Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009

Ανανταπόδοτος ερευνητικός μόχθος

Κυ­ρια­κή Μα­μώ­νη - Λή­δα Ιστι­κο­πού­λου
«Σύλ­λο­γοι Κων­στα­ντι­νου­πό­λεως (1861-1922)
Έκδο­ση του Συλ­λό­γου προς Διά­δο­σιν Ωφε­λί­μων Βι­βλίων
Αθή­να, 2009

Ένα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του α­θη­ναϊκού Τύ­που, που πο­τέ δεν θα κα­τα­λά­βου­με, ού­τε, ό­μως, και θα συ­νη­θί­σου­με, εί­ναι ο τρό­πος, που ιε­ραρ­χεί και α­ξιο­λο­γεί τις ει­δή­σεις. Τρό­πος, που ου­δό­λως αρ­μό­ζει σε μέ­σο μα­ζι­κής ε­νη­μέ­ρω­σης. Η εί­δη­ση του θα­νά­του ε­νός η­θο­ποιού ή και ε­νός ο­ποιου­δή­πο­τε αν­θρώ­που του θεά­μα­τος κρί­νε­ται τό­σο ση­μα­ντι­κή, που μπο­ρεί να κα­τα­λά­βει και ο­λό­κλη­ρη σε­λί­δα. Ενώ, στο άλ­λο ά­κρο του φά­σμα­τος, η εί­δη­ση του θα­νά­του ε­νός ε­πι­στή­μο­να, α­νε­ξάρ­τη­τα του πό­σο ση­μα­ντι­κού έρ­γου έ­χει ε­πι­τε­λέ­σει, α­ξιο­λο­γεί­ται τό­σο μη­δα­μι­νή, που ού­τε καν α­να­φέ­ρε­ται. Στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, αν υ­πάρ­χουν συγ­γε­νείς ή και φί­λοι, με κά­ποιες γνω­ρι­μίες στις ε­φη­με­ρί­δες, να πε­ρά­σει κα­νέ­να κα­ρε­δά­κι, που ε­νίο­τε ορ­θώ­νε­ται σε μο­νο­στη­λά­κι. Ει­δάλ­λως, η εί­δη­ση του θα­νά­του κα­τα­χω­ρεί­ται μό­νο στα “κοι­νω­νι­κά”. Σε αυ­τές τις α­φα­νείς, κα­τά την κρί­ση των δη­μο­σιο­γρά­φων, πε­ρι­πτώ­σεις, φαί­νε­ται πως α­νή­κει και η Κυ­ρια­κή Μα­μώ­νη. Έχου­με κρα­τή­σει α­πό τη στή­λη των “κοι­νω­νι­κώ­ν” την αγ­γε­λία της κη­δείας της, στις 16 Απρι­λίου 2007. Άλλη α­να­φο­ρά δεν ε­ντο­πί­σα­με, του­λά­χι­στον ό­σο α­φο­ρά τις ε­φη­με­ρί­δες με­γά­λης κυ­κλο­φο­ρίας. Στην α­δια­φο­ρία, εν­δε­χο­μέ­νως να συμ­βάλ­λει και η α­νυ­παρ­ξία οι­κο­γέ­νειας. Μό­νο μια α­δελ­φή και μια α­δελ­φι­κή φί­λη μνη­μο­νεύο­νται στην αγ­γε­λία. Ωστό­σο, εί­ναι γνω­στό πως δεν ή­ταν και λί­γοι ε­κεί­νοι που μα­θή­τευ­σαν δί­πλα της.
Τις προάλ­λες λά­βα­με το τε­λευ­ταίο της βι­βλίο. Στο προ­λο­γι­κό ση­μείω­μα, η Λή­δα Ιστι­κο­πού­λου, που συ­νυ­πο­γρά­φει την έκ­δο­ση, α­να­φέ­ρει πως πέ­θα­νε η Κυ­ρια­κή Μα­μώ­νη, που εί­χε ξε­κι­νή­σει και προω­θή­σει τη συ­γκε­κρι­μέ­νη με­λέ­τη και η ο­ποία την εί­χε μυή­σει στο ό­λο έρ­γο. Την ευ­χα­ρι­στεί για “την τι­μαλ­φή μα­θη­τεία” αλ­λά δεν δράτ­τε­ται της ευ­και­ρίας για μια ε­κτε­νέ­στε­ρη α­να­φο­ρά στο έρ­γο της. Κι ό­μως, ή­ταν μια κα­λή ευ­και­ρία για τη δη­μο­σίευ­ση ε­νός βιο­γρα­φι­κού της Μα­μώ­νη, συ­μπλη­ρω­μέ­νου και με την η­με­ρο­μη­νία του θα­νά­του της. Αν και τα τε­λευ­ταία χρό­νια, η χρο­νο­λο­γία του θα­νά­του, πό­σω μάλ­λον η η­με­ρο­μη­νία, υ­πο­κα­θί­στα­ται α­πό την ε­πι­γραμ­μα­τι­κή έκ­φρα­ση “α­πέ­θα­νε πλή­ρης η­με­ρώ­ν”, η ο­ποία, τρό­πον τι­νά, α­πο­βαί­νει συ­νώ­νυ­μη με το και­ρός ή­ταν.
Η Κυ­ρια­κή Μα­μώ­νη α­φιέ­ρω­σε ο­λό­κλη­ρο το έρ­γο της στην ι­στο­ρία του Ελλη­νι­σμού της Θρά­κης και της Μι­κράς Ασίας. Θα πρέ­πει να συ­γκα­τα­λέ­γε­ται α­νά­με­σα στους πλέ­ον συ­στη­μα­τι­κούς με­λε­τη­τές του συ­γκε­κρι­μέ­νου χώ­ρου. Το 2003, η ί­δια εί­χε συ­γκε­ντρώ­σει ο­ρι­σμέ­να α­πό τα “θρα­κι­κά” με­λε­τή­μα­τά της σε έ­ναν τό­μο, που εί­χε εκ­δο­θεί κι αυ­τός α­πό τον Σ.Ω.Β. Σε αυ­τόν, προ­τάσ­σε­ται σύ­ντο­μο βιο­γρα­φι­κό της. Σύμ­φω­να με αυ­τό, γεν­νή­θη­κε στην Αθή­να α­πό γο­νείς με ρί­ζες α­πό την Ανα­το­λι­κή Θρά­κη και την Μι­κρά Ασία. Τα έ­ξι πρώ­τα χρό­νια της μα­θη­τι­κής της ζωής τα πέ­ρα­σε στο «Άσυ­λο Αγίου Ανδρέ­ου», Νέ­ας Σμύρ­νης. Ενώ, τα έ­ξι γυ­μνα­σια­κά της χρό­νια στην Ευαγ­γε­λι­κή Σχο­λή της ί­διας πε­ριο­χής, ό­που τα δύο τε­λευ­ταία χρό­νια εί­χε διευ­θύ­ντρια την Όλγα Κα­κρι­δή. Τε­λείω­σε τη φι­λο­σο­φι­κή σχο­λή του Πα­νε­πι­στη­μίου Αθη­νών το 1949 και το 1954 α­να­γο­ρεύ­τη­κε δι­δά­κτωρ της Βυ­ζα­ντι­νής Φι­λο­λο­γίας στην έ­δρα του Νί­κου Τω­μα­δά­κη. Πα­ράλ­λη­λα, έ­λα­βε το δί­πλω­μα της Γαλ­λι­κής Φι­λο­λο­γίας. Υπη­ρέ­τη­σε στην ι­διω­τι­κή εκ­παί­δευ­ση. Όμως, ευ­θύς εξ αρ­χής, ε­πι­δό­θη­κε στην τα­ξι­νό­μη­ση και με­λέ­τη των α­νέκ­δο­των αρ­χείων, που φυ­λάσ­σο­νται στη Βι­βλιο­θή­κη της «Εστίας» Νέ­ας Σμύρ­νης, κυ­ρίως του Συλ­λό­γου «Ανα­το­λή».
Στον ί­διο τό­μο υ­πάρ­χει κα­τά­λο­γος με τα δη­μο­σιεύ­μα­τά της στην διάρ­κεια μι­σού και πλέ­ον αιώ­να, 1949-2002. Όπως φαί­νε­ται, κύ­ριο θέ­μα των ε­ρευ­νών της α­πο­τέ­λε­σε ο Γιώρ­γος Βι­ζυη­νός. Συ­ντάσ­σει βι­βλιο­γρα­φία του για την πε­ρίο­δο 1873-1962 και συμ­βάλ­λει κα­θο­ρι­στι­κά στη συ­γκέ­ντρω­ση στοι­χείων για τη ζωή και το έρ­γο του. Επί­σης, α­να­ζη­τά τα ί­χνη του στα αρ­χεία του Υπουρ­γείου Εξω­τε­ρι­κών, φέρ­νο­ντας στο φως τη δρα­στη­ριό­τη­τα, που εί­χε α­να­πτύ­ξει ο Βι­ζυη­νός σχε­τι­κά με τα εκ­παι­δευ­τι­κά της πα­τρί­δας του. Σε ι­διαί­τε­ρο κε­φά­λαιο στα «Θρα­κι­κά», πα­ρου­σιά­ζει την αλ­λη­λο­γρα­φία του Βι­ζυη­νού με τους πα­ρά­γο­ντες της εκ­παί­δευ­σης στη Ανα­το­λι­κή Θρά­κη. Επί­σης, δη­μο­σιεύει μια έκ­θε­ση, που ε­κεί­νος εί­χε υ­πο­βάλ­λει στον τό­τε υ­πουρ­γό Εξω­τε­ρι­κών Στέ­φα­νο Δρα­γού­μη, για την κα­κή κα­τά­στα­ση που ε­πι­κρα­τού­σε στην ε­παρ­χία της Βι­ζύης με­τά τον Ρω­σο­τουρ­κι­κό πό­λε­μο, υ­πο­γραμ­μί­ζο­ντας την α­πό­λυ­τη α­νά­γκη να λει­τουρ­γή­σουν και πά­λι στις ε­κεί κοι­νό­τη­τες ελ­λη­νι­κές σχο­λές.
Ένα άλ­λο θέ­μα, που η Μα­μώ­νη ε­ρεύ­νη­σε ε­πί μα­κρόν, εί­ναι οι ελ­λη­νι­κοί σύλ­λο­γοι μέ­σα στα ό­ρια της ο­θω­μα­νι­κής ε­πι­κρά­τειας. Συ­γκε­κρι­μέ­να, με­λέ­τη­σε και κα­τέ­γρα­ψε τη σω­μα­τεια­κή ορ­γά­νω­ση του Ελλη­νι­σμού σε Θρά­κη, Κων­στα­ντι­νού­πο­λη και Μι­κρά Ασία. Ήδη, α­πό το 1969, εί­χε αρ­χί­σει να δη­μο­σιεύει τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα αυ­τής της έ­ρευ­νάς της κα­τά πε­ριο­χή. Τε­λι­κά, το 2002, εκ­δό­θη­κε σε βι­βλίο η με­λέ­τη «Γυ­ναι­κείοι Σύλ­λο­γοι στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη (1861-1922)», και το 2006, η με­λέ­τη «Σω­μα­τεια­κή ορ­γά­νω­ση του Ελλη­νι­σμού στη Μι­κρά Ασία». Και τα δυο α­πό το Βι­βλιο­πω­λείο της Εστίας. Ενώ, στην ο­λο­κλή­ρω­ση και των δυο βι­βλίων συμ­με­τεί­χε η νεό­τε­ρη ι­στο­ρι­κός Λή­δα Ιστι­κο­πού­λου. Μά­λι­στα, η Μα­μώ­νη, στο προ­λο­γι­κό ση­μείω­μα του δεύ­τε­ρου βι­βλίου, ση­μειώ­νει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πως η συ­νερ­γα­σία πα­λαιό­τε­ρων και νεό­τε­ρων ε­ρευ­νη­τών α­νοί­γει νέ­ους ο­ρί­ζο­ντες στην έ­ρευ­να. Στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, α­πό την νεό­τε­ρη θα α­να­με­νό­ταν να κα­ταρ­τί­σει τα α­πα­ραί­τη­τα ευ­ρε­τή­ρια, τα ο­ποία θα κα­θι­στού­σαν τα βι­βλία χρη­στι­κά για έ­να ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νό εν­δια­φε­ρο­μέ­νων. Να ση­μειώ­σου­με πως η μα­θη­τεία της Ιστι­κο­πού­λου δί­πλα στη Μα­μώ­νη α­πέ­φε­ρε και τη μο­να­δι­κή στο εί­δος της με­λέ­τη «Η ελ­λη­νι­κή τα­πη­τουρ­γία και η τα­πη­τουρ­γός στη Μι­κρά Ασία (1860-1922)» («Εστία», 2000)
Στο βι­βλίο «Σω­μα­τεια­κή ορ­γά­νω­ση του Ελλη­νι­σμού στη Μι­κρά Ασία», η Μα­μώ­νη πα­ρου­σιά­ζει τους συλ­λό­γους α­νά πε­ριο­χή, ξε­κι­νώ­ντας α­πό τη Βι­θυ­νία. Εξαι­ρεί, ό­μως, την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, ό­που πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται η αρ­χιε­πι­σκο­πή Κων­στα­ντι­νου­πό­λεως και η α­σια­τι­κή α­κτή του Βο­σπό­ρου. Αυ­τό το κε­νό έρ­χε­ται να κα­λύ­ψει το πρό­σφα­το βι­βλίο της. Το έ­τος εκ­κί­νη­σης ο­λό­κλη­ρης της κα­τα­γρα­φής εί­ναι το 1861 και α­να­φέ­ρε­ται στο έ­τος ί­δρυ­σης του Ελλη­νι­κού Φι­λο­λο­γι­κού Συλ­λό­γου Κων­στα­ντι­νου­πό­λεως. Ωστό­σο, ό­πως συμ­βαί­νει και με τους σμυρ­ναϊκούς συλ­λό­γους, που χρο­νο­λο­γού­νται α­πό το 1838, έ­τσι και ε­δώ, συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται και ό­σοι σύλ­λο­γοι ι­δρύ­θη­καν πριν το 1861. Όσο για το κα­τα­λη­κτι­κό έ­τος της κα­τα­γρα­φής, δεν χρή­ζει σχο­λια­σμού. Πά­ντως, και σε αυ­τό το βι­βλίο, πα­ρα­κά­μπτε­ται η εν ε­κτά­σει πα­ρου­σία­ση του Ελλη­νι­κού Φι­λο­λο­γι­κού Συλ­λό­γου Κων­στα­ντι­νου­πό­λεως, κα­θώς θεω­ρεί­ται ό­τι πρέ­πει να α­πο­τε­λέ­σει α­ντι­κεί­με­νο ι­διαί­τε­ρης με­λέ­της.
Σύμ­φω­να με την ει­σα­γω­γή, οι σύλ­λο­γοι της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης υ­περ­βαί­νουν τους 800. Ανά­λο­γα με τους σκο­πούς της δη­μιουρ­γίας τους ε­ντάσ­σο­νται στις α­κό­λου­θες κα­τη­γο­ρίες: α) φι­λεκ­παι­δευ­τι­κούς, που στά­θη­καν και οι ση­μα­ντι­κό­τε­ροι, β) θρη­σκευ­τι­κούς και φι­λαν­θρω­πι­κούς, που ό­φει­λαν τη σύ­στα­σή τους στους εύ­πο­ρους α­στούς της Πό­λης και το Πα­τριαρ­χείο, γ) ε­παγ­γελ­μα­τι­κούς, που στό­χευαν στη δια­σφά­λι­ση των ερ­γα­ζο­μέ­νων, δ) πο­λι­τι­κούς ή και ε­θνι­κούς, που άρ­χι­σαν να δη­μιουρ­γού­νται με την ψή­φι­ση του τουρ­κι­κού συ­ντάγ­μα­τος του 1908, ε) σύλ­λο­γοι των α­πο­δή­μων, που έρ­χο­νταν α­πό τον ε­λεύ­θε­ρο ή και τον α­κό­μη ο­θω­μα­νο­κρα­τού­με­νο ελ­λα­δι­κό κό­σμο, στ) σύλ­λο­γοι για την ε­νί­σχυ­ση των με­γά­λων σχο­λών της Πό­λης, ό­πως η Με­γά­λη του Γέ­νους Σχο­λή. Δί­πλα σε αυ­τούς στοι­χί­ζο­νται οι νε­α­νι­κοί σύλ­λο­γοι και α­κό­μη, σύλ­λο­γοι φι­λο­λο­γι­κοί, θε­α­τρι­κοί, μου­σι­κοί και α­θλη­τι­κοί. Στο βι­βλίο, οι σύλ­λο­γοι πα­ρα­τάσ­σο­νται κα­τά χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά, α­κο­λου­θώ­ντας το έ­τος της ί­δρυ­σής τους. Να ση­μειώ­σου­με πως ο πρώ­τος σύλ­λο­γος, που κα­τα­γρά­φε­ται, ι­δρύε­ται το 1769 και ο ε­πό­με­νος, το 1803, ε­νώ αρ­χί­ζουν να πυ­κνώ­νουν μό­νο με­τά το 1861. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της έ­ξαρ­σης, που πα­ρα­τη­ρεί­ται τα τε­λευ­ταία χρό­νια, εί­ναι οι συ­νο­λι­κά τριά­ντα πέ­ντε σύλ­λο­γοι, που ι­δρύ­θη­καν κα­τά την ύ­στα­τη διε­τία, 1921-22.
Πα­ρά τα κα­τά και­ρούς α­πα­γο­ρευ­τι­κά μέ­τρα της τουρ­κι­κής κυ­βέρ­νη­σης, οι σύλ­λο­γοι ε­πι­βίω­σαν και πολ­λοί μα­κρο­η­μέ­ρευ­σαν. Αυ­τό δεν ση­μαί­νει ό­τι η α­πο­τί­μη­ση του έρ­γου τους στά­θη­κε πά­ντο­τε θε­τι­κή. Κα­τά και­ρούς, ο­ρι­σμέ­νοι α­πό αυ­τούς κα­τη­γο­ρή­θη­καν πως δεν ή­ταν αρ­κε­τά δρα­στή­ριοι ή και πως δεν εκ­πλή­ρω­ναν τους σκο­πούς τους. Πά­ντως, στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, προς τα τέ­λη του 19ου αιώ­να, φαί­νε­ται πως πα­ρα­τη­ρή­θη­κε “συλ­λο­γο­μα­νία”, την ο­ποία και δια­κω­μώ­δη­σαν δεό­ντως τα το­πι­κά σα­τι­ρι­κά φύλ­λα της ε­πο­χής. Το τε­λι­κό, ό­μως, συ­μπέ­ρα­σμα εί­ναι ό­τι οι φι­λεκ­παι­δευ­τι­κοί σύλ­λο­γοι, μα­ζί με τις φι­λαν­θρω­πι­κές α­δελ­φό­τη­τες, συ­νέ­βα­λαν κα­θο­ρι­στι­κά στη διά­δο­ση της ελ­λη­νι­κής παι­δείας. Γε­γο­νός, που ε­κτι­μή­θη­κε και α­πό τους γάλ­λους φι­λέλ­λη­νες.
Στον τό­μο, έ­να σύ­ντο­μο κε­φά­λαιο, ό­λο και ό­λο, δυο σε­λί­δων α­να­φέ­ρε­ται στις φι­λο­λο­γι­κές συ­ντρο­φιές. Εκεί, μνη­μο­νεύο­νται και ο­ρι­σμέ­να “φι­λο­λο­γι­κά σα­λό­νια”, που ά­νοι­ξαν στα χρό­νια 1910-1914, ό­πως αυ­τά του δη­μο­τι­κι­στή Φώ­τη Φω­τιά­δη και της Σο­φίας Σπα­νού­δη. Κα­τά τα άλ­λα, το μο­να­δι­κό ευ­ρε­τή­ριο του τό­μου κα­ταρ­τί­στη­κε με βά­ση την ε­πί­ση­μη ο­νο­μα­σία των συλ­λό­γων, ε­νώ α­που­σιά­ζει έ­να θε­μα­τι­κό ευ­ρε­τή­ριο με βά­ση το σκο­πό και τις δρα­στη­ριό­τη­τες του κά­θε συλ­λό­γου. Οπό­τε, εάν κά­ποιος εν­δια­φέ­ρε­ται για έ­να συ­γκε­κρι­μέ­νο πρό­σω­πο, θα πρέ­πει να διέλ­θει το σύ­νο­λο των 482 σε­λί­δων. Για πα­ρά­δειγ­μα, εις μά­την α­να­ζη­τή­σα­με τον Σταύ­ρο Βου­τυ­ρά, τον εκ­δό­τη του «Νε­ο­λό­γου», που υ­πήρ­ξε α­πό τους ι­δρυ­τές ο­ρι­σμέ­νων α­πό τους με­γά­λους συλ­λό­γους της Πό­λης.
Όμως αυ­τά συ­νι­στούν λε­πτο­μέ­ρειες, που μπο­ρούν να συ­μπλη­ρω­θούν. Το ση­μα­ντι­κό εί­ναι πως ο­λο­κλη­ρώ­θη­κε τε­λι­κά, σε δυο τό­μους, η πα­ρου­σία­ση των ελ­λη­νι­κών συλ­λό­γων της Μι­κράς Ασίας και της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, κα­λύ­πτο­ντας μια ε­ξη­ντά­χρο­νη πε­ρίο­δο, που έ­μελ­λε να εί­ναι και η τε­λευ­ταία της ακ­μής του Ελλη­νι­σμού ε­κεί­θεν του Αι­γαίου.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου