η ση­με­ρι­νή θε­α­τρι­κή πρω­το­πο­ρία α­παι­τεί πρω­τό­τυ­πους χώ­ρους, ό­πως α­πο­θή­κες, υ­πό­γεια, συ­νερ­γεία και άλ­λα πα­ρό­μοια, που μό­νο στο πά­λαι πο­τέ υ­πο­βαθ­μι­σμέ­νο κέ­ντρο της πό­λης βρί­σκο­νται.
Αλλά και οι συ­νοι­κίες της υ­ψη­λής κοι­νω­νίας διεκ­δι­κούν τον Πα­πα­δια­μά­ντη. Αφού, έ­τσι που τα ή­θε­λε η τύ­χη του, το κρα­σά­κι του το ή­πιε και στού Ψυρ­ρή και στο Κο­λω­νά­κι. Μπο­ρεί η προ­το­μή του να εί­ναι ε­ντοι­χι­σμέ­νη σε μια πα­ρά­με­ρη γω­νιά της Δε­ξα­με­νής, α­φή­νο­ντας το πλά­τω­μα στο ά­γαλ­μα του Ελύ­τη, ό­μως οι γύ­ρω χώ­ροι τέ­χνης τον Πα­πα­δια­μά­ντη τι­μούν. Αν και ο ί­διος ου­δέ­πο­τε α­σχο­λή­θη­κε με τη ζω­γρα­φι­κή, πλεί­στοι ό­σοι καλ­λι­τέ­χνες ε­μπνεύ­στη­καν και ε­ξα­κο­λου­θούν να ε­μπνέ­ο­νται, αυ­θορ­μή­τως ή κα­τά πα­ραγ­γε­λία, α­πό τη μορ­φή του και το έρ­γο του. Βο­η­θά­ει, βέ­βαια, και η ευ­ρυ­χω­ρία της πε­ζο­γρα­φίας του. Νη­σιω­τι­κά το­πία, γει­το­νιές, η­λιό­λου­στα, βρο­χε­ρά ή χιο­νι­σμέ­να μέ­ρη, νέ­οι, γριές, τα­λαι­πω­ρη­μέ­νοι, σχε­δόν τα πά­ντα μπο­ρούν να ε­κλη­φθούν ως ε­μπνευ­σμέ­να α­πό τον Πα­πα­δια­μά­ντη. Κι αν το θέ­μα ε­νός πί­να­κα εί­ναι ο­λωσ­διό­λου ξέ­νο προς τον κό­σμο του, ο καλ­λι­τέ­χνης έ­χει την ευ­χέ­ρεια να προ­σθέ­σει στον τίτ­λο τη λέ­ξη Πα­πα­δια­μά­ντης, και πά­ραυ­τα, προ­κύ­πτει έ­νας α­κό­μη πί­να­κας με το σπέρ­μα του Σκια­θί­τη.
Αν, ό­μως, μα­γα­ζά­το­ρες, θε­α­τρώ­νες, γκα­λε­ρί­στες α­πο­δει­κνύο­νται ευ­ρη­μα­τι­κοί, πό­σω μάλ­λον οι εκ­δό­τες, στους ο­ποίους πρω­τί­στως α­νή­κει το ε­θνι­κό κε­φά­λαιο Πα­πα­δια­μά­ντης. Ακού­ρα­στοι ε­πα­νεκ­δί­δουν συλ­λο­γές διη­γη­μά­των του, δο­κι­μά­ζο­ντας χρο­ντρό­τε­ρο δέ­σι­μο και ε­ντυ­πω­σια­κό­τε­ρο ε­ξώ­φυλ­λο, σε μια προ­σπά­θεια να πιά­σουν την αύ­ρα του κλα­σι­κού. Το ε­πι­πλέ­ον κό­στος το ε­ξοι­κο­νο­μούν, κα­ταρ­γώ­ντας την ε­πι­μέ­λεια. Έτσι κι αλ­λιώς, α­χρεία­στη. Στα α­κα­τα­λα­βί­στι­κα του Πα­πα­δια­μά­ντη, ποιός γυ­ρεύει ψύλ­λους στ’ ά­χυ­ρα, αρ­κεί που δια­βά­ζει “μια κα­θα­για­σμέ­νη γλώσ­σα”. Επι­προ­σθέ­τως, πλου­τί­ζουν τις πα­ρα­δο­σια­κές συλ­λο­γές με νέες, που πα­ρα­με­ρί­ζουν τα χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα και τα λα­μπριά­τι­κα και αν­θο­λο­γούν τα α­πο­κα­λού­με­να “σκο­τει­νά”. Τε­λευ­ταία προέ­κυ­ψε και η μό­δα των το­μι­δίων. Ισχνά βι­βλιά­ρια των τριών, των δυο, α­κό­μη καλ­λί­τε­ρα, του ε­νός διη­γή­μα­τος.
Και έρ­χε­ται κα­νείς και α­πο­ρεί ή, του­λά­χι­στον, ό­σοι πι­στοί με­τα­ξύ η­μών θα έ­πρε­πε να α­πο­ρούν και να α­να­λο­γί­ζο­νται. Ο Πα­πα­δια­μά­ντης α­πό ε­κεί πά­νω που βρί­σκε­ται και τα βλέ­πει ό­λα αυ­τά, μα­κρο­θυ­μεί ή μή­πως και ορ­γί­ζε­ται, με τους αν­θρώ­πους του, που δεν τον προ­φυ­λάσ­σουν α­πό τον σα­ρω­τι­κό ά­νε­μο της με­τα­νεω­τε­ρι­κής ε­πο­χής. Και το διή­γη­μα για­τί μας το έ­στει­λε; Για­τί, δεν μπο­ρεί, αυ­τός μας το έ­στει­λε. Εβδο­μή­ντα χρό­νια κοι­μό­μα­στε ή­συ­χοι με τη βι­βλιο­γρα­φία Κα­τσί­μπα­λη και ξαφ­νι­κά, μια σκα­πά­νη, που άλ­λη Τροία α­να­ζη­τού­σε, έ­φε­ρε στο φως το διή­γη­μα. Αν αυ­τό δεν εί­ναι θαύ­μα, τι εί­ναι; Μή­πως ά­νω­θεν ση­μείο για να φα­νε­ρω­θεί η ο­λι­γω­ρία των αν­θρώ­πων του; Κά­τω α­πό τη μύ­τη τους ή­ταν το διή­γη­μα και κα­νείς δεν έ­κα­νε τον κό­πο να το α­να­ζη­τή­σει. Αντ’ αυ­τού, άν­θρω­ποι και πό­λεις ε­ρί­ζουν για την κλη­ρο­νο­μιά του. Μή­πως, στέλ­νο­ντάς μας το διή­γη­μα, ο κο­σμο­κα­λό­γε­ρος μας μη­νά­ει πως το ση­μα­ντι­κό δεν εί­ναι πού θα ε­ορ­τα­στεί η ε­κα­το­ντα­ε­τη­ρί­δα της θα­νής του αλ­λά τι θα ει­πω­θεί σε αυ­τό το Τρί­το Συ­νέ­δριο; Ποια και­νούρ­για σύν­δρο­μα θα του προ­σά­ψουν οι θεω­ρη­τι­κοί; Πό­σο θα τον πα­ρα­μορ­φώ­σουν, εν ο­νό­μα­τι “του δι­κού τους Πα­πα­δια­μά­ντη”, οι συγ­γρα­φείς; Ποια κοι­νο­το­πία θα α­να­μα­σή­σουν οι κα­θ’ έ­ξιν ο­μι­λη­τές για να μην λεί­ψουν α­πό τη φιέ­στα; Αν και ί­σως, ε­κεί­νο που φο­βά­ται η ψυ­χή του να εί­ναι τα ά­δεια χέ­ρια πολ­λών α­πό τους αν­θρώ­πους του.
M. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

3 σχόλια:

Unknown είπε...

καυστικότατο και ωραιότατο!

ναυτίλος είπε...

Μακάρι να δούμε μια νέα κριτική έκδοση που θα αντικαταστήσει εκείνη την εξαιρετική του "Δόμου" από τον Τριανταφυλλοπουλο. Έχουν προστεθεί τόσα νέα στοιχεία για τα κείμενά του, που βαρέθηκα να τα αρχειοθετώ. Καιρός να αρχίσει μια συστηματική εργασία. Εναν Παπαδιαμάντη έχουμε!

Vivi Hatzigeorgiou είπε...

άλλος ένας κατακρεουργημένος "μεγάλος έλληνας". Δεν θάξερε πού να κρυφθεί ο κοσμοκαλόγερος που είπε στον Νιρβάνα τη στιγμή της λήψης να βιαστεί να βγάλει τη φωτογραφία γιατί τραβούσαν την προσοχή του κόσμου.
Bravo chère Marie.