Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

Είκοσι δύο χρόνια μετά...

Σε α­πό­στα­ση εί­κο­σι δύο ε­τών, δυο βι­βλιο­κρι­τι­κοί δη­μο­σιεύουν έ­να άρ­θρο, ου­σια­στι­κά με τον ί­διο τίτ­λο και ε­πί του ι­δίου θέ­μα­τος, δια­κα­τε­χό­με­νοι εμ­φα­νώς α­πό πα­ρα­πλή­σια διά­θε­ση. Δεν πρό­κει­ται για δυο τυ­χό­ντες βι­βλιο­κρι­τι­κούς, αλ­λά για δυο ε­πι­φα­νείς, του­λά­χι­στον στην ε­πο­χή, που ο κα­θέ­νας δη­μο­σιεύει το άρ­θρο του. Να προ­σθέ­σου­με ό­τι ο δεύ­τε­ρος δεν α­να­φέ­ρε­ται στο πα­λαιό­τε­ρο δη­μο­σίευ­μα. Εί­τε για­τί δεν το γνω­ρί­ζει εί­τε, το πι­θα­νό­τε­ρο, για­τί το έ­χει λη­σμο­νή­σει, ο­πό­τε μπο­ρεί να πρό­κει­ται για πε­ρί­πτω­ση κρυ­πτο­μνη­σίας.
Τί­θε­ται, λοι­πόν, το ε­ρώ­τη­μα, τι μπο­ρεί να ση­μαί­νει αυ­τή η σύ­μπτω­ση; Τί­θε­ται, βε­βαίως, ε­φό­σον της α­πο­δώ­σου­με τη δέ­ου­σα ση­μα­σία και δεν την α­ντι­πα­ρέλ­θου­με, ό­πως μάλ­λον έ­κα­ναν οι πε­ρισ­σό­τε­ροι α­να­γνώ­στες το προ­η­γού­με­νο Σάβ­βα­το, δια­βά­ζο­ντας το πρό­σφα­το άρ­θρο. Μια πι­θα­νή α­πά­ντη­ση εί­ναι ό­τι το φαι­νό­με­νο, στο ο­ποίο α­να­φέ­ρο­νται οι δυο βι­βλιο­κρι­τι­κοί, ε­ξα­κο­λου­θεί να υ­πάρ­χει και να α­πα­σχο­λεί το χώ­ρο του βι­βλίου.
Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να. Στις 13 Νο­εμ­βρίου 1988, στη φι­λο­λο­γι­κή σε­λί­δα της ε­φη­με­ρί­δας «Η Κα­θη­με­ρι­νή», της ο­ποίας την ε­πι­μέ­λεια εί­χε τό­τε η βι­βλιο­κρι­τι­κός Ελι­σά­βετ Κοτ­ζιά, στην κε­ντρι­κή θέ­ση, που προο­ρί­ζε­ται για τη βα­σι­κή βι­βλιο­κρι­τι­κή της σε­λί­δας, δη­μο­σιεύε­ται άρ­θρο του Σπύ­ρου Τσα­κνιά, με τίτ­λο, «Γρά­ψε κι ε­σύ έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα· μπο­ρείς!» Στις 12 Μαρ­τίου 2011, στο έν­θε­το βι­βλίου της ε­φη­με­ρί­δας «Τα Νέ­α», ο Δη­μο­σθέ­νης Κούρ­το­βι­κ, στη σε­λί­δα βι­βλιο­κρι­τι­κής, την ο­ποία δια­τη­ρεί α­πό εμ­φα­νί­σεως του εν­θέ­του, δη­μο­σιεύει άρ­θρο, με τίτ­λο «Γρά­ψε κι ε­σύ έ­να, μπο­ρείς!» Εδώ, δε ε­ξυ­πα­κούε­ται “έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα” αλ­λά “έ­να μπε­στ σέ­λε­ρ”. Οπό­τε κά­ποιος θα έ­σπευ­δε να πα­ρα­τη­ρή­σει ό­τι οι δυο βι­βλιο­κρι­τι­κοί, πα­ρά τη συ­ντα­κτι­κή σύ­μπτω­ση των δύο τίτ­λων, του θαυ­μα­στι­κού συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου, δεν α­να­φέ­ρο­νται στο ί­διο θέ­μα. Η α­νά­γνω­ση, ω­στό­σο, των δυο άρ­θρων δεί­χνει ό­τι κοι­νό θέ­μα τους εί­ναι το εί­δος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, που τεί­νει να κυ­ριαρ­χή­σει. Και οι δυο α­να­φέ­ρο­νται σε “συρ­μό” της ε­πο­χής τους. Δια­κα­τέ­χο­νται α­πό α­γα­νά­κτη­ση μπρο­στά σε μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που τους υ­περ­βαί­νει, την ο­ποία ε­πι­λέ­γουν να σχο­λιά­σουν με ει­ρω­νεία. Σαρ­κα­στι­κός εμ­φα­νί­ζε­ται ο Τσα­κνιάς, υ­πό­γεια πε­ρι­παι­κτι­κός ο Κούρ­το­βι­κ, κα­θώς θα πρέ­πει να λαμ­βά­νουν υ­πό­ψη τις δια­θέ­σεις του α­να­γνω­στι­κού τους κοι­νού. Αλλιώς α­ντι­με­τώ­πι­ζε ο α­να­γνώ­στης της φι­λο­λο­γι­κής σε­λί­δας της «Κα­θη­με­ρι­νής» τον εν λό­γω συρ­μό στα τέ­λη της δε­κα­ε­τίας του '80 και αλ­λιώς τον α­ντι­με­τω­πί­ζει ο α­να­γνώ­στης των ση­με­ρι­νών έν­θε­των βι­βλίου, γα­λου­χη­μέ­νος στο συρ­μό των μπε­στ σέ­λερ.
Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό εί­ναι το ξε­κί­νη­μα του άρ­θρου του Τσα­κνιά: «Τα θρυ­λού­με­να πε­ρί του η­μί­σεως των Ελλή­νων που γρά­φουν ποιή­μα­τα ε­λέγ­χο­νται α­να­κρι­βή· ή α­φο­ρούν σε άλ­λες ε­πο­χές, ευ­γε­νέ­στε­ρες, ρο­μα­ντι­κό­τε­ρες, λι­γό­τε­ρο χρη­σι­μο­θη­ρι­κές. Ο συρ­μός σή­με­ρα α­παι­τεί τη συγ­γρα­φή μυ­θι­στο­ρη­μά­τω­ν…» Να θυ­μί­σου­με ό­τι ο Τσα­κνιάς ή­ταν ποιη­τής. Όταν έ­γρα­φε το άρ­θρο εί­χε εκ­δώ­σει έ­ξι ποιη­τι­κές συλ­λο­γές, την πρώ­τη εί­κο­σι δυο χρό­νια νω­ρί­τε­ρα, και μια συλ­λο­γή διη­γη­μά­των. Έμελ­λε να εκ­δώ­σει α­κό­μη μια ποιη­τι­κή συλ­λο­γή, με τίτ­λο, «Ορα­τό­της μη­δέν». Πέ­θα­νε έ­ντε­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, Μαΐο 1999, σε η­λι­κία 70 ε­τών, ό­ταν άρ­χι­σαν να εμ­φα­νί­ζο­νται οι πρώ­τες λί­στες των μπε­στ σέ­λερ. Στο άρ­θρο του α­ντι­πα­ρέρ­χε­ται το φαι­νό­με­νο του μπε­στ σέ­λε­ρ, που δεν εί­χε α­κό­μη εν­θρο­νι­στεί με τη ση­με­ρι­νή του μορ­φή. Τό­τε υ­πήρ­χε μό­νο το μυ­θι­στό­ρη­μα που ε­πι­τύγ­χα­νε υ­ψη­λές πω­λή­σεις. Τα­ξι­νο­μεί την πε­ζο­γρα­φι­κή πα­ρα­γω­γή της ε­πο­χής σε τρεις κα­τη­γο­ρίες: α) Μυ­θι­στο­ρή­μα­τα “της α­με­του­σίω­της ε­μπει­ρίας”, τα ο­ποία γρά­φουν ό­σοι ε­κλαμ­βά­νουν ως ση­μα­ντι­κές τις ε­μπει­ρίες τους και ως έ­χουν, χω­ρίς ου­σια­στι­κή σε βά­θος ε­πε­ξερ­γα­σία και με­τα­μόρ­φω­ση, τις α­φη­γού­νται. β) “Της ι­δε­ο­λο­γι­κής α­φορ­μής και της α­πο­δει­κτι­κής πρό­θε­σης”, τα ο­ποία γρά­φουν οι τά­χα­τες δια­βα­σμέ­νοι και α­ντι­στοί­χως, προ­βλη­μα­τι­σμέ­νοι, που νο­μί­ζουν ό­τι α­να­κά­λυ­ψαν την πυ­ρί­τι­δα. Και γ) “τα ε­πα­να­στα­τι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα ρή­ξης με την πε­ζο­γρα­φι­κή πα­ρά­δο­ση”, τα ο­ποία “ε­ξαρ­θρώ­νουν τον λό­γο”, “δυ­να­μι­τί­ζουν τη νο­η­μα­τι­κή αλ­λη­λου­χία”, ε­φαρ­μό­ζουν “με­τα­ψυ­χα­να­λυ­τι­κές τε­χνι­κές” και εν γέ­νει “α­νοί­γουν τους δρό­μους του με­τα-με­τα­μο­ντερ­νι­σμού”.
Ο Τσα­κνιάς ε­πι­ση­μαί­νει με διο­ρα­τι­κό­τη­τα την ευ­κο­λία, με την ο­ποία εί­χε αρ­χί­σει να γρά­φε­ται το μυ­θι­στό­ρη­μα. Ταυ­τό­χρο­να, δια­βλέ­πει τους τρό­πους και τα και­νού­ρια υ­λι­κά, μέ­σω των ο­ποίων συ­γκρο­τεί­ται αυ­τός ο νέ­ος τύ­πος μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, που δια­βά­ζε­ται α­πό έ­να με­γα­λύ­τε­ρο κοι­νό και βρί­σκε­ται στα ό­ρια με­τα­ξύ λο­γο­τε­χνίας και πα­λαιό­τε­ρου βι­βλίου πε­ρι­πτέ­ρου. Με τη βοή­θεια της ε­μπο­ρευ­μα­το­ποίη­σης της λο­γο­τε­χνι­κής πα­ρα­γω­γής, αυ­τή η με­ταλ­λαγ­μέ­νη μορ­φή μυ­θι­στο­ρή­μα­τος έ­μελ­λε να ε­πι­κρα­τή­σει και να γί­νει ο κα­νό­νας. Εί­κο­σι δύο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, στις τρεις κα­τη­γο­ρίες του Τσα­κνιά μπο­ρού­με να ε­ντά­ξου­με το με­γα­λύ­τε­ρο πο­σο­στό των μυ­θι­στο­ρη­μά­των, που εκ­δό­θη­καν κα­τά την τε­λευ­ταία δε­κα­ε­τία του προ­η­γού­με­νου αιώ­να και την πρώ­τη του τρέ­χο­ντος. Μέ­σα α­πό αυ­τήν την ε­λα­φρά μορ­φή μυ­θι­στο­ρή­μα­τος προέ­κυ­ψε κά­ποια στιγ­μή το μπε­στ σέ­λερ. Δά­νεια λέ­ξη α­πό την αγ­γλι­κή, που έ­μει­νε σκό­πι­μα α­με­τά­φρα­στη, μην και μειω­θεί η βα­ρύ­τη­τά της. Εί­ναι το μυ­θι­στό­ρη­μα με τη με­γά­λη ε­μπο­ρι­κή ε­πι­τυ­χία, που, με τη βοή­θεια συ­νή­θως της τη­λε­ο­πτι­κής του εκ­δο­χής, γί­νε­ται σου­ξέ και κά­νει πλού­σιο εν μια νυ­κτί τον συγ­γρα­φέα του και βε­βαίως, τον εκ­δό­τη του. Προ­φα­νώς, στις κοι­νω­νίες της κα­τα­νά­λω­σης, μια πα­ρό­μοια έκ­δο­ση α­πο­τε­λεί εί­δη­ση και φέρ­νει ως ε­πα­κό­λου­θο, πλην του πλου­τι­σμού, τη δια­ση­μό­τη­τα του συγ­γρα­φέα. Το πρώ­το ελ­λη­νι­κό μπε­στ σέ­λερ προέ­κυ­ψε το 1991. Εί­ναι τα «Βαμ­μέ­να κόκ­κι­να μαλ­λιά» του Κώ­στα Μουρ­σε­λά, που ε­ντάσ­σε­ται α­κό­μη στο λο­γο­τε­χνι­κό πε­δίο. Το δεύ­τε­ρο, το 1993, «Πρό­βα νυ­φι­κού» της Ντό­ρας Γιαν­να­κο­πού­λου, αρ­χί­ζει να α­πο­μα­κρύ­νε­ται. Το τρί­το, το 1998, «Ο Ιού­δας φι­λού­σε υ­πέ­ρο­χα» της Μάϊρας Πα­πα­θα­να­σο­πού­λου έ­χει πια α­νοί­ξει τον δρό­μο του ση­με­ρι­νού μπε­στ σέ­λερ. Σε αυ­τόν σπεύ­δουν άν­θρω­ποι ό­λων των η­λι­κιών και των ε­παγ­γελ­μά­των. Πά­ντο­τε υ­πήρ­χε ο συγ­γρα­φέ­ας της προ­σκολ­λή­σεως, που τον γοή­τευε η αί­γλη του λο­γο­τέ­χνη. Όταν, ό­μως, αυ­τό που γυά­λι­ζε έ­γι­νε χρυ­σός, άρ­χι­σαν να συ­νά­ζο­νται α­γε­λη­δόν.
Εκεί­νο που δεν πρό­βλε­ψε ο Τσα­κνιάς εί­ναι ό­τι το εύ­κο­λης γρα­φής μυ­θι­στό­ρη­μα δεν θα ήλ­κυε μό­νο τους νεό­κο­πους του χώ­ρου, αλ­λά και τους δό­κι­μους, που εί­χαν ή­δη κα­τα­κτή­σει μια κά­ποια θέ­ση στο “λο­γο­τε­χνι­κό πάν­θε­ο­ν”. Το φαι­νό­με­νο του μπε­στ σέ­λερ έ­μελ­λε να λει­τουρ­γή­σει εκ­φυ­λι­στι­κά για τις συγ­γρα­φι­κές ο­μά­δες, τις πιο μά­χι­μες την ε­πο­χή της έ­κρη­ξής του, ό­πως οι ε­πο­νο­μα­ζό­με­νες γε­νιές του '70 και του '80. Όλο και πε­ρισ­σό­τε­ροι συγ­γρα­φείς άρ­χι­σαν να κά­νουν πα­ρα­χω­ρή­σεις στον α­να­γνώ­στη, ελ­πί­ζο­ντας να ε­πι­τύ­χουν μια θέ­ση στις λί­στες των μπε­στ σέ­λερ και κα­λύ­τε­ρη με­τα­χεί­ρι­ση α­πό τους εκ­δό­τες. Για­τί, στα ί­δια χρό­νια, οι σχέ­σεις συγ­γρα­φέα εκ­δό­τη άλ­λα­ξαν. Κα­θιε­ρώ­θη­καν τα συμ­βό­λαια και οι ε­κα­τέ­ρω­θεν δε­σμεύ­σεις. Οι πα­λαιό­τε­ρες σχέ­σεις πί­στης και φι­λίας θεω­ρού­νταν πλέ­ον πα­ρω­χη­μέ­νες έως και γρα­φι­κές. Αντι­στοί­χως δεί­χνουν να προ­σαρ­μό­ζο­νται οι βι­βλιο­κρι­τι­κοί. Δεν α­πο­δο­κι­μά­ζουν πλέ­ον την ευ­κο­λία γρα­φής αλ­λά την ευ­τέ­λεια, στην ο­ποία και ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται το δεύ­τε­ρο άρ­θρο , αυ­τό του Κούρ­το­βικ.
Εί­κο­σι χρό­νια νεό­τε­ρος του Τσα­κνιά ο Κούρ­το­βι­κ, ε­κτός α­πό κρι­τι­κός, εί­ναι και μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος, α­πό τους μά­χι­μους στα χρό­νια της με­γά­λης με­τάλ­λα­ξης. Με τρία μυ­θι­στο­ρή­μα­τα κα­τά την ε­πί­μα­χη ει­κο­σα­ε­τία, ό­που τα δύο τε­λευ­ταία κα­τέ­λα­βαν θέ­ση στις λί­στες των μπε­στ σέ­λερ. Πι­στεύου­με λό­γω πρω­το­τυ­πίας του θέ­μα­τος και α­στυ­νο­μι­κού τύ­που πλο­κής, χω­ρίς αλ­λα­γές στον τρό­πο γρα­φής. Όπως και να έ­χει, ο Κούρ­το­βικ φαί­νε­ται να δια­χω­ρί­ζει τα μπε­στ σέ­λε­ρ, σε βι­βλία λο­γο­τε­χνίας και ευ­τε­λή. Ξε­κι­νά το άρ­θρο του, με­τα­φέ­ρο­ντας συ­ζή­τη­σή του με ε­πί­δο­ξο συγ­γρα­φέα, ο ο­ποίος ευελ­πι­στεί να “βγά­ζει κα­λά λε­φτά α­πό τα βι­βλία του”. Προ­τί­μη­σε να α­πο­τα­θεί σε έ­ναν κρι­τι­κό πα­ρά σε έ­ναν συγ­γρα­φέα μπε­στ σέ­λε­ρ, πι­στεύο­ντας ό­τι ο δεύ­τε­ρος θα τον έ­βλε­πε ως α­ντα­γω­νι­στή και δεν θα α­πε­κά­λυ­πτε τη μα­γι­κή συ­ντα­γή. Μπο­ρεί, μά­λι­στα, και να μην πα­ρα­δε­χό­ταν ό­τι υ­πάρ­χει συ­ντα­γή, φο­βού­με­νος μην και α­μαυ­ρώ­σει το συγ­γρα­φι­κό του προ­φίλ. Δεν θα α­πο­κλεία­με να πρό­κει­ται για ε­πι­νό­η­ση. Με κά­τι τέ­τοια σο­φί­σμα­τα ε­ξα­σφα­λί­ζει ο Κούρ­το­βικ την υ­ψη­λή α­να­γνω­σι­μό­τη­τα των κρι­τι­κών του. Με­τά πε­ρισ­σής ευ­γέ­νειας α­να­γνω­ρί­ζει στον συ­νο­μι­λη­τή του “πρόω­ρο ρε­α­λι­σμό” και “γειω­μέ­νους ο­ρα­μα­τι­σμούς” και στη συ­νέ­χεια, με βά­σει την μα­κρό­χρο­νη πεί­ρα του, συ­ντάσ­σει τους ο­κτώ κα­νό­νες της συγ­γρα­φής μπε­στ σέ­λερ. Πι­θα­νώς και α­πηυ­δι­σμέ­νος α­πό το τε­λευ­ταίο μυ­θι­στό­ρη­μα, που μό­λις εί­χε δια­βά­σει και για το ο­ποίο κα­νο­νι­κά θα έ­πρε­πε να συ­ντά­ξει τη βι­βλιο­κρι­τι­κή του.
Προ­φα­νώς και σχη­μα­το­ποιεί, ως εί­θι­σται σε χιου­μο­ρι­στι­κά κεί­με­να. Ωστό­σο, με ο­ρι­σμέ­νους α­πό τους κα­νό­νες του γρά­φε­ται σή­με­ρα με­γά­λος α­ριθ­μός α­πό μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, που θα μπο­ρού­σαν να κα­τα­χω­ρη­θούν στις κα­τη­γο­ρίες του Τσα­κνιά και τα ο­ποία οι κρι­τι­κοί δεν ε­ντάσ­σουν στα ευ­τε­λή. Εκεί­νοι, πά­ντως, που ε­φαρ­μό­ζουν με ι­διαί­τε­ρη συ­νέ­πεια πα­ρό­μοιους κα­νό­νες εί­ναι οι δι­πλω­μα­τού­χοι των Σχο­λών Δη­μιουρ­γι­κής Γρα­φής. Πα­ρά­δειγ­μα ο δεύ­τε­ρος και τέ­ταρ­τος κα­νό­νας: “Μη λες πο­τέ με λί­γα λό­για αυ­τό που μπο­ρείς να πεις με πολ­λά”. Και “τα ου­σια­στι­κά στο κεί­με­νο πρέ­πει να συ­νο­δεύο­νται ό­σο γί­νε­ται συ­χνό­τε­ρα, ει δυ­να­τόν πά­ντο­τε, α­πό ε­πί­θε­τα”. Αν εί­χε σκε­φτεί να προ­σθέ­σει το κα­λο­λο­γι­κό στοι­χείο της πα­ρο­μοίω­σης, θα εί­χε κα­λύ­ψει τα δυο εκ­φρα­στι­κά στοι­χεία, που κυ­ρίως κο­σμούν το ση­με­ρι­νό μυ­θι­στό­ρη­μα. Αλλά και ο έ­κτος κα­νό­νας του χαί­ρει ευ­ρείας ε­φαρ­μο­γής, κα­θώς θα μπο­ρού­σε να θεω­ρη­θεί ως ει­δι­κή πε­ρί­πτω­ση της προοι­κο­νο­μίας, που πο­λύ αγ­χώ­νει τους μυ­θι­στο­ριο­γρά­φους. Συ­χνά, οι προ­σπά­θειες, που κα­τα­βάλ­λουν ώ­στε πρό­σω­πα και δρά­ση να προοι­κο­νο­μού­νται, εί­ναι τό­σο εμ­φα­νείς, που κα­τα­λή­γουν να γε­λοιο­ποιούν το α­πο­τέ­λε­σμα. Κα­τά τον εν λό­γω έ­κτο κα­νό­να, “οι χα­ρα­κτή­ρες πρέ­πει να έ­χουν σα­φές και στα­θε­ρό η­θι­κό πρό­ση­μο”, το ο­ποίο με­θερ­μη­νεύε­ται στο πλέ­ον κα­τα­νο­η­τό ό­τι πρέ­πει “να δί­νουν στον α­να­γνώ­στη λα­βή για το ποιόν τους”.
Από ε­κεί και πέ­ρα, οι κα­νό­νες του Κούρ­το­βικ α­να­φέ­ρο­νται στην ψυ­χο­λο­γία “ε­νός πι­στού α­να­γνώ­στη μπε­στ σέ­λε­ρ”. Απο­φαί­νε­ται ό­τι, πρώ­τον, “ο πιο α­γα­πη­μέ­νος του ή­ρωας εί­ναι ο ε­αυ­τός του” και δεύ­τε­ρον, “οι ή­ρωες πρέ­πει να εί­ναι κολ­λη­μέ­νοι στον τό­πο τους, ει δυ­να­τόν στη γει­το­νιά τους”. Στοι­χειώ­δες, ει­δάλ­λως πώς θα ε­πι­τευχ­θεί ψυ­χο­λο­γι­κή ταύ­τι­ση, η ο­ποία και θα ε­πι­τρέ­ψει στον α­να­γνώ­στη να “τα­ξι­δεύει” δια­βά­ζο­ντας. Όσο για τον ό­γδοο κα­νό­να, που θέ­λει βα­σι­κό θέ­μα του μπε­στ σέ­λερ την α­γά­πη, με άλ­φα κε­φα­λαίο, και δη, την θριαμ­βεύου­σα στο τέ­λος, δεί­χνει την ε­πι­ση­μα­σμέ­νη και α­πό πα­λαιό­τε­ρα κεί­με­να του Κούρ­το­βικ προ­κα­τά­λη­ψή του α­πέ­να­ντι στο γυ­ναι­κείο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό. Πα­ρα­πλή­σια με­ρο­λη­πτι­κή στά­ση δια­κρί­νε­ται και στο πα­λαιό­τε­ρο άρ­θρο, αυ­τό του Τσα­κνιά. Ευ­τυ­χώς ή δυ­στυ­χώς, η λο­γο­τε­χνι­κή κρι­τι­κή α­νέ­κα­θεν αν­δρο­κρα­τεί­ται. Οι λι­γο­στές γυ­ναί­κες του χώ­ρου, που συ­γκρά­τη­σε η Ιστο­ρία, α­πο­τε­λούν πα­ρα­δείγ­μα­τα προς α­πο­φυ­γήν. Και ε­πα­νερ­χό­μα­στε στους κα­νό­νες, που, με­τα­ξύ των άλ­λων, σαρ­κά­ζουν και το μορ­φω­τι­κό ε­πί­πε­δο του εν λό­γω κοι­νού, συμ­βου­λεύο­ντας ό­σο το δυ­να­τόν α­πλού­στε­ρη σύ­ντα­ξη και συ­χνές ε­πα­να­λή­ψεις των βα­σι­κών πραγ­μα­το­λο­γι­κών στοι­χείων. Ο κα­λός μας, ό­μως, κρι­τι­κός, ε­πι­ζη­τώ­ντας να κο­ρυ­φώ­σει τη δια­κω­μώ­δη­ση, δεί­χνει με τον πέ­μπτο κα­νό­να πα­ντε­λή ά­γνοια της γυ­ναι­κείας ψυ­χο­σύν­θε­σης. Πα­ρο­τρύ­νει τον ε­πί­δο­ξο συγ­γρα­φέα να “μην ε­ξά­πτει τον α­να­γνώ­στη, ού­τε δυ­σά­ρε­στα αλ­λά ού­τε και πο­λύ ευ­χά­ρι­στα”, ε­ξη­γώ­ντας του ό­τι ε­κεί­νος θέ­λει να ξε­χνά­ει εύ­κο­λα το βι­βλίο για να αρ­χί­σει το ε­πό­με­νο. Δεν έ­τυ­χε πο­τέ να του α­φη­γη­θεί κά­ποια ευαί­σθη­τη ψυ­χή με το νι και με το σίγ­μα έ­να ρο­μά­ντσο; Τα ρο­μά­ντσα συ­γκι­νούν και δεν λη­σμο­νού­νται. Ο Η.Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος, σε πρό­σφα­τη εκ βα­θέων συ­νέ­ντευ­ξή του, ε­ξο­μο­λο­γεί­ται ό­τι συ­γκι­νεί­ται ό­ταν βλέ­πει γυ­ναί­κες να δια­βά­ζουν τέ­τοια βι­βλία και να δα­κρύ­ζουν.
Συ­νο­ψί­ζο­ντας, το φαι­νό­με­νο του ευ­κο­λο­διά­βα­στου μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, που ψυ­χα­νε­μι­ζό­ταν ο Τσα­κνιάς, εί­κο­σι δύο χρό­νια με­τά, κυ­ριαρ­χεί στα κα­θ' η­μάς, ό­πως και στις χώ­ρες, που λει­τουρ­γούν ως μη­τρο­πό­λεις και α­πό τις ο­ποίες α­ντι­γρά­φου­με πρό­τυ­πα και συ­μπε­ρι­φο­ρές. Το και­νού­ριο στοι­χείο, ω­στό­σο, το ο­ποίο θα έ­πρε­πε να προ­βλη­μα­τί­ζει, δεν εί­ναι η με­τα­στρο­φή με­γά­λης με­ρί­δας συγ­γρα­φέων, αλ­λά το γε­γο­νός ό­τι, συν τω χρό­νω, το τει­χίο, που προ­στά­τευε το λο­γο­τε­χνι­κό πε­δίο, πέ­φτει. Ως προ­στα­τευ­τι­κό τει­χίο α­ντι­λαμ­βα­νό­μα­στε την η­θι­κής φύ­σεως στή­ρι­ξη, που χρειά­ζε­ται έ­νας λο­γο­τέ­χνης, ό­σο αυ­τάρ­κης και α­φο­σιω­μέ­νος στο έρ­γο του κι αν πα­ρου­σιά­ζε­ται. Έχουν ε­κλεί­ψει οι εκ­δό­τες τύ­που Να­νάς Καλ­λια­νέ­ση. Έχουν ε­κλεί­ψει οι πρε­σβύ­τες τύ­που Γ.Π. Σαβ­βί­δη. Υπάρ­χει, ω­στό­σο, α­κό­μη κρι­τι­κή βι­βλίου. Ο χώ­ρος δια­θέ­τει κά­ποιους θεω­ρού­με­νους ως έ­γκρι­τους. Κα­τά κα­νό­να, πρό­κει­ται για αν­θρώ­πους που ε­ξα­σφα­λί­ζουν τον βιο­πο­ρι­σμό τους α­πό την κρι­τι­κή, γε­γο­νός που συ­νε­πά­γε­ται ο­ρι­σμέ­νες δε­σμεύ­σεις. Μια σε­λί­δα ή έ­να έν­θε­το βι­βλίου ε­φη­με­ρί­δας ζη­τά την προ­βο­λή του συγ­γρα­φέ­α-βε­ντέ­τα και του βι­βλίου-μπε­στ σέ­λερ. Υπάρ­χει, ω­στό­σο, πά­ντο­τε τρό­πος να γί­νει η διά­κρι­ση του εύ­πε­πτου α­να­γνώ­σμα­τος α­πό το βι­βλίο με λο­γο­τε­χνι­κές α­ρε­τές. Για­τί, λ.χ., έ­νας α­πό τους πλέ­ον έ­γκρι­τους κρι­τι­κούς, ό­πως ο Κούρ­το­βι­κ, να α­να­φέ­ρε­ται ό­λο και συ­χνό­τε­ρα στις συγ­γρα­φείς των μπε­στ σέ­λε­ρ; Αντι­θέ­τως, χρειά­ζε­ται η βι­βλιο­κρι­τι­κή να α­σχο­λεί­ται με τον γνω­στό συγ­γρα­φέα, ό­ταν ε­κεί­νος εκ­πί­πτει σε “μπε­στσε­λε­ρά”, ε­ξι­στο­ρώ­ντας τις ε­μπει­ρίες του, πλα­τειά­ζο­ντας, φορ­τώ­νο­ντας την α­φή­γη­ση με κα­λο­λο­γι­κά στοι­χεία ή και προοι­κο­νο­μώ­ντας τα προ­φα­νή. Ξε­που­λώ­ντας, δη­λα­δή, το ό­ποιο τα­λέ­ντο του για την α­γά­πη του α­να­γνώ­στη και τα χά­δια του εκ­δό­τη του. Αλλά ως ε­δώ οι συμ­βου­λές και τα σχό­λια, μην α­κού­σου­με το δά­σκα­λε που δί­δα­σκες...

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 20/3/2011

Ημερολόγια και Ανθολογίες

«Ύμνος στον Αλέ­ξαν­δρο Πα­πα­δια­μά­ντη
Χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα α­φη­γή­μα­τα»
Επι­λο­γή - ε­πι­μέ­λεια
Θα­νά­σης Θ. Νιάρ­χος
Εκδό­σεις: Κα­στα­νιώ­τη
Δε­κέμ­βριος 2010

Στις 6 Φε­βρουα­ρίου γρά­φα­με ό­τι το 2011 α­να­κη­ρύ­χτη­κε, εν τη πρά­ξει, Έτος Πα­πα­δια­μά­ντη, πα­ρό­τι η πο­λι­τεία, του­τέ­στιν ο υ­πουρ­γός Πο­λι­τι­σμού και το Ε.ΚΕ.ΒΙ, έ­δω­σε το χρί­σμα στον Ελύ­τη. Πο­λύ μας χα­ρο­ποίη­σε, που, συν τω χρό­νω, κι άλ­λοι υιο­θε­τούν την ά­πο­ψή μας, κά­νο­ντας λό­γο για Έτος Πα­πα­δια­μά­ντη. Ένας α­πό αυ­τούς, εί­ναι ο Γιάν­νης Μπα­σκό­ζος, στο έν­θε­το «Βι­βλία» του «Βή­μα­τος», στις 27 Φε­βρουα­ρίου. Μά­λι­στα, δί­νει την πλη­ρο­φο­ρία ό­τι α­ναγ­γέλ­θη­κε διή­με­ρο συ­νέ­δριο, που το έ­να μέ­ρος του θα διε­ξαχ­θεί στο Μέ­γα­ρο Μου­σι­κής. Δυ­στυ­χώς, δεν πλη­ρο­φο­ρεί ποιος και πό­τε το α­νήγ­γει­λε. Εμείς, στο κεί­με­νό μας α­πλώς το ει­κά­ζα­με ως πι­θα­νή και α­πευ­κταία προο­πτι­κή, θεω­ρώ­ντας ό­τι πα­ρό­μοιοι χώ­ροι δεν συ­νά­δουν προς τον τι­μώ­με­νο συγ­γρα­φέα. Πά­ντως, οι ε­μπλε­κό­με­νοι φο­ρείς, η Εται­ρεία Πα­πα­δια­μα­ντι­κών Σπου­δών και το Μέ­γα­ρο Μου­σι­κής, ό­σο γνω­ρί­ζου­με, δεν έ­χουν κά­νει κα­μία σχε­τι­κή α­να­κοί­νω­ση. Ενώ, ό­λα υ­πο­τί­θε­ται ό­τι γί­νο­νται με πρω­το­βου­λία της Εται­ρείας, το Δ.Σ. τη­ρεί σι­γήν ιχ­θύος. Ένας δεύ­τε­ρος, που εμ­μέ­σως προ­βλέ­πει Έτος Πα­πα­δια­μά­ντη, εί­ναι ο Ν.Δ. Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος σε βι­βλιο­πα­ρου­σία­ση “η­με­ρο­λο­γίων για τον Πα­πα­δια­μά­ντη” στη φι­λο­λο­γι­κή σε­λί­δα της «Κα­θη­με­ρι­νής».
Και οι δυο δεί­χνουν ι­διαί­τε­ρα εν­θου­σια­σμέ­νοι. Τα βρί­σκουν ό­λα ρό­δι­να. Την προ­χει­ρό­τη­τα, που χα­ρα­κτη­ρί­ζει το εκ­κο­λα­πτό­με­νο, οιο­νεί, Έτος Πα­πα­δια­μά­ντη, δεί­χνει να μην την α­ντι­λαμ­βά­νο­νται. Πα­ρά­δειγ­μα, ο Μπα­σκό­ζος μνη­μο­νεύει, με­τα­ξύ άλ­λων, την ε­βδο­μα­διαία εκ­πο­μπή για τον Πα­πα­δια­μά­ντη, που ξε­κί­νη­σε στις 3 Ια­νουα­ρίου, η­μέ­ρα, που, πριν α­πό 100 χρό­νια, κη­δεύ­τη­κε και την ο­ποία γνω­ρί­ζει α­πό πρώ­το χέ­ρι, α­φού εί­ναι ο υ­πεύ­θυ­νος έ­ρευ­νας. Δεν α­να­φέ­ρει, ό­μως, ό­τι, στους τίτ­λους, το ό­νο­μα του Πα­πα­δια­μά­ντη α­να­γρά­φε­ται με ψι­λά γράμ­μα­τα μό­νο στο τέ­λος του τε­τρά­στι­χου, το ο­ποίο χρη­σι­μεύει ως προ­με­τω­πί­δα στη σει­ρά των εκ­πο­μπών και α­πό το ο­ποίο προέ­κυ­ψε ο τίτ­λος, «Το σκο­τει­νό τρυ­γό­νι». Ού­τε ό­τι η εκ­πο­μπή κα­τα­χω­ρεί­ται ως «Το σκο­τει­νό τρυ­γό­νι» στα τη­λε­ο­πτι­κά προ­γράμ­μα­τα των ε­φη­με­ρί­δων, χω­ρίς την πα­ρα­μι­κρή α­να­φο­ρά ό­τι πρό­κει­ται για εκ­πο­μπή σχε­τι­κή με τον Πα­πα­δια­μά­ντη. Εκτός κι αν οι υ­πεύ­θυ­νοι θεω­ρούν τό­σο δια­βα­σμέ­νο τον κά­θε τη­λε­θε­α­τή, ώ­στε να γνω­ρί­ζει ό­τι έ­τσι α­να­φέ­ρει ε­αυ­τόν ο Πα­πα­δια­μά­ντης σε νε­α­νι­κό ποίη­μά του “προς τη μη­τέ­ρα του” και ό­τι έ­τσι τον α­πο­κα­λούν σή­με­ρα ό­σοι α­νι­χνεύουν τις υ­πο­τι­θέ­με­νες “σκο­τει­νές” πλευ­ρές του. Λη­σμο­νεί, ε­πί­σης, να σχο­λιά­σει τη μι­κρή διάρ­κεια της εκ­πο­μπής, μό­λις 15', που έ­χει ως ε­πα­κό­λου­θο να κα­τα­κερ­μα­τί­ζο­νται εν­δια­φέ­ρου­σες θε­μα­τι­κές ε­νό­τη­τες, ό­πως ο Πα­πα­δια­μά­ντης και ο κι­νη­μα­το­γρά­φος, ο Πα­πα­δια­μά­ντης και η τη­λεό­ρα­ση, ο Πα­πα­δια­μά­ντης και το θέ­α­τρο, που εί­χαν πρω­το­πα­ρου­σια­στεί σε α­φιέ­ρω­μα στον Πα­πα­δια­μά­ντη του, πά­λαι πο­τέ, έν­θε­του «Επτά Ημέ­ρες» της «Κα­θη­με­ρι­νής».
Λι­γό­τε­ρη έκ­πλη­ξη προ­κα­λεί το κεί­με­νο του Ν.Δ.Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λου, ο ο­ποίος, έ­τσι κι αλ­λιώς, στις βι­βλιο­πα­ρου­σιά­σεις του, α­ντι­κρί­ζει στα­θε­ρά το πο­τή­ρι μι­σο­γε­μά­το και πο­τέ μι­σοά­δειο, μοι­ρά­ζο­ντας ε­γκω­μια­στι­κούς χα­ρα­κτη­ρι­σμούς. Έτσι πα­ρα­λεί­πει την κύ­ρια ε­πι­σή­μαν­ση ό­τι οι α­θη­ναίοι εκ­δό­τες, α­γνό­η­σαν τον Πα­πα­δια­μά­ντη και δεν ε­τοί­μα­σαν ού­τε έ­να η­με­ρο­λό­γιο προς τι­μήν του. Αντί αυ­τού, πα­ρου­σιά­ζει τέσ­σε­ρις εκ­δό­σεις, ό­που οι τρεις δεν έ­φθα­σαν στο κλει­νόν ά­στυ. Η πρώ­τη εί­ναι το η­με­ρο­λό­γιο του Δή­μου Σκιά­θου, το ο­ποίο κυ­κλο­φό­ρη­σε α­πό θεσ­σα­λο­νι­κιώ­τι­κο εκ­δο­τι­κό οί­κο και ως γνω­στόν, οι εκ­δό­σεις της Βο­ρείου Ελλά­δος δεν κα­τορ­θώ­νουν να σπά­σουν το φράγ­μα του Ολύ­μπου. Οι άλ­λες δυο εί­ναι το­πι­κές εκ­δό­σεις και εκ των πραγ­μά­των μι­κρής εμ­βέ­λειας. Η μία εί­ναι το η­με­ρο­λό­γιο της Μη­τρο­πό­λεως Χαλ­κί­δος, σε σχή­μα η­με­ρο­λο­γίων τσέ­πης, με φω­το­γρα­φία του Πα­πα­δια­μά­ντη στο ε­ξώ­φυλ­λο και δύο κεί­με­να γι αυ­τόν. Ενώ η άλ­λη εί­ναι το η­με­ρο­λό­γιο των εκ­δό­σεων «Τέ­χνη» της Βέ­ροιας. Αυ­τό, υ­πό μορ­φή βι­βλια­ρίου, με 14 πί­να­κες του αυ­το­δί­δα­κτου ζω­γρά­φου Θα­νά­ση Χρή­στου και ι­σά­ριθ­μα α­πο­σπά­σμα­τα α­πό πα­πα­δια­μα­ντι­κά διη­γή­μα­τα. Η τέ­ταρ­τη έκ­δο­ση, κα­τα­χρη­στι­κά α­πο­κα­λεί­ται η­με­ρο­λό­γιο, α­φού πρό­κει­ται για τα «Δί­πτυ­χα της Εκκλη­σίας της Ελλά­δος», που εκ­δί­δο­νται ε­τη­σίως. Στην έκ­δο­ση του 2011 προ­βλέ­πο­νται, στην αρ­χή, κά­ποιες σε­λί­δες α­φιε­ρω­μέ­νες στον Πα­πα­δια­μά­ντη. Αυ­τή εί­ναι η μό­νη α­πό τις τέσ­σε­ρις εκ­δό­σεις, που υ­πάρ­χει σε βι­βλιο­πω­λεία της Αθή­νας, τα ει­δι­κά, προ­φα­νώς, για τις εκ­κλη­σια­στι­κές εκ­δό­σεις.
Όμως οι α­θη­ναίοι εκ­δό­τες δεν α­δια­φό­ρη­σαν μό­νο για πα­πα­δια­μα­ντι­κά η­με­ρο­λό­για αλ­λά και γε­νι­κό­τε­ρα, για πα­πα­δια­μα­ντι­κές εκ­δό­σεις. Όσοι εί­χαν πα­λαιό­τε­ρες, τις α­να­σύ­ρουν α­πό τις α­πο­θή­κες τους ή και τις ε­πα­νεκ­δί­δουν, αν, πα­ρ' ελ­πί­δα, εί­ναι ε­ξαν­τλη­μέ­νες. Τα και­νού­ρια βι­βλία, προ­σώ­ρας, εί­ναι μό­λις δυο αν­θο­λο­γίες, ό­που η μία κα­τ' ε­πί­φα­σιν μό­νο εί­ναι πα­πα­δια­μα­ντι­κή. Την πρω­το­βου­λία και στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις την έ­χουν θεσ­σα­λοί συγ­γρα­φείς. Τον Οκτώ­βριο εκ­δό­θη­κε η αν­θο­λο­γία “ε­πτά α­γα­πη­τι­κών διη­γη­μά­των του Αλέ­ξαν­δρου Πα­πα­δια­μά­ντη”, ε­πι­λεγ­μέ­νων α­πό τον Κώ­στα Ακρί­βο, με ει­κο­νο­γρά­φη­ση Δη­μή­τρη Μο­ρά­ρου και τίτ­λο «Να εί­χεν ο έ­ρω­τας σαΐτες!», και τον Δε­κέμ­βριο μια αν­θο­λο­γία “χρι­στου­γεν­νιά­τι­κων α­φη­γη­μά­τω­ν”, που ξε­χώ­ρι­σε ο Θα­νά­σης Νιάρ­χος. Σε αυ­τήν τη δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, δεν πρό­κει­ται για διη­γή­μα­τα του Πα­πα­δια­μά­ντη ε­κτός α­πό έ­να, το ο­ποίο και προ­τάσ­σε­ται. Σύμ­φω­να με το “ε­πι­λο­γι­κό ση­μείω­μα”, πρό­κει­ται για “ε­πι­λο­γή α­φη­γη­μα­τι­κών κει­μέ­νων - διη­γη­μά­των στην πλειο­νό­τη­τά τους - που έ­χουν γρα­φεί συ­νει­δη­τά ή α­σύ­νει­δα, κά­τω α­πό το θεό­ρα­το, ό­σο μια χώ­ρα, πλα­τά­νι που φύ­τε­ψε και α­νά­θρε­ψε ο παμ­μέ­γι­στος σκια­θί­της διη­γη­μα­το­γρά­φος”. Ασα­φής ι­σχυ­ρι­σμός, που ση­κώ­νει πο­λύ νε­ρό. Ιδιαί­τε­ρα, ε­κεί­νο το α­σύ­νει­δα, που πα­ρα­πέ­μπει ευ­θέως στο με­τα­φυ­σι­κό πε­δίο και τις ψυ­χα­να­λυ­τι­κές δαι­δά­λους.
Όσο για τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό παμ­μέ­γι­στος, μπο­ρού­με να φα­ντα­στού­με να πα­ρα­πέ­μπει σε ο­ποιον­δή­πο­τε άλ­λον, α­πό τους Παμ­μέ­γι­στους Τα­ξιάρ­χες μέ­χρι τον “Αλέ­ξαν­δρο τον παμ­μέ­γι­στο”, σύμ­φω­να και με πρό­σφα­τη βιο­γρα­φία του Μα­κε­δό­να Στρα­τη­λά­τη, ε­κτός του Πα­πα­δια­μά­ντη. Ο Σκια­θί­της θα ε­ρυ­θριού­σε με το υ­περ­βο­λι­κό της έκ­φρα­σης αλ­λά και με τη με­γα­λορ­ρη­μο­σύ­νη της ό­λης α­να­φο­ράς. Πά­λι κα­λά, που το θεό­ρα­το πλα­τά­νι, που φύ­τε­ψε και α­νά­θρε­ψε, κρα­τή­θη­κε ε­ντός των ο­ρίων της χώ­ρας και δεν του α­πο­δό­θη­καν, κα­τά την τρέ­χου­σα τά­ση, ευ­ρω­παϊκές ή και πα­γκό­σμιες δια­στά­σεις. Από τό­τε, πά­ντως, που ο Μέ­νης Κου­μα­ντα­ρέ­ας, σε ο­μι­λία του στο Μέ­γα­ρο Μου­σι­κής, με­τα­μόρ­φω­σε, ποιη­τι­κή α­δεία, την “βα­σι­λι­κή δρυ­ν” του Πα­πα­δια­μά­ντη στην πλά­τα­νο της Κη­φι­σιάς, ό­λο για πλα­τά­νια γί­νε­ται λό­γος. Τώ­ρα, κα­τά πό­σο, στον ί­σκιο του Πα­πα­δια­μά­ντη, γρά­φτη­καν τα, εν λό­γω, χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα α­φη­γή­μα­τα, ό­πως κά­πο­τε γρά­φο­νταν ποιή­μα­τα “στη βα­ριά σκιά του Πα­λα­μά”, κα­τά την έκ­φρα­ση του Κ.Θ.Δη­μα­ρά, μέ­νει ζη­τού­με­νο.
Ένας ποιη­τής, ω­στό­σο, δι­καιού­ται να υ­περ­βά­λει ή μάλ­λον α­κρι­βέ­στε­ρα, πα­ρό­μοιοι ρο­μα­ντι­κοί εν­θου­σια­σμοί α­πο­τε­λούν α­να­πό­σπα­στο ό­σο και πο­λύ­τι­μο κομ­μά­τι της φύ­σης του. Και ο Νιάρ­χος πα­ρα­μέ­νει ποιη­τής, πα­ρά την ε­να­σχό­λη­σή του με πλεί­στα άλ­λα. Άλλω­στε, μό­νο έ­νας ποιη­τής θα έ­κλει­νε το “ε­πι­λο­γι­κό ση­μείω­μά” του με τη φρά­ση, “Ένα κε­ρά­κι στη μνή­μη του και το βι­βλίο αυ­τό - α­φιέ­ρω­μα μιας πο­λύ­πλα­γκτης νεό­τε­ρης γε­νιάς”, που ση­μαί­νει ό­τι προσ­λαμ­βά­νει την πε­ρί άλ­λα τυρ­βά­ζου­σα νεό­τε­ρη γε­νιά ως πο­λυ­πλά­νη­το και πο­λυ­πα­θή. Όπως, ε­πί­σης, μό­νο έ­νας ποιη­τής θα φα­ντα­σιω­νό­ταν ό­τι ο Πα­πα­δια­μά­ντης “λει­τουρ­γεί ως σω­σί­βιο σε, ε­θνι­κά και πα­γκό­σμια, χα­λε­πέ­στα­τους και­ρούς”. Αλλά και μό­νο έ­νας ποιη­τής θα ε­πι­νοού­σε έ­ναν τό­σο ε­πί­και­ρο τίτ­λο ως χαι­ρε­τι­σμό στο αρ­χό­με­νο Έτος Πα­πα­δια­μά­ντη. Μό­νο που φαί­νε­ται ό­τι δεν στά­θη­κε δυ­να­τό στον αν­θο­λό­γο να πραγ­μα­τώ­σει τη φι­λό­δο­ξη ι­δέα του και να συ­γκε­ντρώ­σει πε­ζά α­ντί­στοι­χου ύ­ψους.
Ποιος θα δια­φω­νού­σε, ο­λό­κλη­ρο το 2011, να μνη­μο­νεύου­με και να υ­μνού­με Πα­πα­δια­μά­ντη! Εξαί­ρε­τη ι­δέα. Όχι, ό­μως, και να θεω­ρού­με ως ε­μπνευ­σμέ­νο α­πό ε­κεί­νον το τυ­χόν διή­γη­μα, που γρά­φτη­κε α­πό τα δι­κά του χρό­νια μέ­χρι σή­με­ρα. Ακό­μη κι αν πρό­κει­ται για χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο. Εί­δος διη­γη­μά­των, που σχε­δόν ταυ­τί­στη­κε μα­ζί του, κι ας έ­χει γρά­ψει μό­λις 25 διη­γή­μα­τα για τις γιορ­τές των Χρι­στου­γέν­νων. Ας δού­με, ό­μως, εκ του σύ­νεγ­γυς, τα συ­νο­λι­κά 42 πε­ζά, που αν­θο­λο­γού­νται, γραμ­μέ­να α­πό πα­λαιό­τε­ρους έως και νεό­τε­ρους συγ­γρα­φείς, με πρε­σβύ­τε­ρο τον Αλέ­ξαν­δρο Μω­ραϊτί­δη, γεν­νη­μέ­νο το 1850, και νε­α­ρό­τε­ρο τον Κώ­στα Ακρί­βο, που έ­κλει­σε τα 52. Συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται πε­ζο­γρά­φοι της γε­νιάς του Πα­πα­δια­μά­ντη, πα­λα­μι­κοί και με­τα­πα­λα­μι­κοί ποιη­τές, με ε­πι­δό­σεις και στον πε­ζό λό­γο, με­σο­πο­λε­μι­κοί μυ­θι­στο­ριο­γρά­φοι και κρι­τι­κοί, με­τα­πο­λε­μι­κοί συγ­γρα­φείς και ε­πί­σης, δυο άν­θρω­ποι των τε­χνών, η μου­σι­κός Σο­φία Σπα­νού­δη και ο ζω­γρά­φος Πα­να­γιώ­της Τέ­τσης.
Από τους με­τα­πο­λε­μι­κούς συγ­γρα­φείς ε­πι­λέ­γο­νται δε­κα­τρείς ζώ­ντες. Τα κεί­με­νά τους αν­θο­λο­γού­νται εί­τε α­πό βι­βλία τους εί­τε α­πό δη­μο­σιεύ­μα­τά τους σε πε­ριο­δι­κά, ε­νώ τέσ­σε­ρα εί­ναι α­νέκ­δο­τα. Δεν γνω­ρί­ζου­με αν και οι δε­κα­τρείς γρά­φουν υ­πό την σκιά του πα­πα­δια­μα­ντι­κού πλα­τά­νου. Αν έ­χει έ­τσι, ο ί­σκιος δεν λει­τούρ­γη­σε ευερ­γε­τι­κά ή, μάλ­λον α­κρι­βέ­στε­ρα, δεν λει­τούρ­γη­σε κα­θό­λου, α­φή­νο­ντας α­νε­πη­ρέ­α­στους τους τρό­πους γρα­φής τους, που, κα­τά κα­νό­να, ου­δό­λως συγ­γε­νεύουν με του Πα­πα­δια­μά­ντη. Μό­νο τα α­φη­γή­μα­τα τριών συ­νο­μη­λί­κων συγ­γρα­φέων συ­νο­μι­λούν με τον Πα­πα­δια­μά­ντη και τον κό­σμο του. Το διή­γη­μα «Η με­τα­νά­στις», α­πό την τε­λευ­ταία συλ­λο­γή διη­γη­μά­των «Τα πι­κρά γλυ­κά», του Χρι­στό­φο­ρου Μη­λιώ­νη, που ή­δη με τον τίτ­λο του γνέ­φει στον Σκια­θί­τη. Το “άρ­θρον ε­πι­στο­λι­μαίο­ν” του Ν. Δ. Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λου, γραμ­μέ­νο για τα Χρι­στού­γεν­να του 1987 και δη­μο­σιευ­μέ­νο στο πε­ριο­δι­κό «Τέ­ταρ­το». Και έ­να τρί­το, που α­γνοού­σα­με και ή­ταν μια α­πό τις ευ­χά­ρι­στες εκ­πλή­ξεις της αν­θο­λο­γίας: Πρό­κει­ται για “γράμ­μα στον Αλέ­ξαν­δρο Πα­πα­δια­μά­ντη” δια χει­ρός Βα­σί­λη Βα­σι­λι­κού. Έχει γρα­φεί τον Δε­κέμ­βριο του 1960, ό­ταν ο ει­κο­σιε­πτα­ε­τής τό­τε συγ­γρα­φέ­ας βίω­νε τα πά­θη του ξε­νι­τε­μέ­νου στην πό­λη Κα­γιού­γκα, “έ­ξι ώ­ρες με το αυ­το­κί­νη­το α­πό την Νέα Υόρ­κη”. Εκεί σκη­νο­θε­τεί με­τά ε­μπνεύ­σεως την συ­νά­ντη­ση του ί­διου και της αρ­ρα­βω­νια­στι­κιάς του, ο­νό­μα­τι Πό­πης, με­τά του πα­πα­δια­μά­ντειου ή­ρωα Χρι­στο­δου­λή. Ως έ­φη­βος ο Χρι­στο­δου­λής υ­πήρ­ξε α­ντί­ζη­λος του α­φη­γη­τή στο «Ολό­γυ­ρα στη λί­μνη» για τα μά­τια της ω­ραίας Πο­λύ­μνιας. Ως η­λι­κιω­μέ­νος εί­ναι έ­νας ευ­κα­τά­στα­τος ε­στιά­το­ρας στην Κα­γιού­γκα, με σύ­ζυ­γο την τρί­τη ε­ξα­δέλ­φη της Πο­λύ­μνιας. Αν μη τι άλ­λο, ο Βα­σι­λι­κός, στο εν λό­γω διή­γη­μά του, με­ταγ­γί­ζει πα­πα­δια­μά­ντειο χιού­μορ. Θα ξε­χω­ρί­ζα­με έ­να α­κό­μη διή­γη­μα, τον «Μι­κρο­ψαλ­τά­κο» του Σω­τή­ρη Δη­μη­τρίου, που κα­τορ­θώ­νει, χω­ρίς κα­θό­λου να προ­δί­δει τον δι­κό του μυ­θο­πλα­στι­κό κό­σμο, να συ­νο­μι­λεί α­πό τα ψη­λά της Μουρ­γκά­νας με τον Σκια­θί­τη.
Να ση­μειώ­σου­με ό­τι στους δε­κα­τρείς νεό­τε­ρους συ­μπε­ρι­λά­βα­με αυ­θαι­ρέ­τως και έ­ναν ά­γνω­στο σε μας. Το Λ. Θε­ο­φι­λό­που­λο. Στην αν­θο­λο­γία δεν δί­νο­νται βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία των συγ­γρα­φέων. Στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, δεν πα­ρα­τί­θε­ται ού­τε καν το μι­κρό ό­νο­μα του συγ­γρα­φέα. Μπο­ρεί τα βιο­γρα­φι­κά να θεω­ρού­νται φι­λο­λο­γι­κός φόρ­τος, ω­στό­σο πα­ρέ­χουν έ­ναν μπού­σου­λα στον α­να­γνώ­στη. Ιδιαί­τε­ρα σε μια αν­θο­λο­γία ό­πως αυ­τή, που τα κεί­με­να δεν αν­τλού­νται α­πό τις πρώ­τες δη­μο­σιεύ­σεις τους αλ­λά α­πό πρό­σφα­τες α­να­δη­μο­σιεύ­σεις. Ακό­μη και για το προ­τασ­σό­με­νο διή­γη­μα του Πα­πα­δια­μά­ντη, «Στο Χρι­στό στο Κά­στρο», ως πη­γή δί­νε­ται ο τό­μος με τα «Χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα διη­γή­μα­τα» του Πα­πα­δια­μά­ντη, που ε­ξέ­δω­σε το «Βι­βλιο­πω­λείον της Εστίας» το 2002. Κα­τά τα άλ­λα, γί­νε­ται έ­να συ­στη­μα­τι­κό ε­ρά­νι­σμα α­πό ο­ρι­σμέ­νους τό­μους του πε­ριο­δι­κού «Νέα Εστία», α­πό το 1927 μέ­χρι το 1939 και α­πό τη δε­κα­ε­τία του '70, με συ­νο­λι­κή σο­δειά 16 κεί­με­να.
Προ­φα­νώς, η πα­ρά­τα­ξή τους δεν γί­νε­ται με βά­ση τη χρο­νο­λο­γία της πρώ­της δη­μο­σίευ­σης, α­φού αυ­τή α­γνο­εί­ται. Ού­τε, ό­μως, πα­ρα­τάσ­σο­νται κα­τά την η­λι­κια­κή σει­ρά των συγ­γρα­φέων. Ωστό­σο, δια­τη­ρεί­ται μια κά­ποια ιε­ραρ­χία με­τα­ξύ πα­λαιό­τε­ρων, με­σο­πο­λε­μι­κών και νεό­τε­ρων. Μο­να­δι­κή ε­ξαί­ρε­ση α­πο­τε­λεί ο μι­κρα­σιά­της ποιη­τής Μέ­νος Φι­λή­ντας, που δια­σώ­θη­κε ως “γλωσ­σο­λό­γος του δη­μο­τι­κι­σμού”. Το κεί­με­νό του, τα «Χρι­στού­γεν­να», με το ο­ποίο κλεί­νει η αν­θο­λο­γία, α­να­φέ­ρε­ται στα ε­τυ­μο­λο­γι­κά της λέ­ξης Χρι­στού­γεν­να. Δη­μο­σιευ­μέ­νο στην «Νέα Εστία», Δε­κέμ­βριο 1930, κα­τα­λή­γει με τη φρά­ση: “Οι α­να­γνώ­στες της «Νέ­ας Εστίας» εί­ναι Έλλη­νες, και οι «Έλλη­νες σο­φίαν ζη­τού­σι»”. Σή­με­ρα η­χεί ε­ντε­λώς πα­ρά­ται­ρη, δί­νει, ό­μως, έ­ναν αι­σιό­δο­ξο τό­νο.
Από τα 27 α­φη­γή­μα­τα πα­λαιό­τε­ρων και με­σο­πο­λε­μι­κών, μό­λις τρία α­να­φέ­ρο­νται στον Πα­πα­δια­μά­ντη. Το κυ­ρίως σώ­μα εί­ναι μεν χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα, αλ­λά χω­ρίς κα­νέ­να ί­χνος του Πα­πα­δια­μά­ντη, ού­τε θε­μα­τι­κό ού­τε μορ­φι­κό. Ελπί­ζου­με να μην πα­ρα­πλα­νη­θεί κά­ποιος α­να­γνώ­στης α­πό το ό­νο­μα του πρω­τα­γω­νι­στή στο α­φή­γη­μα του Ξε­νό­που­λου. Ονο­μά­ζε­ται μεν Αλέ­κος, αλ­λά “πλού­σιος, ά­νερ­γος και ποιη­τής” εί­ναι ο κα­τάλ­λη­λος ή­ρωας για έ­να α­θη­ναϊκό ρο­μά­ντσο, α­πό ε­κεί­να στα ο­ποία ε­πι­δι­δό­ταν ο Ζα­κύν­θιος. Επί­σης, α­νά­με­σα στα α­φη­γή­μα­τα, υ­πάρ­χουν και δυο δο­κι­μια­κής υ­φής, του Κ.Θ. Δη­μα­ρά και του Άλκη Θρύ­λου, που θα μας ή­ταν α­δύ­να­το να πι­στέ­ψου­με ό­τι, έ­στω και α­σύ­νει­δα, ε­πι­κοι­νω­νού­σαν με το πνεύ­μα του Πα­πα­δια­μά­ντη.
Η χρο­νο­λο­γι­κή πα­ρά­τα­ξη των πρώ­των δη­μο­σιεύ­σεων δια­σώ­ζε­ται μό­νο στα τρία προ­τασ­σό­με­να κεί­με­να, πα­ρό­λο που δεν δί­νο­νται οι α­κρι­βείς χρο­νο­λο­γίες. Το πρώ­το διή­γη­μα, «Στο Χρι­στό στο Κά­στρο», εί­ναι μεν δη­μο­σιευ­μέ­νο το 1892, ω­στό­σο η πρώ­τη δη­μο­σίευ­σή του φέ­ρει την η­με­ρο­μη­νία 14 Δε­κεμ­βρίου 1891. Το δεύ­τε­ρο, «Προ­πέρ­σι­να Χρι­στού­γεν­να», του Κώ­στα Κρυ­στάλ­λη πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε στην ε­φη­με­ρί­δα «Φω­νή της Ηπεί­ρου» στις 25 Δε­κεμ­βρίου 1892. Σε αυ­τήν την πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση φέ­ρει τον υ­πό­τιτ­λο «Φι­λι­κή γρα­φή α­πό τα Γιάν­νι­να», που πα­ρα­λή­φθη­κε στην Ανθο­λο­γία. Πρό­κει­ται για έ­να διή­γη­μα, που α­να­τρέ­χει στον α­πα­γο­ρευ­μέ­νο ε­ορ­τα­σμό των Χρι­στου­γέν­νων του 1890 στα ο­θω­μα­νο­κρα­τού­με­να Γιάν­νε­να. Το τρί­το εί­ναι έ­να α­πό τα γνω­στό­τε­ρα διη­γή­μα­τα του Αλέ­ξαν­δρου Μω­ραϊτί­δη, «Χρι­στού­γεν­να στον ύ­πνο μου», που πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε στην ε­φη­με­ρί­δα «Ακρό­πο­λις» στις 25 Δε­κεμ­βρίου 1898. Αυ­τό το διή­γη­μα, μα­ζί με τις δυο α­φη­γή­σεις, που α­κο­λου­θούν, του Ιωάν­νη Δαμ­βέρ­γη και του Μιλ­τιά­δη Μα­λα­κά­ση, συ­νι­στούν και τις τρεις μαρ­τυ­ρίες για τον Πα­πα­δια­μά­ντη στην Ανθο­λο­γία. Αυ­τά, εν α­να­μο­νή, αρ­γο­πο­ρη­μέ­νων η­με­ρο­λο­γίων, πα­σχα­λι­νών και άλ­λων αν­θο­λο­γιών.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 13/3/2011

Ο κατά Ακρόϋντ Σαίξπηρ

Πή­τερ Ακρόϋντ
«Σαί­ξ­πηρ. Η βιο­γρα­φία»
Με­τά­φρα­ση: Σπύ­ρος Τσού­γκος
Εκδό­σεις: Μι­κρή Άρκτος
Δε­κέ­μ­βριος 2010

Oσα γνω­ρί­ζου­με με­τά βε­βαιό­τη­τας για τον Σαί­ξ­πηρ εί­ναι τό­σο λί­γα, ώ­στε να προ­σφέ­ρο­νται μά­λ­λον για μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή βιο­γρα­φία πα­ρά για πρα­γ­μα­τι­κή βιο­γρα­φία. Κι αυ­τό ι­δίως ό­ταν το έ­ρ­γο της βιο­γρά­φη­σης δεν το α­να­λα­μ­βά­νει έ­νας ει­δι­κός, φι­λό­λο­γος ή με­λε­τη­τής του θεά­τρου, α­λ­λά έ­νας συ­γ­γρα­φέ­ας, ό­πως ο Πή­τερ Ακρόϋντ. Όπως φαί­νε­ται, ό­μως, τα τε­λευ­ταία χρό­νια, το α­να­γνω­στι­κό κοι­νό προ­τι­μά τα μη μυ­θο­πλα­στι­κά βι­βλία, εν μέ­σω των ο­ποίων, την πρω­το­κα­θε­δρία κρα­τά­ει η βιο­γρα­φία. Γι' αυ­τό και ο Ακρόϋντ, που πα­τά­ει, ευ­θύς εξ α­ρ­χής, σε δυο βά­ρ­κες, της μυ­θι­στο­ριο­γρα­φίας και της βιο­γρά­φη­σης, την τε­λευ­ταία δε­κα­ε­τία, πλη­θαί­νει τις βιο­γρα­φίες. Στα κα­θ' η­μάς, μη έ­χο­ντας βιο­γρα­φίες ξέ­νων γρα­μ­μέ­νες α­πό Έλλη­νες, κα­λύ­πτου­με τη ζή­τη­ση με με­τα­φρά­σεις. Για τον Σαί­ξ­πηρ μό­νο έ­να α­στυ­νο­μι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα, ε­μπνευ­σμέ­νο α­πό το θέ­α­τρό του και την ε­πο­χή του, ε­κ­δό­θη­κε, το 2006, ως με­τα­θα­νά­τιο έ­ρ­γο του θε­α­τρι­κού κρι­τι­κού Βάϊου Πα­γκου­ρέ­λη, το «Ένα κρα­νίο για τον Γιό­ρικ».
Μέ­νει, βε­βαίως, ζη­τού­με­νο, για­τί, α­πό ό­λες τις βιο­γρα­φίες του Σαί­ξ­πηρ ή και ει­δι­κό­τε­ρα, α­πό ό­σες ε­κ­δό­θη­καν ε­ντός του τρέ­χο­ντος αιώ­να, προ­τι­μή­θη­κε του Ακρόϋντ, κι ας ή­ταν ε­κεί­νη, που δέ­χτη­κε τα πε­ρι­σ­σό­τε­ρα πυ­ρά της α­γ­γλό­φω­νης κρι­τι­κής. Μά­λ­λον για τον ί­διο λό­γο, που προ­τι­μή­θη­καν οι δι­κές του βιο­γρα­φίες για τον Έλιοτ και τον Πόε. Για­τί, α­πλού­στα­τα, εί­ναι έ­νας α­πό τους α­γα­πη­μέ­νους συ­γ­γρα­φείς του ε­λ­λη­νι­κού α­να­γνω­στι­κού κοι­νού. Ο Ακρόϋντ ά­ρ­χι­σε να με­τα­φρά­ζε­ται το 1994, δη­λα­δή σχε­τι­κά νω­ρίς, αν λά­βου­με υ­πό­ψη ό­τι ε­ξέ­δω­σε το πρώ­το πε­ζο­γρα­φι­κό του βι­βλίο το 1980. Από τό­τε μέ­χρι σή­με­ρα, αν δεν λη­σμο­νού­με κά­ποιο, έ­χουν ε­κ­δο­θεί έ­ξι μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, τρεις βιο­γρα­φίες και δυο βι­βλία α­πό τα έ­ξι συ­νο­λι­κά, που έ­χει γρά­ψει υ­πό τον γε­νι­κό τί­τ­λο «Τα­ξί­δια στο χρό­νο».
Ο Ακρόϋντ ξε­κί­νη­σε ως ποιη­τής και δο­κι­μιο­γρά­φος, ε­νώ βιο­πο­ρι­στι­κά ά­ρ­χι­σε να α­σχο­λεί­ται με την κρι­τι­κή. Η πρώ­τη του βιο­γρα­φία εί­ναι του Έζρα Πά­ου­ντ, το 1980. Εξη­ντά­ρης, σή­με­ρα, α­να­φέ­ρε­ται πρω­τί­στως ως βιο­γρά­φος και δευ­τε­ρευό­ντως ως μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος. Άλλω­στε και τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του στη­ρί­ζο­νται, κα­τά έ­να με­γά­λο μέ­ρος, σε ι­στο­ρι­κά πρό­σω­πα και γε­γο­νό­τα. Ένα κα­λό πα­ρά­δει­γ­μα προ­σφέ­ρει το πιο πρό­σφα­τα με­τα­φρα­σμέ­νο στα ε­λ­λη­νι­κά, «Η πτώ­ση της Τροίας», που ε­μπνέε­ται α­πό τις α­να­σκα­φές του Ερρί­κου Σλή­μαν. Δε­δο­μέ­νου, ό­μως, ό­τι του δί­νει τη μο­ρ­φή α­στυ­νο­μι­κού, α­πο­φεύ­γει να ε­μπλέ­ξει το ι­στο­ρι­κό πρό­σω­πο. Κρα­τά­ει, ω­στό­σο, το ό­νο­μα της συ­ζύ­γου του Σλή­μαν, της Σο­φίας, για τη σύ­ζυ­γο του ή­ρωά του.
Όσο α­φο­ρά τον βιο­γρά­φο Ακρόϋντ, που ε­ν­δια­φέ­ρει ε­δώ, δεν ε­πι­λέ­γει τους βιο­γρα­φού­με­νους, ό­πως, για πα­ρά­δει­γ­μα, ο Στέ­φαν Τσβάϊχ, με κρι­τή­ριο το ψυ­χα­να­λυ­τι­κό ε­ν­δια­φέ­ρον της προ­σω­πι­κό­τη­τάς τους, ού­τε, ό­μως, με βά­ση το πό­σο ση­μα­ντι­κοί στά­θη­καν. Το πά­θος του Ακρόϋντ εί­ναι η πό­λη του, το Λο­ν­δί­νο. Αυ­τός εί­ναι ο προ­νο­μια­κός τό­πος των πε­ρι­σ­σό­τε­ρων μυ­θι­στο­ρη­μά­των του, ε­νώ οι πε­ρι­σ­σό­τε­ροι α­πό ό­σους έ­χει βιο­γρα­φή­σει εί­ναι βέ­ροι Λο­ν­δρέ­ζοι, ό­πως και ο ί­διος. Πρώ­τη του α­γά­πη στά­θη­κε ο Ντί­κε­νς. Τον βιο­γρά­φη­σε και ε­κτός αυ­τού, δα­νεί­στη­κε την υ­πό­θε­ση α­πό το βι­βλίο του «Μι­κρή Ντό­ριτ» για το πρώ­το μυ­θι­στό­ρη­μά του, «Η με­γά­λη πυ­ρ­κα­γιά του Λο­ν­δί­νου». Δεν τον ε­ν­δια­φέ­ρει τό­σο με τι α­σχο­λεί­ται ο βιο­γρα­φού­με­νος, α­ρ­κεί ε­κεί­νος να πε­ρι­δια­βαί­νει τα λο­ν­δρέ­ζι­κα σο­κά­κια. Γι' αυ­τό και ό­ταν ε­ξά­ντ­λη­σε τους συ­γ­γρα­φείς της πό­λης, α­πό τον μα­κρι­νό πρό­γο­νό του Τζέ­φρεϋ Τσό­σερ μέ­χρι τον Μπλέϊκ και τον Έλιο­τ, στρά­φη­κε σε ά­λ­λους ε­πι­φα­νείς του Λο­ν­δί­νου, α­πό τον Νεύ­τω­να μέ­χρι τον ου­μα­νι­στή Τό­μας Μουρ ή και τον ζω­γρά­φο Τζό­ζεφ Τέ­ρ­νερ. Και κο­ντά σε αυ­τούς, α­σχο­λή­θη­κε με τους Αμε­ρι­κα­νούς του Λο­ν­δί­νου, ξε­κι­νώ­ντας α­πό τους κο­ρυ­φαίους, πρώ­τα τον Πά­ου­ντ και πρό­σφα­τα, τον Πόε. Θα μπο­ρού­σα­με να πα­ρα­τη­ρή­σου­με γε­νι­κό­τε­ρα, ό­τι ο Ακρόϋντ δεί­χνει ι­διαί­τε­ρο, αν ό­χι α­πο­κλει­στι­κό, ε­ν­δια­φέ­ρον στους τό­πους και δη, σε ε­κεί­νους της α­γ­γλι­κής ε­πι­κρά­τειας.
Πο­λ­λοί πι­στεύουν ό­τι η κο­ρυ­φαία των βιο­γρα­φιών του, η ο­ποία βρα­βεύ­τη­κε και α­γα­πή­θη­κε α­πό το α­γ­γλό­φω­νο κοι­νό, εί­ναι του Λο­ν­δί­νου, που ε­ξέ­δω­σε το 2000. Κα­θό­λου τυ­χαία, ο τί­τ­λος της εί­ναι: «Λο­ν­δί­νο: η βιο­γρα­φία». Και πρά­γ­μα­τι, κρί­νο­ντας α­πό την προ­σή­λω­ση που δεί­χνει σε ό­λα τα βι­βλία του στην πό­λη του Λο­ν­δί­νου, η εν λό­γω βιο­γρα­φία μπο­ρεί να εί­ναι ά­ξια της έ­μ­φα­σης, που προ­σ­δί­δει στον τί­τ­λο το ο­ρι­στι­κό ά­ρ­θρο. Αντι­θέ­τως, στους τί­τ­λους των βιο­γρα­φιών προ­σώ­πων, φαί­νε­ται λι­γό­τε­ρο φι­λό­δο­ξος, συ­νο­δεύο­ντας το ό­νο­μα του βιο­γρα­φού­με­νου, με κά­ποιο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του. Για πα­ρά­δει­γ­μα: «Τ. Σ. Έλιοτ. Ο ά­ν­θρω­πος πί­σω α­πό τη μά­σκα», «Πόε. Mια σύ­ντο­μη ζωή». Ωστό­σο, για τη βιο­γρα­φία του Σαί­ξ­πη­ρ, που ε­κ­δί­δει πέ­ντε χρό­νια με­τά τη βιο­γρα­φία του Λο­ν­δί­νου, το 2005, το­λ­μά τον ί­διο φι­λό­δο­ξο τύ­πο τί­τ­λου. Εί­ναι κά­τι που ξε­νί­ζει, δε­δο­μέ­νου ό­τι, α­πό ό­λους ό­σους βιο­γρά­φη­σε ο Ακρόϋντ, ο Σαί­ξ­πηρ πα­ρα­μέ­νει ο πιο σκιώ­δης ως πρό­σω­πο, κα­θώς ο βίος του, λί­γο πο­λύ, λα­ν­θά­νει. Όσο για τα λι­γο­στά γνω­στά ί­χνη του, εί­ναι α­κρι­βώς ε­κεί­να, που έ­θρε­ψαν, κα­τά τους ε­ν­διά­με­σους αιώ­νες, τις πε­ρι­κο­κλά­δες της ει­κο­το­λο­γίας. Τα τε­λευ­ταία, μά­λι­στα, χρό­νια, με την ά­ν­θη­ση του α­πο­κρυ­φι­σμού και των α­ντί­στοι­χων μυ­θι­στο­ρη­μά­των, αυ­τές γί­νο­νται πυ­κνό­τε­ρες και ο­χλη­ρό­τε­ρες, κα­θώς τεί­νουν να α­λ­λοιώ­σουν τον δη­μιου­ρ­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα του θε­α­τρι­κού συ­γ­γρα­φέα, που υ­πή­ρ­ξε ο Σαί­ξ­πηρ. Δια­βά­ζο­ντας, πά­ντως, τον κα­τά­λο­γο με τους τί­τ­λους βιο­γρα­φιών του ά­γ­γλου δρα­μα­του­ρ­γού, κα­νείς ά­λ­λος συ­γ­γρα­φέ­ας δεν έ­δει­ξε κα­τά την τι­τ­λο­φό­ρη­ση τό­ση α­πο­κο­τιά ό­ση ο Ακρόϋντ.
Όπως και να έ­χει, αυ­τή η βιο­γρα­φία του Σαί­ξ­πηρ έ­χει τη σφρα­γί­δα των βιο­γρα­φιών του Ακρόϋντ. Μό­νο που σε αυ­τήν η α­γά­πη του για τους α­γ­γλι­κούς τό­πους, τα ή­θη, τα έ­θι­μα και την α­τμό­σφαι­ρα προ­γε­νέ­στε­ρων ε­πο­χών κα­ρ­πί­ζει α­βία­στα, α­φού έ­χει ως λί­πα­σμα τα έ­ρ­γα του Σαί­ξ­πηρ. Για­τί μπο­ρεί μεν ο Σαί­ξ­πηρ να μην αυ­το­βιο­γρα­φεί­ται, ό­μως α­ντι­κα­το­πτρί­ζει την Αγγλία στο γύ­ρι­σμα του 16ου προς τον 17ο αιώ­να, την Αγγλία της Ελι­σά­βετ και του Ια­κώ­βου Α΄, του βα­σι­λιά των δυο Στε­μ­μά­των Αγγλίας-Σκω­τίας, με τον ο­ποίο γε­ν­νιέ­ται η Με­γά­λη Βρε­τα­νία. Ως συ­γ­γρα­φέ­ας, ο Ακρόϋντ α­πο­φεύ­γει τις μο­ρ­φι­κές και­νο­το­μίες. Υιο­θε­τεί χρο­νο­λο­γι­κά ευ­θύ­γρα­μ­μες α­φη­γή­σεις, με τις βιο­γρα­φίες του να ε­κ­κι­νούν α­πό γε­ν­νή­σεως του βιο­γρα­φού­με­νου και να φτά­νουν στην τε­λευ­τή και την κη­δεία του. Για την με­τα­θα­νά­τια τύ­χη του, α­φιε­ρώ­νει συ­νή­θως δυο τρεις σε­λί­δες, που, στην πε­ρί­πτω­ση του Σαί­ξ­πη­ρ, α­ντι­στοι­χούν σε έ­να σύ­ντο­μο τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο.
Η βιο­γρα­φία του Σαί­ξ­πηρ χω­ρί­ζε­ται σε 9 μέ­ρη και 91 κε­φά­λαια, έ­χο­ντας ως τί­τ­λους στί­χους α­πό τα θε­α­τρι­κά και ποιη­τι­κά του έ­ρ­γα. Εκτός α­πό την ε­κτε­νή βι­βλιο­γρα­φία, πα­ρα­θέ­τει και πο­λυ­σέ­λι­δες ση­μειώ­σεις για ό­σες φρά­σεις δα­νεί­στη­κε α­πό βι­βλία ά­λ­λων συ­γ­γρα­φέων. Κα­τά τα ά­λ­λα, ο ε­ν­νε­α­με­ρής χω­ρι­σμός της βιο­γρα­φίας πα­ρα­κο­λου­θεί μεν την χρο­νο­λο­γι­κή α­νέ­λι­ξη, α­λ­λά ταυ­τό­χρο­να εί­ναι και α­μι­γώς το­πι­κός. Το πρώ­το μέ­ρος α­φιε­ρώ­νε­ται στη γε­νέ­τει­ρα του Σαί­ξ­πη­ρ, το Στρά­τ­φο­ρ­ντ και κα­τ' ε­πέ­κτα­ση, την κο­μη­τεία του Γουό­ρι­κ­σερ. Εξ ου και ο τί­τ­λος του. Τα υ­πό­λοι­πα έ­χουν ως τί­τ­λους ο­νό­μα­τα θιά­σων και δυο α­πό αυ­τά, θεά­τρω­ν: του Γκλόου­μπ, ε­λ­λη­νι­στί Σφαί­ρα, που έ­φε­ρε ως έ­μ­βλη­μα τον Ηρα­κλή να ση­κώ­νει την υ­δρό­γειο, και του Μπλα­κ­φράϊε­ρς. Αν ε­ξαι­ρέ­σου­με δυο μέ­ρη, που εί­ναι σύ­ντο­μα και α­φο­ρούν πε­ριό­δους, που εί­τε τα ί­χνη του Σαί­ξ­πηρ χά­νο­νται εί­τε α­κο­λου­θεί πε­ριο­δεύο­ντες θιά­σους, τα υ­πό­λοι­πα α­να­σταί­νουν πρω­τί­στως το Λο­ν­δί­νο της ε­πο­χής, πα­ρα­θέ­το­ντας πά­σης φύ­σεως το­πο­γρα­φι­κές και δη­μο­γρα­φι­κές πλη­ρο­φο­ρίες. Και βε­βαίως, πε­ρι­γρά­φουν ε­ξα­ντ­λη­τι­κά το α­γ­γλι­κό θέ­α­τρο. Τι σή­μαι­νε ε­λι­σα­βε­τια­νός η­θο­ποιός και τι θε­α­τρι­κός συ­γ­γρα­φέ­ας. Πώς γρά­φο­νταν τα έ­ρ­γα και ποια ή­ταν τα α­γα­πη­μέ­να θέ­μα­τα. Ποιοι ή­ταν οι θία­σοι, στους ο­ποίους συ­μ­με­τεί­χε ή ει­κά­ζε­ται ό­τι συ­μ­με­τεί­χε ο Σαί­ξ­πηρ.
Οι ε­ξα­κό­σιες σε­λί­δες του βι­βλίου δί­νουν το με­γα­λύ­τε­ρο βά­ρος στον πε­ρι­βά­λ­λο­ντα χώ­ρο και τον θε­α­τρι­κό πε­ρί­γυ­ρο του Σαί­ξ­πηρ. Έτσι κι α­λ­λιώς, για τον ί­διο, ού­τε ο χα­ρα­κτή­ρας του ού­τε οι συ­νή­θειές του ού­τε οι θρη­σκευ­τι­κές του πε­ποι­θή­σεις εί­ναι γνω­στές. Κα­μία η­με­ρο­μη­νία της ζωής του δεν εί­ναι σί­γου­ρη, ε­κτός α­πό τις λι­γο­στές, που κα­το­χυ­ρώ­νο­νται με κά­ποιο ε­πί­ση­μο έ­γ­γρα­φο, ό­πως της βά­πτι­σης, της δι­κής του και των παι­διών του, ή του γά­μου του. Ως βιο­γρα­φι­κός μπού­σου­λας υ­πά­ρ­χουν και ο­ρι­σμέ­νοι τί­τ­λοι ι­διο­κτη­σίας, κα­θώς και ό­σα α­να­γρά­φο­νται στην ε­πι­τά­φια πλά­κα του. Το ί­διο ο­μι­χλώ­δες φα­ντά­ζει και το έ­ρ­γο του, με την πα­τρό­τη­τα ο­ρι­σμέ­νων θε­α­τρι­κών του να α­μ­φι­σβη­τεί­ται. Αγνοού­με α­κό­μη και το πό­τε έ­γρα­ψε το πρώ­το του έ­ρ­γο. Γι' αυ­τό και ο Ακρόϋντ σπρώ­χνει την α­φή­γη­ση με ρη­το­ρι­κά ε­ρω­τή­μα­τα, α­νοί­γο­ντας τη βε­ντά­λια των πι­θα­νών ε­κ­δο­χών. Αν και συ­χνά, για να μπο­ρέ­σει να πλά­σει τον ή­ρωά του, υιο­θε­τεί αυ­θαι­ρέ­τως ο­ρι­σμέ­νες α­πό­ψεις. Κα­τά κα­νό­να, πά­ντως, α­ντ­λεί α­πό τα θε­α­τρι­κά έ­ρ­γα του Σαί­ξ­πηρ. Όσοι κρί­νουν αυ­στη­ρά τη βιο­γρα­φία του Ακρόϋντ, του κα­τα­λο­γί­ζουν ό­τι το­νί­ζει τον κα­θο­λι­κι­σμό του Σαί­ξ­πηρ και της οι­κο­γέ­νειάς του και ό­τι εί­ναι μά­λ­λον υ­πε­ρ­βο­λι­κά γε­ν­ναιό­δω­ρος στα έ­ρ­γα, που του α­πο­δί­δει. Τε­λι­κά, πά­ντως, ό­πως οι πε­ρι­σ­σό­τε­ροι σύ­γ­χρο­νοι βιο­γρά­φοι του, πα­ρου­σιά­ζει κι αυ­τός έ­ναν Σαί­ξ­πηρ πρα­γ­μα­τι­στή, τό­σο ως δη­μό­σιο πρό­σω­πο στις σχέ­σεις του με την Αυ­λή και την Εκκλη­σία ό­σο και ως συ­γ­γρα­φέα. Όπως φαί­νε­ται, α­ντί του και­νο­τό­μου και ι­διο­φυούς Σαί­ξ­πη­ρ, κε­ρ­δί­ζει έ­δα­φος η ά­πο­ψη ό­τι στά­θη­κε ε­πι­νο­η­τι­κός α­λ­λά και προ­σα­ρ­μο­στι­κός στις δυ­να­τό­τη­τες των θιά­σων και στα γού­στα του κοι­νού.
Για να ε­πα­νέ­λ­θου­με στην πρό­σφα­τη ε­λ­λη­νι­κή έ­κ­δο­ση, θυ­μί­ζου­με ό­τι τον Ακρόϋντ, σε α­ντί­θε­ση με ά­λ­λους α­γ­γλό­φω­νους συ­γ­γρα­φείς, δεν τον μο­νο­πώ­λη­σε έ­νας ε­κ­δο­τι­κός οί­κος. Τα βι­βλία του βρί­σκο­νται μοι­ρα­σμέ­να σε ε­πτά ε­κ­δό­τες. Έκα­στος ε­κ­δί­δει έ­να ή δυο και με­τά τον ε­γκα­τα­λεί­πει. Μό­νο οι ε­κ­δό­σεις Πα­τά­κη ε­πα­νή­λ­θαν πέ­ρυ­σι με τη βιο­γρα­φία του Πόε με­τά τα δύο “τα­ξί­δια στο χρό­νο” του 2004. Η βιο­γρα­φία του Σαί­ξ­πηρ εί­ναι το πρώ­το βι­βλίο του Ακρόϋντ α­πό τις ε­κ­δό­σεις Μι­κρή Άρκτος και τυ­πο­τε­χνι­κά, με βά­ση τα ση­με­ρι­νά στά­ντα­ρ, δεί­χνει ά­ψο­γη. Πα­ρο­μοίως, ό­πως δεν έ­τυ­χε ε­νός ε­κ­δό­τη, δεν ευ­τύ­χη­σε να έ­χει έ­ναν α­πο­κλει­στι­κό με­τα­φρα­στή, α­λ­λά, μέ­χρι σή­με­ρα, δέ­κα δο­κι­μά­στη­καν, με μι­κρό­τε­ρη ή με­γα­λύ­τε­ρη ε­πι­τυ­χία. Από τις κα­λύ­τε­ρες με­τα­φρά­σεις εί­ναι του Παύ­λου Μά­τε­σι για το βρα­βευ­μέ­νο μυ­θι­στό­ρη­μά του «Η τε­λευ­ταία δια­θή­κη του Όσκαρ Ουάι­λ­ντ», που κυ­κλο­φό­ρη­σε στα ε­λ­λη­νι­κά με τον τί­τ­λο, «Κα­λη­νύ­χτα, κύ­ριε Όσκαρ Ουάι­λ­ντ», και της Πα­λ­μύ­ρας Ισμυ­ρί­δου για την βρα­βευ­μέ­νη βιο­γρα­φία του Έλιοτ. Ανά­με­σα στους με­τα­φρα­στές εί­ναι και δυο νεό­τε­ροι πε­ζο­γρά­φοι: ο Λύο Κα­λο­βυ­ρ­νάς, που με­τέ­φρα­σε «Τα χει­ρό­γρα­φα του Πλά­τω­να», και η Μα­ρία Φα­κί­νου, τη βιο­γρα­φία του Πόε.
Όσο για τον δέ­κα­το με­τα­φρα­στή του Ακρόϋντ, τον Σπύ­ρο Τσού­γκο, που με­τέ­φρα­σε τη βιο­γρα­φία του Σαί­ξ­πη­ρ, έ­χει έ­να του­λά­χι­στον κοι­νό ση­μείο με τον Ακρόϋντ. Επι­δί­δε­ται στη με­τά­φρα­ση βιο­γρα­φιών, με­τα­φρά­ζο­ντας εκ πα­ρα­λ­λή­λου και μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, πά­ντο­τε εκ της α­γ­γλι­κής. Η πρό­σφα­τη με­τά­φρα­ση δια­τη­ρεί την ι­σο­ρ­ρο­πία του πρω­τό­τυ­που με­τα­ξύ της μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κής γλα­φυ­ρό­τη­τας και της δο­κι­μια­κής α­κρι­βο­λο­γίας. Θα χρειά­ζο­νταν, ό­μως, για τον έ­λ­λη­να α­να­γνώ­στη, πε­ρι­σ­σό­τε­ρες υ­πο­σε­λί­διες ση­μειώ­σεις, κυ­ρίως ι­στο­ρι­κής φύ­σεως. Ένα πρώ­το πα­ρά­δει­γ­μα δί­νουν οι πρώ­τες γρα­μ­μές της βιο­γρα­φίας, στις ο­ποίες α­να­φέ­ρε­ται ό­τι ο Σαί­ξ­πηρ ει­κά­ζε­ται ό­τι γε­ν­νή­θη­κε στις 23 Απρι­λίου 1564, α­νή­με­ρα του Αγίου Γεω­ρ­γίου. Η σί­γου­ρη η­με­ρο­μη­νία εί­ναι ε­κεί­νη της βά­πτι­σής του, τρεις η­μέ­ρες α­ρ­γό­τε­ρα. Ο Ακρόϋντ πα­ρα­τη­ρεί: «Η πρα­γ­μα­τι­κή η­με­ρο­μη­νία ε­ν­δέ­χε­ται να ή­ταν η 21η ή η 22α Απρι­λίου, η σύ­μπτω­ση πά­ντως της ε­θνι­κής γιο­ρ­τής εί­ναι του­λά­χι­στον πρό­σφο­ρη.» Απο­ρού­με πό­σο γνω­στό εί­ναι στον έ­λ­λη­να α­να­γνώ­στη, ό­τι ο Άγιος Γιώ­ρ­γος δεν εί­ναι μό­νο προ­στά­της ά­γιος της Αγγλίας α­πό την ε­πο­χή του Ρι­χά­ρ­δου του Λε­ο­ντό­κα­ρ­δου, α­λ­λά και ό­τι η εν λό­γω θρη­σκευ­τι­κή ε­ο­ρ­τή εί­ναι και ε­θνι­κή. Αντι­θέ­τως, ά­λ­λοι βιο­γρά­φοι τε­κ­μαί­ρουν ό­τι ε­πι­λέ­χ­θη­κε η 23η Απρι­λίου για να συ­μπί­πτει με την η­με­ρο­μη­νία θα­νά­του του, στις 23 Απρι­λίου 1616. Ο Σαί­ξ­πηρ πέ­θα­νε, ό­πως και ο Κα­βά­φης, την η­μέ­ρα των γε­νε­θλίων του, κι ε­κεί­νος μή­να Απρί­λιο, στα 52 του, σε πεί­σμα του δαί­μο­να του Τυ­πο­γρα­φείου, που τον θέ­λει να έ­χει συ­μπλη­ρώ­σει τα 53. Όπως και να έ­χει, ο έ­λ­λη­νας α­να­γνώ­στης, δια­βά­ζο­ντας τη βιο­γρα­φία του Ακρόϋντ για τον Σαί­ξ­πη­ρ, θα μά­θει ό­λα ό­σα θα ή­θε­λε να γνω­ρί­ζει για το θέ­α­τρο της Γη­ραιάς Αλβιώ­νος και α­κό­μη πε­ρι­σ­σό­τε­ρα.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 6/3/2011