Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

Συγγραφικά και καλλιτεχνικά διλήμματα

Χένρυ Τζαίημς «Το αυθεντικό»
Μετάφραση: Αντώνης Πέρης
Επιμέλεια: Αργύρης Παπασυριόπουλος
Σχέδια: Ντένι Λόμ
Εκδόσεις Κίχλη Δεκέμβριος 2009

Εκτός α­πό εί­κο­σι μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, ο Χέν­ρυ Τζαίη­μς δη­μο­σίευ­σε και 112 συ­ντο­μό­τε­ρα πε­ζά. Τα ε­κτε­νέ­στε­ρα α­πό αυ­τά, δώ­δε­κα τον α­ριθ­μό, εί­θι­σται να α­πο­κα­λού­νται νου­βέ­λες, ε­νώ τα υ­πό­λοι­πα, διη­γή­μα­τα. Με λι­γό­τε­ρες α­πό δέ­κα χι­λιά­δες λέ­ξεις «Το αυ­θε­ντι­κό», κα­τα­τάσ­σε­ται μάλ­λον στα διη­γή­μα­τα. Αν η πα­ρού­σα με­τά­φρα­ση εί­ναι η πρώ­τη στα ελ­λη­νι­κά πα­ρα­μέ­νει, ό­πως φαί­νε­ται, α­διε­ρεύ­νη­το. Επί­σης, α­διε­ρεύ­νη­το πα­ρα­μέ­νει και το πό­τε δη­μο­σιεύ­τη­κε πρώ­τη φο­ρά σε ελ­λη­νι­κό έ­ντυ­πο πε­ζό του Τζαίη­μς. Μάλ­λον α­πί­θα­νο φαί­νε­ται να πρω­το­εμ­φα­νί­ζε­ται το 1959, με το μυ­θι­στό­ρη­μα, «Ένας Αμε­ρι­κα­νός», α­γνώ­στου με­τα­φρα­στή. Ωστό­σο, γε­νι­κό­τε­ρα, ο Τζαίη­μς άρ­χι­σε να με­τα­φρά­ζε­ται συ­στη­μα­τι­κά και να γί­νε­ται γνω­στός σε έ­να ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νό, με­τά το 1943 και τους ε­ορ­τα­σμούς για την ε­κα­το­ντα­ε­τη­ρί­δα α­πό τη γέν­νη­σή του, στις 15 Απρι­λίου 1843, στη Νέα Υόρ­κη. Πά­ντως, ο πρώ­τος γνω­στός με­τα­φρα­στής του στα ελ­λη­νι­κά εί­ναι ο Κο­σμάς Πο­λί­της, με το «Στρί­ψι­μο της βί­δας», το 1964. Κα­τά τα άλ­λα, ε­πα­νεκ­δί­δε­ται κά­θε τό­σο κά­ποιο α­πό τα γνω­στά μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του. Συ­χνό­τε­ρα, ό­μως, κυ­κλο­φο­ρούν βι­βλιά­ρια με έ­να ή και πε­ρισ­σό­τε­ρα διη­γή­μα­τά του. Σε αυ­τά ε­ντάσ­σε­ται και το πρό­σφα­το. Έκδο­ση, τυ­πο­τε­χνι­κά προ­σεγ­μέ­νη, ό­πως ό­λες του νεό­τευ­κτου εκ­δο­τι­κού οί­κου Κί­χλη, η ο­ποία ει­κο­νο­γρα­φεί­ται με 14 έγ­χρω­μα σχέ­δια του γάλ­λου Ντέ­νι Λο­μ, που ε­δώ και μια δε­κα­πε­ντα­ε­τία πα­ρε­πι­δη­μεί στην Αθή­να. Αν δεν σφάλ­λου­με, συ­νι­στά την πρώ­τη του προ­σπά­θεια να ει­κο­νο­γρα­φή­σει έ­να βι­βλίο πέ­ρα α­πό το χώ­ρο των πα­ρα­μυ­θιών. Το ει­κο­νο­γρα­φι­κό α­πο­τέ­λε­σμα θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρι­στεί ά­νι­σο, με κά­ποια εν­δια­φέ­ρο­ντα σχέ­δια και με ο­ρι­σμέ­να άλ­λα να εν­δί­δουν στην εύ­κο­λη λύ­ση του πα­ρα­μυ­θι­κού μο­τί­βου. Τη με­τά­φρα­ση του κει­μέ­νου την ε­πι­χει­ρεί ο νεό­τα­τος διη­γη­μα­το­γρά­φος Αντώ­νης Πέ­ρης (γεν­νη­θείς το 1972, πρω­το­εμ­φα­νί­ζε­ται το 2002), με την ε­πι­μέ­λεια του Αργύ­ρη Πα­πα­συ­ριό­που­λου, που έ­χει με­τα­φρά­σει και τα κεί­με­να του Επί­με­τρου στο βι­βλίο. Την ερ­γο­γρα­φία του Τζαίη­μς την συ­ντάσ­σουν ο με­τα­φρα­στής και ο Σω­τή­ρης Φα­σού­λας. Όσο α­φο­ρά τις πλη­ρο­φο­ρίες για τις ελ­λη­νι­κές με­τα­φρά­σεις του Τζαίη­μς, αρ­κού­νται στα στοι­χεία που δί­νει ο Σταύ­ρος Πε­τσό­που­λος στο χρο­νο­λό­γιο των βι­βλίων του Τζαίη­μς α­πό τις εκ­δό­σεις Άγρα. Εκεί­νο, ό­μως, που κυ­ρίως εν­δια­φέ­ρει, ό­ταν πρό­κει­ται για λο­γο­τέ­χνες της στάθ­μης του Τζαίη­μς, εί­ναι, προ­φα­νώς, η ποιό­τη­τα της με­τά­φρα­σης. Πι­στεύου­με πως έ­γι­νε μια φι­λό­τι­μη προ­σπά­θεια, πα­ρό­τι, αν δεν σφάλ­λου­με, η προ­η­γού­με­νη ε­μπει­ρία με­τα­φρα­στή και ε­πι­με­λη­τή εί­ναι μι­κρή. Όπως και να έ­χει, ο Τζαίη­μς συ­νι­στά έ­να μάλ­λον πρώι­μο εγ­χεί­ρη­μα. «Το αυ­θε­ντι­κό» γρά­φτη­κε το 1891, σύμ­φω­να και με την εγ­γρα­φή στο ση­μειω­μα­τά­ριο του Τζαίη­μς, που α­να­δη­μο­σιεύε­ται στο Επί­με­τρο. Ωστό­σο, το δεύ­τε­ρο κεί­με­νο του Επί­με­τρου, το α­πό­σπα­σμα α­πό τον πρό­λο­γο στην νε­οϋρκέ­ζι­κη έκ­δο­ση του 1909, α­να­φέ­ρει ως έ­τος έκ­δο­σης του διη­γή­μα­τος το 1890. Δυ­στυ­χώς, ο ε­πι­με­λη­τής δεν πα­ρέ­χει κά­ποια διευ­κρί­νι­ση για αυ­τήν την α­συμ­φω­νία. Το διή­γη­μα δη­μο­σιεύ­τη­κε πρώ­τα στον α­με­ρι­κα­νι­κό Τύ­πο μέ­σω ε­νός α­με­ρι­κα­νι­κού πρα­κτο­ρείου, που προω­θού­σε πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να αγ­γλό­φω­νων συγ­γρα­φέων στις α­με­ρι­κα­νι­κές ε­φη­με­ρί­δες. Στην Αγγλία, δη­μο­σιεύ­τη­κε, στις 16 Απρι­λίου 1892, στο ε­βδο­μα­διαίο ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νο πε­ριο­δι­κό «Black and White», που εί­χε ξε­κι­νή­σει τον προ­η­γού­με­νο χρό­νο. Τέ­λος, σε βι­βλίο, εκ­δό­θη­κε το ε­πό­με­νο έ­τος, μα­ζί με πέ­ντε α­κό­μη διη­γή­μα­τα. Εκεί­νη την πε­ρίο­δο, συ­γκε­κρι­μέ­να την πε­ντα­ε­τία 1890-1895, ο Τζαίη­μς ή­ταν ε­γκα­τε­στη­μέ­νος στο Λον­δί­νο και α­σχο­λεί­το με το θέ­α­τρο, γρά­φο­ντας πρω­τό­τυ­πα έρ­γα και δια­σκευά­ζο­ντας ή­δη έ­τοι­μα, ό­πως το «Ένας Αμε­ρι­κα­νός». Η πε­ριο­ρι­σμέ­νη, ό­μως, ε­πι­τυ­χία τους τον έ­στρε­ψε και πά­λι προς την πε­ζο­γρα­φία. Ο Τζαίη­μς, του­λά­χι­στον για τα διη­γή­μα­τά του, συ­χνά ε­μπνεό­ταν α­πό πραγ­μα­τι­κά πε­ρι­στα­τι­κά. Στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, το ε­ρέ­θι­σμα τού το έ­δω­σε ο φί­λος του Ζωρζ ντε Μω­ριέ, που ερ­γα­ζό­ταν ως σκι­τσο­γρά­φος στο αγ­γλι­κό πε­ριο­δι­κό «Punch». Όπως του διη­γή­θη­κε, τον εί­χε ε­πι­σκε­φτεί έ­να ζευ­γά­ρι ξε­πε­σμέ­νων α­ρι­στο­κρα­τών, ζη­τώ­ντας του να τους χρη­σι­μο­ποιή­σει σαν μο­ντέ­λα. Του πα­ρου­σια­ζό­ταν, δη­λα­δή, η δε­λε­α­στι­κή ευ­και­ρία να α­ντι­κα­τα­στή­σει τους με­ρο­κα­μα­τιά­ρη­δες, που εί­χε μο­ντέ­λα, με αν­θρώ­πους της ί­διας κοι­νω­νι­κής τά­ξης με αυ­τούς που σκι­τσά­ρι­ζε. Αν α­πο­φά­σι­ζε την αλ­λα­γή, μπο­ρεί να έ­χα­νε τη βο­λή του, του­λά­χι­στον αρ­χι­κά, αλ­λά θα εί­χε αυ­θε­ντι­κά πρό­σω­πα να πο­ζά­ρουν. Το δί­λημ­μα του φί­λου του, ο Τζαίη­μς το με­τα­μόρ­φω­σε σε έ­να διή­γη­μα, που συμ­βάλ­λει στην πε­ρί τέ­χνης συ­ζή­τη­ση, ό­πως την α­νοί­γει, ε­ξή­ντα χρό­νια νω­ρί­τε­ρα, «Το Άγνω­στο α­ρι­στούρ­γη­μα» του Μπαλ­ζάκ. Σύμ­φω­να με τις η­με­ρο­λο­για­κές του ση­μειώ­σεις, ε­κεί­νο που αρ­χι­κά τον ε­ντυ­πω­σία­σε ή­ταν η κοι­νω­νι­κή πλευ­ρά του πε­ρι­στα­τι­κού. Δη­λα­δή το γε­γο­νός ό­τι γό­νοι α­ρι­στο­κρα­τών, που εί­χαν ε­ξα­σφα­λι­σμέ­να τα προς το ζην και πε­ρι­φέ­ρο­νταν αρ­γό­σχο­λα σε συ­νευ­ρέ­σεις της υ­ψη­λής κοι­νω­νίας, τους βρή­κε μια κα­κο­τυ­χία και α­να­γκά­στη­καν να ερ­γα­στούν. Πα­ρό­λο τον αέ­ρα των σα­λο­νιών, που διέ­θε­ταν, δεν εί­χαν κά­ποια ε­παγ­γελ­μα­τι­κή κα­τάρ­τι­ση, α­φού το μό­νο που έ­κα­ναν μέ­χρι τό­τε, ή­ταν να ε­πι­δει­κνύουν την κα­λή τους εμ­φά­νι­ση και να ε­παί­ρο­νται για την α­νω­τε­ρό­τη­τα της τά­ξης τους. Οπό­τε, το ί­διο σκέ­φτη­καν να κά­νουν και σε ώ­ρα α­νά­γκης. Μό­νο που, αυ­τή τη φο­ρά, το πο­ζά­ρι­σμα, δεύ­τε­ρη έ­ξη γι’ αυ­τούς, θα γι­νό­ταν ε­πί χρή­μα­σι. Αυ­τές, ό­μως, οι κοι­νω­νιο­λο­γί­ζου­σες σκέ­ψεις του Τζαίη­μς βρί­σκο­νται μό­νο στο η­με­ρο­λό­γιό του. Δια­βά­ζο­ντας μό­νο αυ­τές, μέ­νει κα­νείς με την ε­ντύ­πω­ση πως ο συγ­γρα­φέ­ας συ­νο­μι­λεί με τους λί­γο με­τα­γε­νέ­στε­ρούς του κοι­νω­νιο­λό­γους, ό­πως ο συ­μπα­τριώ­της του Θόρ­σταϊν Βέ­μπλιν, ο πρώ­τος α­να­τό­μος της αρ­γό­σχο­λης τά­ξης. Αν, ό­μως, ο Τζαίη­μς πε­ριο­ρι­ζό­ταν σε αυ­τό το πλαί­σιο, θα έ­γρα­φε α­πλώς μια σύ­ντο­μη ι­στο­ρία, ό­πως πλεί­στοι άλ­λοι σύγ­χρο­νοί του και α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ροι ση­με­ρι­νοί. Ήδη, ό­μως, το 1884, στο δο­κί­μιό του, «Η Τέ­χνη της Μυ­θο­πλα­σίας», σαρ­κά­ζει την πρυ­τα­νεύου­σα, έως και σή­με­ρα, θέ­ση «Η ι­στο­ρία εί­ναι το παν». Ενώ, ε­κεί­νος α­να­ζη­τού­σε τη βα­θύ­τε­ρη ου­σία ε­νός θέ­μα­τος, την “ι­δέ­α”, την ο­ποία α­πο­κα­λύ­πτει η ο­πτι­κή, μέ­σα α­πό την ο­ποία γρά­φε­ται έ­να διή­γη­μα. Εδώ, ε­πι­λέ­γει την ο­πτι­κή ε­νός ε­πί­δο­ξου ζω­γρά­φου, που προ­σω­ρι­νά αρ­κεί­ται στην ει­κο­νο­γρά­φη­ση βι­βλίων. Για τον Τζαίη­μς, ζω­γρά­φος και λο­γο­τέ­χνης εί­ναι α­δελ­φές ψυ­χές. Μέ­σω του ζω­γρά­φου ή­ρωά του, ξε­δι­πλώ­νει δι­κές του σκέ­ψεις πε­ρί τέ­χνης, ε­ρα­σι­τε­χνι­σμού και κρι­τι­κής α­να­γνώ­ρι­σης. Στην α­φή­γη­ση α­πό την σκο­πιά του ζω­γρά­φου, προ­βάλ­λε­ται ο ψυ­χο­λο­γι­κός πα­ρά­γο­ντας, ε­νώ, σε έ­να δεύ­τε­ρο ε­πί­πε­δο, α­να­πτύσ­σε­ται ο στο­χα­σμός πε­ρί τέ­χνης. Το ζεύ­γος των πα­ρηκ­μα­σμέ­νων α­ρι­στο­κρα­τών, το ο­ποίο ο ζω­γρά­φος του διη­γή­μα­τος προσ­λαμ­βά­νει, τον γο­η­τεύει με την εμ­φά­νι­ση, τους τρό­πους και την ο­μι­λία του. Ταυ­τό­χρο­να, τον κά­νει να αι­σθά­νε­ται ά­βο­λα. Αυ­τός, έ­νας άν­θρω­πος της με­σαίας τά­ξης, κα­τέ­λη­ξε να έ­χει στην υ­πη­ρε­σία του και, κα­τ’ ε­πέ­κτα­ση, να δια­τά­ζει πρό­σω­πα της υ­ψη­λής κοι­νω­νίας. Αυ­τό το, τρό­πον τι­νά, αί­σθη­μα κα­τω­τε­ρό­τη­τας συ­χνά τον ω­θεί να υιο­θε­τεί τις α­πό­ψεις τους, α­να­θεω­ρώ­ντας κά­ποιες δι­κές του. Κυ­ρίως, ό­μως, λει­τουρ­γεί κα­τα­λυ­τι­κά στο υ­πο­συ­νεί­δη­τό του. Αυ­τό α­κρι­βώς α­ντα­να­κλά­ται στις ζω­γρα­φι­κές του συν­θέ­σεις, ό­που το ζεύ­γος προ­βάλ­λει με τη θεω­ρία υ­ψη­λά ι­στά­με­νων. Εκεί, σχε­δόν α­θέ­λη­τα, τους σχε­διά­ζει με ύ­ψος πο­λύ πά­νω α­πό το μέ­σο α­πα­ντώ­με­νο. Αυ­τά, ό­σο α­φο­ρά τον ψυ­χο­λο­γι­κό πα­ρά­γο­ντα. Ο στο­χα­σμός του Τζαίη­μς πε­ρί τέ­χνης ξε­κι­νά με το πλά­σι­μο δυο α­κό­μη η­ρώων. Προς δια­τή­ρη­ση της α­φη­γη­μα­τι­κής συμ­με­τρίας, πλά­θει έ­να δεύ­τε­ρο ζεύ­γος μο­ντέ­λων. Η γυ­ναί­κα εί­ναι ο α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κός λαϊκός τύ­πος της Λον­δρέ­ζας και ο ά­ντρας, έ­νας να­πο­λι­τά­νος φτω­χο­διά­βο­λος. Σ’ αυ­τούς ο ζω­γρά­φος έ­χει ό­λη την ά­νε­ση να τους ντύ­νει, να τους στή­νει, να τους δι­δά­σκει. Με άλ­λα λό­για, να τους πλά­θει, ό­πως ο σκη­νο­θέ­της τον η­θο­ποιό, προ­σπα­θώ­ντας να εκ­μαιεύ­σει τα πρό­σω­πα, που έ­χει στη φα­ντα­σία του. Πα­ρεν­θε­τι­κά, να ση­μειώ­σου­με ε­δώ την παι­γνιώ­δη ο­νο­μα­το­λο­γία του συγ­γρα­φέ­α: Το ε­πώ­νυ­μο του α­ρι­στο­κρα­τι­κού ζεύ­γους εί­ναι “Monarch”, έ­να δά­νειο α­πό την ελ­λη­νι­κή, που θα μπο­ρού­σε να δια­σω­θεί στη με­τά­φρα­ση. Και η λαϊκή Αγγλί­δα α­πο­κα­λεί­ται “Μις Τσάρ­μ”. Σε α­ντί­θε­ση με τους πλη­βείους, οι γνή­σιοι α­ρι­στο­κρά­τες λει­τουρ­γούν α­πέ­να­ντι στο ζω­γρά­φο κα­τα­λυ­τι­κά. Τον υ­πο­βι­βά­ζουν στο ρό­λο του φω­το­γρά­φου. Ου­σια­στι­κά, τον α­φο­πλί­ζουν και τον κα­θι­στούν έ­ναν α­πλό τε­χνί­τη, που α­ντι­γρά­φει δου­λι­κά την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Με άλ­λα λό­για, δεν του α­φή­νουν δη­μιουρ­γι­κά πε­ρι­θώ­ρια, ού­τε κά­ποια πνοή αυ­το­σχε­δια­σμού. Ο καλ­λι­τέ­χνης κα­θη­λώ­νε­ται μπρο­στά στη δυ­να­μι­κή του αυ­θε­ντι­κού που, ό­χι μό­νο ε­πι­βάλ­λε­ται, αλ­λά γυ­ρεύει και κυ­ρίαρ­χα δι­καιώ­μα­τα. Το διή­γη­μα θα μπο­ρού­σε, με­τα­ξύ των άλ­λων, να θεω­ρη­θεί και ως μια πα­ρα­βο­λή. Φέ­ρει ό­λα ε­κεί­να τα εν­δο­γε­νή στοι­χεία προς συγ­γρα­φι­κή σπου­δή, ι­διαί­τε­ρα για συγ­γρα­φείς που ρέ­πουν προς την “α­ντι­γρα­φή” της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο σή­με­ρα, στο πλαί­σιο, δη­λα­δή, μιας ε­πο­χής “με­τά” το μο­ντέρ­νο, ό­που, ό­λο και συ­χνό­τε­ρα, οι νεό­τε­ροι συγ­γρα­φείς την σερ­βί­ρουν ω­μή, χω­ρίς κα­μία δη­μιουρ­γι­κή με­του­σίω­ση, πα­ρά μό­νο με κά­ποια κοι­νό­το­πα, συ­νή­θως ρη­χά ή μο­νο­διά­στα­τα, κοι­νω­νιο­λο­γι­κά αι­τή­μα­τα. Φαί­νε­ται, ό­μως, ό­τι ο ά­νε­μος του με­τα­μο­ντέρ­νου σά­ρω­σε και τον ί­διον τον Τζαίη­μς. Το «Στρί­ψι­μο της βί­δας», α­φού υ­πέ­στη με­τα­μο­ντέρ­να θε­α­τρι­κή δια­σκευή και α­πέ­κτη­σε τον ε­μπνευ­σμέ­νο τίτ­λο «Επι­σκέ­πτες», “τρέ­χει” φι­λό­δο­ξα και τολ­μη­ρά ως πα­ρά­στα­ση στην φε­τει­νή θε­α­τρι­κή σαι­ζόν. Πα­ρό­τι δο­κι­μα­σμέ­νος θε­α­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας ο ί­διος ο Τζαίη­μς, φαί­νε­ται ό­τι α­δυ­να­τού­σε να το δια­σκευά­σει θε­α­τρι­κά. Κα­τά τα άλ­λα, το διή­γη­μα πα­ρου­σιά­ζει ό­λες τις τζαιμ­σια­νές α­ρε­τές. Ανά­γλυ­φους, ζω­ντα­νούς χα­ρα­κτή­ρες και πει­στι­κή διή­γη­ση, με έμ­μο­νη προ­σο­χή στη λε­πτο­μέ­ρεια, που φτιά­χνει την α­πό­χρω­ση και δί­νει την ει­δο­ποιό δια­φο­ρά.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δεν υπάρχουν σχόλια: