Παρασκευή 15 Μαΐου 2009

Περί ονείρων, σατιριστών και γρίφων

«Μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κα»
Τεύ­χος 25
Άνοι­ξη 2009

Ανά­με­σα στα πρώ­τα ελ­λη­νι­κά διη­γή­μα­τα υ­πάρ­χει και έ­να που φέ­ρει τον τίτ­λο «Όνει­ρον», δη­μο­σιευ­μέ­νο εί­κο­σι δύο χρό­νια με­τά την «Αλη­θή ι­στο­ρία», γνω­στή ως «Ο Ανώ­νυ­μος του 1789», που ο Κ.Θ.Δη­μα­ράς πί­στευε πως μπο­ρού­σε να θεω­ρη­θεί ως η πρώ­τη εκ­δή­λω­ση νε­ο­ελ­λη­νι­κής δη­μιουρ­γι­κής πε­ζο­γρα­φίας. Άλλω­στε, αυ­τός πρώ­τος εί­χε ε­πι­ση­μά­νει το α­νώ­νυ­μο δη­μο­σίευ­μα και το εί­χε τιτ­λο­φο­ρή­σει με τα μο­να­δι­κά δυο στοι­χεία που γνώ­ρι­ζε γι’ αυ­τό, το α­νώ­νυ­μο του συγ­γρα­φέα του και το πι­θα­νο­λο­γού­με­νο έ­τος που τυ­πώ­θη­κε. Στην εν­διά­με­ση ει­κο­σα­ε­τία, ο Σπυ­ρί­δων Βλα­ντής, κα­τοι­κο­ε­δρεύων στη Βε­νε­τία, εί­χε α­να­σύ­ρει τον πα­λαιό ό­ρο διή­γη­μα του Πο­λύ­βιου, ο ο­ποίος σή­μαι­νε γε­νι­κώς και α­ο­ρί­στως την α­φή­γη­ση έ­να­ντι της Ιστο­ρίας, και τον εί­χε α­να­νο­η­μα­το­δο­τή­σει για τις α­νά­γκες του. Ήταν το 1796, που μό­λις εί­χε ο­λο­κλη­ρώ­σει τη με­τά­φρα­ση εί­κο­σι δύο α­πό τις φρο­νι­μό­τε­ρες ι­στο­ρίες του Βοκ­κά­κιου και χρεια­ζό­ταν έ­ναν πρό­σφο­ρο τίτ­λο. Κα­τέ­λη­ξε σε έ­ναν μα­κρο­σκε­λή πε­ρι­γρα­φι­κό τίτ­λο, ό­πως συ­νη­θι­ζό­ταν τό­τε, που ξε­κι­νού­σε με τον προσ­διο­ρι­σμό: «Διη­γή­μα­τα δύω προς τοις εί­κο­σιν Ιωάν­νου του Βοκ­κα­κίου...» Τε­λι­κά, ή­ταν ο πρώ­τος Νε­οέλ­λη­νας, που προ­τί­μη­σε να α­πο­κα­λέ­σει το πό­νη­μά του διή­γη­μα και ό­χι ι­στο­ρία. Κα­τά τα άλ­λα, πε­ρί­που εί­κο­σι χρό­νια με­τά το «Όνει­ρον» ήρ­θαν τα πε­ζά, στα ο­ποία σή­με­ρα δί­νου­με την πρω­το­κα­θε­δρία, η «Γυ­ναί­κα της Ζά­κυ­θος» του Σο­λω­μού, η «Αυ­το­βιο­γρα­φία» της Ελι­σά­βετ Μου­τσά­ν-Μαρ­τι­νέ­γκου και τα «Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα» του Μα­κρυ­γιάν­νη.
Το «Όνει­ρον», ό­πως και η «Αλη­θής ι­στο­ρία», εί­ναι α­νώ­νυ­μο και έ­χει σα­τι­ρι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Επι­προ­σθέ­τως, και τα δυο α­κο­λου­θούν τα ο­μό­τιτ­λα α­φη­γή­μα­τα του Λου­κια­νού, το «Ενύ­πνιον» και την «Αλη­θή ι­στο­ρία». Έτσι κι αλ­λιώς, ο Λου­κια­νός φέ­ρε­ται α­νά­με­σα στους πρό­δρο­μους διη­γη­μα­το­γρά­φους της αρ­χαιό­τη­τας, σε α­ντι­στοι­χία με τους Ηλιό­δω­ρο, Αχιλ­λέα Τά­τιο και Λόγ­γο, που εί­ναι οι πρό­δρο­μοι μυ­θι­στο­ριο­γρά­φοι. Στο αυ­το­βιο­γρα­φι­κού χα­ρα­κτή­ρα «Ενύ­πνιον» του Λου­κια­νού, οι δυο γυ­ναί­κες που πα­ρου­σιά­στη­καν κα­τ’ ό­ναρ στον έ­φη­βο, ό­ταν αμ­φι­τα­λα­ντευό­ταν αν θα έ­πρε­πε να γί­νει α­γαλ­μα­το­ποιός ό­πως ο θείος του ή να μά­θει γράμ­μα­τα, ή­ταν η τέ­χνη της γλυ­πτι­κής και η παι­δεία. Αντι­στοί­χως, στο «Όνει­ρον» πρό­κει­ται για τη Μι­ξο­βάρ­βα­ρη Γλώσ­σα, που τό­τε α­κό­μη σή­μαι­νε την κο­ραϊκή κα­θα­ρεύου­σα, και την ι­στο­ρι­κή ορ­θο­γρα­φία. Ωστό­σο, στο «Όνει­ρον», οι δυο γυ­ναί­κες έ­χουν α­στεία εμ­φά­νι­ση και δεί­χνουν ε­ρω­τι­κές δια­θέ­σεις για τον έ­φη­βο α­ντί να τον τρα­βο­λο­γά­νε, ό­πως συμ­βαί­νει στο «Ενύ­πνιον» του Λου­κια­νού. Άλλω­στε, τε­λείως δια­φο­ρε­τι­κή πε­ρι­γρά­φε­ται και η κα­τά­στα­ση των δυο ε­νυ­πνια­ζο­μέ­νων, πριν να κοι­μη­θούν. Του Λου­κια­νού ή­ταν ξυ­λο­δαρ­μέ­νος α­πό τον λι­θο­ξόο θείο του, ε­νώ, στο με­τα­γε­νέ­στε­ρο, εί­χε α­πο­κοι­μη­θεί, δια­βά­ζο­ντας έ­να βι­βλίο με φω­το­γρα­φίες α­πό τις γυ­μνές Οτε­ντό­τισ­σες της Αφρι­κής, που το 1810 α­πο­τε­λού­σαν έ­να α­πό τα α­ξιο­θέ­α­τα του Λον­δί­νου.
Ως γλωσ­σι­κή σά­τι­ρα ξε­κι­νά το «Όνει­ρον», μό­νο που σε α­ντί­θε­ση με τον ε­νυ­πνια­ζό­με­νο του Λου­κια­νού, ο α­φη­γη­τής παίρ­νει το λό­γο, υ­πε­ρα­σπι­ζό­με­νος τη δη­μώ­δη γλώσ­σα. Κα­θώς, μά­λι­στα, μνη­μο­νεύει τον Αθα­νά­σιο Χρι­στό­που­λο και πα­ρα­πέ­μπει στην Γραμ­μα­τι­κή της Αιο­λο­δω­ρι­κής, που ε­κεί­νος εί­χε εκ­δώ­σει το 1806, πα­ρα­σύ­ρε­ται στη ρη­το­ρεία, λει­τουρ­γώ­ντας σε βά­ρος της οι­κο­νο­μίας του διη­γή­μα­τος. Ο α­νά­λα­φρα σα­τι­ρι­κός τό­νος ε­πα­νέρ­χε­ται μό­νο στην α­κρο­τε­λεύ­τια πα­ρά­γρα­φο. Όσο για τον Χρι­στό­που­λο, δεν α­να­φέ­ρε­ται τυ­χαία, α­φού το «Όνει­ρον» πρω­το­δη­μο­σιεύε­ται στην πρώ­τη έκ­δο­ση των «Λυ­ρι­κών» του, που έ­γι­νε ε­ρή­μην του, στη Βιέν­νη, το 1811. Το «Όνει­ρον» εί­ναι έ­να α­πό τα ει­σα­γω­γι­κά κεί­με­να ε­κεί­νου του τό­μου, το­πο­θε­τη­μέ­νο α­νά­με­σα στο προ­λο­γι­κό ση­μείω­μα των εκ­δο­τών Τζαν­νή Κο­ντου­μά και Δρό­σου Νι­κο­λά­ου και το προ­λο­γι­κό ση­μείω­μα του Στέ­φα­νου Κα­νέλ­λου. Στις ε­πτά εκ­δό­σεις των «Λυ­ρι­κών», που α­κο­λού­θη­σαν μέ­σα στην ε­πό­με­νη ει­κο­σα­ε­τία, το «Όνει­ρον» δεν συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται. Επα­νεκ­δί­δε­ται, ό­μως, σε μια κα­τά πο­λύ ε­παυ­ξη­μέ­νη μορ­φή, στην πα­ρι­σι­νή έκ­δο­ση του 1833, που ο­φεί­λε­ται στον Νι­κό­λαο Κο­ριτ­ζά. Για να κο­πεί και πά­λι στην α­μέ­σως ε­πό­με­νη, του 1841, α­πό τον Νι­κό­λαο Πίκ­κο­λο.
Το «Όνει­ρον» ως διή­γη­μα, με τις ό­ποιες λο­γο­τε­χνι­κές α­ρε­τές δια­θέ­τει, ε­λά­χι­στα φαί­νε­ται να α­πα­σχό­λη­σε τους με­λε­τη­τές. Αντι­θέ­τως, ε­κεί­νο που κέ­ντρι­σε το εν­δια­φέ­ρον τους ή­ταν η ταυ­τό­τη­τα του συγ­γρα­φέα του, ό­πως, άλ­λω­στε, συμ­βαί­νει γε­νι­κώς με τα α­νώ­νυ­μα κεί­με­να που α­ξιο­λο­γού­νται. Σύμ­φω­να με ε­πι­στο­λή του ί­διου του Χρι­στό­που­λου, που βρι­σκό­ταν τό­τε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, προς τον Αθα­νά­σιο Ψα­λί­δα στα Ιωάν­νι­να, με η­με­ρο­μη­νία 10 Νο­εμ­βρίου 1811, το «Όνει­ρον» εί­ναι κεί­με­νο του Κα­νέλ­λου, ο ο­ποίος εί­ναι και ο συ­ντά­κτης “των μυ­θο­λο­γι­κών ση­μειω­μά­τω­ν”, που συ­νο­δεύουν ως υ­πο­σε­λί­διες ε­πε­ξη­γή­σεις τα «Λυ­ρι­κά», και α­κό­μη, συγ­γρα­φέ­ας της «Στι­χουρ­γι­κής», με την ο­ποία συ­μπλη­ρώ­νε­ται η πρώ­τη έκ­δο­ση των «Λυ­ρι­κών». Αν και αυ­τή η «Στι­χουρ­γι­κή» δεν συ­νι­στά πρω­τό­τυ­πο έρ­γο αλ­λά πε­ρί­λη­ψη ε­κεί­νης που συ­ντάχ­θη­κε α­πό τον Χρι­στό­που­λο και εί­χε α­πω­λε­σθεί.
Δε­δο­μέ­νου ό­τι η ε­πι­στο­λή του Χρι­στό­που­λου πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε το 1878 και στη συ­νέ­χεια, ξα­να­δη­μο­σιεύ­θη­κε του­λά­χι­στον τρεις φο­ρές, θα α­να­με­νό­ταν το «Όνει­ρον» να μην φέ­ρε­ται πλέ­ον ως α­νώ­νυ­μο, ού­τε να α­πο­τε­λεί ε­ρευ­νη­τι­κό γρί­φο. Ωστό­σο, υ­πάρ­χει η ε­παυ­ξη­μέ­νη εκ­δο­χή του της έκ­δο­σης του 1833, που θα πρέ­πει να έ­γι­νε μια δε­κα­ε­τία με­τά το θά­να­το του Κα­νέλ­λου. Οπό­τε, εί­τε πρό­κει­ται για δυο δια­φο­ρε­τι­κούς συγ­γρα­φείς, ό­πως υ­πο­στη­ρί­ζει η Ελέ­νη Τσα­ντσά­νο­γλου, εί­τε για έ­ναν, ο ο­ποίος, βε­βαίως, δεν θα μπο­ρού­σε να εί­ναι ο Κα­νέλ­λος. Πά­ντως, οι πρώ­τοι εκ­δό­τες των «Λυ­ρι­κών», προ­λο­γί­ζο­ντάς τα, δια­τεί­νο­νται πως το ό­νει­ρο, το εί­δε έ­νας φί­λος τους στον ύ­πνο του. Και πράγ­μα­τι, ο Κα­νέλ­λος θα πρέ­πει να γνώ­ρι­ζε τους εκ­δό­τες, ει­δάλ­λως πως προέ­κυ­ψε ο σχο­λια­σμός των «Λυ­ρι­κών». Πά­ντως, το 1811, βρι­σκό­ταν στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, ο­πό­τε γεν­νιέ­ται η α­πο­ρία πώς και εί­χε α­κού­σει για τις Οτε­ντό­τισ­σες. Ωστό­σο, η κα­το­πι­νή του πο­ρεία δεί­χνει πως ο Κα­νέλ­λος θα πρέ­πει να κα­τεί­χε ξέ­νες γλώσ­σες, του­λά­χι­στον τη γερ­μα­νι­κή. Σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, κα­θό­λου δεν α­πο­κλείε­ται να διά­βα­σε σε κά­ποιο εξ Εσπε­ρίας έ­ντυ­πο για τις “ζω­γρα­φι­σμέ­νες με γραμ­μές” γυ­μνές Νο­τιο­α­φρι­κά­νες.
Κα­τά τα άλ­λα, α­πο­ρού­με για­τί οι με­λε­τη­τές ε­ρί­ζουν πε­ρί την κα­τα­γω­γή του, τα­λα­ντευό­με­νοι με­τα­ξύ Κων­στα­ντι­νού­πο­λης και Χίου. Πα­ρό­λο που ο Κα­νέλ­λος πέ­θα­νε σχε­τι­κά νέ­ος, στα τριά­ντα έ­να του, πρό­λα­βε και δια­κρί­θη­κε ως λό­γιος και έν­θερ­μος πα­τριώ­της, με α­πο­τέ­λε­σμα να μνη­μο­νεύε­ται ε­κτε­νώς σε ποι­κί­λες πη­γές. Σε μια α­πό αυ­τές, τό­σο κα­λά ε­νη­με­ρω­μέ­νη, ώ­στε να πα­ρα­θέ­τει τις α­κρι­βείς η­με­ρο­μη­νίες γεν­νή­σεως και θα­νά­του του, α­ντί να αρ­κεί­ται, ως συ­νή­θως, στις χρο­νο­λο­γίες, α­να­φέ­ρε­ται, πως γεν­νή­θη­κε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη α­πό Χιώ­τη πα­τέ­ρα και πο­λί­τισ­σα μη­τέ­ρα. Κα­τά τα άλ­λα, σπού­δα­σε στη Γερ­μα­νία για­τρός α­πό το 1812 μέ­χρι το 1819, που ε­πέ­στρε­ψε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Το 1820 δί­δα­ξε στο Βου­κου­ρέ­στι, αλ­λά με την έ­ναρ­ξη της Επα­νά­στα­σης βρέ­θη­κε στο στρα­τό­πε­δο του Αλέ­ξαν­δρου Υψη­λά­ντη και στη συ­νέ­χεια, α­κο­λού­θη­σε τον νε­ο­διο­ρι­σθέ­ντα αρ­μο­στή της Κρή­της Εμμα­νουήλ Το­μπά­ζη στη Με­γα­λό­νη­σο, ό­που και έ­πε­σε υ­πέρ πα­τρί­δος τον Ιού­λιο του 1823. Όσο για τη φι­λία του Χρι­στό­που­λου με τον νε­α­ρό Κα­νέλ­λο, εν­διά­με­σος θα πρέ­πει να στά­θη­κε ο Δω­ρό­θε­ος Πρώϊος, κα­τό­πιν Μη­τρο­πο­λί­της Αδρια­νου­πό­λεως, και αυ­τός Χιώ­της ό­πως ο Κα­νέλ­λος και δά­σκα­λός του στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Ο Δω­ρό­θε­ος θα γνώ­ρι­σε τον Χρι­στό­που­λο στο Ιά­σιο, μια και υ­πήρ­ξαν δά­σκα­λοι των παι­διών δυο δια­δο­χι­κών η­γε­μό­νων, του Γεωρ­γίου Χα­ντζε­ρή ο πρώ­τος και του Αλέ­ξαν­δρου Μου­ρού­ζη ο δεύ­τε­ρος.
Όλα αυ­τά, με α­φορ­μή έ­να μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κό του Γιώρ­γου Κε­χα­γιό­γλου, που σχο­λιά­ζει τα ί­χνη του «Ενυ­πνίου» του Λου­κια­νού στο «Όνει­ρον» του Κα­νέλ­λου. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, η λέ­ξη–σι­δη­ρό­δρο­μος για τους Οτε­ντό­τες μό­νο γερ­μα­νι­κή δεν εί­ναι. Ο Κε­χα­γιό­γλου, ως μό­το του κει­μέ­νου του, ε­πι­λέ­γει τους στί­χους του Πα­λα­μά α­πό τα «Σα­τι­ρι­κά Γυ­μνά­σμα­τα»: «...ο στερ­νός κι ο πρώ­τος, / κι ε­γώ κι ε­σύ, κι ο αν­θός κι η καρ­μα­νιό­λα, // κι ο αρ­χαίος Αθη­ναίος κι ο Οτε­ντό­τος». Οι στί­χοι γρά­φτη­καν ε­κα­τό χρό­νια με­τά το «Όνει­ρον», ό­ταν οι Οτε­ντό­τες εί­χαν γί­νει κοι­νός τό­πος κα­τά την α­ντι­πα­ρά­θε­ση πο­λι­τι­σμού και βαρ­βα­ρό­τη­τας. Όπως, σή­με­ρα, ε­πι­κα­λού­μα­στε τους Κα­φρούς και τους Ζου­λού, τις φυ­λές που ε­κτό­πι­σαν τους Οτε­ντό­τες και ε­πι­κρά­τη­σαν στην πε­ριο­χή. Όπως και να έ­χει, το μό­το του πρώ­του μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κού μας ο­δη­γεί στο δεύ­τε­ρο του ί­διου πά­ντο­τε ε­ρευ­νη­τή πε­ρί Πα­λα­μά και Σου­ρή.
Την πε­ρα­σμέ­νη Κυ­ρια­κή, θυ­μί­ζο­ντας την ε­φε­τει­νή ε­πέ­τειο των ε­νε­νή­ντα χρό­νων α­πό το θά­να­το του Γεωρ­γίου Σου­ρή, θεω­ρού­σα­με πως εί­μα­στε οι μό­νοι που τον θυ­μό­μα­στε. Ιδού, ό­μως, που ο Κε­χα­γιό­γλου ε­ντο­πί­ζει “το μα­κρύ πο­δά­ρι του Σου­ρή” στα «Σα­τι­ρι­κά Γυ­μνά­σμα­τα» του Πα­λα­μά, δη­μο­σιευ­μέ­να το 1908-1909. Ο με­λε­τη­τής θεω­ρεί τον Πα­λα­μά κα­λό γνώ­στη του Σου­ρή, πα­ρα­κι­νώ­ντας σε μια συ­στη­μα­τι­κή ι­χνη­λά­τη­ση των δια­κει­με­νι­κών σχέ­σεων Σου­ρή–Πα­λα­μά. Το μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κό του Κε­χα­γιό­γλου κλεί­νει με τη δια­πί­στω­ση: «Κεί­με­να συ­νει­δη­τού εν­δο­λο­γο­τε­χνι­κού δια­λό­γου υ­πάρ­χουν εν υ­πε­ρα­φθο­νία και πε­ρι­μέ­νου­ν: ζη­τεί­τε και ευ­ρή­σε­τε. Η εκ­δρο­μή αυ­τή δεν έ­χει τέ­λος.»
Σαν να συ­νο­μι­λεί ο Γιώρ­γος Δρο­σί­νης με τον Κε­χα­γιό­γλου πα­ρα­τη­ρεί: «...Από ό­λα παίρ­νει κα­νείς γύ­ρω του θέ­λο­ντας και μη θέ­λο­ντας, ό­ταν δια­βά­ζει πολ­λά και κά­θε λο­γής κι ό­ταν θαυ­μά­ζει με­ρι­κά χω­ρι­στά α­πό το σω­ρό. Μα μή­πως έ­χει συ­νεί­δη­ση ο ί­διος; Όση συ­νεί­δη­σι έ­χει το στά­χυ του σι­τα­ριού, α­πό τι και τι έ­γι­νε και πό­σα συ­στα­τι­κά πή­ρε α­πό το χώ­μα κι α­πό τον αέ­ρα κι α­πό τον ή­λιο κι α­πό των ά­στρων τη δρο­σιά!...» Αυ­τά γρά­φει ο Δρο­σί­νης, σε ε­πι­στο­λή του προς τον Χού­μπερτ Περ­νό, την 25η Οκτω­βρίου 1917, την ο­ποία πα­ρου­σιά­ζει στο τεύ­χος ο Χέν­ρυ Τον­νέ. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, σε μια άλ­λη ε­ξι­στό­ρη­ση, ο Δρο­σί­νης α­να­φέ­ρει τη βα­θιά συ­γκί­νη­ση, που εί­χε νιώ­σει μια βρα­διά στο σπί­τι του Σου­ρή, πα­ρέα με τον Πα­λα­μά, κα­θώς ο Σου­ρής τους διά­βα­ζε στί­χους του ε­πί τρεις ώ­ρες. Να θυ­μί­σου­με, χά­ριν παι­διάς, πως οι σχε­δόν συ­νο­μή­λι­κοι Σου­ρής και Πα­λα­μάς βρέ­θη­καν και οι δυο υ­πο­ψή­φιοι για το βρα­βείο Νό­μπελ. Σχε­τι­κά νω­ρίς ο Σου­ρής, προ­τά­θη­κε α­πό την Ελλη­νι­κή Βου­λή το 1906, πολ­λά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, με­τά το θά­να­το του Σου­ρή, ο Πα­λα­μάς.
Πά­ντο­τε πλη­θω­ρι­κή εί­ναι η πα­ρου­σία του Κε­χα­γιό­γλου στο κυ­πρια­κό πε­ριο­δι­κό. Σε αυ­τό το τεύ­χος, υ­πο­γρά­φει συ­νο­λι­κά τρία κεί­με­να. Το τρί­το μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κό του μας φέρ­νει πί­σω στον «Ανώ­νυ­μο του 1789» και τον Δη­μα­ρά δια μέ­σου του «Δον Κι­χώ­τη». Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, α­φο­ρά την πρώ­τη γνω­στή ελ­λη­νι­κή με­τά­φρα­ση του έρ­γου του Θερ­βά­ντες, που έ­μει­νε χει­ρό­γρα­φη. Τον Δε­κέμ­βριο του 2007, που η εν λό­γω με­τά­φρα­ση α­πέ­κτη­σε την πρώ­τη έ­ντυ­πη μορ­φή της, τρία ή­ταν τα γνω­στά χει­ρό­γρα­φα, στα ο­ποία και στη­ρί­χτη­κε ο Κε­χα­γιό­γλου, που α­νέ­λα­βε το εγ­χεί­ρη­μα με τη βοή­θεια της Άννας Τα­μπά­κη. Όμως, Χρι­στού­γεν­να του 2008, ήρ­θε μα­ντά­το α­πό την Ισπα­νία πως βρέ­θη­κε και τέ­ταρ­το χει­ρό­γρα­φο. Το πα­ρά­ξε­νο εί­ναι ό­τι, ναι μεν το χει­ρό­γρα­φο ε­ντο­πί­στη­κε α­πό ι­σπα­νί­δα νε­ο­ελ­λη­νί­στρια, ω­στό­σο ή­ταν κά­τω α­πό τη μύ­τη των ελ­λή­νων ε­ρευ­νη­τών, δε­δο­μέ­νου ό­τι φυ­λάσ­σε­ται στη Γεν­νά­δειο Βι­βλιο­θή­κη. Για το συ­γκε­κρι­μέ­νο χει­ρό­γρα­φο, α­να­μέ­νο­νται νεό­τε­ρα εξ Ισπα­νίας.
Ση­μα­ντι­κό­τε­ρη, ό­μως, εί­ναι η πα­τρό­τη­τα αυ­τής της πρώ­της με­τά­φρα­σης του «Δον Κι­χώ­τη», η ο­ποία έ­χει μεί­νει με­τέω­ρη. Ο Κε­χα­γιό­γλου φαί­νε­ται να γνω­ρί­ζει ή έ­στω να ει­κά­ζει με­τά με­γά­λης βε­βαιό­τη­τας τον με­τα­φρα­στή αλ­λά δεν τον α­πο­κα­λύ­πτει, ε­πι­κα­λού­με­νος το πα­ρά­δειγ­μα του Δη­μα­ρά, ο ο­ποίος πέ­θα­νε χω­ρίς να κοι­νο­ποιή­σει ποιόν υ­πο­ψια­ζό­ταν για συγ­γρα­φέα του «Ανώ­νυ­μου». Στη λο­γο­τε­χνία ε­κτι­μώ­νται ι­διαί­τε­ρα οι υ­παι­νιγ­μοί, ό­πως και οι μα­κριές προ­τά­σεις της μιας πα­ρα­γρά­φου χω­ρίς τε­λεία. Απο­ρού­με, ω­στό­σο, αν ι­σχύει το ί­διο για τον δο­κι­μια­κό λό­γο. Οι μεν υ­παι­νιγ­μοί δεί­χνουν να πα­ρα­πέ­μπουν σε ι­διο­κτη­σια­κό κα­θε­στώς. Ενώ, οι μα­κρο­σκε­λείς προ­τά­σεις, ό­πως ε­κεί­νη των 31 σει­ρών, που υ­πο­τί­θε­ται πως ε­ξη­γεί τις «Αρχές της έκ­δο­σης», α­πο­κλείει κά­ποιον λι­γό­τε­ρο ει­δι­κό. Ο Κε­χα­γιό­γλου κα­τα­λή­γει με το ε­ρώ­τη­μα, για­τί να α­πο­κα­λύ­ψει α­πό τώ­ρα την ταυ­τό­τη­τα. Μή­πως για­τί τα νέα υ­ψη­λά κα­θή­κο­ντα, που εν­δέ­χε­ται να α­να­λά­βει, δεν θα του α­φή­νουν και πο­λύ χρό­νο για να α­σχο­λη­θεί με την Δο­μνί­τσα Σμα­ρά­γδα Πα­να­γιω­τά­κη Σταυ­ρο­πό­λεως, τρί­τη σύ­ζυ­γο του Νι­κό­λα­ου Μαυ­ρο­κορ­δά­του, που ή­ταν η κτή­το­ρας του χει­ρο­γρά­φου της πρώ­της με­τά­φρα­σης και η πρώ­τη που προ­τά­θη­κε ως με­τα­φρά­στριά του; Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, πέ­ρα α­πό τους γρί­φους, την Δο­μνί­τσα, εμ­μέ­σως πλην σα­φώς, στην ει­σα­γω­γή του βι­βλίου, ο Κε­χα­γιό­γλου την α­πο­κλείει ως πι­θα­νή με­τα­φρά­στρια.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Αγαπητή κ. Θεοδοσοπούλου,

πάντοτε σας θαύμαζα και σας θαυμάζω για τις γνώσεις, την ενημέρωση, την άμεση ανταπόκριση (ανεπιφύλακτα σας λέω πως είστε ο μόνος πια, δυστυχώς, «Άργος του φιλολογικού μας τύπου») και την αιχμηρή ειλικρίνειά σας.
Τρία μόνο πράγματα θα είχα αυτή τη στιγμή να πω στα σχετικά με τα κείμενά μου στα «ΜΦ», στα οποία αναφέρεστε:
1. Όχι, δεν γνωρίζω τον μεταφραστή της πρώτης γνωστής ελληνικής μετάφρασης του «Δον Κιχότη» (αν τον ήξερα, δεν θα τον έκρυβα, να είστε βέβαιη, σέβομαι πολύ το αναγνωστικό κοινό)· άρα, το να υποθέσω χωρίς σίγουρα στοιχεία πως είναι ο Ιωάννης Σκαρλάτος, ή ο κυθηραϊκής, τελικά, καταγωγής Θωμάς Τεσταμπούζας, ή ο Σκαρλάτος Ν. Μαυροκορδάτος, ή η Σμαράγδα Π. Σταυροπόλεως-Μαυροκορδάτου, ή ο Ιωάννης Προκοπίου θα ήταν, με τα στοιχεία που διαθέτουμε για την ώρα, υπόθεση δωρεάν.
2. Οι μακροσκελείς φράσεις (και όχι απλές προτάσεις) ανήκουν στο ύφος μου, και ίσως «το ύφος είναι ο άνθρωπος», άρα δεν νομίζω πως ενοχλούν και τόσο, από τη στιγμή που κανείς δεν παραπονέθηκε ακόμα για το ίδιο το περιεχόμενο ή για το ότι δεν είναι κατανοητές (άλλωστε για το στιλ αυτό του γραπτού λόγου υπάρχει μακρά φιλολογικά παράδοση καιο, όσο για τα κατ’ εμέ, η ομολογημένη θητεία μου στον καλά χορδισμένο λόγο των Σ. Παυλέα, Δ. Ν. Μαρωνίτη, Γ. Π. Σαββίδη και Α. Εμπειρίκο θα αρκούσε, αν αυτό νδιέφερε καν κάποιον).
3. Είτε θα είχα, είτε δεν θα είχα «νέα υψηλά καθήκοντα», δεν είχα ούτε έχω ποτέ σκεφτεί πώς θα μπορούσα να παραμελήσω την έρευνα/επιστήμη και τη διδασκαλία, που είναι τα μόνα δύο πράγματα που με τρέφουν σε τούτη τη ζωή. Άλλωστε, όπως θα παρακολουθήσατε και από τον δημοσιογραφισκικό κουτσομπολίστικο και βαλτό αθηναϊκό τύπο, επιθέσεις πρώην ευεργετημένων, και τώρα αχάριστων «συναδέλφων» (αν έχεις τέτοιους «συναδέλφους», τί να τους κάνεις τους συνεχθρούς;), φρόντισαν κατάλληλα γι’ αυτά τα «υψηλά καθήκοντα», προστατεύοντά με από την επιστημονική αδράνεια.

Πάντα με αγάπη, και συμφωνώντας με τη δική σας, ανιδιοτελή πάντα αυστηρότητα («όποιον αγαπάμε, τον παιδεύουμε»),

Γ. Κεχαγιόγλου

Ανώνυμος είπε...

Αγαπητή κ. Θεοδοσοπούλου,

πάντοτε σας θαύμαζα και σας θαυμάζω για τις γνώσεις, την ενημέρωση, την άμεση ανταπόκριση (ανεπιφύλακτα σας λέω πως είστε ο μόνος πια, δυστυχώς, «Άργος του φιλολογικού μας τύπου») και την αιχμηρή ειλικρίνειά σας.
Τρία μόνο πράγματα θα είχα αυτή τη στιγμή να πω στα σχετικά με τα κείμενά μου στα «ΜΦ», στα οποία αναφέρεστε:
1. Όχι, δεν γνωρίζω τον μεταφραστή της πρώτης γνωστής ελληνικής μετάφρασης του «Δον Κιχότη» (αν τον ήξερα, δεν θα τον έκρυβα, να είστε βέβαιη, σέβομαι πολύ το αναγνωστικό κοινό)· άρα, το να υποθέσω χωρίς σίγουρα στοιχεία πως είναι ο Ιωάννης Σκαρλάτος, ή ο κυθηραϊκής, τελικά, καταγωγής Θωμάς Τεσταμπούζας, ή ο Σκαρλάτος Ν. Μαυροκορδάτος, ή η Σμαράγδα Π. Σταυροπόλεως-Μαυροκορδάτου, ή ο Ιωάννης Προκοπίου θα ήταν, με τα στοιχεία που διαθέτουμε για την ώρα, υπόθεση δωρεάν.
2. Οι μακροσκελείς φράσεις (και όχι απλές προτάσεις) ανήκουν στο ύφος μου, και ίσως «το ύφος είναι ο άνθρωπος», άρα δεν νομίζω πως ενοχλούν και τόσο, από τη στιγμή που κανείς δεν παραπονέθηκε ακόμα για το ίδιο το περιεχόμενο ή για το ότι δεν είναι κατανοητές (άλλωστε για το στιλ αυτό του γραπτού λόγου υπάρχει μακρά φιλολογικά παράδοση καιο, όσο για τα κατ’ εμέ, η ομολογημένη θητεία μου στον καλά χορδισμένο λόγο των Σ. Παυλέα, Δ. Ν. Μαρωνίτη, Γ. Π. Σαββίδη και Α. Εμπειρίκο θα αρκούσε, αν αυτό νδιέφερε καν κάποιον).
3. Είτε θα είχα, είτε δεν θα είχα «νέα υψηλά καθήκοντα», δεν είχα ούτε έχω ποτέ σκεφτεί πώς θα μπορούσα να παραμελήσω την έρευνα/επιστήμη και τη διδασκαλία, που είναι τα μόνα δύο πράγματα που με τρέφουν σε τούτη τη ζωή. Άλλωστε, όπως θα παρακολουθήσατε και από τον δημοσιογραφισκικό κουτσομπολίστικο και βαλτό αθηναϊκό τύπο, επιθέσεις πρώην ευεργετημένων, και τώρα αχάριστων «συναδέλφων» (αν έχεις τέτοιους «συναδέλφους», τί να τους κάνεις τους συνεχθρούς;), φρόντισαν κατάλληλα γι’ αυτά τα «υψηλά καθήκοντα», προστατεύοντά με από την επιστημονική αδράνεια.

Πάντα με αγάπη, και συμφωνώντας με τη δική σας, ανιδιοτελή πάντα αυστηρότητα («όποιον αγαπάμε, τον παιδεύουμε»),

Γ. Κεχαγιόγλου

Ανώνυμος είπε...

Ξέχασα κάτι: το λογοπαίγνιο για τη λέξη Hottentotenpotentatentantenattentat ως τη μακρύτερη της γερμανικής δεν είναι, όπως έχω γράψει και αλλού, δικό μου· ανήκει στον Γ. Π. Σαββίδη, και πρωτοειπώθηκε από αυτόν κάπου στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970, σε πανεπιστημιακό του μάθημα στη Θεσσαλονίκη, σε αποστροφή του προς την αποσβολωμένη ακροάτριά του, και ήδη μεσήλικη τότε, ευαίσθητη μεταφράστρια του Σεφέρη κ.ά. Luise von der Trenck.