Τρίτη 18 Μαΐου 2010

Ένας πλατωνικός έρωτας

Κώ­στας Ου­ρά­νης
«Ένα ει­δύλ­λιο
36 α­νέκ­δο­τες ε­πι­στο­λές»
Επι­μέ­λεια Αλόη Σι­δέ­ρη
Εκδό­σεις Ίδρυ­μα Κώ­στα
και Ελέ­νης Ου­ρά­νη


Εδώ κα­ρά­βια χά­νο­νται, βαρ­κού­λες αρ­με­νί­ζου­ν”, θα σκε­φτεί ο α­να­γνώ­στης του «Ex Libris», βλέ­πο­ντας να ε­πα­νερ­χό­μα­στε στον Ου­ρά­νη. Ίσως και να έ­χει δί­κιο, αν μας χρεώ­σει με άρ­ρω­στο ρο­μα­ντι­σμό. Ού­τε, βε­βαίως, το γε­γο­νός ό­τι ε­φέ­τος συ­μπλη­ρώ­νο­νται 120 χρό­νια α­πό τη γέν­νη­ση του Ου­ρά­νη μας σώ­ζει, δε­δο­μέ­νου του πλή­θους των α­ξιο­μνη­μό­νευ­των ε­πε­τείων, τις ο­ποίες έ­χου­με κα­τά και­ρούς προ­σπε­ρά­σει. Πα­ρό­λα αυ­τά εν­δί­δου­με στην εμ­μο­νή να μην ε­γκα­τα­λεί­που­με έ­να θέ­μα η­μι­τε­λές. Ύστε­ρα, το βι­βλίο, στο ο­ποίο α­να­φε­ρό­μα­στε, έ­τσι κι αλ­λιώς, αν δεν σφάλ­λου­με, λαν­θά­νει. Ο Ου­ρά­νης α­γα­πή­θη­κε πο­λύ στην ε­πο­χή του και έ­μει­νε ως “ο τε­λευ­ταίος ρο­μα­ντι­κός των γραμ­μά­των μας”, γραμ­μα­το­λο­γι­κά κα­τα­χω­ρη­μέ­νος στην Αθη­ναϊκή Σχο­λή του νε­ο­ρο­μα­ντι­σμού και νε­ο­συμ­βο­λι­σμού. Ας ε­πα­νέλ­θου­με, ό­μως, στο η­μι­τε­λές κεί­με­νο της προ­πε­ρα­σμέ­νης Κυ­ρια­κής.
«Η μο­να­χή Αλκο­φο­ρά­δο, ο Ου­ρά­νης και η ε­πι­στο­λο­γρα­φία» ή­ταν ο τίτ­λος του. Τρία ου­σια­στι­κά δη­μιουρ­γούν τρεις δυα­δι­κές σχέ­σεις. Σε ε­κεί­νο το κεί­με­νο ε­ξα­ντ­λού­σα­με τις δυο: η πορ­το­γα­λί­δα μο­να­χή έ­γρα­ψε πα­θια­σμέ­νες ε­ρω­τι­κές ε­πι­στο­λές τον 17ο αιώ­να, ο Ου­ρά­νης τις με­τέ­φρα­σε το 1920, πι­θα­νώς και πί­νο­ντας κα­φέ στο κα­φε­νε­δά­κι της Λισ­σα­βώ­νας, που σύ­χνα­ζε ο Πεσ­σόα. Τε­λειώ­νει, ό­μως, η σχέ­ση του Ου­ρά­νη με την ε­πι­στο­λο­γρα­φία στο ρό­λο το δεύ­τε­ρο του με­τα­φρα­στή; Στους δώ­δε­κα τό­μους, που ε­ξέ­δω­σε με­τά το θά­να­τό του, το 1953, η σύ­ζυ­γός του Ελέ­νη Ου­ρά­νη, συ­γκε­ντρώ­θη­καν ποιή­μα­τα, πε­ζά και με­λέ­τες. Πά­σης φύ­σεως πε­ζά· διη­γή­μα­τα, α­φη­γή­σεις, λυ­ρι­κές πρό­ζες, α­πο­σπά­σμα­τα μυ­θι­στο­ρη­μά­των, προ­πα­ντός, τα τα­ξι­διω­τι­κά του. “Ένα εί­δος Απά­ντω­ν”, τους α­πο­κα­λεί ο Λου­κάς Κού­σου­λας, υ­πεν­θυ­μί­ζο­ντας το πλή­θος των δη­μο­σιευ­μά­των του Ου­ρά­νη, που πα­ρα­μέ­νουν σκόρ­πια σε ποι­κί­λα έ­ντυ­πα. Πά­ντως, σε αυ­τό το συ­γκε­ντρω­τι­κό σώ­μα του έρ­γου του, ε­πι­στο­λές δεν δη­μο­σιεύο­νται. Θα μπο­ρού­σαν, βε­βαίως, να υ­πάρ­χουν στο Αρχείο του και να μη κρί­θη­καν α­πό την ε­πι­με­λή­τρια και σύ­ζυ­γο ά­ξιες δη­μο­σίευ­σης. Κα­τ’ αρ­χήν, ό­μως, υ­πάρ­χει Αρχείο Ου­ρά­νη;
Η Αλόη Σι­δέ­ρη εί­ναι κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κή: “Αρχείο Ου­ρά­νη δεν υ­πάρ­χει που­θε­νά!” Έτσι κι αλ­λιώς, τα κα­τά­λοι­πα των συγ­γρα­φέων συ­νι­στούν μια μα­κριά ό­σο και με­λαγ­χο­λι­κή ι­στο­ρία, που γεν­νά πε­ρισ­σό­τε­ρες ει­κα­σίες πα­ρά βε­βαιό­τη­τες. Ένα συ­μπέ­ρα­σμα εί­ναι σί­γου­ρο: οι κά­το­χοί τους λει­τουρ­γούν με γνώ­μο­να το ί­διον ό­φε­λος. Κι αυ­τό ι­σχύει, εί­τε πρό­κει­ται για κλη­ρο­νό­μους, ό­πως συ­ζύ­γους και εξ αί­μα­τος συγ­γε­νείς, εί­τε για φε­ρώ­νυ­μες Εται­ρείες και Ιδρύ­μα­τα. Ωστό­σο, η Σι­δέ­ρη εί­χε στη διά­θε­σή της τις ε­πι­στο­λές του Ου­ρά­νη. Ίσως να μην εί­ναι οι μο­να­δι­κές δια­σω­θεί­σες σε κά­ποιο ά­φα­ντο ή και λαν­θά­νον Αρχείο. Πά­ντως, εί­ναι, σί­γου­ρα, οι μο­να­δι­κές που έ­χουν, μέ­χρι σή­με­ρα, εκ­δο­θεί. Την η­με­ρο­μη­νία, Μάιος 1992, φέ­ρει η ει­σα­γω­γή της στην έκ­δο­ση, με τον ρο­μα­ντι­κό τίτ­λο, «Ένα ει­δύλ­λιο». Και πράγ­μα­τι, μέ­σα α­πό τις ε­πι­στο­λές, ξε­δι­πλώ­νε­ται έ­να ει­δύλ­λιο, και με τις δυο έν­νοιες της λέ­ξης. Τό­σο την κυ­ριο­λε­κτι­κή, ως αι­σθη­μα­τι­κό πε­ζο­γρά­φη­μα ε­πι­στο­λι­κής μορ­φής, ό­σο και τη με­τα­φο­ρι­κή ως τρυ­φε­ρή ε­ρω­τι­κή σχέ­ση. Ανε­ξάρ­τη­τα αν ο ση­με­ρι­νός α­να­γνώ­στης ως προς το δεύ­τε­ρο σκέ­λος, μπο­ρεί και να το χα­ρα­κτη­ρί­σει έ­να πα­ρά­δο­ξο έως α­δια­νό­η­το ει­δύλ­λιο.
“Τα γράμ­μα­τα του Ου­ρά­νη στην Κα­λο­μοί­ρα Κου­ρού­κλη εί­ναι α­πό τα πε­ρι­πα­θέ­στε­ρα ε­ρω­τι­κά κεί­με­να της νε­ο­ελ­λη­νι­κής πε­ζο­γρα­φίας”, δια­πι­στώ­νει η Σι­δέ­ρη. Πρό­κει­ται για 30 ε­πι­στο­λές, πυ­κνο­γραμ­μέ­νες και σχε­δόν ό­λες πο­λυ­σέ­λι­δες, 6 τα­χυ­δρο­μι­κές κάρ­τες και 9 φω­το­γρα­φίες του Ου­ρά­νη. Η πρώ­τη ε­πι­στο­λή, σε ε­πι­στο­λό­χαρ­το με τη φίρ­μα «Εφη­με­ρίς Ακρό­πο­λις», φέ­ρει η­με­ρο­μη­νία 2 Φε­βρουα­ρίου 1913, και η τε­λευ­ταία, 19 Απρι­λίου 1915, σε ε­πι­στο­λό­χαρ­το με τη φίρ­μα «Cafe Restaurant d’ Orsay». Η διεύ­θυν­ση του α­πο­στο­λέα αλ­λά­ζει: Αθή­να, Λεω­νί­διο Κυ­νου­ρίας, Πα­ρί­σι, Μι­λά­νο, Λον­δί­νο. Η διεύ­θυν­ση της πα­ρα­λή­πτριας πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρά στο Λη­ξού­ρι Κε­φα­λο­νιάς, τη γε­νέ­τει­ρά της. Η Κα­λο­μοί­ρα Κου­ρού­κλη ή­ταν δυο χρό­νια μι­κρό­τε­ρη του Ου­ρά­νη, γεν­νη­θεί­σα το 1892. Ποιή­τρια και ε­κεί­νη, έ­κα­νε νω­ρίς την πρώ­τη της εμ­φά­νι­ση στα γράμ­μα­τα. Δε­κα­ε­πτά ε­τών δη­μο­σίευ­σε πε­ζά της στην πα­τραϊκή ε­φη­με­ρί­δα «Πε­λο­πόν­νη­σος» και στο ε­βδο­μα­διαίο φι­λο­λο­γι­κό πε­ριο­δι­κό «Ελλάς» του Σπύ­ρου Πο­τα­μιά­νου. Λί­γους μή­νες νω­ρί­τε­ρα, Δε­κέμ­βριο 1908, και πά­λι στο «Ελλάς», δη­μο­σίευ­σε ποίη­μα, για πρώ­τη φο­ρά, και ο Ου­ρά­νης.
Το ει­δύλ­λιο του Ου­ρά­νη και της Κα­λο­μοί­ρας πλέ­χτη­κε μέ­σω των ε­πι­στο­λών. Το αί­σθη­μα ή­ταν α­μοι­βαίο, ω­στό­σο ε­μείς γνω­ρί­ζου­με μό­νο τη μια ό­ψη του, α­φού τα γράμ­μα­τα της Κα­λο­μοί­ρας δεν βρέ­θη­καν. Αντ’ αυ­τών, η Σι­δέ­ρη πα­ρα­θέ­τει έ­να «Τρα­γού­δι» της, δη­μο­σιευ­μέ­νο στο κε­φαλ­λο­νί­τι­κο πε­ριο­δι­κό «Ζι­ζά­νιον», το 1914: «Σου φέρ­νω ε­γώ της νειό­της μου την πρό­σχα­ρην η­μέ­ρα / μες του χει­μώ­να τ’ ά­γριου τον ά­γριο και­ρό / ε­γώ ’μαι η ο­λο­γέ­λα­στη του πέ­λα­ου θυ­γα­τέ­ρα, / Μάη σου φέρ­νω ε­γώ...» Σε αυ­τό το νέο και φω­τει­νό, που φέρ­νει η Κα­λο­μοί­ρα, ό­χι στη ζωή, αλ­λά κυ­ρίως στην ποίη­ση του Ου­ρά­νη, ε­στιά­ζει τον σχο­λια­σμό της η Σι­δέ­ρη. Δια­βά­ζο­ντας πα­ράλ­λη­λα τα ποιή­μα­τα του Ου­ρά­νη και το και­νού­ριο ντο­κου­μέ­ντο, που συ­νι­στούν οι ε­πι­στο­λές του, δεί­χνει τις εκ­φρα­στι­κές και θε­μα­τι­κές τους συ­μπτώ­σεις, ε­ξη­γώ­ντας με το “ει­δύλ­λιο” την ε­ξέ­λι­ξη της ποίη­σής του αλ­λά και χρο­νο­λο­γώ­ντας πολ­λά ποιή­μα­τά του. Εξέ­λι­ξη, που ο­ρι­σμέ­νοι κρι­τι­κοί του Ου­ρά­νη έ­χουν ε­πι­ση­μά­νει. Για πα­ρά­δειγ­μα, ο Λί­νος Πο­λί­της θεω­ρεί ό­τι ο Ου­ρά­νης ε­πη­ρέ­α­σε πο­λύ τους συγ­χρό­νους του και τους λί­γο νεό­τε­ρους, δη­λα­δή τη λε­γό­με­νη γε­νιά του 1920, με τη μο­να­δι­κή ου­σια­στι­κά συλ­λο­γή του, τις «Νο­σταλ­γίες» του 1920. Πα­ρό­τι εί­χε δη­μο­σιεύ­σει δύο προ­η­γού­με­νες, την πρώ­τη («Σαν ό­νει­ρα») του 1909, που δια­γρά­φει και ο ί­διος ο Ου­ρά­νης, και το «Spleen» του 1912. Όταν ακ­μά­ζει το ει­δύλ­λιο, φαί­νε­ται ό­τι γρά­φει τα έ­ξι «Ερω­τι­κά» και τα τρία ποιή­μα­τα του «Ύμνου στην Άνοι­ξη», τα ο­ποία, στη συ­γκε­ντρω­τι­κή έκ­δο­ση του 1953, τα­ξι­νο­μού­νται στα «Τρα­γού­δια», μα­ζί με άλ­λα σκόρ­πια ποιή­μα­τα, που βρέ­θη­καν α­πό τη σύ­ζυ­γό του στα χαρ­τιά του. Την ί­δια ε­πο­χή, ξε­κι­νά­ει να γρά­φει και τα ποιή­μα­τα της τρί­της συλ­λο­γής.
Τη δια­φο­ρο­ποίη­ση της ποίη­σης του Ου­ρά­νη α­πό το «Spleen» στις «Νο­σταλ­γίες», μα­ζί με έ­ναν ε­κτε­νέ­στε­ρο σχο­λια­σμό των ποιη­τι­κών συμ­βο­λι­σμών και των με­τα­πτώ­σεων της ποιη­τι­κής του διά­θε­σης, τα πα­ρου­σία­σε η Σι­δέ­ρη, σε έ­να δεύ­τε­ρο βι­βλίο της για τον Ου­ρά­νη, που εκ­δό­θη­κε έ­να χρό­νο αρ­γό­τε­ρα, το 1993, στην ε­ξαί­ρε­τη σει­ρά, «Η ελ­λη­νι­κή ποίη­ση», των εκ­δό­σεων της Εστίας, με διευ­θυ­ντή τον ποιη­τή Γιώρ­γο Κο­ρο­πού­λη. Εί­ναι ο δεύ­τε­ρος τό­μος, σε συ­νο­λι­κά μό­λις ο­κτώ. Κα­τά την Σι­δέ­ρη, ο Ου­ρά­νης, ό­πως ό­λοι οι ε­ρω­τευ­μέ­νοι, έ­χει ξαφ­νι­κά α­να­κα­λύ­ψει τον πα­ρά­δει­σο. Το νέο στοι­χείο εί­ναι ο υ­παρ­κτός και φω­τει­νός κό­σμος, που πα­ρα­με­ρί­ζει χί­μαι­ρες, νο­σταλ­γι­κά ό­νει­ρα και με­λαγ­χο­λία. Μπο­ρεί το ει­δύλ­λιο να κρά­τη­σε μό­λις δυο χρό­νια, η αλ­λα­γή, ό­μως, ό­χι τό­σο ως διά­θε­ση, αλ­λά στους στι­χουρ­γι­κούς του τρό­πους, έ­μει­νε.
Η Κα­λο­μοί­ρα δια­λύει τις ο­μί­χλες στην ψυ­χή του Ου­ρά­νη. Πώς, ό­μως, άρ­χι­σε η αλ­λη­λο­γρα­φία τους; Το πρώ­το γράμ­μα το στέλ­νει ο Ου­ρά­νης, με­τά μια συ­ζή­τη­ση με φί­λη του για την Κα­λο­μοί­ρα, που του δη­μιούρ­γη­σε την ε­ντύ­πω­ση πως πρό­κει­ται για μια α­πό τις “λε­πτές ψυ­χές” που ζού­νε “με τη νο­σταλ­γία του ω­ραίου και της αρ­μο­νίας”. Και ε­κεί­νη θα του α­πα­ντή­σει με μια ε­πι­στο­λή, που έ­δει­χνε πράγ­μα­τι μια α­δελ­φή ψυ­χή. Ανταλ­λάσ­σουν φω­το­γρα­φίες αλ­λά δεν συ­να­ντιού­νται. Ο Ου­ρά­νης, το κα­λο­καί­ρι του 1913, πα­ρα­θε­ρί­ζει στο πα­τρο­γο­νι­κό του, στο Λεω­νί­διο, τη “βίλ­λα” του, ό­πως την α­πο­κα­λεί. Στη συ­νέ­χεια, προσ­λαμ­βά­νε­ται ως α­ντα­πο­κρι­τής της κα­θη­με­ρι­νής ε­φη­με­ρί­δος «Νέα Ελλάς» στο Λον­δί­νο, ό­που και μέ­νει μέ­χρι το τέ­λος του 1913. Τε­λι­κά, φεύ­γει για το Πα­ρί­σι.
Στην τε­λευ­ταία ε­πι­στο­λή α­πό το Λον­δί­νο γρά­φει: «... Δεν πι­στεύω να φο­βά­σαι τώ­ρα το Πα­ρί­σι. Θα αι­σθά­νε­σαι πό­σο δι­κός σου εί­μαι ώ­στε να εί­νε δύ­σκο­λο να στρα­φώ προς τις πα­ληές γυ­ναί­κες. Τα δε­σμά της δι­κής σου α­γά­πης εί­νε τό­σο ε­πι­θυ­μη­τά και α­γα­πη­μέ­να που βέ­βαια δεν θά­μαι ε­γώ που θα τα σπά­σω για να τρέ­ξω πί­σω α­πό προ­βλη­μα­τι­κές ευ­τυ­χίες... Τώ­ρα για μέ­να το Πα­ρί­σι θα εί­ναι η πό­λις του πνεύ­μα­τος...». Ολό­κλη­ρο το 1914 και τους πρώ­τους μή­νες του 1915 βρί­σκε­ται στο Πα­ρί­σι. Συ­χνά εί­ναι άρ­ρω­στος. Οι ε­πι­στο­λές γί­νο­νται ό­λο και θερ­μό­τε­ρες. “Σε φι­λώ α­γα­πη­μέ­νη μου στα χεί­λια –σή­με­ρα– στα χεί­λια κι εί­μαι δι­κός σου.” Εί­ναι η κα­τα­κλεί­δα της ε­πι­στο­λής της 6ης Ια­νουα­ρίου 1915. Μέ­χρι την τε­λευ­ταία σω­θεί­σα ε­πι­στο­λή, στην ο­ποία στρέ­φε­ται σε πρα­κτι­κά θέ­μα­τα: «... Ναι, δεν μπο­ρού­με πια να ζού­με στην α­να­μο­νή. Όλα τεί­νουν σε μια μοι­ραία ε­ξέ­λι­ξη. Κι’ η α­γά­πη μας; Λοι­πόν, νο­μί­ζεις πως εί­νε και­ρός τώ­ρα; Ας βά­νου­με τις βά­σεις της μελ­λο­ντι­κής μας ζωής. Αρχί­ζω ε­γώ πρώ­τα...» Ανα­λύει τα στε­νά οι­κο­νο­μι­κά του και την κα­κή σχέ­ση με τον πλού­σιο πα­τέ­ρα του. Την ρω­τά­ει, αν μπο­ρεί αυ­τή να συ­νει­σφέ­ρει. Ενώ, το­νί­ζει πως εί­ναι πια “η Γυ­ναί­κα του”.
Με αυ­τήν την ε­πι­στο­λή τε­λειώ­νει η αλ­λη­λο­γρα­φία τους. Σε μια υ­πο­σε­λί­δια ση­μείω­ση, η Σι­δέ­ρη πλη­ρο­φο­ρεί, ό­τι, σύμ­φω­να με προ­φο­ρι­κή μαρ­τυ­ρία της Κα­λο­μοί­ρας, ε­κεί­νη του εί­χε α­πα­ντή­σει ό­τι μπο­ρού­σε να συ­νει­σφέ­ρει στο γά­μο τους ε­λά­χι­στα με­τρη­τά και έ­να α­κί­νη­το στο Λη­ξού­ρι. Γνω­ρί­ζου­με ό­τι ο Ου­ρά­νης ε­πέ­στρε­ψε στην Αθή­να άρ­ρω­στος. Στο «Ημε­ρο­λό­γιο ε­νός φθι­σι­κού», δια­βά­ζου­με ό­τι στις 15 Οκτω­βρίου 1915 βρί­σκε­ται α­κό­μη στο Πα­ρί­σι. Αρχές Νο­εμ­βρίου, έρ­χε­ται στην Αθή­να, μέ­νει για λί­γο στο Λεω­νί­διο, και στις 27 Νο­εμ­βρίου α­να­χω­ρεί για το Ντα­βός. Εκεί μέ­νει δυο χρό­νια και γνω­ρί­ζει την Μα­νουέ­λα Σα­ντιά­γκο, που πα­ντρεύε­ται στις αρ­χές του 1918. Η Κα­λο­μοί­ρα πα­ντρεύε­ται τον συ­ντο­πί­τη της Χα­ρά­λα­μπο Μα­τα­ρά­γκα, και ε­κεί­νος ποιη­τής, Ια­νουά­ριο 1921. Συ­μπτω­μα­τι­κά, εί­ναι η χρο­νιά που εκ­δί­δε­ται η με­τά­φρα­ση των ε­πι­στο­λών της μο­να­χής Αλκο­φο­ρά­δο α­πό τον Ου­ρά­νη.
Οι α­πο­ρίες μέ­νουν. Άρα­γε α­πά­ντη­σε ο Ου­ρά­νης ή α­πλώς, σιώ­πη­σε; Όρι­σαν κά­ποιο ρα­ντε­βού; Ακό­μη κι αν δεν εί­χαν τα χρεια­ζού­με­να για να στή­σουν σπι­τι­κό, α­κό­μη κι αν ο Ου­ρά­νης ή­ταν φθι­σι­κός, φαί­νε­ται τό­σο α­πί­θα­νο σε ε­μάς σή­με­ρα να μην έ­χουν την πε­ριέρ­γεια μιας γνω­ρι­μίας. Μέ­νουν οι ε­πι­στο­λές και η διε­ξο­δι­κό­τε­ρη πα­ρου­σία­σή τους ως πε­ζο­γρα­φή­μα­τα. Σύμ­φω­να με τον Κώ­στα Στερ­γιό­που­λο, το τα­ξι­διω­τι­κό έρ­γο του Ου­ρά­νη α­να­νέω­σε και τε­λειο­ποίη­σε το εί­δος των τα­ξι­διω­τι­κών ε­ντυ­πώ­σεων στο Με­σο­πό­λε­μο. Ενώ, ταυ­τό­χρο­να, το α­να­γνω­ρί­ζει ως α­μι­γώς λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο. Ισχύει η ί­δια δια­πί­στω­ση για τις ε­πι­στο­λές του; Εν ευ­θέ­τω χρό­νω, η α­πά­ντη­ση.
Απο­μέ­νει, ό­μως, μια α­κό­μη α­πο­ρία σχε­τι­κά με τη συ­γκε­κρι­μέ­νη έκ­δο­ση. Μια τό­σο κα­λή φι­λό­λο­γος, ό­πως υ­πήρ­ξε η Αλόη Σι­δέ­ρη, πώς και λη­σμο­νεί να α­να­φέ­ρει το Αρχείο, στο ο­ποίο βρί­σκο­νται οι ε­πι­στο­λές που πα­ρου­σιά­ζει; Την α­πο­ρία λύ­νει μια υ­πο­σε­λί­δια ση­μείω­ση, η ο­ποία και ε­ξη­γεί την εμ­μο­νή της με τον Ου­ρά­νη. Ποιή­τρια η ί­δια, δεν έ­χει α­σχο­λη­θεί με κα­νέ­ναν άλ­λο τό­σο διε­ξο­δι­κά. Όπως φαί­νε­ται, η Αλόη Σι­δέ­ρη, α­κρι­βέ­στε­ρα η Αλόη Μα­τα­ρά­γκα-Σι­δέ­ρη, με­γά­λω­σε με ι­στο­ρίες για τον πλα­τω­νι­κό έ­ρω­τα της μη­τέ­ρας της. Με αυ­τήν την προο­πτι­κή, η ε­πι­κέ­ντρω­ση στον ποιη­τή Ου­ρά­νη και η α­πο­σιώ­πη­ση του αν­θρώ­που γί­νε­ται κα­τα­νο­η­τή και α­ξιέ­παι­νης δια­κρι­τι­κό­τη­τας. Ση­μειώ­νου­με ό­τι η Σι­δέ­ρη δη­μο­σίευ­σε τις ε­πι­στο­λές τριά­ντα χρό­νια με­τά το θά­να­το της μη­τέ­ρας της.
Ξα­να­δια­βά­ζο­ντας το πρό­σφα­το διή­γη­μα του Μι­χά­λη Γκα­νά, «Μυ­ρω­διά βρεγ­μέ­νης θά­λασ­σας» και το ποίη­μα «Πε­ρα­στι­κές» του Ου­ρά­νη, α­να­λο­γι­ζό­μα­στε μή­πως ο ρο­μα­ντι­σμός των συγ­γρα­φέων ε­ξαν­τλεί­ται στη λο­γο­τε­χνία;

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Φωτογραφία: «Έρως και Ψυχή», γλυπτό του Αντόνιο Κανόβα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: