Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

Γκροτέσκα ουτοπία

Παύ­λος Μά­τε­σις
«Graffito»
Εκδό­σεις Κα­στα­νιώ­τη
Νοέμ­βριος 2009

Το και­νού­ριο μυ­θι­στό­ρη­μα του Παύ­λου Μά­τε­σι δεί­χνει στις ση­με­ρι­νές α­πο­πνι­κτι­κές συν­θή­κες πε­ρισ­σό­τε­ρο ε­πί­και­ρο α­πό πέ­ρυ­σι που γρά­φτη­κε. Όπως φαί­νε­ται, ο συγ­γρα­φέ­ας θύ­μω­σε με ό­σα συμ­βαί­νουν στη χώ­ρα λί­γο νω­ρί­τε­ρα α­πό τους συ­μπο­λί­τες του και ό­ταν η ορ­γή κα­τέ­λα­βε το πα­νελ­λή­νιο, ε­κεί­νος εί­χε ή­δη έ­τοι­μο το βι­βλίο του για να γε­λά­σει το χεί­λι του κά­θε πι­κρα­μέ­νου. Από ε­κεί και ύ­στε­ρα, ως γνω­στόν, τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του Μά­τε­σι με­τα­φρά­ζο­νται ά­με­σα στα γαλ­λι­κά, ι­τα­λι­κά και λοι­πές ευ­ρω­παϊκές γλώσ­σες. Οπό­τε τί­θε­ται το ε­ρώ­τη­μα κα­τά πό­σο συμ­φέ­ρει το “χει­μα­ζό­με­νο έ­θνος” η ε­σπευ­σμέ­νη με­τά­φρα­ση και του πρό­σφα­του. Η α­πά­ντη­ση εί­ναι ό­τι ό­χι μό­νο συμ­φέ­ρει αλ­λά ε­πι­βάλ­λε­ται. Για­τί μπο­ρεί το βι­βλίο να πα­ρου­σιά­ζει μια γε­λοιώ­δη ει­κό­να της γη­γε­νούς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, πε­ρι­λα­βαί­νει, ό­μως, και τους Ευ­ρω­παίους, α­ντα­πο­δί­δο­ντάς τους τα ί­σα. Μό­νο που α­παι­τεί­ται ι­διαί­τε­ρη προ­σο­χή κα­τά τη με­τα­γλώτ­τι­ση, ώ­στε να δια­σω­θούν τα λο­γο­παί­γνια και τα συγ­γρα­φι­κά δά­νεια α­πό την ποίη­ση, κα­θώς συ­νι­στούν βα­σι­κά δο­μι­κά στοι­χεία της σά­τι­ρας.
Το πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μα θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρι­στεί ως το πλέ­ον γκρο­τέ­σκο μυ­θι­στό­ρη­μα του Μά­τε­σι. Ση­μειω­τέ­ον, ό­τι θεω­ρεί­ται α­πό τους κο­ρυ­φαίους του εί­δους έλ­λη­νες συγ­γρα­φείς. Ωστό­σο, αυ­τό το τε­λευ­ταίο δεν α­πο­τε­λεί και με­γά­λο έ­παι­νο, δε­δο­μέ­νου του με­τριο­πα­θούς χα­ρα­κτή­ρα της νε­ο­ελ­λη­νι­κής πε­ζο­γρα­φίας. Πά­ντως, εν προ­κει­μέ­νω, πρό­κει­ται για έ­να παι­χνι­διά­ρι­κο και ι­διό­τρο­πο γκρο­τέ­σκο, το ο­ποίο κα­τα­λή­γει να κυ­ριαρ­χεί των ε­ντυ­πώ­σεων, ε­πι­σκιά­ζο­ντας α­κό­μη και αυ­τές τις σα­τι­ρι­κές αιχ­μές. Με τις ευ­φά­ντα­στες συλ­λή­ψεις του, ο συγ­γρα­φέ­ας τι­νά­ζει τα πά­ντα στον αέ­ρα, α­να­κη­ρύσ­σο­ντας α­πό­λυ­το πρω­τα­γω­νι­στή της γκρο­τέ­σκας σά­τι­ράς του τη γλώσ­σα, που α­πο­βαί­νει αιχ­μη­ρή ό­σο και α­ναρ­χι­κή.
Την α­ναρ­χι­κή του διά­θε­ση ο Μά­τε­σις την δεί­χνει ευ­θύς εξ αρ­χής με τον τίτ­λο και το ε­ξώ­φυλ­λο του βι­βλίου. Graffito, ο ε­νι­κός του γκρά­φι­τι, πρό­σφα­το α­ντι­δά­νειο της ελ­λη­νι­κής, που δη­λώ­νει την α­ντι­συμ­βα­τι­κή τέ­χνη των δρό­μων. Στο ε­ξώ­φυλ­λο, πορ­τρέ­το, ζω­γρα­φι­σμέ­νο α­πό γκρα­φι­τά­δες, σε έ­να α­πό τα ε­γκα­τα­λε­λειμ­μέ­να, σαν βομ­βαρ­δι­σμέ­να, σπί­τια της ο­δού Ψα­ρο­μη­λίγ­γου, στον Κε­ρα­μει­κό, κο­ντά στο οί­κη­μα της Εται­ρείας Θε­α­τρι­κών Συγ­γρα­φέων. Από τό­τε που η Εται­ρεία με­τοί­κη­σε σε αυ­τήν την πα­ρά­ται­ρη γει­το­νιά, πε­ρι­μέ­να­με κά­ποιο α­πό τα μέ­λη της να δη­μο­σιεύ­σει έ­να ε­σχα­το­λο­γι­κό έρ­γο για τους α­δελ­φούς Ψα­ρο­μη­λίγ­γου και τα κομ­μέ­να κε­φά­λιά τους, ως συ­νέ­χεια και α­ντι­στάθ­μι­σμα σε ε­κεί­νη την πα­λαιά τρα­γω­δία του Νι­κο­λά­ου Τι­μο­λέ­ο­ντα Βούλ­γα­ρη. Εσχα­το­λο­γι­κό θα μπο­ρού­σε να θεω­ρη­θεί το βι­βλίο του Μά­τε­σι, μό­νο που δεν του το ε­νέ­πνευ­σαν οι Κρη­τι­κοί πο­λέ­μαρ­χοι του 13ου αιώ­να, αλ­λά οι ει­κα­στι­κοί α­ντάρ­τες του 21ου, που έ­χουν κα­τα­λά­βει την πό­λη.
Η κα­τά Μά­τε­σι συ­ντέ­λεια της Αθή­νας α­πλώ­νε­ται σε 29 ο­λι­γο­σέ­λι­δα κε­φά­λαια, με τίτ­λους ε­ξαγ­γελ­τι­κούς της δρά­σης. «Ήρθε ο λοι­μός» εί­ναι ο τίτ­λος του πρώ­του κε­φα­λαίου, που α­πο­δει­κνύε­ται και το κο­ρυ­φαίο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Θα μπο­ρού­σε να εί­χε γρα­φτεί στα τέ­λη της περ­σι­νής ά­νοι­ξης με την φρε­νί­τι­δα της νέ­ας γρί­πης, που εί­χε ξε­σπά­σει τό­τε. Ο θυ­μός του συγ­γρα­φέα ξε­κι­νά­ει α­πό τους πο­λι­τι­κούς και τους λοι­πούς πα­ρα­τρε­χά­με­νους. Το πρώ­το κρού­σμα του λοι­μού ση­μειώ­νε­ται στη Βου­λή και ε­ντός 3-4 η­με­ρών α­πα­ξά­πα­ντες οι ευ­ρι­σκό­με­νοι ε­ντός του Κοι­νο­βου­λίου α­πο­δη­μούν είς Κύ­ριον. Ως κο­ρυ­φαία σε αυ­τόν το χώ­ρο του θα­νά­του δεν πα­ρου­σιά­ζε­ται κά­ποια βου­λευ­τί­να, αλ­λά η σερ­βι­τό­ρα του κα­φε­νείου της Βου­λής. Ού­τε λί­γο ού­τε πο­λύ, ο συγ­γρα­φέ­ας την α­πο­κα­λεί αρ­χι­τρί­κλι­νο, δη­μιουρ­γώ­ντας συ­νειρ­μούς για πά­σης φύ­σεως τσι­μπού­σια, αλ­λά και θαύ­μα­τα οι­κο­νο­μι­κά και άλ­λα, ό­πως ε­κεί­νο που συ­νέ­βη στον εν Κα­νά γά­μο Πά­ντως, τα πρώ­τα θύ­μα­τα του λοι­μού δεν εί­ναι οι καρ­χα­ρίες των με­γά­λων πα­ρα­τά­ξεων, αλ­λά οι ά­θε­οι βου­λευ­τές του κο­μου­νι­στι­κού κόμ­μα­τος, πι­στοί, μέ­χρι την ύ­στα­τη στιγ­μή, στον πα­τε­ρού­λη Στά­λιν.
Για τις κω­μι­κές σκη­νές που α­κο­λου­θούν, ο Μά­τε­σις αν­τλεί έ­μπνευ­ση α­πό τον Αρι­στο­φά­νη. Μπο­ρεί οι έ­νοι­κοι της Βου­λής να πα­ρου­σιά­ζο­νται ως αν­θρω­πά­ρια, που εν­δια­φέ­ρο­νται μό­νο για τα βου­λευ­τι­κά τους προ­νό­μια, ω­στό­σο εί­ναι α­συ­να­γώ­νι­στοι ρή­το­ρες. Την φόρ­μα της φω­νής τους την δια­τη­ρούν, ρου­φώ­ντας φρέ­σκα αυ­γά, χά­ρις στις κό­τες, που εκ­τρέ­φουν στο υ­πε­ρώο του Ιδρύ­μα­τος. Μό­νο που ό­ταν εν­σκή­πτει ο λοι­μός, οι όρ­νι­θες εί­ναι οι πρώ­τες που α­πο­δη­μούν στις νε­φέ­λες. Το α­ρι­στο­φα­νι­κό στοι­χείο συ­ναρ­μό­ζε­ται με το χρι­στια­νι­κό, κα­θώς στην “στρα­τό­σφαι­ρα”, οι όρ­νι­θες βρί­σκουν ε­γκα­τε­στη­μέ­να τα χε­ρου­βείμ και τα σε­ρα­φείμ. Τε­λι­κά, κα­τορ­θώ­νουν να ε­κτο­πί­σουν τα κα­τώ­τε­ρα στην ιε­ραρ­χία, τα χε­ρου­βεί­μ, τα ο­ποία κα­τα­λή­γουν στη Γη. Εδώ, ως λα­θρο­με­τα­νά­στες, υ­φί­στα­νται τα πάν­δει­να. Από τη μια, οι Νε­οέλ­λη­νες εκ­δη­λώ­νουν ε­ρω­τι­κές ο­ρέ­ξεις, πα­ρό­τι πρό­κει­ται για ά­φυ­λα ό­ντα, α­πό την άλ­λη, οι Αρχαίοι Έλλη­νες, δη­λα­δή τα α­γάλ­μα­τά τους, που έ­χουν α­πο­δρά­σει α­πό τα μου­σεία, τους σνο­μπά­ρουν.
Στις α­ρι­στο­φα­νι­κές, ό­μως, «Όρνι­θες», οι δια­πλη­κτι­σμοί με τους Θε­ούς ο­φεί­λο­νται στην τσί­κνα α­πό τις θυ­σίες των αν­θρώ­πων, που ή­θε­λαν να α­πο­λαμ­βά­νουν οι Ολύ­μπιοι και την ο­ποία πα­ρε­μπό­δι­ζε η ε­γκα­τά­στα­ση των που­λιών στα σύν­νε­φα. Τσί­κνα α­να­θρώ­σκει και στο μυ­θι­στό­ρη­μα, χά­ρις στο “ο­λο­καύ­τω­μα” που λαμ­βά­νει χώ­ρα στην πλα­τεία Συ­ντάγ­μα­τος. Για να α­να­χαι­τί­σει το λοι­μό ο ε­πι­κε­φα­λής της α­στυ­νο­μι­κής φρου­ράς, πρώ­τα χτί­ζει τα πορ­το­πα­ρά­θυ­ρα της Βου­λής και με­τά συ­γκε­ντρώ­νει ε­πί τό­που ό­λους τους φα­κε­λω­μέ­νους ως ύ­πο­πτους πρα­ξι­κο­πή­μα­τος και τους πυρ­πο­λεί.
Αυ­τές, δειγ­μα­το­λη­πτι­κά, εί­ναι κά­ποιες α­πό τις συγ­γρα­φι­κές συλ­λή­ψεις. Ορι­σμέ­νες λει­τουρ­γούν α­κα­ριαία, ό­πως, λ.χ., οι ε­πι­γραμ­μα­τι­κές ει­δή­σεις της μορ­φής: οι δη­μο­σιο­γρά­φοι πέ­θα­ναν πρώ­τοι, το δι­κα­στι­κό μέ­γα­ρο δια­σώ­θη­κε αύ­ταν­δρο, η Αμε­ρι­κα­νι­κή Πρε­σβεία πα­ρου­σία­σε α­νο­σία. Άλλες λει­τουρ­γούν βρα­δυ­φλε­γώς, ό­πως τα πα­θή­μα­τα των Χε­ρου­βεί­μ, που α­πλώ­νο­νται σε πε­ρισ­σό­τε­ρα του ε­νός κε­φά­λαια. Υπάρ­χουν και ο­ρι­σμέ­νες, που φαί­νε­ται να χά­νουν τον σα­τι­ρι­κό τους στό­χο, ό­πως η δια­κω­μώ­δη­ση του σκαν­δά­λου γύ­ρω α­πό τη Μο­νή Βα­το­πε­δίου. Πά­ντως, η σά­τι­ρα του Μά­τε­σι στη­ρί­ζε­ται στη συσ­σώ­ρευ­ση συμ­βά­ντων και την κα­θ’ υ­περ­βο­λή διό­γκω­σή τους.
Νέα ορ­μή στο μυ­θι­στό­ρη­μα δί­νει μια α­πρό­σμε­νη η­ρωί­δα, που ει­σβάλ­λει στο 16ο κε­φά­λαιο. Πρό­κει­ται για τη θεία Φω­τού­λα, που έ­πλα­σε ο σκι­τσο­γρά­φος Στά­θης και τη δα­νεί­στη­κε ο Μά­τε­σις για να μας δια­σκε­δά­σει με τις πε­ρι­πέ­τειές της. Και τι δεν κά­νει η φο­βε­ρή θεία Φω­τού­λα και η “σέ­χτα” της: Εμπρη­σμούς στα “ο­ρει­νά”, ό­πως α­πο­κα­λού­νται τα βό­ρεια προά­στια, γκρά­φι­τι στο κέ­ντρο της πό­λης, δια­δη­λώ­σεις στον Άγνω­στο Στρα­τιώ­τη για το “ο­λο­καύ­τω­μα” και άλ­λα πα­ρα­πλή­σια και ε­ξω­φρε­νι­κά. Μέ­χρι που α­να­χω­ρεί με μια πλε­ού­με­νη νή­σο, ό­πως ε­κεί­νο το νη­σί του Μ. Κα­ρα­γά­τση, μό­νο που ε­δώ πρό­κει­ται για έ­να κυ­κλα­δο­νή­σι, κα­τ’ ε­ξο­χήν τό­πο θε­ρι­νής α­κο­λα­σίας. Πα­ρέα η θεία Φω­τού­λα έ­χει τον Μέ­γα Αλέ­ξαν­δρο, που δεί­χνει σαν να βγαί­νει α­πό γε­λοιο­γρα­φία του Μπο­στ. Κα­τά τα άλ­λα, στον πο­λι­τι­κό σχο­λια­σμό, ο Μά­τε­σις α­πο­δει­κνύε­ται προ­φη­τι­κός. Δί­πλα στα τρέ­χο­ντα, ό­πως το Σκο­πια­νό, σα­τι­ρί­ζει και ό­σα συ­νέ­βη­σαν, α­φού ε­κεί­νος εί­χε βά­λει τε­λεία στο χει­ρό­γρα­φο, ό­πως, λ.χ., η α­να­θέρ­μαν­ση της συ­ζή­τη­σης πε­ρί των ο­φει­λό­με­νων γερ­μα­νι­κών α­πο­ζη­μιώ­σεων. Για το τέ­λος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, ε­πι­φυ­λάσ­σει μια υ­πέ­ρο­χη ου­το­πία. Ο με­ταλ­λαγ­μέ­νος ιός του λοι­μού έ­χει ι­σο­πε­δώ­σει τα κτί­ρια και στον α­πέ­ρα­ντο ε­ρει­πιώ­να φυ­τρώ­νουν πα­ντού δέ­ντρα, ε­νώ πά­σης φύ­σεως ζώα κα­τα­κλύ­ζουν το α­θη­ναϊκό λε­κα­νο­πέ­διο.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Φωτο: Γκράφιτι στην οδό Ψαρομηλίγγου, στον Κεραμεικό.

Αφιέρωμα στη μετάφραση

«Το Δέντρο»
Τεύχος 173-174
Χειμώνας 2009-2010

Το τεύ­χος α­νοί­γει με σχο­λια­σμό της λο­γο­τε­χνι­κής ε­πι­και­ρό­τη­τας α­πό τον εκ­δό­τη του πε­ριο­δι­κού, Κώ­στα Μαυ­ρου­δή. Καί­ριες οι δια­πι­στώ­σεις του, ό­πως, για πα­ρά­δειγ­μα, η ε­πι­σή­μαν­ση ό­τι “ο δια­φη­μι­στι­κός λό­γος ε­πί της λο­γο­τε­χνίας βα­ραί­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό το ί­διο το γε­γο­νός της γρα­φής”. Ή, κα­τά μια λί­γο δια­φο­ρε­τι­κή δια­τύ­πω­ση, ό­τι “η ει­κό­να του συγ­γρα­φέα προ­η­γεί­ται του έρ­γου του”, με άλ­λα λό­για, “το με­τα­κεί­με­νο προ­η­γεί­ται της πρόσ­λη­ψης του ί­διου του κει­μέ­νου α­πό τον α­να­γνώ­στη”. Ωστό­σο, θα δια­φω­νού­σα­με με τον εν­νοιο­λο­γι­κό πε­ριο­ρι­σμό του ό­ρου “με­τα­κεί­με­νο” α­πο­κλει­στι­κά στην κρι­τι­κή ή την βι­βλιο­πα­ρου­σία­ση. Εκεί­νο που προ­η­γεί­ται και βα­ραί­νει εί­ναι ο δη­μο­σιο­γρα­φι­κός σχο­λια­σμός του βι­βλίου και οι συ­νε­ντεύ­ξεις του συγ­γρα­φέα, που, στην πε­ρί­πτω­ση ε­νός “μι­ντια­κά” γνω­στού συγ­γρα­φέα ή έ­στω, ε­νός συγ­γρα­φέα που α­νή­κει στο “λο­γο­τε­χνι­κό γκλά­μου­ρ”, δη­μο­σιεύο­νται μα­ζε­μέ­νες την ί­δια Κυ­ρια­κή στις δυο-τρεις με­γά­λης κυ­κλο­φο­ρίας ε­φη­με­ρί­δες ως ο­μο­βρο­ντία, που χαι­ρε­τί­ζει το γε­γο­νός της έκ­δο­σης. Οι κρι­τι­κές ή οι βι­βλιο­πα­ρου­σιά­σεις (έ­τσι κι αλ­λιώς, η δια­φο­ρο­ποίη­ση των δύο λέ­ξεων γί­νε­ται υ­πο­κει­με­νι­κά, με βά­ση την ε­κτί­μη­ση που κά­ποιος τρέ­φει για έ­ναν συ­γκε­κρι­μέ­νο κρι­τι­κό) έ­πο­νται ό­λων αυ­τών και ε­λά­χι­στα ε­πη­ρεά­ζουν έ­να ευ­ρύ­τε­ρο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό.
Μια άλ­λη δια­πί­στω­ση, η ο­ποία κα­λώς γί­νε­ται, α­φο­ρά την κω­μω­δία του βρα­βείου α­να­γνω­στών, που συ­νε­χί­ζε­ται για πέ­μπτη συ­νε­χή χρο­νιά. Εδώ, ό­μως, πέ­ραν του ί­διου του θε­σμού, που, α­πό τη λο­γι­κή του, βρα­βεύει την “ευ­πώ­λη­τη λο­γο­τε­χνία”, τί­θε­ται και το θέ­μα της α­να­ξιο­πι­στίας του. Στους πα­ροι­κού­ντες την Ιε­ρου­σα­λήμ και ό­χι μό­νον, εί­ναι γνω­στό ό­τι πο­δη­γε­τεί­ται α­πό τον συ­γκε­κρι­μέ­νο φο­ρέα, ο ο­ποίος και τον θέ­σπι­σε. Εξαι­ρού­νται, βε­βαίως, ο­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις βρα­βεύ­σεων κα­τά τις ο­ποίες το κέ­ντρο α­πο­φά­σεων έ­χει βρει τον μά­στο­ρά του. Από μια ά­πο­ψη, η δο­λιό­τη­τα, μό­νο με δο­λιό­τη­τα, υ­περ­φα­λαγ­γί­ζε­ται. Από ε­κεί και πέ­ρα, για τα κυ­ρίως βρα­βεία λο­γο­τε­χνίας, που πα­ρα­μέ­νουν τα κρα­τι­κά, οι δια­πι­στώ­σεις θα χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νταν ε­πι­φυ­λα­κτι­κές ως προς τις εν­στά­σεις τους. Συμ­φω­νούν μεν με ό­σους “κα­τα­δι­κά­ζουν τα με­ρο­λη­πτι­κά και ε­πι­πό­λαια κρι­τή­ρια ε­παν­δρώ­σεως των ε­πι­τρο­πών βρά­βευ­σης”, προ­σθέ­τουν, ό­μως, ό­τι αυ­τό συμ­βαί­νει μό­νο κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση. Δη­λα­δή, μό­νο κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση τα κρι­τή­ρια εί­ναι με­ρο­λη­πτι­κά, ά­ντε και ε­πι­πό­λαια; Και πα­ρα­κά­τω προ­στί­θε­ται ό­τι η Πο­λι­τεία διο­ρί­ζει α­πό ά­γνοια α­νε­παρ­κή πρό­σω­πα, κα­μιά φο­ρά α­κό­μη και στη θέ­ση του Προέ­δρου. Μή­πως η ά­γνοια πα­ρα­εί­ναι εύ­κο­λη δι­καιο­λο­γία; Και τέ­λος, τό­σο σπά­νια, υ­πο­κύ­πτει η Πο­λι­τεία σε αυ­τό το λά­θος;
Εκεί­νη, ό­μως, η δια­πί­στω­ση, που πο­λύ μας πα­ρα­ξέ­νε­ψε εί­ναι μια α­πό τις τρεις ει­σα­γω­γι­κές, που ι­σχυ­ρί­ζε­ται ό­τι ο α­ριθ­μός α­να­γνω­στών μη κα­τα­να­λω­τι­κής (μιας μέ­σης, ό­χι “ρο­ζ”) λο­γο­τε­χνίας έ­χει διευ­ρυν­θεί κα­τά τα τε­λευ­ταία χρό­νια. Πό­θεν ε­ξά­γε­ται αυ­τό το τό­σο αι­σιό­δο­ξο συ­μπέ­ρα­σμα; Το μό­νο, που, εμ­φα­νώς, διευ­ρύν­θη­κε εί­ναι η έν­νοια της λο­γο­τε­χνίας. Αρκεί μια μα­τιά στους κα­τα­λό­γους της “ευ­πώ­λη­της λο­γο­τε­χνίας”. Αν ε­ξαι­ρέ­σου­με ο­ρι­σμέ­να λο­γο­τε­χνι­κά βι­βλία, που πα­ρει­σφρέ­ουν χά­ρις σε υ­πο­ψια­σμέ­νους κα­τα­γρα­φείς (ή μή­πως εν­δο­τι­κούς στα εκ­δο­τι­κά κε­λεύ­σμα­τα, ό­ταν πρό­κει­ται για συγ­γρα­φείς λο­γο­τε­χνι­κά γκλά­μο­ρους, ά­ρα α­κρι­βο­πλη­ρω­μέ­νους, αλ­λά ό­χι και ευ­πώ­λη­τους), κα­τά τα άλ­λα, έ­χου­με α­μι­γώς “κα­τα­να­λω­τι­κή λο­γο­τε­χνία”. Δεν θα συμ­φω­νή­σου­με, ό­μως, ό­τι η κα­τα­να­λω­τι­κή ταυ­τί­ζε­ται με τη “ρο­ζ”. Κά­τι τέ­τοιο θα ή­ταν ά­κρως φε­μι­νι­στι­κό. Δό­ξα τω θεώ, υ­πάρ­χουν και οι ά­ντρες, που “κα­τα­να­λώ­νου­ν” χρω­μα­τι­σμέ­νες, α­ντι­στοί­χως, λο­γο­τε­χνίες. Αν και η χρή­ση της λέ­ξης λο­γο­τε­χνία, α­πο­τε­λεί, έ­τσι κι αλ­λιώς, α­σέ­βεια προς την ί­δια τη λέ­ξη, που ο­ρί­ζε­ται σα­φώς α­πό την ε­τυ­μο­λο­γία της ως τέ­χνη του λό­γου. Ας ό­ψο­νται, ό­μως, οι πρό­γο­νοί μας, που δεν ε­πέ­λε­ξαν, ό­πως “οι άγ­γλοι, γάλ­λοι, πορ­το­γά­λοι”, έ­ναν ου­δέ­τε­ρο ό­ρο.
Με­τά αυ­τήν την εν­δια­φέ­ρου­σα ει­σα­γω­γή, ε­πι­στρα­τεύο­ντας τον τίτ­λο της ται­νίας «Χα­μέ­νοι στη με­τά­φρα­ση», ο εκ­δό­της και ο Τά­σος Γου­δέ­λης πα­ρου­σιά­ζουν έ­να α­φιέ­ρω­μα, που “ε­πι­χει­ρεί να α­πο­τυ­πώ­σει το γί­γνε­σθαι στο χώ­ρο της με­τά­φρα­σης ξέ­νης λο­γο­τε­χνίας, σή­με­ρα”. Συ­γκε­ντρώ­νο­νται 34 κεί­με­να ση­μα­ντι­κών λο­γο­τε­χνών, τα ο­ποία υ­πο­γρά­φουν 32 με­τα­φρα­στές. Ξε­χω­ρί­ζει μια ο­μά­δα 16 ε­πι­φα­νών με­τα­φρα­στών (Φί­λιπ­πος Δρα­κο­ντα­ει­δής, Άρης Μπερ­λής, Γιώρ­γος Δε­πά­στας, Φα­νή Μου­ρί­κη, Μίλ­τος Φρα­γκό­που­λος, Ανταίος Χρυ­σο­στο­μί­δης, Θω­μάς Σκάσ­σης, Σε­σίλ Ιγγλέ­ση Μαρ­γέλ­λου, Πα­να­γιώ­της Πού­λος, Έφη Καλ­λι­φα­τί­δη, Κα­τε­ρί­να Σχι­νά, Χά­ρης Βλα­βια­νός, Γιώρ­γος Μπλά­νας, Γιώρ­γος Ξε­νά­ριος, Γιώρ­γος Ίκα­ρος Μπα­μπα­σά­κης, Οντέτ Βα­ρών Βα­σάρ). Ακο­λου­θούν ο­κτώ δό­κι­μοι αλ­λά λι­γό­τε­ρο γνω­στοί (Ιωάν­να Αβρα­μί­δου, Ισμή­νη Καν­σή, Δέ­σπω Πα­πα­γρη­γο­ρά­κη, Άννα Πα­πα­σταύ­ρου, Κων­στα­ντί­νος Πα­λαιο­λό­γος, Χίλ­ντα Πα­πα­δη­μη­τρίου, Γιάν­νης Στρί­γκος, Αλέ­ξης Κα­λο­φω­λιάς). Και α­κό­μη, ο­κτώ νεό­τε­ροι που μέ­νει να δο­κι­μα­στούν (Βιρ­γι­νία Γα­λα­νο­πού­λου, Δή­μη­τρα Κω­τού­λα, Κώ­στας Βρα­χνός, Ευ­γε­νία Γραμ­μα­τι­κο­πού­λου, Φω­τει­νή Βλα­χο­πού­λου, Δή­μη­τρα Πα­πα­βα­σι­λείου, Βα­σί­λης Γου­δέ­λης, Μα­ρία Κε­σί­νη).
Το α­φιέ­ρω­μα συ­μπλη­ρώ­νει συ­ζή­τη­ση των Πα­πα­σταύ­ρου, Πα­λαιο­λό­γου, Πού­λου, Φρα­γκό­που­λου και Ανδρέα Παπ­πά, με συ­ντο­νι­στή τον Γου­δέ­λη. Ενδια­φέ­ρου­σα, κα­θώς θί­γει αρ­κε­τά α­πό τα ε­ρω­τή­μα­τα που α­να­φύο­νται κα­τά τη με­τα­φρα­στι­κή δια­δι­κα­σία: Τη σχέ­ση με το πρω­τό­τυ­πο, τη σχέ­ση με τον α­να­γνώ­στη, το δια­θέ­σι­μο χρό­νο του με­τα­φρα­στή και τις δη­μιουρ­γι­κές ι­κα­νό­τη­τές του. Συ­γκρα­τού­με ο­ρι­σμέ­νες α­πό­ψεις, κυ­ρίως, για τον α­πό­λυ­το τρό­πο με τον ο­ποίο έ­χουν δια­τυ­πω­θεί: Ο Παπ­πάς “έ­φρι­ξε” ό­ταν διά­βα­σε την «Λί­μνη» του Λα­μαρ­τί­νου σε α­πό­δο­ση Αρι­στο­τέ­λη Βα­λαω­ρί­τη και δια­πι­στώ­νει ό­τι ο Λευ­κα­δί­της “έ­χει με­τα­τρέ­ψει το ρο­μα­ντι­κό γαλ­λι­κό ποίη­μα σε ελ­λη­νι­κό βου­κο­λι­κό με­τά­φρα­σμα”. Έτε­ρος συ­νο­μι­λη­τής, ο Πα­λαιο­λό­γος, πα­ρα­τη­ρεί: “Όταν βλέ­που­με το α­πο­τέ­λε­σμα της με­τα­φρα­στι­κής ερ­γα­σίας α­να­γνω­ρι­σμέ­νων συγ­γρα­φέων, ό­πως ο Πα­πα­δια­μά­ντης ή ο Κα­ζα­ντζά­κης, κα­τα­λα­βαί­νου­με ό­τι τα ο­νό­μα­τα αυ­τά δεν ε­πι­κοι­νω­νούν με το συγ­γρα­φέα... Δεν ξέ­ρω εάν αυ­τό το φαι­νό­με­νο έ­χει σχέ­ση με την έλ­λει­ψη τα­πει­νό­τη­τας...”. Με άλ­λα λό­για, ή­ταν κα­βα­λη­μέ­να κα­λά­μια και ό,τι έ­δω­σαν ως με­τά­φρα­σμα εί­ναι, κα­τά το κοι­νώς λε­γό­με­νο, για τα μπά­ζα. Ενδια­φέ­ρου­σα ά­πο­ψη.
Μ. Θ.