Πριν τρεις Κυριακές, στις 15 Μαρτίου 2009, έγινε η επίσημη τελετή απονομής των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας για τα βιβλία που εκδόθηκαν το 2007. Αν η απονομή είχε γίνει στην ώρα της, δηλαδή εντός του 2008, τότε η εκδήλωση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επετειακή, αφού θα συμπληρώνονταν 50 χρόνια από την πρώτη απονομή που είχε πραγματοποιηθεί στις 9 Ιανουαρίου 1958. Το γεγονός, πάντως, πως η εφετινή απονομή έλαβε χώρα στη μεγάλη αίθουσα του «Παρνασσού» επί της πλατείας Καρύτση, όπως και εκείνη του 1958, προσέδωσε έναν επετειακό χαρακτήρα στην όλη εκδήλωση. Άλλωστε, ούτε η πρώτη απονομή είχε γίνει στην ώρα της, αφού τα πρώτα βραβευθέντα βιβλία ήταν εκδόσεις του 1955. Μόνο που τότε υπήρχε σοβαρός λόγος για την αναβολή της απονομής, η ασθένεια του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων Πέτρου Λεβαντή και τελικά, ο θάνατός του. Μάλιστα, το 1958, είχαν απονεμηθεί τα βραβεία δυο ετών, του 1955 και του 1956, με την αιτιολογία πως εντός του 1957 απουσίαζαν στο εξωτερικό δύο μέλη της κριτικής επιτροπής. Ακριβώς όπως συνέβη και πέρυσι, που απονεμήθηκαν μαζί τα βραβεία του 2005 και του 2006, αν και σε αυτήν την περίπτωση η ευθύνη ήταν του ΥΠ.ΠΟ, που δυσκολευόταν να καταρτίσει την κριτική επιτροπή. Τελικά, αν ψάξει κανείς, ανακαλύπτει πως τα κοινά σημεία είναι περισσότερα από τις διαφορές, ίσως και γιατί πρόκειται για χρονίζουσες καταστάσεις και πάγιες νοοτροπίες.
Τότε το ακροατήριο ήταν πυκνότατο και θερμές οι εκδηλώσεις του για τους τιμηθέντες. Εφέτος ήταν ακόμη πυκνότερο, τόσο που δεν χώρεσε στην αίθουσα, όχι όμως και το ίδιο φιλικό, τουλάχιστον απέναντι στην κριτική επιτροπή. Μάλιστα, στο ρεπορτάζ των εφημερίδων δεν υπήρξε η παραμικρή μνεία στα μέλη της κριτικής επιτροπής, ούτε καν στον Πρόεδρο. Οι δημοσιογράφοι έχρισαν πρωταγωνιστή της βραδιάς το νέο Υπουργό Πολιτισμού, ανεξάρτητα αν μίλησε γενικώς και αορίστως περί πολιτικής βιβλίου και κρατικών βραβείων. Από την οικογένεια των Μπενάκηδων κατάγεται ο Αντώνης Σαμαράς, από την πατρινή πολιτική οικογένεια των Γεροκωστόπουλων ο Αλιλλέας Γεροκωστόπουλος, που ήταν υπουργός Παιδείας στην απονομή του 1958. Παρόλο που η συνολική θητεία του τελευταίου στο Υπουργείο διήρκεσε κάπου δυο χρόνια και μάλιστα, διακεκομμένα, σε αυτόν οφείλεται η απόφαση για την καθιέρωση του θεσμού των Κρατικών Βραβείων κατά την πρώτη του θητεία, επί Παπάγου. Υπουργός είχε αναλάβει στα τέλη του 1954, όταν ο Παπάγος έκανε έναν ευρύ ανασχηματισμό μετά την παραίτηση Μαρκεζίνη, και είχε παραμείνει στη θέση του και μετά το θάνατο του Παπάγου, μέχρι τις πρώτες εκλογές του Καραμανλή, στις 19 Φεβρουαρίου του 1956. Ο Καραμανλής είχε προτιμήσει τον Λεβαντή, αλλά μετά το θάνατό του επανέφερε, Ιούνιο 1957, τον Γεροκωστόπουλο, και τον κράτησε μέχρι τις επόμενες εκλογές, τον Μάρτιο του 1958. Έτσι, έμελλε να παρευρεθεί σε δυο σημαντικά γεγονότα για το χώρο της λογοτεχνίας: την ταφή του Καζαντζάκη και την απονομή των πρώτων κρατικών βραβείων. Όπως ο Σαμαράς, αντίστοιχα και ο Γεροκωστόπουλος, γενικώς και αορίστως, είχε μιλήσει, δίνοντας υποσχέσεις, παρόλο που γνώριζε πως επίκειντο εκλογές. Πάγιες τακτικές που ξεκινούν από τον Υπουργό και απλώνονται σε κριτές και κρινόμενους.
Τότε, ο Υπουργός είχε μιλήσει τελευταίος, καθώς τη βραδιά είχε ανοίξει ο διευθυντής Γραμμάτων, Τεχνών και Θεάτρου Γεώργιος Κουρνούτος, που συμμετείχε και στην κριτική επιτροπή, ενώ δεύτερος είχε μιλήσει ο πρόεδρος της επιτροπής Γεώργιος Ζώρας. Ο αρχικός κανονισμός των Βραβείων προέβλεπε η κριτική επιτροπή να αποτελείται από τους δυο καθηγητές Νεοελληνικής Φιλολογίας στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Θεσσαλονίκης, τέσσερις κριτικούς και τον διευθυντή Γραμμάτων. Στο Καποδιστριακό, την έδρα κατείχε από το 1942 μέχρι το 1968 ο Ζώρας. Καθηγητής στο Αριστοτέλειο ήταν ο Λίνος Πολίτης, που είχε συμμετάσχει μόνο στις βραβεύσεις του 1955 και στη συνέχεια, παραιτήθηκε, γιατί αδυνατούσε να παρευρίσκεται στις συνεδριάσεις. Γενικώς, στις επιτροπές, οι παραιτήσεις συνηθίζονται. Στην τελευταία επιτροπή παραιτήθηκαν σταδιακά τέσσερα μέλη, τα οποία, όμως, αντικαταστάθηκαν. Μάλιστα, η τελευταία αποχώρηση, της συγγραφέως Ισμήνης Καπάνταη, έφερε στην επιτροπή τον γιο του αλλοτινού προέδρου, Γεράσιμο Ζώρα.
Τότε, στην επιτροπή μετείχαν τέσσερεις κριτικοί, που απολάμβαναν της γενικότερης αναγνώρισης: ο Άλκης Θρύλος, ο Γιώργος Καραντώνης, ο Βάσος Βαρίκας και ένας τέταρτος, που δεν γνωρίζουμε. Πάντως, οι Κλέων Παράσχος, Πέτρος Χάρης και Γιάννης Χατζίνης, που ήταν οι γνωστότεροι κριτικοί εκείνα τα χρόνια, αποκλείονται, αφού συγκαταλέγονται στους βραβευθέντες. Ο ισχύων, σήμερα, νόμος προβλέπει τριμελή εκπροσώπηση από τους χώρους, της κριτικής, της λογοτεχνίας και τον πανεπιστημιακό, αντίστοιχα. Αν και αυτή η διάκριση δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη, αφού σχεδόν όλοι οι πανεπιστημιακοί είναι και συγγραφείς, ενώ όλοι οι ασχολούμενοι γενικώς με τη λογοτεχνία είναι και ολίγον τι κριτικοί. Όπως και να έχει, ο πρόεδρος είναι πάντοτε ένας πανεπιστημιακός και στην τελευταία επιτροπή, το πόστο το είχε ο Παναγιώτης Μαστροδημήτρης, ομότιμος πλέον καθηγητής, που κατείχε το ίδιο πανεπιστημιακό θώκο με τον πρόεδρο του 1958. Αρχικά, οι άλλοι δυο πανεπιστημιακοί της επιτροπής ήταν ο Μιχάλης Κοπιδάκης και η Αλεξάνδρα Σαμουήλ, που παραιτήθηκαν. Ενδιαμέσως, όμως, ο Γιώργος Ανδρειωμένος, που αρχικά ήταν μόνο συγγραφέας έγινε πανεπιστημιακός, ενώ προστέθηκε ο γιος Ζώρα. Οι τρεις κριτικοί, αρχικά, ήταν ο Νίκος Λάζαρης που παραιτήθηκε και αντικαταστάθηκε από τη Χαρίκλεια Δημοπούλου, ο Κώστας Μπουρναζάκης και η Λώρη Κέζα. Όσο για τους συγγραφείς, που είναι το μόνο εν αφθονία είδος, καθώς παρουσιάζονται πάντοτε πρόθυμοι να μετέχουν σε κριτικές επιτροπές, αρχικά ήταν ο ποιητής Κώστας Σοφιανός, ο Ανδρειωμένος και η Καπάνταη και στην τελική, ο Σοφιανός, ο Κώστας Ασημακόπουλος και ο Δημήτρης Λαμπρέλλης.
Τις πρώτες δεκαετίες απονέμονταν πρώτα και δεύτερα βραβεία, ποίησης, μυθιστορήματος, δοκιμίου, μυθιστορηματικής βιογραφίας και ταξιδιωτικής εντύπωσης. Όμως, το 1989, με απόφαση της υπουργού Μελίνας Μερκούρη, τα δεύτερα βραβεία καταργήθηκαν, καθώς μερικοί τιμώμενοι αρνούνταν να τα παραλάβουν ως μειωτικά της αξίας τους. Επίσης, τα δυο τελευταία βραβεία ενώθηκαν σε ένα, το οποίο τελικά συμπεριέλαβε τα χρονικά και τις μαρτυρίες, κάτι σαν βραβείο πασπαρτού. Τέλος, το 1993, καθιερώθηκε ένα Ειδικό ή και Μεγάλο Βραβείο. Τώρα, πώς όλα αυτά τα βραβεία απονέμονταν τότε και πώς σήμερα, είναι ένα ενδιαφέρον ερώτημα, στο οποίο φαίνεται ότι ο καθένας δίνει τη δική του απάντηση. Εμείς παρακολουθούμε τις βραβεύσεις εκ του σύνεγγυς επί σειρά ετών. Το συμπέρασμα στο οποίο έχουμε καταλήξει είναι, πως οποιοσδήποτε αποδέχεται να συμμετάσχει σε κριτική επιτροπή εκκινεί, έχοντας κατά νου τις συμπάθειές του, και το εννοούμε με την ευρύτερη έννοια και πέραν των στενών φιλικών σχέσεων. Από εκεί και πέρα, αν τα βραβευμένα βιβλία διαφοροποιούνται σε ποιότητα, αυτό οφείλεται, πρωτίστως, στο λογοτεχνικό γούστο των κριτών και δευτερευόντως, στη γενικότερη ισχύ της λαϊκής ρήσης, “δείξε μου τον φίλο σου, να σου πως ποιος είσαι”. Συμπερασματικά θα λέγαμε πως αν θέλουμε λογοτεχνικά βραβεία κύρους, ας φροντίζουν οι ιθύνοντες -ποιοι ιθύνοντες- τα μέλη της επιτροπής να μην είναι άγευστα λογοτεχνίας.
Πάντως, ο κανόνας είναι ένα μέλος να δίνει “μάχες” εντός της επιτροπής για να επικρατήσουν οι συμπάθειές του. Αυτό, σήμερα, γίνεται μεν, αλλά θεωρείται μεμπτό. Γι’ αυτό, άλλωστε, καταργήθηκαν τα πρακτικά και αντικαταστάθηκαν με ευπρεπείς εκθέσεις όσων ελέχθησαν, που συντάσσονται εκ των υστέρων από το κάθε μέλος για όσα είπε. Τότε, όμως, το να δίνει ένα μέλος “μάχες” φαίνεται πως εθεωρείτο αρετή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, όσα γράφει ο Πέτρος Χάρης για τον Άλκη Θρύλο, κατά κόσμον Ελένη Ουράνη, στο αφιέρωμα της «Νέας Εστίας», ένα χρόνο μετά το θάνατό της, στις 1.12.1972. Εξυμνώντας την ακεραιότητα και τον σπάνιο χαρακτήρα της, που την έκανε απροσπέλαστο δικαστή στο έργο του κριτικού, αναφέρει πως στα κρατικά βραβεία λογοτεχνίας του 1956, ως μέλος της επιτροπής η Ουράνη, υποστήριξε στενό της φίλο, στον οποίο και απονεμήθηκε το βραβείο. Αυτό, όμως, που ο Χάρης αποκαλεί ακεραιότητα έγκειται στο γεγονός πως δεν τού το απεκάλυψε, αλλά τον άφησε να το πληροφορηθεί τη βραδιά της απονομής.
Αναφέρουμε την ιστορία προς γνώση και συμμόρφωση όσων κακολογούν τον πρόεδρο ή το τάδε μέλος της επιτροπής για μεροληψία υπέρ των φίλων τους. Ενώ, θα έπρεπε να τους επαινούν, αφού, βεβαίως, προηγουμένως, φροντίσουν να μάθουν κατά πόσο, μετά τη νικηφόρο “μάχη” που έδωσαν, τηλεφώνησαν ή δεν τηλεφώνησαν στον βραβευθέντα. Για πληρότητα, να αναφέρουμε πως ο τιμηθείς με το βραβείο μυθιστορήματος το 1956 και στενός φίλος της Ουράνη ήταν ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, με το βιβλίο του «Τα εφτά κοιμισμένα παιδιά». Τότε, τα υποψήφια μυθιστορήματα ήταν μόλις 33 και από αυτά, η επιτροπή είχε ξεχωρίσει τέσσερα. Αυτή η “short list”, κατά την τρέχουσα σήμερα ορολογία, περιελάμβανε τον «Κίτρινο Φάκελλο» του Μ. Καραγάτση, τον «Χατζή Μανουήλ» του Θράσου Καστανάκη και το «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα» του Μενέλαου Λουντέμη. Από αυτά αποκλείστηκε το βιβλίο του Καραγάτση, γιατί τού είχε ήδη απονεμηθεί το βραβείο διηγήματος του 1955 για τη συλλογή του, η «Μεγάλη Λιτανεία». Καλά να πάθει ο Καραγάτσης. Μυθιστοριογράφος ων, να αποδεχθεί βραβείο διηγήματος. Ωστόσο, θερμόαιμος ο Καραγάτσης, ποιος ξέρει, μπορεί και να διαμαρτυρόταν, αν η απονομή των βραβείων του 1955 γινόταν στην ώρα της. Πάντως, και το επόμενο βραβείο διηγήματος, του 1956, σε μυθιστοριογράφο δόθηκε, τον Θανάση Πετσάλη-Διομήδη, που θα είπε, υποθέτουμε, και ευχαριστώ. Όπως άλλωστε, και πλείστα όσα βραβεία διηγήματος στα ενδιάμεσα πενήντα χρόνια.
Θυμίζουμε τους βραβευθέντες εκείνης της διετίας. Το 1955, το βραβείο ποίησης δόθηκε στον Νικηφόρο Βρεττάκο, μυθιστορήματος δεν απονεμήθηκε, διηγήματος στον Μ. Καραγάτση, δοκιμίου στον Κλέωνα Παράσχο, ταξιδιωτικής εντύπωσης στον Πέτρο Χάρη και μυθιστορηματικής βιογραφίας στον Τάσο Αθανασιάδη. Ενώ, τα δεύτερα της ίδιας χρονιάς δόθηκαν στους εξής: ποίησης εξ ημισείας στον Γιώργο Θέμελη και στην Ζωή Καρέλλη, μυθιστορήματος στον Νίκο Κάσδαγλη, διηγήματος στον Σπύρο Πλασκοβίτη και δοκιμίου στον Γιάννη Χατζίνη. Το 1956, το βραβείο ποίησης δόθηκε εξ ημισείας στον Γιάννη Ρίτσο και στον Άρη Δικταίο, μυθιστορήματος στον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, διηγήματος στον Θ. Πετσάλη-Διομήδη, δοκιμίου στον Γιώργο Θεοτοκά, ταξιδιωτικής εντύπωσης στον Παύλο Παλαιολόγο και μυθιστορηματικής βιογραφίας στον Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο. Ενώ, τα δεύτερα δόθηκαν στους εξής: ποίησης στον Μηνά Δημάκη, μυθιστορήματος στον Κώστα Σούκα, διηγήματος εξ ημισείας στην Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ και στον Γιάννη Μαγκλή και δοκιμίου στον Χρυσό Ευελπίδη.
Με τα σημερινά κριτήρια, εάν λάβουμε υπόψη τους συγγραφείς και τα βραβευθέντα τότε βιβλία, μπορούμε να πούμε, πως ανήκουν αμιγώς στο χώρο της λογοτεχνίας. Επίσης, παρατηρούμε πως, παρά το βαρύ μετεμφυλιακό κλίμα της εποχής, η κριτική επιτροπή παραμέρισε, ως έναν τουλάχιστον βαθμό, τα ιδεολογικά κριτήρια. Θυμίζουμε και τα εφετινά βραβεία, για να διευκολύνουμε τις συγκρίσεις. Το Μεγάλο δόθηκε στον Κώστα Γεωργουσόπουλο, ποίησης στην Δήμητρα Χριστοδούλου, μυθιστορήματος στον Γιώργο Λεονάρδο, διηγήματος στην Ευγενία Φακίνου, δοκιμίου στον Βαγγέλη Αθανασόπουλο και το πασπαρτού στον Βασίλη Τζανακάρη. Κατά τα άλλα, δυστυχώς, δεν γνωρίζουμε ποια μέλη της τελευταίας επιτροπής έδωσαν “μάχες”, ούτε εάν κρατήθηκαν στο ύψος μιας Άλκης Θρύλου, αντιστεκόμενοι στον πειρασμό να δώσουν πρώτοι τα συχαρίκια στον υποψήφιο, για τον οποίο μόχθησαν.
Τότε το ακροατήριο ήταν πυκνότατο και θερμές οι εκδηλώσεις του για τους τιμηθέντες. Εφέτος ήταν ακόμη πυκνότερο, τόσο που δεν χώρεσε στην αίθουσα, όχι όμως και το ίδιο φιλικό, τουλάχιστον απέναντι στην κριτική επιτροπή. Μάλιστα, στο ρεπορτάζ των εφημερίδων δεν υπήρξε η παραμικρή μνεία στα μέλη της κριτικής επιτροπής, ούτε καν στον Πρόεδρο. Οι δημοσιογράφοι έχρισαν πρωταγωνιστή της βραδιάς το νέο Υπουργό Πολιτισμού, ανεξάρτητα αν μίλησε γενικώς και αορίστως περί πολιτικής βιβλίου και κρατικών βραβείων. Από την οικογένεια των Μπενάκηδων κατάγεται ο Αντώνης Σαμαράς, από την πατρινή πολιτική οικογένεια των Γεροκωστόπουλων ο Αλιλλέας Γεροκωστόπουλος, που ήταν υπουργός Παιδείας στην απονομή του 1958. Παρόλο που η συνολική θητεία του τελευταίου στο Υπουργείο διήρκεσε κάπου δυο χρόνια και μάλιστα, διακεκομμένα, σε αυτόν οφείλεται η απόφαση για την καθιέρωση του θεσμού των Κρατικών Βραβείων κατά την πρώτη του θητεία, επί Παπάγου. Υπουργός είχε αναλάβει στα τέλη του 1954, όταν ο Παπάγος έκανε έναν ευρύ ανασχηματισμό μετά την παραίτηση Μαρκεζίνη, και είχε παραμείνει στη θέση του και μετά το θάνατο του Παπάγου, μέχρι τις πρώτες εκλογές του Καραμανλή, στις 19 Φεβρουαρίου του 1956. Ο Καραμανλής είχε προτιμήσει τον Λεβαντή, αλλά μετά το θάνατό του επανέφερε, Ιούνιο 1957, τον Γεροκωστόπουλο, και τον κράτησε μέχρι τις επόμενες εκλογές, τον Μάρτιο του 1958. Έτσι, έμελλε να παρευρεθεί σε δυο σημαντικά γεγονότα για το χώρο της λογοτεχνίας: την ταφή του Καζαντζάκη και την απονομή των πρώτων κρατικών βραβείων. Όπως ο Σαμαράς, αντίστοιχα και ο Γεροκωστόπουλος, γενικώς και αορίστως, είχε μιλήσει, δίνοντας υποσχέσεις, παρόλο που γνώριζε πως επίκειντο εκλογές. Πάγιες τακτικές που ξεκινούν από τον Υπουργό και απλώνονται σε κριτές και κρινόμενους.
Τότε, ο Υπουργός είχε μιλήσει τελευταίος, καθώς τη βραδιά είχε ανοίξει ο διευθυντής Γραμμάτων, Τεχνών και Θεάτρου Γεώργιος Κουρνούτος, που συμμετείχε και στην κριτική επιτροπή, ενώ δεύτερος είχε μιλήσει ο πρόεδρος της επιτροπής Γεώργιος Ζώρας. Ο αρχικός κανονισμός των Βραβείων προέβλεπε η κριτική επιτροπή να αποτελείται από τους δυο καθηγητές Νεοελληνικής Φιλολογίας στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Θεσσαλονίκης, τέσσερις κριτικούς και τον διευθυντή Γραμμάτων. Στο Καποδιστριακό, την έδρα κατείχε από το 1942 μέχρι το 1968 ο Ζώρας. Καθηγητής στο Αριστοτέλειο ήταν ο Λίνος Πολίτης, που είχε συμμετάσχει μόνο στις βραβεύσεις του 1955 και στη συνέχεια, παραιτήθηκε, γιατί αδυνατούσε να παρευρίσκεται στις συνεδριάσεις. Γενικώς, στις επιτροπές, οι παραιτήσεις συνηθίζονται. Στην τελευταία επιτροπή παραιτήθηκαν σταδιακά τέσσερα μέλη, τα οποία, όμως, αντικαταστάθηκαν. Μάλιστα, η τελευταία αποχώρηση, της συγγραφέως Ισμήνης Καπάνταη, έφερε στην επιτροπή τον γιο του αλλοτινού προέδρου, Γεράσιμο Ζώρα.
Τότε, στην επιτροπή μετείχαν τέσσερεις κριτικοί, που απολάμβαναν της γενικότερης αναγνώρισης: ο Άλκης Θρύλος, ο Γιώργος Καραντώνης, ο Βάσος Βαρίκας και ένας τέταρτος, που δεν γνωρίζουμε. Πάντως, οι Κλέων Παράσχος, Πέτρος Χάρης και Γιάννης Χατζίνης, που ήταν οι γνωστότεροι κριτικοί εκείνα τα χρόνια, αποκλείονται, αφού συγκαταλέγονται στους βραβευθέντες. Ο ισχύων, σήμερα, νόμος προβλέπει τριμελή εκπροσώπηση από τους χώρους, της κριτικής, της λογοτεχνίας και τον πανεπιστημιακό, αντίστοιχα. Αν και αυτή η διάκριση δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη, αφού σχεδόν όλοι οι πανεπιστημιακοί είναι και συγγραφείς, ενώ όλοι οι ασχολούμενοι γενικώς με τη λογοτεχνία είναι και ολίγον τι κριτικοί. Όπως και να έχει, ο πρόεδρος είναι πάντοτε ένας πανεπιστημιακός και στην τελευταία επιτροπή, το πόστο το είχε ο Παναγιώτης Μαστροδημήτρης, ομότιμος πλέον καθηγητής, που κατείχε το ίδιο πανεπιστημιακό θώκο με τον πρόεδρο του 1958. Αρχικά, οι άλλοι δυο πανεπιστημιακοί της επιτροπής ήταν ο Μιχάλης Κοπιδάκης και η Αλεξάνδρα Σαμουήλ, που παραιτήθηκαν. Ενδιαμέσως, όμως, ο Γιώργος Ανδρειωμένος, που αρχικά ήταν μόνο συγγραφέας έγινε πανεπιστημιακός, ενώ προστέθηκε ο γιος Ζώρα. Οι τρεις κριτικοί, αρχικά, ήταν ο Νίκος Λάζαρης που παραιτήθηκε και αντικαταστάθηκε από τη Χαρίκλεια Δημοπούλου, ο Κώστας Μπουρναζάκης και η Λώρη Κέζα. Όσο για τους συγγραφείς, που είναι το μόνο εν αφθονία είδος, καθώς παρουσιάζονται πάντοτε πρόθυμοι να μετέχουν σε κριτικές επιτροπές, αρχικά ήταν ο ποιητής Κώστας Σοφιανός, ο Ανδρειωμένος και η Καπάνταη και στην τελική, ο Σοφιανός, ο Κώστας Ασημακόπουλος και ο Δημήτρης Λαμπρέλλης.
Τις πρώτες δεκαετίες απονέμονταν πρώτα και δεύτερα βραβεία, ποίησης, μυθιστορήματος, δοκιμίου, μυθιστορηματικής βιογραφίας και ταξιδιωτικής εντύπωσης. Όμως, το 1989, με απόφαση της υπουργού Μελίνας Μερκούρη, τα δεύτερα βραβεία καταργήθηκαν, καθώς μερικοί τιμώμενοι αρνούνταν να τα παραλάβουν ως μειωτικά της αξίας τους. Επίσης, τα δυο τελευταία βραβεία ενώθηκαν σε ένα, το οποίο τελικά συμπεριέλαβε τα χρονικά και τις μαρτυρίες, κάτι σαν βραβείο πασπαρτού. Τέλος, το 1993, καθιερώθηκε ένα Ειδικό ή και Μεγάλο Βραβείο. Τώρα, πώς όλα αυτά τα βραβεία απονέμονταν τότε και πώς σήμερα, είναι ένα ενδιαφέρον ερώτημα, στο οποίο φαίνεται ότι ο καθένας δίνει τη δική του απάντηση. Εμείς παρακολουθούμε τις βραβεύσεις εκ του σύνεγγυς επί σειρά ετών. Το συμπέρασμα στο οποίο έχουμε καταλήξει είναι, πως οποιοσδήποτε αποδέχεται να συμμετάσχει σε κριτική επιτροπή εκκινεί, έχοντας κατά νου τις συμπάθειές του, και το εννοούμε με την ευρύτερη έννοια και πέραν των στενών φιλικών σχέσεων. Από εκεί και πέρα, αν τα βραβευμένα βιβλία διαφοροποιούνται σε ποιότητα, αυτό οφείλεται, πρωτίστως, στο λογοτεχνικό γούστο των κριτών και δευτερευόντως, στη γενικότερη ισχύ της λαϊκής ρήσης, “δείξε μου τον φίλο σου, να σου πως ποιος είσαι”. Συμπερασματικά θα λέγαμε πως αν θέλουμε λογοτεχνικά βραβεία κύρους, ας φροντίζουν οι ιθύνοντες -ποιοι ιθύνοντες- τα μέλη της επιτροπής να μην είναι άγευστα λογοτεχνίας.
Πάντως, ο κανόνας είναι ένα μέλος να δίνει “μάχες” εντός της επιτροπής για να επικρατήσουν οι συμπάθειές του. Αυτό, σήμερα, γίνεται μεν, αλλά θεωρείται μεμπτό. Γι’ αυτό, άλλωστε, καταργήθηκαν τα πρακτικά και αντικαταστάθηκαν με ευπρεπείς εκθέσεις όσων ελέχθησαν, που συντάσσονται εκ των υστέρων από το κάθε μέλος για όσα είπε. Τότε, όμως, το να δίνει ένα μέλος “μάχες” φαίνεται πως εθεωρείτο αρετή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, όσα γράφει ο Πέτρος Χάρης για τον Άλκη Θρύλο, κατά κόσμον Ελένη Ουράνη, στο αφιέρωμα της «Νέας Εστίας», ένα χρόνο μετά το θάνατό της, στις 1.12.1972. Εξυμνώντας την ακεραιότητα και τον σπάνιο χαρακτήρα της, που την έκανε απροσπέλαστο δικαστή στο έργο του κριτικού, αναφέρει πως στα κρατικά βραβεία λογοτεχνίας του 1956, ως μέλος της επιτροπής η Ουράνη, υποστήριξε στενό της φίλο, στον οποίο και απονεμήθηκε το βραβείο. Αυτό, όμως, που ο Χάρης αποκαλεί ακεραιότητα έγκειται στο γεγονός πως δεν τού το απεκάλυψε, αλλά τον άφησε να το πληροφορηθεί τη βραδιά της απονομής.
Αναφέρουμε την ιστορία προς γνώση και συμμόρφωση όσων κακολογούν τον πρόεδρο ή το τάδε μέλος της επιτροπής για μεροληψία υπέρ των φίλων τους. Ενώ, θα έπρεπε να τους επαινούν, αφού, βεβαίως, προηγουμένως, φροντίσουν να μάθουν κατά πόσο, μετά τη νικηφόρο “μάχη” που έδωσαν, τηλεφώνησαν ή δεν τηλεφώνησαν στον βραβευθέντα. Για πληρότητα, να αναφέρουμε πως ο τιμηθείς με το βραβείο μυθιστορήματος το 1956 και στενός φίλος της Ουράνη ήταν ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, με το βιβλίο του «Τα εφτά κοιμισμένα παιδιά». Τότε, τα υποψήφια μυθιστορήματα ήταν μόλις 33 και από αυτά, η επιτροπή είχε ξεχωρίσει τέσσερα. Αυτή η “short list”, κατά την τρέχουσα σήμερα ορολογία, περιελάμβανε τον «Κίτρινο Φάκελλο» του Μ. Καραγάτση, τον «Χατζή Μανουήλ» του Θράσου Καστανάκη και το «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα» του Μενέλαου Λουντέμη. Από αυτά αποκλείστηκε το βιβλίο του Καραγάτση, γιατί τού είχε ήδη απονεμηθεί το βραβείο διηγήματος του 1955 για τη συλλογή του, η «Μεγάλη Λιτανεία». Καλά να πάθει ο Καραγάτσης. Μυθιστοριογράφος ων, να αποδεχθεί βραβείο διηγήματος. Ωστόσο, θερμόαιμος ο Καραγάτσης, ποιος ξέρει, μπορεί και να διαμαρτυρόταν, αν η απονομή των βραβείων του 1955 γινόταν στην ώρα της. Πάντως, και το επόμενο βραβείο διηγήματος, του 1956, σε μυθιστοριογράφο δόθηκε, τον Θανάση Πετσάλη-Διομήδη, που θα είπε, υποθέτουμε, και ευχαριστώ. Όπως άλλωστε, και πλείστα όσα βραβεία διηγήματος στα ενδιάμεσα πενήντα χρόνια.
Θυμίζουμε τους βραβευθέντες εκείνης της διετίας. Το 1955, το βραβείο ποίησης δόθηκε στον Νικηφόρο Βρεττάκο, μυθιστορήματος δεν απονεμήθηκε, διηγήματος στον Μ. Καραγάτση, δοκιμίου στον Κλέωνα Παράσχο, ταξιδιωτικής εντύπωσης στον Πέτρο Χάρη και μυθιστορηματικής βιογραφίας στον Τάσο Αθανασιάδη. Ενώ, τα δεύτερα της ίδιας χρονιάς δόθηκαν στους εξής: ποίησης εξ ημισείας στον Γιώργο Θέμελη και στην Ζωή Καρέλλη, μυθιστορήματος στον Νίκο Κάσδαγλη, διηγήματος στον Σπύρο Πλασκοβίτη και δοκιμίου στον Γιάννη Χατζίνη. Το 1956, το βραβείο ποίησης δόθηκε εξ ημισείας στον Γιάννη Ρίτσο και στον Άρη Δικταίο, μυθιστορήματος στον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, διηγήματος στον Θ. Πετσάλη-Διομήδη, δοκιμίου στον Γιώργο Θεοτοκά, ταξιδιωτικής εντύπωσης στον Παύλο Παλαιολόγο και μυθιστορηματικής βιογραφίας στον Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο. Ενώ, τα δεύτερα δόθηκαν στους εξής: ποίησης στον Μηνά Δημάκη, μυθιστορήματος στον Κώστα Σούκα, διηγήματος εξ ημισείας στην Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ και στον Γιάννη Μαγκλή και δοκιμίου στον Χρυσό Ευελπίδη.
Με τα σημερινά κριτήρια, εάν λάβουμε υπόψη τους συγγραφείς και τα βραβευθέντα τότε βιβλία, μπορούμε να πούμε, πως ανήκουν αμιγώς στο χώρο της λογοτεχνίας. Επίσης, παρατηρούμε πως, παρά το βαρύ μετεμφυλιακό κλίμα της εποχής, η κριτική επιτροπή παραμέρισε, ως έναν τουλάχιστον βαθμό, τα ιδεολογικά κριτήρια. Θυμίζουμε και τα εφετινά βραβεία, για να διευκολύνουμε τις συγκρίσεις. Το Μεγάλο δόθηκε στον Κώστα Γεωργουσόπουλο, ποίησης στην Δήμητρα Χριστοδούλου, μυθιστορήματος στον Γιώργο Λεονάρδο, διηγήματος στην Ευγενία Φακίνου, δοκιμίου στον Βαγγέλη Αθανασόπουλο και το πασπαρτού στον Βασίλη Τζανακάρη. Κατά τα άλλα, δυστυχώς, δεν γνωρίζουμε ποια μέλη της τελευταίας επιτροπής έδωσαν “μάχες”, ούτε εάν κρατήθηκαν στο ύψος μιας Άλκης Θρύλου, αντιστεκόμενοι στον πειρασμό να δώσουν πρώτοι τα συχαρίκια στον υποψήφιο, για τον οποίο μόχθησαν.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου