Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011

Παπαδιαμαντική παιδοκτονία ή Μια πρωτότυπη διακειμενικότητα

Πολ­λές ερ­μη­νευ­τι­κές προ­σεγ­γί­σεις έ­χουν, κα­τά και­ρούς, δια­τυ­πω­θεί για το “κοι­νω­νι­κόν μυ­θι­στό­ρη­μα” «Η Φό­νισ­σα» του Πα­πα­δια­μά­ντη. Ορι­σμέ­νοι με­λε­τη­τές α­κο­λου­θούν κά­ποιο συ­γκε­κρι­μέ­νο θεω­ρη­τι­κό πλαί­σιο, ε­νώ άλ­λοι προ­τεί­νουν δια­κει­με­νι­κές α­να­γνώ­σεις με έρ­γα ελ­λη­νι­κής και ξέ­νης λο­γο­τε­χνίας. Στη δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, οι α­νι­χνευό­με­νες “συ­νο­μι­λίες” της «Φό­νισ­σας» μπο­ρεί να δη­λώ­νουν ε­πι­δρά­σεις, που δέ­χτη­κε ο Πα­πα­δια­μά­ντης, μπο­ρεί, ό­μως, να πρό­κει­ται και για συ­μπτω­μα­τι­κές συ­σχε­τί­σεις. Μια πρω­τό­τυ­πη δια­κει­με­νι­κή α­νά­γνω­ση προ­τεί­νει η Στέλ­λα Χε­λι­δώ­νη στο με­λέ­τη­μά της «Μια εκ­κλη­σια­στι­κή πα­ρά­δο­ση κρυμ­μέ­νη στο “κοι­νω­νι­κόν μυ­θι­στό­ρη­μα” του Αλέ­ξαν­δρου Πα­πα­δια­μά­ντη Η Φό­νισ­σα», που δη­μο­σιεύε­ται στο τε­λευ­ταίο τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού «Κον­δυ­λο­φό­ρος». Την α­πο­κα­λού­με πρω­τό­τυ­πη, κα­θώς δεν ε­ντο­πί­ζει το δια­κει­με­νι­κό της στοι­χείο στη λο­γο­τε­χνία. Του­λά­χι­στον ό­χι στη λο­γο­τε­χνία, με την στε­νή έν­νοια, που α­πο­κλείει τις πα­λαιό­τε­ρες διη­γή­σεις της βυ­ζα­ντι­νής και με­τα­βυ­ζα­ντι­νής πε­ριό­δου, κα­θώς και ε­κεί­νες που α­νή­κουν σε δια­φο­ρε­τι­κούς ει­δο­λο­γι­κούς κλά­δους πέ­ραν του α­μι­γώς λο­γο­τε­χνι­κού. Πρω­τό­τυ­πη, λοι­πόν, αλ­λά κα­θό­λου εκ­πλήτ­του­σα, α­φού ξε­κι­νά­ει α­πό μια, κα­τ’ ε­ξο­χήν, φί­λια προς τον Πα­πα­δια­μά­ντη πε­ριο­χή, αυ­τήν των α­γιο­λο­γι­κών κει­μέ­νων.
Όπως θυ­μί­ζει η Χε­λι­δώ­νη, ο πνιγ­μός α­πο­τε­λεί τον θε­μα­τι­κό ι­στό της «Φό­νισ­σας». Αφε­νός μεν, ως τρό­πος θα­νά­τω­σης, κα­θώς συμ­βαί­νουν πέ­ντε συ­νο­λι­κά πνιγ­μοί, δυο βρε­φών και τριών κο­ρα­σί­δων. Αν και τον πνιγ­μό μιας α­πό τις κο­ρα­σί­δες δεν τον δια­πράτ­τει η Φρα­γκο­γιαν­νού, α­πλώς τον εύ­χε­ται με­γα­λο­φώ­νως. Και α­φε­τέ­ρου, ως τρό­πος θα­νά­του της ί­διας. Όσο α­φο­ρά τους πνιγ­μούς των δυο βρε­φών, ο Πα­πα­δια­μά­ντης στη­ρί­ζε­ται στην πρα­κτι­κή ια­τρι­κή της ε­πο­χής του. Ει­δι­κά, στις Σπο­ρά­δες, οι α­πο­κα­λού­με­νοι και κο­μπο­γιαν­νί­τες ε­πι­βιώ­νουν και στα χρό­νια που στην υ­πό­λοι­πη Ελλά­δα έ­χουν α­να­λά­βει πλή­ρως το ια­τρι­κό έρ­γο ε­πι­στή­μο­νες. Έτσι, η Φρα­γκο­γιαν­νού “σκά­ζει” το πρώ­το βρέ­φος. Όπου το “σκά­ζω”, στη δη­μώ­δη χρή­ση του, δεν προέρ­χε­ται α­πό το με­σαιω­νι­κό σκά­ζω, που ση­μαί­νει χω­λαί­νω, αλ­λά α­πό το αρ­χαίο σχά­ζω, που ε­δώ δη­λώ­νει το σχί­σι­μο δια των δα­κτύ­λων της υα­λο­ει­δούς μεμ­βρά­νης, η ο­ποία ε­νίο­τε α­να­πτύσ­σε­ται στο φά­ρυγ­γα του βρέ­φους. Πρό­κει­ται για θε­ρα­πευ­τι­κή πρα­κτι­κή, μό­νο που η η­ρωί­δα του Πα­πα­δια­μά­ντη δεν την ε­φαρ­μό­ζει προς διευ­κό­λυν­ση της α­να­πνοής αλ­λά για να προ­κα­λέ­σει το ο­ρι­στι­κό σκά­σι­μο και σύμ­φω­να με το δι­κό της νο­ση­ρό σκε­πτι­κό, την ο­ρι­στι­κή α­να­κού­φι­ση. Το δεύ­τε­ρο βρέ­φος δεν το “σκά­ζει”, μό­νο ε­πι­κα­λεί­ται, ό­ντας πρα­κτι­κή γιά­τρισ­σα, το “σκά­σι­μο” ως δι­καιο­λο­γία των κι­νή­σεών της, προ­τι­μώ­ντας, ως βο­λι­κό­τε­ρη λύ­ση, να του φρά­ξει το στό­μα.
Στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, αν θέ­λου­με να κά­νου­με λό­γο για δια­κει­με­νι­κό­τη­τα, αυ­τή α­πο­κα­θί­στα­ται με την λαϊκή πα­ρά­δο­ση. Δη­λα­δή, τις λαϊκές δο­ξα­σίες και πρα­κτι­κές, με τις ο­ποίες με­γά­λω­σε ο Πα­πα­δια­μά­ντης. Από αυ­τήν την ά­πο­ψη, η “συ­νο­μι­λία” της «Φό­νισ­σας» με τη δη­μώ­δη ια­τρι­κή έ­χει διε­ρευ­νη­θεί α­πό τον για­τρό και πε­ζο­γρά­φο Γε­ρά­σι­μο Ρη­γά­το. Η δια­κει­με­νι­κό­τη­τα, την ο­ποία πρώ­τη ε­πι­ση­μαί­νει η Χε­λι­δώ­νη, α­φο­ρά τους πνιγ­μούς των τριών κο­ρα­σί­δων και α­να­φέ­ρε­ται σε θρη­σκευ­τι­κές διη­γή­σεις. Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, η με­λε­τή­τρια συ­σχε­τί­ζει τις σκη­νές των πνιγ­μών με α­ντί­στοι­χες σκη­νές, που α­πα­ντώ­νται σε α­νι­στο­ρή­σεις με θέ­μα το θαύ­μα της σω­τη­ρίας α­πό πνιγ­μό.
Πα­ρα­θέ­τει τα σχε­τι­κά α­πο­σπά­σμα­τα α­πό τέσ­σε­ρις διη­γή­σεις, τις ο­ποίες αν­τλεί α­πό τη βυ­ζα­ντι­νή γραμ­μα­τεία και τη με­τα­γε­νέ­στε­ρη των α­γιο­λο­γι­κών εκ­δό­σεων. Από αυ­τές, οι δυο εί­ναι γνω­στές και σε έ­να ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νό. Η πρώ­τη και πα­λαιό­τε­ρη, α­πό τον 5ο αιώ­να μ.Χ., εί­ναι α­πό το «Βίος Αγίου Πορ­φυ­ρίου Επι­σκό­που Γά­ζης» του Μάρ­κου Δια­κό­νου. Απο­τε­λεί έ­να α­πό τα αρ­χαιό­τε­ρα κεί­με­να του κλά­δου της Βυ­ζα­ντι­νής Λο­γο­τε­χνίας που α­πο­κα­λεί­ται Αγιο­λο­γία. Αυ­τή εί­ναι και η μό­νη α­πό τις τέσ­σε­ρις διη­γή­σεις, την ο­ποία μπο­ρεί ο α­να­γνώ­στης να δια­βά­σει αυ­τού­σια, κα­θώς το βι­βλίο ε­πα­νεκ­δό­θη­κε, το 2003, στην ε­ξαί­ρε­τη σει­ρά «Βυ­ζα­ντι­νοί Συγ­γρα­φείς» των εκ­δό­σεων Ζή­τρος, την ο­ποία διευ­θύ­νει ο κα­θη­γη­τής Βυ­ζα­ντι­νής Φι­λο­λο­γίας Βα­σί­λης Κα­τσα­ρός. Γνω­στή, ό­χι ό­μως δια­θέ­σι­μη σε πρό­σφα­τη έκ­δο­ση, εί­ναι και η τέ­ταρ­τη διή­γη­ση, που α­νή­κει στη με­τα­γε­νέ­στε­ρη πα­ρά­δο­ση βι­βλίων με θαύ­μα­τα και βίους α­γίων. Πρό­κει­ται για α­πό­σπα­σμα α­πό το «Βι­βλίον ω­ραιό­τα­τον κα­λού­με­νον Αμαρ­τω­λών σω­τη­ρία» του Αγα­πίου Λάν­δου, που εκ­δό­θη­κε το 1641. Τον λό­γιο μο­να­χό, του ο­ποίου οι συ­να­ξα­ρι­στι­κές α­φη­γή­σεις γοή­τευ­σαν τον Νι­κό­δη­μο Αγιο­ρεί­τη αλ­λά και τον Κα­βά­φη, έ­χει πα­ρου­σιά­σει ο Γιώρ­γος Κε­χα­γιό­γλου, στη δί­το­μη «Πε­ζο­γρα­φι­κή Ανθο­λο­γία», που εί­χε εκ­δώ­σει προ δε­κα­ε­τίας. Εκεί, αν­θο­λο­γεί α­πο­σπά­σμα­τα α­πό το εν λό­γω βι­βλίο, που α­πο­τέ­λε­σε, σύμ­φω­να τον Κ. Θ. Δη­μα­ρά, το μπε­στ σέ­λερ κα­τά την πε­ρίο­δο της τουρ­κο­κρα­τίας. Ο Κε­χα­γιό­γλου, ό­μως, προ­τι­μά α­πο­σπά­σμα­τα α­πό άλ­λους βίους και θαύ­μα­τα.
Στη συ­νέ­χεια, η Χε­λι­δώ­νη πα­ρου­σιά­ζει με­λέ­τη­μα του κα­θη­γη­τή Κα­τσα­ρού, δη­μο­σιευ­μέ­νο το 2006, το ο­ποίο της έ­δω­σε την ι­δέα για την συ­γκε­κρι­μέ­νη δια­κει­με­νι­κή α­νά­γνω­ση της «Φό­νισ­σας». Σύμ­φω­να με τον θε­ο­λο­γι­κό σχο­λια­σμό, η σω­τη­ρία α­πό πνιγ­μό μέ­σω της θείας πα­ρέμ­βα­σης ε­ντάσ­σε­ται στο μυ­στή­ριο της βά­πτι­σης. Και στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις, υ­πάρ­χουν δυο στά­δια, το πρώ­το της κα­τά­δυ­σης στο νε­ρό και το δεύ­τε­ρο της α­νά­δυ­σης. Όπου, κα­τά έ­ναν προ­χρι­στια­νι­κό συμ­βο­λι­σμό, που ε­μπλου­τι­σμέ­νος έ­δω­σε την χρι­στια­νι­κή ση­μειο­λο­γία, το πρώ­το συμ­βο­λί­ζει το θά­να­το και το δεύ­τε­ρο την κά­θαρ­ση και την α­να­γέν­νη­ση. Η με­λε­τή­τρια, κα­τά την πα­ράλ­λη­λη α­νά­γνω­ση αυ­τών των θαυ­μα­τουρ­γών διη­γή­σεων και της «Φό­νισ­σας», ε­ντο­πί­ζει τα κοι­νά στοι­χεία αλ­λά και την εκ δια­μέ­τρου α­ντί­θε­τη κα­τά­λη­ξη. Υπο­στη­ρί­ζει ό­τι ο Πα­πα­δια­μά­ντης γνω­ρί­ζει και εκ­με­ταλ­λεύε­ται τη συ­γκε­κρι­μέ­νη εκ­κλη­σια­στι­κή πα­ρά­δο­ση μέ­σω της ποιη­τι­κής της α­ντί­θε­σης. Στη «Φό­νισ­σα», κα­τά το δεύ­τε­ρο στά­διο, α­ντί της θεϊκής πα­ρέμ­βα­σης, ε­μπλέ­κε­ται ο πα­ρα­λο­γι­σμέ­νος νους και α­ντί α­να­γέν­νη­σης υ­πάρ­χει μό­νο θά­να­τος. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, σε άλ­λες διη­γή­σεις του Λάν­δου με θέ­μα τον πνιγ­μό, η θεϊκή πα­ρέμ­βα­ση δεν εί­ναι σω­τή­ρια αλ­λά κα­τα­δι­κα­στι­κή, κα­θώς, σε ε­κεί­νες, ο Θεός εμ­φα­νί­ζε­ται ως τι­μω­ρός των α­μαρ­τω­λών. Έτσι κι αλ­λιώς, κι Εκεί­νος την τά­ξη α­πο­κα­θι­στά, ό­πως και η Φρα­γκο­γιαν­νού, με την δι­κή της αρ­ρω­στη­μέ­νη α­ντί­λη­ψη πε­ρί του σω­στού. Πό­σο, ά­ρα­γε, δια­φέ­ρει το στρε­βλό σκε­πτι­κό της α­πό ε­κεί­νο πα­λαιό­τε­ρων λαών, στους ο­ποίους α­πο­τε­λού­σε θε­σμό η α­παλ­λα­γή α­πό τις α­δύ­να­τες και εν γέ­νει, χω­λαί­νου­σες υ­πάρ­ξεις, αλ­λά και α­πό την ευ­θα­να­σία, που προ­ηγ­μέ­νες κοι­νω­νίες θέ­λουν να κα­τα­στή­σουν θε­σμό και η ο­ποία υ­πο­τί­θε­ται ό­τι μέ­ρι­μνα για το κα­λό τό­σο του πά­σχο­ντα ό­σο και του πε­ρί­γυ­ρού του!
Μια ε­πι­πλέ­ον α­πό­δει­ξη ό­τι το θαύ­μα της σω­τη­ρίας α­πό πνιγ­μό συν­δέε­ται στε­νά με το μυ­στή­ριο του βα­πτί­σμα­τος δί­νει η ει­κο­νο­γρα­φι­κή πα­ρά­δο­ση, ό­που το θαύ­μα α­πο­τε­λεί μέ­ρος α­πό το α­φη­γη­μα­τι­κό συ­μπλή­ρω­μα της ι­στό­ρη­σης της βά­πτι­σης, ό­πως, για πα­ρά­δειγ­μα, το λου­τρό του βρέ­φους Ιη­σού της γνω­στής πα­ρά­στα­σης της γέν­νη­σης. Ένα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό δείγ­μα εν­σω­μά­τω­σης του θαύ­μα­τος προ­σφέ­ρει η τοι­χο­γρα­φία της βά­πτι­σης στην Πα­λαιά Μη­τρό­πο­λη Βε­ροίας, την ο­ποία πα­ρου­σιά­ζει διε­ξο­δι­κά ο Κα­τσα­ρός στο με­λέ­τη­μά του. Απο­ρού­με μό­νο για τον ι­σχυ­ρι­σμό ό­τι πρό­κει­ται για το μο­να­δι­κό σω­ζό­με­νο τεκ­μή­ριο.
Επα­νερ­χό­με­νη η Χε­λι­δώ­νη στη «Φό­νισ­σα», ε­πι­ση­μαί­νει έ­να ε­πι­πλέ­ον στοι­χείο ταύ­τι­σης με τις θρη­σκευ­τι­κές διη­γή­σεις που πα­ρέ­θε­σε, το ο­ποίο, ε­πί­σης, υ­πα­κούει στην ποιη­τι­κή της α­ντί­θε­σης. Πρό­κει­ται για τους σκη­νι­κούς χώ­ρους, που στή­νει ο Πα­πα­δια­μά­ντης. Στις α­γιο­λο­γι­κές διη­γή­σεις, που προ­α­να­φέρ­θη­καν, πε­ρι­γρά­φο­νται να­οί, ευ­ρι­σκό­με­νοι πλη­σίον του τό­που του θαύ­μα­τος. Αυ­τοί οι να­οί εί­ναι και­νού­ριοι, με τις τοι­χο­γρα­φίες να έ­χουν μό­λις α­πο­κα­τα­στα­θεί. Αντι­θέ­τως, στη «Φό­νισ­σα», το “μο­νύ­δριο­ν”, ο Άι Γιάν­νης ο Κρυ­φός, ό­που προ­σκυ­νά η Φρα­γκο­γιαν­νού πριν τον πνιγ­μό των δύο πρώ­των κο­ρα­σί­δων, εί­ναι έ­νας “ναΐσκος”, “έ­ρη­μος και α­λει­τούρ­γη­τος”. Επι­προ­σθέ­τως, “αι ο­λί­γαι τοι­χο­γρα­φίαι εί­χαν φθα­ρεί α­πό την υ­γρα­σίαν και τα πρό­σω­πα των Αγίων δεν διε­κρί­νο­ντο πλέ­ο­ν”. Η με­λε­τή­τρια προ­χω­ρά λί­γο πε­ρισ­σό­τε­ρο τη συλ­λο­γι­στι­κή της, κα­θώς, α­πό τη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρι­κο­πή της «Φό­νισ­σας», συ­μπε­ραί­νει ό­τι ο Πα­πα­δια­μά­ντης γνώ­ρι­ζε εν­δε­λε­χώς την ει­κο­νο­γρα­φία της Βά­πτι­σης, μέ­χρι τις λε­πτο­μέ­ρειες ε­νός πα­ρό­μοιου μάλ­λον σπα­νί­ζο­ντος α­φη­γη­μα­τι­κού στοι­χείου. Επί­σης, το κά­πως ι­διό­τυ­πο σκη­νι­κό του τρί­του πνιγ­μού, ε­κεί­νου που ο­φεί­λε­ται σε α­τύ­χη­μα, δη­λα­δή την ευ­ρεία αυ­λή, με την πε­λώ­ρια ξύ­λι­νη κα­ρού­τα ως Κι­βω­τό του Νώε και τους σταυ­ρο­ει­δώς δια­τε­ταγ­μέ­νους κλώ­νους της μο­ρέ­ας, ει­κά­ζει ό­τι συ­νι­στά α­να­φο­ρά στο ναό της Πα­να­γίας των Χαλ­κο­πρα­τείων της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, ό­που συ­νέ­βη το θαύ­μα της σω­τη­ρίας στη δεύ­τε­ρη α­γιο­λο­γι­κή διή­γη­ση. Δη­λα­δή, ό­τι ο Πα­πα­δια­μά­ντης στο­χεύει με το συ­γκε­κρι­μέ­νο σκη­νι­κό σε μνη­μό­νευ­ση του εν λό­γω θε­ο­μη­το­ρι­κού να­ού.
Ένα τε­λευ­ταίο ε­πι­χεί­ρη­μα της Χε­λι­δώ­νη για το ε­μπρό­θε­το της δια­κει­με­νι­κό­τη­τας εί­ναι το χρο­νι­κό ά­πλω­μα της «Φό­νισ­σας», α­πό τα Θε­ο­φά­νεια μέ­χρι την Κυ­ρια­κή με­τά του Θω­μά, στο ο­ποίο συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται το τρί­πτυ­χο Γέν­νη­ση-Βά­πτι­ση-Ανά­στα­ση. Δη­λα­δή, α­ντι­στοι­χεί στο συμ­βο­λι­κό ά­νοιγ­μα του μυ­στη­ρίου του βα­πτί­σμα­τος και δεν μπο­ρεί να ε­πι­λέ­χτη­κε τυ­χαία.
Όπως και να έ­χει, εί­τε πρό­κει­ται για ε­μπρό­θε­τη δια­κει­με­νι­κό­τη­τα εί­τε για συ­μπτω­μα­τι­κή, δη­λα­δή “συ­νο­μι­λία” των κει­μέ­νων - στο βαθ­μό, βε­βαίως, που “συ­νο­μι­λού­ν” - ε­ρή­μην του Πα­πα­δια­μά­ντη, ε­μείς θα την χα­ρα­κτη­ρί­ζα­με πρω­τό­τυ­πη ό­σο και εν­δια­φέ­ρου­σα, κα­θώς διε­ρευ­νά χώ­ρους πέ­ραν των συ­νη­θι­σμέ­νων, του λο­γο­τε­χνι­κού και του ψυ­χα­να­λυ­τι­κού. Στα των πνιγ­μών και του βα­πτί­σμα­τος στη διη­γη­μα­το­γρα­φία του Πα­πα­δια­μά­ντη θα ε­πα­νέλ­θου­με.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Λεζάντα φωτογραφίας: «...’Ωθησε τα κοράσια με μεγάλην βίαν...» Σχέδιο από την εικονογράφηση των Απάντων Παπαδιαμάντη σε έκδοση Π. Κουτσουμπός Α.Ε., 1967. Η εικονογράφηση της έκδοσης έγινε από τον ζωγράφο-χαράκτη Παύλο Βαλασάκη, ο οποίος, από το 1960, ασχολήθηκε με επιτυχία στην εικονογράφηση βιβλίων, κυρίως παιδικών.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 9/2/2011.