Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

Παρεκκλίνουσες και εκκεντρικές συμπεριφορές

Μι­σέλ Φου­κώ «Οι μη κα­νο­νι­κοί.
Πα­ρα­δό­σεις στο Κο­λέ­γιο
της Γαλ­λίας, 1974-1975»
Με­τά­φρα­ση:
Σω­τή­ρης Σια­μαν­δού­ρας

Εκδό­σεις Εστίας Ιού­λιος 2010

Με­γά­λη, α­προσ­διό­ρι­στη και συ­γκε­χυ­μέ­νη χα­ρα­κτη­ρί­ζει ο Μι­σέλ Φου­κώ την οι­κο­γέ­νεια των “anormaux” - στα ελ­λη­νι­κά α­νώ­μα­λων - στο βι­βλίο του, που πρό­σφα­τα με­τα­φρά­στη­κε και το ο­ποίο προέ­κυ­ψε α­πό την με­τα­γρα­φή των σχε­τι­κών πα­ρα­δό­σεών του στο Κολ­λέ­γιο της Γαλ­λίας. Ο Φου­κώ ε­ξε­λέ­γη κα­θη­γη­τής στο Κολ­λέ­γιο στις 12 Απρι­λίου 1970, κα­τα­λαμ­βά­νο­ντας την έ­δρα του Ζαν Υππο­λί­τ, που εί­χε πε­θά­νει το προ­η­γού­με­νο έ­τος, σε η­λι­κία 59 ε­τών. Το 1970, ο Φου­κώ ή­ταν 44 ε­τών και κρά­τη­σε την έ­δρα μέ­χρι το θά­να­τό του, στις 25 Ιου­νίου 1984, ό­ταν συ­μπλή­ρω­νε τα 58. Πρό­κει­ται για την έ­δρα της Ιστο­ρίας της φι­λο­σο­φι­κής σκέ­ψης, που, τό­τε, με­το­νο­μά­στη­κε σε Ιστο­ρία των συ­στη­μά­των σκέ­ψης. Ο Φου­κώ άρ­χι­σε να δι­δά­σκει στην με­το­νο­μα­σθεί­σα έ­δρα α­πό τον Ια­νουά­ριο του 1971. Οι πα­ρα­δό­σεις εί­χαν τη μορ­φή δη­μό­σιων δια­λέ­ξεων. Γί­νο­νταν κά­θε Τε­τάρ­τη και διαρ­κού­σαν τρεις μή­νες, δη­λα­δή έως τα τέ­λη Μαρ­τίου. Μέ­χρι το θά­να­τό του, ο Φου­κώ συ­μπλή­ρω­σε δε­κα­τρία χρό­νια πα­ρα­δό­σεων, κα­θώς υ­πήρ­ξε έ­να εν­διά­με­σο κε­νό, το 1977, που α­που­σία­σε με εκ­παι­δευ­τι­κή ά­δεια. Τα κεί­με­να των πα­ρα­δό­σεων α­πο­μα­γνη­το­φω­νή­θη­καν και το 1997 άρ­χι­σε η α­νά α­κα­δη­μαϊκό έ­τος αυ­το­τε­λής έκ­δο­σή τους.
Κά­θε Ιού­νιο ο Φου­κώ δη­μο­σίευε μια σύ­νο­ψη των πα­ρα­δό­σεων της χρο­νιάς στην ε­πε­τη­ρί­δα του Κολ­λε­γίου της Γαλ­λίας. Αυ­τή η α­να­δρο­μι­κή, κα­τά κά­ποιο τρό­πο, πα­ρου­σία­ση του θέ­μα­τος, που τον εί­χε α­πα­σχο­λή­σει στη διάρ­κεια του α­κα­δη­μαϊκού έ­τους, δη­μο­σιεύε­ται, σε κά­θε τό­μο, με­τά τα κεί­με­να των πα­ρα­δό­σεων, τα ο­ποία συ­νο­δεύο­νται α­πό ση­μειώ­σεις, βα­σι­σμέ­νες στις σω­ζό­με­νες ση­μειώ­σεις του ί­διου. Επί­σης, στο τέ­λος κά­θε τό­μου, οι γάλ­λοι ε­πι­με­λη­τές πα­ρα­θέ­τουν έ­να κεί­με­νο, το ο­ποίο το­πο­θε­τεί τις πα­ρα­δό­σεις στο πλαί­σιο του συ­νο­λι­κού έρ­γου του Φου­κώ, δί­νο­ντας, ταυ­τό­χρο­να, τα κρι­τή­ρια και τις λύ­σεις, που ε­κεί­νοι υιο­θέ­τη­σαν κα­τά τη με­τα­γρα­φή τους.
Στα ελ­λη­νι­κά έ­χουν με­τα­φρα­στεί, πριν α­πό χρό­νια το ε­ναρ­κτή­ριο μά­θη­μα του 1970 «Η τά­ξη του λό­γου» και το 2002 οι πα­ρα­δό­σεις του α­κα­δη­μαϊκού έ­τους 1975-76, με τίτ­λο, «Για την υ­πε­ρά­σπι­ση της κοι­νω­νίας». Εφέ­τος, ο πρό­σφα­τος τό­μος α­φο­ρά το προ­η­γού­με­νο α­κα­δη­μαϊκό έ­τος, 1974-75. Να ση­μειώ­σου­με ό­τι ο τό­μος των πα­ρα­δό­σεων του 1973-74, τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Ψυ­χια­τρι­κή δύ­να­μη». Εί­ναι προ­φα­νές ό­τι του­λά­χι­στον οι συ­γκε­κρι­μέ­νοι τρεις τό­μοι α­πο­τε­λούν θε­μα­τι­κά μια ε­νό­τη­τα και θα έ­πρε­πε, προς διευ­κό­λυν­ση του Έλλη­να α­να­γνώ­στη, να εί­χαν εκ­δο­θεί σύμ­φω­να με τη χρο­νο­λο­γι­κή διά­τα­ξη των πα­ρα­δό­σεων. Στον πρό­σφα­το τό­μο δεν προ­βλέ­πε­ται κά­ποια ει­σα­γω­γή ή ε­πι­λο­γι­κό ση­μείω­μα ει­δι­κά για την ελ­λη­νι­κή έκ­δο­ση. Ανά­με­σα στο κυ­ρίως έρ­γο του Φου­κώ και τις πα­ρα­δό­σεις υ­πάρ­χει ά­με­ση σχέ­ση. Ει­δι­κά ο πρό­σφα­τος τό­μος συγ­γε­νεύει με την «Ιστο­ρία της τρέ­λας στην κλα­σι­κή ε­πο­χή». Ο γαλ­λι­κός τίτ­λος του α­πο­δό­θη­κε ως «Οι μη κα­νο­νι­κοί», ό­σοι δη­λα­δή πα­ρα­βαί­νουν τον κα­νό­να, που δεν εί­ναι α­κρι­βές συ­νώ­νυ­μο ε­κεί­νων που πα­ρεκ­κλί­νουν α­πό ό,τι θεω­ρεί­ται ο­μα­λό, φυ­σιο­λο­γι­κό. Ωστό­σο, οι α­πα­ξιω­τι­κές συν­δη­λώ­σεις της λέ­ξης α­νώ­μα­λος, την κα­θι­στά, προ­φα­νώς, α­κα­τάλ­λη­λη για τίτ­λο βι­βλίου.
Για να στη­ρί­ξει ο Φου­κώ τις στο­χα­στι­κές του διε­ρευ­νή­σεις πά­νω σε έ­να θέ­μα, χρη­σι­μο­ποιεί την με­θο­δο­λο­γία της αρ­χαιο­λο­γίας, δη­λα­δή προ­χω­ρά συ­γκρί­νο­ντας τους τρό­πους σκέ­ψης δια­φο­ρε­τι­κών πε­ριό­δων. Γι' αυ­τό και το κομ­βι­κό σύγ­γραμ­μά του, που εκ­δί­δει το 1969, το τιτ­λο­φο­ρεί, «Η αρ­χαιο­λο­γία της γνώ­σης». Στο πρό­σφα­το βι­βλίο, δη­μο­σιεύο­νται έ­ντε­κα πα­ρα­δό­σεις. Στο τέ­λος της πρώ­της, προσ­διο­ρί­ζει ως α­ντι­κεί­με­νό τους την αρ­χαιο­λο­γία των τρό­πων και τε­χνι­κών κα­νο­νι­κο­ποίη­σης, κα­θώς και των ε­ξου­σιών, που α­πορ­ρέ­ουν α­πό αυ­τήν. Ωστό­σο, η πρώ­τη πα­ρά­δο­ση δεν α­φο­ρά τους “μη κα­νο­νι­κούς” αλ­λά τις ια­τρο­δι­κα­στι­κές πραγ­μα­το­γνω­μο­σύ­νες. Όπως πα­ρα­τη­ρούν οι γάλ­λοι ε­πι­με­λη­τές, το με­γά­λο τα­λέ­ντο του Φου­κώ ή­ταν να συν­δέει δια­γω­νίως, δη­λα­δή πλα­γίως, την ι­στο­ρία με την ε­πι­και­ρό­τη­τα. Και πράγ­μα­τι, ξε­κι­νά τις πα­ρα­δό­σεις δια­βά­ζο­ντας δυο ψυ­χια­τρι­κές γνω­μα­τεύ­σεις: Η πρώ­τη του 1955, α­φο­ρά μια γυ­ναί­κα, που σκό­τω­σε την κό­ρη της, και διε­ρευ­νά­ται η η­θι­κή συ­νε­νο­χή του ε­ρα­στή της. Η δεύ­τε­ρη του 1973 α­φο­ρά τρεις ο­μο­φυ­λό­φι­λους, που κα­τη­γο­ρού­νται για κλο­πή και εκ­βια­σμό. Ο Φου­κώ ε­πι­διώ­κει να δεί­ξει ό­τι αυ­τές οι γνω­μα­τεύ­σεις, που συ­νι­στούν ε­ξου­σια­στι­κό λό­γο, α­φού ε­πη­ρεά­ζουν τις δι­κα­στι­κές α­πο­φά­σεις, εί­ναι κα­τά κα­νό­να, α­στείες στις α­πο­φάν­σεις τους, ό­πως α­πο­δει­κνύουν και τα γέ­λια του α­κρο­α­τη­ρίου του. Με­τά θυ­μί­ζει τον να­πο­λεό­ντειο νό­μο του 1810, που ει­σά­γει τον ψυ­χία­τρο για να διευ­κρι­νι­σθεί κα­τά πό­σο έ­να ά­το­μο που τε­λεί ε­γκλη­μα­τι­κή ε­νέρ­γεια εί­ναι ή ό­χι σε κα­τά­στα­ση πα­ρα­φρο­σύ­νης. Μια θε­τι­κή γνω­μά­τευ­ση σή­μαι­νε ό­τι δεν μπο­ρού­σε να θεω­ρη­θεί ως υ­πεύ­θυ­νο της πρά­ξης. Συν τω χρό­νω, ό­μως, η ψυ­χια­τρι­κή πραγ­μα­το­γνω­μο­σύ­νη πέ­ρα­σε α­πό την πρά­ξη στη συ­μπε­ρι­φο­ρά του α­τό­μου και α­πό το ί­διο το α­δί­κη­μα στον τρό­πο ύ­παρ­ξης, φτά­νο­ντας να πα­ρου­σιά­ζει αυ­τόν τον τρό­πο ύ­παρ­ξης ως ταυ­τό­ση­μο με το α­δί­κη­μα σε μια γε­νι­κευ­μέ­νη μορ­φή, που α­ντα­να­κλά­ται στη συ­μπε­ρι­φο­ρά του α­τό­μου. Έτσι δη­μιουρ­γή­θη­κε έ­να ψυ­χο­λο­γι­κο­η­θι­κό α­νά­λο­γο του α­δι­κή­μα­τος και η πα­ρά­βα­ση σχη­μα­το­ποιή­θη­κε στο α­ντι­κα­νο­νι­κό στοι­χείο σε σχέ­ση με μια σει­ρά κα­νό­νων, που α­φο­ρούν τη σω­μα­τι­κή διά­πλα­ση, την ψυ­χο­λο­γία, την η­θι­κή κ.ά. Κα­τά μια εύ­στο­χη δια­τύ­πω­ση, ο ψυ­χία­τρος α­πο­φαί­νε­ται στο κα­τά πό­σο έ­να ά­το­μο “έ­μοια­ζε με το έ­γκλη­μά του πριν α­κό­μη το δια­πρά­ξει”. Το αρ­χι­κό ε­ρώ­τη­μα που α­πηύ­θυ­ναν οι δι­κα­στι­κές αρ­χές στον ψυ­χία­τρο, κα­τά πό­σο το ά­το­μο βρι­σκό­ταν σε κα­τά­στα­ση πα­ρα­φρο­σύ­νης, με­τα­το­πί­στη­κε στο ε­ρώ­τη­μα κα­τά πό­σο πρό­κει­ται για έ­να ε­πι­κίν­δυ­νο ά­το­μο.
Η δεύ­τε­ρη πα­ρά­δο­ση ξε­κι­νά με τη δια­πί­στω­ση ό­τι η σύγ­χρο­νη πραγ­μα­το­γνω­μο­σύ­νη α­ντι­κα­τέ­στη­σε τον α­μοι­βαίο α­πο­κλει­σμό ια­τρι­κού και δι­κα­στι­κού λό­γου με έ­να “παι­χνί­δι” δι­πλού ια­τρι­κο­δι­κα­στι­κού κα­θο­ρι­σμού. Ένας ψυ­χία­τρος, στο πλαί­σιο της κλι­νι­κής πρα­κτι­κής, δη­λα­δή στο πλαί­σιο μιας διά­γνω­σης α­μι­γώς ε­πι­στη­μο­νι­κής, δεν θα υ­πέ­γρα­φε πο­τέ έ­να κεί­με­νο με την φρα­σε­ο­λο­γία της γνω­μά­τευ­σης στο δι­κα­στή­ριο. Μέ­σα, ό­μως, σε αυ­τό το “παι­χνί­δι”, το υ­πο­γρά­φει, ει­σά­γο­ντας την πε­ρί­φη­μη έν­νοια της δια­στρο­φής, που εμ­φα­νί­στη­κε στο δεύ­τε­ρο μι­σό του 19ου αιώ­να και κα­τα­κυ­ρίευ­σε το λε­ξι­λό­γιό μας. Κα­τά τον Φου­κώ, ο θεω­ρη­τι­κός πυ­ρή­νας της ια­τρο­δι­κα­στι­κής πραγ­μα­το­γνω­μο­σύ­νης εί­ναι το δί­πο­λο, δια­στρο­φή - ε­πι­κίν­δυ­νο ά­το­μο, που ε­πέ­τρε­ψε την α­νά­πτυ­ξη μιας ο­λό­κλη­ρης α­λυ­σί­δας ια­τρο­δι­κα­στι­κών πρα­κτι­κών. Τε­λι­κά, η ψυ­χια­τρι­κή πραγ­μα­το­γνω­μο­σύ­νη ε­πί ποι­νι­κών ζη­τη­μά­των και τον νό­μο πα­ρα­βιά­ζει και την ψυ­χια­τρι­κή γνώ­ση γε­λοιο­ποιεί. Ου­σια­στι­κά, δεν α­σχο­λεί­ται με κα­τη­γο­ρού­με­νους και α­σθε­νείς, αλ­λά με τους “μη κα­νο­νι­κούς” και τη δια­βάθ­μι­σή τους α­πό τους νορ­μάλ στους α­νώ­μα­λους. Όσο για την ε­ξου­σία της, δεν εί­ναι ού­τε δι­κα­στι­κή ού­τε ια­τρι­κή. Εί­ναι αυ­τή α­κρι­βώς, που ο Φου­κώ α­πο­κα­λεί ε­ξου­σία κα­νο­νι­κο­ποίη­σης. Όπως εξ αρ­χής δη­λώ­νει, το θέ­μα του εί­ναι να δεί­ξει την αρ­χαιο­λο­γία αυ­τής της κα­νο­νι­κο­ποίη­σης. Γι’ αυ­τό και ξε­κι­νά­ει, ό­πως εκ­κι­νεί και την «Ιστο­ρία της τρέ­λας», α­πό το α­γα­πη­μέ­νο του πα­ρά­δειγ­μα, τον α­πο­κλει­σμό των λε­πρών. Συ­γκρί­νει το μο­ντέ­λο της α­πο­βο­λής α­πό την πό­λη των λε­πρών με ε­κεί­νο του ε­γκλει­σμού των προ­σβλη­θέ­ντων α­πό πα­νώ­λη σε πε­ρι­χα­ρα­κω­μέ­νες πε­ριο­χές, για να δεί­ξει ό­τι το πρώ­το συ­νι­στά μια πρά­ξη α­πόρ­ρι­ψης, ε­νώ το δεύ­τε­ρο μια πρά­ξη εν­σω­μά­τω­σης μέ­σω της ε­πι­νό­η­σης τε­χνο­λο­γιών ε­γκλει­σμού. Αυ­τές, ό­μως, για να στη­ρι­χτούν έ­χουν α­νά­γκη αυ­τό που α­πο­κα­λεί κα­νο­νι­κο­ποίη­ση.
Στην τέ­ταρ­τη πα­ρά­δο­ση φτά­νει, ε­πι­τέ­λους, στο ψα­χνό του θέ­μα­τος. Ορί­ζει τις τρεις μορ­φές, που συ­γκρο­τούν το πε­δίο της α­νω­μα­λίας. Η πρώ­τη εί­ναι ό,τι α­πο­κα­λεί “αν­θρώ­πι­νο τέ­ρας” και έ­χει ως πλαί­σιο α­να­φο­ράς την πα­ρα­βία­ση του νό­μου. Τη δεύ­τε­ρη μορ­φή την ο­νο­μά­ζει “ά­το­μο προς συμ­μόρ­φω­ση” και θεω­ρεί ό­τι εμ­φα­νί­ζε­ται ή­δη α­πό τον 17ο και 18ο αιώ­να, τους ο­ποίους συ­νη­θί­ζει να α­πο­κα­λεί “κλα­σι­κή ε­πο­χή”. Εδώ, το πλαί­σιο α­να­φο­ράς στε­νεύει, του­λά­χι­στον κα­τά την θεώ­ρη­ση του Φου­κώ, που δεν δί­νει στο “ά­το­μο προς συμ­μόρ­φω­ση” πο­λι­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο. Ενώ, το τέ­ρας ο­ρί­ζε­ται ως προς τη φύ­ση και την κοι­νω­νία, το προς συμ­μόρ­φω­ση ά­το­μο γί­νε­ται α­ντι­λη­πτό στο πλαί­σιο της οι­κο­γέ­νειας και στη συ­νέ­χεια, ε­νός λί­γο ευ­ρύ­τε­ρου κοι­νω­νι­κού πε­ρί­γυ­ρου, δη­λα­δή του σχο­λείου, της γει­το­νιάς κ.λπ. Η δεύ­τε­ρη μορ­φή εί­ναι συ­νη­θέ­στε­ρη και ταυ­τό­χρο­να, δεν εί­ναι ο­ρι­στι­κή αλ­λά ε­πι­δέ­χε­ται διόρ­θω­ση. Γι' αυ­τό και α­πο­τε­λεί το κυ­ρίως α­ντι­κεί­με­νο των σω­φρο­νι­στι­κών μη­χα­νι­σμών. Η τρί­τη μορ­φή και α­πό μια ά­πο­ψη η πλέ­ον εν­δια­φέ­ρου­σα, εί­ναι αυ­τή του “αυ­να­νι­ζό­με­νου”. Νεό­κο­πη μορ­φή για τον 19ο αιώ­να το αυ­να­νι­ζό­με­νο παι­δί, με πλαί­σιο α­να­φο­ράς α­κό­μη στε­νό­τε­ρο, την πυ­ρη­νι­κή οι­κο­γέ­νεια, ά­ντε και τον για­τρό, ως το­πο­τη­ρη­τές του ι­διω­τι­κού χώ­ρου. Ο Φου­κώ κα­τα­λή­γει το πρώ­το στά­διο της αρ­χαιο­λο­γίας της α­νω­μα­λίας, που ε­πι­χει­ρεί, συ­νο­ψί­ζο­ντας ό­τι ο α­νώ­μα­λος του 19ου αιώ­να εί­ναι ο α­πό­γο­νος αυ­τών των τριών μορ­φώ­ν: του τέ­ρα­τος, του α­συμ­μόρ­φω­του και του αυ­να­νι­ζό­με­νου. Πα­ρα­τη­ρεί, ε­πι­προ­σθέ­τως, ό­τι τα ι­δρύ­μα­τα σω­φρο­νι­σμού, πε­ρί τα τέ­λη του 18ου αιώ­να, ε­πι­κε­ντρώ­νουν τη δια­παι­δα­γώ­γη­ση στα θέ­μα­τα της σε­ξουα­λι­κό­τη­τας και του αυ­να­νι­σμού.
Ένα με­γά­λο μέ­ρος των πα­ρα­δό­σεων α­φιε­ρώ­νε­ται στο “αν­θρώ­πι­νο τέ­ρας”, το φυ­σι­κό και το η­θι­κό, κα­τα­λή­γο­ντας στο λαϊκό τέ­ρας, που εί­ναι αν­θρω­πο­φά­γο, και το βα­σι­λι­κό, που εί­ναι αι­μο­μι­κτι­κό. Με­τά α­πο­πει­ρά­ται το πέ­ρα­σμα α­πό το τέ­ρας στις δύο άλ­λες πα­ρεκ­κλί­νου­σες μορ­φές. Κι αυ­τό το πέ­ρα­σμα γί­νε­ται μέ­σω της ψυ­χια­τρι­κής, η ο­ποία α­πο­κτά την πα­ρεμ­βα­τι­κή κοι­νω­νι­κή της ε­ξου­σία και έρ­χε­ται ως πα­νά­κεια σε κά­θε έ­γκλη­μα, που εμ­φα­νί­ζε­ται ως α­ναί­τιο. Ο Φου­κώ θυ­μί­ζει τον νό­μο του 1874, που θε­σπί­ζει τον αυ­τε­πάγ­γελ­το, δη­λα­δή κα­τό­πιν α­στυ­νο­μι­κής δια­τα­γής, ε­γκλει­σμό. Αυ­τός συ­νί­στα­ται για ά­το­μα ι­κα­νά να δια­σα­λεύ­σουν την τά­ξη ή και να α­πει­λή­σουν τη δη­μό­σια α­σφά­λεια.
Τις ε­πό­με­νες πα­ρα­δό­σεις, ο Φου­κώ τις α­φιε­ρώ­νει στον “αυ­να­νι­ζό­με­νο”. Το αυ­να­νι­ζό­με­νο παι­δί α­ντι­με­τω­πί­στη­κε, αρ­χι­κά, με τις α­ντιαυ­να­νι­στι­κές εκ­στρα­τείες με­τά, με το μυ­στή­ριο της ε­ξο­μο­λό­γη­σης και τις με­θό­δους του, το ο­ποίο δια­δέ­χτη­κε ο έ­λεγ­χος της σε­ξουα­λι­κό­τη­τας α­πό την οι­κο­γέ­νεια. Ο αυ­να­νι­σμός θεω­ρή­θη­κε α­σθέ­νεια, η ο­ποία, μά­λι­στα, συ­γκέ­ντρω­νε τα συ­μπτώ­μα­τα πλεί­στων ό­σων α­σθε­νειών. Χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε ως μια, τρό­πον τι­νά, ο­λο­κλη­ρω­τι­κή α­σθέ­νεια. Μέ­χρι που εμ­φα­νί­στη­καν οι ορ­δές των ψυ­χα­να­λυ­τών, ψυ­χο­λό­γων, ψυ­χο­πα­θο­λό­γων και λοι­πών σχε­τι­κών ει­δη­μό­νων, α­να­κρά­ζο­ντας: «Σε μας! Σε μας το σώ­μα η­δο­νής των παι­διών.» Όσο για την ψυ­χια­τρι­κή, βρή­κε στις α­πο­κλί­σεις του σε­ξουα­λι­κού εν­στί­κτου το κα­τ' ε­ξο­χήν α­ντι­κεί­με­νό της. Πέ­ραν της α­να­πα­ρα­γω­γής προς ε­ξα­σφά­λι­ση της διαιώ­νι­σης του εί­δους, το πλή­θος των άλ­λων πρά­ξεων, που προ­σφέ­ρουν η­δο­νή, τις α­πο­κά­λε­σαν α­νω­μα­λίες, που ο­δη­γούν στον εκ­φυ­λι­σμό.
Στην τε­λευ­ταία του πα­ρά­δο­ση, ο Φου­κώ φέρ­νει ως πα­ρά­δειγ­μα μια υ­πό­θε­ση του 1867, που συ­νέ­βη σε χω­ριό της Γαλ­λίας, κα­τά την ο­ποία ο “τρε­λός” του χω­ριού κα­τη­γο­ρή­θη­κε για βια­σμό ε­νός κο­ρι­τσιού. Με αυ­τήν την α­να­φο­ρά θέ­λει να υ­πο­γραμ­μί­σει τις συ­νέ­πειες που έ­χει η ποι­νι­κο­ποίη­ση της σε­ξουα­λι­κό­τη­τας των παι­διών. Πε­ρι­στα­τι­κά που πα­λαιό­τε­ρα α­πο­τε­λού­σαν μέ­ρος της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας και τα ο­ποία α­πο­σιω­πού­σαν, με την κα­νο­νι­κο­ποίη­ση του σε­ξουα­λι­κού εν­στί­κτου ο­δη­γού­σαν στον ε­γκλει­σμό του παι­διού στο σω­φρο­νι­στι­κό ί­δρυ­μα και του ε­νή­λι­κα στο ψυ­χια­τρι­κό ά­συ­λο.
Η νέα λει­τουρ­γία της ψυ­χια­τρι­κής φαί­νε­ται να ξε­κι­νά­ει α­πό την α­να­κά­λυ­ψη της παι­δι­κής η­λι­κίας. Σε αυ­τήν βρί­σκει το γό­νι­μο υ­πέ­δα­φος, α­πό το ο­ποίο αν­τλεί την κα­το­πι­νή κα­θο­λι­κή της ι­σχύ. Πα­ρα­με­ρί­ζε­ται η φρε­νο­βλά­βεια και μα­ζί η α­να­φο­ρά σε α­σθέ­νειες. Οι πα­ρά­δο­ξες και α­πο­κλί­νου­σες συ­μπε­ρι­φο­ρές ορ­γα­νώ­νο­νται και πε­ρι­γρά­φο­νται ως σύν­δρο­μα α­νω­μα­λιών. Δη­λα­δή, σαν κά­τι ε­λα­φρώς μυ­στη­ριώ­δες ή του­λά­χι­στον, δυ­σκό­λως ο­ρι­ζό­με­νο, το ο­ποίο υ­πο­κα­θι­στά τα συ­μπτώ­μα­τα μιας α­σθέ­νειας. Τώ­ρα πλέ­ον, το πε­δίο της ψυ­χια­τρι­κής διευ­ρύ­νε­ται σε ό­λους ό­σους δεν πα­ρου­σιά­ζουν συ­μπτώ­μα­τα νό­σου αλ­λά “εκ­κε­ντρι­κές” συ­μπε­ρι­φο­ρές. Ο Φου­κώ δια­τεί­νε­ται ό­τι το πρώ­το σύν­δρο­μο που α­να­κα­λύ­φθη­κε ή­ταν αυ­τό της α­γο­ρα­φο­βίας και α­κο­λού­θη­σε το σύν­δρο­μο της κλει­στο­φο­βίας. Στη συ­νέ­χεια, προέ­κυ­ψαν οι πυ­ρο­μα­νείς, οι κλε­πτο­μα­νείς, οι ε­πι­δει­ξίες. Το 1870 κά­νει την πρώ­τη της εμ­φά­νι­ση ως σύν­δρο­μο στο ψυ­χια­τρι­κό πε­δίο η ο­μο­φυ­λο­φι­λία. Με­τά ήρ­θαν οι μα­ζο­χι­στές και ό­λος αυ­τός ο μι­κρός πλη­θυ­σμός των α­νώ­μα­λων με τη μα­κριά ι­στο­ρία των συν­δρό­μων τους.
Τε­λι­κά, ό­πως ο ί­διος ο Φου­κώ ο­μο­λο­γεί, για τον α­πεί­θαρ­χο ή και α­συμ­μόρ­φω­το δεν μπό­ρε­σε να μι­λή­σει. Εδώ, θα α­να­με­νό­ταν μια υ­πο­ση­μείω­ση που να πλη­ρο­φο­ρεί, αν μί­λη­σε γι’ αυ­τόν σε μια α­πό τις πα­ρα­δό­σεις των κα­το­πι­νών χρό­νων. Άλλω­στε, έ­να α­να­γκαίο συ­μπλή­ρω­μα θα ή­ταν ο κα­τά­λο­γος με τους τίτ­λους α­πό αυ­τούς τους δια­δο­χι­κούς κύ­κλους πα­νε­πι­στη­μια­κών δια­λέ­ξεων.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Λεζάντα: Γκόγια, «Ο Κρόνος καταβροχθίζει ένα από τα παιδιά του», 1821-23 (ελαιογραφία, 146Χ83εκ।, Μαδρίτη, Μουσείο Πράδο).

Συμπληρώματα στον Πικρό ή Μια άγνωστη συνάντηση Πικρού - Ιστράτι

Οκτώ­βριο του 1927 γιορ­τά­ζε­ται στη Μό­σχα η 10η ε­πέ­τειος της Οκτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης. Οι γιορ­τές α­πο­κτούν πα­νη­γυ­ρι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Έχουν προ­σκλη­θεί και πα­ρί­στα­νται ε­πι­φα­νείς προ­σω­πι­κό­τη­τες σο­σια­λι­στι­κών και κομ­μου­νι­στι­κών α­πο­κλί­σεων. Εί­ναι κυ­ρίως Ευ­ρω­παίοι. Ανά­με­σα στους Γάλ­λους συγ­γρα­φείς, Ανρύ Μπαρ­μπύς, Φραν­σίς Ζουρ­νταίν και Βα­γιάν Κου­τυ­ριέ, αρ­χι­συ­ντά­κτη της Ου­μα­νι­τέ, βρί­σκε­ται και ο ελ­λη­νι­κής κα­τα­γω­γής ρου­μά­νος συγ­γρα­φέ­ας Πα­ναΐτ Ιστρά­τι.1 Εντυ­πώ­σεις των γάλ­λων δια­νοου­μέ­νων, κα­θώς και έ­να εν­θου­σιώ­δες άρ­θρο με τίτ­λο «Από το Πα­ρί­σι στη Μό­σχα» του Ιστρά­τι, α­πό τη νεό­κο­πη τό­τε ΕΣ­ΣΔ, δη­μο­σιεύει ο Ρι­ζο­σπά­στης στις 9 Νο­εμ­βρίου 1927. Πρό­κει­ται για α­να­δη­μο­σίευ­ση α­πό την Ου­μα­νι­τέ.
Στο με­τα­ξύ, στην Ελλά­δα, με­τά την πτώ­ση της Δι­κτα­το­ρίας Πα­γκά­λου και την προ­κή­ρυ­ξη ε­κλο­γών (7 Νοε. 1926), με α­πλή α­να­λο­γι­κή, ό­που το Λαϊκό Μέ­τω­πο (= ΚΚΕ) ε­κλέ­γει 10 βου­λευ­τές, σχη­μα­τί­ζο­νται δια­δο­χι­κά δύο οι­κου­με­νι­κές κυ­βερ­νή­σεις υ­πό τον Αλέ­ξαν­δρο Ζαΐμη, με γνω­στή τη δεύ­τε­ρη ως κυ­βέρ­νη­ση Ευ­ρέως Συ­να­σπι­σμού. Πα­ρά την κοι­νο­βου­λευ­τι­κή πα­ρου­σία του Λαϊκού Με­τώ­που, οι διώ­ξεις, ε­ξο­ρίες και φυ­λα­κί­σεις, των α­ρι­στε­ρών συ­νε­χί­ζο­νται. Το για­τί εί­ναι μια άλ­λη, με­γά­λη και ί­σως ε­δώ, πα­ρά­ται­ρη ι­στο­ρία. Εί­ναι, πά­ντως, γνω­στό, ό­τι πριν α­κό­μη α­πό τη Δι­κτα­το­ρία Πα­γκά­λου ο Πέ­τρος Πι­κρός βρί­σκε­ται κα­τά δια­στή­μα­τα έ­γκλει­στος στις φυ­λα­κές, χω­ρίς, ω­στό­σο, να έ­χουν ε­ντο­πι­στεί βι­βλιο­γρα­φι­κά οι α­κρι­βείς χρο­νι­κοί πε­ρίο­δοι φυ­λά­κι­σης. Πα­ρα­μέ­νει, δη­λα­δή, α­σα­φές το πό­τε κά­θε φο­ρά μπαί­νει και πό­τε βγαί­νει. Πά­ντως, η συγ­γρα­φι­κή του δρα­στη­ριό­τη­τα δεν α­να­κό­πτε­ται. Εξα­κο­λου­θεί και μέ­σα α­πό τις φυ­λα­κές να κά­νει σπο­ρα­δι­κές δη­μο­σιεύ­σεις στον Ρι­ζο­σπά­στη, ό­πως και σε ο­ρι­σμέ­να λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα, στο ο­ποίο α­να­φερ­θή­κα­με διε­ξο­δι­κά την προ­η­γού­με­νη Κυ­ρια­κή, εί­ναι η ε­πι­στο­λή του α­πό τις φυ­λα­κές Συγ­γρού, με η­με­ρο­μη­νία 20/2/1928, προς το πε­ριο­δι­κό Νε­ο­ελ­λη­νι­κά Γράμ­μα­τα του Ηρα­κλείου Κρή­της, ως α­πά­ντη­ση στην ψευ­δώ­νυ­μη κρι­τι­κή του Γιώρ­γου Κα­τσί­μπα­λη, που φτά­νει να του κα­τα­λο­γί­ζει λο­γο­κλο­πή α­πό γάλ­λους συγ­γρα­φείς.
Εκεί­νο το έ­τος, μι­λά­με πά­ντα για το 1927, έ­κλει­νε έ­νας αιώ­νας α­πό το θά­να­το του κα­τά το ή­μι­συ ζα­κύν­θιου ποιη­τή Ού­γο Φώ­σκο­λο, στο Λον­δί­νο. Αυ­τό στά­θη­κε α­φορ­μή να γί­νουν αρ­κε­τές φι­λο­λο­γι­κές εκ­δη­λώ­σεις, κυ­ρίως στη Ζά­κυν­θο, και αρ­κε­τά ε­πε­τεια­κά δη­μο­σιεύ­μα­τα. Ανά­με­σά τους και έ­να στον Ρι­ζο­σπά­στη (27/11), α­ρι­στε­ρό­στρο­φης ο­πτι­κής ως προς την α­πο­τί­μη­ση. Αι­τία ή πρό­σχη­μα ή­ταν, ό­πως αι­τιο­λο­γεί­ται, "ο κού­φιος σω­βι­νι­σμός", που "θο­ρυ­βεί γύ­ρω στ' ό­νο­μα του Φώ­σκο­λου". Υπο­γρά­φε­ται με τα αρ­χι­κά Ν. Κ. και πρό­κει­ται για τον νε­α­ρό τό­τε Νί­κο Κα­τη­φό­ρη. Στο φύλ­λο της ε­πο­μέ­νης πέ­φτει κε­ραυ­νός. Με τίτ­λο, «Γύ­ρω α­π' τις γιορ­τές του Φώ­σκο­λου. Με­ρι­κά πρά­μα­τα στη θέ­ση τους» και σε μορ­φή ε­πι­στο­λής, α­πα­ντά στο δη­μο­σίευ­μα ο Πι­κρός. Μι­λά για “πλά­νες και ό­τι εί­ναι τε­λείως δια­φο­ρε­τι­κός α­π' ό­τι μας τον πα­ρου­σιά­ζουν οι α­στοί θαυ­μα­στές του κι' ο σ. Ν. Κ., που σ' αυ­τό πά­νω δεν α­πέ­χει διό­λου α­π' τους πρώ­τους”. Την με­θε­πο­μέ­νη, ο Ν. Κ. α­ντα­πα­ντά στον Πι­κρό, μάλ­λον με λε­πτή ει­ρω­νεία, στα ό­ρια της δη­κτι­κό­τη­τας. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κός εί­ναι ο τρό­πος που κλεί­νει την α­πα­ντη­τι­κή του ε­πι­στο­λή: “Συν­δέ­ο­ντας το ό­νο­μά μου με τη μπουρ­ζουα­ζία ή με τους α­στούς, μ' αρ­πά­ζει, τρό­πον τι­νά, α­πό τ' αυ­τί και με δεί­χνει στο ελ­λη­νι­κό προ­λε­τα­ριά­το, του ο­ποίου, κα­θώς εί­πα­με, α­νέ­λα­βε την πνευ­μα­τι­κή κη­δε­μο­νία, και φω­νά­ζει: Νά τος ο προ­δό­της...”. Μέ­σα, δη­λα­δή, α­πό τις σε­λί­δες του Ρι­ζο­σπά­στη, με ε­πί­μα­χο θέ­μα τον Φώ­σκο­λο, ξε­σπά­ει φι­λο­λο­γι­κή α­ντι­πα­ρά­θε­ση ή φι­λο­λο­γι­κή κό­ντρα, ό­πως θα λέ­γα­με σή­με­ρα, η ο­ποία, πέ­ρα α­πό τη δια­φο­ρε­τι­κή μαρ­ξι­στο-λε­νι­νι­στι­κή ο­πτι­κή πά­νω στον ελ­λη­νοϊτα­λό ποιη­τή, α­ντα­να­κλά και το ο­ξύ ή, σω­στό­τε­ρα, το μα­χη­τι­κό τα­μπε­ρα­μέ­ντο του Πι­κρού, το ο­ποίο φτά­νει να αγ­γί­ζει τα ό­ρια του ε­ρι­στι­κού.
Ο Πι­κρός, στη δρι­μεία ε­πι­στο­λή του πε­ρί Φώ­σκο­λου, κά­νει μνεία και στο πε­ριο­δι­κό Νέα Επι­θεώ­ρη­ση. Όπως φαί­νε­ται, εί­ναι η ε­πο­χή που ε­τοι­μά­ζε­ται η έκ­δο­σή του, για­τί στο φύλ­λο του Ρι­ζο­σπά­στη της 5ης Δε­κεμ­βρίου του ι­δίου έ­τους, συ­να­ντά­με προ­δια­φή­μι­ση: “Την 1η Ια­νουα­ρίου κυ­κλο­φο­ρεί το πρώ­το φύλ­λο της Νέ­ας Επι­θεώ­ρη­σης”. Εκεί, με­τα­ξύ των πε­ριε­χο­μέ­νων, μνη­μο­νεύε­ται και του “Π. Πι­κρού πλα­τειά κρι­τι­κή με­λέ­τη για τον Ού­γο Φώ­σκο­λο με αυ­θε­ντι­κά ντο­κου­μέ­ντα”. Λί­γες η­μέ­ρες αρ­γό­τε­ρα, στις 18 Δε­κεμ­βρίου, βρί­σκου­με δεύ­τε­ρη δια­φη­μι­στι­κή κα­τα­χώ­ρη­ση, α­κό­μη πιο α­να­λυ­τι­κή: “Σε τρια­ντα­δύο με­γά­λες σε­λί­δες κυ­κλο­φο­ρεί την 1η Γε­νά­ρη η Νέα Επι­θεώ­ρη­ση. Πε­ριέ­χει αρ­κε­τές πρω­τό­τυ­πες με­λέ­τες, κοι­νω­νιο­λο­γι­κή και φι­λο­λο­γι­κή κρι­τι­κή, ση­μειώ­μα­τα, προ­λε­τα­ρια­κή τέ­χνη κλπ.”. Με­τα­ξύ των άλ­λων, “η ε­χτε­νής και λε­πτο­με­ρεια­κή με­λέ­τη του σ. Π. Πι­κρού για τον Ού­γο Φώ­σκο­λο που κο­σκι­νί­ζει ό­λες τις α­στι­κές φλυα­ρίες για τον Ιτα­λό ποιη­τή, του σ. Αντρέα Ζε­βγά για τον Πα­ναΐτ Ιστρά­τι (α­νά­λυ­ση του έρ­γου του) κά­μνουν την ύ­λη του ε­ξαι­ρε­τι­κά εν­δια­φέ­ρου­σα”.
Ο σύ­ντρο­φος Αντρέ­ας Ζε­βγάς δεν εί­ναι άλ­λος α­πό τον γνω­στό με­τά Αι­μί­λιο Χουρ­μού­ζιο, που έ­λυ­νε και έ­δε­νε στις φι­λο­λο­γι­κές σε­λί­δες της Κα­θη­με­ρι­νής. Ας ση­μειω­θεί ό­τι ως Χουρ­μού­ζιος υ­πο­γρά­φει το πρώ­το στα ελ­λη­νι­κά με­τα­φρα­σμέ­νο έρ­γο του Ιστρά­τι, «Κυ­ρά Κυ­ρα­λί­να», που κυ­κλο­φό­ρη­σε στις αρ­χές του ι­δίου έ­τους (1927) α­πό το Βι­βλιο­πω­λείο Ακα­δη­μαϊκόν. Εί­ναι, δη­λα­δή, ε­ξοι­κειω­μέ­νος με το συγ­γρα­φι­κό έρ­γο του ελ­λη­νο­ρου­μά­νου συγ­γρα­φέα. Η δια­φη­μι­ζό­με­νη με­λέ­τη του για τον Ιστρά­τι προ­δη­μο­σιεύε­ται, ό­χι τυ­χαία, σε τρεις συ­νέ­χειες στον Ρι­ζο­σπά­στη, με πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση στο φύλ­λο των Χρι­στου­γέν­νων, 25 Δε­κεμ­βρίου. Στο ει­σα­γω­γι­κό ση­μείω­μα, πέ­ραν της διευ­κρί­νι­σης ό­τι εί­ναι “α­πό τη Νέα Επι­θεώ­ρη­ση που κυ­κλο­φο­ρεί την 1η του Γε­νά­ρη”, α­ναγ­γέλ­λε­ται η ε­πί­σκε­ψη του Ιστρά­τι στην Ελλά­δα, γυ­ρί­ζο­ντας α­πό την Σο­βιε­τι­κή Ρω­σία, που εί­χε πά­ει για τους ε­ορ­τα­σμούς. Πράγ­μα­τι, στις 30 Δε­κεμ­βρίου φτά­νει στην Αθή­να, α­τμο­πλοϊκώς μέ­σω Οδησ­σού, “ο ε­πα­να­στά­της συγ­γρα­φέ­ας Πα­ναίτ Ιστρά­τι”, ό­πως μας πλη­ρο­φο­ρεί στην πρώ­τη σε­λί­δα ο Ρζο­σπά­στης της ε­πο­μέ­νης. Την με­θε­πο­μέ­νη, Κυ­ρια­κή 1 Ια­νουα­ρίου 1928, δη­μο­σιεύε­ται πρω­το­σέ­λι­δη συ­νέ­ντευ­ξη του ελ­λη­νο­ρου­μά­νου συγ­γρα­φέα. Φέ­ρει τίτ­λο, «Ένας συγ­γρα­φέ­ας που έ­ζη­σε στη σο­βιε­τι­κή α­να­δη­μιουρ­γία». Την υ­πο­γρά­φει ο Αντρέ­ας Ζε­βγάς. Σε δε­σπό­ζου­σα θέ­ση πά­νω α­πό τη συ­νέ­ντευ­ξη δη­μο­σιεύε­ται «Γράμ­μα των φυ­λα­κι­σμέ­νων συ­ντρό­φων μας στον Πα­ναίτ Ιστρά­τι». Όπως διευ­κρι­νί­ζε­ται στο τέ­λος, η ε­πι­στο­λή συ­ντάχ­θη­κε με ε­ντο­λή 18 φυ­λα­κι­σμέ­νων κομ­μου­νι­στών των φυ­λα­κών Συγ­γρού και φέ­ρει υ­πο­γρα­φή Πέ­τρος Πι­κρός. Σε δι­πλα­νό, ί­σης έ­κτα­σης κα­ρέ, δη­μο­σιεύε­ται α­πά­ντη­ση: «Ο Πα­ναΐτ Ιστρά­τι στους ε­ξό­ρι­στους και φυ­λα­κι­σμέ­νους μας».
Την ί­δια η­μέ­ρα που δη­μο­σιεύε­ται η συ­νέ­ντευ­ξη του Ιστρά­τι μα­ζί με τις δύο ε­πι­στο­λές, ε­κεί­νος, σύμ­φω­να με ε­κτε­νές αλ­λά α­νυ­πό­γρα­φο δη­μο­σίευ­μα στον Ρι­ζο­σπά­στη της 3ης Ια­νουα­ρίου 1928, έ­σπευ­σε προς ε­πί­σκε­ψη των 18 κρα­του­μέ­νων στις φυ­λα­κές Συγ­γρού. Συ­νο­δευό­ταν α­πό τον α­ντι­πρό­σω­πο της Εργα­τι­κής Βοή­θειας και α­πό έ­ναν συ­ντά­κτη. Στον φω­το­γρά­φο, που “ε­πρό­κει­το να πά­ρει έ­να γκρούπ των φυ­λα­κι­σμέ­νων μα­ζί με τον Ιστρά­τι”, α­πα­γο­ρεύ­τη­κε η εί­σο­δος. Θερ­μή πε­ρι­γρά­φε­ται η συ­νά­ντη­σή του με τους κρα­τού­με­νους σε υ­πό­στε­γο, στο προ­αύ­λιο των φυ­λα­κών, α­φού του α­πα­γο­ρεύ­τη­κε η ά­νο­δος στους θα­λά­μους, με το πρό­σχη­μα ό­τι χρεια­ζό­ταν ει­δι­κή ά­δεια του Υπουρ­γείου. Στο δη­μο­σίευ­μα κα­τα­γρά­φο­νται λε­πτο­με­ρώς ό­σα ε­λέχ­θη­σαν με­τα­ξύ κρα­του­μέ­νων και Ιστρά­τι. Κα­τά τον α­νώ­νυ­μο συ­ντά­κτη, ο Ιστρά­τι, “κα­τα­πλη­χτι­κά α­πλός, με­γά­λη κι' α­νοι­χτή καρ­διά, με την πρώ­τη θερ­μή χει­ρα­ψία, βρέ­θη­κε α­μέ­σως σύ­ντρο­φος μέ­σα σε συ­ντρό­φους, α­γω­νι­στής μέ­σα σ' α­γω­νι­στές. Με λό­για - συ­νε­χί­ζει - που δεν εί­χαν τί­πο­τα α­π' το συ­νη­θι­σμέ­νο, ψεύ­τι­κο, ξη­ρό κ' ε­πί­ση­μο”, μί­λη­σε στους φυ­λα­κι­σμέ­νους. “Σας γνώ­ρι­σα - ση­μειώ­νει για τον Ιστρά­τι - σας ή­ξαι­ρα πριν α­κό­μα σας δώ. Όπως σας τό­γρα­ψα ή­δη, πα­τώ­ντας στο χώ­μα του πα­τέ­ρα μου, η πρώ­τη μου σκέ­ψη, ο πρώ­τος μου λο­γι­σμός εί­τα­νε για σας, για σας φυ­λα­κι­σμέ­νοι α­γω­νι­στές, της προ­λε­τα­ρια­κής υ­πό­θε­σης, και για τους συ­ντρό­φους μας ε­ξο­ρί­στους.”
Στο πρώ­το μέ­ρος του δη­μο­σιεύ­μα­τος κα­τα­γρά­φο­νται ό­σα εί­πε ο Ιστρά­τι. Εί­ναι λό­για μάλ­λον εν­θαρ­ρυ­ντι­κά προς τους φυ­λα­κι­σμέ­νους. Ανα­φέ­ρε­ται στα προ­σω­πι­κά του βιώ­μα­τα ως φυ­λα­κι­σμέ­νος κι ό­τι πρέ­πει να δεί­ξουν πως ξέ­ρουν να πε­ρι­φρο­νούν τα δε­σμά τους. Όταν τον ρω­τούν για τις ε­ντυ­πώ­σεις του α­πό τη Σο­βιε­τι­κή Ρω­σία, τους α­πα­ντά ό­τι “ε­κεί ε­πά­νω δη­μιουρ­γεί­ται κά­τι α­φά­ντα­στο, κά­τι το θαυ­μά­σιο”. Κι ό­τι έ­να μέ­ρος α­π' ό,τι εί­δε πρό­κει­ται να το εκ­θέ­σει στη με­θαυ­ρια­νή του διά­λε­ξη.2 Η α­να­φο­ρά του στη Σο­βιε­τι­κή Ρω­σία εί­ναι, στο δη­μο­σίευ­μα, ε­κτε­νής και εν­θου­σιώ­δης, για­τί “εί­δα”, λέει, “τό­σα πρά­μα­τα, τό­σο... που α­να­με­τρώ τις δυ­νά­μεις μου, πριν αρ­χί­σω το δύ­σκο­λο έρ­γο της ε­ξι­στό­ρη­σης, για τη θαυ­μα­τουρ­γό ερ­γα­σία του νι­κη­φό­ρου προ­λε­τα­ριά­του”. Με­σο­λα­βούν εκ νέ­ου λό­για εν­θάρ­ρυν­σης, ε­νώ ως κλεί­σι­μο τους ε­πι­φυ­λάσ­σει πά­λι ταύ­τι­ση μα­ζί τους, λέ­γο­ντας, ό­τι “την η­μέ­ρα που θα κα­τα­διωχ­θώ κι' ε­γώ, θα συλ­λη­φθώ και θα με στεί­λουν στη φυ­λα­κή, θα εί­ναι η πιο με­γά­λη τι­μή που μπο­ρεί να μου κά­νει η α­στι­κή τά­ξη”.
“Στα θερ­μά κι' ά­δο­λα λό­για του με­γά­λου προ­λε­τά­ριου δια­νοού­με­νου - ση­μειώ­νε­ται στο α­νυ­πό­γρα­φο δη­μο­σίευ­μα - α­πά­ντη­σε α­πό μέ­ρους των φυ­λα­κι­σμέ­νων ο σ. Πι­κρός.” Η α­πά­ντη­ση, η ο­ποία κα­τα­λαμ­βά­νει το υ­πό­λοι­πο δεύ­τε­ρο μέ­ρος του δη­μο­σιεύ­μα­τος, εί­ναι ε­ξί­σου ε­γκάρ­δια και κι­νεί­ται σε ε­ξί­σου υ­ψη­λό ε­πα­να­στα­τι­κό φρό­νη­μα ή, αν κρα­τή­σου­με α­πο­στά­σεις, στην ί­δια ε­πα­να­στα­τι­κή ρη­το­ρι­κή. “Τα σί­δε­ρα της φυ­λα­κής, α­γα­πη­μέ­νε φί­λε μας - α­πα­ντά ο Πι­κρός - δεν εί­ναι ι­κα­νά να πνί­ξουν τη βα­θειά χα­ρά που νιώ­θου­με με τον ερ­χο­μό σου. Εί­ναι σπά­νιες οι κα­λές στιγ­μές στη φυ­λα­κή. Μια α­π' αυ­τές, κι' η κα­λύ­τε­ρη εί­ναι τού­τη. Δε σου κρύ­βου­με πώς σε βρί­σκου­με α­νώ­τε­ρο α­π' ό,τι σε πε­ρι­μέ­να­με. Πε­ρι­μέ­να­με έ­να φί­λο, και βρί­σκου­με κά­τι ά­πει­ρα α­νώ­τε­ρο· έ­να σύ­ντρο­φο, έ­να συ­να­γω­νι­στή. Δέ­ξου α­πό μέ­ρους ό­λων μας τους θερ­μούς α­δελ­φι­κούς κι' ε­πα­να­στα­τι­κούς μας χαι­ρε­τι­σμούς. Γυρ­νώ­ντας α­π' τη με­γά­λη χώ­ρα, αυ­τό­πτης και α­ψευ­δής μάρ­τυς κι' ε­σύ της με­γα­λειώ­δους σο­σια­λι­στι­κής α­νοι­κο­δό­μη­σης και του α­νι­στό­ρη­του έρ­γου του Ρωσ­σι­κού προ­λε­τα­ριά­του δέ­κα μό­λις χρό­νια με­τά την Οχτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση, γε­γο­νός που ό­μοιο μ' αυ­τό δεν εί­δε άλ­λη φο­ρά η Ιστο­ρία, φυ­σι­κό εί­ναι ο α­πο­τρο­πια­σμός που νοιώ­θεις και που έ­χεις την αν­δρεία να μη τον κρύ­βεις μπρος στην τσα­γκω­φι­κή τρο­μο­κρα­τία που με­τέρ­χε­ται η κυ­ρίαρ­χη τά­ξη της χώ­ρας μας στη ση­με­ρι­νή της ε­πί­θε­ση ε­νά­ντια στην ερ­γα­τιά, στις ορ­γα­νώ­σεις της, στους α­γω­νι­στές της.”
Συ­νε­χί­ζο­ντας ο Πι­κρός, α­να­λύει, με τον ί­διο πά­ντα αιχ­μη­ρό τό­νο, την τρέ­χου­σα τό­τε οι­κο­νο­μι­κή, κοι­νω­νι­κή και κοι­νο­βου­λευ­τι­κή κα­τά­στα­ση, ό­πως, για πα­ρά­δειγ­μα, την πρό­σφα­τη εκ­δίω­ξη των βου­λευ­τών του Λαϊκού Με­τώ­που α­πό το κοι­νο­βού­λιο. Ανα­φέ­ρε­ται, ε­πί­σης, και στο Μα­κε­δο­νι­κό, ε­πί­μα­χο ε­θνι­κό ζή­τη­μα, που τί­θε­ται α­νοι­χτά ως πο­λι­τι­κό θέ­μα ε­κεί­νη την ε­πο­χή α­πό το ΚΚΕ. Τί­θε­ται, δη­λα­δή, θέ­μα μειο­νο­τή­των και α­πε­λευ­θέ­ρω­σης του Μα­κε­δο­νι­κού Λα­ού, στην Ελλά­δα, τη Βουλ­γα­ρία και τη Σερ­βία. Το δη­μο­σίευ­μα, μας πλη­ρο­φο­ρεί ε­πί­σης, ό­τι “α­πό μέ­ρους της α­γω­νι­ζό­με­νης νε­ο­λαίας και των φυ­λα­κι­σμέ­νων και ε­ξο­ρί­στων νέων α­γω­νι­στών χαι­ρέ­τι­σε και μί­λη­σε στον Ιστρά­τι - ο σ. Λευ­τέ­ρης Απο­στό­λου”.3
Κα­τά το δη­μο­σίευ­μα πά­ντα, ο Ιστρά­τι “υ­πο­σχέ­θη­κε πως με­τά τη διά­λε­ξη, και ε­φο­δια­σμέ­νος πια με την σχε­τι­κή ά­δεια του υ­πουρ­γείου θα πά­ει να πε­ρά­σει μιαν ο­λό­κλη­ρη μέ­ρα μα­ζύ με τους φυ­λα­κι­σμέ­νους μας στη φυ­λα­κή. Φεύ­γο­ντας, α­γκά­λια­σε και φί­λη­σε, για ό­λους, το σ. Πι­κρό και με μια θερ­μή χει­ρα­ψία στον κα­θέ­να ε­πα­νέ­λα­βε τις υ­πο­σχέ­σεις του”.
Όλα τα προ­η­γού­με­να μπο­ρεί να έ­χουν ε­ντο­πι­στεί βι­βλιο­γρα­φι­κά α­πό τους με­λε­τη­τές του Πι­κρού, ω­στό­σο, το τε­λευ­ταίο, δη­λα­δή η συ­νά­ντη­ση Ιστρά­τι - Πι­κρού στη φυ­λα­κές Συγ­γρού διέ­λα­θε. Αυ­τό α­κρι­βώς μας ώ­θη­σε σε πιο ε­κτε­νή α­να­φο­ρά. Εάν, τε­λι­κά, σε μια βι­βλιο­γρα­φία υ­πάρ­χουν ελ­λεί­ψεις, αυ­τές κα­μιά φο­ρά μπο­ρεί να ε­πι­φυ­λάσ­σουν μι­κρές ή και με­γά­λες εκ­πλή­ξεις.

ΣΗ­ΜΕΙΩ­ΣΕΙΣ

1. Υπεν­θυ­μί­ζου­με ό­τι ο Πα­ναΐτ Ιστρά­τι (Βραΐλα 1884 - Βου­κου­ρέ­στι 1935) εί­χε δι­πλό βα­πτι­στι­κό και δι­πλό ε­πώ­νυ­μο. Κρά­τη­σε, ω­στό­σο, και έ­γι­νε διά­ση­μος με το ε­πώ­νυ­μο της ρου­μά­νας μη­τέ­ρας του, Ζωί­τσας Ιστρά­τι. Κα­τά το πα­τρώ­νυ­μο, ή­ταν Γε­ρά­σι­μος Βαλ­σα­μής ή Βαλτ­ζα­μής. Ο πα­τέ­ρας του, Γεώρ­γιος Βαλ­σα­μής, που πέ­θα­νε νέ­ος, κα­τα­γό­ταν α­πό το χω­ριό Φα­ρα­κλά­τα της Κε­φαλ­λο­νιάς. Επί­σης, το βα­πτι­στι­κό Πα­ναΐτ προέ­κυ­ψε και, τε­λι­κά, ε­πι­κρά­τη­σε με­τά το θά­να­το του με­γά­λου α­δελ­φού του, του Πα­να­γιώ­τη, που πέ­θα­νε σε μι­κρή η­λι­κία και οι γο­νείς του, εις μνή­μην του παι­διού που έ­χα­σαν, τον εί­παν και Πα­να­γιώ­τη - Πα­ναΐτ στα ρου­μά­νι­κα. Να υ­πεν­θυ­μί­σου­με, ε­πί­σης, ό­τι στην Ελλά­δα τα­ξί­δε­ψε τρείς α­κό­μη φο­ρές. Ήλθε πρώ­τη φο­ρά το 1907, ε­πα­νήλ­θε το 1909 και το 1910.
2. Πρό­κει­ται για δύο δια­λέ­ξεις στο θέ­α­τρο Αλά­μπρα, με θέ­μα την πο­ρεία και τα ε­πι­τεύγ­μα­τα της Οκτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης. Μί­λη­σαν ο Ιστρά­τι και ο Νί­κος Κα­ζα­ντζά­κης. Οι δύο ο­μι­λη­τές εί­χαν γνω­ρι­στεί λί­γο νω­ρί­τε­ρα στη Σο­βιε­τι­κή Ένω­ση, στις γιορ­τές των δέ­κα χρό­νων της Επα­νά­στα­σης. Οργα­νω­τής ή­ταν ο Εκπαι­δευ­τι­κός 'Όμι­λος, με πρω­το­στά­τη τον πρό­ε­δρό του Δη­μή­τρη Γλη­νό. Οι δια­λέ­ξεις προ­κά­λε­σαν έ­ντο­νες πο­λι­τι­κές α­ντι­πα­ρα­θέ­σεις και, συγ­χρό­νως, δι­κα­στι­κές α­να­κρί­σεις στους δύο ο­μι­λη­τές και τον ορ­γα­νω­τή. Πα­ράλ­λη­λα, μια ε­πί­σκε­ψη του Ιστρά­τι στο σα­να­τό­ριο Σω­τη­ρία και α­νά­λο­γο άρ­θρο, που δη­μο­σιεύει στον Ρι­ζο­σπά­στη, ό­ξυ­ναν α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο την πο­λι­τι­κή α­τμό­σφαι­ρα. Η υ­πό­θε­ση έ­φτα­σε με ε­πε­ρώ­τη­ση ως τη Βου­λή. Προ­σω­ρι­νά έ­γι­νε τό­τε κά­ποιος συμ­βι­βα­σμός για την πα­ρα­μο­νή του Ιστρά­τι στην Ελλά­δα. Τε­λι­κά, ό­μως, υ­πε­ρί­σχυ­σε η Υπη­ρε­σία Αλλο­δα­πών, που τον ε­ξα­νά­γκα­σε να φύ­γει ως α­νε­πι­θύ­μη­τος, ε­πει­δή ε­θεω­ρεί­το ε­πι­κίν­δυ­νος για τη δη­μό­σια α­σφά­λεια.
3. Ο Λευ­τέ­ρης Απο­στό­λου, ση­μαί­νον στέ­λε­χος της κομ­μου­νι­στι­κής α­ρι­στε­ράς, συ­νυ­πέ­γρα­ψε αρ­γό­τε­ρα, στις 27 Σε­πτεμ­βρίου 1941, σε μυ­στι­κή σύ­σκε­ψη στην Αθή­να, το ι­δρυ­τι­κό κεί­με­νο του Ε­ΑΜ ως εκ­πρό­σω­πος του ΚΚΕ και α­νέ­λα­βε πρώ­τος Γραμ­μα­τέ­ας της μα­ζι­κής αυ­τής ορ­γά­νω­σης. Με­τα­πο­λε­μι­κά ε­κλέ­χτη­κε κα­τ' ε­πα­νά­λη­ψη δή­μαρ­χος στην πό­λη της Μυ­τι­λή­νης.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου


Πέ­τρος Πι­κρός, Πα­ναΐτ Ιστρά­τι
(Φω­το­γρα­φι­κό Αρχείο Ε.Λ.Ι.Α./Μ.Ι.Ε.Τ.)