Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

Η Γιουρσενάρ στη Χώρα των Χρυσανθέμων

Μαρ­γα­ρί­τα Γιουρ­σε­νά­ρ
«Ο γύ­ρος της φυ­λα­κής»
Με­τά­φρα­ση Νί­κος Δο­μα­ζά­κης
Εκδό­σεις Χατ­ζη­νι­κο­λή
Νοέμ­βριος 2009

Η Μαρ­γα­ρί­τα Γιουρ­σε­νάρ εί­ναι μια ση­μα­ντι­κή συγ­γρα­φέ­ας και φί­λη της Ελλά­δας α­πό τα χρό­νια του Με­σο­πο­λέ­μου. Ωστό­σο, οι εκ­δό­σεις των βι­βλίων της ε­λά­χι­στα α­πα­σχο­λούν τον ελ­λη­νι­κό Τύ­πο, ε­νώ δεν φαί­νε­ται να εν­δια­φέ­ρουν ού­τε το ευ­ρύ α­να­γνω­στι­κό κοι­νό της χώ­ρας μας. Πι­θα­νώς, για­τί πρό­κει­ται για έ­να εί­δος λό­γιου συγ­γρα­φέα κλα­σι­κής παι­δείας, που σπα­νί­ζει στις η­μέ­ρες μας. Πά­ντως, η α­δια­φο­ρία της α­γο­ράς δεν πτο­εί την Ιωάν­να Χατ­ζη­νι­κο­λή, που φρο­ντί­ζει το έρ­γο της Γιουρ­σε­νάρ πά­νω α­πό μια τρια­κο­ντα­ε­τία. Ξε­κί­νη­σε με­τα­φρά­ζο­ντας το «Αδρια­νού Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα», μια με­τά­φρα­ση που ο Κ.Θ. Δη­μα­ράς, φί­λος της Γιουρ­σε­νά­ρ, εί­χε ε­γκω­μιά­σει για την πι­στή α­πό­δο­ση του ύ­φους. Συ­νέ­χι­σε με­τα­φρά­ζο­ντας τα ση­μα­ντι­κό­τε­ρα α­πό τα βι­βλία της, ε­νώ, με τη βοή­θεια και άλ­λων με­τα­φρα­στών, έ­χει εκ­δώ­σει σχε­δόν το σύ­νο­λο του έρ­γου της. Τε­λευ­ταία, ε­ξέ­δω­σε δυο βι­βλία, που, στα γαλ­λι­κά, κυ­κλο­φό­ρη­σαν με­τά το θά­να­το της συγ­γρα­φέως, το 1991. Απρί­λιο 2008, κυ­κλο­φό­ρη­σαν «Τα ό­νει­ρα και οι μοί­ρες» και πέ­ρυ­σι, τον Νοέμ­βριο, «Ο γύ­ρος της φυ­λα­κής».
Στις 8 Νο­εμ­βρίου 1987, ό­ταν η Γιουρ­σε­νάρ υ­πέ­στη το ε­γκε­φα­λι­κό ε­πει­σό­διο έ­γρα­φε τον τε­λευ­ταίο τό­μο της τρι­λο­γίας «Λα­βύ­ριν­θος του Κό­σμου», με τίτ­λο «Τι; Η Αιω­νιό­τη­τα», που α­πο­τε­λεί τη συ­νέ­χεια στις «Ευ­λα­βι­κές Ανα­μνή­σεις» και τα «Αρχεία του Βορ­ρά». Πέ­θα­νε στις 17 Δε­κεμ­βρίου, χω­ρίς να συ­νέλ­θει, α­φή­νο­ντας το βι­βλίο η­μι­τε­λές. Έτσι και εκ­δό­θη­κε έ­να χρό­νο με­τά το θά­να­τό της, ε­νώ η ελ­λη­νι­κή με­τά­φρα­ση, κι αυ­τή της Χατ­ζη­νι­κο­λή, κυ­κλο­φό­ρη­σε με τη συ­μπλή­ρω­ση δε­κα­ε­τίας α­πό το θά­να­τό της. Οι δυο πρό­σφα­τες εκ­δό­σεις προέ­κυ­ψαν κα­τά την τα­κτο­ποίη­ση των φα­κέ­λων της Γιουρ­σε­νάρ και α­φο­ρούν συγ­γρα­φι­κά σχέ­δια, που ε­κεί­νη δεν μπό­ρε­σε να πραγ­μα­το­ποιή­σει. Για το πρώ­το, έ­χου­με ή­δη α­φιε­ρώ­σει προ διε­τίας έ­να ε­κτε­νές κεί­με­νο, ο­πό­τε πε­ριο­ρι­ζό­μα­στε στο πρό­σφα­το. Δη­λα­δή, σε δε­κα­τέσ­σε­ρις α­φη­γή­σεις α­πό το τα­ξί­δι της Γιουρ­σε­νάρ στην Ια­πω­νία, το φθι­νό­πω­ρο του 1982. Ήδη, τον Απρί­λιο του 1983, εί­χε ε­μπι­στευ­τεί στον γάλ­λο εκ­δό­τη της, Αντουάν Γκα­λι­μά­ρ, τα σχέ­διά της για έ­να βι­βλίο με α­φη­γή­σεις α­πό τα τε­λευ­ταία τα­ξί­διά της. Εί­χε, μά­λι­στα, α­πο­φα­σί­σει τον τίτ­λο και το μό­το του βι­βλίου: «Ποιος θα ’ταν τό­σο α­νό­η­τος να πε­θά­νει χω­ρίς να ’χει κά­νει έ­στω και μία φο­ρά τον γύ­ρο της φυ­λα­κής του;» Εί­ναι φρά­ση ε­νός μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού της ή­ρωα, του Ζή­νω­να. Ο δεύ­τε­ρος ση­μα­ντι­κό­τε­ρος, με­τά τον ρω­μαίο αυ­το­κρά­το­ρα Αδρια­νό. Ένας για­τρός, αλ­χη­μι­στής και λό­γιος του 16ου αιώ­να, ό­ταν η ε­πι­στή­μη συ­γκρούε­ται με την Εκκλη­σία. Δεν πρό­κει­ται, ό­μως, α­πλώς για έ­να στο­χα­στι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου μό­το, αλ­λά, για μία φρά­ση, που συ­νό­ψι­ζε τις προ­σω­πι­κές της ε­πι­λο­γές σε ε­κεί­να τα κρί­σι­μα τε­λευ­ταία χρό­νια της ζωής της.
Το 1979, η Γιουρ­σε­νάρ έ­χα­σε, με­τά μια ε­πώ­δυ­νη και μα­κρό­χρο­νη α­σθέ­νεια, τη σύ­ντρο­φό της Γκρέϊς Φρανκ. Το Μάρ­τιο του 1980, ε­ξε­λέ­γη στη Γαλ­λι­κή Ακα­δη­μία. Ήταν η πρώ­τη γυ­ναί­κα, που γι­νό­ταν δε­κτή στο α­κα­δη­μαϊκό ά­βα­το, που εί­χε ι­δρύ­σει το 1635 ο καρ­δι­νά­λιος Ρι­σε­λιέ. Εκτός α­πό γυ­ναί­κα η Γιουρ­σε­νάρ εί­χε και άλ­λα μειο­νε­κτή­μα­τα με βά­ση τα κρι­τή­ρια των γάλ­λων Ακα­δη­μαϊκών. Ήταν γεν­νη­μέ­νη στις Βρυ­ξέλ­λες, α­πό μη­τέ­ρα Βελ­γί­δα, ζού­σε μό­νι­μα α­πό το 1940 στις Η­ΠΑ και το 1947 εί­χε πά­ρει την α­με­ρι­κα­νι­κή υ­πη­κοό­τη­τα. Πα­ρό­λα αυ­τά, ε­κλέ­χτη­κε α­κα­δη­μαϊκός σε η­λι­κία 77 ε­τών. Συ­μπτω­μα­τι­κά, την ί­δια η­λι­κία εί­χε και η πρώ­τη γυ­ναί­κα, που ει­σήλ­θε στην ελ­λη­νι­κή Ακα­δη­μία. Η Γα­λά­τεια Σα­ρά­ντη, ή­ταν 17 χρό­νια μι­κρό­τε­ρη της Γιουρ­σε­νάρ και ει­σήλ­θε 17 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Αυ­τά, για ό­σους, ό­πως ο Μπέρ­να­ντ Ράσ­σε­λ, τους α­ρέ­σουν οι α­ριθ­μη­τι­κές συ­μπτώ­σεις. Όσο α­φο­ρά το μό­το του βι­βλίου, η Γιουρ­σε­νάρ θα μπο­ρού­σε με­τά το θά­να­το της φί­λης της να κα­ταρ­ρεύ­σει ή, με­τά το χρί­σμα του Ακα­δη­μαϊκού, να α­να­παυ­θεί στις δάφ­νες της. Αυ­τή, ό­μως, δεν ή­ταν “τό­σο α­νό­η­τη”. Προ­τί­μη­σε να κά­νει, έ­στω και μία φο­ρά, “το γύ­ρο της φυ­λα­κής της”. Με συ­νο­δό τον τρια­ντά­χρο­νο μου­σι­κό Τζέρ­ρυ Ουίλ­σον, ξε­κί­νη­σε τον γύ­ρο του κό­σμου. Τα­ξί­δε­ψε στην Αί­γυ­πτο και το Μα­ρό­κο, την Ια­πω­νία και την Ταϋλάν­δη, την Κέ­νυα και την Ινδία. Τα τα­ξί­δια τα α­νέ­κο­ψαν οι αρ­ρώ­στιες· η ί­δια υ­πο­βλή­θη­κε σε πε­ντα­πλό μπαϊπάς της στε­φα­νιαίας στις 9 Οκτω­βρίου 1985, ε­νώ ο Ουίλ­σον προ­σβλή­θη­κε α­πό καλ­πά­ζου­σα φυ­μα­τίω­ση και πέ­θα­νε στις 8 Φε­βρουα­ρίου 1986. Ανά­με­σα στα τα­ξί­διά της, τον Ια­νουά­ριο του 1981, έ­κα­νε μία στά­ση στο Πα­ρί­σι για την ε­πί­ση­μη τε­λε­τή της υ­πο­δο­χής της στην Ακα­δη­μία, και τον Φε­βρουά­ριο του 1983, ε­πι­σκέ­φτη­κε για τε­λευ­ταία φο­ρά την Αθή­να, ε­ξή­ντα χρό­νια με­τά την πρώ­τη της ε­πί­σκε­ψη.
Το ε­ναρ­κτή­ριο κε­φά­λαιο του βι­βλίου φέ­ρει τον τίτ­λο, «Μπά­σο ο ο­δοι­πό­ρος». Πρό­κει­ται για τον γνω­στό ιά­πω­να ποιη­τή του 17ου αιώ­να. Το πραγ­μα­τι­κό του ό­νο­μα εί­ναι Μα­τσούο Μου­νε­φού­σα. Το ψευ­δώ­νυ­μό του Μπά­σο, το ο­φεί­λει στην ε­ρη­μι­κή το­πο­θε­σία, ό­που ζού­σε α­πο­μο­νω­μέ­νος. Βου­δι­στής της σχο­λής Ζεν, εί­χε δη­μιουρ­γή­σει μια δι­κή του ο­μά­δα πι­στών. Ακο­λου­θώ­ντας το πα­ρά­δειγ­μα των α­σκη­τών του Με­σαίω­να, έ­κα­νε μα­κριές πε­ριο­δείες στα βό­ρεια της χώ­ρας. Η Γιουρ­σε­νάρ με­τα­φρά­ζει και εν­σω­μα­τώ­νει στην α­φή­γη­σή της α­πο­σπά­σμα­τα α­πό το τα­ξι­διω­τι­κό του η­με­ρο­λό­γιο, που έ­χει κυ­κλο­φο­ρή­σει με τον τίτ­λο, «Το στε­νό μο­νο­πά­τι στην ά­κρη του κό­σμου». Εί­ναι γνω­στός για τα ε­ξαί­ρε­τα χαϊκού του, ό­πως αυ­τό, με το ο­ποίο κλεί­νει το κε­φά­λαιο: «Κα­νέ­να ί­χνος στη φω­νή του τζίτ­ζι­κα ό­τι πε­θαί­νει.» Εμείς, που δια­βά­ζου­με το τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο του τε­λευ­ταίου βι­βλίου της Γιουρ­σε­νά­ρ, αυ­τό που πρό­λα­βε και τε­λείω­σε πριν πέ­σει ο­ρι­στι­κά η πέ­να α­πό το χέ­ρι της, μπο­ρού­με να ε­κτι­μή­σου­με πό­σο αυ­τό το χαϊκού ται­ριά­ζει στην πε­ρί­πτω­σή της. Η Γιουρ­σε­νά­ρ, ό­μως, δεν βιο­γρα­φεί τον Ιά­πω­να, αλ­λά γρά­φει την ει­σα­γω­γή στο τα­ξι­διω­τι­κό της, έ­χο­ντας ε­κεί­νον για πρό­τυ­πο. Έναν “πε­ρι­πλα­νώ­με­νο άν­θρω­πο”, που δεν ε­πι­ζη­τά­ει τη μόρ­φω­ση ού­τε τη συ­γκί­νη­ση αλ­λά τη δο­κι­μα­σία του τα­ξι­διού. Πί­στευε ό­τι “η συ­γκί­νη­ση και η γνώ­ση γεν­νιού­νται α­πό αυ­τήν την υ­πο­τα­γή στο γε­γο­νός”. Με άλ­λα λό­για α­πό την ε­γκαρ­τέ­ρη­ση, έ­να κα­τ’ ε­ξο­χήν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό των Ια­πώ­νων, που φτά­νει κά­πο­τε μέ­χρι το μα­ζο­χι­σμό.
Η Γιουρ­σερ­νάρ ξε­κί­νη­σε για την Ια­πω­νία ο­δι­κώς, α­πό την κα­τοι­κία της, στο νη­σί των “Έρη­μων Λό­φω­ν”, στο βο­ρειο­α­να­το­λι­κό ά­κρο των Η­ΠΑ, στην πο­λι­τεία του Μαίην, και συ­νέ­χι­σε σι­δη­ρο­δρο­μι­κώς, α­πό το Μό­ντρε­αλ μέ­χρι το Βαν­κού­βερ. Μέ­σα σε τέσ­σε­ρις μέ­ρες πέ­ρα­σε α­πό τον Ατλα­ντι­κό στον Ει­ρη­νι­κό. Οι α­ρε­τές των τα­ξι­διω­τι­κών της α­φη­γή­σεων εί­ναι η α­κρι­βο­λο­γία και το ά­πλω­μα των πα­ρα­τη­ρή­σεων, που το­πο­θε­τού­νται σε έ­να συ­γκρι­τι­κό πλαί­σιο, τό­σο το­πι­κό -τα χω­ριά του Κα­να­δά σε σχέ­ση με της Αγγλίας ή της Γαλ­λίας- ό­σο και χρο­νι­κό. Το πα­ρόν α­ντι­πα­ρα­βάλ­λε­ται με έ­να βιω­μέ­νο πα­ρελ­θόν αλ­λά και με την πε­ρίο­δο των πρώ­των α­ποί­κων της α­με­ρι­κα­νι­κής η­πεί­ρου. Εκφρά­ζε­ται με πι­κρή ει­ρω­νεία για την ε­πι­κρα­τού­σα κα­τά­στα­ση, ε­πι­μέ­νο­ντας στην κα­κο­με­τα­χεί­ρι­ση των ζώων. Θεω­ρού­σε την προ­στα­σία τους τό­σο ση­μα­ντι­κή, ό­σο τον α­γώ­να για τα αν­θρώ­πι­να δι­καιώ­μα­τα.
Σε χω­ρι­στό κε­φά­λαιο, α­φη­γεί­ται την ε­πί­σκε­ψη στο Σαν Φρα­γκί­σκο, α­πό ό­που ξε­κί­νη­σε το θα­λάσ­σιο τα­ξί­δι της. Απο­κα­λεί την πό­λη “μπλε, άσ­πρη, ρο­ζ, γκέι”, ξε­δι­πλώ­νο­ντας τις σκέ­ψεις της για τον τε­λευ­ταίο χα­ρα­κτη­ρι­σμό, που τό­τε α­πο­τε­λού­σε νε­ο­λο­γι­σμό. Της α­ρέ­σει η λέ­ξη, κα­θώς της φέρ­νει στο νου την “gaya scienza”, δη­λα­δή την ποιη­τι­κή τέ­χνη των τρο­βα­δού­ρων του Με­σαίω­να. Την α­ντι­πα­ρα­βάλ­λει με τη λέ­ξη “α­δελ­φή” και την α­ντί­στοι­χη α­με­ρι­κα­νι­κή υ­πο­κουλ­τού­ρα. Κά­νει λό­γο για τη δια­κω­μώ­δη­ση της σε­ξουα­λι­κής ι­διαι­τε­ρό­τη­τας, την ταύ­τι­σή της με την α­κο­λα­σία και τη χυ­δαιό­τη­τα. Κα­τα­λή­γει υ­πε­ρα­σπι­ζό­με­νη τη λαϊκή ρή­ση, “η ποι­κι­λία εί­ναι το ά­λας της γης”.
Κα­τά τον διά­πλου του Ει­ρη­νι­κού υ­πε­ρι­σχύει στην α­φή­γη­ση μια ποιη­τι­κή πνοή και πλη­θαί­νουν οι στο­χα­στι­κές πα­ρεκ­βά­σεις. Με­τά, σε ο­κτώ κε­φά­λαια, α­πλώ­νει την α­φή­γη­ση α­πό την πα­ρα­μο­νή της στο Τό­κιο. Η μη­τρο­πο­λι­τι­κή πε­ριο­χή Τό­κιο-Γιο­κο­χά­μα δεν εί­ναι μια πό­λη αλ­λά έ­να συ­γκρό­τη­μα πό­λεων. Η σύ­γκρι­ση με το πα­ρελ­θόν και την πα­λαιά πό­λη, το Έντο, γί­νε­ται α­πό την πρώ­τη σε­λί­δα και η κρι­τι­κή για την ε­ξα­φά­νι­ση της πα­λιάς Ια­πω­νίας παίρ­νει σκλη­ρούς τό­νους. Πα­ρου­σιά­ζει τον ση­με­ρι­νό Ιά­πω­να, σε α­ντι­πα­ρα­βο­λή με τους προ­γό­νους του, α­να­σύ­ρο­ντας ει­κό­νες α­πό τη ια­πω­νι­κή λο­γο­τε­χνία. Πε­ρι­γρά­φει κα­τοι­κίες και ξε­νο­δο­χεία, δεί­χνο­ντας το σύγ­χρο­νο τρό­πο ζωής ως έ­να συ­χνά γε­λοίο πά­ντρε­μα της πα­ρά­δο­σης με τους α­με­ρι­κα­νι­κούς τρό­πους δια­βίω­σης. Κα­τά την πε­ριή­γη­ση της πό­λης δεν α­κο­λου­θεί τις του­ρι­στι­κές δια­δρο­μές. Για πα­ρά­δειγ­μα, προ­τι­μά να ε­πι­σκε­φτεί έ­ναν μι­κρό βου­δι­στι­κό ναό, κα­θώς την γο­η­τεύει μια πα­λαιά ι­στο­ρία με σα­μου­ράι, που δια­δρα­μα­τί­στη­κε ε­κεί. Από τους σα­μου­ράι ξε­χω­ρί­ζει τους ρό­νιν, που, στους πα­λαιό­τε­ρους αιώ­νες, ε­γκα­τέ­λει­παν τους α­φέ­ντες τους και πε­ρι­πλα­νιό­νταν στη χώ­ρα α­να­ζη­τώ­ντας την πε­ρι­πέ­τεια.
Η Γιουρ­σε­νάρ ή­ταν λά­τρης και του ια­πω­νι­κού θεά­τρου. Δεν κου­ρά­ζε­ται να πα­ρα­κο­λου­θεί τα λαϊκά θεά­μα­τα του κα­μπού­κι, πε­ρι­γρά­φο­ντας το συν­δυα­σμό τρα­γου­διού, χο­ρού και πα­ντο­μί­μας. Ένα θέ­α­τρο χω­ρίς σκη­νο­θέ­τη, με τις πα­ρα­στά­σεις να κρα­τούν ο­λη­με­ρίς. Πη­γαί­νει α­κό­μη σε πα­ρα­στά­σεις κου­κλο­θέ­α­τρου. Κυ­ρίως, ό­μως, την μα­γνη­τί­ζει το θέ­α­τρο Νο. Θεω­ρεί, μά­λι­στα, ό­τι η ευαι­σθη­σία της θα ή­ταν δια­φο­ρε­τι­κή αν δεν εί­χε τύ­χει να γνω­ρί­σει δυο κο­ρυ­φαία έρ­γα του Νο, γραμ­μέ­να α­πό τον Κάν­ζε Μο­το­μά­σα και τον Ζεά­μι, στην ί­δια νε­α­ρή η­λι­κία με την «Αντι­γό­νη». Εί­χε μά­θει ια­πω­νι­κά και εί­χε με­τα­φρά­σει τα θε­α­τρι­κά έρ­γα Νο του Γιού­κιο Μι­σί­μα. Λί­γο αρ­γό­τε­ρα, το 1981, εί­χε εκ­δώ­σει το βι­βλίο της «Μι­σί­μα ή το ό­ρα­μα του κε­νού». Το εί­χε ξε­κι­νή­σει με τη συ­μπλή­ρω­ση δέ­κα χρό­νων α­πό τη δη­μό­σια τε­λε­τουρ­γι­κή αυ­το­κτο­νία του, στις 25 Νο­εμ­βρίου 1970. Ήταν μια ύ­στα­τη πρά­ξη α­ντί­στα­σης στον ε­ξα­με­ρι­κα­νι­σμό της χώ­ρας του και υ­πε­ρά­σπι­σης των πα­ρα­δο­σια­κών ια­πω­νι­κών α­ξιών. Ένα κε­φά­λαιο α­φιε­ρώ­νε­ται στην ε­πί­σκε­ψη στο σπί­τι του, που σή­με­ρα έ­χει με­τα­τρα­πεί σε μου­σείο.
Στο τα­ξι­διω­τι­κό σκια­γρα­φού­νται και φευ­γα­λέες ει­κό­νες της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, που κι­νη­το­ποιούν το μη­χα­νι­σμό της μνή­μης, δί­νο­ντας στις α­φη­γή­σεις τον ε­ξαι­ρε­τι­κό συν­δυα­σμό εμ­βρί­θειας και γλα­φυ­ρό­τη­τας, που χα­ρα­κτη­ρί­ζει τα βι­βλία της. Ιδιαί­τε­ρη α­να­φο­ρά ε­πι­φυ­λάσ­σει σε δυο ξέ­νους, που έ­κα­ναν δεύ­τε­ρη πα­τρί­δα τους την Ια­πω­νία: τον ελ­λη­νοϊρλαν­δό Λευ­κά­διο Χερν και τον ε­ξα­με­ρι­κα­νι­σμέ­νο Ισπα­νό Ερνέ­στο Φε­νολ­λό­ζα. Ακό­μη, κα­τα­γρά­φο­νται ό­ψεις α­πό το σύγ­χρο­νο Τό­κυο. Εξαι­ρε­τι­κές εί­ναι οι πε­ρι­γρα­φές α­πό τους για­πω­νέ­ζι­κους κή­πους, που θεω­ρού­σε έρ­γα τέ­χνης ι­σά­ξια με τις ει­κό­νες που φι­λο­τε­χνού­σαν οι φλα­μαν­δοί ζω­γρά­φοι. Η τε­λευ­ταία α­φή­γη­ση εί­ναι α­πό το Κιό­το. Μέ­νει η­μι­τε­λής, με την τε­λευ­ταία φρά­ση κομ­μέ­νη στη μέ­ση, να α­να­φέ­ρε­ται στους πε­ρι­πλα­νώ­με­νους σα­μου­ράι, τους ρό­νιν. Οι ε­πι­με­λη­τές, ω­στό­σο, της έκ­δο­σης φρό­ντι­σαν να κλεί­σουν το βι­βλίο με τη διά­λε­ξη, που έ­δω­σε η Γιουρ­σε­νάρ στο Γαλ­λι­κό Ινστι­τού­το του Τό­κυο, μό­λις εί­χε φτά­σει, στις 26 Οκτω­βρίου 1982.
Αφού ε­μείς εί­μα­στε “τό­σο α­νό­η­τοι”, που θα πε­θά­νου­με χω­ρίς να κά­νου­με, ού­τε μια φο­ρά, “το γύ­ρο της φυ­λα­κής μας”, ας δια­βά­σου­με του­λά­χι­στον τα τρία βι­βλία για την Ια­πω­νία, που εκ­δό­θη­καν στα τέ­λη του πε­ρα­σμέ­νου χρό­νου. Εκτός α­πό αυ­τό της Γιουρ­σε­νά­ρ, που ου­δό­λως μνη­μο­νεύ­θη­κε στον Τύ­πο, κυ­κλο­φό­ρη­σαν τα βι­βλία δύο Ελλή­νων, που θα μπο­ρού­σαν η­λι­κια­κά να ή­ταν εγ­γό­νιά της: «Μα­τιές στον κή­πο του χαϊκού» της Ευ­ρυ­δί­κης Τρι­σό­ν-Μιλ­σα­νή (Εκδό­σεις Γα­βριη­λί­δης) και το ή­μι­συ του τα­ξι­διω­τι­κού «Από το Τό­κιο στο Χαρ­τούμ» (Εκδό­σεις Κέ­δρος) του ποιη­τή και δι­πλω­μά­τη Γιώρ­γου Βέη. Μά­λι­στα, ο Βέ­ης θυ­μί­ζει τη θαυ­μά­σια, ό­πως την χα­ρα­κτη­ρί­ζει, μο­νο­γρα­φία της Γιουρ­σε­νάρ για τον Μι­σί­μα, θεω­ρώ­ντας ό­τι ά­νοι­ξε νέ­ους δρό­μους στην ε­πα­νε­κτί­μη­ση της προ­σφο­ράς του.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

«Δίοδος 66100» Τεύχος 1 Δράμα Δεκέμβριος 2009

Στην χο­ρεία των πό­λεων με σο­βα­ρό πο­λι­τι­στι­κό πε­ριο­δι­κό ει­σέρ­χε­ται και η Δρά­μα, με την ε­ξά­μη­νη πε­ριο­δι­κή έκ­δο­ση λό­γου και τέ­χνης «Δίο­δος 66100». Εκδό­της του πε­ριο­δι­κού φέ­ρε­ται η Δη­μο­τι­κή Κοι­νω­φε­λής Επι­χεί­ρη­ση Κοι­νω­νι­κής Πο­λι­τι­στι­κής και Του­ρι­στι­κής Ανά­πτυ­ξης του Δή­μου Δρά­μας (ΔΕΚ­ΠΟ­ΤΑ). Μά­λι­στα, ο τα­χυ­δρο­μι­κός το­μέ­ας της διεύ­θυν­σης της εν λό­γω Επι­χεί­ρη­σης συ­νο­δεύει τον κυ­ρίως τίτ­λο, «Δίο­δος». Το πε­ριο­δι­κό θέ­λει να α­πο­τε­λέ­σει έ­να πέ­ρα­σμα στον σύγ­χρο­νο κό­σμο των γραμ­μά­των, ει δυ­να­τόν, και των τε­χνών, ό­πως διευ­κρι­νί­ζει ο διευ­θυ­ντής σύ­ντα­ξης. Πρό­κει­ται για τον κα­λό διη­γη­μα­το­γρά­φο Βα­σί­λη Τσια­μπού­ση, ό­χι μό­νο Δρα­μι­νό, ό­πως αρ­κε­τοί α­πό τους συ­νερ­γά­τες του πρώ­του τεύ­χους, αλ­λά και μο­νί­μως ε­γκα­τα­στη­μέ­νο στη γε­νέ­θλια πό­λη του. Επι­προ­σθέ­τως, ελ­πί­ζει να α­πο­τε­λέ­σει το πε­ριο­δι­κό των α­πα­ντα­χού Δρα­μι­νών, και ό­χι μό­νο αυ­τών, και να κρα­τή­σει για πά­ντα την α­θωό­τη­τά του και την α­νυ­στε­ρο­βου­λία των συ­νερ­γα­τών του.
Στο πρώ­το τεύ­χος, δη­μο­σιεύο­νται ποιή­μα­τα, πε­ζά, δο­κί­μια και βι­βλιο­κρι­σίες. Το ντό­πιο δυ­να­μι­κό εκ­προ­σω­πεί­ται ε­πά­ξια α­πό τον συγ­γρα­φέα Δη­μή­τρη Μαν­θό­που­λο, με το διή­γη­μα, «Σε­ρε­νά­τα σε βομ­βαρ­δι­στι­κά» α­πό την α­νέκ­δο­τη συλ­λο­γή του, «Ασκαρ­δα­μυ­κτί». Ένα α­πό τα κα­λύ­τε­ρα διη­γή­μα­τά του δη­μο­σιεύει ο Κο­σμάς Χαρ­πα­ντί­δης, ε­τοι­μά­ζο­ντας τη σο­δειά για την ε­πό­με­νη συλ­λο­γή του. Ανά­με­σα στους συ­νερ­γά­τες, πολ­λοί εί­ναι οι δρα­μι­νοί ποιη­τές. Κά­ποιοι α­πό αυ­τούς μπο­ρεί και να πα­ρα­μέ­νουν κά­τοι­κοι της γε­νέ­τει­ράς τους. Στην ποίη­ση φαί­νε­ται ό­τι το έ­ρι­ξε και ο Τσια­μπού­σης, α­κο­λου­θώ­ντας α­ντί­στρο­φη πο­ρεία α­πό ε­κεί­νη των ο­μη­λί­κων του. Ο αρ­χαιο­λό­γος Νι­κό­λα­ος Γεωρ­γιά­δης πα­ρα­θέ­τει τα ε­τυ­μο­λο­γι­κά του ο­νό­μα­τος της Δρά­μας: προέ­χει η πό­λη των νε­ρών, μπο­ρεί ό­μως να πρό­κει­ται και για μια πό­λη με θέα ή, α­πλώς, για μια μι­κρή πό­λη, χω­ρίς να α­πο­κλείε­ται η ο­νο­μα­σία να συν­δέε­ται με δρώ­με­να της διο­νυ­σια­κής λα­τρείας. Στην ε­νό­τη­τα ι­στο­ρία ε­ντάσ­σε­ται η μαρ­τυ­ρία του δά­σκα­λου Δη­μή­τρη Πα­σχα­λί­δη, σχε­τι­κή με το βι­βλίο που έ­γρα­ψε μα­ζί με τον Τά­σο Χατ­ζηα­να­στα­σίου, «Τα γε­γο­νό­τα της Δρά­μας. Εξέ­γερ­ση ή προ­βο­κά­τσια» (Εκδ. ΔΕΚ­ΠΟ­ΤΑ, Δρά­μα 2003). Προ­η­γεί­ται βι­βλιο­κρι­σία του Χρί­στου Ρου­με­λιω­τά­κη.
Στο τεύ­χος δη­μο­σιεύε­ται ο­λι­γο­σέ­λι­δο α­φιέ­ρω­μα στον σκι­τσο­γρά­φο, ζω­γρά­φο, χα­ρά­κτη, δη­μο­σιο­γρά­φο και με­λε­τη­τή Μίλ­τη Πα­ρα­σκευαΐδη. Γεν­νή­θη­κε στη Σμύρ­νη α­πό Μυ­τι­λη­νιούς γο­νείς, στις 18 Ια­νουα­ρίου 1911. Στα ελ­λι­πή βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία να συ­μπλη­ρώ­σου­με ό­τι πέ­θα­νε στις 11 Δε­κεμ­βρίου 1999. Επί­σης, ό­τι στην Κα­το­χή ορ­γα­νώ­θη­κε στο Ε­Α­Μ, α­να­λαμ­βά­νο­ντας την έκ­δο­ση του α­ντι­στα­σια­κού πε­ριο­δι­κού «Λε­σβια­κά Γράμ­μα­τα». Για την ό­λη δρά­ση του διώχ­θη­κε, μέ­νο­ντας, αρ­χι­κά, στην Θά­σο και, εν συ­νε­χεία, στην Μα­κρό­νη­σο ως πο­λι­τι­κός ε­ξό­ρι­στος. Κρα­τού­σε για πολ­λά χρό­νια το αρ­χαιο­λο­γι­κό ρε­πορ­τάζ στην προ­δι­κτα­το­ρι­κή «Κα­θη­με­ρι­νή» και στο πε­ριο­δι­κό «Ει­κό­νες». Έξι σε­λί­δες α­φιε­ρώ­νο­νται στα σκί­τσα του. Σύμ­φω­να με το σύ­ντο­μο βιο­γρα­φι­κό που πα­ρα­τί­θε­ται, ο Πα­ρα­σκευαΐδης, το α­κα­δη­μαϊκό έ­τος 1948-49, ερ­γά­στη­κε ως φι­λό­λο­γος στο Γυ­μνά­σιο Αρρέ­νων Δρά­μας. Σε αυ­τό το σχο­λι­κό έ­τος φι­λο­τέ­χνη­σε και δη­μο­σίευ­σε σε το­πι­κές ε­φη­με­ρί­δες σκί­τσα με το­πία και πορ­τρέ­τα κα­θη­γη­τών και μα­θη­τριών. Επί­σης, σκί­τσα α­να­στε­νά­ρη­δων της Μαυ­ρο­λεύ­κης. Ωστό­σο, ο­ρι­σμέ­να α­πό τα δη­μο­σιευ­μέ­να σκί­τσα, που προ­φα­νώς α­νή­κουν στα δρα­μι­νά, φέ­ρουν χρο­νο­λο­γία 1946. Μή­πως, τε­λι­κά, η πα­ρου­σία του Πα­ρα­σκευαΐδη στη Δρά­μα, πριν να ο­δη­γη­θεί ε­ξό­ρι­στος στη Θά­σο, χρειά­ζε­ται πιο λε­πτο­με­ρή διε­ρεύ­νη­ση; Στο τεύ­χος δη­μο­σιεύο­νται φω­το­γρα­φίες της δρα­μι­νής φω­το­γρά­φου Λί­λας Σω­τη­ρίου. Επί­σης, α­φιε­ρώ­νο­νται σε­λί­δες στο θέ­α­τρο και δη­μο­σιεύο­νται κό­μι­κς του Χρή­στου Δη­μη­τρίου. Ο σχε­δια­σμός, η ει­κο­νο­γρά­φη­ση και η ό­λη τυ­πο­τε­χνι­κή ει­κό­να δεν έ­χουν να ζη­λέ­ψουν τί­πο­τα α­πό έ­να α­θη­ναϊκό ή θεσ­σα­λο­νι­κιώ­τι­κο πε­ριο­δι­κό.
Μ.Θ.

Περί νεοελληνικής σάτιρας

«Πόρ­φυ­ρας»
Τεύ­χος 133
Οκτώ­βριος-
Δε­κέμ­βριος 2009
Κέρ­κυ­ρα

Κο­ντεύει να συ­μπλη­ρω­θεί δε­κα­ε­τία α­πό το Συ­νέ­δριο, που εί­χε διορ­γα­νώ­σει ο «Πόρ­φυ­ρας» για τη νε­ο­ελ­λη­νι­κή σά­τι­ρα, και τα Πρα­κτι­κά του Συ­νε­δρίου δεν έ­χουν α­κό­μη εκ­δο­θεί. Εί­χε πραγ­μα­το­ποιη­θεί το τριή­με­ρο 2-4 Νο­εμ­βρίου 2001. Σύμ­φω­να με το πρό­γραμ­μα του Συ­νε­δρίου, που α­να­δη­μο­σιεύε­ται στο τρέ­χον τεύ­χος, εί­χαν γί­νει 27 α­να­κοι­νώ­σεις και μια συ­ζή­τη­ση στρογ­γυ­λής τρά­πε­ζας. Κα­τά τους εκ­δό­τες του πε­ριο­δι­κού, κα­τα­βλή­θη­καν προ­σπά­θειες στα εν­διά­με­σα χρό­νια, ω­στό­σο, δεν μπό­ρε­σαν να ε­ξα­σφα­λί­σουν την α­παι­τού­με­νη χο­ρη­γία προς έκ­δο­ση των Πρα­κτι­κών, ό­πως συ­νή­θως γί­νε­ται με α­νά­λο­γα Πρα­κτι­κά Συ­νε­δρίων. Δεν διευ­κρι­νί­ζουν, ό­μως, κα­τά πό­σο στο ά­καρ­πο των προ­σπα­θειών τους βά­ρυ­νε το θέ­μα του Συ­νε­δρίου. Για­τί, κα­κά τα ψέ­μα­τα, άλ­λη αί­γλη ε­ξα­σφα­λί­ζει στον χο­ρη­γό έ­να ε­πε­τεια­κό α­φιέ­ρω­μα σε μια α­πό τις με­γά­λες μορ­φές της ε­πτα­νη­σια­κής λο­γιο­σύ­νης ή α­κό­μη και σε έ­ναν πρε­σβύ­τη ποιη­τή, κι άλ­λη, σε έ­να λο­γο­τε­χνι­κό εί­δος, το ο­ποίο οι αρ­χαίοι Έλλη­νες ά­φη­σαν α­νο­νο­μά­τι­στο και σή­με­ρα αυ­τό το εί­δος λό­γου καλ­λιερ­γεί­ται πα­ρε­μπι­πτό­ντως και χον­δρο­ει­δώς. Τις τε­λευ­ταίες ελ­πί­δες των εκ­δο­τών για ε­ξεύ­ρε­ση οι­κο­νο­μι­κής υ­πο­στή­ρι­ξης φαί­νε­ται να κα­ταρ­ρά­κω­σε η οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση. Καί­τοι, τώ­ρα εί­ναι που ο λό­γος πε­ρί σά­τι­ρας κα­θί­στα­ται εκ των ων ουκ ά­νευ. Όπως και να έ­χει, α­πο­φά­σι­σαν να δη­μο­σιεύ­σουν κα­τά δό­σεις τις α­να­κοι­νώ­σεις, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης της συ­ζή­τη­σης στρογ­γυ­λής τρά­πε­ζας, την ο­ποία έ­χουν α­πο­μα­γνη­το­φω­νή­σει. Υπό­σχο­νται, μά­λι­στα, να ο­μα­δο­ποιή­σουν συγ­γε­νείς α­να­κοι­νώ­σεις. Η πρώ­τη ο­μά­δα πε­ρι­λαμ­βά­νει εν­νέα α­να­κοι­νώ­σεις και πα­ρου­σιά­ζε­ται με τον γε­νι­κό τίτ­λο, «Πτυ­χές της νε­ο­ελ­λη­νι­κής σά­τι­ρας». Το τεύ­χος α­φιε­ρώ­νε­ται στη μνή­μη τεσ­σά­ρων α­πό τους συμ­με­τέ­χο­ντες, που α­πο­δή­μη­σαν κα­τά την εν­διά­με­ση πε­ρίο­δο: Σπύ­ρος Αλ. Καβ­βα­δίας, το 2003, Γιώρ­γος Γ. Αλι­σαν­δρά­τος και Διο­μή­δης Βλά­χος, το 2004, Αλέξ. Αργυ­ρίου, το 2009.
Στις 27 α­να­κοι­νώ­σεις του Συ­νε­δρίου, υ­πάρ­χουν α­να­κοι­νώ­σεις γε­νι­κού πε­ρί σά­τι­ρας πε­ριε­χο­μέ­νου, α­να­κοι­νώ­σεις που α­πο­πει­ρώ­νται με­γα­λύ­τε­ρης ή μι­κρό­τε­ρης έ­κτα­σης ι­στο­ρι­κές α­να­δρο­μές στη νε­ο­ελ­λη­νι­κή σά­τι­ρα και α­να­κοι­νώ­σεις που ε­πι­κε­ντρώ­νο­νται σε έ­να πρό­σω­πο ή στις ι­διαι­τε­ρό­τη­τες της σά­τι­ρας, ό­πως γρά­φτη­κε σε κά­ποιο α­πό τα Επτά­νη­σα. Αυ­τά, του­λά­χι­στον, προ­κύ­πτουν α­πό τους τίτ­λους των α­να­κοι­νώ­σεων. Συ­χνά, ό­μως, οι τίτ­λοι α­να­κοι­νώ­σεων, ει­ση­γή­σεων και δια­λέ­ξεων α­πο­βαί­νουν α­πα­τη­λοί, κα­θώς α­ντι­κα­θρε­φτί­ζουν τις φι­λο­δο­ξίες των ο­μι­λη­τών και ε­λά­χι­στα το πε­ριε­χό­με­νο των κει­μέ­νων τους. Στο βαθ­μό που οι συ­γκε­κρι­μέ­νες α­να­κοι­νώ­σεις α­ντα­πο­κρί­νο­νται στους τίτ­λους τους, πα­ρα­τη­ρού­με ό­τι οι τέσ­σε­ρις α­να­κοι­νώ­σεις γε­νι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου δεν συ­μπε­ριε­λή­φθη­σαν (Δη­μή­τρης Αγγε­λά­τος: «Η σά­τι­ρα, έ­νας ει­δο­λο­γι­κός χα­μαι­λέων», Μά­ριο Βίτ­τι: «Σά­τι­ρα και ρε­α­λι­σμός», Κα­τε­ρί­να Κω­στίου: «Η σά­τι­ρα και οι τε­χνι­κές της», Ερω­τό­κρι­τος Μω­ραΐτης: «Η σά­τι­ρα ως α­να­τρο­πή του κοι­νω­νι­κού προ­σω­πείου»).
Δυο α­να­κοι­νώ­σεις κα­λύ­πτουν την ι­στο­ρι­κή α­να­δρο­μή α­πό τις α­παρ­χές μέ­χρι τον Σο­λω­μό. Αυ­τές θα α­να­με­νό­ταν να δη­μο­σιευ­θούν μα­ζί και η μία με­τά την άλ­λη, ό­πως και εκ­φω­νή­θη­καν. Πα­ρα­δό­ξως, δη­μο­σιεύε­ται μό­νο η πρώ­τη του Γιώρ­γου Κε­χα­γιό­γλου, ε­νώ μέ­νει για την ε­πό­με­νη δό­ση η α­να­κοί­νω­ση του Πα­ντε­λή Βου­του­ρή, με τίτ­λο, «Η σά­τι­ρα στα χρό­νια του Δια­φω­τι­σμού». Πά­ντως, η α­να­κοί­νω­ση του Κε­χα­γιό­γλου, με την ο­ποία και α­νοί­γει το τεύ­χος, κα­λύ­πτει τό­σο με τον τίτ­λο της, «Προϊστο­ρία της σά­τι­ρας: α­πό τις αρ­χές ως τον Σο­λω­μό», ό­σο και με το χρο­νι­κό ά­πλω­μα του κει­μέ­νου, ο­λό­κλη­ρη την πε­ρίο­δο. Το κεί­με­νο θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν ο­ρια­κής πυ­κνό­τη­τας, ό­χι μό­νο ό­σο α­φο­ρά το πλή­θος των στοι­χείων, αλ­λά και με βά­ση τις προ­τει­νό­με­νες θεω­ρή­σεις, που α­να­σκευά­ζουν πα­γιω­μέ­νες θέ­σεις. Έχου­με την ε­ντύ­πω­ση ό­τι αρ­κε­τές α­πό αυ­τές τις θεω­ρή­σεις ε­πι­δέ­χο­νται πε­ραι­τέ­ρω α­νά­πτυ­ξη. Για πα­ρά­δειγ­μα, η ε­ναρ­κτή­ρια θα μπο­ρού­σε να α­πο­τε­λέ­σει θέ­μα μιας α­νε­ξάρ­τη­της α­να­κοί­νω­σης: “Δεν ξέ­ρω κα­τά πό­σο εί­ναι τυ­χαίο το ό­τι η νε­ο­ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία φαί­νε­ται να ξε­κι­νά με τη σά­τι­ρα και ό­χι με το η­ρωι­κό ά­σμα ή την ε­πι­κή μυ­θι­στο­ρία”.
Κα­θό­λου τυ­χαίο, λοι­πόν, που η ποιη­τι­κή σά­τι­ρα ξε­κι­νά στα μέ­σα του 12ου αιώ­να και η α­φη­γη­μα­τι­κή, στα μέ­σα του 14ου, ε­νώ η λι­βε­λο­γρα­φία αν­θεί ή­δη στους Βυ­ζα­ντι­νούς. Κα­θό­λου τυ­χαίοι και οι χώ­ροι, που υ­πο­θάλ­πε­ται: της Εκκλη­σίας, του σχο­λείου και των λο­γίων κύ­κλων. Επί­σης, κα­θό­λου τυ­χαία τα παι­χνι­διά­ρι­κα και βέ­βη­λα στι­χουρ­γή­μα­τα του 15ου αιώ­να. Ακό­μη, κα­θό­λου τυ­χαία και η συ­νέ­χεια στα Επτά­νη­σα. Από την άλ­λη, βο­λι­κή η αρ­χή των πολ­λα­πλών αι­τίων, πολ­λά, ό­μως, μέ­νουν να ε­ρευ­νη­θούν, έ­τσι και κά­νου­με πέ­ρα τις σχη­μα­το­ποιή­σεις των πα­λαιό­τε­ρων. Όπως και να έ­χει, την α­να­κοί­νω­ση συ­νο­δεύει κα­τά­λο­γος σα­τι­ρι­κών κει­μέ­νων α­πό τον 12ο αιώ­να μέ­χρι το 1820. Εκεί α­να­φέ­ρε­ται και η «Αλη­θής Ιστο­ρία», γνω­στό­τε­ρη με τον τίτ­λο που της έ­δω­σε ο Κ.Θ. Δη­μα­ράς, ο «Ανώ­νυ­μος του 1789». Αυ­τή α­πο­τε­λεί το α­ντι­κεί­με­νο της ε­πό­με­νης α­να­κοί­νω­σης α­πό την Ελί­να Τσα­λί­κο­γλου, που κι­νεί­ται στον α­ντί­πο­δα της πύ­κνω­σης.
Η Τσα­λί­κο­γλου, ό­πως ό­λοι οι άρ­τι α­να­γο­ρευ­θέ­ντες δι­δά­κτο­ρες, α­πλώ­νε­ται στο θέ­μα της δια­τρι­βής της, που ή­ταν ο Νε­ο­ελ­λη­νι­κός Δια­φω­τι­σμός, ε­νώ ως α­πό­φοι­τος της Οξφόρ­δης, πλη­θαί­νει τις αγ­γλό­φω­νες πα­ρα­πο­μπές. Πά­ντως, σε υ­πο­ση­μείω­ση και χω­ρίς ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γία, α­πορ­ρί­πτει τον Γιώρ­γο Κων­στα­ντά ως πι­θα­νό συγ­γρα­φέα της εν λό­γω σά­τι­ρας. Τέ­λος, ει­σα­γω­γι­κά δια­τεί­νε­ται ό­τι με­τά το 1980 ε­πα­να­ξιο­λο­γή­θη­καν έρ­γα του 18ου και 19ου αιώ­να, φέ­ρο­ντας ως πα­ρά­δειγ­μα τη συ­γκε­κρι­μέ­νη σά­τι­ρα, η ο­ποία, λέει, κυ­κλο­φό­ρη­σε σε τρεις δια­φο­ρε­τι­κές εκ­δό­σεις. Ου­σια­στι­κά, ό­μως, οι δυο εκ­δό­σεις (της γραμ­μα­το­λο­γίας Σο­κό­λη και του Ινστι­τού­του Νε­ο­ελ­λη­νι­κών Σπου­δών) ταυ­τί­ζο­νται, α­φού και οι δύο ο­φεί­λο­νται στον Κε­χα­γιό­γλου. Η ελ­λι­πής πα­ρα­πο­μπή στη γραμ­μα­το­λο­γία Σο­κό­λη (α­πό την τρι­με­λή ε­πι­τρο­πή, α­να­φέ­ρο­νται οι δυο, ε­νώ ο τρί­τος α­ντι­κα­θί­στα­ται με το: “κ.ά.”, πα­ρα­λεί­πο­ντας το ό­νο­μα του συ­ντά­κτη των τό­μων Β1 και Β2) πι­στεύου­με ό­τι δη­μιουρ­γεί λαν­θα­σμέ­νες ε­ντυ­πώ­σεις για έ­να ου­σια­στι­κά α­νύ­παρ­κτο εν­δια­φέ­ρον.
Στο τεύ­χος δη­μο­σιεύο­νται οι δυο α­να­κοι­νώ­σεις, με τις ο­ποίες ά­νοι­γε το Συ­νέ­δριο, και οι ο­ποίες εί­ναι οι μό­νες που α­να­φέ­ρο­νται στα σα­τι­ρι­κά ποιή­μα­τα του Σο­λω­μού. Αυ­τές του Σπύ­ρου Αλ. Καβ­βα­δία και της Αι­κα­τε­ρί­νης Κα­ρα­τά­σου. Από τις υ­πό­λοι­πες α­να­κοι­νώ­σεις γε­νι­κό­τε­ρης στό­χευ­σης, δη­μο­σιεύε­ται η ε­κτε­νής του Δη­μή­τρη Κό­κο­ρη, «Σά­τι­ρα: α­πό τον Κα­ρυω­τά­κη στο Σε­φέ­ρη». Ει­δι­κό­τε­ρου πε­ριε­χο­μέ­νου εί­ναι οι α­να­κοι­νώ­σεις: Της κα­θη­γή­τριας λο­γο­τε­χνι­κής με­τά­φρα­σης Μα­ρίας Τσού­τσου­ρα για την α­να­τρε­πτι­κή δρά­ση της βρα­χυ­λο­γίας στη σά­τι­ρα. Της Αθη­νάς Κο­ρού­λη για τον κερ­κυ­ραίο ποιη­τή Γιάν­νη Σα­ρα­κη­νό. Και τέ­λος, η α­να­κοί­νω­ση του Νί­κια Λού­ντζη. “Φι­λο­παίγ­μο­ν” ι­σχυ­ρί­ζε­ται ο Λού­ντζη ό­τι εί­ναι το ζα­κυν­θι­νό πνεύ­μα και με την ο­μι­λία του πεί­θει για το α­λη­θές του λό­γου. Μια χα­ριέ­στα­τη ο­μι­λία, που ε­ξη­γεί ό­τι η σά­τι­ρα ευ­δο­κί­μη­σε στην πα­λαιά Ζά­κυν­θο, για­τί η νή­σος συ­γκέ­ντρω­νε πο­λι­τι­σμό, αυ­τάρ­κεια και φι­λο­παίγ­μον πνεύ­μα. Εί­ναι μια πει­στι­κή ερ­μη­νεία, μέ­σα α­πό την ο­ποία προ­κύ­πτει το για­τί η σά­τι­ρα έ­χει σή­με­ρα πε­ρι­πέ­σει σε μα­ρα­σμό. Πά­ντως, η ο­μι­λία, θέ­λει δεν θέ­λει, “τε­λειώ­νει σε κλί­μα­κα μι­νό­ρε”: με­τά την Ένω­ση ε­πι­κρά­τη­σε η αρ­χή των συ­γκοι­νω­νού­ντων δο­χείων, η ο­ποία και ε­κτό­πι­σε την ζα­κύν­θια ι­διο­τυ­πία χά­ριν του νε­ο­ελ­λη­νι­κού μέ­σου ό­ρου. Να ση­μειώ­σου­με πως στο Συ­νέ­δριο υ­πήρ­χαν α­να­κοι­νώ­σεις και για την “λευ­κα­δί­τι­κη τρέ­λα”. Απο­μέ­νει η α­να­κοί­νω­ση του Γιώρ­γου Ανδρειω­μέ­νου για τον Γιώρ­γο Σου­ρή ως πα­ρά­δειγ­μα της θέ­σης που έ­χει η σά­τι­ρα στην εκ­παί­δευ­ση. Πά­ντως, σή­με­ρα, ο Σου­ρής έ­χει α­πο­συρ­θεί, αν δεν σφάλ­λου­με, ο­λο­σχε­ρώς, α­πό τα α­να­γνω­στι­κά, μα­ζί με τον Πο­λέ­μη και τους άλ­λους της γε­νιάς του. Θα πα­ρου­σία­ζε εν­δια­φέ­ρον μια κα­τα­γρα­φή των σα­τι­ρι­κών κει­μέ­νων στα εν χρή­σει νε­ο­ελ­λη­νι­κά α­να­γνώ­σμα­τα ό­λων των τά­ξεων και βαθ­μί­δων.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Στις συμπληγάδες του χρόνου

Οι τό­μοι με συ­να­γω­γές κει­μέ­νων για έ­ναν συγ­γρα­φέα θέ­τουν το ε­ρώ­τη­μα των πα­ρα­μέ­τρων με τις ο­ποίες αρ­μό­ζει να α­ξιο­λο­γού­νται πα­ρό­μοιες εκ­δό­σεις. Το κα­θο­ρι­στι­κό, προ­φα­νώς, στοι­χείο εί­ναι το ί­διο το α­ντι­κεί­με­νό τους, δη­λα­δή η θέ­ση που κα­τα­λαμ­βά­νει ο εν λό­γω συγ­γρα­φέ­ας στη νε­ο­ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία. Όταν, μά­λι­στα, πρό­κει­ται για α­πο­θα­νό­ντα, θα πρέ­πει να γί­νε­ται διά­κρι­ση α­νά­με­σα στη θέ­ση που κα­τεί­χε ό­σο ζού­σε και στη ση­με­ρι­νή, που α­ντι­κα­θρε­φτί­ζει το πώς έ­χει, στο εν­διά­με­σο, κα­τα­γρα­φεί στην ι­στο­ρία των νε­ο­ελ­λη­νι­κών γραμ­μά­των. Ένα δεύ­τε­ρο, αλ­λά κα­θό­λου δευ­τε­ρεύον στοι­χείο στην βα­ρύ­τη­τα, που έ­χει μια πα­ρό­μοια συ­να­γω­γή, εί­ναι οι συ­νερ­γά­τες και η ποιό­τη­τα των κει­μέ­νων τους. Εδώ, οι ση­μα­ντι­κές πα­ρά­με­τροι εί­ναι οι σχέ­σεις του γρά­φο­ντος με τον τι­μώ­με­νο συγ­γρα­φέα και ο χρό­νος, κα­θώς και οι πε­ρι­στά­σεις συγ­γρα­φής του κει­μέ­νου του. Δη­λα­δή, αν α­νή­κει στα κεί­με­να της κρι­τι­κής υ­πο­δο­χής ε­νός βι­βλίου ή μιας άλ­λης έκ­δο­σης του συ­γκε­κρι­μέ­νου συγ­γρα­φέα ή αν αν­θο­λο­γή­θη­κε α­πό α­φιέ­ρω­μα, που έ­γι­νε ζώ­ντος του συγ­γρα­φέα, σε μια φά­ση ακ­μής του. Δια­φο­ρε­τι­κή πε­ρί­πτω­ση συ­νι­στούν τα με­τα­θα­νά­τια κεί­με­να. Πρώ­τον, οι νε­κρο­λο­γίες, και με­τά τα κεί­με­να, που γρά­φτη­καν με α­φορ­μή μια ε­πα­νέκ­δο­ση και τα πά­σης φύ­σεως ε­πε­τεια­κά, ό­που ο κα­θο­ρι­στι­κός πλέ­ον πα­ρά­γων εί­ναι η χρο­νι­κή α­πό­στα­ση α­πό το θά­να­τό του και η τύ­χη που του ε­πι­φυ­λά­χτη­κε κα­τά την ε­πα­νε­κτί­μη­ση του έρ­γου του. Την συμ­βο­λή ό­λων αυ­τών των ε­πι­μέ­ρους συ­ντε­λε­στών μπο­ρού­με να την ε­κτι­μή­σου­με κα­λύ­τε­ρα με πα­ρά­δειγ­μα τις συ­να­γω­γές κει­μέ­νων για ζώ­ντες συγ­γρα­φείς και πώς αυ­τές σταθ­μί­ζο­νται α­πό το κύ­ρος των προ­σώ­πων.
Μια συ­στη­μα­τι­κή σει­ρά με συ­να­γω­γές κει­μέ­νων για κο­ρυ­φαίους α­πο­θα­νό­ντες συγ­γρα­φείς της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας εί­ναι αυ­τή των Πα­νε­πι­στη­μια­κών Εκδό­σεων Κρή­της. Με τον ο­μοιό­μορ­φο γε­νι­κό τίτ­λο, “ει­σα­γω­γή στην ποίη­ση” ή, α­ντι­στοί­χως, “στην πε­ζο­γρα­φία” του άλ­φα ποιη­τή ή του βή­τα πε­ζο­γρά­φου, έ­χουν μέ­χρι στιγ­μής κυ­κλο­φο­ρή­σει ο­κτώ τό­μοι για ποιη­τές (Σο­λω­μός, Κάλ­βος, Κα­βά­φης, οι δυο νο­μπε­λί­στες, Σε­φέ­ρης και Ελύ­της, Εγγο­νό­που­λος, και πρό­σφα­τα, Ρί­τσος) και δυο για “κλα­σι­κούς” της πε­ζο­γρα­φίας μας (Πα­πα­δια­μά­ντης, Κα­ζα­ντζά­κης). Ένας πα­ρό­μοιος τό­μος για έ­ναν τρί­το “κλα­σι­κό” πε­ζο­γρά­φο, τον Γρη­γό­ριο Ξε­νό­που­λο, κυ­κλο­φό­ρη­σε, το 2007, α­πό τις εκ­δό­σεις του Ιδρύ­μα­τος Ου­ρά­νη, σε μια σει­ρά συ­νο­δευ­τι­κή των δυο βα­σι­κών σει­ρών του Ιδρύ­μα­τος, της «Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Βι­βλιο­θή­κης», που έ­στη­σε ο Από­στο­λος Σα­χί­νης και με­τά το θά­να­τό του, συ­νε­χί­ζει ο Βαγ­γέ­λης Αθα­να­σό­που­λος, και της «Θε­α­τρι­κής Βι­βλιο­θή­κης», που κα­ταρ­τί­ζει ο Βάλ­τερ Πού­χνε­ρ, ε­πω­μι­ζό­με­νος ο ί­διος τη φι­λο­λο­γι­κή ε­πι­μέ­λεια και των ο­κτώ τό­μων, που έ­χουν μέ­χρι σή­με­ρα εκ­δο­θεί.
Δυο χρό­νια με­τά τον τό­μο για τον Ξε­νό­που­λο, εκ­δό­θη­καν πέ­ρυ­σι δυο τό­μοι για τον Άλκη Θρύ­λο ή, κα­τά κό­σμο, Ελέ­νη Νε­γρε­πό­ντη-Ου­ρά­νη, και τον Πέ­τρο Χά­ρη («Η κρι­τι­κή για τον Άλκη Θρύ­λο» και «Η κρι­τι­κή για τον Πέ­τρο Χά­ρη», σε ε­πι­μέ­λεια Θα­νά­ση Θ. Νιάρ­χου). Δί­δυ­μοι τό­μοι για έ­να λο­γο­τε­χνι­κό δί­δυ­μο, που κυ­ριάρ­χη­σε στο λο­γο­τε­χνι­κό γί­γνε­σθαι τη δε­κα­ε­τία του ’30 και συ­νέ­χι­σε να παί­ζει πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρό­λο την ε­πό­με­νη τα­ραγ­μέ­νη δε­κα­ε­τία, ε­νώ ι­σχυ­ρή πα­ρου­σία δια­τη­ρεί και με­τα­πο­λε­μι­κά, χά­ρις στη «Νέα Εστία» και τα βρα­βεία της «Ομά­δας των Δώ­δε­κα». Με βά­ση τη ση­με­ρι­νή προο­πτι­κή, το κοι­νό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τους εί­ναι η με­γά­λη α­πό­στα­ση α­νά­με­σα στην ε­ξέ­χου­σα θέ­ση που κα­τεί­χαν πά­νω α­πό μια τεσ­σα­ρα­κο­ντα­ε­τία και την κα­το­πι­νή τους α­φά­νεια. Σχε­δόν ο­λο­σχε­ρής για τον Άλκη Θρύ­λο, με­ρι­κή για τον Πέ­τρο Χά­ρη, που δια­τη­ρεί μια σκιώ­δη θέ­ση στην πε­ζο­γρα­φία του Με­σο­πο­λέ­μου. Το γε­γο­νός ό­τι α­πο­τέ­λε­σαν έ­να δί­δυ­μο κρι­τι­κών με κα­θο­ρι­στι­κό λό­γο στην α­νά­δει­ξη ε­νός βι­βλίου και την κα­θιέ­ρω­ση ε­νός συγ­γρα­φέα, σε συν­δυα­σμό με την α­πο­κα­θή­λω­σή τους, κα­θι­στά εν­δια­φέ­ρου­σα μια δεύ­τε­ρη μα­τιά στο έρ­γο τους. Αυ­τό θα σή­μαι­νε ε­πα­νέκ­δο­ση ο­ρι­σμέ­νων βι­βλίων τους. Στην πε­ρί­πτω­ση, μά­λι­στα, του Άλκη Θρύ­λου, το “νοι­κο­κύ­ρε­μα” του έρ­γου του συ­νι­στά υ­πο­χρέω­ση του Ιδρύ­μα­τος Ου­ρά­νη, που δη­μιουρ­γή­θη­κε το 1972 α­πό το κλη­ρο­δό­τη­μα της με­γά­λης πε­ριου­σίας Νε­γρε­πό­ντη στην Ακα­δη­μία Αθη­νών. Προ­σφο­ρά, που έ­κα­νε ο ί­διος ο Άλκης Θρύ­λος, το 1969. Στη συ­νέ­χεια, λοι­πόν, μιας γε­νι­κό­τε­ρης φρο­ντί­δας, θα έρ­χο­νταν οι συ­να­γω­γές κει­μέ­νων για το συ­γκε­κρι­μέ­νο δί­δυ­μο συγ­γρα­φέων.
Οι δυο τό­μοι δια­φέ­ρουν ου­σια­στι­κά και α­ντί­στοι­χα, διί­στα­νται οι ει­κό­νες που δί­νουν για τους δυο συγ­γρα­φείς. Ωστό­σο, για τη δια­φο­ρά δεν ευ­θύ­νε­ται μό­νο ο ε­πι­με­λη­τής αλ­λά και ο Άλκης Θρύ­λος, που πα­ρα­μέ­λη­σε την έκ­δο­ση βι­βλίων του. Με ε­ξαί­ρε­ση τα τα­ξι­διω­τι­κά του και κά­ποιες νε­α­νι­κές εκ­δό­σεις, ποιή­μα­τα και θε­α­τρι­κά μο­νό­πρα­κτα, ο Άλκης Θρύ­λος στά­θη­κε α­μι­γής κρι­τι­κός και δη, δι­συ­πό­στα­τος. Όντας θε­α­τρι­κός κρι­τι­κός της «Νέ­ας Εστίας», α­πό την ί­δρυ­ση του πε­ριο­δι­κού μέ­χρι το θά­να­τό του, στις 8 Δε­κεμ­βρίου 1971, και συ­στη­μα­τι­κός κρι­τι­κός λο­γο­τε­χνίας σε πλεί­στα ό­σα πε­ριο­δι­κά και ε­φη­με­ρί­δες, φαί­νε­ται πως δεν εί­χε χρό­νο για αυ­το­τε­λείς με­λέ­τες. Από την άλ­λη, αρ­νεί­το να συ­γκε­ντρώ­σει τις κρι­τι­κές του σε βι­βλία. Ένα α­πό τα ε­πι­χει­ρή­μα­τά του ή­ταν πως εί­χε α­να­σκευά­σει πολ­λές α­πό­ψεις του για βι­βλία και πρό­σω­πα. Τε­λι­κά, άλ­λα­ξε γνώ­μη και το 1961 άρ­χι­σε να δη­μο­σιεύει συ­να­γω­γές δη­μο­σιευ­μά­των του. Το α­πο­τέ­λε­σμα εί­ναι, α­πό τα συ­νο­λι­κά 34 κεί­με­να του πρό­σφα­του τό­μου, τα 31 να εί­ναι δη­μο­σιευ­μέ­να α­πό το 1961 και ύ­στε­ρα. Από αυ­τά, τα 20 συ­νι­στούν κρι­τι­κές για ε­πτά α­πό τα βι­βλία του, που εκ­δό­θη­καν μέ­σα σε ε­κεί­νη την τε­λευ­ταία δε­κα­ε­τία, ε­νώ τα 11 εί­ναι τρεις νε­κρο­λο­γίες και 8 α­πό τα 11 συ­νο­λι­κά κεί­με­να του μο­να­δι­κού α­φιε­ρώ­μα­τος πε­ριο­δι­κού στον Άλκη Θρύ­λο, αυ­τό της «Νέ­ας Εστίας», κα­τά τη συ­μπλή­ρω­ση ε­νός έ­τους α­πό το θά­να­τό του.
Με ε­ξαί­ρε­ση τα με­τα­θα­νά­τια κεί­με­να, στις κρι­τι­κές των βι­βλίων του, του­λά­χι­στον σε ό­σες δεν προέρ­χο­νται α­πό τους φί­λους του, δια­τυ­πώ­νο­νται και ε­πι­κρί­σεις. Γε­νι­κά, ό­μως, οι 19 γρά­φο­ντες τα 34 κεί­με­να σκια­γρα­φούν μια φω­τει­νή ει­κό­να, την ο­ποία ε­ξω­ραί­ζει πε­ραι­τέ­ρω η ει­σα­γω­γή του ε­πι­με­λη­τή, με τίτ­λο, «Με­τέω­ρο α­νε­πα­νά­λη­πτο». Κεί­με­νο του Κ.Θ. Δη­μα­ρά δεν αν­θο­λο­γεί­ται, στην Ιστο­ρία του, ό­μως, ση­μειώ­νει: «Συ­ντη­ρη­τι­κή τε­λι­κά η διά­θε­σή του, τεί­νει να εκ­φρά­σει την α­ντί­λη­ψη του μέ­σου α­να­γνώ­στη, ε­κεί­νου που έ­χει μέ­τρια ευαι­σθη­σία και σχε­τι­κή καλ­λιέρ­γεια.» Αν υιο­θε­τή­σου­με την κρί­ση του, τό­τε οι κρι­τι­κές του Άλκη Θρύ­λου έ­χα­σαν την α­ξία τους μα­ζί με το θά­να­το αυ­τού του “μέ­σου α­να­γνώ­στη” της ε­πο­χής του. Ο ί­διος, άν­θρω­πος, ό­πως φαί­νε­ται, ε­γκε­φα­λι­κός, με α­νε­πτυγ­μέ­νο το αί­σθη­μα της αυ­το­κρι­τι­κής, διεκ­δι­κού­σε, τα τε­λευ­ταία χρό­νια της ζωής του, για το έρ­γο του την α­ξία χρο­νι­κού. Και πράγ­μα­τι, πρό­κει­ται για έ­να χρο­νι­κό, με πα­κτω­λό πραγ­μα­το­λο­γι­κών στοι­χείων για βι­βλία και θε­α­τρι­κές πα­ρα­στά­σεις, που πα­ρου­σιά­στη­καν στη διάρ­κεια μιας τεσ­σα­ρα­κο­ντα­ε­τίας.
Δια­φο­ρε­τι­κή η πε­ρί­πτω­ση του Πέ­τρου Χά­ρη, που, του­λά­χι­στον ως πε­ζο­γρά­φος, κα­τά κα­νό­να, δια­σώ­ζε­ται στις ι­στο­ρίες νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας. Στον πρό­σφα­το τό­μο, με α­κρι­βώς τον δι­πλά­σιο α­ριθ­μό σε­λί­δων α­πό ε­κεί­νον για τον Άλκη Θρύ­λο, αν­θο­λο­γού­νται 80 κεί­με­να, 37 συγ­γρα­φέων (λ.χ., ο Γιάν­νης Χατ­ζί­νης συμ­με­τέ­χει με 17 κεί­με­να, ο Βά­σος Βα­ρί­κας με 7 και ο Άλκης Θρύ­λος με 5). Τα κεί­με­να αν­θο­λο­γού­νται α­πό την κρι­τι­κή υ­πο­δο­χή των βι­βλίων του Χά­ρη, που εκ­δό­θη­καν μέ­χρι το 1982. Δη­λα­δή, δεν υ­πάρ­χου κεί­με­να για τα ε­πτά τε­λευ­ταία του βι­βλία, τα δυο πε­ζο­γρα­φι­κά, το τα­ξι­διω­τι­κό και τα τέσ­σε­ρα με με­λε­τή­μα­τα και δο­κί­μια. Επί­σης, δεν αν­θο­λο­γού­νται κεί­με­να α­πό τα τέσ­σε­ρα, συ­νο­λι­κά, α­φιε­ρώ­μα­τα στον Χά­ρη, που έ­γι­ναν την πε­ρίο­δο 1976-1988. Κυ­ρίως, ό­μως, δεν αν­θο­λο­γού­νται νε­κρο­λο­γίες, ού­τε με­τα­θα­νά­τιες α­πο­τι­μή­σεις. Πι­θα­νώς, για­τί δεν βρέ­θη­καν ού­τε καν στο πε­ριο­δι­κό του, τη «Νέα Εστία». Υπάρ­χει, βε­βαίως, μια μο­να­δι­κή στο «Ex Libris». Υπερ­βάλ­λου­με. Το δί­χως άλ­λο μια συ­στη­μα­τι­κό­τε­ρη α­να­ζή­τη­ση, ό­λο και κά­ποια θα ε­ντό­πι­ζε.
Ο Χά­ρης πέ­θα­νε το βρά­δυ της 12ης Δε­κεμ­βρίου 1998. Ημέ­ρα Δευ­τέ­ρα. Την προ­η­γού­με­νη Πα­ρα­σκευή, 9 Δε­κεμ­βρίου, εί­χε πε­θά­νει η Λι­λή Ζω­γρά­φου. Θα­μπω­μέ­νο το δη­μο­σιο­γρα­φι­κό έν­στι­κτο α­πό το σί­ρια­λ, «Η α­γά­πη άρ­γη­σε μια μέ­ρα», και α­πό τον ε­λευ­θε­ριά­ζο­ντα χα­ρα­κτή­ρα της, πρό­βα­λαν ως με­γά­λη τη Ζω­γρά­φου και πυγ­μαίο τον Χά­ρη. Ση­μειω­τέ­ον ό­τι ο Χά­ρης κα­τεί­χε έ­δρα Ακα­δη­μαϊκού α­πό το 1969 και ό­τι διε­τέ­λε­σε και Πρό­ε­δρος της Ακα­δη­μίας. Πα­ρό­λα αυ­τά, η εί­δη­ση του θα­νά­του του ε­ξα­φα­νί­στη­κε σε ει­δη­σά­ρια πλή­ρη λα­θών. Με­τα­ξύ πλεί­στων άλ­λων, α­να­φε­ρό­ταν ως εκ­δό­της των «Νέων Γραμ­μά­των», χω­ρίς κα­μιά α­να­φο­ρά στη «Νέα Εστία». Από μια ά­πο­ψη, ο Χά­ρης, γεν­νη­θείς στις 26 Αυ­γού­στου 1902, πέ­θα­νε πο­λύ αρ­γά, σε μια α­μνή­μο­να χώ­ρα. Άργη­σε να πε­θά­νει α­κό­μη και για το πε­ριο­δι­κό του. Τρεις μή­νες νω­ρί­τε­ρα, η «Νέα Εστία» εί­χε α­πο­κτή­σει τον τέ­ταρ­το, στη σει­ρά, διευ­θυ­ντή της. Ο Χά­ρης ξε­κί­νη­σε ως συ­νερ­γά­της του πε­ριο­δι­κού, έ­γι­νε συν­διευ­θυ­ντής το 1933, τον Ια­νουά­ριο του 1934 πα­ντρεύ­τη­κε την πρω­τό­το­κη κό­ρη του διευ­θυ­ντή και εκ­δό­τη, την Κά­κια Ξε­νό­που­λου, τον ί­διο Σε­πτέμ­βριο χώ­ρι­σε και α­πό ε­κεί­νο τον Δε­κέμ­βριο α­νέ­λα­βε διευ­θυ­ντής, μέ­χρι τα τέ­λη του 1987. Στα ε­ξη­ντά­χρο­να του πε­ριο­δι­κού πα­ρέ­δω­σε την σκυ­τά­λη στον Ε. Ν. Μό­σχο.
Κα­τά τα άλ­λα, ε­νώ ο Άλκης Θρύ­λος, με ο­λό­κλη­ρο Ίδρυ­μα Ου­ρά­νη, δεν ευ­τύ­χη­σε να α­πο­κτή­σει βι­βλιο­γρα­φία, ο Χά­ρης βι­βλιο­γρα­φή­θη­κε, έ­στω και η­μι­τε­λώς. Δε­κέμ­βριο 1981, ο Μά­νος Χα­ρι­τά­τος ε­ξέ­δω­σε μια πλή­ρη, έως ε­κεί­νο το έ­τος, ερ­γο­γρα­φία, ό­που η κά­θε έκ­δο­ση ε­νός ε­κά­στου βι­βλίου συ­νο­δεύε­ται α­πό ε­ξαν­τλη­τι­κή κρι­τι­κο­γρα­φία. Μά­λι­στα, σε έ­να δεύ­τε­ρο μέ­ρος, πα­ρα­τί­θε­ται αν­θο­λο­γία α­πό τα κρι­τι­κά κεί­με­να, α­κέ­ραια ή α­πο­σπά­σμα­τα. Με αυ­τήν την βι­βλιο­γρα­φι­κή υ­πο­δο­μή, η πρό­σφα­τη αν­θο­λό­γη­ση κρι­τι­κών κει­μέ­νων α­πο­κτά με­γα­λύ­τε­ρη α­ξία, κα­θώς προ­σφέ­ρε­ται και για μια συ­γκρι­τι­κή α­νά­γνω­ση. Πρώ­τον, έ­χου­με κα­λύ­τε­ρη ει­κό­να της αν­θο­λό­γη­σης για κά­θε βι­βλίο μέ­σω του συ­νό­λου των κρι­τι­κών κει­μέ­νων. Δεύ­τε­ρον, ο­ρι­σμέ­να ση­μα­ντι­κά κρι­τι­κά κεί­με­να α­να­δη­μο­σιεύο­νται, ε­δώ, α­κέ­ραια. Ένα κα­λό πα­ρά­δειγ­μα των δυ­σκο­λιών, που θα πρέ­πει να α­ντι­με­τώ­πι­σε ο ε­πι­με­λη­τής, δί­νει το μυ­θι­στό­ρη­μα του Χά­ρη, «Ημέ­ρες ορ­γής (Δε­κέμ­βριος 1944)», που εκ­δό­θη­κε το 1979 και θεω­ρή­θη­κε το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο βι­βλίο του. Τα κα­τα­γε­γραμ­μέ­να κρι­τι­κά κεί­με­να φτά­νουν τα 60, α­πό τα ο­ποία αν­θο­λο­γή­θη­καν μό­νο τέσ­σε­ρα. Την φρο­ντί­δα του έρ­γου του Χά­ρη, ο Χα­ρι­τά­τος τη συ­μπλή­ρω­σε με τη δί­το­μη έκ­δο­ση, «Σα­ρά­ντα χρό­νια κρι­τι­κής ελ­λη­νι­κού πε­ζού λό­γου» (1981, 1985), στην ο­ποία συ­γκε­ντρώ­θη­καν τα κρι­τι­κά του Χά­ρη της «Νέ­ας Εστίας», κα­τά την μα­κριά πε­ρίο­δο, 1928-1956. Τα ε­κτε­νέ­στε­ρα με­λε­τή­μα­τά του σε α­φιε­ρώ­μα­τα του πε­ριο­δι­κού, τα εί­χε συ­γκε­ντρώ­σει ο ί­διος σε ε­πτά τό­μους, με τον τίτ­λο, «Έλλη­νες πε­ζο­γρά­φοι».
Η ει­σα­γω­γή του ε­πι­με­λη­τή, με τίτ­λο, «Ακέ­νω­τη πα­ρου­σία», ξε­κι­νά με την α­πο­ρία, ποιο μπο­ρεί να εί­ναι το πρώ­το δη­μο­σίευ­μα του Χά­ρη και αν υ­πάρ­χει δη­μο­σίευ­μα με το πραγ­μα­τι­κό του ό­νο­μα, Γιάν­νης Μαρ­μα­ριά­δης. Μια α­πά­ντη­ση προ­σφέ­ρει ο ί­διος ο Χά­ρης, στο σύ­ντο­μο βιο­γρα­φι­κό, που έ­δω­σε στον Αδα­μά­ντιο Πα­πα­δή­μα για την αν­θο­λο­γία τού 1923, «Οι νέ­οι διη­γη­μα­το­γρά­φοι», στην ο­ποία συμ­με­τέ­χει και ο Άλκης Θρύ­λος. Κα­τα­θέ­τει ό­τι “πρω­το­φά­νη­κε” στον «Νου­μά», το 1919. Στην Ιστο­ρία Αργυ­ρίου, το πρώ­το δη­μο­σίευ­μα του Χά­ρη στον Νου­μά ε­ντο­πί­ζε­ται στις 26.9.1920. Κα­τά τα άλ­λα, ο ε­πι­με­λη­τής υ­πε­ρα­σπί­ζε­ται, με τη γνω­στή του πει­στι­κή ρη­το­ρι­κή, τον πε­ζο­γρά­φο Πέ­τρο Χά­ρη και τον κρι­τι­κό Άλκη Θρύ­λο, δη­λώ­νο­ντας τον θαυ­μα­σμό του για τις δυο αυ­τές προ­σω­πι­κό­τη­τες των ελ­λη­νι­κών γραμ­μά­των, που α­νή­κουν σε έ­να πα­λαιό και σχε­δόν ε­ξα­φα­νι­σμέ­νο εί­δος. Για να συμ­με­ρι­στεί ο α­να­γνώ­στης τις α­πό­ψεις του, θα πρέ­πει, ό­χι μό­νο να ε­μπι­στεύε­ται την α­ντι­κει­με­νι­κό­τη­τα των συ­νο­λι­κά 48 (α­θροί­ζο­ντας τους συ­νερ­γά­τες των δύο τό­μων) συγ­γρα­φέων των κει­μέ­νων, ό­λοι τους, σή­με­ρα, πλην δύο, αν δεν σφάλ­λου­με, α­πο­θα­νό­ντες, αλ­λά και να λο­γα­ριά­ζει, έ­στω και στο ε­λά­χι­στο, το γού­στο τους. Με ε­ξαί­ρε­ση πέ­ντε-έ­ξι ο­νό­μα­τα, πο­λύ φο­βό­μα­στε ό­τι οι υ­πό­λοι­ποι έ­χουν πέ­σει στην α­φά­νεια μα­ζί με τους τι­μώ­με­νους. Ύστε­ρα, οι νεό­τε­ροι με­λε­τη­τές σπα­νίως δια­βά­ζουν κρι­τι­κές και ου­δέ­πο­τε γη­γε­νών και πα­λαιό­τε­ρων. Προ­τι­μούν τις θεω­ρίες και τους αλ­λο­δα­πούς.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου