Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2009

Ταπεινή της κόττας η λοφιά

Με­γά­λο κε­φά­λαιο οι προ­σφο­ρές για τις ε­φη­με­ρί­δες. Από τρο­χο­φό­ρα 4x4 και τα­χύ­πλοα μέ­χρι βι­βλία και σι­ντί, τεί­νουν να κα­λύ­ψουν το σύ­νο­λο των κα­τα­να­λω­τι­κών α­γα­θών. Το έ­να ε­κα­το­στό της ε­φευ­ρε­τι­κό­τη­τας που δεί­χνουν στον το­μέα των προ­σφο­ρών, αν διο­χέ­τευαν στην κα­τάρ­τι­ση της ύ­λης, μπο­ρεί να μην εί­χε α­πο­δε­κα­τι­στεί το α­να­γνω­στι­κό τους κοι­νό. Δεν θα πρέ­πει, ω­στό­σο, να βά­ζου­με ό­λες τις προ­σφο­ρές στο ί­διο τσου­βά­λι. Ιδιαί­τε­ρα τα τε­λευ­ταία χρό­νια, που πα­ρα­τη­ρεί­ται με­τα­τό­πι­ση α­πό τα α­μι­γώς κα­τα­να­λω­τι­κά α­γα­θά στα προ­σφέ­ρο­ντα πνευ­μα­τι­κή τρο­φή και πρω­τί­στως, στο βι­βλίο. Οι ε­φη­με­ρί­δες φαί­νε­ται να έ­χουν ε­πι­δο­θεί σε μια ευ­γε­νή ά­μιλ­λα ποια θα μορ­φώ­σει κα­λύ­τε­ρα το α­να­γνω­στι­κό της κοι­νό, κα­ταρ­τί­ζο­ντας πά­σης φύ­σεως σει­ρές. Πα­ρα­τη­ρού­με ό­τι ε­πι­κε­ντρώ­νο­νται σε βι­βλία τέ­χνης, δη­λα­δή ό­τι δί­νουν βά­ρος στην αι­σθη­τι­κή καλ­λιέρ­γεια. Πι­θα­νώς και θεω­ρώ­ντας τη λο­γο­τε­χνι­κή κα­τάρ­τι­ση των α­να­γνω­στών τους ως δε­δο­μέ­νη. Όπως και να έ­χει, λι­γο­στές εί­ναι οι προ­σφο­ρές σει­ρών στο χώ­ρο της λο­γο­τε­χνίας και δη της ελ­λη­νι­κής. Σε αυ­τόν, α­κρι­βώς, τον το­μέα, λα­μπρή ε­ξαί­ρε­ση συ­νι­στά η ε­φη­με­ρί­δα «Το Βή­μα», που α­νέ­κα­θεν έ­δι­νε με­γά­λη ση­μα­σία στο ελ­λη­νι­κό βι­βλίο. Η τε­λευ­ταία προ­σφο­ρά της ε­φη­με­ρί­δας ή­ταν η Βι­βλιο­θή­κη Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Γραμ­μα­τείας, που ξε­κί­νη­σε την ά­νοι­ξη και υ­πο­σχό­ταν να ε­πε­κτα­θεί και στους κα­λο­και­ρι­νούς μή­νες. Μά­λι­στα, αρ­κε­τοί λά­τρες της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας εί­χαν ελ­πί­σει πως δεν θα χρεια­ζό­ταν να κου­βα­λή­σουν βι­βλία στον τό­πο του πα­ρα­θε­ρι­σμού και πως μό­λις με δυο ευ­ρώ θα κά­λυ­πταν τις α­νά­γκες ε­νη­μέ­ρω­σης και α­να­γνω­στι­κής α­πό­λαυ­σης. Ατύ­χη­σαν, ό­μως, κα­θώς οι ι­θύ­νο­ντες της ε­φη­με­ρί­δας α­πο­φά­σι­σαν πως η νε­ο­ελ­λη­νι­κή γραμ­μα­τεία και δη η πα­λαιό­τε­ρη, στην ο­ποία ε­πι­κε­ντρω­νό­ταν η σει­ρά, θα έ­πε­φτε βα­ριά μέ­σα στο κα­τα­κα­λό­και­ρο. Χω­ρίς προ­ει­δο­ποίη­ση και πα­ρά τη δια­φη­μι­στι­κή κα­μπά­νια, που εί­χε προ­η­γη­θεί, για πλη­ρό­τη­τα της σει­ράς, στα μέ­σα Ιου­λίου την στα­μά­τη­σαν, α­ντι­κα­θι­στώ­ντας την με πλέ­ον εύ­πε­πτα α­να­γνώ­σμα­τα. Ολί­γον Γιάν­νη Μα­ρή με ο­λί­γον Ζε­ράρ ντε Βιλ­λιέ. Όπως και να έ­χει, η σει­ρά έ­φτα­σε αι­σίως στον 56ο τό­μο με τις ι­στο­ρίες του Αργύ­ρη Εφτα­λιώ­τη. Στον εν λό­γω τό­μο, πι­θα­νώς προς πα­ρη­γο­ρία ό­σων α­να­γνω­στών τυ­χόν θα ή­θε­λαν να συ­νε­χί­σουν την ε­ντρύ­φη­ση στην πε­ζο­γρα­φι­κή μας πα­ρά­δο­ση, δη­μο­σιεύ­τη­κε ο κα­τά­λο­γος της σει­ράς Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Γραμ­μα­τείας των εκ­δό­σεων Πε­λε­κά­νος, στην ο­ποία στη­ρί­χτη­καν οι α­να­δη­μο­σιεύ­σεις των τό­μων που πρό­σφε­ρε η ε­φη­με­ρί­δα. Ο εν λό­γω κα­τά­λο­γος φθά­νει τους 172 τό­μους, στους ο­ποίους πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται και τα α­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τα α­γω­νι­στών της Ελλη­νι­κής Επα­νά­στα­σης, που αυ­τά, σί­γου­ρα, θα έ­πε­φταν βα­ριά στο ση­με­ρι­νό α­να­γνω­στι­κό κοι­νό.
Αρκεί μια σύ­ντο­μη μα­τιά στις δυο σει­ρές, την “κου­τσή” του «Βή­μα­τος» και την “μη­τρι­κή” του «Πε­λε­κά­νου», για να φα­νεί η ε­ξέ­χου­σα θέ­ση που έ­δω­σε η ε­φη­με­ρί­δα στον Πα­πα­δια­μά­ντη. Με αυ­τόν ε­πέ­λε­ξε να ξε­κι­νή­σει και ό­λους τους τό­μους Πα­πα­δια­μά­ντη της σει­ράς του «Πε­λε­κά­νου» τους α­να­τύ­πω­σε. Πλην δυο, με χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα και πα­σχα­λι­νά διη­γή­μα­τα, που, έ­τσι κι αλ­λιώς, δεν ται­ριά­ζουν στον νεό­κο­πο, μο­δά­το Πα­πα­δια­μά­ντη. Πρώ­τος τό­μος της σει­ράς του «Βή­μα­τος» εί­ναι «Η με­τα­νά­στις», α­κο­λου­θούν «Οι έ­μπο­ροι των ε­θνών», «Η φό­νισ­σα», «Η γυ­φτο­πού­λα» και έ­νας τε­λευ­ταίος, ο 51ος, ο «Χρή­στος Μη­λιό­νης». Δη­λα­δή, ο­λό­κλη­ρος ο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κός Πα­πα­δια­μά­ντης. Εν μέ­σω αυ­τών, πα­ρεμ­βάλ­λε­ται έ­νας τό­μος με “23 α­ρι­στουρ­γη­μα­τι­κά διη­γή­μα­τα” του Σκια­θί­τη. Βε­βαίως, το πα­πα­δια­μα­ντι­κό κεί­με­νο δει­νο­πα­θεί ε­λα­φρώς, κα­θώς α­φαι­ρού­νται κά­ποιοι πρό­λο­γοι, που ί­σως να δυ­σκό­λευαν τον α­να­γνώ­στη, ε­νώ πα­ρει­σφρέ­ουν ουκ ο­λί­γα τυ­πο­γρα­φι­κά λά­θη. Από την άλ­λη, α­φή­νε­ται να κο­λυ­μπή­σει μό­νο του. Ού­τε γλωσ­σά­ρι για τυ­χόν α­νε­ξοι­κείω­τους στην πα­πα­δια­μα­ντι­κή γλώσ­σα προ­βλέ­πε­ται ού­τε συ­νο­δευ­τι­κά κεί­με­να ει­δη­μό­νων. Υπό αυ­τούς τους ό­ρους, ο «Χρή­στος Μη­λιό­νης», που πολ­λοί θεω­ρούν νου­βέ­λα και ό­χι μυ­θι­στό­ρη­μα, δεν φτά­νει ού­τε για έ­να ι­σχνό το­μί­διο, ό­πως ε­κεί­νο της «Φό­νισ­σας». Γι’ αυ­τό προ­στί­θε­ται ως συ­νο­δευ­τι­κό έ­να διή­γη­μα α­πό “τα με­τά θά­να­το­ν” δη­μο­σιευ­μέ­να, «Ο Γά­μος του Κα­ραχ­μέ­τη». Το 1885, δυο χρό­νια πριν το πρώ­το κα­θα­ρό­αι­μο διή­γη­μα «Το Χρι­στό­ψω­μο», δη­μο­σιεύ­τη­κε ο «Χρή­στος Μη­λιό­νης», το 1910 πι­θα­νο­λο­γεί­ται πως γρά­φτη­κε «Ο Γά­μος του Κα­ραχ­μέ­τη». Η ε­πι­λο­γή του διη­γή­μα­τος θα μπο­ρού­σε να ο­φεί­λε­ται στο χρό­νο δρά­σης. Και τα δυο δια­δρα­μα­τί­ζο­νται στα προ­ε­πα­να­στα­τι­κά χρό­νια. Γε­γο­νός που δεν εκ­πλήσ­σει ό­σο α­φο­ρά τον «Χρή­στο Μη­λιό­νη», α­φού ό­λα τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα ε­κτυ­λίσ­σο­νται σε πα­λαιό­τε­ρες ε­πο­χές, οι ι­στο­ρίες, ό­μως, των διη­γη­μά­των εί­ναι οι πε­ρισ­σό­τε­ρες συ­γκαι­ρι­νές του Πα­πα­δια­μά­ντη, με ε­ξαί­ρε­ση κά­ποια α­πό τα ό­ψι­μά του, ό­πως το συ­γκε­κρι­μέ­νο.
Κα­τά τα άλ­λα, και χω­ρίς να αμ­φι­σβη­τού­με τις α­ρε­τές του διη­γή­μα­τος, τολ­μού­με να ι­σχυ­ρι­στού­με πως συ­νι­στά κά­κι­στη ε­πι­λο­γή. Ό,τι εί­χε αρ­χί­σει να ε­δραιώ­νε­ται η φή­μη ε­νός πα­γκο­σμιο­ποιη­μέ­νου Πα­πα­δια­μά­ντη, τό­σο με το χει­με­ρι­νό θε­α­τρι­κό δρώ­με­νο, ό­που σερ­βι­ρι­ζό­ταν σά­ντουι­τς με τον νο­μπε­λί­στα Μαρ­κές, ό­σο και με τα ποι­κί­λα δη­μο­σιεύ­μα­τα, που το­νί­ζουν, με­τα­ξύ πλεί­στων άλ­λων, και τον α­νε­ξί­θρη­σκο χα­ρα­κτή­ρα των διη­γη­μά­των του. Δεν χρεια­ζό­ταν να προ­βλη­θεί έ­να διή­γη­μα, που θα μπο­ρού­σε να του κο­στί­σει τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό του μι­σο­γύ­νη, α­κό­μη χει­ρό­τε­ρο και α­πό αυ­τόν του κο­σμο­κα­λό­γε­ρου, ο ο­ποίος, σε τε­λι­κή α­νά­λυ­ση, ε­νέ­χει και μια δό­ση γρα­φι­κό­τη­τας. Και κα­θό­λου δεν τον σώ­ζει η δι­καιο­λο­γία που προ­βάλ­λει ο α­φη­γη­τής πως τά­χα­τες δεν εί­ναι δι­κής του έ­μπνευ­σης η ι­στο­ρία και πως αυ­τός α­πλώς την α­να­διη­γεί­ται ό­πως την ά­κου­σε. Οι α­να­γνώ­στριες, που θα ξε­κοκ­κα­λί­σουν το βι­βλίο του πα­ρά θι­ν’ α­λός εί­ναι δια­βα­σμέ­νες και δεν χά­φτουν πα­ρό­μοια μορ­φι­κά ε­φευ­ρή­μα­τα.
Μι­σο­γύ­νης, λοι­πόν, ο Πα­πα­δια­μά­ντης, για­τί ναι μεν στα προ­ε­πα­να­στα­τι­κά χρό­νια ί­σχυε η πλή­ρης “υ­πο­τα­γή της θη­λείας εις τον άρ­ρε­να”, αλ­λά ο ή­ρωάς του, ο Κου­μπής του Νι­κο­λέ­του το πα­ρά­κα­νε. Ευ­κα­τά­στα­τος Σκια­θί­της δε­σπο­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα, γύ­ρω στα πε­νή­ντα, δε­κα­πέ­ντε χρό­νια πα­ντρε­μέ­νος με την σα­ρα­ντά­ρα Σε­ραϊνώ, δεν εί­χε α­πο­κτή­σει παι­διά. Στέρ­φα η Σε­ραϊνώ, ό­πως και η α­τυ­χής Δια­λε­χτή στο πρώ­το διή­γη­μα του Πα­πα­δια­μά­ντη, «Το Χρι­στό­ψω­μο». Εκεί­νη προ­σπά­θη­σε να την δη­λη­τη­ριά­σει η πε­θε­ρά της, την Σε­ραϊνώ την πε­ρι­ποιή­θη­κε ο σύμ­βιός της. Παλ­λα­κί­δα δεν α­πέ­κτη­σε, για­τί τι­μού­σε, λέει, το στε­φά­νι του. Στε­φα­νώ­θη­κε, ό­μως, με πα­πά και με κου­μπά­ρο την τρια­ντά­χρο­νη γει­τό­νισ­σά τους, την Λε­λού­δα, ό­νο­μα και πράγ­μα, χω­ρίς να χα­λά­σει το πρώ­το του στε­φά­νι. Χρη­σι­μο­ποιώ­ντας ο α­θεό­φο­βος ως συ­νερ­γό την α­πο­νή­ρευ­τη Σε­ραϊνώ α­πή­γα­γε τη Λε­λού­δα, την “ε­πή­γε α­πά­νω στην φρε­γά­δα τη Τούρ­κι­κη, που ή­ταν α­ραγ­μέ­νη ε­κεί κά­τω, στο Μέ­γα-Για­λό, κ’ ε­πή­ρ’ έ­ναν πα­πά με το στα­νιό να τον στε­φα­νώ­σει”. Και ό­λα αυ­τά, για­τί τα εί­χε κα­λά με τον Κα­πε­τάν Πα­σά, τον Κα­ρά-Αχμέ­τι. Έτσι του βγή­κε και το πα­ρα­τσού­κλι Κα­ραχ­μέ­της, που έ­μει­νε και σε ο­λό­κλη­ρο το σόι του, κα­τα­πώς διη­γεί­ται ο μπάρ­μπα-Γιώρ­γης σε έ­να άλ­λο διή­γη­μα, «Τα Ρό­δι­ν’ α­κρο­γιά­λια», που δη­μο­σιεύ­τη­κε το 1908.
Όπως μας πλη­ρο­φο­ρεί η Μα­ρία Γκα­σού­κα, που έ­χει α­σχο­λη­θεί με την κοι­νω­νι­κή θέ­ση των γυ­ναι­κών στο έρ­γο του Πα­πα­δια­μά­ντη, ο ι­σχύων, τό­τε, Ποι­νι­κός Νό­μος α­ντι­με­τώ­πι­ζε με ε­πιεί­κεια πα­ρό­μοιες πε­ρι­πτώ­σεις, πε­ριο­ρι­ζό­με­νος σε ε­πι­βο­λές μι­κρών χρη­μα­τι­κών προ­στί­μων. Κα­τά τα άλ­λα, ο α­φη­γη­τής τάσ­σε­ται με τη Σε­ραϊνώ, που ό­χι μό­νο, τα α­πο­δέ­χε­ται ό­λα αλ­λά και ζη­τά να πα­ρα­μεί­νει κά­τω α­πό την ί­δια στέ­γη για να του με­γα­λώ­σει τα παι­διά του, “Αγία ψυ­χή”, πα­ρα­δέ­χε­ται ο ί­διος ο Κου­μπής. Όχι μό­νο με­τα­φο­ρι­κώς, ό­πως ε­νίο­τε λέ­γε­ται για κά­ποιες γυ­ναί­κες μέ­χρι και σή­με­ρα, αλ­λά και κυ­ριο­λε­κτώ­ντας, α­φού πε­θαί­νει δέ­κα ή δώ­δε­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα και κα­τά την α­να­κο­μι­δή των λει­ψά­νων της, τρία χρό­νια με­τά, “τα κόκ­κα­λά της εί­χαν ευω­διά­σει”. Αντι­θέ­τως, ο α­φη­γη­τής κα­θ’ ό­λη τη διή­γη­ση ει­ρω­νεύε­ται τον Κου­μπή και ου­δό­λως α­να­φέ­ρε­ται στο τέ­λος του. Ακρι­βώς, ό­πως α­πο­σιω­πά τι α­πέ­γι­νε ο ε­ξω­μό­της Κα­μπό­σος στον «Χρή­στο Μη­λιό­νη». Πά­για τα­κτι­κή του Πα­πα­δια­μά­ντη για τους δό­λιους ή αρ­νη­τι­κούς ή­ρωες, ό­πως λέ­με σή­με­ρα. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, ε­ξω­μό­της εί­ναι και ο κου­μπά­ρος στον γά­μο του Κα­ραχ­μέ­τη. Ένας έ­ξυ­πνος Γραι­κός, γραμ­μα­τέ­ας του Κα­πε­τάν Πα­σά, που τυ­χαί­νει Φα­να­ριώ­της. Πα­ρό­λο που το διή­γη­μα θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν δρα­μα­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα, η σκη­νή του στε­φα­νώ­μα­τος πά­νω στη τουρ­κι­κή φρε­γά­δα εί­ναι μια α­πό τις α­πο­λαυ­στι­κό­τε­ρες του Πα­πα­δια­μά­ντη.
Αυ­τή η με­τα­θα­νά­τια δι­καίω­ση της Σε­ραϊνώς μάλ­λον δεν θα α­πα­λύ­νει τη δυ­σά­ρε­στη ε­ντύ­πω­ση ό­τι πρό­κει­ται σα­φώς για έ­ναν μι­σο­γύ­νη συγ­γρα­φέα. Κά­πως έ­τσι, μια ση­με­ρι­νή α­να­γνώ­στρια, που θα ξε­κι­νή­σει το το­μί­διο α­πό το δεύ­τε­ρο διή­γη­μα, πα­ρα­κι­νη­μέ­νη α­πό τον τίτ­λο του αλ­λά και τη συ­ντο­μία του, το πι­θα­νό­τε­ρο να το πε­τά­ξει, χω­ρίς να δια­βά­σει την α­να­πλα­σμέ­νη ι­στο­ρία του κλέ­φτη της Ρού­με­λης, τον ο­ποίο ού­τε κα­τ’ ό­νο­μα δεν έ­χει α­κου­στά. Κι ό­μως, η η­ρωί­δα του «Χρή­στου Μη­λιό­νη», η Βα­σί­λω, η “α­να­δε­κτή” του Χρή­στου Μη­λιό­νη, ε­πι­δει­κνύει με­τά την αρ­πα­γή της α­πό τον Χα­λήλ Αγά τόλ­μη α­ντί­στοι­χη με αυ­τή που α­να­μέ­νε­ται α­πό έ­ναν ά­ντρα. Δεν δι­στά­ζει να με­ταμ­φιε­στεί σε Τούρ­κο έ­φη­βο και ό­χι μό­νο δρα­πε­τεύει α­πό το χα­ρέ­μι αλ­λά και μπαί­νει στο α­πό­σπα­σμα που κα­τα­δίω­κε το νο­νό της. Όπως και η γριά Σκεύω που ντύ­θη­κε ά­ντρας για να πά­ει “βαρ­διά­νος στα σπόρ­κα” να πα­ρα­στα­θεί στο γιο της. Αν και θεω­ρη­τι­κώς ο­μι­λού­ντες, ό­πως πα­ρα­τη­ρεί η Μαί­ρη Μι­κέ, που κα­τα­γρά­φει τις με­ταμ­φιέ­σεις στη νε­ο­ελ­λη­νι­κή πε­ζο­γρα­φία των δυο τε­λευ­ταίων αιώ­νων, στην πε­ρί­πτω­ση της Βα­σί­λως, η τόλ­μη πε­ρισ­σεύει, κα­θό­σον πρό­κει­ται πε­ρί “δι­πλής πα­ρεν­δυ­σίας”: α­πό γυ­ναί­κα σε ά­ντρα και α­πό Ελλη­νί­δα σε Τούρ­κο.
Τε­λι­κά, πι­στεύου­με πως ό­ποιος δια­βά­σει ο­λό­κλη­ρο το το­μί­διο θα θαυ­μά­σει τις Ρω­μιές του Πα­πα­δια­μά­ντη, που δεν έ­κα­ναν σκό­ντο στα αι­σθή­μα­τά τους προς ί­διον ό­φε­λος. “Κα­νέ­νας δεν μί­λη­σε για τη Ρω­μιά ό­πως ο Αλέ­ξαν­δρος Πα­πα­δια­μά­ντης”, έ­γρα­φε ο Ζή­σι­μος Λο­ρε­ντζά­τος. Στο ο­μό­τιτ­λο δο­κί­μιό του, α­να­φέ­ρει λι­γο­στά ο­νό­μα­τα πα­πα­δια­μα­ντι­κών η­ρωί­δων, α­νά­με­σα σε αυ­τά και το Σε­ραϊνώ, που α­πα­ντά­ται μια μό­νο φο­ρά, στον «Γά­μο του Κα­ραχ­μέ­τη». Να δια­βά­ζου­με Άγγλους, Γάλ­λους, Πορ­το­γά­λους, α­κό­μη και σε δύ­σπε­πτες με­τα­φρά­σεις, ποιος λέει ό­χι! Να δια­βά­ζου­με τους νεό­τε­ρους Έλλη­νες, α­λί­μο­νο! Όμως και λί­γη πε­ζο­γρα­φι­κή πα­ρά­δο­ση δεν βλά­πτει. Αντι­θέ­τως, βο­η­θά τις συ­γκρί­σεις, σταθ­μί­ζο­ντας τις αλ­λα­γές.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δεν υπάρχουν σχόλια: