Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011

Μαρτυρίες από τη Μέση Ανατολή στα χρόνια της Κατοχής

Γιάν­νης Μα­κρι­δά­κης
«Συρ­μα­τέ­νιοι, ξε­συρ­μα­τέ­νιοι· ό­λοι Χιώ­τες πρό­σφυ­γες και στρα­τιώ­τες στη Μέ­ση Ανα­το­λή Αφη­γή­σεις 1941-1946» Επί­με­τρο Στρά­τος Δορ­δα­νάς Εκδό­σεις Βι­βλιο­πω­λείον της Εστίας Δεύ­τε­ρη έκ­δο­ση: Σε­πτέμ­βριος 2010

Τον προ­η­γού­με­νο μή­να ο Γιάν­νης Μα­κρι­δά­κης ε­ξέ­δω­σε το πέ­μπτο πε­ζο­γρα­φι­κό του βι­βλίο. Εί­ναι το πέ­μπτο ε­ντός τε­τρα­ε­τίας και το χα­ρα­κτη­ρί­ζει μυ­θι­στό­ρη­μα. Μέ­νει, ω­στό­σο, ζη­τού­με­νο πως εν­νο­εί τους ό­ρους μυ­θι­στό­ρη­μα και νου­βέ­λα. Πα­ρα­τη­ρού­με ό­τι δεν τους ε­ξαρ­τά α­πό τον α­ριθ­μό σε­λί­δων και ό­τι δια­τη­ρεί μια τα­κτι­κό­τη­τα στη χρή­ση τους, κα­τά την α­κο­λου­θία: μυ­θι­στό­ρη­μα, νου­βέ­λα, μυ­θι­στό­ρη­μα, νου­βέ­λα, μυ­θι­στό­ρη­μα. Μό­νο η συ­νέ­χεια θα δεί­ξει αν η δυα­δι­κή δο­μή α­πο­τε­λεί χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της συγ­γρα­φι­κής πα­ρα­γω­γής ή πα­ρε­πό­με­νο του εκ­δο­τι­κού ρυθ­μού που έ­χει υιο­θε­τή­σει. Πού και­ρός για διή­γη­μα. Όπως και να έ­χει, το γε­γο­νός ό­τι βγά­ζει το πρώ­το του βι­βλίο για το 2011 μή­να Απρί­λιο, δη­μιουρ­γεί εύ­λο­γες προσ­δο­κίες ό­τι ε­φέ­τος θα εκ­δώ­σει του­λά­χι­στον τρία πε­ζο­γρα­φι­κά βι­βλία ε­ντός του έ­τους έ­να­ντι των δυο πέ­ρυ­σι και του ε­νός πρό­περ­σι. Δεν τον πή­ραν, πά­ντως, τα χρό­νια. Εφέ­τος συ­μπλη­ρώ­νει τα σα­ρά­ντα. Απο­ρίας ά­ξιο, για­τί ε­πεί­γε­ται. Πι­θα­νώς, λό­γω χα­ρα­κτή­ρα. Σύμ­φω­να με τις συ­νε­ντεύ­ξεις του, πα­θιά­ζε­ται με ό,τι κι αν κα­τα­πιά­νε­ται. Μας θυ­μί­ζει τον Βα­σί­λη Βα­σι­λι­κό, που στα τριά­ντα του, τον πρώ­το χρό­νο που εμ­φα­νί­στη­κε, ε­ξέ­δω­σε μα­ζε­μέ­να τέσ­σε­ρα βι­βλία. Αν και ο Μα­κρι­δά­κης εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κή πε­ρί­πτω­ση. Πρώ­τα, οι σπου­δές μα­θη­μα­τι­κού, με­τά, η διτ­τή εμ­φά­νι­ση ως ι­στο­ριο­δί­φης και πε­ζο­γρά­φος και τέ­λος, η α­φο­σίω­ση στον γε­νέ­θλιο τό­πο του, την Χίο.
Προ­σώ­ρας πα­ρα­με­ρί­ζου­με το και­νού­ριό του μυ­θι­στό­ρη­μα, «Η ά­λω­ση της Κω­στα­ντίας», α­φού, μό­λις προχ­θές, δη­μο­σιεύ­σα­με πα­ρου­σία­ση για την τε­λευ­ταία του νου­βέ­λα. Ση­μειώ­νου­με, ω­στό­σο, ό­τι πρό­κει­ται και πά­λι για έ­να πε­ζο­γρά­φη­μα, με ευ­ρη­μα­τι­κό τίτ­λο, ό­πως και ό­λοι οι προ­η­γού­με­νοι, και με το ί­διο ευ­ρη­μα­τι­κή πλο­κή, που κα­τα­λή­γει, κα­τά τον συ­νή­θη τρό­πο του, με μία α­πρό­σμε­νη α­να­τρο­πή. Συ­γκρα­τού­με το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της προ­φο­ρι­κό­τη­τας, στα­θε­ρό σε ό­λη την πε­ζο­γρα­φι­κή του δου­λειά. Κα­θ’ ο­λο­κλη­ρία ή σε έ­να με­γά­λο μέ­ρους τους, τό­σο οι νου­βέ­λες ό­σο και τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, έ­χουν τη μορ­φή μο­νο­λό­γων. Αλλά και η δου­λειά, που έ­χει κά­νει ως ι­στο­ριο­δί­φης, ε­ντάσ­σε­ται, ως ε­πί το πλεί­στον, στην προ­φο­ρι­κή Ιστο­ρία. Από τις ερ­γα­σίες που έ­χει εκ­δώ­σει, στην Αθή­να, δη­λα­δή ε­κτός Χίου, εί­ναι γνω­στό μό­νο έ­να βι­βλίο του, που εκ­δό­θη­κε α­πό τον α­θη­ναϊκό εκ­δο­τι­κό οί­κο των πε­ζο­γρα­φι­κών βι­βλίων του, συ­μπα­ρα­συ­ρό­με­νο α­πό ε­κεί­να.
Το 1997, ο Μα­κρι­δά­κης δη­μιούρ­γη­σε στο νη­σί του το Κέ­ντρο Χια­κών Με­λε­τών ως συ­νέ­χεια ή και ε­ξέ­λι­ξη ε­νός προϋπάρ­χο­ντος πε­ρι­βαλ­λο­ντο­λο­γι­κού συλ­λό­γου. Τό­τε, άρ­χι­σε την έκ­δο­ση ε­νός τρι­μη­νιαίου πε­ριο­δι­κού, με τίτ­λο, «Πε­λιν­ναίος». Στο Κέ­ντρο, βα­σι­κά με προ­σω­πι­κή του ερ­γα­σία, δη­μιούρ­γη­σε αρ­χείο προ­φο­ρι­κής Ιστο­ρίας, χαρ­το­γρα­φή­σεων και φω­το­γρα­φιών, κα­θώς και εκ­δο­τι­κό μη­χα­νι­σμό, α­πό τον ο­ποίο έ­χουν εκ­δο­θεί ε­πτά βι­βλία. Ως πα­ρά­πλευ­ρη α­πώ­λεια της πε­ζο­γρα­φι­κής του ε­να­σχό­λη­σης, ήρ­θε πρό­σφα­τα η α­να­στο­λή της έκ­δο­σης του πε­ριο­δι­κού στο 57ο τεύ­χος του. Ας ε­πα­νέλ­θου­με, ό­μως, στο μό­νο γνω­στό σε μας δείγ­μα της δου­λειάς του ι­στο­ριο­δί­φη Μα­κρι­δά­κη: στο πρώ­το ι­στο­ρι­κό βι­βλίο, που ε­ξέ­δω­σε στην Χίο το 2006.
Πρό­κει­ται για έ­να βι­βλίο με μαρ­τυ­ρίες η­λι­κιω­μέ­νων συ­ντο­πι­τών του, οι ο­ποίοι την πε­ρίο­δο της Κα­το­χής α­να­γκά­στη­καν να ε­γκα­τα­λεί­ψουν την Χίο. Σύμ­φω­να με τον πρό­λο­γο του βι­βλίου, την πρώ­τη α­φή­γη­ση την μα­γνη­το­φώ­νη­σε Κα­θα­ρή Δευ­τέ­ρα 2001 στο χω­ριό Πυ­ρα­μά. Εί­ναι η μαρ­τυ­ρία του Στέ­λιου Λεω­νή. Στα ε­πό­με­να πέ­ντε χρό­νια, α­κο­λού­θη­σε κα­τα­γρα­φή πολ­λών άλ­λων α­φη­γή­σεων. Στην αρ­χή, λί­γο-πο­λύ ό­ποιον τύ­χαι­νε να συ­να­ντή­σει, με­τά πιο συ­στη­μα­τι­κά. Τε­λι­κά, το βι­βλίο του στη­ρί­ζε­ται σε 27 διη­γή­σεις. Τέσ­σε­ρις εί­ναι γυ­ναι­κών. Οι Χιώ­τες που α­φη­γού­νται, προέρ­χο­νται α­πό δια­φο­ρε­τι­κά μέ­ρη του νη­σιού. Συ­νο­λι­κά, α­πό ε­πτά τό­πους. Χάρ­της δεν προ­βλέ­πε­ται. Πού να φα­ντα­στεί έ­νας Χιώ­της την α­να­γκαιό­τη­τά του. Θα έ­πρε­πε, ό­μως, να το φρο­ντί­σει η ε­πι­με­λή­τρια του βι­βλίου, κα­θώς οι α­φη­γή­σεις βρί­θουν, ό­πως εί­ναι α­να­με­νό­με­νο, α­πό το­πω­νύ­μια. Οι τέσ­σε­ρις τό­ποι, που βρί­σκο­νται στην α­να­το­λι­κή πλευ­ρά του νη­σιού, εί­ναι γνω­στοί, λό­γω και του του­ρι­σμού: η πό­λις της Χίου με 18 α­φη­γή­σεις, νο­τιό­τε­ρα ο Κά­μπος με μια και το χω­ριό Θυ­μια­νά με τρεις, βο­ρειό­τε­ρα το Βρο­ντά­δος με δυο. Λι­γό­τε­ρο γνω­στά εί­ναι τα τρία βό­ρεια χω­ριά: βο­ρειο­δυ­τι­κά και σε μι­κρή α­πό­στα­ση α­πό τη Βο­λισ­σό η Πυ­ρα­μά και σε τρι­πλά­σια σχε­δόν α­πό­στα­ση η Παρ­πα­ριά και βο­ρειο­α­να­το­λι­κά οι Κη­που­ριές. Αντι­στοι­χεί έ­νας α­φη­γη­τής α­πό κά­θε χω­ριό, πα­ρό­λο που θα πε­ρι­μέ­να­με πε­ρισ­σό­τε­ρους, α­φού ε­κεί εί­ναι τα μέ­ρη του συγ­γρα­φέα. Έτσι κι αλ­λιώς, ό­μως, δεν εν­δια­φέ­ρουν τα χω­ριά των α­φη­γη­τών, αλ­λά το ο­δοι­πο­ρι­κό τους, α­φό­του ε­γκα­τέ­λει­ψαν το νη­σί ε­πί γερ­μα­νι­κής Κα­το­χής.
Αυ­τές οι α­φη­γή­σεις, χω­ρίς πα­ρεμ­βά­σεις στο ι­διό­λε­κτό τους, δεν πα­ρα­τί­θε­νται αυ­το­τε­λείς, αλ­λά τε­μα­χί­ζο­νται και τα α­πο­σπά­σμα­τά τους συ­νε­νώ­νο­νται κα­τά θέ­μα­τα, συ­νι­στώ­ντας τα α­ντί­στοι­χα κε­φά­λαια. Ου­σια­στι­κά, εν­σω­μα­τώ­νο­νται στην ε­νιαία ι­στο­ρι­κή α­να­δρο­μή, που α­πο­πει­ρά­ται ο συγ­γρα­φέ­ας. Με αυ­τόν τον τρό­πο, δη­μιουρ­γού­νται εν­νέα κε­φά­λαια, στα ο­ποία προ­στί­θε­νται ο ε­πί­λο­γος του συγ­γρα­φέα και το ε­πί­με­τρο του ι­στο­ρι­κού Στρά­του Δορ­δα­νά. Και τα δυο κεί­με­να γε­νι­κο­λο­γούν γύ­ρω α­πό τις συν­θή­κες ε­κεί­νης της ε­πο­χής. Με ευ­χο­λό­για και πα­ραι­νέ­σεις κα­τα­λή­γει ο συγ­γρα­φέ­ας. Ενώ, ο ι­στο­ρι­κός βγά­ζει συ­μπε­ρά­σμα­τα, που συμ­φω­νούν με μια τρέ­χου­σα ερ­μη­νεία της Ιστο­ρίας, πα­ρα­λεί­πο­ντας έ­να ι­στο­ρι­κό διά­γραμ­μα για ό­σα συ­νέ­βη­σαν ε­κεί­να τα χρό­νια στα νη­σιά του Ανα­το­λι­κού Αι­γαίου, και κυ­ρίως, για τα γε­γο­νό­τα στη Μέ­ση Ανα­το­λή, τις συμ­μα­χίες και τους δι­χα­σμούς. Όταν α­γνοού­με, ό­πως φά­νη­κε και με α­φορ­μή το πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μα της Μα­ρώς Δού­κα «Το δί­κιο εί­ναι ζό­ρι­κο πο­λύ», πό­τε οι Γερ­μα­νοί α­πο­χώ­ρη­σαν α­πό τα διά­φο­ρα μέ­ρη της Ελλά­δος, ταυ­τί­ζο­ντας την α­πο­χώ­ρη­σή τους α­πό ό­λη την Ελλά­δα με ε­κεί­νη α­πό την Αθή­να, θα γνω­ρί­ζου­με τις α­ντι­φα­σι­στι­κές ορ­γα­νώ­σεις και τα κι­νή­μα­τα στη Μέ­ση Ανα­το­λή, τα ο­ποία, έ­τσι κι αλ­λιώς, εί­ναι ελ­λι­πώς ι­στο­ρη­μέ­να! Ο Δορ­δα­νάς υ­πο­γραμ­μί­ζει μεν ό­τι η προ­φο­ρι­κή Ιστο­ρία σε το­πι­κό ε­πί­πε­δο α­πο­τε­λεί ση­μα­ντι­κό ερ­γα­λείο του ι­στο­ρι­κού, αλ­λά πα­ρα­λεί­πει ό­τι πρό­κει­ται για έ­να υ­λι­κό, α­πό τη φύ­ση του, συ­μπλη­ρω­μα­τι­κό στον κυ­ρίως κορ­μό της Ιστο­ρίας. Ως προς τι το ε­πί­με­τρο σε έ­να βι­βλίο προ­φο­ρι­κής Ιστο­ρίας, αν ό­χι για να δο­θεί αυ­τός ο κορ­μός; Στους πε­ρισ­σό­τε­ρους, θα φα­νεί γρι­φώ­δης α­κό­μη και ο τίτ­λος του βι­βλίου. Αναμ­φι­βό­λως, εί­ναι ποιη­τι­κά τα ε­πί­θε­τα συρ­μα­τέ­νιοι για τους ε­ντός των στρα­το­πέ­δων και ξε­συρ­μα­τέ­νιοι για τους ε­κτός, αλ­λά αυ­τό δεν φτά­νει. Για πα­ρά­δειγ­μα, στην «Ιστο­ρία του Νέ­ου Ελλη­νι­σμού 1770-2000» υ­πό την διεύ­θυν­ση του Βα­σί­λη Πα­να­γιω­τό­που­λου, το ε­μπε­ρι­στα­τω­μέ­νο σχε­τι­κό κε­φά­λαιο, γραμ­μέ­νο α­πό τον ι­στο­ρι­κό Τά­σο Σα­κελ­λα­ρό­που­λο, α­να­φέ­ρει διε­ξο­δι­κά τα κι­νή­μα­τα του 1943 και του 1944. Για τη τύ­χη, ω­στό­σο, των στα­σια­στών, μνη­μο­νεύει α­πλώς ό­τι α­πο­μα­κρύν­θη­καν α­πό το στρά­τευ­μα και ό­τι φυ­λα­κί­στη­καν. Τα στρα­τό­πε­δα που δη­μιουρ­γή­θη­καν, ε­κεί­νο το πε­ρι­βό­η­το Ελ Ντά­μπα στα δυ­τι­κά του Ελ Αλα­μέιν και τα δει­νά των ε­κτο­πι­σθέ­ντων, πε­ρι­μέ­νουν τον ι­στο­ριο­γρά­φο τους. Αφθο­νούν, βε­βαίως, τα βι­βλία με μαρ­τυ­ρίες. Ού­τε, ό­μως, ως θέ­μα της προ­φο­ρι­κής Ιστο­ρίας α­ξιο­λο­γεί­ται. Πι­θα­νώς, για­τί δεν συ­νά­δει με τις τρέ­χου­σες θεω­ρή­σεις.
Οι Γερ­μα­νοί κα­τέ­λα­βαν τη Χίο στις 4 Μαΐου του 1941, μια ε­βδο­μά­δα με­τά την Αθή­να. Σύ­ντο­μο το πρώ­το κε­φά­λαιο, συ­γκε­ντρώ­νει μαρ­τυ­ρίες για την πεί­να τον πρώ­το χει­μώ­να, του ’41-’42. Πε­ρισ­σό­τε­ρο υ­πέ­φε­ραν οι κά­τοι­κοι της πό­λης της Χίου, ό­πως άλ­λω­στε ό­λοι οι κά­τοι­κοι πό­λεων. Φορ­τω­μέ­νοι ό,τι τι­μαλ­φή εί­χε ο κα­θέ­νας, τρα­βού­σαν προς τα νό­τια χω­ριά αλ­λά και τα βό­ρεια, της Αμα­νής, για να τα α­νταλ­λά­ξουν με τρό­φι­μα. Κυ­ρίως η πεί­να, αλ­λά και οι διώ­ξεις των Γερ­μα­νών, ώ­θη­σαν πολ­λούς σε φυ­γή. Έτσι άρ­χι­σε ο διά­πλους του στε­νού και η κα­τα­φυ­γή αρ­χι­κά α­πέ­να­ντι, στην Τουρ­κία. Οι μαρ­τυ­ρίες του δεύ­τε­ρου κε­φα­λαίου κά­νουν λό­γο για τις νυ­χτε­ρι­νές α­πο­δρά­σεις, τα μπου­λού­κια, τις σα­θρές βάρ­κες και τη γερ­μα­νι­κή πε­ρί­πο­λο στο κα­τό­πι τους. Κά­ποια τα­ξί­δια κα­τέ­λη­γαν α­λε ρε­τού­ρ, ό­ταν οι Τούρ­κοι τους έ­στελ­ναν πί­σω. Κά­ποια, α­κό­μη πιο δρα­μα­τι­κά, συ­νε­χί­ζο­νταν ε­μπρός πί­σω, κα­θώς ού­τε οι Γερ­μα­νοί ή­θε­λαν να ξα­να­πα­ρα­λά­βουν α­μά­χους. Το ζη­τού­με­νο και των δυο πλευ­ρών ή­ταν οι μά­χι­μοι. Μπο­ρεί ό­σοι έ­φευ­γαν να α­να­ζη­τού­σαν κα­λύ­τε­ρες συν­θή­κες, κυ­ρίως να μην πε­θά­νουν α­πό την πεί­να, ό­μως το κλι­μά­κιο της ελ­λη­νι­κής κυ­βέρ­νη­σης, με τους Άγγλους να έ­χουν το γε­νι­κό πρό­σταγ­μα, ζη­τού­σε στρα­τεύ­σι­μους. Εκό­ντες ά­κο­ντες οι πρό­σφυ­γες συ­γκρό­τη­σαν, μα­ζί με τους Έλλη­νες πά­ροι­κους της Αι­γύ­πτου, τις ελ­λη­νι­κές δυ­νά­μεις ξη­ράς, θα­λάσ­σης και αέ­ρος της Μέ­σης Ανα­το­λής.
Στο τρί­το κε­φά­λαιο, οι πρό­σφυ­γες, πολ­λοί α­πό αυ­τούς Μι­κρα­σιά­τες, δη­λα­δή για δεύ­τε­ρη φο­ρά πρό­σφυ­γες, έ­χουν να λέ­νε για την κα­λή υ­πο­δο­χή των Τούρ­κων, που τους προέ­κυ­πταν Τουρ­κο­χιώ­τες και Τουρ­κο­κρη­τι­κοί. Στο ε­πό­με­νο κε­φά­λαιο, αρ­χί­ζει η “προώ­θη­ση” προς τη Χάϊφα μέ­σω Κύ­πρου. Κι ό­ταν η Κύ­προς γέ­μι­σε, σι­δη­ρο­δρο­μι­κώς προω­θού­ντο μέ­σω Σμύρ­νης για το Χα­λέ­πι της Συ­ρίας. Εκεί­νος ο πρώ­τος α­φη­γη­τής, ο Λεω­νής, θυ­μά­ται τη θερ­μή υ­πο­δο­χή στην Κύ­προ σε συν­δυα­σμό με την αιω­νίως υ­πό αμ­φι­σβή­τη­ση ελ­λη­νι­κό­τη­τα της Με­γα­λο­νή­σου. Τους υ­πο­δέχ­θη­καν σαν α­δέλ­φια και ε­κεί­νοι έ­νιω­θαν σαν σε ελ­λη­νι­κό έ­δα­φος. Τους α­πο­κα­λού­σαν, ό­μως, και πρό­σφυ­γες. Πά­ντως, ο Λεω­νής ως Έλλη­νας εξ Ελλά­δος εί­χε την τύ­χη, ό­πως ι­σχυ­ρί­ζε­ται, να γνω­ρί­σει τον Μα­κά­ριο στη Μο­νή Κύκ­κου.
Ακο­λου­θεί το κε­φά­λαιο “στο στρα­τό της Μέ­σης Ανα­το­λής”. Πώς τους ντύ­σα­νε στην Πα­λαι­στί­νη, πώς, ό­σοι έ­φτα­σαν πρώ­τοι, κα­τα­τάχ­θη­καν στην 1η Τα­ξιαρ­χία και τους έ­λα­χε το Μέ­τω­πο του Ελ Αλα­μέιν, ε­νώ, ό­σοι άρ­γη­σαν, έ­μει­ναν στη 2η Τα­ξιαρ­χία. Ο Μα­κρι­δά­κης α­να­σύ­ρει κά­ποιες ε­ντυ­πω­σια­κές φρά­σεις και τις το­πο­θε­τεί ως πλα­γιό­τιτ­λους. Όπως το «Οι νε­κροί φρέ­σκοι», ό­ταν έ­νας α­φη­γη­τής θυ­μά­ται ό­τι εί­χαν κα­τα­σκη­νώ­σει μέ­σα σε πρό­χει­ρο, στη­μέ­νο βια­στι­κά με­τά τη μά­χη, νε­κρο­τα­φείο. Δια­σώ­ζει ε­κτε­νέ­στε­ρα α­πο­σπά­σμα­τα α­πό τις μαρ­τυ­ρίες του Με­τώ­που και ό­σα δια­δρα­μα­τί­στη­καν στο Ελ Αλα­μέιν.
Στο έ­κτο κε­φά­λαιο, “α­πό τα κι­νή­μα­τα στα σύρ­μα­τα”, α­να­λαμ­βά­νει ο συγ­γρα­φέ­ας, εκ του προ­χεί­ρου, να πα­ρου­σιά­σει την Αντι­φα­σι­στι­κή Στρα­τιω­τι­κή Οργά­νω­ση (Α.Σ.Ο.), που ι­δρύ­θη­κε το 1941, τα κι­νή­μα­τα, τα στρα­τό­πε­δα και τα σύρ­μα­τα. Οι μαρ­τυ­ρίες αυ­τού του κε­φα­λαίου, ό­πως και του ε­πό­με­νου για τον Ιε­ρό Λό­χο, ά­ξι­ζαν μιας αυ­το­τε­λούς πα­ρου­σία­σης. Μό­νο σε το­πι­κές μο­νο­γρα­φίες α­να­φέ­ρο­νται οι ε­πι­χει­ρή­σεις στα Δω­δε­κά­νη­σα, η στά­ση των Ελλή­νων και των Εγγλέ­ζων, κα­θώς και οι με­τα­ξύ τους προ­στρι­βές. Πώς, λ.χ., κα­τέ­λα­βαν τη Σύ­μη με τον Τσι­γά­ντες διοι­κη­τή, πώς τη χά­σα­νε οι Εγγλέ­ζοι και πώς την α­να­κα­τέ­λα­βαν.
Σε αυ­τά τα δυο κε­φά­λαια, αλ­λά και σε ο­λό­κλη­ρο το βι­βλίο, α­κό­μη και στα δυο τε­λευ­ταία για τους κα­ταυ­λι­σμούς των προ­σφύ­γων και την ε­πι­στρο­φή στο νη­σί τους, στις α­φη­γή­σεις α­να­φέ­ρο­νται πολ­λά ο­νό­μα­τα προ­σώ­πων και τό­πων, ε­νώ πε­ρι­γρά­φο­νται συ­γκε­κρι­μέ­νες ε­πι­χει­ρή­σεις. Και τα δυο κα­θι­στούν α­να­γκαίες τό­σο τις υ­πο­σε­λί­διες ση­μειώ­σεις ό­σο και έ­να ευ­ρε­τή­ριο. Πα­ρά­δειγ­μα ο Φώ­της Αγγου­λές: Οι ι­στο­ρίες που τους έ­λε­γε α­πό τη Χίο, το ποίη­μα που α­πήγ­γει­λε και έ­τρε­ξαν οι Εγγλέ­ζοι να τον συλ­λά­βουν. Ακό­μη, το ποίη­μά του, το «Μπιρ Χα­κίμ». “Εκεί στο Μπιρ Χα­κί­μ, οι να­ζί ε­σκο­τώ­σα­νε δε­κα­πέ­ντε χι­λιά­δες α­ντι­φα­σί­στες Γάλ­λους στρα­τιώ­τες. Για­τί, ό­ταν έ­γι­νε η υ­πο­χώ­ρη­ση των συμ­μα­χι­κών στρα­τευ­μά­των, οι Άγγλοι δεν ει­δο­ποιή­σα­νε τους Γάλ­λους κι αυ­τοί ή­τα­νε μες στην άμ­μο μες στα α­μπριά κι ά­ξαφ­να εί­δα­νε α­πό πά­νω τους να­ζί με τα αυ­τό­μα­τα. Κι άρ­χι­σε μά­χη στή­θος με στή­θος. Δεν έ­μει­νε ού­τε έ­νας Γάλ­λος ζω­ντα­νός… Εί­δα το μέ­ρος που τους εί­χα­νε θά­ψει… Δά­σος α­πό σταυ­ρούς…” Ήταν η 1η Τα­ξιαρ­χία των Ελεύ­θε­ρων Γάλ­λων υ­πό τη διοί­κη­ση του στρα­τη­γού Μα­ρί-Πιερ Κε­νί­γκ.
Δεν εί­ναι ά­γνω­στος ο Αγγου­λές. Υπάρ­χει το βι­βλίο της Έλλης Πα­πα­δη­μη­τρίου πριν 35 χρό­νια, αλ­λά και η αν­θο­λό­γη­ση της ποίη­σής του α­πό τον Γιώρ­γο Μπλά­να προ τριε­τίας. Χιώ­της, γεν­νη­μέ­νος στο Τσε­σμέ, ε­φέ­τος συ­μπλη­ρώ­νο­νται 100 χρό­νια α­πό τη γέν­νη­σή του. Ανυ­πό­τα­κτος μια ζωή, βρέ­θη­κε στρα­τευ­μέ­νος στη Μέ­ση Ανα­το­λή, ε­κεί ε­ξέ­δι­δε το στρα­τιω­τι­κό πε­ριο­δι­κό «Ελλάς», που τυ­πω­νό­ταν στο τυ­πο­γρα­φείο του Πα­τριαρ­χείου, αρ­γό­τε­ρα υ­πη­ρέ­τη­σε ως υ­φι­στά­με­νος του Σε­φέ­ρη στο κυ­βερ­νη­τι­κό γρα­φείο Τύ­που στο Κάΐρο. Πολ­λά χρό­νια τα πέ­ρα­σε σε στρα­τό­πε­δα, φυ­λα­κές και ε­ξο­ρίες. Πέ­θα­νε το 1964.
Θα α­δι­κού­σα­με το βι­βλίο, αν δεν το­νί­ζα­με ό­τι εί­ναι έ­να εν­δια­φέ­ρον βι­βλίο. Με έμ­φυ­τη, ό­μως, την τά­ση να βλέ­που­με το πο­τή­ρι γε­μά­το μό­νο μέ­χρι τη μέ­ση, δεν μπο­ρού­με να μην α­να­λο­γι­στού­με πό­σο εν­δια­φέ­ρον θα εί­χε μια πλη­ρέ­στε­ρη και υ­πο­μνη­μα­τι­σμέ­νη έκ­δο­ση των μαρ­τυ­ριών.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Λεζάντα φωτογραφίας: Χαρακτικό του Α. Τάσσου.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 22/6/2011.

Δεν υπάρχουν σχόλια: