Παρασκευή 19 Ιουνίου 2009

Τσώρτσιλ, Καβάφης, Μαντάμ Μπατερφλάϋ

Λε­ζά­ντα Φω­το­γρα­φίας: Σκη­νή α­πό την πρώ­τη πρά­ξη της ό­πε­ρας του Τζιά­κο­μο Που­τσί­νι, «Μα­ντάμ Μπα­τερ­φλάϋ». Σε πρώ­το πλά­νο, οι δυο πρω­τα­γω­νι­στές, το νέο, τό­τε, α­στέ­ρι του με­λο­δρά­μα­τος Ζωή Βλα­χο­πού­λου στο ρό­λο της Τσο-τσο-σάν ή και Μπα­τερ­φλάϋ, ο τε­νό­ρος Μι­χά­λης Κο­ρώ­νης στο ρό­λο του α­ξιω­μα­τι­κού του ναυ­τι­κού των Ηνω­μέ­νων Πο­λι­τειών Πίν­κερ­τον και ο βα­ρύ­το­νος Σπύ­ρος Κα­λο­γε­ράς (δε­ξιά) στο ρό­λο του α­με­ρι­κα­νού προ­ξέ­νου στο Να­γκα­σά­κι Σάρ­πλες. Πί­σω, σε δι­πλό η­μι­κύ­κλιο, η πο­λυ­με­λής συ­νο­δεία της Μπα­τερ­φλάϋ. Τα σκη­νι­κά εί­ναι του α­νερ­χό­με­νου τό­τε σκη­νο­γρά­φου Κλέ­αρ­χου Κλώ­νη. Η πρε­μιέ­ρα δό­θη­κε στο Βα­σι­λι­κό Θέ­α­τρο, Πα­ρα­σκευή 25 Οκτω­βρίου 1940, πα­ρου­σία του βα­σι­λέα Γεωρ­γίου Β΄, του πρω­θυ­πουρ­γού, των πρι­γκί­πων, του δι­πλω­μα­τι­κού σώ­μα­τος και του γιού του συν­θέ­τη Αντό­νιο Που­τσί­νι.


Μια συ­ντε­τμη­μέ­νη μορ­φή του κει­μέ­νου δη­μο­σιεύ­τη­κε πριν λί­γο και­ρό σε άλ­λο έ­ντυ­πο. Εκεί, λό­γω στε­νό­τη­τας χώ­ρου, πα­ρα­λεί­πο­νταν ο­ρι­σμέ­να, νο­μί­ζου­με, εν­δια­φέ­ρο­ντα στοι­χεία.

Μέ­νης Κου­μα­ντα­ρέ­ας
«Το show εί­ναι των Ελλή­νων»
Εκδό­σεις Κέ­δρος
Οκτώ­βριος 2008

“Πά­νω σ’ έ­να τε­ρά­στιο τρα­πέ­ζι εί­χαν το­πο­θε­τη­θεί δώ­δε­κα λά­μπες θυέλ­λης που φώ­τι­ζαν το χώ­ρο... Στη μια πλευ­ρά κά­θι­σε ο Τσώρ­τσι­λ, ο Άντο­νι Ήντεν, ο σερ Χά­ρολ­ντ Αλε­ξά­ντε­ρ, ο Αρχιε­πί­σκο­πος Δα­μα­σκη­νός, ο συ­νταγ­μα­τάρ­χης Πο­πώφ και ο Αμε­ρι­κα­νός πρέ­σβης Λίν­κολν Μα Βω. Απέ­να­ντί τους κά­θι­σαν τα μέ­λη της ελ­λη­νι­κής κυ­βέρ­νη­σης με τον Πα­παν­δρέ­ου ε­πι­κε­φα­λής. Οι α­ντι­πρό­σω­ποι του Ε­ΛΑΣ δεν εί­χαν έρ­θει. Τρά­βη­ξα μια φω­το­γρα­φία με το φλας κι έ­δω­σα τις δυο λά­μπες που α­πέ­με­ναν στον Βρε­τα­νό στρα­τιω­τι­κό φρου­ρό. Συ­νέ­χι­σα, ό­μως, να φω­το­γρα­φί­ζω χρη­σι­μο­ποιώ­ντας το δρα­μα­τι­κό φω­τι­σμό του δω­μα­τίου. Φω­το­γρά­φι­ζα α­πό την ελ­λη­νι­κή πλευ­ρά του τρα­πε­ζιού ση­μα­δεύο­ντας με το φα­κό τον Τσώρ­τσιλ. Με­τά α­πό με­ρι­κές λή­ψεις βρυ­χή­θη­κε: Φω­το­γρά­φι­σε τους Έλλη­νες. Εί­ναι δι­κό τους το σόου.”
Έτσι πε­ρι­γρά­φει τη σκη­νή ο Ντμί­τρι Κέσ­σε­λ, πε­νή­ντα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ό­ταν έ­στει­λε στην Αθή­να τις φω­το­γρα­φίες. Ίσως και να έ­βα­ζε τά­ξη στο αρ­χείο του, κα­θώς εί­χε συ­μπλη­ρώ­σει τα ε­νε­νή­ντα δυο. Πέ­θα­νε λί­γους μή­νες αρ­γό­τε­ρα, στις 26 Μαρ­τίου 1995. Στο λεύ­κω­μά του, «Ελλά­δα του ’44», δη­μο­σιεύε­ται μό­νο μια φω­το­γρα­φία, κι αυ­τή του Τσώρ­τσιλ και των κα­θι­σμέ­νων α­πό την πλευ­ρά του. Τε­λι­κά, ε­κεί­νο το σόου δεν ή­ταν των Ελλή­νων. Ού­τε το φω­το­γρα­φι­κό ού­τε των Δε­κεμ­βρια­νών. Αμφό­τε­ρα ή­ταν σκη­νο­θε­τη­μέ­να α­πό τους Άγγλους. Όπως και να έ­χει, η φρά­ση του Τσώρ­τσιλ έ­δω­σε έ­ναν πρω­τό­τυ­πο τίτ­λο στη νου­βέ­λα, που έ­στη­σε ο Μέ­νης Κου­μα­ντα­ρέ­ας, με θέ­μα τις δυο συ­σκέ­ψεις, στις 26 και 27 Δε­κεμ­βρίου 1944. Η νου­βέ­λα, ό­πως και η α­φή­γη­ση του Κέσ­σε­λ, το­πο­θε­τεί­ται πε­νή­ντα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ό­ταν για τα αρ­χεία του Υπουρ­γείου Εξω­τε­ρι­κών ξε­κι­νά μια δεύ­τε­ρη ζωή με την ψη­φιο­ποίη­σή τους. Ωστό­σο, ο χώ­ρος πα­ρα­μέ­νει ο ί­διος, τα υ­πό­γεια του Υπουρ­γείου, ό­που βρι­σκό­ταν η αί­θου­σα συ­σκέ­ψεων τον Δε­κέμ­βρη του ’44 και σή­με­ρα φυ­λάσ­σο­νται τα αρ­χεία. Σε α­ντι­στοι­χία με τις δυο δια­δο­χι­κές συ­σκέ­ψεις, η νου­βέ­λα ε­κτυ­λίσ­σε­ται σαν θε­α­τρι­κή πα­ρά­στα­ση με δύο πρά­ξεις. Μό­νο που, ε­πί σκη­νής, δεν εμ­φα­νί­ζο­νται οι πρω­τα­γω­νι­στές ε­κεί­νων των συ­νο­μι­λιών, αλ­λά έ­να πα­ρά­ται­ρο ζευ­γά­ρι. Εί­ναι ο πρα­κτι­κο­γρά­φος του 1944, συ­ντα­ξιού­χος πλέ­ον, και έ­νας νέ­ος υ­πάλ­λη­λος του Υπουρ­γείου, στην αρ­μο­διό­τη­τα του ο­ποίου έ­χουν πε­ρά­σει τα αρ­χεία. Ο πρε­σβύ­τε­ρος πε­ρι­γρά­φει τα ι­στο­ρι­κά πρό­σω­πα, το πα­ρου­σια­στι­κό και τις κι­νή­σεις τους, με­τα­φέ­ρο­ντας τα λεχ­θέ­ντα, με μι­κρές πα­ρεκ­κλί­σεις α­πό την ε­πί­ση­μη εκ­δο­χή. Από μια ά­πο­ψη, η α­φή­γη­σή του υ­περ­βαί­νει σε α­κρι­βο­λο­γία τις δυ­να­τό­τη­τες μιας α­νι­στό­ρη­σης α­κό­μη και του κα­λύ­τε­ρου δι­πλω­μα­τι­κού υ­παλ­λή­λου. Από την άλ­λη, με αυ­τόν τον τρό­πο, α­να­συ­σταί­νε­ται το “θέ­α­τρο” των συ­νο­μι­λιών και α­πο­τυ­πώ­νε­ται στους ε­κα­τέ­ρω­θεν δια­πραγ­μα­τευ­τι­κούς ε­λιγ­μούς, το α­νά­στη­μα των αν­θρώ­πων, που βρέ­θη­καν τό­τε α­ντι­μέ­τω­ποι. Σε αυ­τό βο­η­θά­ει ο πα­ρεμ­βαλ­λό­με­νος διά­λο­γος των δυο υ­παλ­λή­λων. Ο νεό­τε­ρος εκ­φρά­ζει τις α­πο­ρίες του για ό­σα πρω­τά­κου­στα μα­θαί­νει, ο­πό­τε ο γε­ρο­ντό­τε­ρος προ­σθέ­τει ε­πε­ξη­γη­μα­τι­κά τις κα­το­πι­νές τύ­χες των προ­σώ­πων και της χώ­ρας. Με την ευ­και­ρία, δια­τυ­πώ­νει τις ε­κτι­μή­σεις του, α­ντι­κα­το­πτρί­ζο­ντας τις τρέ­χου­σες, σή­με­ρα, α­ντι­λή­ψεις για ε­κεί­νη την κρί­σι­μη πε­ρίο­δο. Όσο για την ι­δέα, που εί­χε ο συγ­γρα­φέ­ας, α­νά­με­σα στον α­πό­μα­χο και τον νέο με το σκου­λα­ρί­κι να α­να­πτύσ­σε­ται μια ε­ρω­τι­κή συ­μπά­θεια, αυ­τή φαί­νε­ται να χα­λα­ρώ­νει την α­τμό­σφαι­ρα και να προσ­δί­δει έ­να συ­νω­μο­τι­κό πνεύ­μα, που, για άλ­λους λό­γους και με τον ί­διο υ­πο­βλη­τι­κό φω­τι­σμό, θα πρέ­πει να ε­πι­κρα­τού­σε στις συ­σκέ­ψεις του ’44.
Εκτός α­πό τον τίτ­λο της συ­γκε­κρι­μέ­νης νου­βέ­λας, η φρά­ση του Τσώρ­τσιλ ε­πι­λέ­χτη­κε και ως τίτ­λος ο­λό­κλη­ρου του βι­βλίου. Πι­θα­νώς, χά­ρις στη λαν­θά­νου­σα ει­ρω­νεία της, που ται­ριά­ζει και στις δυο άλ­λες νου­βέ­λες του βι­βλίου. Σε αυ­τές πρω­τα­γω­νι­στούν Αθη­ναίοι α­στοί του Με­σο­πο­λέ­μου, που ε­πι­δει­κνύουν συ­μπε­ρι­φο­ρά ε­παρ­χιώ­τη, έ­τσι ό­πως α­ντι­γρά­φουν φερ­σί­μα­τα και τρό­πους έν­δυ­σης και δια­σκέ­δα­σης α­πό τους Ευ­ρω­παίους. Το μό­νο που πα­ραλ­λάσ­σει εί­ναι το πρό­τυ­πο μί­μη­σης, σε συμ­φω­νία με τον ε­κά­στο­τε πνέ­ο­ντα ά­νε­μο στο πο­λι­τι­κό προ­σκή­νιο. Και πά­λι, σε κα­μία α­πό τις δυο, το σόου δεν εί­ναι των Ελλή­νων, α­νε­ξάρ­τη­τα αν αυ­τοί α­νέ­κα­θεν α­ρέ­σκο­νταν στα σόου, ό­πως δεί­χνουν και οι ι­στο­ρίες.
Σε μια σκη­νή της πρώ­της νου­βέ­λας, ο α­φη­γη­τής, α­να­φε­ρό­με­νος στους συγ­γρα­φείς του Με­σο­πο­λέ­μου, α­πο­φαί­νε­ται “Εκτός ε­ξαι­ρέ­σεων, δεν εί­ναι τό­σο φι­λό­μου­σο γέ­νος οι λο­γο­τέ­χνες.” Δια­πί­στω­ση που μπο­ρεί να ι­σχύει τις τε­λευ­ταίες δε­κα­ε­τίες, δεν πι­στεύου­με, ό­μως, πως ευ­στα­θεί για τη δε­κα­ε­τία του ’30. Όπως και να έ­χει, ό­σο α­φο­ρά τη με­τα­πο­λε­μι­κή πε­ζο­γρα­φία, στις λι­γο­στές ε­ξαι­ρέ­σεις α­νή­κει και ο Κου­μα­ντα­ρέ­ας. Το τεκ­μη­ριώ­νουν σκόρ­πιες σε­λί­δες σε ο­λό­κλη­ρο το έρ­γο του, το προ δε­κα­πε­ντα­ε­τίας μυ­θι­στό­ρη­μά του, «Η συ­νω­μο­σία της άρ­πας», και οι δυο πρό­σφα­τες νου­βέ­λες, που στή­νο­νται με έ­ναυ­σμα κά­ποιες μου­σι­κές βρα­διές. Ανα­φε­ρό­με­νος σε αυ­τές ο α­φη­γη­τής, κα­τορ­θώ­νει να α­πο­δώ­σει την καλ­λι­τε­χνι­κή παν­δαι­σία, δεί­χνο­ντας ό­χι μό­νο μου­σι­κή καλ­λιέρ­γεια αλ­λά και αι­σθα­ντι­κό­τη­τα, που συ­χνά λεί­πει α­πό ε­παγ­γελ­μα­τίες κρι­τι­κούς, ό­πως, λ.χ., η πα­ρευ­ρι­σκό­με­νη στην πρώ­τη βρα­διά, Αύ­ρα Θε­ο­δω­ρο­πού­λου, που η φε­μι­νι­στι­κή μα­χη­τι­κό­τη­τά της μάλ­λον ρο­κά­νι­σε μέ­ρος της ευαι­σθη­σίας της.
Η πρώ­τη μου­σι­κή βρα­διά, που, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ή­ταν μια α­πο­γευ­μα­τι­νή δε­ξίω­ση, δό­θη­κε στις 20 Οκτω­βρίου 1932, η­μέ­ρα Πέ­μπτη, στο αλ­λο­τι­νό μέ­γα­ρο Νε­γρε­πό­ντη, γω­νία Αμα­λίας και Όθω­νος, προς τι­μή του Κα­βά­φη, που τύ­χαι­νε να βρί­σκε­ται στην Αθή­να. Ήταν η τέ­ταρ­τη ε­πί­σκε­ψη του α­λε­ξαν­δρι­νού ποιη­τή στην Ελλά­δα, αυ­τή τη φο­ρά ε­πι­βε­βλη­μέ­νη για λό­γους υ­γείας. Εί­χε έλ­θει στις 3 Ιου­λίου για εγ­χεί­ρη­ση λά­ρυγ­γος και α­νε­χώ­ρη­σε στις 27 Οκτω­βρίου. Λί­γες η­μέ­ρες νω­ρί­τε­ρα δό­θη­καν δυο α­πο­γευ­μα­τι­νές δε­ξιώ­σεις στου Άλκη Θρύ­λου και στου Πε­τρο­κόκ­κι­νου, ε­νώ, εν­δια­μέ­σως, έ­γι­νε η ε­πί­ση­μη υ­πο­δο­χή του στα γρα­φεία της Ένω­σης Λο­γο­τε­χνών, με την εγ­γρα­φή του στα μέ­λη της. Στη δε­ξίω­ση του Άλκη Θρύ­λου, κα­τά κό­σμον Ελέ­νη Νε­γρε­πό­ντη-Ου­ρά­νη, έ­παι­ξε και τρα­γού­δη­σε στο πιά­νο ποιή­μα­τα του Κα­βά­φη, ο συ­νο­μή­λι­κος της Ου­ρά­νη, Δη­μή­τρης Μη­τρό­που­λος. Ήταν τα δε­κα­τέσ­σε­ρα ποιή­μα­τα του Αλε­ξαν­δρι­νού, που εί­χε με­λο­ποιή­σει με­τά τον Πα­λα­μά και τον Σι­κε­λια­νό, δέ­κα α­πό τα ο­ποία εί­χε, προ πε­ντα­ε­τίας, τυ­πώ­σει σε έ­να τευ­χί­διο, α­φιε­ρω­μέ­νο στην Ου­ρά­νη. Ανά­γκα και θε­οί πεί­θο­νται, μια και ο πα­τήρ Νε­γρε­πό­ντης ή­ταν, α­πό το 1924 που ο Μη­τρό­που­λος ε­πέ­στρε­ψε στην Αθή­να, ο μαι­κή­νας του, προ­σφέ­ρο­ντάς του και στέ­γη στο μέ­γα­ρο.
Αυ­τήν την ε­σπε­ρί­δα α­να­συν­θέ­τει ο Κου­μα­ντα­ρέ­ας, α­φή­νο­ντας ε­λεύ­θε­ρη τη φα­ντα­σία του να αυ­το­σχε­διά­σει, χω­ρίς το φόρ­το των πραγ­μα­το­λο­γι­κών στοι­χείων, που λει­τουρ­γούν πε­ριο­ρι­στι­κά στις δυο άλ­λες νου­βέ­λες. Για τη συ­γκε­κρι­μέ­νη δε­ξίω­ση, υ­πάρ­χουν μό­νο οι α­να­φο­ρές στον Τύ­πο: μια εί­δη­ση στο «Ελεύ­θε­ρον Βή­μα» της ε­πο­μέ­νης και η κα­τα­γρα­φή της στο «Δε­κα­πεν­θή­με­ρον» της «Νέ­ας Εστίας». Και πά­λι, μια σύ­ντο­μη α­να­φο­ρά, στη­ριγ­μέ­νη σε ση­μείω­μα που θα πρέ­πει να προ­μή­θευ­σε ο Μη­τρό­που­λος, με το λο­γί­δριό του πριν την ε­κτέ­λε­ση των με­λο­ποιη­μέ­νων ποιη­μά­των. Το δη­μο­σίευ­μα εί­ναι α­νώ­νυ­μο, με την υ­πο­γρα­φή Α., ω­στό­σο η πρώ­τη πα­ρά­γρα­φος προ­δί­δει την ταυ­τό­τη­τα του συ­ντά­κτη: «Μιά με­γά­λη, μιά ω­ραία έκ­πλη­ξη –και α­πό­λαυ­ση– πε­ρί­με­νε τους ευ­τυ­χι­σμέ­νους που εί­χαν προ­σκλη­θεί α­πό τον κύ­ριο και την κυ­ρία Ελέ­νη Ου­ρά­νη...» Μό­νο η κυ­ρία Ου­ρά­νη θα εί­χε την ευ­χέ­ρεια να δια­γρά­ψει το ό­νο­μα του κυ­ρίου, α­δια­φο­ρώ­ντας για την α­νέ­κα­θεν ι­σχύου­σα κοι­νω­νι­κή τά­ξη.
Ο α­φη­γη­τής υιο­θε­τεί το πρώ­το πλη­θυ­ντι­κό πρό­σω­πο, ό­πως συ­νη­θι­ζό­ταν σε πα­λαιό­τε­ρες διη­γή­σεις, και πα­ρου­σιά­ζε­ται ως συ­γκαι­ρι­νός μας. Απο­κα­λεί τους προ­σκε­κλη­μέ­νους με το μι­κρό τους ό­νο­μα, α­να­φέ­ρο­ντας κά­ποιο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό έρ­γο τους, ώ­στε να α­πο­βαί­νουν α­να­γνω­ρί­σι­μοι, του­λά­χι­στον α­πό μια με­ρί­δα του α­να­γνω­στι­κού κοι­νού. Δεν πα­ρα­λεί­πει, ε­πί­σης, να σχο­λιά­σει, ποιοι γρά­φτη­καν στις δέλ­τους της Ιστο­ρίας με χο­ντρά γράμ­μα­τα και ποιοι με ψι­λά. Κα­τά τα άλ­λα, α­να­φέ­ρει πε­ρισ­σό­τε­ρους ποιη­τές πα­ρά πε­ζο­γρά­φους, πα­ρα­λεί­πο­ντας τον Ξε­νό­που­λο, τον μό­νο α­πό τους πα­ρευ­ρι­σκό­με­νους που μνη­μο­νεύει τη δε­ξίω­ση στα με­τα­θα­νά­τια κεί­με­νά του για τον Κα­βά­φη. Όμως, τε­λι­κά, η δε­ξίω­ση δεν εί­ναι πα­ρά έ­να προ­σφυές σκη­νι­κό για τη συ­νά­ντη­ση ποιη­τή και μου­σι­κού. Προ­ε­κτεί­νο­ντας ο α­φη­γη­τής την αρ­μο­νι­κή σύ­ζευ­ξη των στί­χων με τους ή­χους, στή­νει τον α­να­με­τα­ξύ τους διά­λο­γο, πε­ρι­γρά­φει την α­προ­κά­λυ­πτη συ­μπά­θεια του ποιη­τή για τον νέο ά­ντρα και τη δι­κή του θαυ­μα­στι­κή α­ντα­πό­κρι­ση, φθά­νο­ντας μέ­χρι τις κρύ­φιες ε­πι­θυ­μίες τους. Πα­ρό­λο που ο τίτ­λος της νου­βέ­λας εί­ναι «Μια μέ­ρα α­π’ τη ζωή τους», τε­λι­κά, σύμ­φω­να και με τον τίτ­λο του προ δε­κα­ε­τίας βι­βλίου του Κου­μα­ντα­ρέα, «Η μέ­ρα για τα γρα­πτά κι η νύ­χτα για το σώ­μα», ο α­φη­γη­τής πα­ρα­κο­λου­θεί τους δυο άν­δρες και με­τά την έ­ξο­δό τους α­πό το μέ­γα­ρο στη νυ­χτε­ρι­νή Αθή­να. Ασκη­τι­κή φα­ντα­σιώ­νει τη νύ­χτα του νεό­τε­ρου, ε­νώ α­κο­λου­θεί, ως συγ­γε­νής ψυ­χή, τον ποιη­τή μέ­χρι το κρε­βά­τι του.
Μέ­νει η με­σαία νου­βέ­λα, που ξε­κι­νά τις πα­ρα­μο­νές του ελ­λη­νοϊτα­λι­κού πο­λέ­μου. Συ­γκε­κρι­μέ­να, την Πα­ρα­σκευή, 25 Οκτω­βρίου 1940, που δί­νε­ται στο Βα­σι­λι­κό Θέ­α­τρο η πρε­μιέ­ρα της «Μα­ντάμ Μπα­τερ­φλάϋ», πα­ρου­σία του γιού του Τζιά­κο­μο Που­τσί­νι, Αντό­νιο και της συ­ζύ­γου του. Η α­φή­γη­ση προ­χω­ρά στη δε­ξίω­ση της ι­τα­λι­κής πρε­σβείας την ε­πο­μέ­νη και στο ι­τα­λι­κό τε­λε­σί­γρα­φο, που ε­πι­δό­θη­κε στον Με­τα­ξά τα ξη­με­ρώ­μα­τα της 28ης Οκτω­βρίου 1940, α­να­δει­κνύο­ντας τον ι­τα­λό πρέ­σβη, έ­ναν δευ­τε­ρα­γω­νι­στή ε­κεί­νων των γε­γο­νό­των, σε κύ­ριο πρό­σω­πο. Κα­τά τα άλ­λα, ο συγ­γρα­φέ­ας μέ­νει μάλ­λον πι­στός στα ι­στο­ρι­κά συμ­βά­ντα, με κά­ποιες αλ­λα­γές που γί­νο­νται χά­ριν του α­να­γνω­στι­κού κοι­νού. Για πα­ρά­δειγ­μα, στη δε­ξίω­ση της πρε­σβείας, εί­ναι γνω­στό πως πα­ρευ­ρέ­θη­καν α­πό τα κυ­βερ­νη­τι­κά στε­λέ­χη μό­νο ο υ­φυ­πουρ­γός Εξω­τε­ρι­κών Νί­κος Μαυ­ρί­δης και ο υ­φυ­πουρ­γός Τύ­που Θε­ο­λό­γος Νι­κο­λού­δης. Ωστό­σο, ο α­φη­γη­τής ο­νο­μα­τί­ζει μό­νο τον δια­βό­η­το Υπουρ­γό Δη­μο­σίας Ασφά­λειας Μα­νια­δά­κη
Σε αυ­τήν τη νου­βέ­λα, ο α­φη­γη­τής εί­ναι έ­νας με­γα­λο­δι­κη­γό­ρος ε­κεί­νου του και­ρού, ε­ρα­στής των τε­χνών και του ω­ραίου. Αν και λό­γω ε­πο­χής, ξε­φεύ­γει α­πό το κλί­μα αι­σθη­σια­σμού των δυο άλ­λων ι­στο­ριών του βι­βλίου, κα­θώς αυ­τός α­να­ζη­τά την η­δο­νή στις ε­λα­φρές γυ­ναί­κες. Λά­τρης της ό­πε­ρας δί­νει μια μο­να­δι­κή πε­ρι­γρα­φή της «Μα­ντάμ Μπα­τε­φλάϋ» αλ­λά και γε­νι­κό­τε­ρα, φι­λό­τε­χνος, πα­ρα­θέ­τει μια λε­πτο­με­ρή ει­κό­να της αρ­χι­τε­κτο­νι­κής του Θεά­τρου, α­πό την πρό­σο­ψη μέ­χρι και το δεύ­τε­ρο ε­ξώ­στη. Εκτός, ό­μως, α­πό ε­στέτ εί­ναι και έ­νας δια­νοού­με­νος της ε­πο­χής, που πα­ρα­τη­ρεί το φι­λο­θεά­μον κοι­νό ε­κεί­νης της βρα­διάς, ξε­χω­ρί­ζο­ντας τους ε­πι­φα­νείς. Τους α­να­φέ­ρει με τα ε­πί­θε­τά τους, σχο­λιά­ζο­ντάς τους άλ­λο­τε ε­γκω­μια­στι­κά κι άλ­λο­τε α­πα­ξιω­τι­κά. Λ.χ., τον Κω­στή Μπα­στιά, που ή­ταν τό­τε διευ­θυ­ντής Γραμ­μά­των και Τε­χνών του Υπουρ­γείου Παι­δείας και γε­νι­κός διευ­θυ­ντής του Βα­σι­λι­κού Θεά­τρου, τον μνη­μο­νεύει μό­νο ως διευ­θυ­ντή του Κέ­ντρου Τε­χνών. Μά­λι­στα, τον πα­ρου­σιά­ζει “ευ­τρα­φή, με σκού­ρα γυα­λιά που τον έ­κα­ναν να μοιά­ζει με πρά­κτο­ρα ή με τυ­φλό”. Κι ό­μως, τό­τε, ο Μπα­στιάς ε­θεω­ρεί­το μέ­γας γυ­ναι­κο­κα­τα­κτη­τής. Οι φω­το­γρα­φίες του με τα μαύ­ρα γυα­λιά εί­ναι με­τά το 1959. Εκ δια­μέ­τρου α­ντί­θε­τα εί­ναι τα αι­σθή­μα­τα του α­φη­γη­τή για τον Άγγε­λο Τερ­ζά­κη. “Ευ­θυ­τε­νής, κα­λο­χτε­νι­σμέ­νος και κα­λο­ντυ­μέ­νος, μ’ ε­κεί­νη την κά­πως μο­νο­κόμ­μα­τη κο­ψιά του. Ένας σπου­δαίος λο­γο­τέ­χνης και δια­νο­η­τής, γνώ­στης βα­θύς του θεά­τρου”. Ίσως κά­ποιοι να κρί­νουν πως η α­να­φο­ρά εί­ναι γεν­ναιό­δω­ρη, πά­ντως, σί­γου­ρα, εί­ναι πλη­σιέ­στε­ρη προς τον άν­θρω­πο α­πό την ει­κό­να του συ­μπλεγ­μα­τι­κού, που σκια­γρα­φούν νεό­τε­ροι συγ­γρα­φείς. Ίσως, ε­φέ­τος τον Αύ­γου­στο, που κλεί­νουν τριά­ντα χρό­νια α­πό το θά­να­τό του, να μην υ­πάρ­ξει άλ­λη μνη­μό­νευ­ση.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Ένας Φιλανδός στην Αθήνα του 1852

Λεζάντα Φωτογραφίας: «Ο Βα­σι­λι­κός Κή­πος στα μέ­σα του 19ου αιώ­να. Άγνω­στος φω­το­γρά­φος. Εθνι­κό Ιστο­ρι­κό Μου­σείο.» Η φω­το­γρα­φία α­να­δη­μο­σιεύε­ται α­πό το βι­βλίο, μα­ζί με τα αό­ρι­στα και λαν­θα­σμέ­να στοι­χεία της λε­ζά­ντας. Προς α­πο­κα­τά­στα­ση ση­μειώ­νου­με: Πρό­κει­ται για φω­το­γρα­φία του Νι­κό­λα­ου (Κό­λα) Κο­ντο­γιαν­νά­κη α­πό τον Εθνι­κό Κή­πο, ό­πως α­πο­κα­λεί­το ο Βα­σι­λι­κός Κή­πος ή και Κή­πος της Αμα­λίας με­τά την έ­ξω­ση του Όθω­να, ο­πό­τε και πε­ριήλ­θε στο κρά­τος. Ο Κο­ντο­γιαν­νά­κης α­πα­θα­νά­τι­σε μιά α­πό τις ει­σό­δους του Κή­που σε στιγ­μή κί­νη­σης. Κυ­ρίαρ­χο στη φω­το­γρα­φία το ω­ραίο φύ­λο, προ­σφέ­ρε­ται για με­λέ­τη της ε­πι­κρα­τού­σας τό­τε μό­δας στις γυ­ναί­κες. Ο Κο­ντο­γιαν­νά­κης, πλού­σιος Έλλη­νας, ε­γκα­τε­στη­μέ­νος στην Πε­τρού­πο­λη, συγ­γε­νής της οι­κο­γέ­νειας Δρα­γού­μη, τα­ξι­δεύει τα­κτι­κά στην Ελλά­δα. Από τους πρώ­τους ε­ρα­σι­τέ­χνες φω­το­γρά­φους, πέ­ρα α­πό το στοι­χείο της ο­πτι­κής μαρ­τυ­ρίας, οι φω­το­γρα­φίες του πα­ρου­σιά­ζουν αι­σθη­τι­κή και ποιο­τι­κή αρ­τιό­τη­τα που ξε­περ­νά τα ό­ρια του τυ­χαίου ε­ρα­σι­τέ­χνη. Σύμ­φω­να με τον ι­στο­ρι­κό φω­το­γρα­φίας Άλκη Ξαν­θά­κη, η φω­το­γρα­φία τρα­βή­χτη­κε το 1884, ε­νώ, κα­τά άλ­λη πη­γή, το 1891.


Μπιορν Φορ­σέν

– Βα­σί­λης Καρ­δά­σης
«Αγα­πη­τή, μι­ση­τή μου Αθή­να!
Στιγ­μιό­τυ­πα α­πό τη ζωή
του φιν­λαν­δού ελ­λη­νι­στή
Βίλ­χελμ Λά­γκους»

Βι­βλιο­πω­λείον της Εστίας
Απρί­λιος 2009

“Τ’ α­η­δό­νια δε σ’ α­φή­νου­νε να κοι­μη­θείς στις Πλά­τρες”, έ­γρα­φε στην Κύ­προ ο Γιώρ­γος Σε­φέ­ρης. Έναν αιώ­να νω­ρί­τε­ρα, στις 29 Ιου­νίου 1852, ο φι­λαν­δός Γου­λιέλ­μος Λά­γος, κα­θι­σμέ­νος δί­πλα στο πα­ρά­θυ­ρο σε έ­να δω­μά­τιο του παν­δο­χείου «L’ Orient», στην καρ­διά της τό­τε Αθή­νας, έ­γρα­φε στους δι­κούς του “στον μα­κρι­νό Βορ­ρά”: “Η νύ­χτα α­να­παύε­ται ή­ρε­μη, τα κυ­πα­ρίσ­σια και οι πα­νύ­ψη­λες πι­κρο­δάφ­νες κρυ­φο­κοι­τούν στο δω­μά­τιό μου μέ­σα στο φεγ­γα­ρό­φω­το και τα α­η­δό­νια στους κή­πους α­πα­ντούν το έ­να στο άλ­λο.” Γεν­νη­μέ­νος ο Λά­γος το 1821, συ­νο­μή­λι­κος του Στέ­φα­νου Ξέ­νου, τρία χρό­νια νεό­τε­ρος του Στέ­φα­νου Κου­μα­νού­δη, και έ­ξι του Κων­στα­ντί­νου Πα­παρ­ρη­γό­που­λου, στα εί­κο­σι εν­νιά του ή­ταν ή­δη υ­φη­γη­τής της Ελλη­νι­κής Γλώσ­σας στο πα­νε­πι­στή­μιο του Ελσίν­κι. Νιό­πα­ντρος τον Αύ­γου­στο του 1850, τα­ξί­δε­ψε μα­ζί με την γυ­ναί­κα του στην Οδησ­σό. Δεν ε­πρό­κει­το για έ­να τα­ξί­δι α­να­ψυ­χής. Έχο­ντας ο­λο­κλη­ρώ­σει τη δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή του, με θέ­μα τον Πλού­ταρ­χο ως με­λε­τη­τή ε­νός α­πό τα α­πω­λε­σθέ­ντα έρ­γα, φι­λο­σο­φι­κού χα­ρα­κτή­ρα, του Ρω­μαίου Μάρ­κου Τε­ρέ­ντιου Βάρ­ρω­να πε­ρί των θεϊκών και αν­θρω­πί­νων υ­πο­θέ­σεων, α­πο­φά­σι­σε να με­λε­τή­σει τον σκυ­θι­κό πο­λι­τι­σμό, γι’ αυ­τό και ε­γκα­τα­στά­θη­κε για δυο χρό­νια στην Οδησ­σό.
Με κα­λή γνώ­ση της ρω­σι­κής αρ­χαιο­λο­γίας, μια και η χώ­ρα του ή­ταν α­πό το 1809 Αυ­τό­νο­μο Με­γά­λο Δου­κά­το υ­πό τη Ρω­σι­κή Αυ­το­κρα­το­ρία, ή­θε­λε να γνω­ρί­σει τον κό­σμο της Ανα­το­λής. Επι­σκέ­φθη­κε την Κρι­μαία και τη “βα­σί­λισ­σα της Μαύ­ρης Θά­λασ­σας”, την Σε­βα­στού­πο­λη. Κε­ντρι­κή θέ­ση στο θέ­μα της με­λέ­της του για τους Σκύ­θες εί­χε η συ­νε­χής πα­ρου­σία των Ελλή­νων στην Κρι­μαία. Για μια καλ­λί­τε­ρη γνω­ρι­μία με τους συ­γκαι­ρι­νούς του Έλλη­νες και τη γλώσ­σα τους, α­πο­φά­σι­σε να συ­νε­χί­σει το εκ­παι­δευ­τι­κό του τα­ξί­δι στην Αθή­να. Τα­ξί­δε­ψε με α­τμό­πλοιο, μέ­σω Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, Σμύρ­νης και Σύ­ρου. Αργό­τε­ρα, α­πό την Αθή­να, η σύ­ζυ­γός του, σε ε­πι­στο­λή προς την οι­κο­γέ­νειά της, έ­γρα­φε για την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη: “Εύ­χο­μαι πραγ­μα­τι­κά να γί­νει πό­λε­μος, ώ­στε οι Ρώ­σοι να κα­τε­δα­φί­σουν μια και κα­λή αυ­τή τη φρι­χτή και βρό­μι­κη Κων­στα­ντι­νού­πο­λη και να χτί­σουν στη θέ­ση της μια πό­λη που θα γί­νει η πιο ό­μορ­φη και η πιο ξα­κου­στή πό­λη του κό­σμου. Αχ! τι θα μπο­ρού­σε να γί­νει ε­κεί”. Αγνοού­με τις ε­ντυ­πώ­σεις του ζεύ­γους α­πό τη Σμύρ­νη και τη Σύ­ρο, την ο­ποία μπο­ρεί και να μην ε­πι­σκέ­φθη­καν, για­τί το πλοίο τους ή­ταν σε κα­ρα­ντί­να. Πά­ντως, στο κα­τά­στρω­μα του πλοίου, πλέ­ο­ντας α­πό τη Σμύρ­νη προς τη Σύ­ρο, ο Λά­γος έ­γρα­ψε τις ε­ντυ­πώ­σεις του α­πό το ελ­λη­νι­κό αρ­χι­πέ­λα­γος σε σύ­γκρι­ση με τα χι­λιά­δες πα­ρά­κτια νη­σιά της πα­τρί­δας του, ό­πως το Πά­ραϊνεν κο­ντά στην πα­ρα­θα­λάσ­σια πό­λη Τούρ­κου, ό­που εί­χε με­γα­λώ­σει: “Δεν υ­πάρ­χουν συ­μπλέγ­μα­τα μι­κρών νη­σιών και δεν κυ­ριαρ­χούν τα δέ­ντρα και η βλά­στη­ση. Αλλά οι ποι­κί­λοι σχη­μα­τι­σμοί που δη­μιουρ­γούν τα βου­νά και οι λό­φοι, το θέ­α­μα που πα­ρου­σιά­ζουν α­νά­λο­γα με την α­πό­στα­ση και το φως, οι δια­φο­ρε­τι­κές α­πο­χρώ­σεις του θο­λού κυα­νού· αυ­τό εί­ναι!”
Στην Αθή­να έ­φθα­σε στις 24 Ιου­νίου 1852 και α­νε­χώ­ρη­σε τον Ιού­λιο του 1853. Ού­τε φι­λέλ­λη­να ού­τε πε­ριη­γη­τή θα μπο­ρού­σε κα­νείς να χα­ρα­κτη­ρί­σει τον Λά­γος. Μάλ­λον πραγ­μα­τι­στή και ί­σως, λί­γο πε­ρισ­σό­τε­ρο του κα­νο­νι­κού φλεγ­μα­τι­κό, δε­δο­μέ­νου ό­τι εί­χε την α­τυ­χία να χά­σει την κό­ρη του στην Αθή­να λί­γες ε­βδο­μά­δες με­τά την ά­φι­ξή τους. Ού­τε δυο χρό­νων, α­φού εί­χε γεν­νη­θεί στην Οδησ­σό. Πέ­θα­νε α­πό υ­ψη­λό πυ­ρε­τό και διάρ­ροια. Θυ­μί­ζει την πε­ρί­πτω­ση του α­δελ­φού της Άννας Αχμά­το­βα, Αντρέϊ Γκο­ρέν­κο, που εί­χε έρ­θει στην Ελλά­δα, κι αυ­τός α­πό την Οδησ­σό, το 1920, με τη γυ­ναί­κα του και τον τε­τρα­ε­τή γιο τους, που πέ­θα­νε, μό­λις έ­φθα­σαν, α­πό ε­λο­νο­σία. Στο η­με­ρο­λό­γιό του, κα­θώς και στις ε­πι­στο­λές προς τους οι­κείους του, ο Λά­γος ζω­γρα­φί­ζει με με­λα­νά χρώ­μα­τα τη ζωή στην Αθή­να. Μνη­μο­νεύει τη φρι­χτή ζέ­στη, τη σκό­νη στους δρό­μους, το α­νύ­παρ­κτο α­γε­λα­δι­νό γά­λα, την υ­πη­ρέ­τριά τους, που ε­ρω­το­τρο­πού­σε ό­χι με έ­ναν αλ­λά με τρεις α­γα­πη­τι­κούς, το τα­χυ­δρο­μείο, που χρεια­ζό­ταν μέ­χρι και έ­ξι ε­βδο­μά­δες για μια ε­πι­στο­λή α­πό την Φι­λαν­δία. Προ­φα­νώς, πρό­κει­ται για έ­ναν πα­ρα­τη­ρη­τή, που κα­τέ­γρα­φε ό­σα έ­βλε­πε: “Με­τά τις έ­ξι οι άν­θρω­ποι ξυ­πνούν ό­πως οι μύ­γες την ά­νοι­ξη. Όλες οι πλα­τείες και οι δρό­μοι γε­μί­ζουν α­πό πα­ρέες που κα­πνί­ζουν και πί­νουν κα­φέ φο­ρώ­ντας ο έ­νας πιο παρ­δα­λά ρού­χα α­πό τον άλ­λο”. Και συ­νέ­χι­ζε, πε­ρι­γρά­φο­ντας τα μέ­ρη α­να­ψυ­χής, ό­πως “το λε­γό­με­νο Ολυ­μπιείο, τα ε­ρεί­πια του γι­γά­ντιου να­ού του Διός”: “Όλος ο χώ­ρος εί­ναι α­σφυ­κτι­κά γε­μά­τος τρα­πέ­ζια και κα­ρέ­κλες, στα ο­ποία ο α­ει­κί­νη­τος σερ­βι­τό­ρος υ­πο­χρεώ­νει τα θύ­μα­τα που πλη­σιά­ζουν να κα­θί­σουν. Λε­μο­νά­δα, σου­μά­δα, κα­φές, πα­γω­τό και έ­να εί­δος πο­ντς εί­ναι τα συ­νη­θι­σμέ­να α­να­ψυ­κτι­κά. Οι τι­μές εί­ναι πο­λύ χα­μη­λές.”
Αργό­τε­ρα, στο η­με­ρο­λό­γιό του υ­πάρ­χει μια α­πό τις λι­γο­στές μαρ­τυ­ρίες για τον κίο­να του Ολυ­μπιείου, που έ­ρι­ξε η κα­ται­γί­δα της 26ης Οκτω­βρίου 1852. Πα­ρα­δό­ξως, ού­τε ο Αλέ­ξαν­δρος Ρί­ζος Ρα­γκα­βής ού­τε ο Στέ­φα­νος Κου­μα­νού­δης α­να­φέ­ρει αυ­τήν την κα­τα­στρο­φή στους Στύ­λους του Ολυ­μπίου Διός, αν και οι δυο κρα­τού­σαν η­με­ρο­λο­για­κές ση­μειώ­σεις για ό­σα ση­μα­ντι­κά συ­νέ­βαι­ναν. Στα α­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του, ο Ρα­γκα­βής δεν α­να­φέ­ρει τον Λά­γος. Χά­ρις, πά­ντως, στην α­δελ­φή του Ευ­φρο­σύ­νη, που εί­χε πα­ντρευ­τεί σουη­δό κό­μη, οι δυο οι­κο­γέ­νειες εί­χαν α­να­πτύ­ξει φι­λι­κές σχέ­σεις. Ο Λά­γος σχε­τι­ζό­ταν και με τον Πα­παρ­ρη­γό­που­λο, ό­ντας ε­πι­φυ­λα­κτι­κός για τις θέ­σεις του ι­στο­ρι­κού σχε­τι­κά με τη θεω­ρία του Φαλ­με­ράιερ. Για τους Έλλη­νες δεν εί­χε και την καλ­λί­τε­ρη γνώ­μη, κα­θό­τι ξέ­νος προς την νοο­τρο­πία τους. Πολ­λά τον ε­νο­χλού­σαν σε αυ­τούς, α­πό το πα­ζά­ρε­μα των τι­μών μέ­χρι τη δυ­σπι­στία που έ­δει­χναν. Όπως και να έ­χει, ο φι­λαν­δός ε­πι­στή­μο­νας πα­ρα­κο­λου­θού­σε τις πα­ρα­δό­σεις και των δυο, ε­νώ δη­μο­σίευ­σε και με­λέ­τη στο πε­ριο­δι­κό του Ρα­γκα­βή, την «Παν­δώ­ρα». Ακό­μη και μέ­λος της Αρχαιο­λο­γι­κής Εται­ρείας έ­γι­νε, ό­μως ού­τε ο Κου­μα­νού­δης τον μνη­μο­νεύει.
Η με­λέ­τη του Λά­γος ή­ταν γραμ­μέ­νη στα ελ­λη­νι­κά, τα ο­ποία και μά­θαι­νε ε­ντα­τι­κά. Μέ­χρι που τα ε­γκα­τέ­λει­ψε, για να αρ­χί­σει μα­θή­μα­τα τουρ­κι­κής. Στό­χος του νε­α­ρού Φι­λαν­δού ή­ταν μια θέ­ση στο πα­νε­πι­στή­μιο του Ελσίν­κι, την ο­ποία, αν και πρύ­τα­νης ο πα­τέ­ρας του, δυ­σκο­λευό­ταν να ε­ξα­σφα­λί­σει. Μέ­χρι που χή­ρε­ψε η έ­δρα του κα­θη­γη­τή Ανα­το­λι­κών Γλωσ­σών, την ο­ποία και κα­τέ­λα­βε το 1856. Πά­ντως, κό­ντρα στην αρ­χαιο­λα­τρεία της ε­πο­χής, στον έ­να χρό­νο, που έ­μει­νε στην Αθή­να, δεν θα πρέ­πει να πο­λυε­πι­σκέ­φθη­κε τα μνη­μεία της, α­φού στο η­με­ρο­λό­γιό του φαί­νε­ται πως μό­λις που μνη­μο­νεύει την Ακρό­πο­λη. Επί­σης, λό­γω α­δια­φο­ρίας αλ­λά και οι­κο­νο­μι­κής στε­νό­τη­τας, ού­τε την υ­πό­λοι­πη Ελλά­δα πε­ριη­γή­θη­κε. Μό­λις δυο εκ­δρο­μές έ­κα­νε, στην Αί­γι­να και την Κό­ριν­θο, α­πό τις ο­ποίες δεν α­πε­κό­μι­σε και τις κα­λύ­τε­ρες ε­ντυ­πώ­σεις.
Αυ­τά, πά­νω-κά­τω και εν πε­ρι­λή­ψει, εί­ναι ό­σα μά­θα­με για τον Γου­λιέλ­μο Λά­γος, σύμ­φω­να με τον ε­ξελ­λη­νι­σμό του ο­νό­μα­τός του α­πό τον Ρα­γκα­βή, δια­βά­ζο­ντας το πρώ­το βι­βλίο που κυ­κλο­φό­ρη­σε στα ελ­λη­νι­κά για “τον φιν­λαν­δό ελ­λη­νι­στή Βίλ­χελμ Λά­γκους”. Ένα βι­βλίο, που δη­μιουρ­γεί μια με­γά­λη α­πο­ρία. Για­τί, ε­νώ σώ­ζε­ται το η­με­ρο­λό­γιο του Λά­γος, και μά­λι­στα, στα ελ­λη­νι­κά, κα­θώς και οι ε­πι­στο­λές του ί­διου και της γυ­ναί­κας του προς τους οι­κείους τους, αυ­τές, προ­φα­νώς, στα φι­λαν­δι­κά, αυ­τά τα πο­λύ­τι­μα ντο­κου­μέ­ντα δεν δη­μο­σιεύο­νται αυ­τού­σια; Αντ’ αυ­τών δη­μο­σιεύο­νται λί­γα σκόρ­πια α­πο­σπά­σμα­τα, εν­σω­μα­τω­μέ­να σε δυο κεί­με­να, που πα­ρου­σιά­ζουν τον Λά­γος, ου­σια­στι­κά, αν­τλώ­ντας πλη­ρο­φο­ρίες α­πό το η­με­ρο­λό­γιο και τις ε­πι­στο­λές. Δύο κεί­με­να, ως έ­να βαθ­μό, αλ­λη­λο­ε­πι­κα­λυ­πτό­με­να.
Το βι­βλίο προέ­κυ­ψε α­πό έκ­θε­ση του Φιν­λαν­δι­κού Ινστι­τού­του Αθη­νών, που έ­γι­νε τον Οκτώ­βριο του 2007. Μά­λι­στα, φέ­ρει τον ί­διο τίτ­λο με την έκ­θε­ση, στην ο­ποία στη­ρί­χτη­κε και η ει­κο­νο­γρά­φη­ση του βι­βλίου. Κα­τά τα άλ­λα, υ­πάρ­χει πρό­λο­γος του προ­η­γού­με­νου διευ­θυ­ντή του Ινστι­τού­του, Μπιορν Φορ­σέν, που α­πε­χώ­ρη­σε το 2007, κα­θώς και κεί­με­νο του ι­δίου, δη­μο­σιευ­μέ­νο στον συλ­λο­γι­κό τό­μο, «Η χα­μέ­νη Ελλά­δα» (Ελσίν­κι, 2006). Το δεύ­τε­ρο κεί­με­νο εί­ναι του Βα­σί­λη Καρ­δά­ση, ε­νώ δη­μο­σιεύε­ται, σε φω­το­α­να­στα­τι­κή α­να­τύ­πω­ση, η με­λέ­τη του Λά­γος, «Πε­ρί των Ελλή­νων της Με­σημ­βρι­νής Ρωσ­σίας», που εί­χε πρω­το­δη­μο­σιευ­θεί στην «Παν­δώ­ρα». Αναμ­φι­βό­λως, το εν­δια­φέ­ρον της με­λέ­της εί­ναι με­γά­λο, κα­θώς ο Λά­γος ξε­κι­νά α­πό τον Ηρό­δο­το και φθά­νει μέ­χρι την Οδησ­σό της ε­πο­χής του. Ωστό­σο, α­πευ­θύ­νε­ται σε πε­ριο­ρι­σμέ­νο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό, σε α­ντί­θε­ση με τις η­με­ρο­λο­για­κές του κα­τα­γρα­φές. Πά­ντως, υ­πάρ­χει α­κό­μη και­ρός για την έκ­δο­ση του ελ­λη­νι­κού η­με­ρο­λο­γίου του Λά­γος, συ­νο­δευό­με­νη α­πό έ­να α­κρι­βές χρο­νο­λό­γιο, που υ­πο­θέ­του­με πως θα πρέ­πει να υ­πάρ­χει έ­τοι­μο και να χρειά­ζε­ται μό­νο με­τά­φρα­ση. Κι αυ­τό, αν μη τι άλ­λο, για να τι­μη­θεί, ε­ντός του 2009, η ε­πέ­τειος των ε­κα­τό χρό­νων α­πό το θά­να­τό του.


Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Ο Παπαδιαμάντης μας...

Ν.Δ.Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος
«Απο­σπιν­θη­ρί­ζο­ντας.
Σπου­δά­μα­τα στον Πα­πα­δια­μά­ντη»
Εκδό­σεις Ίνδι­κτος
Σε­πτέμ­βριος 2008

Αν δώ­σου­με βά­ση στον υ­πό­τιτ­λο του βι­βλίου, πρό­κει­ται για κεί­με­να με θέ­μα τον Πα­πα­δια­μά­ντη. Και πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, μια πρό­σθε­τη συ­να­γω­γή δη­μο­σιευ­μά­των του με­λε­τη­τή Ν.Δ.Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λου για το κα­τ’ ε­ξο­χήν α­ντι­κεί­με­νο τού μέ­χρι σή­με­ρα φι­λο­λο­γι­κού του έρ­γου. Ωστό­σο, ή­δη το κεί­με­νο που προ­τάσ­σε­ται και α­πό το ο­ποίο α­να­μέ­νε­ται πε­ραι­τέ­ρω προσ­διο­ρι­σμός του χα­ρα­κτή­ρα των δη­μο­σιευ­μά­των, καί­τοι φέ­ρει τον τίτ­λο “προ­λο­γι­κό ση­μείω­μα”, στε­ρεί­ται πα­ντε­λώς φι­λο­λο­γι­κού χα­ρα­κτή­ρα. Πρό­κει­ται για έ­να σύ­ντο­μο α­φή­γη­μα ορ­μώ­με­νο α­πό τον Σκια­θί­τη αλ­λά μη ε­ξαν­τλού­με­νο σε αυ­τόν, γραμ­μέ­νο α­πό τον πε­ζο­γρά­φο Νί­κο Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λο. Δεν εί­ναι, άλ­λω­στε, και το πρώ­το. Πολ­λά α­πό τα φι­λο­λο­γι­κά σχό­λια του Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λου ξε­περ­νούν τον αυ­στη­ρό φι­λο­λο­γι­σμό και α­πο­κτούν πνοή α­φη­γή­μα­τος. Αν και α­κρι­βέ­στε­ρα, σε αυ­τά δεν πε­ζο­γρα­φεί αλ­λά παί­ζω-γρα­φεί, ό­πως έ­γρα­φε ο ί­διος για τον Ν.Γ.Πε­ντζί­κη. Μό­νο που ε­δώ κε­ντά­ει με πα­πα­δια­μά­ντια γλωσ­σι­κά νή­μα­τα. Πα­ρα­πλα­νη­τι­κός, λοι­πόν, ο υ­πό­τιτ­λος του βι­βλίου, υ­πο­στη­ρι­ζό­με­νος και α­πό τις πέ­ντε α­ρά­δες του ο­πι­σθό­φυλ­λου, που, ό­πως γί­νε­ται πά­ντο­τε με τα ση­μειώ­μα­τα των ο­πι­σθό­φυλ­λων, με­γα­λη­γο­ρούν ά­νευ ου­σίας.
Στο βι­βλίο συ­γκε­ντρώ­νο­νται τριά­ντα ο­κτώ κεί­με­να, δη­μο­σιευ­μέ­να τα πε­ρισ­σό­τε­ρα σε πε­ριο­δι­κά, έ­νας μι­κρός α­ριθ­μός σε ε­φη­με­ρί­δες και ο­ρι­σμέ­να σε πρα­κτι­κά συ­νε­δρίων και α­φιε­ρω­μα­τι­κούς τό­μους. Πρό­κει­ται για πα­λαιό­τε­ρα κεί­με­να, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα της προ­η­γού­με­νης δε­κα­ε­τίας, ό­που τα δύο πρώ­τα δη­μο­σιεύ­θη­καν το 1990. Μό­νο τέσ­σε­ρα εί­ναι του 2000 και δώ­δε­κα του ε­πε­τεια­κού έ­τους 2001. Τα κεί­με­να στο βι­βλίο κα­τα­νέ­μο­νται σε τρεις ε­νό­τη­τες. Από ε­πτά σε κα­θε­μία α­πό τις δυο πρώ­τες, ε­νώ το κυ­ρίως σώ­μα των 24 κει­μέ­νων, που κα­λύ­πτουν σε έ­κτα­ση σχε­δόν το μι­σό βι­βλίο, α­πο­τε­λούν την τρί­τη ε­νό­τη­τα. Ίσως, ο ι­σχυ­ρι­σμός μας πως πρό­κει­ται μάλ­λον πε­ρί α­φη­γη­μά­των πα­ρά για με­λε­τή­μα­τα, να ξε­νί­σει του­λά­χι­στον ό­σο α­φο­ρά τα κεί­με­να της πρώ­της ε­νό­τη­τας. Κι αυ­τό, για­τί ο τίτ­λος της ε­νό­τη­τας εί­ναι «Σπου­δά­ζο­ντας» και τα πέ­ντε α­πό τα ε­πτά κεί­με­να, που εί­ναι και τα ε­κτε­νέ­στε­ρα, πρώ­τα εκ­φω­νή­θη­καν ως ο­μι­λίες και με­τά δη­μο­σιεύ­θη­καν. Οπό­τε θα α­να­με­νό­ταν σε μια δη­μό­σια α­να­κοί­νω­ση να υ­πε­ρι­σχύει η γλώσ­σα του φι­λό­λο­γου. Ωστό­σο, τις ε­ντυ­πώ­σεις κερ­δί­ζει η διά­χυ­ση του λό­γου πέ­ραν του κυ­ρίως θε­μα­τι­κού πυ­ρή­να, που έ­χει ό­λες τις α­ρε­τές μιας παι­γνιώ­δους ό­σο και ευ­ρη­μα­τι­κής α­φή­γη­σης. Βε­βαίως, οι θεω­ρη­τι­κοί της λο­γο­τε­χνίας θα χρη­σι­μο­ποιού­σαν, στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, τον δό­κι­μο ό­ρο της συ­γκρι­τι­κής α­νά­γνω­σης. Πα­ρό­μοιος, ό­μως, χα­ρα­κτη­ρι­σμός θα συ­νε­πα­γό­ταν το α­κρι­βώς α­ντί­θε­το, δη­λα­δή την αυ­στη­ρή ε­πι­κέ­ντρω­ση και ό­χι το ε­λεύ­θε­ρο συ­νειρ­μι­κό πέ­ταγ­μα, που δί­νει στον α­να­γνώ­στη την ευ­χά­ρι­στη αί­σθη­ση πως θεά­ται ο­λό­κλη­ρη τη λο­γο­τε­χνι­κή ε­πι­κρά­τεια, α­πό γε­νέ­σεως Πα­πα­δια­μά­ντη μέ­χρι, λ.χ., το θά­να­το του νεό­τε­ρου πε­ζο­γρά­φου Χρή­στου Βα­κα­λό­που­λου.
Όπως και να έ­χει, αν α­ντι­με­τω­πι­σθεί ως συ­γκρι­το­λό­γος ο Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος, σκαν­δα­λί­ζει προ­τεί­νο­ντας τη δια­δο­χι­κή α­νά­γνω­ση, ε­νός σαιξ­πη­ρι­κού δια­λό­γου, του πα­πα­δια­μα­ντι­κού διη­γή­μα­τος «Από­λαυ­σις στη γει­το­νιά» και ε­νός κε­φα­λαίου του μο­να­δι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Κώ­στα Τα­χτσή, «Τρί­το στε­φά­νι». Όπως ε­πί­σης ξε­νί­ζει ως με­λε­τη­τής, ό­ταν υ­πε­ρα­σπί­ζε­ται τον Θε­μι­στο­κλή Αθα­να­σιά­δη-Νό­βα, πα­ρα­τάσ­σο­ντας την κρί­ση του δί­πλα σε αυ­τήν του Πα­λα­μά. Κι ό­μως, για­τί ό­χι, α­φού και οι δυο, με τον τρό­πο τους, εί­χαν ε­πι­ση­μά­νει πως ο Πα­πα­δια­μά­ντης δεν θυ­σιά­ζει την α­λή­θεια, αλ­λά γρά­φει για τα συ­γκε­κρι­μέ­να και χει­ρο­πια­στά, γι’ αυ­τό και α­να­σταί­νει τον ελ­λη­νι­κό λαό του και­ρού του. Πι­θα­νώς, ο Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος να α­φη­γεί­ται με­τά πα­ρα­δειγ­μά­των και πα­ρεκ­βά­σεων, για­τί γνω­ρί­ζει, ως πα­λαιός δά­σκα­λος που εί­ναι, πως έ­τσι μό­νο ο λό­γος του α­πο­κτά με­γά­λο έ­ρει­σμα.
Στη δεύ­τε­ρη ε­νό­τη­τα, με τίτ­λο, «Με α­να­μάρ­τη­τη ορ­γή», τα ε­πτά σύ­ντο­μα κεί­με­να προ­δί­δουν έ­ναν ορ­γι­σμέ­νο λά­τρη του πα­πα­δια­μα­ντι­κού έρ­γου. Έτσι κι αλ­λιώς, οι α­φορ­μές δεν λεί­πουν. Ξε­κι­νούν α­πό τις α­νε­παρ­κείς έως και ε­λατ­τω­μα­τι­κές με­τα­φρά­σεις διη­γη­μά­των του Πα­πα­δια­μά­ντη και φθά­νουν μέ­χρι τα χα­μέ­να πα­πα­δια­μα­ντι­κά αυ­τό­γρα­φα, που ου­δείς εν­δια­φέρ­θη­κε για τον ε­ντο­πι­σμό τους. Σκόρ­πια σε ξέ­να χέ­ρια, γνω­ρί­ζουν την ύ­ψι­στη τι­μή, που, το δί­χως άλ­λο, α­πο­τε­λεί η δη­μο­πρά­τη­σή τους στο Λον­δί­νο, ό­πως συ­νέ­βη με το χει­ρό­γρα­φο του διη­γή­μα­τος «Ο Αλι­βά­νι­στος», έως την πλή­ρη α­πα­ξίω­σή τους, ό­πως μπο­ρεί να ε­κλη­φθεί το πέ­τα­μά τους σε σκου­πι­δο­τε­νε­κέ των Εξαρ­χείων. Εξαί­ρε­ση α­πο­τε­λεί το πρώ­το κεί­με­νο της ε­νό­τη­τας, που συ­νι­στά αρ­τι­με­λές διή­γη­μα κω­μι­κού χα­ρα­κτή­ρα, α­νε­ξάρ­τη­τα αν έ­χει κι αυ­τό ως α­φε­τη­ρία έ­να πραγ­μα­τι­κό συμ­βάν. Πρό­κει­ται για το «Επει­σό­διο», που έ­λα­βε χώ­ρα, ό­ταν ξέ­νος “πα­ρα­πα­πα­δια­μα­ντι­στής” ει­σχώ­ρη­σε “στη χω­ρο­δε­σπο­τεία Χαλ­κί­δος” και ο α­φη­γη­τής, συ­νο­δευό­με­νος α­πό την μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή περ­σό­να της Ελβί­ρας, ξι­φουλ­κεί ε­να­ντίον του υ­βρι­στή δια­βά­ζο­ντας α­πό τα πα­πα­δια­μά­ντια πα­σχα­λι­νά.
«Με­τ’ έ­ρω­τος και στορ­γής» θα μπο­ρού­σε να εί­ναι ο τίτ­λος της τρί­της ε­νό­τη­τας, α­φού ο Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος α­ρέ­σκε­ται να τιτ­λο­φο­ρεί κεί­με­να και βι­βλία με πα­πα­δια­μα­ντι­κές εκ­φρά­σεις. Όμως, προ ε­τών, εί­χε την φα­ει­νή ι­δέα να τον δώ­σει, ως νου­νός, σε έ­τε­ρο και μάλ­λον ά­σχε­το βι­βλιά­ριο, γι’ αυ­τό και αρ­κεί­ται στο πρώ­το σκέ­λος της έκ­φρα­σης. Εδώ, υ­πάρ­χουν διη­γή­μα­τα, ό­πως το ε­ναρ­κτή­ριο «Αλέ­ξαν­δρος Πυρ­κα­εύς», ό­που γε­φυ­ρώ­νει την βρα­διά στον Παρ­νασ­σό προς τι­μή του Πα­πα­δια­μά­ντη, στην ο­ποία ο Σκια­θί­της δεν εί­χε πα­ρευ­ρε­θεί αλ­λά την εί­χε πε­ρά­σει κρυμ­μέ­νος στο σπί­τι της οι­κο­γέ­νειας Μπού­κη, με άλ­λη, φα­ντα­στι­κή, στη ση­με­ρι­νή Σκιά­θο των του­ρι­στών. Όχι, ό­μως, στην πό­λη της Σκιά­θου, αλ­λά στην α­πό­με­ρη το­πο­θε­σία της Πα­να­γίας της Κε­χριάς, ό­που το φά­σμα του Σκια­θί­τη ψάλ­λει το «Πε­ποι­κιλ­μέ­νη». Κυ­ρίως, ό­μως, πρό­κει­ται για α­φη­γή­σεις αυ­το­βιο­γρα­φι­κού χα­ρα­κτή­ρα α­πό τον και­ρό που ή­ταν δά­σκα­λος ή και α­κό­μη νω­ρί­τε­ρα, τα τε­λευ­ταία χρό­νια του Γυ­μνα­σίου και τα πρώ­τα φοι­τη­τι­κά, α­πό νε­α­νι­κές συ­ντρο­φιές που μα­ζεύο­νταν στα βρα­χά­κια της Χαλ­κί­δος. Κά­ποια άλ­λα γρά­φο­νται ως βι­βλιο­πα­ρου­σιά­σεις, μό­νο που ο Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος αρ­νεί­ται να συ­ντά­ξει μια κα­θα­ρό­αι­μη ά­ρα και α­πο­στε­γνω­μέ­νη βι­βλιο­κρι­σία. Εμπλου­τί­ζει το κεί­με­νό του με πλη­ρο­φο­ρίες α­πό τη φι­λο­λο­γι­κή του σκευή, ό­μως οι συ­νειρ­μοί του τον τρα­βούν σε πε­ρι­δια­βά­σεις ε­ντός πά­ντο­τε του πα­πα­δια­μα­ντι­κού πε­δίου, μα­κράν ό­μως του συ­γκε­κρι­μέ­νου βι­βλίου.
Φι­λό­λο­γος ή πε­ζο­γρά­φος ο Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος, πα­ρα­μέ­νει έ­νας “λε­ξι­κο­μα­νής”, ό­πως και ο ί­διος αυ­το­χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται, στο κεί­με­νό του πε­ρί οά­σεως. Ανα­ζη­τεί τη συ­γκε­κρι­μέ­νη λέ­ξη στο λε­ξι­κό του Στα­μα­τά­κου και βρί­σκει ως πα­ρά­δειγ­μα τη φρά­ση: «Ο Πα­πα­δια­μά­ντης α­πο­τε­λεί ό­α­σιν εν τη Νε­ο­ελ­λη­νι­κή πε­ζο­γρα­φία». Την α­να­ζη­τεί στου Δη­μη­τρά­κου, και α­πα­ντά­ει το ί­διο πα­ρά­δειγ­μα να ε­πα­να­λαμ­βά­νε­ται. Βέ­βαιος πως θα τρι­τώ­σει, την ψά­χνει και στο λε­ξι­κό της «Πρωίας», ό­που, ό­μως, το πα­ρά­δειγ­μα αλ­λά­ζει: «Ο Σο­λω­μός α­πο­τε­λεί ό­α­σιν εν τη νε­ο­ελ­λη­νι­κή ποιή­σει». Οπό­τε, εν­θυ­μού­με­νος τον Ελύ­τη και την πα­ρό­τρυν­σή του, “μνη­μο­νεύε­τε Διο­νύ­σιο Σο­λω­μό και μνη­μο­νεύε­τε Αλέ­ξαν­δρο Πα­πα­δια­μά­ντη”, κα­τα­λή­γει στο συ­μπέ­ρα­σμα πως ε­νίο­τε οι λε­ξι­κο­γρά­φοι προ­η­γού­νται των ποιη­τών. Αυ­τό, ως πα­ρά­δειγ­μα, της παι­γνιώ­δους ό­σο και ε­ποι­κο­δο­μη­τι­κής λε­ξι­κο­μα­νίας του Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λου, στην ο­ποία ο­φεί­λου­με και την α­νά­δυ­ση του με­τα­φρα­στή Πα­πα­δια­μά­ντη. Ένα αρ­χι­πέ­λα­γος α­νώ­νυ­μων με­τα­φρα­σμά­των, που α­πο­δό­θη­καν τε­λι­κά στον δη­μιουρ­γό τους χά­ρις στην λε­ξι­κο­μα­νία του φρο­ντι­στή του.
Συ­νο­ψί­ζο­ντας, πρό­κει­ται για έ­να εν­δια­φέ­ρον βι­βλίο για “τον Πα­πα­δια­μά­ντη μας”, που, πο­λύ φο­βό­μα­στε πως θα μεί­νει α­διά­βα­στο, ό­πως ου­σια­στι­κά α­διά­βα­στος πα­ρα­μέ­νει και ο ί­διος ο Σκια­θί­της. Γι’ αυ­τό, ό­ποιος νεό­τε­ρος συγ­γρα­φέ­ας πο­ρί­ζε­ται α­πό αυ­τόν ή, λ.χ., α­πό τον Ν.Γ.Πε­ντζί­κη, μπο­ρεί να κοι­μά­ται ή­συ­χος. Ό,τι θέ­λει μπο­ρεί να δα­νει­στεί, μια ι­δέα, έ­ναν ή πε­ρισ­σό­τε­ρους ή­ρωες, μια ε­πι­μέ­ρους σκη­νή, α­κό­μη και έ­ναν α­κέ­ραιο ή ε­λα­φρώς πα­ρα­ποιη­μέ­νο τίτ­λο, ου­δείς θα το α­ντι­λη­φθεί. Αντι­θέ­τως, θα τον ε­παι­νέ­σουν για το αι­νιγ­μα­τι­κό και ι­διόρ­ρυθ­μο του τίτ­λου. Ίσως, μά­λι­στα, κά­ποιος φι­λό­λο­γος να σχο­λιά­σει τυ­χόν γραμ­μα­τι­κή ι­διο­τρο­πία, α­πό τις συ­νή­θεις στον Πα­πα­δια­μά­ντη, ό­πως η σύ­ζευ­ξη δυο ου­σια­στι­κών, στη γε­νι­κή το πρώ­το, στην ο­νο­μα­στι­κή το δεύ­τε­ρο. Κα­τά τα άλ­λα, θα αρ­κε­στούν να α­να­φέ­ρουν, ό­σα ο ί­διος ο δα­νει­ζό­με­νος τους α­πο­κα­λύ­ψει. Για πα­ρά­δειγ­μα, έ­χεις έ­ναν με­σο­πο­λε­μι­κό συγ­γρα­φέα που δα­νεί­ζε­ται μια ο­λό­κλη­ρη σκη­νή, για να μην πού­με πως στή­νει έ­να ο­λό­κλη­ρο διή­γη­μα, ορ­μώ­με­νος α­πό τον Πα­πα­δια­μά­ντη, αλ­λά φο­βού­με­νος μην τυ­χόν και κα­τη­γο­ρη­θεί για λο­γο­κλο­πή ή, το πι­θα­νό­τε­ρο, για λό­γους α­φη­γη­μα­τι­κής στρα­τη­γι­κής, α­να­φέ­ρε­ται εκ προοι­μίου “στον Πα­πα­δια­μά­ντη μας”. Με­τά έρ­χε­ται έ­νας νεό­τε­ρος, που στή­νει μια ο­λό­κλη­ρη νου­βέ­λα ε­μπνεό­με­νος α­πό τον Πα­πα­δια­μά­ντη, συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­ντας τη σκη­νή α­πό το διή­γη­μα του με­σο­πο­λε­μι­κού. Και τι κά­νουν οι ση­με­ρι­νοί πα­ρα­λή­πτες του βι­βλίου του; Ανα­φέ­ρουν τον με­σο­πο­λε­μι­κό, για τον ο­ποίο ο ί­διος ο νεό­τε­ρος έ­κα­νε λό­γο σε συ­νέ­ντευ­ξή του, αλ­λά Πα­πα­δια­μά­ντη ού­τε καν που ο­σμί­ζο­νται. Και μά­λι­στα, θεω­ρούν πως συγ­γε­νεύει γε­νι­κό­τε­ρα με τον με­σο­πο­λε­μι­κό, πα­ρό­τι α­πέ­χει τό­σο θε­μα­τι­κά ό­σο και μορ­φι­κά. Τώ­ρα, αν υ­πο­θέ­σου­με πως πρό­κει­ται για συγ­γρα­φέα, που κα­τα­φεύ­γει στο δα­νει­σμό ό­χι α­πό έλ­λει­ψη έ­μπνευ­σης αλ­λά για­τί ζη­τά να ση­μα­το­δο­τή­σει δια του εν­δο­λο­γο­τε­χνι­κού δια­λό­γου συγ­γέ­νεια του μυ­θο­πλα­στι­κού του κό­σμου με τον πα­πα­δια­μά­ντιο, ά­δι­κος ο κό­πος του.
Κα­τά τα άλ­λα, ό­πως γρά­φει ε­πι­λο­γι­κά και ο Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος: “Συ­νέ­δρια για τον Πα­πα­δια­μά­ντη στην Αθή­να, στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, στην Κρή­τη, στην Κύ­προ. Ημε­ρί­δες και διη­με­ρί­δες ε­δώ κι ε­κεί. Ομι­λίες σε κά­θε πό­λη. Αφιε­ρώ­μα­τα πε­ριο­δι­κών και ε­φη­με­ρί­δων. Εκδό­σεις, εκ­δό­σεις, εκ­δό­σεις.” Με­τα­ξύ άλ­λων, δό­θη­καν πρό­σφα­τα σαν προ­σφο­ρά ε­φη­με­ρί­δας το πρώ­το μυ­θι­στό­ρη­μα του Πα­πα­δια­μά­ντη, «Η Με­τα­νά­στις», ως ο πρώ­τος τό­μος νεό­τευ­κτης «Βι­βλιο­θή­κης Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Γραμ­μα­τείας», και το δεύ­τε­ρο μυ­θι­στό­ρη­μά του, «Οι έ­μπο­ροι των ε­θνών», ως ο 28ος τό­μος, χω­ρίς τον προσ­διο­ρι­σμό “διή­γη­μα πρω­τό­τυ­πο­ν” το πρώ­το και “μυ­θι­στό­ρη­μα” το δεύ­τε­ρο, ε­νώ αμ­φό­τε­ρα α­παλ­λάσ­σο­νται των προ­λό­γων τους.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου