Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011

Μια παραγνωρισμένη ποιήτρια

Κα­τί­να Παΐζη
«Πό­σο πο­λύ σ’ α­γά­πη­σα»
Έρευ­να - Κεί­με­να - Επι­μέ­λεια
Νί­κη Τρουλ­λι­νού
Εκδό­σεις ΔΟ­ΚΙ­ΜΑ­ΚΗΣ
Ηρά­κλειο Κρή­της
Φε­βρουά­ριος 2011

Συ­χνά τυ­χαί­νει συγ­γρα­φείς να υ­πε­ρη­φα­νεύο­νται με­τά την έκ­δο­ση ε­νός βι­βλίου τους για τα κα­λά λό­για, που ει­σέ­πρα­ξαν α­πό τον άλ­φα ή τον βή­τα γνω­στό λο­γο­τέ­χνη, εί­τε γρα­πτώς εί­τε προ­φο­ρι­κώς, πά­ντα ό­μως ι­διω­τι­κά. Σε ό­ποιον α­κούει τους κο­μπα­σμούς του συγ­γρα­φέα γεν­νιέ­ται το εύ­λο­γο ε­ρώ­τη­μα· πό­σο πιο συ­γκρα­τη­μέ­νος θα ή­ταν ο εν λό­γω λο­γο­τέ­χνης, αν γνώ­ρι­ζε ό­τι η ά­πο­ψή του για το συ­γκε­κρι­μέ­νο βι­βλίο θα δη­μο­σιο­ποιεί­το; Το πι­θα­νό­τε­ρο εί­ναι ό­τι θα στε­κό­ταν πο­λύ πιο φει­δω­λός σε ε­γκώ­μια. Γι’ αυ­τό, άλ­λω­στε, ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ροι, τα τε­λευ­ταία χρό­νια, προ­τι­μούν να κά­νουν τα εν­θου­σιώ­δη σχό­λιά τους σε φί­λους και γνω­στούς τη­λε­φω­νι­κώς. Για­τί, ό­πως και να το κά­νου­με, μια πα­ρό­μοια ε­πι­στο­λή φυ­λάσ­σε­ται α­πό τον εν­δια­φε­ρό­με­νο. Κι αν κά­πο­τε, το πι­θα­νό­τε­ρο με­τά θά­να­το, ο συγ­γρα­φέ­ας τύ­χει μιας κά­ποιας υ­στε­ρο­φη­μίας, η ε­πι­στο­λή μπο­ρεί και να δη­μο­σιευ­θεί μα­ζί με άλ­λα συγ­γε­νή κα­τά­λοι­πα. Αλλά κι αν α­κό­μα ο συγ­γρα­φέ­ας δεν τύ­χει κα­μιάς υ­στε­ρο­φη­μίας, μπο­ρεί πά­ντο­τε να υ­πάρ­ξει κά­ποιος φι­λέ­ρευ­νος με­λε­τη­τής, που, με α­φορ­μή κά­ποια ε­πέ­τειο, να τον θυ­μη­θεί. Ιδιαί­τε­ρα, σή­με­ρα, που οι ε­λάσ­σο­νες συγ­γρα­φείς, έ­χουν γί­νει λί­γο πο­λύ της μό­δας. Πι­θα­νώς, για­τί ε­λάσ­σων ση­μαί­νει πα­ρα­γκω­νι­σμέ­νος α­πό την ε­πί­ση­μη ι­στο­ρία, της ο­ποίας η αμ­φι­σβή­τη­ση και α­να­σκευή θέλ­γει μια ε­πο­χή, ό­πως η δι­κή μας, που την χα­ρα­κτη­ρί­ζει έ­να πνεύ­μα α­ντι­λο­γίας προς ο­τι­δή­πο­τε κα­θιε­ρω­μέ­νο. Με μια πα­ρό­μοια διά­θε­ση, δη­μιουρ­γή­θη­κε προ ε­τών στην Αθή­να σει­ρά βι­βλια­ρίων, με τον τίτ­λο «Εκ νέ­ου», α­πό τις εκ­δό­σεις Γα­βριη­λί­δης. Μια α­ντί­στοι­χη σει­ρά - αυ­τή ορ­μώ­με­νη α­πό το πνεύ­μα της ε­ντο­πιό­τη­τας - προέ­κυ­ψε πρό­σφα­τα στο Ηρά­κλειο Κρή­της, α­πό τις το­πι­κές εκ­δό­σεις ΔΟ­ΚΙ­ΜΑ­ΚΗΣ, με τίτ­λο «Οι λη­σμο­νη­μέ­νοι του τό­που». Ενδια­φέ­ρο­ντα βι­βλία, μό­νο που δεν φθά­νουν στην Αθή­να. Αν και εί­ναι α­πο­ρίας ά­ξιο, για­τί έ­νας το­πι­κός εκ­δο­τι­κός οί­κος, που έ­χει την τό­σο κα­λή ι­δέα να α­να­δεί­ξει τους λη­σμο­νη­μέ­νους του τό­που του, δεί­χνε­ται τό­σο το­πι­κι­στής ό­σο α­φο­ρά την προώ­θη­σή τους. Πά­ντως, κυ­κλο­φο­ρούν ή­δη πέ­ντε τό­μοι, α­φιε­ρω­μέ­νοι ό­λοι σε ποιη­τές. Ο τέ­ταρ­τος εί­ναι α­φιε­ρω­μέ­νος στην Κα­τί­να Παΐζη, ό­που, με­τα­ξύ πλεί­στων άλ­λων κει­μέ­νων, δη­μο­σιεύο­νται και ε­γκω­μια­στι­κές προς αυ­τήν ε­πι­στο­λές γνω­στών λο­γο­τε­χνών.
Αυ­τός ο τέ­ταρ­τος τό­μος της σει­ράς για την Κα­τί­να Παΐζη έ­κα­νε ευ­ρύ­τε­ρα γνω­στή την ποιή­τρια και μα­ζί, τη σει­ρά. Κι ό­ταν λέ­με ευ­ρύ­τε­ρα γνω­στή στην Ελλά­δα, εν­νοού­με πά­ντο­τε ό­τι την έ­κα­νε γνω­στή στην Αθή­να. Κι αυ­τό δεν ο­φεί­λε­ται στην Κα­τί­να Παΐζη, που εί­ναι μάλ­λον η πε­ρισ­σό­τε­ρο λη­σμο­νη­μέ­νη σε σύ­γκρι­ση με τους ποιη­τές των άλ­λων τό­μων, του­λά­χι­στον με τρεις α­πό αυ­τούς, τον Μη­νά Δη­μά­κη, τον Άρη Δι­κταίο και τον Λευ­τέ­ρη Αλε­ξίου, οι ο­ποίοι, α­κό­μη κι αν κρί­θη­καν ε­λάσ­σο­νες, δια­σώ­θη­καν στις γραμ­μα­το­λο­γίες. Λη­σμο­νη­μέ­νος τό­σο ό­σο η Παΐζη, ί­σως να εί­ναι μό­νο ο ποιη­τής του πρώ­του τό­μου, Μα­νό­λης Δερ­μιτ­ζά­κης. Όπως και να έ­χει, ο συ­γκε­κρι­μέ­νος τό­μος έ­φθα­σε μέ­χρι την Αθή­να χά­ρις στη συγ­γρα­φέα του, την τα­χέως α­νερ­χό­με­νη πε­ζο­γρά­φο Νί­κη Τρουλ­λι­νού. Σε αυ­τήν, άλ­λω­στε, ο­φεί­λει και ο τό­μος την α­να­γνω­σι­μό­τη­τά του. Για­τί, έ­να πα­ρό­μοιο βι­βλίο, για να δια­βα­στεί α­πό έ­να ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νό, στη­ρί­ζε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο στον τρό­πο, που θα το στή­σει ο με­λε­τη­τής, και λι­γό­τε­ρο στον λη­σμο­νη­μέ­νο ποιη­τή.
Η Τρουλ­λι­νού ξε­κι­νά­ει α­πό την ε­πι­και­ρό­τη­τα και μά­λι­στα την τη­λε­ο­πτι­κή, α­φού, στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, προ­σφέ­ρε­ται. Σε μια αι­σθη­μα­τι­κή σει­ρά, που προ­βλή­θη­κε προ τριε­τίας και πο­λύ συ­γκί­νη­σε, τον «Με­γά­λο θυ­μό», με σε­νά­ριο στη­ριγ­μέ­νο στο ο­μό­τιτ­λο μυ­θι­στό­ρη­μα της Ντό­ρας Γιαν­να­κο­πού­λου, σκη­νο­θε­σία Κώ­στα Κου­τσο­μύ­τη και πλειά­δα γνω­στών στα­ρ, τη μου­σι­κή την εί­χε γρά­ψει, ό­πως σχε­δόν σε ό­λες τις σει­ρές του Κου­τσο­μύ­τη, ο Βα­σί­λης Δη­μη­τρίου. Αυ­τός εί­χε την κα­λή έ­μπνευ­ση να με­λο­ποιή­σει και στί­χους πα­λαιό­τε­ρων ποιη­τών. Οι ποιη­τές, ό­μως, που μνη­μο­νεύ­θη­καν α­πό τον Τύ­πο ή­ταν ο Νά­νος Βα­λαω­ρί­της, ο Μά­νος Ελευ­θε­ρίου και ο ί­διος ο Δη­μη­τρίου. Δη­λα­δή, οι ή­δη ευ­ρύ­τε­ρα γνω­στοί. Σε μια τη­λε­ο­πτι­κή σει­ρά, ω­στό­σο, ε­κεί­νο που κερ­δί­ζει τις ε­ντυ­πώ­σεις εί­ναι πά­ντο­τε το τρα­γού­δι των τίτ­λων. Πό­σω μάλ­λον, ό­ταν τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Αγά­πη» και το τρα­γου­δά­ει ο Χρή­στος Θη­βαίος. Το ά­σμα χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε και αι­σθα­ντι­κό και δια­χρο­νι­κό, αλ­λά ου­δείς α­νέ­φε­ρε το ό­νο­μα του ποιη­τή. Πα­ρό­μοιες πα­ρα­λεί­ψεις, βε­βαίως, συμ­βαί­νουν κα­θη­με­ρι­νά σε έ­ναν πο­λι­τι­σμό του θεά­μα­τος, ό­πως ο ση­με­ρι­νός. Αρκεί να πα­ρα­τη­ρή­σου­με την έ­κτα­ση, που δί­νουν τα ΜΜΕ στο θά­να­το ε­νός αν­θρώ­που του θεά­μα­τος και σε ε­κεί­νον ε­νός του λό­γου. Όπως και να έ­χει, το «Αγά­πη» εί­ναι ποίη­μα της Κα­τί­νας Παΐζη.
Με το συ­γκε­κρι­μέ­νο ποίη­μα και α­να­φο­ρά στον τρα­γου­δι­στή της τη­λε­ο­πτι­κής σει­ράς α­νοί­γει το βι­βλίο. Ωστό­σο, α­μέ­σως με­τά η Τρουλ­λι­νού πα­ρα­κά­μπτει την ε­πι­και­ρό­τη­τα και α­να­ζη­τά­ει τα ί­χνη της ποιή­τριας στα στε­νά της πό­λης του Ηρα­κλείου. Η Κα­τί­να Παΐζη γεν­νή­θη­κε πριν α­πό ε­κα­τό χρό­νια στην Ανώ­πο­λη Σφα­κίων, έ­ζη­σε, ό­μως, τα ε­φη­βι­κά της χρό­νια στο Ηρά­κλειο. Ορι­σμέ­να στοι­χεία για την οι­κο­γέ­νεια Παΐζη, ό­πως ό­τι μη­τέ­ρα της ή­ταν η Ελέ­νη Πά­τε­ρου του Γεωρ­γίου α­πό τα Σφα­κιά και πα­τέ­ρας της ο Κων­στα­ντί­νος Παΐζης α­πό την Ιθά­κη, που ήρ­θε ως δά­σκα­λος στα Σφα­κιά για να κα­τα­λή­ξει μέ­το­χος της βιο­μη­χα­νίας κα­πνού «Κνωσ­σός-Κό­σμος» με έ­δρα το Ηρά­κλειο, ή­ταν γνω­στά χά­ρις στην μι­κρό­τε­ρη κό­ρη Παΐζη, την η­θο­ποιό Αλέ­κα Παΐζη. Επί­σης, γνω­στή εί­ναι η θε­α­τρι­κή στα­διο­δρο­μία της Αλέ­κας Παΐζη, α­πό τη Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή του Εθνι­κού Θεά­τρου και το ντε­μπού­το της το 1941 στην Κε­ντρι­κή Σκη­νή του μέ­χρι το Θέ­α­τρο Τέ­χνης κα­τά την τριε­τία 1978-1981, με το κύ­κνειο ά­σμα της στο Εθνι­κό. Στα βιο­γρα­φι­κά της, ω­στό­σο, πα­ρα­λεί­πε­ται ό­τι ξε­κί­νη­σε ως δα­σκά­λα στο Αρμέ­νι­κο Σχο­λείο του Ηρα­κλείου. Ενώ, η με­γα­λύ­τε­ρη Κα­τί­να δί­δα­σκε, πρώ­τα, στο δι­τά­ξιο για τα παι­διά των προ­σφύ­γων και με­τά στο Πρό­τυ­πο Ηρα­κλείου. Και οι δυο α­ρι­στού­χες του Δι­δα­σκα­λείου Ηρα­κλείου.
Με τη γνω­στή α­φη­γη­μα­τι­κή της ά­νε­ση, η Τρουλ­λι­νού α­να­σταί­νει την πό­λη της, το Ηρά­κλειο, στα χρό­νια του ’30, τις “κα­λές” οι­κο­γέ­νειες και τους δια­νοού­με­νους. Τό­τε, το Ηρά­κλειο θεω­ρεί­το μια α­πό τις λο­γο­τε­χνι­κές ε­στίες της Ελλά­δας και χά­ρις στα πολ­λά λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά, που εκ­δί­δο­νταν ε­κεί. Τρία α­να­φέ­ρει η Τρουλ­λι­νού, μνη­μο­νεύο­ντας ό­τι σε έ­να δη­μο­σίευ­σε ποίη­μά του ο Κα­βά­φης. Δεν την εν­δια­φέ­ρει η έ­ρευ­να. Επι­ζη­τά να δώ­σει το κλί­μα μέ­σα στο ο­ποίο άν­θι­σε το ποιη­τι­κό τα­λέ­ντο της Κα­τί­νας Παΐζη. Τρεις συλ­λο­γές ε­ξέ­δω­σε η Παΐζη στη δεύ­τε­ρη δε­κα­ε­τία του Με­σο­πο­λέ­μου και μια, το 1955, α­πό ό­που και το ποίη­μα «Αγά­πη». Στο βι­βλίο, που φτιά­χνει η Τρουλ­λι­νού για την ε­πέ­τειο της ε­κα­το­ντα­ε­τη­ρί­δας της, α­να­δη­μο­σιεύει ό­λα τα ποιή­μα­τά της, α­κό­μη και τα α­θη­σαύ­ρι­στα και τα παι­δι­κά. Σε έ­να τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο, α­να­δη­μο­σιεύει τις «Σφα­κια­νές κου­βέ­ντες», τη μο­να­δι­κή συλ­λο­γή με πε­ζά που ε­ξέ­δω­σε η ποιή­τρια, το 1988.
Όλων αυ­τών, ό­μως, προ­τάσ­σει τις ε­πι­στο­λές, που εί­χε λά­βει η Παΐζη με­τά την έκ­δο­ση των βι­βλίων της. Επι­στο­λές ε­πι­φα­νών, τους ο­ποίους συ­γκρά­τη­σε η Ιστο­ρία, σε α­ντί­θε­ση με την ποιή­τρια, που έ­μει­νε στα πα­ρα­λει­πό­με­να. Εμμέ­σως τί­θε­ται το ε­ρώ­τη­μα, κα­τά πό­σο την α­δί­κη­σαν οι γραμ­μα­το­λό­γοι. Η Τρουλ­λι­νού, ω­στό­σο, το πα­ρα­κά­μπτει, δια­πι­στώ­νο­ντας ό­τι η ποίη­σή της δια­θέ­τει δυο ση­μα­ντι­κά προ­σό­ντα: α­θωό­τη­τα και αυ­θε­ντι­κό­τη­τα. Σή­με­ρα, αυ­τά τα δυο μάλ­λον δεν λο­γα­ριά­ζο­νται για α­ρε­τές. Συ­νι­στού­σαν, ό­μως, προ­σό­ντα στον Με­σο­πό­λε­μο, κι αυ­τήν την ε­κτί­μη­ση εκ­φρά­ζουν οι ε­πι­στο­λές.
Κα­τ’ αρ­χήν, για τη δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή «Απλοί Σκο­ποί» του 1936, της γρά­φει ο Γιάν­νης Σκα­ρί­μπας α­πό την Χαλ­κί­δα: «…Η ποίη­σίς σας η με­λαγ­χο­λι­κή και δει­λή, έ­χει έ­ναν τρό­πο πο­λύ δι­κό της να μας πα­ρα­πο­νιέ­ται… τού­τη η συλ­λο­γή δια­φέ­ρει α­πό την άλ­λη, τα «Ρο­δο­πέ­τα­λα» κα­τά το στε­ρεό­τε­ρο βή­μα της, κα­τά το πα­θη­τι­κώ­τε­ρό της θα­μπό φως…» Με τον Σκα­ρί­μπα αλ­λη­λο­γρα­φού­σε α­πό τις αρ­χές της δε­κα­ε­τίας του ’30, ό­πως και με τον Βά­σο Δα­σκα­λά­κη. Εκεί­νος, στην ε­πι­στο­λή του, με­τα­φέ­ρει τις ε­ντυ­πώ­σεις ο­λό­κλη­ρης της συ­ν­τρο­φιάς: ο Μάρ­κος Αυ­γέ­ρης εν­θου­σιά­στη­κε και συ­γκι­νή­θη­κε με τα τρα­γού­δια της, η Γα­λά­τεια Κα­ζα­ντζά­κη την το­πο­θέ­τη­σε δί­πλα στην βρε­τα­νή Μπάρ­ρε­τ-Μπρά­ου­νι­γκ και την βρή­κε α­κό­μη κα­λύ­τε­ρη. Μέ­χρι ο Θρά­σος Κα­στα­νά­κης εν­θου­σιά­στη­κε.
Στο βι­βλίο α­να­δη­μο­σιεύε­ται και μια κρι­τι­κή για την πρώ­τη ποιη­τι­κή συλ­λο­γή της, γραμ­μέ­νη με τη μορ­φή ε­πι­στο­λής. Εί­ναι ε­νός ε­πι­φα­νούς, αλ­λά ό­χι λο­γο­τέ­χνη. Πρό­κει­ται για συ­νά­δελ­φό της, δη­λα­δή δα­σκά­λου, του Νί­κου Πλου­μπί­δη, ο ο­ποίος, με­τα­ξύ των άλ­λων, γρά­φει: «Για σέ­να τη νε­α­ρά καλ­λι­τέ­χνι­δα Νε­α­ρό μπου­μπού­κι της ζωής… Τρε­λό! που τρα­γου­δάς χα­ρού­με­να… τις ο­μορ­φιές τέ­λειων κό­σμων. Νε­α­ρό! που τα βλέ­πεις ό­λα ρό­δι­να. Κλα­ψιά­ρι­κο! που μοι­ρο­λο­γάς τα πα­λιά… για­τί να μη τρα­γου­δάς το μέλ­λο­ν; ο πα­λιός κό­σμος εί­ναι ή­δη ε­ρεί­πιο… για­τί ε­σύ νε­α­ρό να συ­ντρι­φτείς σαν ε­ρεί­πιο και να μη δώ­σεις –σαν νέ­ο– την πνοή σου στο χτί­σι­μο της νέ­ας ζωής; Νε­α­ρό! το μέλ­λον εί­ναι μα­ζί μου, το μέλ­λον της ι­σό­τη­τας των ό­ντω­ν… Έλα!!! Έλα!!! μα­ζί μου θα γί­νεις θείο, μα­ζί μου θ’ α­νε­βείς κει πού α­ξί­ζει στις αι­θέ­ριες ψυ­χές.»
Πα­ρα­δό­ξως, ο εν­θου­σια­σμός του κο­μου­νι­στή Πλου­μπί­δη έ­φε­ρε καρ­πούς. Και οι δυο α­δελ­φές Παΐζη υ­πήρ­ξαν Εα­μί­τισ­σες και α­γω­νί­στριες της Αρι­στε­ράς. Η μι­κρό­τε­ρη πλή­ρω­σε τη δρά­ση της με ε­ξο­ρίες, η ποιή­τρια μό­νο με δυ­σμε­νή με­τά­θε­ση α­πό το Μα­ράσ­λειο στο 2ο Εξα­τά­ξιο Καλ­λι­θέ­ας. Σκόρ­πιες ψη­φί­δες για τη ζωή της πα­ρα­θέ­τει η Τρουλ­λι­νού. Εμείς θα προ­τι­μού­σα­με, δο­θεί­σης της ευ­και­ρίας, πι­θα­νώς και μο­να­δι­κής, έ­να πε­ρισ­σό­τε­ρο α­κρι­βο­λό­γο βιο­γρα­φι­κό. Συ­γκρα­τού­με, πά­ντως, το γά­μο της με τον μου­σι­κό Γιώρ­γο Ζω­γρά­φο και τον θά­να­τό της στις 28 Νο­εμ­βρίου 1996. Θυ­μί­ζου­με τον θά­να­το της Αλέ­κας Παΐζη στις 4 Φε­βρουα­ρίου 2009, μη προ­λα­βαί­νο­ντας να παί­ξει τη «Σο­νά­τα του Σε­λη­νό­φω­τος» του Γιάν­νη Ρί­τσου.
Ίσως, το γο­η­τευ­τι­κό­τε­ρο μέ­ρος του βι­βλίου να εί­ναι οι “σφα­κια­νές ι­στο­ρίες”, έ­τσι ό­πως μπο­ρεί και να τις ά­κου­σε η ποιή­τρια α­πό τα μη­τέ­ρα της. Αντι­γρά­φου­με μια πε­ρι­κο­πή, που, σε κά­ποιους θα θυ­μί­σει μιαν άλ­λη, πα­ρα­πλή­σια: «Ανά­με­σα στο χθες και στο σή­με­ρα του χω­ριού, γε­φύ­ρι αιω­νιό­τη­τας και α­να­κύ­κλω­σης στέ­κει το εκ­κλη­σά­κι του Τί­μιου Σταυ­ρού. Το εκ­κλη­σά­κι που, ε­πί τριά­ντα χρό­νια, α­νέ­βαι­νε η για­γιά μου, η Αι­κα­τε­ρί­νη Πα­τέ­ρου α­πό την Ανώ­πο­λη, κά­θε χρό­νο τη μέ­ρα της γιορ­τής του Τι­μίου Σταυ­ρού, στις 14 Σε­πτέμ­βρη κι έ­ζω­νε με κε­ρί α­πό τα με­λίσ­σια της ε­φτά φο­ρές το εκ­κλη­σά­κι. Το εί­χε τά­μα…»

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 26/6/2011

Δεν υπάρχουν σχόλια: