Παρασκευή 7 Μαΐου 2010

Στίχοι και αφηγήσεις με δυνατό κροσέ

Arthur Cravan
«O Oscar Wilde ζει!»
Ει­σα­γω­γή-Με­τά­φρα­ση
Νί­κος Στα­μπά­κης
Εκδό­σεις Φαρ­φου­λάς
Νοέμ­βριος 2009

Δεν θα πρέ­πει να εί­ναι πολ­λοί οι συγ­γρα­φείς, που ε­πι­δό­θη­καν πα­ραλ­λή­λως και στην πυγ­μα­χία, κα­θώς οι δυο ε­πι­δό­σεις δεν θα έ­λε­γε κα­νείς ό­τι συγ­γε­νεύουν. Ο μό­νος, που μας έρ­χε­ται στο νου, εί­ναι ο Έρνε­στ Χέ­μιν­γουεϋ. Οι συγ­γρα­φείς εί­θι­σται να κα­τα­πιά­νο­νται με την ευ­γε­νή πά­λη των λέ­ξεων και μέ­σω αυ­τών να γρον­θο­κο­πούν τους άλ­λους και την κοι­νω­νία. Κι αυ­τό, στις πε­ρι­πτώ­σεις που εμ­φα­νί­ζουν βίαιο τα­μπε­ρα­μέ­ντο. Ο Νί­κος Στα­μπά­κης, ποιη­τής ο ί­διος αλ­λά ό­χι πυγ­μά­χος, σύμ­φω­να του­λά­χι­στον με το βιο­γρα­φι­κό του, πα­ρου­σιά­ζει έ­να συγ­γρα­φέα πυγ­μά­χο. Όχι, ό­μως, έ­να μυ­θι­στο­ριο­γρά­φο, αλ­λά έ­ναν ποιη­τή, δη­λα­δή το πιο λε­πταί­σθη­το εί­δος συγ­γρα­φέα. Δε­δο­μέ­νου ό­τι ο Στα­μπά­κης εί­ναι ι­δρυ­τι­κό μέ­λος της Υπερ­ρε­α­λι­στι­κής Ομά­δας Αθη­νών και ε­ντρυ­φεί στον υ­περ­ρε­α­λι­σμό, γη­γε­νή και διε­θνή, το βι­βλίο του γι’ αυ­τόν τον ποιη­τή και πυγ­μά­χο μπο­ρεί να γεν­νή­σει, σε ό­σους δεν έ­χουν α­κού­σει το ό­νο­μα του Άρθουρ Κρα­βάν, την υ­πο­ψία ό­τι πρό­κει­ται για υ­περ­ρε­α­λι­στι­κή ε­πι­νό­η­ση. Άλλω­στε σκια­γρα­φεί έ­να πρό­σω­πο ι­δια­ζό­ντως εκ­κε­ντρι­κό, ε­νώ α­νι­στο­ρεί έ­να βίο, βρα­χύ μεν, αλ­λά γε­μά­το πε­ρι­πέ­τειες. Πα­ρ’ ό­λα αυ­τά, ο Άρθουρ Κρα­βάν εί­ναι πρό­σω­πο υ­παρ­κτό, έ­στω κι αν τα τεκ­μή­ρια της πα­ρου­σίας του ε­πι­σκιά­ζο­νται και υ­περ­κα­λύ­πτο­νται α­πό τις συ­γκε­χυ­μέ­νες και α­ντι­κρουό­με­νες δια­δό­σεις, κα­θι­στώ­ντας τον μια θρυ­λι­κή φυ­σιο­γνω­μία των πρώ­των δε­κα­ε­τιών του 20ου αιώ­να.
Το Άρθουρ Κρα­βάν δεν εί­ναι το πραγ­μα­τι­κό του ό­νο­μα, αλ­λά το προ­ε­ξάρ­χον ψευ­δώ­νυ­μό του, κα­θό­σον υ­πήρ­ξε έ­νας μα­νια­κός της ψευ­δω­νυ­μίας. Το πραγ­μα­τι­κό του ό­νο­μα εί­ναι Φα­μπιάν Αβε­νά­ριους Λόϊντ. Γεν­νή­θη­κε στις 22 Μαΐου 1887 στη Λω­ζάν­νη και φέ­ρε­ται ως δευ­τε­ρό­το­κος γιος του Άγγλου Ότο Χόλ­λα­ντ Λόϊντ, που ή­ταν κου­νιά­δος του Όσκαρ Ουάϊλντ. Η συγ­γέ­νεια του Κρα­βάν με τον Ουάϊλντ α­πο­τε­λεί μέ­ρος του θρύ­λου του. Η σύ­ζυ­γος του Ουάϊλντ, η Κον­στά­νς Λόϊντ, ή­ταν α­δελ­φή του πα­τέ­ρα του. Σύμ­φω­να με τα βιο­γρα­φι­κά, που πα­ρα­θέ­τει ο Στα­μπά­κης, οι γο­νείς του Κρα­βάν χώ­ρι­σαν α­μέ­σως με­τά τη γέν­νη­σή του. Ο Ότο Λόϊντ α­δια­φο­ρού­σε γι’ αυ­τόν και ο με­γα­λύ­τε­ρος γιος της οι­κο­γέ­νειας, κι αυ­τός ο­νο­μα­ζό­με­νος Ότο Λόϊντ, τον θεω­ρού­σε ε­τε­ρο­θα­λή α­δελ­φό του. Μά­λι­στα, προ­σθέ­τει την πλη­ρο­φο­ρία, ό­τι την ί­δια ε­πο­χή χώ­ρι­σε και ο Ουάϊλντ. Ωστό­σο, ο βιο­γρά­φος του Ουάϊλντ, Ρί­τσαρ­ντ Έλλμαν δεν α­να­φέ­ρει κα­νέ­να νό­θο γιο, ού­τε, ό­μως, και δια­ζύ­γιο. Σύμ­φω­να με τη βιο­γρα­φία του, που με­τα­φρά­στη­κε πέ­ρυ­σι και στα ελ­λη­νι­κά (εκ­δό­σεις Πα­τά­κη), ο Ότο Λόϊντ γνώ­ρι­σε τον Ουάϊλντ στην Οξφόρ­δη, τα χρό­νια των σπου­δών τους. Ενώ, την Κον­στά­νς, ο Ουάϊλντ την γνώ­ρι­σε αρ­γό­τε­ρα, μέ­σω ε­νός θείου της, που ή­ταν δι­κη­γό­ρος της Βα­σι­λι­κής Αυ­λής. Πα­ντρεύ­τη­καν στις 29 Μαΐου 1884 και α­πέ­κτη­σαν δυο γιους, τον έ­να με­τά τον άλ­λο: στις 5 Ιου­νίου 1885 γεν­νή­θη­κε ο Σί­ρι­λ, στις 5 Νο­εμ­βρίου 1886 ο Βί­βιαν. Ωστό­σο, στη συ­νέ­χεια, δεν χώ­ρι­σαν, α­πλώς α­πο­ξε­νώ­θη­καν. Στη βιο­γρα­φία α­να­φέ­ρε­ται ό­τι ο Ότο θεω­ρού­σε την α­πο­μά­κρυν­σή τους ως έ­να κα­νο­νι­κό δια­ζύ­γιο. Αργό­τε­ρα, την ε­πο­χή των δι­κα­στι­κών διώ­ξεων του Ουάϊλντ, η σύ­ζυ­γός του εί­χε υ­πο­βά­λει α­γω­γή δια­ζυ­γίου, την ο­ποία τε­λι­κά α­πέ­συ­ρε. Επί­σης, α­πό τη βιο­γρα­φία τεκ­μαί­ρε­ται ό­τι ού­τε ο Ότο Λόϊντ χώ­ρι­σε, α­φού, το 1891, το ζεύ­γος πα­ρέ­θε­σε γεύ­μα στον Ουάϊλντ. Εκτός κι αν πρό­κει­ται για δεύ­τε­ρη σύ­ζυ­γο του Ότο, κα­θώς ο Έλλμαν δεν την α­να­φέ­ρει ο­νο­μα­στι­κά.
Όπως και να έ­χει, ο Κρα­βάν, σε έ­να α­πό τα γνω­στό­τε­ρα κεί­με­νά του, με τον τίτ­λο «Ο Όσκαρ Ουάϊλντ ζει!», ό­που α­φη­γεί­ται μια ε­πί­σκε­ψη του φα­ντά­σμα­τος του Ουάϊλντ στο σπί­τι του, την νύ­χτα της 23ης Μαρ­τίου 1913, τον πα­ρου­σιά­ζει ως πα­τέ­ρα του. Ο νε­κρα­να­στη­μέ­νος, δε­κα­τρία χρό­νια με­τά το θά­να­τό του, Ουάϊλντ, ρω­τά νέα για την μη­τέ­ρα του. Εκεί πα­ρα­τη­ρεί: «Αυ­τή η ε­ρώ­τη­ση μου προ­ξέ­νη­σε μιαν ι­διά­ζου­σα φυ­σι­κή ε­πί­πτω­ση, κα­θώς, πολ­λές φο­ρές, μου εί­χαν πει μι­σό­λο­γα σχε­τι­κά με τη μυ­στη­ριώ­δη γέν­νη­σή μου· και με εί­χαν δια­φω­τί­σει ε­λά­χι­στα, α­φή­νο­ντάς με να υ­πο­θέ­σω ό­τι ί­σως ο Όσκαρ Ουάϊλντ να ή­ταν πα­τέ­ρας μου. Του α­φη­γή­θη­κα ό­λα ό­σα ή­ξε­ρα για ε­κεί­νη· προ­σέ­θε­σα α­κό­μη κι ό­τι η κυ­ρία Ουάϊλντ, πριν πε­θά­νει, την εί­χε ε­πι­σκε­φθεί, στην Ελβε­τία. Του μί­λη­σα για τον κύ­ριο Λόϊντ -τον πα­τέ­ρα μου;- θυ­μί­ζο­ντάς του αυ­τό που εί­χε πει ο ί­διος κά­πο­τε για ε­κεί­νο­ν: “Εί­ναι ο πλέ­ον ε­πί­πε­δος άν­θρω­πος που έ­χω γνω­ρί­σει πο­τέ”. Δια­ψεύ­δο­ντας τις προ­βλέ­ψεις μου, ο Ουάϊλντ έ­μοια­σε να θλί­βε­ται σ’ αυ­τήν την α­νά­μνη­ση.» Πά­ντως, η Κον­στά­νς πέ­θα­νε δυο χρό­νια πριν τον Ουάϊλντ, το 1898.
Επα­νερ­χό­μα­στε στον Κρα­βάν, α­νη­ψιό ή νό­θο γιο του Ουάϊλντ. Τα παι­δι­κά του χρό­νια τα πέ­ρα­σε στη Λω­ζάν­νη, ε­νώ τα ε­φη­βι­κά του, με­τα­ξύ Λω­ζάν­νης και Μπέρ­μιγ­χαμ. Φη­μο­λο­γεί­ται ό­τι φοί­τη­σε σε αγ­γλι­κή στρα­τιω­τι­κή α­κα­δη­μία, α­πό την ο­ποία α­πο­βλή­θη­κε κα­τό­πιν ξυ­λο­δαρ­μού κα­θη­γη­τή. Στα δε­κα­ε­πτά του, έ­ζη­σε για λί­γο στο Βε­ρο­λί­νο. Το 1906 μπάρ­κα­ρε, ως θερ­μα­στής, σε φορ­τη­γό πλοίο, με προο­ρι­σμό την Αυ­στρα­λία. Εκεί ε­γκα­τέ­λει­ψε το πλοίο και ερ­γά­στη­κε ως υ­λο­τό­μος. Χρο­νο­λο­γία σταθ­μός γι’ αυ­τόν, στά­θη­κε το 1909, που ε­γκα­τα­στά­θη­κε στο Πα­ρί­σι. Ένα πρώ­το άρ­θρο του ε­ντο­πί­ζε­ται στην α­θλη­τι­κή ε­φη­με­ρί­δα «L’ Echo des Sports», το ο­ποίο και υ­πο­γρά­φει με το πραγ­μα­τι­κό του ό­νο­μα. Το ψευ­δώ­νυ­μο Άρθουρ Κρα­βάν πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε στο πε­ριο­δι­κό του. Το προ­κλη­τι­κό «Maintenant», του ο­ποίου το πρώ­το τεύ­χος κυ­κλο­φό­ρη­σε τον Απρί­λιο του 1912, με εκ­δό­τη τον Άρθουρ Κρα­βάν. Ορι­σμέ­νοι υ­πο­στη­ρί­ζουν ό­τι το Κρα­βάν εί­ναι ε­μπνευ­σμέ­νο α­πό την ο­μώ­νυ­μη πό­λη της Δυ­τι­κής Γαλ­λίας, που τύ­χαι­νε να εί­ναι η γε­νέ­τει­ρα της αρ­ρα­βω­νια­στι­κιάς, που εί­χε ε­κεί­νη την ε­πο­χή. Όσο για το Αρθού­ρος, πα­ρα­μέ­νει ά­γνω­στο για­τί το ε­πέ­λε­ξε. Εκτός αν εί­χε κα­τά νου τον θρυ­λι­κό βα­σι­λιά Αρθού­ρο και τους ιπ­πό­τες του, που, στην πε­ρί­πτω­σή του, συγ­χω­νεύο­νταν ό­λοι σε έ­να πρό­σω­πο, το δι­κό του. Μό­νος του γρά­φει το «Maintenant», υ­πο­γρά­φο­ντας τα κεί­με­να με δια­φο­ρε­τι­κά ψευ­δώ­νυ­μα.
Η ύ­λη του πε­ριο­δι­κού α­παρ­τί­ζε­ται, κα­τ’ αρ­χήν, α­πό ποιή­μα­τα, που, εκ των υ­στέ­ρων, οι γάλ­λοι ντα­νταϊστές θεώ­ρη­σαν προ­δρο­μι­κά των δι­κών τους. Ο Στα­μπά­κης με­τα­φρά­ζει το ποίη­μα «Σφυ­ρί­χτρα», που ή­ταν το πρω­το­σέ­λι­δο του πρώ­του τεύ­χους. Ακο­λου­θούν ι­διό­τυ­πα πε­ζά, τα ο­ποία, στα με­τέ­πει­τα χρό­νια, πο­λύ ε­κτί­μη­σαν οι υ­περ­ρε­α­λι­στές. Ένα, μά­λι­στα, α­πό αυ­τά, υ­πό τον τίτ­λο, «Αντρέ Ζι­ντ», πρω­το­σέ­λι­δο του δεύ­τε­ρου τεύ­χους, που εκ­δό­θη­κε Ιού­λιο 1913, το συ­μπε­ριέ­λα­βε ο Αντρέ Μπρε­τόν στην «Ανθο­λο­γία του μαύ­ρου χιού­μορ», που ο­λο­κλή­ρω­σε το 1940. Σε αυ­τό ο Κρα­βάν α­φη­γεί­ται ό­σα συ­νέ­βη­σαν κα­τά την ε­πί­σκε­ψή του στην οι­κία του Ζι­ντ, πε­ρι­γρά­φο­ντας γλα­φυ­ρά πό­σο πο­λύ, κα­τά τη φα­ντα­σία του, γοή­τε­ψε τον γάλ­λο συγ­γρα­φέα. Πρό­κει­ται για έ­να σα­τι­ρι­κό πε­ζό, που δια­κω­μω­δεί τον Ζι­ντ. Με­τα­ξύ άλ­λων, ση­μειώ­νει: «... Εν ό­λω, εί­ναι μια ύ­παρ­ξη πο­λύ μι­κρή. Ο κ. Gide θα πρέ­πει να ζυ­γί­ζει πε­ρί τα πε­νή­ντα πέ­ντε κι­λά, με ύ­ψος πε­ρί­που έ­να και ε­ξή­ντα πέ­ντε. Το βά­δι­σμά του δεί­χνει πε­ζο­γρά­φο, που δεν θα μπο­ρέ­σει πο­τέ να γρά­ψει ού­τε έ­να στί­χο. Με ό­λα αυ­τά, ο καλ­λι­τέ­χνης πα­ρου­σιά­ζει μια ό­ψη α­σθε­νι­κή...». Τό­τε, ο Ζι­ντ ή­ταν 44 ε­τών. Ένα χρό­νο αρ­γό­τε­ρα, του α­ντα­πέ­δω­σε τα ί­σα στο μυ­θι­στό­ρη­μά του «Τα Υπό­γεια του Βα­τι­κα­νού», πλά­θο­ντας έ­ναν ή­ρωα ε­μπνευ­σμέ­νο α­πό τα δι­κά του κα­τορ­θώ­μα­τα, τον Λευ­κά­διο.
Το πε­ριο­δι­κό «Maintenant» κυ­κλο­φό­ρη­σε πέ­ντε τεύ­χη, με τε­λευ­ταίο το 1915. Ο Στα­μπά­κης με­τα­φρά­ζει και δη­μο­σιεύει τα πε­ρισ­σό­τε­ρα α­πό τα κεί­με­να του πε­ριο­δι­κού. Εκτός α­πό τα α­νέκ­δο­τα τεκ­μή­ρια και τα φα­ντα­στι­κά πε­ρι­στα­τι­κά πε­ρί του Όσκαρ Ουάϊλντ και τη σά­τι­ρα για τον Αντρέ Ζι­ντ, το πιο σκαν­δα­λώ­δες κεί­με­νο εί­ναι «Η Έκθε­ση των Ανε­ξαρ­τή­των». Δη­μο­σιεύ­τη­κε στο τέ­ταρ­το τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού και ο Κρα­βάν εί­χε το θρά­σος να που­λά­ει το τεύ­χος έ­ξω α­πό το Σα­λό­νι των Ανε­ξαρ­τή­των, ό­που κά­θε χρό­νο γι­νό­ταν η έκ­θε­ση των με­λών. Σε αυ­τό δη­λώ­νει εκ προοι­μίου, ό­τι πε­ρι­φρο­νεί τη ζω­γρα­φι­κή και ό­τι προ­τι­μά τη φω­το­γρα­φία, ε­νώ, στη συ­νέ­χεια, δί­κην κρι­τι­κής, δια­σύ­ρει τους ζω­γρά­φους, που εκ­θέ­τουν, ε­μπαί­ζο­ντας τους πί­να­κές τους. Πα­ρα­δό­ξως, σε μο­νο­μα­χία δεν τον κα­λεί κά­ποιος α­πό τους θι­γό­με­νους ζω­γρά­φους, αλ­λά ο Γκυ­γιώμ Απολ­λι­ναί­ρ, θια­σώ­της της μο­ντέρ­νας ζω­γρα­φι­κής, που εί­χε δη­μο­σιεύ­σει ε­γκω­μια­στι­κή κρι­τι­κή για την έκ­θε­ση. Ο λό­γος, ό­μως, της μο­νο­μα­χίας ή­ταν άλ­λος. Ο Κρα­βάν τον εί­χε α­πο­κα­λέ­σει Εβραίο, προ­σθέ­το­ντας, ω­στό­σο, ό­τι δεν εί­χε κα­μία προ­κα­τά­λη­ψη ε­να­ντίον του Εβραίων και ό­τι τους προ­τι­μού­σε α­πό τους προ­τε­στά­ντες. Μή­νυ­ση, πά­ντως, για προ­σβο­λή κα­τέ­θε­σε μό­νο η Ρω­σί­δα Σό­νια Τερ­κ, σύ­ζυ­γος του φί­λου τού Απολ­λι­ναί­ρ, ζω­γρά­φου Ρο­μπέρ Ντε­λω­ναί. Πά­ντως, οι πα­ρά­γρα­φοι, που της α­φιε­ρώ­νει, συ­νι­στούν μια α­πο­θέω­ση του φαλ­λο­κρα­τι­σμού και εί­ναι οι δια­σκε­δα­στι­κό­τε­ρες του λί­βε­λου. Βε­βαίως, το μό­νο που δεί­χνει ο χλευα­σμός της ζω­γρα­φι­κής του Ντε­λω­ναί, που θεω­ρεί­ται ο πρώ­τος α­μι­γώς α­νει­κο­νι­κός ζω­γρά­φος, εί­ναι η ά­γνοια του Κρα­βάν σε θέ­μα­τα μο­ντέρ­νας τέ­χνης. Πά­ντως, ο ί­διος ζω­γρά­φι­ζε και κυ­ρίως, σκι­τσά­ρι­ζε, υ­πο­γρά­φο­ντας τα δη­μο­σιευ­μέ­να στο πε­ριο­δι­κό σκί­τσα με διά­φο­ρα ψευ­δώ­νυ­μα.
Του ποιη­τή, ό­μως, και του λι­βε­λο­γρά­φου Κρα­βάν προ­η­γή­θη­κε ο πυγ­μά­χος. Εί­ναι με αυ­τήν την ι­διό­τη­τα που έ­μελ­λε να α­να­γρα­φεί και στις ελ­λη­νι­κές ε­φη­με­ρί­δες. Εν μέ­σω των ει­δή­σεων α­πό το πο­λε­μι­κό μέ­τω­πο της Λιέ­γης και τις γαλ­λο­γερ­μα­νι­κές μά­χες, την Κυ­ρια­κή, 3 Αυ­γού­στου 1914, δη­μο­σιεύε­ται, στα ψι­λά των ε­φη­με­ρί­δων, στη στή­λη “θέ­α­τρα”, η α­να­κοί­νω­ση για “τον μέ­γα α­γώ­να πυγ­μα­χίας του Κα­να­δού Κρα­βάν με­τά του Ολυ­μπιο­νί­κου Γιώρ­γου Κα­λα­φά­τη”, που λαμ­βά­νει χώ­ρα στο Θέ­α­τρο Ολύ­μπια. Εκεί­νο το χρό­νο, ο Κρα­βάν τα­ξί­δευε ε­κτός Γαλ­λίας, σε ου­δέ­τε­ρες, α­κό­μη, χώ­ρες για να α­πο­φύ­γει την στρά­τευ­ση. Τε­λι­κά, έ­φυ­γε για τις Η­ΠΑ, ό­που και συ­νέ­χι­σε τον πε­ρι­πε­τειώ­δη βίο του. Εκεί γνώ­ρι­σε την ποιή­τρια Μί­να Λόϊ, την ο­ποία και πα­ντρεύ­τη­κε στο Με­ξι­κό. Μό­νο που δεν νοι­κο­κυ­ρεύ­τη­κε, πα­ρό­λο που το προ­σπά­θη­σε, α­νοί­γο­ντας σχο­λή πυγ­μα­χίας. Τα ί­χνη του χά­θη­καν τον Νοέμ­βριο του 1918. Το πι­θα­νό­τε­ρο, πνί­γη­κε στα α­νοι­κτά του κόλ­που του Με­ξι­κού. Λέ­γε­ται ό­τι εί­χε φύ­γει με μια βάρ­κα με πα­νί. Στα γρα­πτά του, συ­χνά α­να­φε­ρό­ταν σε μια ε­ντυ­πω­σια­κή αυ­το­κτο­νία. Την φα­ντα­ζό­ταν σαν μια α­κό­μη πα­ρά­στα­ση, κά­τι σαν ύ­στα­το χαι­ρε­τι­σμό, στο ύ­ψος ε­νός με­γά­λου “περ­φόρ­με­ρ”. Τον πε­ρι­γρά­φουν σαν έ­ναν ε­ντυ­πω­σια­κό ά­ντρα, δύο μέ­τρα ψη­λό, που ζύ­γι­ζε 125 κι­λά. Η Μί­να Λόϊ έ­γρα­ψε έ­να βι­βλίο γι’ αυ­τόν, που πο­τέ δεν ο­λο­κλή­ρω­σε. Μό­νο κά­ποια α­πο­σπά­σμα­τα δη­μο­σιεύ­τη­καν. Φέ­ρει, πά­ντως, τον τίτ­λο, «Ο Κο­λοσ­σός». Σί­γου­ρα, δια­φο­ρε­τι­κός του “Κο­λοσ­σού του Μα­ρου­σιού”, αλ­λά πο­λύ πέ­ραν ε­κεί­νου ε­ντυ­πω­σια­κός. Ο Ρά­βαν υ­πήρ­ξε μια εκ­κε­ντρι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα, που φαί­νε­ται ό­τι ε­νέ­πνευ­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο τους μυ­θι­στο­ριο­γρά­φους πα­ρά τους βιο­γρά­φους. Πρό­σφα­τα, με­τα­φρά­στη­κε στα ελ­λη­νι­κά το βι­βλίο του Άγγλου Ντέ­η­βι­ντ Λαίη­λ, «Τε­λευ­ταίος σταθ­μός Σα­λί­να Κρους», γραμ­μέ­νο σαν τα­ξι­διω­τι­κό στα ί­χνη του Κρα­βάν. Γι’ αυ­τό και χρω­στά­με χά­ρι­τες στο Στα­μπά­κη για το βι­βλίο τεκ­μη­ρίων, που ε­ξέ­δω­σε.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου