Παρασκευή 20 Μαρτίου 2009

Με πρόσχημα τη βιογραφία

Χρή­στος Χρυ­σό­που­λος
«Η λον­δρέ­ζι­κη μέ­ρα
της Λώ­ρας Τζάκ­σον»
Εκδό­σεις Κα­στα­νιώ­τη
Νοέμ­βριος 2008

Χά­ρις στον Χρή­στο Χρυ­σό­που­λο γνω­ρί­σα­με την α­με­ρι­κα­νί­δα συγ­γρα­φέα Λώ­ρα Ράι­ντιν­γκ, ε­βραϊκής κα­τα­γω­γής, ό­πως, άλ­λω­στε, οι ση­μα­ντι­κό­τε­ροι λο­γο­τέ­χνες των Ηνω­μέ­νων Πο­λι­τειών με­τά τον Β΄ Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο. Την έ­φε­ρε μα­ζί με τις α­πο­σκευές του, ε­πι­στρέ­φο­ντας α­πό τις Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τείες και ως πο­λύ­τι­μο α­πό­κτη­μα της ε­κεί μα­θη­τείας του. Πέ­ρυ­σι το κα­λο­καί­ρι, στο πρώ­το τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού «Ποιη­τι­κή», πα­ρου­σία­σε ε­πι­λεγ­μέ­να α­πο­σπά­σμα­τα α­πό τα δο­κί­μιά της πε­ρί ποιη­τι­κής, σε δι­κή του με­τά­φρα­ση, με σχό­λια και σύ­ντο­μη ει­σα­γω­γή, ό­που δί­νει πλη­ρο­φο­ρίες για τη ζωή και το έρ­γο της. Με­τά ε­ξέ­δω­σε το μυ­θι­στό­ρη­μά του, που το εμ­φα­νί­ζει ως αρ­χείο μιας σκόρ­πιας ζωής, βα­σι­σμέ­νο, με­ρι­κώς μό­νο, σε α­λη­θι­νά πε­ρι­στα­τι­κά, πα­ραλ­λάσ­σο­ντας πρό­σω­πα, κεί­με­να και γε­γο­νό­τα, ό­πως ο ί­διος διευ­κρι­νί­ζει. Από ό­σο γνω­ρί­ζου­με, αυ­τή η δι­πλή α­να­φο­ρά α­πο­τε­λεί την πρώ­τη πα­ρου­σία­ση της Ράι­ντιν­γκ στην ελ­λη­νι­κή βι­βλιο­γρα­φία. Ού­τε καν η πρό­σφα­τη έκ­δο­ση της ε­γκυ­κλο­παί­δειας Πά­πυ­ρος-Λα­ρούς-Μπρι­τάν­νι­κα δεν την συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει, αν και το ό­νο­μά της α­να­φέ­ρε­ται στο λήμ­μα του συ­ντρό­φου της, συγ­γρα­φέα Ρό­μπερτ Γκρέ­η­βς. Πα­ρό­λο που η Ράι­ντιν­γκ μα­κρο­η­μέ­ρευ­σε, πε­θαί­νο­ντας στις 2 Σε­πτεμ­βρίου 1991, α­φού εί­χε συ­μπλη­ρώ­σει τα ε­νε­νή­ντα, μό­νο με­τά θά­να­το άρ­χι­σε να προ­βάλ­λε­ται ως ση­μα­ντι­κή ποιή­τρια και δο­κι­μιο­γρά­φος, να ε­πα­νεκ­δί­δε­ται το έρ­γο της και η τα­ρα­χώ­δης ζωή της να κι­νεί το εν­δια­φέ­ρον χά­ρις και στις δυο βιο­γρα­φίες της που κυ­κλο­φό­ρη­σαν.
Δε­δο­μέ­νου ό­τι τα βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία της Ράι­ντιν­γκ, που δί­νει ο Χρυ­σό­που­λος στο δη­μο­σίευ­μα τού πε­ριο­δι­κού και στο μυ­θι­στό­ρη­μα πα­ρου­σιά­ζουν α­να­με­τα­ξύ τους μι­κρές δια­φο­ρές και ού­τως ή άλ­λως, έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα δεν συ­νι­στά τον α­σφα­λέ­στε­ρο τρό­πο γνω­ρι­μίας με έ­να πρό­σω­πο, στο μέλ­λον θα χρεια­στεί μια α­κό­μη πα­ρου­σία­ση. Προ­σώ­ρας, μέ­νει η η­ρωί­δα του Χρυ­σό­που­λου, η “άλ­λη” Λώ­ρα ή και Λώ­ρα Τζάκ­σον, ό­νο­μα που, έ­τσι κι αλ­λιώς, φαί­νε­ται πως πο­τέ δεν χρη­σι­μο­ποίη­σε στα βι­βλία της η Ράι­ντιν­γκ. Διευ­κρι­νι­στι­κά, Ράι­ντιν­γκ ή­ταν το πα­τρι­κό της ό­νο­μα, με το ο­ποίο και ε­ξέ­δω­σε τα ποιη­τι­κά βι­βλία της μέ­χρι το 1940, ο­πό­τε και α­παρ­νή­θη­κε την ποίη­ση. Τζάκ­σον ή­ταν το ό­νο­μα του δεύ­τε­ρου συ­ζύ­γου της, που πα­ντρεύ­τη­κε το ε­πό­με­νο έ­τος. Με το Λώ­ρα (Ράι­ντιν­γκ) Τζάκ­σον ε­ξέ­δω­σε, στη συ­νέ­χεια, το δο­κι­μια­κό έρ­γο της, ό­που έ­θε­τε, λέει, το πα­τρι­κό της ε­ντός πα­ρεν­θέ­σεως για να δη­λώ­νει την πα­ρελ­θού­σα ποιη­τι­κή της ι­διό­τη­τα, πα­ρό­λο που την εί­χε α­πο­κη­ρύ­ξει. Ωστό­σο, ή­δη, α­πό το 1980, στις συ­γκε­ντρω­τι­κές ποιη­τι­κές συλ­λο­γές της, ε­πα­νέ­φε­ρε το Λώ­ρα Ράι­ντιν­γκ, με το ο­ποίο και κα­τα­γρά­φη­κε στην α­με­ρι­κα­νι­κή γραμ­μα­τεία. Και οι «Τάϊμς» του Λον­δί­νου, στη νε­κρο­λο­γία της, ως Λώ­ρα Ράι­ντιν­γκ την α­να­φέ­ρουν κι ας προ­σθέ­τει ο Χρυ­σό­που­λος στην πε­ρι­κο­πή της νε­κρο­λο­γίας που δη­μο­σιεύει, ει­δι­κά στο ο­πι­σθό­φυλ­λο του βι­βλίου του, και το Τζάκ­σον. Μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή α­δεία η πα­ραλ­λα­γή, ό­πως άλ­λω­στε και ο δρα­μα­τι­κός χα­ρα­κτή­ρας που προσ­δί­δει στη σχέ­ση της με τον Γκρέ­η­βς. Συ­γκε­κρι­μέ­να α­να­φέ­ρει πως ο μα­κρο­χρό­νιος και πα­ρά­νο­μος δε­σμός τους “τερ­μα­τί­στη­κε α­πό­το­μα, με μια δι­πλή α­πό­πει­ρα αυ­το­κτο­νίας, κά­ποια λον­δρέ­ζι­κη μέ­ρα του 1929”, εξ ου και ο τίτ­λος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Ανε­ξάρ­τη­τα αν οι δυο ε­ρα­στές συμ­βίω­σαν α­κό­μη δέ­κα χρό­νια. Έξι στη Μα­γιόρ­κα, α­πό την ο­ποία α­να­χώ­ρη­σαν λό­γω του Ισπα­νι­κού Εμφυ­λίου, και τα υ­πό­λοι­πα, στο Λον­δί­νο και τη Γαλ­λία, ε­γκα­τα­λεί­πο­ντας μό­λις το 1939 την Ευ­ρώ­πη για τις Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τείες, ό­που και τε­λι­κά χώ­ρι­σαν.
Ανα­με­νό­με­νες οι τρο­πο­ποιή­σεις, α­φού ε­κεί­νο που πρω­τί­στως θα πρέ­πει να ήλ­κυ­σε τον Χρυ­σό­που­λο, κρί­νο­ντας και α­πό τα θέ­μα­τα των προ­η­γού­με­νων βι­βλίων του, εί­ναι οι α­κραίες και α­πό­λυ­τες ε­πι­λο­γές της Ράι­ντιν­γκ, τό­σο στη ζωή ό­σο και στην ποίη­ση. Πρώ­τα, η α­πό­πει­ρα αυ­το­κτο­νίας, στις 27 Απρι­λίου 1929, πη­δώ­ντας α­πό το πα­ρά­θυ­ρο του δευ­τέ­ρου ο­ρό­φου, με­τά τριε­τή συμ­βίω­ση με την οι­κο­γέ­νεια του Γκρέ­η­βς, σύ­ζυ­γο και τέσ­σε­ρα παι­διά. Και χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, η α­πό­φα­σή της να σιω­πή­σει, θέ­το­ντας ε­αυ­τήν ε­κτός ποιή­σεως. Όχι μό­νο στα­μά­τη­σε να γρά­φει ποιή­μα­τα αλ­λά και α­πα­γό­ρευ­σε το σχο­λια­σμό του έρ­γου της. Σε αυ­τά τα δυο, τρό­πον τι­να, α­πο­νε­νο­η­μέ­να δια­βή­μα­τα ε­πι­κε­ντρώ­νει ο Χρυ­σό­που­λος το μυ­θι­στό­ρη­μά του. Πα­ρα­δό­ξως, προ­σπερ­νά το γε­γο­νός πως η Ράι­ντιν­γκ α­πο­φά­σι­σε να “κλεί­σει” ως ποιή­τρια με­τά τον ο­ρι­στι­κό χω­ρι­σμό της με τον Γκρέ­η­βς. Όπως φαί­νε­ται, αυ­τή η σύ­μπτω­ση α­πο­σιω­πά­ται γε­νι­κό­τε­ρα α­πό τους με­λε­τη­τές της, πι­θα­νώς, για να μη δο­θεί στον Γκρέ­η­βς ρό­λος μέ­ντο­ρα και μο­λυν­θεί η κα­θα­ρό­τη­τα της ποιη­τι­κής ει­κό­νας της.
Ο Χρυ­σό­που­λος στα­χυο­λο­γεί α­πό το έρ­γο της Ράι­ντιν­γκ δέ­κα ποιή­μα­τα και με­ρι­κούς στί­χους, ό­που, ε­κτός α­πό τους πρώι­μους στί­χους που πα­ρα­θέ­τει αγ­γλι­στί ως μό­το, τα υ­πό­λοι­πα τα με­τα­φρά­ζει και τα πα­ρεμ­βάλ­λει στον α­φη­γη­μα­τι­κό κορ­μό. Σε με­γα­λύ­τε­ρη έ­κτα­ση κα­τα­φεύ­γει στα πε­ζά της, αυ­το­βιο­γρα­φι­κά και μυ­θο­πλα­στι­κά, α­κό­μη ε­πι­στο­λές ή και α­πο­σπά­σμα­τα α­πό γρα­πτά των άλ­λων ε­μπλε­κο­μέ­νων προ­σώ­πων. Ενώ, για τις α­νά­γκες των τε­λευ­ταίων κε­φα­λαίων, ε­πι­λέ­γει πε­ρι­κο­πές α­πό το δο­κι­μια­κό της έρ­γο κα­θώς και ρή­σεις θεω­ρη­τι­κών της λο­γο­τε­χνίας και στο­χα­στών. Τέ­λος, φρο­ντί­ζει την τυ­πο­γρα­φι­κή φυ­σιο­γνω­μία του βι­βλίου του, πα­ρα­θέ­το­ντας φω­το­γρα­φίες, σκί­τσα και ποι­κί­λα τυ­πο­γρα­φι­κά στοι­χεία.
Το μυ­θι­στό­ρη­μά του το χω­ρί­ζει σε έ­ξι μέ­ρη, ό­που το πρώ­το κυ­ριαρ­χεί κα­τα­λαμ­βά­νο­ντας πε­ρί­που τα δυο τρί­τα του βι­βλίου, ε­νώ τα υ­πό­λοι­πα κυ­μαί­νο­νται α­πό έ­ξι σε­λί­δες μέ­χρι εί­κο­σι τέσ­σε­ρις το ε­κτε­νέ­στε­ρο. Αυ­τό το πρώ­το μέ­ρος ξε­κι­νά με την η­ρωί­δα να κεί­τε­ται στο πε­ζο­δρό­μιο με­τά το πή­δη­μα στο κε­νό, και δια­γρά­φει έ­ναν κύ­κλο στις ε­βδο­μά­δες της νο­ση­λείας της, πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας ό­σα συμ­βαί­νουν α­πό τη δι­κή της ο­πτι­κή γω­νία, σε τρι­το­πρό­σω­πη α­φή­γη­ση. Αν ε­ξαι­ρέ­σου­με τις νη­σί­δες, ποιη­τι­κές και πε­ζές, που δη­μιουρ­γεί ο συγ­γρα­φέ­ας α­ντι­γρά­φο­ντας α­πό τα γρα­πτά της Ράι­ντιν­γκ, κα­θώς και τις υ­πο­σε­λί­διες ση­μειώ­σεις, με τις ο­ποίες συ­στή­νει τους ή­ρωες που παίρ­νει α­πό τη βιο­γρα­φία της, σε αυ­τό το κομ­μά­τι του βι­βλίου βρί­σκου­με τον Χρυ­σό­που­λο των πρώ­των βι­βλίων του. Τον αρ­γό α­φη­γη­μα­τι­κό του τρό­πο, Αγγε­λο­που­λι­κού τύ­που, που ζου­μά­ρει στη λε­πτο­μέ­ρεια, α­να­δει­κνύο­ντας έ­ναν μο­νή­ρη ή­ρωα και τον “πε­ρί­κλει­στο” κό­σμο του. Στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, μια η­ρωί­δα, βα­ρειά τραυ­μα­τι­σμέ­νη, χα­μέ­νη στις πα­ραι­σθή­σεις της μορ­φί­νης, που α­γω­νί­ζε­ται να α­πο­κα­τα­στή­σει ε­πα­φή με το πε­ρι­βάλ­λον, κα­θώς η μνή­μη της στα­δια­κά ε­πα­νέρ­χε­ται και ο νο­σο­κο­μεια­κός ε­γκλει­σμός κα­θί­στα­ται α­φό­ρη­τος.
Σύ­ντο­μο το δεύ­τε­ρο μέ­ρος, α­πο­τε­λεί­ται α­πό τρία μι­κρά κε­φά­λαια με τις ε­ντυ­πώ­σεις του συγ­γρα­φέα, σε πρώ­το πρό­σω­πο, α­πό τις ε­πι­σκέ­ψεις του στα μέ­ρη που έ­ζη­σε η Ράι­ντιν­γκ· το Λον­δί­νο, τη συ­γκε­κρι­μέ­νη συ­νοι­κία, ό­που κα­τοι­κού­σε η οι­κο­γέ­νεια του Γκρέ­η­βς και τη Νέα Υόρ­κη. Με τις κα­τάλ­λη­λες φω­το­γρα­φίες για ξε­κί­νη­μα, πα­ρα­θέ­τει σκέ­ψεις που α­φο­ρούν κυ­ρίως τους τό­πους, ε­νώ ε­λά­χι­στα φαί­νε­ται να τον α­πα­σχο­λεί η η­ρωί­δα του. Λί­γο ε­κτε­νέ­στε­ρο το ε­πό­με­νο κε­φά­λαιο, δί­νει το χρο­νι­κό της δι­πλής αυ­το­κτο­νίας, με τον ε­ρα­στή να πη­δά­ει ταυ­τό­χρο­να με αυ­τήν α­πό το πα­ρά­θυ­ρο του ι­σο­γείου και τη σύ­ζυ­γό του να μέ­νει α­μέ­το­χη, πα­ρα­θέ­το­ντας και μια άλ­λη εκ­δο­χή, στη­ριγ­μέ­νη υ­πο­τί­θε­ται σε α­ξιό­πι­στους μάρ­τυ­ρες, σύμ­φω­να με την ο­ποία ο ε­ρα­στής ή­ταν αυ­τός που έσ­πρω­ξε την Ράι­ντιν­γκ στο κε­νό. Δί­κην ντο­κου­μέ­ντου, πα­ρα­τί­θε­ται η ε­πι­στο­λή που έ­στει­λε ο Γκρέ­η­βς στη φί­λη της Ράι­ντιν­γκ, Γερ­τρού­δη Στάϊν, στο Πα­ρί­σι, ζη­τώ­ντας της να έρ­θει για συ­μπα­ρά­στα­ση. Βρα­χύ­τε­ρο ό­λων το τέ­ταρ­το μέ­ρος, πε­ριο­ρί­ζε­ται στην πα­ρά­θε­ση του βιο­γρα­φι­κού της Ράι­ντιν­γκ. Απο­μέ­νουν τα δυο τε­λευ­ταία μέ­ρη, κι αυ­τά σύ­ντο­μα, στα ο­ποία ο πε­ζο­γρά­φος Χρυ­σό­που­λος πα­ρα­χω­ρεί τη θέ­ση του στον νεό­κο­πο δο­κι­μιο­γρά­φο Χρυ­σό­που­λο. Κι αυ­τός, “σε πρώ­το πρό­σω­πο”, σχο­λιά­ζει το βι­βλίο που έ­γρα­ψε η Ράι­ντιν­γκ για να ε­ξη­γή­σει τους λό­γους που την ο­δή­γη­σαν στην α­πο­κή­ρυ­ξη της ποίη­σης. Αυ­τό το κομ­μά­τι δεί­χνει το θεω­ρη­τι­κό ο­πλι­σμό του συγ­γρα­φέα αλ­λά και τη σχε­τι­κά α­σφα­λή τα­κτι­κή του να στη­ρί­ζε­ται στις α­πο­φάν­σεις άλ­λων α­πο­φεύ­γο­ντας να α­να­πτύ­ξει σε με­γα­λύ­τε­ρη έ­κτα­ση έ­ναν αυ­το­δύ­να­μο στο­χα­σμό.
Συ­μπε­ρα­σμα­τι­κά, θα χα­ρα­κτη­ρί­ζα­με το και­νούρ­γιο βι­βλίο του Χρυ­σό­που­λου με­τα­νεω­τε­ρι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα. Όχι, ό­μως, για­τί δη­λώ­νει εμ­φα­ντι­κά στο τέ­λος πως έ­χει τον χα­ρα­κτή­ρα του αρ­χείου και πως μέ­νει α­νοι­χτό, αλ­λά για­τί δεν κρύ­βει πως εί­ναι α­πό­το­κο κα­τα­σκευής, προ­βάλ­λο­ντας την ε­ναλ­λα­γή ποίη­σης και πε­ζο­γρα­φίας, και κυ­ρίως, τη με­τά­βα­ση, ως τε­λι­κό στά­διο, στον δο­κι­μια­κό λό­γο. Ωστό­σο, με το ί­διο υ­λι­κό, ορ­μώ­με­νος α­πό την Λώ­ρα Ράι­ντιν­γκ, ο Χρυ­σό­που­λος θα μπο­ρού­σε να α­πο­ποιη­θεί την ευ­κο­λία της με­τα­μο­ντερ­νί­ζου­σας με­θό­δου και να μυ­θο­πλά­σει κα­τά το φλω­μπε­ρι­κό, η Λώ­ρα Τζάκ­σον εί­μαι ε­γώ.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου