Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Οι εκπλήξεις των περιοδικών

Το πιο δυ­σά­ρε­στο με την τρέ­χου­σα οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση εί­ναι ό­τι έ­χει ει­σχω­ρή­σει πα­ντού, εί­τε ως ω­μή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­τε ως αιω­ρού­με­νη α­πει­λή, ε­νώ ο λό­γος γύ­ρω α­πό αυ­τήν τεί­νει να κυ­ριαρ­χή­σει στα κά­θε εί­δους έ­ντυ­πα. Τε­λι­κά, διείσ­δυ­σε α­κό­μη και στο χώ­ρο ε­νός πνευ­μα­τι­κού α­γα­θού, ό­πως το βι­βλίο. Κι αυ­τό, βε­βαίως, αν δώ­σου­με βά­ση στα πα­ρά­πο­να των εκ­δο­τών. Ήδη, πά­ντως, δια­φαί­νο­νται προ­θέ­σεις αλ­λα­γών στην εκ­δο­τι­κή στρα­τη­γι­κή, που εν­δέ­χε­ται να θέ­σουν σε κίν­δυ­νο το λο­γο­τε­χνι­κό βι­βλίο, ως πλέ­ον ευά­λω­το, λό­γω της πε­ριο­ρι­σμέ­νης ζή­τη­σής του. Σαν μο­να­δι­κή ε­ξαί­ρε­ση σε αυ­τήν την α­παι­σιό­δο­ξη ει­κό­να προ­βάλ­λουν, του­λά­χι­στον προ­σώ­ρας, τα λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά. Συ­νι­στούν μια α­να­γνω­στι­κή ό­α­ση, με φρέ­σκα ποιή­μα­τα, διη­γή­μα­τα, με­λέ­τες και σχο­λιο­γρα­φία γύ­ρω α­πό λο­γο­τε­χνι­κά θέ­μα­τα, τω­ρι­νά και πα­ρελ­θο­ντι­κά. Κα­μιά φο­ρά, ό­μως, και­ρο­φυ­λα­κτούν και στις οά­σεις εκ­πλή­ξεις. Δια­φο­ρε­τι­κής, βε­βαίως, φύ­σεως α­πό τις οι­κο­νο­μι­κές. Στα­χυο­λο­γού­με δύο πα­ρα­δείγ­μα­τα α­πό δύο πρό­σφα­τα τεύ­χη μα­κρό­βιων λο­γο­τε­χνι­κών πε­ριο­δι­κών.
Το πε­ριο­δι­κό «Ευ­θύ­νη», με­τά την α­πο­χώ­ρη­ση του Κώ­στα Τσι­ρό­που­λου α­πό τη θέ­ση του εκ­δό­τη-διευ­θυ­ντή, τε­λι­κά δεν κλεί­νει. Τη σκυ­τά­λη πα­ρα­λαμ­βά­νει ο νεό­τε­ρος ποιη­τής Δη­μή­τρης Αγγε­λής, με τη συ­μπα­ρά­στα­ση πε­ντα­με­λούς ε­πι­τρο­πής (Ηλίας Κε­φά­λας, Κώ­στας Χατ­ζηα­ντω­νίου, Κώ­στας Ανδρου­λι­δά­κης, Νί­κος Μη­λιώ­νης, Βα­σι­λι­κή Τσα­κί­ρη). Αλλά­ζει ο τίτ­λος σε «Νέα Ευ­θύ­νη», η συ­χνό­τη­τα έκ­δο­σης σε δι­μη­νιαία, ε­νώ πα­ρα­μέ­νει ο χα­ρα­κτή­ρας του πε­ριο­δι­κού ι­δεών, χω­ρίς να δια­φο­ρο­ποιεί­ται αι­σθη­τά η διά­τα­ξη της ύ­λης. Επί­σης, δια­τη­ρού­νται σε με­γά­λο βαθ­μό οι ί­διοι συ­νερ­γά­τες. Ακό­μη, το πε­ριο­δι­κό α­να­νεώ­νε­ται ως προς την εμ­φά­νι­ση, ό­που το πρώ­το τεύ­χος ει­κο­νο­γρα­φεί­ται με σχέ­δια του Αλέ­κου Κυ­ρα­ρί­νη.
Η έκ­πλη­ξη, που ε­πι­φυ­λάσ­σει το πρώ­το τεύ­χος, εί­ναι οι ε­πι­στο­λές Γιώρ­γου Σε­φέ­ρη-Ιωάν­νας Τσά­τσου, που πα­ρου­σιά­ζο­νται ως προ­δη­μο­σίευ­ση α­πό την αλ­λη­λο­γρα­φία τους. Πρό­κει­ται για έ­ναν ελ­λεί­πο­ντα τό­μο, ι­διαί­τε­ρα ση­μα­ντι­κό, στην ή­δη εκ­δο­θεί­σα πο­λύ­το­μη αλ­λη­λο­γρα­φία Σε­φέ­ρη, τον ο­ποίο δεν α­να­λαμ­βά­νει, ό­πως θα α­να­με­νό­ταν, έ­νας με­λε­τη­τής του Σε­φέ­ρη. Η αλ­λη­λο­γρα­φία έρ­χε­ται ως α­πό­το­κο δι­δα­κτο­ρι­κής δια­τρι­βής, με θέ­μα, «Αυ­το­βιο­γρα­φία και ι­στο­ρία στο έρ­γο της Ιωάν­νας Τσά­τσου», την ο­ποία εκ­πό­νη­σε η με­τα­φρά­στρια στα ι­σπα­νι­κά του βι­βλίου της Τσά­τσου, «Ο α­δελ­φός μου Γιώρ­γος Σε­φέ­ρης», Μάι­λα Γκαρ­θία Αμο­ρός. Όπως πλη­ρο­φο­ρεί η με­λε­τή­τρια στο ει­σα­γω­γι­κό της ση­μείω­μα, το σύ­νο­λο των ε­πι­στο­λών, που τα δυο α­δέλ­φια α­ντάλ­λα­ξαν, α­νέρ­χο­νται σχε­δόν στις 800 και κα­λύ­πτουν πε­ρί τον μι­σό αιώ­να, 1919-1970, με με­γά­λα, ω­στό­σο, χρο­νι­κά κε­νά. Το σώ­μα της αλ­λη­λο­γρα­φίας χω­ρί­ζε­ται σε τρεις πε­ριό­δους: 1919-1924, 1927-1937, 1947-1962. Την με­λε­τή­τρια α­πα­σχο­λεί κυ­ρίως η πρώ­τη πε­ρίο­δος, με συ­νο­λι­κά 232 ε­πι­στο­λές, α­πό τις ο­ποίες δη­μο­σιεύει έ­ξι, τρεις του Σε­φέ­ρη και τρεις της Ιωάν­νας, α­πό την πε­ρίο­δο 9.1.1921-23.3.1922. Αυ­τή η ε­πι­λο­γή εί­χε ως κρι­τή­ριο την Ιωάν­να. Όπως γρά­φει η με­λε­τή­τρια: “Οι ε­πι­στο­λές της Ιωάν­νας α­πό τη Σμύρ­νη το 1919 και το 1921 εί­ναι πο­λύ ση­μα­ντι­κές, προ­κει­μέ­νου να κα­τα­νοή­σου­με κα­λύ­τε­ρα την ποίη­ση και την προ­σω­πι­κό­τη­τά της. Η ε­ξι­δα­νι­κευ­μέ­νη ει­κό­να της Σκά­λας που προ­βάλ­λε­ται συ­χνά στο έρ­γο της, τό­σο στο πε­ζο­γρα­φι­κό ό­σο και στο ποιη­τι­κό, έ­χει την πη­γή της σ' αυ­τήν α­κρι­βώς την πε­ρίο­δο”.
Με κρι­τή­ριο, ό­μως, τον Σε­φέ­ρη, θα λέ­γα­με ό­τι οι ε­πι­στο­λές δεν τον κα­λο­συ­σταί­νουν. Αυ­θόρ­μη­τος, πη­δά­ει α­πό τον έ­ρω­τα μιας Γαλ­λί­δας σε ε­κεί­νον μιας Νορ­βη­γί­δας, εν­θυ­μού­με­νος και την Μέλ­πω των δε­κα­πέ­ντε του Μαΐων. Ζη­τά να του στεί­λει η α­δελ­φή του, πο­λύ Πα­λα­μά. “Όλα του τα έρ­γα”, αν της ή­ταν δυ­να­τόν. “Και Σο­λω­μό, που εί­χε ξε­χά­σει ό­λως διό­λου”. Ενώ πα­ρα­πο­νιέ­ται και μυ­κτη­ρί­ζει την ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα: “Γαλ­λι­κά θα μπο­ρού­σα ί­σως να γρά­ψω μα δε θέ­λω, για­τί α­γα­πώ την Ελλά­δα. Ελλη­νι­κά μου εί­ναι α­δύ­να­το να πω ό,τι θέ­λω για­τί δεν έ­χω­με γλώσ­σα, για να το πι­στέ­ψεις πά­ρε έ­να ο­ποιο­δή­πο­τε γαλ­λι­κό βι­βλίο και προ­σπά­θη­σε να το με­τα­φρά­σεις ελ­λη­νι­κά, θα πει­σθείς πως εί­ναι α­δύ­να­το. Στην ελ­λη­νι­κή, ε­κτός α­πό αι­σθή­μα­τα βου­νί­σια ή χω­ρια­νέϊκα δεν μπο­ρού­με να πού­με τί­πο­τα για την ώ­ρα, γι' αυ­τό και τα πιο πο­λι­τι­σμέ­να ποιή­μα­τα που έ­χουν γρα­φτεί στην ελ­λη­νι­κή μυ­ρί­ζουν μυτ­ζή­θρα…” Ωστό­σο, για έ­ναν συγ­γρα­φέα ό­πως ο Σε­φέ­ρης, τα πά­ντα, φω­τει­νές και σκο­τει­νές πτυ­χές, εν­δια­φέ­ρουν. Όλα αυ­τά, ό­μως, θα ξα­να­συ­ζη­τη­θούν του χρό­νου, που η με­λε­τή­τρια υ­πό­σχε­ται ό­τι θα έ­χει εκ­δο­θεί η αλ­λη­λο­γρα­φία Σε­φέ­ρη-Τσά­τσου. Ελπί­ζου­με να εν­νο­εί στα ελ­λη­νι­κά.
Σε έ­να άλ­λο πε­ριο­δι­κό ε­ντο­πί­ζου­με δη­μο­σίευ­μα που α­φο­ρά έ­τε­ρον ε­πι­φα­νή των ελ­λη­νι­κών γραμ­μά­των. Ο λό­γος, α­κό­μη μια φο­ρά, για τον Πα­πα­δια­μά­ντη. Σε αυ­τήν, ό­μως, την πε­ρί­πτω­ση, α­παι­τεί­ται με­γα­λύ­τε­ρη προ­σο­χή, για­τί το πα­ρου­σια­ζό­με­νο ως τεκ­μή­ριο εί­ναι α­νώ­νυ­μο και α­πο­δί­δε­ται σε αυ­τόν α­πό τον ευ­ρέ­τη του, δια της εις ά­το­πον α­πα­γω­γής. Αν, ό­μως, και μια στο ε­κα­τομ­μύ­ριο, δεν α­φο­ρά τον Πα­πα­δια­μά­ντη, η δη­μο­σίευ­σή του με­τά α­πο­λύ­του βε­βαιό­τη­τας ως πα­πα­δια­μα­ντι­κού, πι­στεύου­με ό­τι εί­ναι τα­πει­νω­τι­κή α­πέ­να­ντι στην ει­κό­να του Πα­πα­δια­μά­ντη. Ιδιαί­τε­ρα, κα­θώς ε­πι­λέ­γε­ται να γί­νει στο λυ­καυ­γές του Έτους Πα­πα­δια­μά­ντη.
Αλλά ας πά­ρου­με τα δε­δο­μέ­να με τη σει­ρά. Ανα­φε­ρό­μα­στε στο πε­ριο­δι­κό «Πλα­νό­διον» του Γιάν­νη Πα­τί­λη, που μό­λις κυ­κλο­φό­ρη­σε το 48ο τεύ­χος του. Εί­ναι αυ­τό του μη­νός Δε­κεμ­βρίου, με τη γνω­στή κα­λή συ­ντρο­φιά του πε­ριο­δι­κού σε α­παρ­τία. Πα­ρου­σιά­ζε­ται ε­κτε­νές α­φιέ­ρω­μα στον Αντο­νέν Αρτώ, ε­νώ το τεύ­χος α­νοί­γει με διή­γη­μα της Μα­ρίας Κέ­ντρου-Αγα­θο­πού­λου, που μό­λις ε­ξέ­δω­σε την και­νού­ρια συλ­λο­γή διη­γη­μά­των της, «Η Ευ­ρυ­δί­κη με το τσι­γά­ρο στο μπαλ­κό­νι». Στις τε­λευ­ταίες σε­λί­δες του τεύ­χους, τις α­φιε­ρω­μέ­νες “σε σπά­νια κεί­με­να του πα­ρελ­θό­ντος”, δη­μο­σιεύε­ται κεί­με­νο του Γιώρ­γου Ζε­βε­λά­κη, με τίτ­λο, «Γεώρ­γιος Φι­λά­ρε­τος. Διη­γη­μα­το­γρά­φος και α­ρω­γός του Πα­πα­δια­μά­ντη». Σε αυ­τό δεν πα­ρου­σιά­ζε­ται ο βίος και το έρ­γο του μα­χη­τι­κού δη­μο­σιο­γρά­φου και πο­λι­τι­κού Φι­λά­ρε­του, που υ­πήρ­ξε α­πό τους πρω­το­πό­ρους των α­γώ­νων υ­πέρ της δη­μο­κρα­τίας στην Ελλά­δα, αλ­λά ε­πι­ση­μαί­νο­νται, ό­πως προϊδεά­ζει ο τίτ­λος, δυο πλευ­ρές της προ­σω­πι­κό­τη­τάς του: η α­γνο­η­μέ­νη του διη­γη­μα­το­γρά­φου και η ε­ντε­λώς ά­γνω­στη του α­ρω­γού του Πα­πα­δια­μά­ντη. Στους τρεις τό­μους των Απά­ντων του Φι­λά­ρε­του, που έ­χει εκ­δώ­σει η Βου­λή, δεν συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται διη­γή­μα­τα. Πράγ­μα­τι, ό­σο του­λά­χι­στον γνω­ρί­ζου­με, ο Φι­λά­ρε­τος δεν δη­μο­σίευ­σε διη­γή­μα­τα, πα­ρά μό­νο α­φη­γή­σεις και χρο­νι­κά. Σε αυ­τά, α­κρι­βώς, α­να­φέ­ρε­ται ο με­λε­τη­τής, ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γώ­ντας ό­τι με­ρι­κά συ­νι­στούν γνή­σια διη­γή­μα­τα. Για το α­λη­θές του λό­γου, πα­ρα­θέ­τει σχε­τι­κή α­φή­γη­ση.
Όσο α­φο­ρά το ε­πί­μα­χο, δεύ­τε­ρο σκέ­λος, ορ­μά­ται α­πό έ­να εύ­ρη­μα, που ε­ντό­πι­σε στα α­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τα του Φι­λά­ρε­του. Με­τά το 1922, ο Φι­λά­ρε­τος εί­χε προ­σπα­θή­σει εις μά­την να δη­μιουρ­γή­σει έ­να κόμ­μα αρ­χών. Οι συν­θή­κες, ό­μως, στά­θη­καν α­ντί­ξο­ες κι αυ­τός α­πο­σύρ­θη­κε ο­ρι­στι­κά στην ε­ξο­χι­κή κα­τοι­κία του, στο νεόδ­μη­το τό­τε προά­στιο της Καλ­λι­θέ­ας, ό­που και συ­νέ­γρα­ψε τις «Ση­μειώ­σεις α­πό του 75ου υ­ψώ­μα­τος». Ο τίτ­λος δεν πα­ρα­πέ­μπει σε φυ­σι­κό ύ­ψω­μα, δε­δο­μέ­νου ό­τι μπρο­στά του α­πλω­νό­ταν “κρι­θά­σπαρ­τος πε­διάς φθά­νου­σα μέ­χρι τον Φα­λη­ρι­κόν λι­μέ­να”, αλ­λά στο ύ­ψος της η­λι­κίας του. Ήταν το 1923, που ε­κεί­νος συ­μπλή­ρω­νε τα 75. Σε έ­να ση­μείο, ο Φι­λά­ρε­τος α­να­φέ­ρει τους ποιη­τές Σπυ­ρί­δω­να Βα­σι­λειά­δη και Δη­μή­τριο Πα­παρ­ρη­γό­που­λο και τους α­ντι­δια­στέλ­λει ως προς το πο­λυέ­ξο­δο του βίου τους “ προς άλ­λους συ­να­δέλ­φους των οί­τι­νες προ­ε­τοί­μων να πει­νώ­σι, αλ­λά και να μέ­νω­σιν α­κλό­νη­τοι εις τα αι­θέ­ρια ύ­ψη της ποιή­σεώς των.” Και συ­νε­χί­ζει, “εις εξ αυ­τών, εκ των δη­μο­φι­λε­στέ­ρων και ε­πι­φα­νε­στέ­ρων μοι α­πηύ­θυ­νεν, εις με­τα­γε­νε­στέ­ραν ε­πο­χήν, α­χρο­νο­λό­γη­τον ε­πι­στο­λήν, ην θεω­ρώ α­ξίαν δη­μο­σιεύ­σεως δια τε το ποιη­τι­κόν ύ­φος της και ως ευ­χά­ρι­στον α­νά­μνη­σιν του ευαι­σθή­του και φι­λε­λευ­θέ­ρου ποιη­τού, με­θ’ ου ή­μην φι­λι­κώς συν­δε­δε­μέ­νος”. Με­τά α­πό αυ­τήν την ει­σα­γω­γή, πα­ρα­θέ­τει την ε­πι­στο­λή: «Φί­λε μου! – Αγω­νιώ εκ της α­νά­γκης. Κρυ­φά, κρυ­φά σε το λέ­γω^ ου­δ’ άρ­τος υ­πάρ­χει εις την ορ­φα­νευ­θεί­σαν οι­κο­γέ­νειάν μου… – Δεν εί­σαι πλού­σιος^ εί­σαι κα­λός και με α­γα­πάς. Το η­ξεύ­ρω, διό­τι κ' ε­γώ σ' α­γα­πώ! – Εις την φρι­κτήν θέ­σιν μου σ' εν­θυ­μή­θην, δεν η­ξεύ­ρω διά τι… Εί­μαι ε­ξην­τλη­μέ­νος και δεν έ­χω άλ­λον σή­με­ρον πα­ρά την καρ­δίαν σου. – Δος μοι ό,τι δύ­να­σαι! Θα σε το ε­πι­στρέ­ψω, ό­ταν δυ­νη­θώ…. αλ­λά θα σε το ε­πι­στρέ­ψω. – Θα έλ­θω ο ί­διος σή­με­ρο­ν…Τι υ­πο­φέ­ρω φί­λε μου! Ο φί­λος σου Π...»
Ο Ζε­βε­λά­κης συ­μπε­ραί­νει ό­τι πρό­κει­ται για ε­πι­στο­λή του Πα­πα­δια­μά­ντη, για­τί με­τα­ξύ “των προ­βε­βλη­μέ­νων συγ­γρα­φέων της ε­πο­χής (Ροΐδης, Πα­λα­μάς, Βι­ζυη­νός κ.ά.)” μό­νο αυ­τός ται­ριά­ζει στα συμ­φρα­ζό­με­να. Και α­κό­μη, για­τί, “σχε­δόν σε ό­λες τις ε­πι­στο­λές του, ο Πα­πα­δια­μά­ντης α­να­φέ­ρε­ται στο πρό­βλη­μα της ε­πι­βίω­σης”. Εδώ, πα­ρα­βλέ­πει ό­τι πρό­κει­ται κυ­ρίως για εν­δοοι­κο­γε­νεια­κές ε­πι­στο­λές, ε­νώ, στις υ­πό­λοι­πες, προς φί­λους, ο Πα­πα­δια­μά­ντης α­να­φέ­ρε­ται σε α­μοι­βές ερ­γα­σιών του. Όπως και να έ­χει, ορ­μώ­με­νος ο με­λε­τη­τής α­πό την α­να­φο­ρά σε “ορ­φα­νευ­θεί­σαν οι­κο­γέ­νεια”, χρο­νο­λο­γεί την ε­πι­στο­λή ε­ντός του 1895, δη­λα­δή με­τά τον θά­να­το του πα­τέ­ρα του Πα­πα­δια­μά­ντη. Επι­προ­σθέ­τως, ε­ξαί­ρει το ύ­φος της ε­πι­στο­λής, το ο­ποίο πα­ρου­σιά­ζει και ως βα­σι­κό κί­νη­τρο για τη δη­μο­σίευ­σή της. Απο­φαι­νό­με­νος ό­τι πλη­σιά­ζει “τη μορ­φή ποιή­μα­τος με α­νι­σο­μή­κεις στί­χους”. Σε αυ­τό το ση­μείο, ε­ξο­μο­λο­γεί­ται την α­μαρ­τία του. Την ε­πι­στο­λή ή­θε­λε να δη­μο­σιεύ­σει και ο Φι­λά­ρε­τος α­πο­τέ­λε­σε, τρό­πον τι­νά, τη γλά­στρα, που πο­τί­στη­κε χά­ρις στον βα­σι­λι­κό. Πα­ρα­συ­ρό­με­νος, μά­λι­στα, α­πό την λο­γο­τε­χνι­κό­τη­τα της ε­πι­στο­λής, κα­τα­λή­γει με έ­να συ­γκι­νη­τι­κό κρε­σέ­ντο: “Ένας ε­ξαν­τλη­μέ­νος άν­θρω­πος σε α­πό­γνω­ση, υ­πο­φέ­ρει, δι­στά­ζει, αμ­φι­βάλ­λει και εκ­πέ­μπει α­γω­νιώ­δες S.O.S. καί­ριο, εύ­στο­χο, δρα­στι­κό.”
Αν δεν ε­πρό­κει­το για έ­ναν σο­βα­ρό με­λε­τη­τή κι αν το δη­μο­σίευ­μα δεν πα­ρου­σια­ζό­ταν στο συ­γκε­κρι­μέ­νο πε­ριο­δι­κό, που έ­χει στη συ­ντρο­φιά του γνώ­στες του Πα­πα­δια­μά­ντη και τον κο­ρυ­φαίο πε­ρί αυ­τόν ει­δή­μο­να, θα α­πο­σιω­πού­σα­με το εύ­ρη­μα. Τώ­ρα, ό­μως, το δη­μο­σίευ­μα α­πο­κτά δια­φο­ρε­τι­κή βα­ρύ­τη­τα και κα­λό εί­ναι να δια­τυ­πω­θούν κά­ποιες α­πο­ρίες. Κα­τ' αρ­χήν, φαί­νε­ται πα­ρά­δο­ξο να α­να­φέ­ρει κά­ποιος τον Πα­πα­δια­μά­ντη ως ευαί­σθη­το και φι­λε­λεύ­θε­ρο ποιη­τή. Ύστε­ρα, ό­σο α­φο­ρά την ί­δια την ε­πι­στο­λή, προ­κύ­πτουν ο­ρι­σμέ­να ε­ρω­τή­μα­τα: Υπάρ­χουν “τεκ­μή­ρια ε­σω­τε­ρι­κά”, που να δεί­χνουν την πα­πα­δια­μα­ντι­κή πα­τρό­τη­τα; Θυ­μί­ζουν ο τό­νος, το ύ­φος, η προ­σφώ­νη­ση τις πα­πα­δια­μά­ντιες ε­πι­στο­λές; Ήταν, το 1895, τό­σο α­πελ­πι­στι­κή η οι­κο­νο­μι­κή κα­τά­στα­ση του Πα­πα­δια­μά­ντη; Ήταν τό­σο ε­ξαν­τλη­μέ­νος ο σα­ρα­ντα­τε­τρά­χρο­νος τό­τε συγ­γρα­φέ­ας; Και πό­τε α­κρι­βώς ε­ντός του 1895 ε­ξέ­πεμ­ψε το S.O.S; Σύμ­φω­να με το βιο­γρα­φι­κό χρο­νο­λό­γιο του Φώ­τη Δη­μη­τρα­κό­που­λου, στις 2 Ιου­νίου 1895, πε­θαί­νει ο Πα­πα-Αδα­μά­ντιος. Από τον Ιού­λιο μέ­χρι τον Σε­πτέμ­βριο, ο Πα­πα­δια­μά­ντης δια­μέ­νει στη Σκιά­θο. Όταν ε­πι­στρέ­φει, εί­ναι α­κό­μη συ­νερ­γά­της στην ε­φη­με­ρί­δα «Ακρό­πο­λις». Μά­λι­στα, στο εν λό­γω χρο­νο­λό­γιο, πα­ρα­τί­θε­ται ε­πι­στο­λή του Πα­πα­δια­μά­ντη προς την μη­τέ­ρα του, με η­με­ρο­μη­νία 7 Ιου­νίου 1895, ό­που την πλη­ρο­φο­ρεί ό­τι ο εκ­δό­της της ε­φη­με­ρί­δας, Βλά­σης Γα­βριη­λί­δης, “του πα­ρε­χώ­ρη­σε πά­σαν ευ­κο­λίαν να ερ­γά­ζε­ται ε­πί τι­νας ε­βδο­μά­δας εις Σκία­θον, λαμ­βά­νων και τα δύο τρί­τα του μι­σθού” του.
“Θα έλ­θω ο ί­διος σή­με­ρο­ν…” γρά­φει ο α­πο­στο­λέ­ας της ε­πι­στο­λής. Τι εν­νο­εί ά­ρα­γε; Δια­τη­ρού­σε ο Φι­λά­ρε­τος το 1895 πο­λι­τι­κό γρα­φείο στην Αθή­να, στο ο­ποίο θα πή­γαι­νε ο Πα­πα­δια­μά­ντης; Ή μή­πως ο α­πο­στο­λέ­ας θα κα­τέ­βαι­νε στην Καλ­λι­θέα, ό­που κα­τοι­κού­σε πλέ­ον μο­νί­μως ο Φι­λά­ρε­τος; Ομο­λο­γού­με ό­τι α­δυ­να­τού­με να φα­ντα­στού­με α­σθμαί­νο­ντα τον Πα­πα­δια­μά­ντη να ε­γκα­τα­λεί­πει τα γρα­φεία της «Ακρο­πό­λεως», να σπεύ­δει στην ο­δό Πα­νε­πι­στη­μίου, έ­μπρο­σθεν της Ακα­δη­μίας, να ε­πι­βι­βά­ζε­ται στον α­τμο­κί­νη­το σι­δη­ρό­δρο­μο του Φα­λή­ρου, να κα­τε­βαί­νει ε­πί της λεω­φό­ρου Θη­σέως, μια στά­ση πριν την Αγία Ελε­ού­σα και α­πό ε­κεί, να το κό­βει με τα πό­δια. Κι ό­λα αυ­τά για να πά­ρει τα δα­νει­κά και α­γύ­ρι­στα, κα­τά τον Φι­λά­ρε­το. Τέ­λος, θα πα­ρα­τη­ρού­σα­με ό­τι η ση­με­ρι­νή ά­πο­ψη για τους “προ­βε­βλη­μέ­νους συγ­γρα­φείς της ε­πο­χής” δεν συ­μπί­πτει α­να­γκα­στι­κά με την συγ­χρο­νι­κή, που εκ­φρά­ζει ο Φι­λά­ρε­τος. Επί­σης, ό­ταν ο Φι­λά­ρε­τος χα­ρα­κτη­ρί­ζει τον α­πο­στο­λέα έ­ναν “εκ των δη­μο­φι­λε­στέ­ρων και ε­πι­φα­νε­στέ­ρω­ν”, πι­θα­νόν και να υ­περ­βάλ­λει λό­γω α­βρό­τη­τας. Βε­βαίως, πα­ρα­μέ­νει το ε­ρώ­τη­μα, ποιος εί­ναι ο α­πο­στο­λέ­ας, που υ­πο­γρά­φει ως Π. Όπως και να έ­χει, το δη­μο­σίευ­μα εί­ναι ε­πί­και­ρο, α­φού βά­ζει α­πό το πα­ρά­θυ­ρο στο τεύ­χος το ε­σα­εί ζέ­ον θέ­μα της οι­κο­νο­μι­κής στε­νό­τη­τας.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου