Τεύχος 167-168
Χειμώνας 2008
Εδώ και αρκετά χρόνια, οι συγγραφείς έχουν αποδεχτεί να γράφουν κατά παραγγελία. Μερικοί, μάλιστα, έχουν φτάσει να γράφουν μόνο κατά παραγγελία. Ξεκίνησαν με διηγήματα, όμως, στη συνέχεια, προέκυψαν και νουβέλες, προσφάτως δε, ανακοινώθηκαν και μυθιστορήματα. Τους καθορίζουν το θέμα, κατά κανόνα, τους προσδιορίζουν και την έκταση, το οποίο σημαίνει τον ακριβή αριθμό λέξεων. Μέχρι σήμερα, έχουμε ακούσει για παραγγελίες των τριακοσίων λέξεων μέχρι και των δυόμισι χιλιάδων ή και περισσότερων. Οι λέξεις, μάλιστα, αποβαίνουν το καθοριστικό στοιχείο, όχι μόνο της μορφής –ποιος σκάζει για τη μορφή– όσο της αμοιβής, που έχει αποβεί ο κύριος στόχος των συγγραφέων, μια και επαίρονται πως είναι πλέον και επαγγελματίες. Τώρα, βεβαίως, εμείς γιατί να ανησυχούμε για το καλό της λογοτεχνίας; Αφού έτσι συμβαίνει σε Εσπερία και Αμερική, αυτό θα είναι και το πρέπον.
Το παρήγορο, πάντως, είναι πως, συν το χρόνω, οι παραγγελιοδότες προτείνουν ολοένα και πιο ευφάνταστα θέματα, καθώς εξαντλούνται τα γνωστά. Μετά τις ιστορίες με πρότυπο διηγήματα των κλασικών της πεζογραφικής μας παράδοσης, ήλθαν τα διηγήματα για τα μεγάλα θέματα της παγκόσμιας επικαιρότητας, όπως, λ.χ., ο Άλλος ή τα οικολογικά, στα οποία φαινόταν πως θα κολλήσουμε για τα καλά. Να, όμως, που οι εκδότες του «Δέντρου» είχαν μια φρέσκια ιδέα. Έγραψαν οι ίδιοι μια ιστορία, σύντομη αν και ολοκληρωμένη, και πρότειναν σε 23 συγγραφείς να την ανασυνθέσουν κατά το δοκούν. Πρόκειται για μια λυπητερή ιστορία, με ψήγματα νοσταλγίας. Ένα δεκάχρονο παιδί έρχεται μαζί με τον πατέρα του στην Αθήνα του 1956 για να δει τη μητέρα του, που πάσχει από ανίατη ασθένεια και της συμπαραστέκεται η αδελφή της. Διαμένουν στο ξενοδοχείο «Ελβετία» επί της οδού Σατωβριάνδου. Μετά πενήντα χρόνια, το αλλοτινό παιδί, που είναι πλέον μόνιμος κάτοικος Αθηνών, αποφασίζει να μπει στο ξενοδοχείο και να ζητήσει να δει το συγκεκριμένο δωμάτιο. Όμως, ο ρεσεψιονίστ δεν τον αφήνει, γιατί το ξενοδοχείο, όπως, άλλωστε, τα περισσότερα στην περιοχή της Ομονοίας, έχει γίνει τόπος επί πληρωμή συνευρέσεων.
Διαβάζοντας τις αναπλάσεις και τα γεμίσματα στην εν λόγω ιστορία, που πρότειναν οι συνεργάτες, καταλήξαμε πως ο οποιοσδήποτε μπορεί να δώσει κάποια εκδοχή. Μόνο που αυτή η εκδοχή δεν εξαρτάται από το πόσο δημιουργική είναι η πρόκληση, αλλά από τις δημιουργικές δυνατότητες του γράφοντα. Από την άλλη, διαπιστώσαμε πως ένας συγγραφέας, είτε δοκιμάζεται σε ελεύθερο θέμα είτε σε δοσμένο, οι λογοτεχνικές αρετές που επιδεικνύει, αν βεβαίως διαθέτει, παραμένουν λίγο-πολύ οι ίδιες. Κατά τα άλλα, ορισμένοι, κάποτε και οι πιο ταλαντούχοι, παραμερίζουν την ιστορία και πλάθουν μια άλλη, σύμφωνα με τις εμμονές τους.
Όπως και να έχει, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκδοχή του Κώστα Μαυρουδή, που είναι και ο ένας από τους δυο εκδότες. Θα μπορούσε κανείς να εικάσει πως από την ιστορία του προήλθε η περίληψη που δόθηκε στους συνεργάτες. Δεδομένου ότι ο έτερος εκδότης, ο Τάσος Γουδέλης, καίτοι αμιγής διηγηματογράφος, δεν συμμετέχει. Αν και έχουμε την εντύπωση πως γενικότερα απέχει των κατά παραγγελία διηγημάτων. Τέλος, θα προτείναμε ως ευρηματικότερη εκδοχή του Χάρη Μαυρομάτη, που, ουσιαστικά, προτείνει ως ιστορία την ίδια την ιστορία, με την αιτιολογία πως μια ιστορία ανήκει σε αυτόν που την φαντάστηκε. Επίσης, παρατηρούμε πως οι πιο ενδιαφέρουσες εκδοχές δεν επικεντρώνονται στο θέμα της ανίατης νόσου αλλά σε δευτερεύοντα στοιχεία και κυρίως στο ξενοδοχείο και τη γύρω περιοχή. Εδώ, την πιο ευφάνταστη εκδοχή τη δίνει η Μαρία Γαβαλά, μια συγγραφέας που μας αφήνει την εντύπωση πως άλλοτε βρίσκει κι άλλοτε χάνει τον καλό πεζογράφο που κουβαλάει εντός της.
Παρά τις όποιες αντιρρήσεις μπορεί να έχει κανείς για τα κατά παραγγελία διηγήματα, η συγκεκριμένη συναγωγή των 23 ιστοριών παρουσιάζει ενδιαφέρον, συστήνοντας και δυο πρωτοεμφανιζόμενους: τον Νίκο Κουφάκη και την Ρεγγίνα Μπούκουρα.
Το παρήγορο, πάντως, είναι πως, συν το χρόνω, οι παραγγελιοδότες προτείνουν ολοένα και πιο ευφάνταστα θέματα, καθώς εξαντλούνται τα γνωστά. Μετά τις ιστορίες με πρότυπο διηγήματα των κλασικών της πεζογραφικής μας παράδοσης, ήλθαν τα διηγήματα για τα μεγάλα θέματα της παγκόσμιας επικαιρότητας, όπως, λ.χ., ο Άλλος ή τα οικολογικά, στα οποία φαινόταν πως θα κολλήσουμε για τα καλά. Να, όμως, που οι εκδότες του «Δέντρου» είχαν μια φρέσκια ιδέα. Έγραψαν οι ίδιοι μια ιστορία, σύντομη αν και ολοκληρωμένη, και πρότειναν σε 23 συγγραφείς να την ανασυνθέσουν κατά το δοκούν. Πρόκειται για μια λυπητερή ιστορία, με ψήγματα νοσταλγίας. Ένα δεκάχρονο παιδί έρχεται μαζί με τον πατέρα του στην Αθήνα του 1956 για να δει τη μητέρα του, που πάσχει από ανίατη ασθένεια και της συμπαραστέκεται η αδελφή της. Διαμένουν στο ξενοδοχείο «Ελβετία» επί της οδού Σατωβριάνδου. Μετά πενήντα χρόνια, το αλλοτινό παιδί, που είναι πλέον μόνιμος κάτοικος Αθηνών, αποφασίζει να μπει στο ξενοδοχείο και να ζητήσει να δει το συγκεκριμένο δωμάτιο. Όμως, ο ρεσεψιονίστ δεν τον αφήνει, γιατί το ξενοδοχείο, όπως, άλλωστε, τα περισσότερα στην περιοχή της Ομονοίας, έχει γίνει τόπος επί πληρωμή συνευρέσεων.
Διαβάζοντας τις αναπλάσεις και τα γεμίσματα στην εν λόγω ιστορία, που πρότειναν οι συνεργάτες, καταλήξαμε πως ο οποιοσδήποτε μπορεί να δώσει κάποια εκδοχή. Μόνο που αυτή η εκδοχή δεν εξαρτάται από το πόσο δημιουργική είναι η πρόκληση, αλλά από τις δημιουργικές δυνατότητες του γράφοντα. Από την άλλη, διαπιστώσαμε πως ένας συγγραφέας, είτε δοκιμάζεται σε ελεύθερο θέμα είτε σε δοσμένο, οι λογοτεχνικές αρετές που επιδεικνύει, αν βεβαίως διαθέτει, παραμένουν λίγο-πολύ οι ίδιες. Κατά τα άλλα, ορισμένοι, κάποτε και οι πιο ταλαντούχοι, παραμερίζουν την ιστορία και πλάθουν μια άλλη, σύμφωνα με τις εμμονές τους.
Όπως και να έχει, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκδοχή του Κώστα Μαυρουδή, που είναι και ο ένας από τους δυο εκδότες. Θα μπορούσε κανείς να εικάσει πως από την ιστορία του προήλθε η περίληψη που δόθηκε στους συνεργάτες. Δεδομένου ότι ο έτερος εκδότης, ο Τάσος Γουδέλης, καίτοι αμιγής διηγηματογράφος, δεν συμμετέχει. Αν και έχουμε την εντύπωση πως γενικότερα απέχει των κατά παραγγελία διηγημάτων. Τέλος, θα προτείναμε ως ευρηματικότερη εκδοχή του Χάρη Μαυρομάτη, που, ουσιαστικά, προτείνει ως ιστορία την ίδια την ιστορία, με την αιτιολογία πως μια ιστορία ανήκει σε αυτόν που την φαντάστηκε. Επίσης, παρατηρούμε πως οι πιο ενδιαφέρουσες εκδοχές δεν επικεντρώνονται στο θέμα της ανίατης νόσου αλλά σε δευτερεύοντα στοιχεία και κυρίως στο ξενοδοχείο και τη γύρω περιοχή. Εδώ, την πιο ευφάνταστη εκδοχή τη δίνει η Μαρία Γαβαλά, μια συγγραφέας που μας αφήνει την εντύπωση πως άλλοτε βρίσκει κι άλλοτε χάνει τον καλό πεζογράφο που κουβαλάει εντός της.
Παρά τις όποιες αντιρρήσεις μπορεί να έχει κανείς για τα κατά παραγγελία διηγήματα, η συγκεκριμένη συναγωγή των 23 ιστοριών παρουσιάζει ενδιαφέρον, συστήνοντας και δυο πρωτοεμφανιζόμενους: τον Νίκο Κουφάκη και την Ρεγγίνα Μπούκουρα.
Μ. Θ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου