Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

Φίλος και οδοιπόρος του ελληνικού χώρου

Ζακ Λα­κα­ριέ­ρ
«Στα ί­χνη του Παυ­σα­νία»
Με­τά­φρα­ση Ει­ρή­νη Α। Ρα­φαή­λ
Εκδό­σεις Χατ­ζη­νι­κο­λή Απρί­λιος 2010

Φι­λέλ­λη­νας δια βίου υ­πήρ­ξε ο Ζακ Λα­κα­ριέρ. “Κι ω­στό­σο δεν μπο­ρώ να δω τον Λα­κα­ριέρ σαν ελ­λη­νι­στή ή φι­λέλ­λη­να - βρί­σκω τη λέ­ξη αυ­τή ε­κα­τέ­ρω­θεν προ­σβλη­τι­κή - ή με­τα­φρα­στή ή συγ­γρα­φέα. Εί­ναι κι ό­λ' αυ­τά. Και ελ­λη­νι­στής και φί­λος της σύγ­χρο­νης Ελλά­δας, και κα­λός με­τα­φρα­στής, και εν­δια­φέ­ρων συγ­γρα­φέ­ας. Αλλ' ε­γώ τον βλέ­πω πά­νω α­π' ό­λα σαν έ­ναν ο­δοι­πό­ρο κα­λό­γε­ρο... Τον βλέ­πω σαν έ­να α­σκη­τή που διά­λε­ξε την Ελλά­δα σα χώ­ρο ν' α­σκή­σει το πνεύ­μα του...” Αυ­τά κα­τα­θέ­τει ο Κώ­στας Τα­χτσής, δύο χρό­νια μι­κρό­τε­ρος του Λα­κα­ριέ­ρ, που τον γνώ­ρι­ζε κα­λά ως φί­λο και με­τα­φρα­στή στο «Τρί­το στε­φά­νι», που εκ­δό­θη­κε στα γαλ­λι­κά το 1967. Η δια­τύ­πω­ση του Τα­χτσή α­πο­πνέει μια δό­ση ρο­μα­ντι­σμού, ω­στό­σο, α­πο­τε­λεί γε­γο­νός ό­τι ο Λα­κα­ριέρ συ­νέ­δε­σε παι­διό­θεν τη ζωή του με την Ελλά­δα.
Γεν­νη­θείς στις 2 Δε­κεμ­βρίου 1925, την πρώ­τη ε­πι­λο­γή την έ­κα­νε το 1937, κα­τά την εγ­γρα­φή του στο Λύ­κειο. Ο πα­τέ­ρας του διηύ­θυ­νε ε­πι­χεί­ρη­ση εκ­με­τάλ­λευ­σης γαιαν­θρά­κων στην Ορλεά­νη, ο­πό­τε ή­θε­λε για τον γιο του, που θα τον δια­δε­χό­ταν, κα­τάρ­τι­ση θε­τι­κής κα­τεύ­θυν­σης. Μια κρί­ση υ­στε­ρίας του έ­φη­βου, που ε­πέ­βα­λε την ε­πέμ­βα­ση για­τρού, α­πέ­τρε­ψε αυ­τήν την προο­πτι­κή. Στο Λύ­κειο γρά­φτη­κε στο τμή­μα κλα­σι­κών σπου­δών. Τό­τε, ξύ­πνη­σε ο ποιη­τής μέ­σα του, που πή­ρε έ­μπνευ­ση α­πό την ελ­λη­νι­κή μυ­θο­λο­γία. Το 1943, βρέ­θη­κε στο Πα­ρί­σι, σπου­δα­στής κλα­σι­κής φι­λο­λο­γίας στη Σορ­βόν­νη. Εκεί, γνώ­ρι­σε την Ομά­δα Αρχαίου Θεά­τρου της Σορ­βόν­νης και ε­ντάχ­θη­κε, αυ­θω­ρεί και πα­ρα­χρή­μα, στο δυ­να­μι­κό της. Τον ε­πό­με­νο χρό­νο, σε πα­ρά­στα­ση της «Αντι­γό­νης», που α­νέ­βη­κε στο προ­αύ­λιο του Πα­νε­πι­στη­μίου της Σορ­βόν­νης, έ­παι­ξε την Ισμή­νη. Με την Ομά­δα έ­κα­νε το πρώ­το τα­ξί­δι του στην Ελλά­δα.
Μια πε­ριο­δεία εν και­ρώ Εμφυ­λίου, φθι­νό­πω­ρο του 1947. Ανέ­βα­σαν «Αγα­μέ­μνο­να» και «Πέρ­σες» του Αι­σχύ­λου. “12 Σε­πτέμ­βρη 1947. Χτες στου Ηρώ­δη. Αγα­μέ­μνων α­πό τον Όμι­λο φοι­τη­τών της Σορ­βόν­νης. Συ­γκι­νεί αυ­τή η πα­ρά­στα­ση και κά­νει να σκέ­φτε­σαι. 17 Σε­πτέμ­βρη. Χτες, ξα­νά για Αι­σχύ­λο στου Ηρώ­δη. Πή­ρα­με φτη­νά ει­σι­τή­ρια κι α­νε­βή­κα­με ψη­λά. Τη χά­ρη­κα την πα­ρά­στα­ση κα­θι­σμέ­νος στο χώ­μα”, ση­μειώ­νει ο Γιώρ­γος Σε­φέ­ρης στις «Μέ­ρες». Σε ε­κεί­νο το τα­ξί­δι, ο Λα­κα­ριέρ ε­πι­σκέ­φτη­κε και τους Δελ­φούς. Το δεύ­τε­ρο τα­ξί­δι έ­γι­νε το 1950. Ιού­λιο ε­κεί­νου του έ­τους εί­χε ξε­κι­νή­σει με τα πό­δια α­πό την Πορτ ντ' Ιτα­λί στο Πα­ρί­σι για την Ινδία. Συ­νά­ντη­σε, ό­μως, στο δρό­μο του την Ελλά­δα, που, σαν άλ­λη Κίρ­κη, τον μά­γε­ψε. Έφτα­σε τέ­λη Αυ­γού­στου στο Πρί­ντε­ζι και α­πό ε­κεί με καΐκι πέ­ρα­σε στην Κέρ­κυ­ρα, ό­που έ­τυ­χε βα­σι­λι­κής υ­πο­δο­χής α­πό τον δή­μαρ­χο. Λέ­γε­ται ό­τι ή­ταν ο πρώ­τος ξέ­νος, που πά­τα­γε το πό­δι του στο νη­σί με­τά τον Πό­λε­μο. Τρεις μή­νες έ­μει­νε στην Κέρ­κυ­ρα. Την ί­δια χρο­νιά πή­γε στην Κρή­τη, και ε­κεί ή­ταν ο πρώ­τος ξέ­νος, που υ­πο­δέ­χο­νταν. Ο τε­λι­κός, ό­μως, πό­λος έλ­ξης ε­κεί­νου του τα­ξι­διού και άλ­λων που α­κο­λού­θη­σαν ή­ταν το Άγιον Όρος. Εκεί άρ­χι­σε να κρα­τά τα­ξι­διω­τι­κό η­με­ρο­λό­γιο.
Το η­με­ρο­λό­γιο του 1953 α­πό την α­θω­νι­κή πο­λι­τεία έ­δω­σε, ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νο με φω­το­γρα­φίες, το πρώ­το του βι­βλίο, το 1954. Το 1957, με­τέ­φρα­σε τις τέσ­σε­ρις πρώ­τες «Ιστο­ρίες» του Ηρο­δό­του. Το 1960, α­κο­λού­θη­σε έ­να “δο­κί­μιο δρα­μα­τουρ­γίας” για τον Σο­φο­κλή. Αργό­τε­ρα, με­τέ­φρα­σε την «Φυλ­λά­δα του Με­γα­λέ­ξαν­δρου» και τους μύ­θους του Αι­σώ­που. Για έ­να διά­στη­μα, πά­ντως, υ­πε­ρί­σχυ­σε ο μυ­στι­κός, που σα­γη­νεύ­τη­κε α­πό τους α­σκη­τές της α­φρι­κα­νι­κής ε­ρή­μου. Τα­ξί­δε­ψε στην Αί­γυ­πτο και την Εγγύς Ανα­το­λή. Το ε­πό­με­νο βι­βλίο του, το 1961, ή­ταν «Οι Ένθε­οι», με υ­πό­τιτ­λο “δο­κί­μιο πε­ρί του Χρι­στια­νι­σμού της Ανα­το­λής”. Πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, το 1973, ε­ξέ­δω­σε τους «Γνω­στι­κούς». Επα­νέ­καμ­ψε, ό­μως, και στην Ελλά­δα, με μα­κριές πα­ρα­μο­νές στην Πά­τμο και την Ύδρα. Το τε­λευ­ταίο τα­ξί­δι ε­κεί­νης της πρώ­της πε­ριό­δου ή­ταν το φθι­νό­πω­ρο του 1966. Σε ό­λα αυ­τά τα τα­ξί­δια, α­πό νη­σί σε νη­σί, πά­ντο­τε κα­τά­στρω­μα, αλ­λά και στην η­πει­ρω­τι­κή Ελλά­δα, κρα­τού­σε η­με­ρο­λό­γιο. Τον Απρί­λιο του 1967, ε­τοι­μα­ζό­ταν να τα­ξι­δέ­ψει στην Πά­τμο. Λό­γω Δι­κτα­το­ρίας, ό­μως, έ­μει­νε στη Γαλ­λία και α­να­κα­λώ­ντας τις α­να­μνή­σεις του α­πό την Ελλά­δα, έ­γρα­ψε «Το ελ­λη­νι­κό κα­λο­καί­ρι», που εκ­δό­θη­κε το 1976. Τό­τε, ξα­να­τα­ξί­δε­ψε στην Ελλά­δα.
Ωστό­σο, πριν «Το ελ­λη­νι­κό κα­λο­καί­ρι», το 1967, ε­ξέ­δω­σε το «Πε­ρί­πα­τοι στην αρ­χαία Ελλά­δα». Επρό­κει­το για με­τά­φρα­ση της «Πε­ριη­γή­σεως» του Παυ­σα­νία, που πε­ριεί­χε τα κεί­με­να τα σχε­τι­κά με την Ακρό­πο­λη των Αθη­νών, την Αττι­κή, την Αργο­λί­δα, την Αρκα­δία, την Ολυ­μπία, τη Βοιω­τία και τη Φω­κί­δα. Τα λό­για του Παυ­σα­νία συ­νο­δεύο­νταν με δι­κά του σχό­λια γι' αυ­τούς τους τό­πους, ό­πως ο ί­διος τους γνώ­ρι­σε στις πε­ριη­γή­σεις του. Το βι­βλίο ε­πα­νεκ­δό­θη­κε το 1978 και πά­λι, το 1990, στους «Μπλε Οδη­γούς» των εκ­δό­σεων Χα­σέτ. Πα­ρα­δό­ξως, ό­μως, δεν εί­χε με­τα­φρα­στεί στα ελ­λη­νι­κά, πα­ρό­λο που οι εκ­δό­σεις Χατ­ζη­νι­κο­λή άρ­χι­σαν να με­τα­φρά­ζουν συ­στη­μα­τι­κά τον Λα­κα­ριέρ α­πό το 1975, με πρώ­το βι­βλίο το «Οι Γνω­στι­κοί» και δεύ­τε­ρο, το 1980, «Το ελ­λη­νι­κό κα­λο­καί­ρι», που στά­θη­κε και το πιό διά­ση­μο βι­βλίο του Λα­κα­ριέρ. Συ­χνά πα­ραλ­λη­λί­ζε­ται με τον «Κο­λοσ­σό του Μα­ρου­σιού» του Χέν­ρυ Μίλ­λερ. Τε­λι­κά, και οι δύο ο­φεί­λουν μέ­ρος της δια­ση­μό­τη­τάς τους, ι­διαί­τε­ρα τα πρώ­τα χρό­νια της συγ­γρα­φι­κής τους πο­ρείας, στα δυο ελ­λη­νι­κά βι­βλία που έ­γρα­ψαν. Θεω­ρού­νται και οι δύο φι­λέλ­λη­νες. Θα συμ­φω­νού­σα­με, ω­στό­σο, με τον Τα­χτσή, ό­τι ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός α­δι­κεί τον Λα­κα­ριέ­ρ, που σχε­δόν υιο­θέ­τη­σε την Ελλά­δα σαν μια δεύ­τε­ρη πα­τρί­δα. Κα­τά την ε­πτα­ε­τή Δι­κτα­το­ρία, συμ­με­τεί­χε στις α­ντι­στα­σια­κές εκ­δη­λώ­σεις των αυ­το­ε­ξό­ρι­στων Ελλή­νων στο Πα­ρί­σι. Ενώ, ή­δη α­πό το 1957, εί­χε αρ­χί­σει να με­τα­φρά­ζει ποιή­μα­τα και πε­ζά ελ­λή­νων συγ­γρα­φέων, ταυ­τό­χρο­να με τους αρ­χαίους τρα­γι­κούς. Στην Ελλά­δα, συ­γκε­κρι­μέ­να, στο Φε­στι­βάλ του Δή­μου Εξωμ­βούρ­γου της Τή­νου, ή­ταν η τε­λευ­ταία εκ­δή­λω­ση, στην ο­ποία μί­λη­σε. Ήταν Κυ­ρια­κή 4 Σε­πτεμ­βρίου 2005. Πέ­θα­νε λί­γες η­μέ­ρες αρ­γό­τε­ρα, στις 17 Σε­πτεμ­βρίου, στο Πα­ρί­σι. Ο θά­να­τός του θυ­μί­ζει ε­κεί­νον του Γιώρ­γου Ιωάν­νου. Με­τεγ­χει­ρη­τι­κές ε­πι­πλο­κές, ύ­στε­ρα α­πό μια α­πλή ε­πέμ­βα­ση στο γό­να­το. Σύμ­φω­να με την τε­λευ­ταία του ε­πι­θυ­μία, η τέ­φρα του σκορ­πί­στη­κε στο Αι­γαίο, κά­που με­τα­ξύ Ύδρας και Σπε­τσών.
Με με­γά­λη κα­θυ­στέ­ρη­ση, ε­φέ­τος τον Απρί­λιο, κα­θώς συ­μπλη­ρώ­νο­νται πέ­ντε χρό­νια α­πό το θά­να­τό του, εκ­δό­θη­κε το «Πε­ρί­πα­τοι στην αρ­χαία Ελλά­δα», με αυ­τόν, τον γαλ­λι­κό τίτ­λο, ως υ­πό­τιτ­λο. Προ­τάσ­σε­ται χάρ­της και ο πρό­λο­γος της δεύ­τε­ρης έκ­δο­σης, με η­με­ρο­μη­νία, Ια­νουά­ριος 1978. Σε αυ­τόν, ο Λα­κα­ριέρ θυ­μί­ζει ό­τι ο Παυ­σα­νίας έ­ζη­σε το δεύ­τε­ρο μι­σό του 2ου αιώ­να μ. Χ., ά­ρα πε­ρι­γρά­φει μια Ελλά­δα, που, πά­νω α­πό τρεις αιώ­νες, βρί­σκε­ται υ­πό την ρω­μαϊκή κα­το­χή. Σώ­ζο­νται ί­χνη μα­χών και λε­η­λα­τη­μέ­να ιε­ρά. “Μια χώ­ρα πλη­γω­μέ­νη αλ­λά ζω­ντα­νή, μια χώ­ρα κα­τά τό­πους ξα­να­κτι­σμέ­νη, που, στα χρό­νια του Παυ­σα­νία, δια­νύει τον τε­λευ­ταίο αιώ­να της δό­ξας της”. Ο Λα­κα­ριέ­ρ, α­πό τα δέ­κα βι­βλία του Παυ­σα­νία, ε­πι­λέ­γει εν­δια­φέ­ρου­σες πε­ρι­γρα­φές για τα πιο δη­μο­φι­λή α­ξιο­θέ­α­τα. Πε­ζός τα­ξί­δευε ο Παυ­σα­νίας, πε­ζός α­κο­λού­θη­σε τα ί­χνη του και ε­κεί­νος, το 1966. Με τις ση­μειώ­σεις του στή­νει διά­λο­γο με τον αρ­χαίο συγ­γρα­φέα.
Η σύ­ζευ­ξη Παυ­σα­νία-Λα­κα­ριέρ δί­νει έ­να εν­δια­φέ­ρον τα­ξι­διω­τι­κό. Θα μπο­ρού­σε να χρη­σι­μεύ­σει ως ο­δη­γός σε μελ­λο­ντι­κούς τα­ξι­διώ­τες, που θα θε­λή­σουν να α­κο­λου­θή­σουν τα βή­μα­τά τους. Βε­βαίως, αυ­τό το εί­δος του έλ­λη­να τα­ξι­διώ­τη έ­χει προ πολ­λού ε­κλεί­ψει ή έ­στω, σπα­νί­ζει. Ακό­μη και στο πρώ­το κε­φά­λαιο, ο ση­με­ρι­νός Αθη­ναίος θα δυ­σκο­λευ­τεί να τον α­κο­λου­θή­σει. Ο Λα­κα­ριέρ διά­λε­ξε να ξε­κι­νή­σει α­πό την κο­ρυ­φή του Υμητ­τού και με­τά, να ε­πι­σκε­φθεί τη συ­νοι­κία της Πλά­κας και την Ακρό­πο­λη. Στις ε­πό­με­νες σε­λί­δες, δί­νει μια θαυ­μά­σια πε­ρι­γρα­φή των τριών βου­νών, που δε­σπό­ζουν στο α­θη­ναϊκό λε­κα­νο­πέ­διο: ο γυ­μνός Υμητ­τός, η ο­γκώ­δης Πάρ­νη­θα και η ε­πι­βλη­τι­κή Πε­ντέ­λη. Ενώ, πα­ρα­κι­νεί για μια ε­πί­σκε­ψη στα “μι­κρά ιε­ρά” της Αττι­κής: Ρα­μνού­ντα, Αμφια­ρά­ειο, Βραυ­ρώ­να.
Ο Λα­κα­ριέρ έ­τρε­φε ι­διαί­τε­ρη α­δυ­να­μία στους μύ­θους, ό­πως ε­κεί­νον για την Άρτε­μη την Κον­δυ­λεά­τι­δα, που α­πο­κα­λεί­ται και α­παγ­χο­νι­σμέ­νη ή τον άλ­λο μύ­θο για την Σί­βυλ­λα. Λέ­γε­ται ό­τι η Σί­βυλ­λα ή­ταν μια ό­μορ­φη γυ­ναί­κα, που ζού­σε στην Ερυ­θραία της Λυ­δίας. Ζή­τη­σε α­πό τον Απόλ­λω­να να ζή­σει αιώ­νια, λη­σμό­νη­σε ό­μως να ε­κλι­πα­ρή­σει και για αιώ­νια νεό­τη­τα. Οπό­τε άρ­χι­σε να γερ­νά και να ζα­ρώ­νει, κα­τα­λή­γο­ντας στο μέ­γε­θος ε­νός τζίτ­ζι­κα. Τε­λι­κά, η ποι­κι­λία των ι­στο­ριών και ο τρό­πος, που τις γε­φυ­ρώ­νει ο Λα­κα­ριέ­ρ, προ­σφέ­ρο­νται και για κα­θι­στι­κή α­νά­γνω­ση. Κυ­ρίως, για ε­πι­λε­κτι­κή α­νά­γνω­ση, στην ο­ποία σή­με­ρα έ­χου­με με­γά­λη α­δυ­να­μία. Ο Ρου­με­λιώ­της μπο­ρεί να πά­ρει το δρό­μο για τους Δελ­φούς και ο Πε­λο­πον­νή­σιος τους δρό­μους της Αρκα­δίας. Αυ­τοί οι τε­λευ­ταίοι, το πι­θα­νό­τε­ρο, δεν θα εν­θου­σια­στούν, δια­βά­ζο­ντας ό­τι οι μα­κρι­νοί πρό­γο­νοί τους τρέ­φο­νταν με βε­λα­νί­δια. Ακό­μη λι­γό­τε­ρο θα χα­ρούν, μα­θαί­νο­ντας ό­τι στα πά­τρια ε­δά­φη τους έ­λα­χε το προ­νό­μιο να γεν­νη­θεί ο πρώ­τος “κα­κός” της αν­θρώ­πι­νης ι­στο­ρίας. Ακρι­βέ­στε­ρα, ο πρώ­τος α­πα­τεώ­νας, ο­νό­μα­τι Λυ­κάων. “Η γε­νε­α­λο­γία των πρώ­των βα­σι­λέων της Αρκα­δίας εί­ναι μια ά­γρια ι­στο­ρία, με πρω­τα­γω­νι­στές αρ­κού­δες και λύ­κους”, συ­νο­ψί­ζει ο συγ­γρα­φέ­ας.
Δια­βά­ζο­ντας τις πε­ρι­γρα­φές του Λα­κα­ριέρ για την Ελλά­δα του 1966 και τα σχό­λιά του για τις το­πο­θε­σίες, που του φαί­νο­νται σχε­δόν σαν α­ναλ­λοίω­τες α­πό τον και­ρό του Παυ­σα­νία, αλ­λά και για τα μέ­ρη, που κρί­νει ό­τι η α­νά­πτυ­ξη πα­ρα­μόρ­φω­σε, συ­νει­δη­το­ποιού­με τον α­φα­νι­σμό, που συ­ντε­λέ­στη­κε κα­τά την εν­διά­με­ση 45ε­τία. Το σή­με­ρα του Λα­κα­ριέρ μας φαί­νε­ται πο­λύ πιο μα­κρι­νό, α­πό ό­σο το σή­με­ρα του Παυ­σα­νία σε ε­κεί­νον. Το μό­νο, που μέ­νει, εί­ναι η α­νά­γνω­ση. Ως προς αυ­τό το ση­μείο, ο διά­πλους των κει­μέ­νων του Παυ­σα­νία μέ­σω της γαλ­λι­κής με­τά­φρα­σης του Λα­κα­ριέρ δεί­χνει ως μια τε­λείως πε­ριτ­τή τα­λαι­πω­ρία. Με αυ­τό το βι­βλίο, θα πρέ­πει να ο­λο­κλη­ρώ­νε­ται το έρ­γο του Ζακ Λα­κα­ριέρ στα ελ­λη­νι­κά.
Εάν θεω­ρή­σου­με τον Που­κε­βίλ ως τον πρώ­το γάλ­λο φι­λέλ­λη­να, ο ο­ποίος βρέ­θη­κε στην Ελλά­δα προς τα τέ­λη του 18ου αι., αρ­χι­κά σε συν­θή­κες αιχ­μα­λω­σίας και εν συ­νε­χεία ως Πρό­ξε­νος, τό­τε με τον Ζακ Λα­κα­ριέρ φαί­νε­ται να κλεί­νει ο­ρι­στι­κά ο κύ­κλος του γαλ­λι­κού φι­λελ­λη­νι­σμού, της συ­γκε­κρι­μέ­νης του­λά­χι­στον νοο­τρο­πίας. Εκτός αυ­τών των δύο, που ο­ρί­ζουν το ά­νοιγ­μα και το κλεί­σι­μο του κύ­κλου, και ό­σοι άλ­λοι Γάλ­λοι γνώ­ρι­σαν εν­διά­με­σα την Ελλά­δα τους κα­τεί­χε το ί­διο πε­ρί­που πά­θος. Πε­ριό­δευαν τον ελ­λα­δι­κό χώ­ρο, ό­χι ως α­νυ­πο­ψία­στοι τα­ξι­διώ­τες, αλ­λά ως πε­ριη­γη­τές, μια ά­γνω­στη και πα­ρω­χη­μέ­νη σή­με­ρα α­ντί­λη­ψη πε­ρί τα­ξι­διού. Προϋπό­θε­ση αυ­τής της α­ντί­λη­ψης ή­ταν η ε­ξοι­κείω­ση με το ελ­λη­νι­κό πα­ρελ­θόν, κά­πο­τε στα ό­ρια της ταύ­τι­σης. Τους σα­γή­νευε και υ­πε­ρί­σχυε πά­ντα ο αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κός κό­σμος, ο ο­ποίος α­πο­τε­λού­σε στα­θε­ρό πε­δίο α­να­φο­ράς, χω­ρίς, βε­βαίως, να πα­ρα­βλέ­πουν ως α­νά­ξια προ­σο­χής τη νέα Ελλά­δα. Ένδει­ξη, αν ό­χι α­πό­δει­ξη, το ό­τι οι πε­ρισ­σό­τε­ροι έ­φτα­σαν να γνω­ρί­ζουν νέα ελ­λη­νι­κά. Πέ­ραν αυ­τού, λει­τουρ­γού­σαν κα­τά κα­νό­να και ως ά­τυ­ποι πρε­σβευ­τές του νέ­ου ελ­λη­νι­σμού, ι­δίως στους το­μείς του πο­λι­τι­σμού. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα ο Λα­κα­ριέ­ρ, ο ο­ποίος, ε­κτός α­πό τον αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κό κό­σμο, α­να­κα­λύ­πτει πε­ριο­δεύο­ντας και τον σύγ­χρο­νο, ε­νώ ταυ­τό­χρο­να συμ­βάλ­λει με­τα­φρά­ζο­ντας στα γαλ­λι­κά αρ­κε­τούς νε­οέλ­λη­νες συγ­γρα­φείς. Λί­γο πο­λύ δεν κά­νει άλ­λο α­πό το να α­κο­λου­θεί τα ί­χνη ε­νός προ­γε­νέ­στε­ρου, του Οκτά­βιου Μερ­λιέ. Ως θέ­μα μας κε­ντρί­ζει. Θα ε­πα­νέλ­θου­με την ε­πό­με­νη Κυ­ρια­κή.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δημοσιεύθηκε στις 27 Ιουνίου 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: