Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2010

Αφιέρωμα στον Νίκο Σκαλκώτα

«Τα Νε­φού­ρια»
Τεύ­χος 22
Φθι­νό­πω­ρο 2009
Χαλ­κί­δα

Εκπνέ­ο­ντος του 2009, κυ­κλο­φο­ρεί έ­να πρώ­το –το πι­θα­νό­τε­ρο να μεί­νει και το μο­να­δι­κό– α­φιέ­ρω­μα στον κο­ρυ­φαίο έλ­λη­να συν­θέ­τη Νί­κο Σκαλ­κώ­τα, που πέ­θα­νε στις 20 Σε­πτεμ­βρίου 1949. Επε­τεια­κό, για τη συ­μπλή­ρω­ση 60 χρό­νων α­πό το θά­να­τό του, σε η­λι­κία 45 ε­τών, κα­θό­σον γεν­νη­μέ­νος, με το πα­λαιό η­με­ρο­λό­γιο, στις 8 Μαρ­τίου 1904. Το α­φιέ­ρω­μα δεν έρ­χε­ται α­πό έ­να α­θη­ναϊκό πε­ριο­δι­κό, μου­σι­κού ή γε­νι­κό­τε­ρου πε­ριε­χο­μέ­νου, ό­πως θα α­να­με­νό­ταν, αλ­λά α­πό πε­ριο­δι­κό της Χαλ­κί­δας, που εί­ναι η γε­νέ­τει­ρα του Σκαλ­κώ­τα. Και κά­ποια πα­λαιό­τε­ρα α­φιε­ρώ­μα­τα στις α­νά δε­κα­ε­τία ε­πε­τείους του, πά­λι σε ευ­βοϊκή πε­ριο­δι­κή έκ­δο­ση ο­φεί­λο­νταν. Με άλ­λα λό­για, την ε­πο­χή της πα­γκο­σμιο­ποίη­σης, η ε­ντο­πιό­τη­τα φαί­νε­ται να θριαμ­βεύει. Ευ­τυ­χώς δη­λα­δή, για­τί μό­νον έ­τσι μνη­μο­νεύο­νται και κά­ποιοι δη­μιουρ­γοί ε­κτός του πο­λι­τι­σμι­κού κα­νό­να, του­λά­χι­στον του ντό­πιου.
Να θυ­μί­σου­με πως «Τα Νε­φού­ρια» στά­θη­καν πρω­το­πό­ρα στη μό­δα των λε­γό­με­νων “φρη” πε­ριο­δι­κών, που ση­μαί­νει ελ­λη­νι­στί δω­ρεάν δια­νε­μό­με­να. Μι­κρού, ό­μως, σχή­μα­τος και πο­λυ­το­νι­κό, με ποίη­μα στην πρώ­τη σε­λί­δα α­ντί, λ.χ., φω­το­γρα­φίας ε­νός Φί­λιπ Ρο­θ, δεν α­να­φέ­ρε­ται, ού­τε αυ­τό ού­τε τα κα­τά και­ρούς α­φιε­ρώ­μα­τά του, στον α­θη­ναϊκό Τύ­πο. Το α­φιέ­ρω­μα στον Νί­κο Σκαλ­κώ­τα μό­νο ο ευαί­σθη­τος πε­ρί τα πο­λι­τι­στι­κά τε­κται­νό­με­να Βα­σί­λης Αγγε­λι­κό­που­λος, στο πλα­γιο­κο­πόν «Υπο­βο­λείο» του, το μνη­μο­νεύει. Πα­ρά το γε­γο­νός, ό­μως, ό­τι η στή­λη του στε­γά­ζε­ται στην «Κα­θη­με­ρι­νή», λη­σμο­νεί κι αυ­τός το α­φιέ­ρω­μα για την ε­κα­το­ντα­ε­τη­ρί­δα α­πό τη γέν­νη­ση του Σκαλ­κώ­τα, που δη­μο­σιεύ­τη­κε στο πά­λαι πο­τέ έν­θε­το της ε­φη­με­ρί­δας, τις «Επτά Ημέ­ρες», στις 19.9.2004, σε ε­πι­μέ­λεια Νί­κου Δο­ντά. Κα­τά τα άλ­λα, α­να­φέ­ρει ως έν­δει­ξη της διε­θνούς εμ­βέ­λειας του Σκαλ­κώ­τα πως “η πλοή­γη­ση στο Δια­δί­κτυο δί­νει γι’ αυ­τόν 48.600 λήμ­μα­τα”, α­ντι­γρά­φο­ντας την πλη­ρο­φο­ρία α­πό το πρό­σφα­το α­φιέ­ρω­μα. Ένα ο­λωσ­διό­λου ε­σφαλ­μέ­νο κρι­τή­ριο, α­φού δεν πρό­κει­ται για λήμ­μα­τα αλ­λά για α­να­φο­ρές με πολ­λα­πλές ε­πι­κα­λύ­ψεις. Λ.χ., έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα, που μό­λις κυ­κλο­φό­ρη­σε, α­να­φέ­ρε­ται στις ι­στο­σε­λί­δες πλεί­στων ό­σων βι­βλιο­πω­λείων. Πά­ντως, θα πα­ρο­τρύ­να­με ό­σους το ε­πι­κα­λού­νται να α­να­ζη­τή­σουν ε­αυ­τούς στο Δια­δί­κτυο. Αν πρό­κει­ται για δη­μο­σιο­γρα­φού­ντες θα εκ­πλα­γούν ευ­χά­ρι­στα. Από την άλ­λη, ε­σφαλ­μέ­νο εί­ναι και το να χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται α­γο­ραίος ό­ποιος τυ­χαί­νει να έ­χει πολ­λές δια­δυ­κτια­κές α­να­φο­ρές. Αυ­τό το λά­θος το δια­πράτ­τει ο Γιάν­νης Πα­τί­λης, στο τρέ­χον τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού του, «Πλα­νό­διον», συ­γκρί­νο­ντας τις α­να­φο­ρές για τον Βύ­ρω­να Λε­ο­ντά­ρη με αυ­τές για τον στι­χουρ­γό Ισαάκ Σού­ση. Αν δεί­χνουν κά­τι οι α­να­φο­ρές του Δια­δι­κτύου εί­ναι ο βαθ­μός που κά­ποιος α­πα­σχο­λεί τα ΜΜΕ και ό­σους δια­θέ­τουν ι­στο­σε­λί­δες. Συ­μπέ­ρα­σμα, ο Λε­ο­ντά­ρης ας μην ε­πα­να­παύε­ται στην ποίη­σή του κι ας γί­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο κοι­νω­νι­κός. Όταν πε­ρι­φρο­νείς α­κό­μη και το κο­ρυ­φαίο πο­λι­τι­σμι­κό τέ­με­νος του τό­που, προ­κο­πή, του­λά­χι­στον δια­δι­κτυα­κή, δεν έ­χεις.
Και ε­πα­νερ­χό­μα­στε στο πρό­σφα­το α­φιέ­ρω­μα Σκαλ­κώ­τα. Εκκι­νεί με συ­νο­πτι­κό χρο­νο­λό­γιο και κα­τά­λο­γο αυ­το­τε­λών δη­μο­σιευ­μά­των στα ελ­λη­νι­κά α­πό τον Δ.Δ.Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λο, που έ­χει τη φρο­ντί­δα του τεύ­χους. Ακο­λου­θεί ε­κτε­νές κεί­με­νο του Νί­κου Μα­λιά­ρα για τις σχέ­σεις του Σκαλ­κώ­τα με την Εθνι­κή Σχο­λή και ι­διαί­τε­ρα με τον Μα­νώ­λη Κα­λο­μοί­ρη, ε­πι­κε­ντρω­μέ­νο στο έρ­γο του Σκαλ­κώ­τα, «36 Ελλη­νι­κοί Χο­ροί». Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, το κεί­με­νο έ­χει δη­μο­σιευ­τεί αυ­τού­σιο στο α­φιέ­ρω­μα των «Επτά Ημε­ρών». Επί­σης, δη­μο­σιεύε­ται διά­λε­ξη του συ­στη­μα­τι­κού με­λε­τη­τή του Σκαλ­κώ­τα, Κω­στή Δε­μερτ­ζή, που δό­θη­κε στο κτί­ριο του Δη­μαρ­χείου Χαλ­κί­δας, άλ­λο­τε πο­τέ έ­δρα του Ελλη­νι­κού Ωδείου, στις 14 Δε­κεμ­βρίου 2007. Το κεί­με­νο στη­ρί­χτη­κε σε συ­νέ­ντευ­ξη του ο­μι­λη­τή, με τίτ­λο, «Απλές ε­ρω­τή­σεις και α­πα­ντή­σεις σύγ­χρο­νης Σκαλ­κω­τι­κής». Εί­ναι εν­δια­φέ­ρου­σα, κα­θώς κα­θι­στά προ­σι­τό τον Σκαλ­κώ­τα, σε θεω­ρη­τι­κό ε­πί­πε­δο, α­κό­μη και σε κά­ποιον α­μύη­το στη μου­σι­κή του. Με­τά τη διά­λε­ξη, ο Γιώρ­γος Χατ­ζη­νί­κος, κύ­ριος ερ­μη­νευ­τής του πια­νι­στι­κού έρ­γου του Σκαλ­κώ­τα, έ­παι­ξε στο πιά­νο έρ­γα του, ξε­κι­νώ­ντας με τις «15 Μι­κρές Πα­ραλ­λα­γές». Στο α­φιέ­ρω­μα, ο μι­κρό­τε­ρος α­δελ­φός Δε­μερτ­ζή, ο ε­παγ­γελ­μα­τίας βιο­λι­στής Γιώρ­γος, κα­τα­γρά­φει τη συμ­βο­λή των Ευ­βοέων στη δι­σκο­γρα­φία του Σκαλ­κώ­τα. Προς συ­μπλή­ρω­ση του α­φιε­ρώ­μα­τος, ο ε­πι­με­λη­τής ε­πι­λέ­γει δυο πα­λαιό­τε­ρες κρι­τι­κές για το έρ­γο του χαλ­κι­δαίου μου­σουρ­γού. Της Σο­φίας Σπα­νού­δη, δη­μο­σιευ­μέ­νης στην ε­φη­με­ρί­δα «Πρωΐα», στις 29.11.1930 (εκ πα­ρα­δρο­μής ση­μειώ­νε­ται 21.11.1930), και του μου­σι­κο­κρι­τι­κού Μί­νου Δού­νια, γραμ­μέ­νη το 1949, έ­να μή­να με­τά το θά­να­το του συν­θέ­τη. Η κρι­τι­κή της Σπα­νού­δη ε­ντάσ­σε­ται στη δυ­σμε­νή υ­πο­δο­χή, την ο­ποία ε­πι­φύ­λα­ξε ο Τύ­πος στις δύο συ­ναυ­λίες που έ­δω­σε ο Σκαλ­κώ­τας, στην Αθή­να, στις 23 και 27 Νο­εμ­βρίου 1930, ε­νώ σπού­δα­ζε α­κό­μη στο Βε­ρο­λί­νο. Ο χλευα­σμός και η α­πο­δο­κι­μα­σία για την α­νοί­κεια μου­σι­κή θυ­μί­ζουν την υ­πο­δο­χή, την ί­δια ε­πο­χή, της ε­πί­σης α­νοί­κειας ποίη­σης των υ­περ­ρε­α­λι­στών. Εκτός α­πό αυ­τά, το α­φιέ­ρω­μα “προ­λο­γί­ζει” ποίη­μα του Π.Α.Σι­νό­που­λου και “δια­σκε­δά­ζει” “το φα­ντα­στι­κό η­λεκ­τρο­νι­κό η­με­ρο­λό­γιο του κυ­ρίου Νί­κου Σκαλ­κώ­τα”, συ­νταγ­μέ­νο α­πό τον Γιάν­νη Ευ­στα­θιά­δη.
Για έ­να ευ­ρύ­τε­ρο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό, υ­πάρ­χει το κεί­με­νο του Δή­μου Ρο­δάν­θη (α­πο­ρού­με για­τί σε άλ­λους συ­νερ­γά­τες του τεύ­χους δί­νο­νται βιο­γρα­φι­κά και σε άλ­λους, ό­χι ευ­ρύ­τε­ρα γνω­στούς, πα­ρα­λεί­πο­νται, ό­πως στην πε­ρί­πτω­ση του Ρο­δάν­θη, για τον ο­ποίο στο Δια­δί­κτυο δεν υ­πάρ­χει ού­τε μια α­να­φο­ρά), που τιτ­λο­φο­ρεί­ται, «Για τον Θεό­φι­λο της Χαλ­κί­δας, του­πί­κλην Νί­κο Σκαλ­κώ­τα (1904-1949), δώ­δε­κα ση­μειώ­σεις Φι­λι­σταίου», α­φιε­ρω­μέ­νο στην ποιή­τρια και τσε­μπα­λί­στρια Μαρ­γα­ρί­τα Δαλ­μά­τη, που πέ­θα­νε στις 20 Ιου­λίου 2009, την ο­ποία εί­χα­με α­να­φέ­ρει στις αρ­χές του χρό­νου α­νά­με­σα σε άλ­λους ευ­βο­είς ποιη­τές. Το κεί­με­νο εί­ναι κα­τα­με­ρι­σμέ­νο σε δώ­δε­κα μί­νι ε­νό­τη­τες. Στην πρώ­τη, ο με­λε­τη­τής διευ­κρι­νί­ζει πως α­πο­κα­λεί Θεό­φι­λους ό­σους θε­ο­φι­λείς, ό­πως ο Σκαλ­κώ­τας, πε­θαί­νουν πριν α­πό το πλή­ρω­μα του φυ­σιο­λο­γι­κού χρό­νου. Ενώ, τον ε­αυ­τό του τον ο­νο­μά­ζει Φι­λι­σταίο, ό­χι για­τί θεω­ρεί πως εί­ναι άν­θρω­πος α­καλ­λιέρ­γη­τος, αλ­λά για­τί α­γα­πά τη μου­σι­κή ως α­πλός α­κρο­α­τής και τον Σκαλ­κώ­τα τον νιώ­θει κα­λύ­τε­ρα μέ­σω της βιο­γρα­φίας του. Στη δεύ­τε­ρη, βρί­σκει πως η σχέ­ση του Σκαλ­κώ­τα με τη δη­μο­τι­κή πα­ρά­δο­ση πη­γά­ζει, ό­χι α­πό την α­στι­κή Χαλ­κί­δα των αρ­χών του 20ου αιώ­να, αλ­λά α­πό τη θη­βαία μη­τέ­ρα του, που τρα­γου­δού­σε δη­μο­τι­κά τρα­γού­δια, και τους τη­νια­κούς, πα­τέ­ρα και θείο, αμ­φό­τε­ρους βιο­λι­στές. Εδώ, πλη­ρο­φο­ρεί πως στο Κέ­ντρο Μι­κρα­σια­τι­κών Σπου­δών πα­ρα­μέ­νουν α­δη­μο­σίευ­τα τα 41 τό­σα τρα­γού­δια και σκο­ποί που ο Σκαλ­κώ­τας με­τέ­γρα­ψε σε ευ­ρω­παϊκή μου­σι­κή κα­τά πα­ραγ­γε­λία της Μέλ­πως Μερ­λιέ (Λο­γο­θέ­τη) στα τέ­λη του 1934 αρ­χές 1935. Δη­λα­δή, ό­ταν ξε­κι­νού­σε να γρά­φει τους «36 Ελλη­νι­κούς χο­ρούς». Στην τρί­τη, α­να­φέ­ρε­ται στην α­δη­μο­σίευ­τη αλ­λη­λο­γρα­φία του Σκαλ­κώ­τα, θί­γο­ντας το ζή­τη­μα της ελ­λη­νι­κό­τη­τας, ό­που και δί­νει την δι­κή του εκ­δο­χή για το πώς το α­ντι­με­τώ­πι­σε ο Σκαλ­κώ­τας. Κα­τ΄αυ­τόν, ο συν­θέ­της βιώ­νει βα­θιά το ζή­τη­μα της ελ­λη­νι­κό­τη­τας στη μου­σι­κή και προ­χω­ρεί σε δι­κούς του δρό­μους. Ου­σια­στι­κά, ε­γκα­θι­δρύει μια Νέα Εθνι­κή Σχο­λή, που εί­ναι μια σχο­λή καλ­λι­τε­χνι­κής ε­λευ­θε­ρίας, σε α­πό­στα­ση μιας γε­νιάς α­πό τον Μα­νώ­λη Κα­λο­μοί­ρη και την Εθνι­κή Μου­σι­κή Σχο­λή. Εδώ, ο Ρο­δάν­θης ε­ντο­πί­ζει πα­ράλ­λη­λες στά­σεις στο χώ­ρο της λο­γο­τε­χνίας και των υ­πό­λοι­πων τε­χνών. Στην ε­πό­με­νη ε­νό­τη­τα προ­βάλ­λει την πα­ραλ­λη­λία Σο­λω­μού-Σκαλ­κώ­τα.
Στην πέ­μπτη ε­νό­τη­τα, πα­ρο­τρύ­νει τους ε­ρευ­νη­τές να α­να­ζη­τή­σουν τα ε­ξω­μου­σι­κά εν­δια­φέ­ρο­ντα του συν­θέ­τη, ι­δίως τα λο­γο­τε­χνι­κά, α­φού φέ­ρε­ται ως μα­νιώ­δης α­να­γνώ­στης. Ιδιαί­τε­ρα εν­δια­φέ­ρου­σα εί­ναι η έ­κτη ε­νό­τη­τα, ό­που “ερ­μη­νεύει” τις φω­το­γρα­φίες του Σκαλ­κώ­τα ως τεκ­μή­ριο αυ­τού του α­πολ­λώ­νειου δείγ­μα­τος Νε­οέλ­λη­να που υ­πήρ­ξε. Δυ­στυ­χώς δεν δη­μο­σιεύει την πι­θα­νο­λο­γού­με­νη ως τε­λευ­ταία φω­το­γρα­φία του α­πό το 1948, μό­νο την πε­ρι­γρά­φει. Η φω­το­γρα­φία δη­μο­σιεύε­ται, με λά­θος λε­ζά­ντα, στην ε­ξαί­ρε­τη μο­νο­γρα­φία του Χατ­ζη­νί­κου, που κυ­κλο­φό­ρη­σε α­πό τις εκ­δό­σεις Νε­φέ­λη, το 2006. Μα­ζί με την μο­νο­γρα­φία του με­λε­τη­τή για τον Μό­τσαρ­τ, που κυ­κλο­φό­ρη­σε τον ε­πό­με­νο χρό­νο, ή­ταν πρω­το­βου­λία του μα­θη­τή του, Πε­ρι­κλή Δου­βί­τσα. Ο Ρο­δάν­θης, ό­μως, α­να­φέ­ρε­ται, και στις α­ντρι­κές φι­λίες του Σκαλ­κώ­τα. Συ­γκε­κρι­μέ­να, μνη­μο­νεύει τους σχε­δόν συ­νο­μη­λί­κους του, Δη­μή­τρη Μη­τρό­που­λο και Εμμα­νουήλ Μπε­νά­κη. Γιος α­πό τον πρώ­το γά­μο του Αντώ­νη Μπε­νά­κη με την πρώ­τη του ε­ξα­δέλ­φη ο Μα­νώ­λης, ή­ταν φι­λό­τε­χνος και μου­σο­τρα­φής. Στον Σκα­λω­τά εί­χε ε­ξα­σφα­λί­σει, το 1927, την υ­πο­τρο­φία που χρεια­ζό­ταν για την συ­νέ­χι­ση και ο­λο­κλή­ρω­ση των σπου­δών του στην Γερ­μα­νία. Στην έ­βδο­μη ε­νό­τη­τα, ο Ρο­δάν­θης, καί­τοι Φι­λι­σταίος, “α­κούει” στην «Τρί­τη σουΐτα» του Σκαλ­κώ­τα, που γρά­φτη­κε κα­τά την πε­ρίο­δο του Εμφυ­λίου, “συ­γκα­λυμ­μέ­νες οι­μω­γές για την αι­μάσ­σου­σα πα­τρί­δα”. Στην ό­γδοη, πα­ρο­μοιά­ζει τον Σκα­λω­τά μάλ­λον με τον Μό­τσαρτ πα­ρά με τον Σού­μπερτ. Στην ε­νά­τη, α­πο­φαί­νε­ται πως ο χαλ­κι­δαίος μου­σουρ­γός “χα­ντα­κώ­νε­ται α­πό κα­κούς ερ­μη­νευ­τές”. Στη δε­κά­τη, α­να­κε­φα­λαιώ­νει ό­σα έ­κα­νε η γε­νέ­τει­ρα του Σκαλ­κώ­τα για το ι­διο­φυές τέ­κνο της. Στην εν­δε­κά­τη, α­πα­ριθ­μεί “desiderata”, δη­λα­δή τι πρέ­πει να γί­νει για τον Σκα­λω­τά, σή­με­ρα που το Αρχείο Σκα­λω­τά έ­χει μεί­νει α­κέ­φα­λο. Με­τά τον θά­να­το του συν­θέ­τη, το εί­χε α­να­λά­βει τρι­με­λής ε­πι­τρο­πή, που α­παρ­τι­ζό­ταν α­πό τους Μί­νω Δού­νια, Νέλ­λη Ευελ­πί­δη και Γιάν­νη Πα­παϊωάν­νου, ο ο­ποίος α­πε­βίω­σε, τε­λευ­ταίος, το 2000. Στη συ­νέ­χεια, το α­νέ­λα­βε ο συν­θέ­της Στέ­φα­νος Βα­σι­λειά­δης, που και ε­κεί­νος πέ­θα­νε το 2004. Στην τε­λευ­ταία ε­νό­τη­τα, ο Ρο­δάν­θης ξε­φεύ­γει α­πό το θέ­μα του, αλ­λά του το συγ­χω­ρού­με. Τι ι­δέα να κλεί­σει με Στά­λιν έ­να κεί­με­νο για τον Σκαλ­κώ­τα, α­κό­μη κι αν αμ­φό­τε­ροι δεν πί­στευαν στο Θεό. Όπως και να έ­χει, καί­τοι Φι­λι­σταίος, φαί­νε­ται να γνω­ρί­ζει πολ­λά για τον μου­σι­κό. Κρί­μα, που α­νοί­γει μό­νο χα­ρα­μά­δες σε ό­σα εν­δια­φέ­ρο­ντα θί­γει.
Πρό­κει­ται για έ­να μι­κρό αλ­λά α­πο­λαυ­στι­κό­τα­το στην α­νά­γνω­ση α­φιέ­ρω­μα. Να θυ­μί­σου­με πως ο Σκαλ­κώ­τας ε­νέ­πνευ­σε και έ­ναν του­λά­χι­στον μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό ή­ρωα. Τον μου­σι­κό στο πολ­λα­πλώς υ­παι­νι­κτι­κό τε­λευ­ταίο μυ­θι­στό­ρη­μα του Αλέ­ξη Παν­σέ­λη­νου, «Ο κου­τσός Άγγε­λος», που εκ­δό­θη­κε το 2002.

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου