Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Παπαδιαμαντικοί πνιγμοί ή Κοκκώνες, σαρανταλείτουργα και θαύματα

Την προ­η­γού­με­νη Κυ­ρια­κή, με α­φορ­μή το με­λέ­τη­μα της Στέλ­λας Χε­λι­δώ­νη, «Μια εκ­κλη­σια­στι­κή πα­ρά­δο­ση κρυμ­μέ­νη στο “Κοι­νω­νι­κόν Μυ­θι­στό­ρη­μα” του Αλέ­ξαν­δρου Πα­πα­δια­μά­ντη Η Φό­νισ­σα», δη­μο­σιευ­μέ­νο στο τε­λευ­ταίο τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού «Κον­δυ­λο­φό­ρος», εί­χα­με σχο­λιά­σει την τυ­χόν δια­κει­με­νι­κή συγ­γέ­νεια α­νά­με­σα στους κα­τά συρ­ροή πνιγ­μούς, που συμ­βαί­νουν στη «Φό­νισ­σα», με το θαύ­μα της σω­τη­ρίας α­πό πνιγ­μό που α­πα­ντά­ται σε ο­ρι­σμέ­νες α­γιο­λο­γι­κές διη­γή­σεις. Το συ­γκε­κρι­μέ­νο θαύ­μα ε­ντάσ­σε­ται στο συμ­βο­λι­σμό του μυ­στη­ρίου του βα­πτί­σμα­τος, που α­να­φέ­ρε­ται στον κύ­κλο γέν­νη­σης-βά­πτι­σης-α­νά­στα­σης και ταυ­τί­ζε­ται με τις ε­ορ­τές των Θε­ο­φα­νείων και του Πά­σχα. Οπό­τε η “συ­νο­μι­λία” της «Φό­νισ­σας» με τις συ­γκε­κρι­μέ­νες α­γιο­λο­γι­κές διη­γή­σεις, ό­χι μό­νο α­πο­κα­λύ­πτει στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Πα­πα­δια­μά­ντη το λαν­θά­νον συμ­βο­λι­κό φορ­τίο της βά­πτι­σης, αλ­λά και το κα­τα­τάσ­σει, έ­στω και πλα­γίως, στα ε­ορ­τα­στι­κά του. Εάν, μά­λι­στα, λά­βου­με υ­πό­ψη ό­τι η κυ­ρίως δρά­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος ε­ντο­πί­ζε­ται στο διά­στη­μα α­πό την Κυ­ρια­κή των Βαΐων μέ­χρι την Κυ­ρια­κή με­τά του Θω­μά, τό­τε η «Φό­νισ­σα» βρί­σκει τη θέ­ση της στα πα­σχα­λι­νά του. Πα­ρό­τι στο μυ­θι­στό­ρη­μα, σε α­ντί­θε­ση με τα πα­σχα­λι­νά του διη­γή­μα­τα, δεν υ­πάρ­χει κα­μία πε­ρι­γρα­φή πα­σχα­λι­νού ε­ορ­τα­σμού, ού­τε α­να­φο­ρά στο Πά­σχα.
Θυ­μί­ζου­με ό­τι τα πα­σχα­λι­νά διη­γή­μα­τα του Πα­πα­δια­μά­ντη εί­ναι έ­ντε­κα τον α­ριθ­μό και έ­χουν δη­μο­σιευ­τεί στο διά­στη­μα α­πό το Πά­σχα του 1888 μέ­χρι τον Ιού­νιο του 1907. Η «Φό­νισ­σα» δη­μο­σιεύ­τη­κε σε συ­νέ­χειες στο δε­κα­πεν­θή­με­ρο πε­ριο­δι­κό «Πα­να­θή­ναια» το πρώ­το ε­ξά­μη­νο του 1903, ο­πό­τε η δη­μο­σίευ­σή της συ­μπί­πτει με ε­κεί­νη του προ­τε­λευ­ταίου πα­σχα­λι­νού, που εί­ναι το διή­γη­μα «Ο Αλι­βά­νι­στος», δη­μο­σιευ­μέ­νο τον Απρί­λιο του 1903. Όσο α­φο­ρά, ό­μως, τους πνιγ­μούς και το συ­σχε­τι­σμό τους με την βά­πτι­ση, που α­πα­ντώ­νται στη «Φό­νισ­σα», α­πό τα έ­ντε­κα πα­σχα­λι­νά, το μό­νο που στρέ­φε­ται γύ­ρω α­πό τα ί­δια θέ­μα­τα και εμ­φα­νί­ζε­ται συγ­γε­νι­κό με το μυ­θι­στό­ρη­μα εί­ναι το πρώ­το, δη­μο­σιευ­μέ­νο το Πά­σχα του 1888. Δε­δο­μέ­νου ό­τι ο Πα­πα­δια­μά­ντης ξε­κί­νη­σε τη διη­γη­μα­το­γρα­φία του με το χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο του 1887, «Το χρι­στό­ψω­μο», το πρώ­το πα­σχα­λι­νό τού 1888, «Η τε­λευ­ταία βα­πτι­στι­κή», εί­ναι το τρί­το δη­μο­σιευ­μέ­νο διή­γη­μά του και το δεύ­τε­ρο ε­ορ­τα­στι­κό του. Με αυ­τά τα δυο διη­γή­μα­τα ξε­κί­νη­σε να κα­λύ­πτει το ε­ορ­τα­στι­κό διή­γη­μα για την ε­φη­με­ρί­δα του Δη­μη­τρίου Κο­ρο­μη­λά, «Εφη­με­ρίς», και συ­νέ­χι­σε μέ­χρι το Πά­σχα του 1892, ο­πό­τε και άλ­λα­ξε στέ­γη, ε­γκαι­νιά­ζο­ντας ε­κεί­νο το ί­διο Πά­σχα, τού 1892, τα ε­ορ­τα­στι­κά της ε­φη­με­ρί­δας «Ακρό­πο­λις», τα ο­ποία και συ­νέ­χι­σε με θαυ­μα­στή τα­κτι­κό­τη­τα να δη­μο­σιεύει μέ­χρι τα Χρι­στού­γεν­να του 1896, ε­πα­νερ­χό­με­νος με έ­να τε­λευ­ταίο τα Χρι­στού­γεν­να του 1899.
Πι­θα­νώς και να μα­κρη­γο­ρού­με πε­ρί των ε­ορ­τα­στι­κών διη­γη­μά­των του Πα­πα­δια­μά­ντη. Το κά­νου­με, ό­μως, ε­σκεμ­μέ­να, μή­πως α­να­χαι­τί­σου­με, έ­στω και κα­τά το ε­λά­χι­στο, την ε­πι­κρα­τού­σα τά­ση ε­ξα­λεί­ψεώς τους. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα, η ε­φε­τι­νή, λε­γό­με­νη χρη­στι­κή, έκ­δο­ση των Απά­ντων του, ό­που οι “προ­λο­γι­στές” α­πο­φεύ­γουν ό­πως ο διά­βο­λος το λι­βά­νι τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό ε­ορ­τα­στι­κά. Ακό­μη και ε­κεί­νος του έ­κτου τό­μου, στον ο­ποίο συ­γκε­ντρώ­νο­νται τα δε­κα­ε­πτά πρώ­τα διη­γή­μα­τα, των τεσ­σά­ρων πρώ­των χρό­νων, α­πό τα ο­ποία τα έ­ντε­κα εί­ναι ε­ορ­τα­στι­κά. Στον πρό­λο­γό του σχο­λιά­ζει διά μα­κρών έ­να μη ε­ορ­τα­στι­κό, ε­νώ α­να­φέ­ρει α­κό­μη έ­να ε­πί­σης μη ε­ορ­τα­στι­κό, κα­θώς και δυο, που δη­μο­σιεύο­νται σε άλ­λους τό­μους. Ενώ, ου­δό­λως μνη­μο­νεύει ό­τι ο διη­γη­μα­το­γρά­φος Πα­πα­δια­μά­ντης ξε­κί­νη­σε με ε­ορ­τα­στι­κά.
Όσο α­φο­ρά το πρώ­το πα­σχα­λι­νό του διή­γη­μα, το θεω­ρού­με ση­μα­ντι­κό λό­γω της ό­λως ι­διαί­τε­ρης, σε σχέ­ση με τα άλ­λα πα­σχα­λι­νά, θε­μα­τι­κής του, η ο­ποία α­πέ­κτη­σε ε­πι­πλέ­ον εν­δια­φέ­ρον χά­ρις στη δια­κει­με­νι­κή α­νά­γνω­ση της Χε­λι­δώ­νη για τη «Φό­νισ­σα». Ο τίτ­λος και ο υ­πό­τιτ­λος του διη­γή­μα­τος, “πρω­τό­τυ­πον πα­σχα­λι­νόν διή­γη­μα”, υ­πο­γραμ­μί­ζουν, εκ προοι­μίου, το συ­σχε­τι­σμό σε αυ­τό της βά­πτι­σης με το Πά­σχα. Συ­σχε­τι­σμός, που, στη «Φό­νισ­σα», προ­κύ­πτει πλα­γίως και α­να­δει­κνύε­ται μέ­σω της “συ­νο­μι­λίας” του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος με τις α­γιο­λο­γι­κές διη­γή­σεις. Στο διή­γη­μα, πά­ντως, ου­δό­λως μνη­μο­νεύε­ται το μυ­στή­ριο του βα­πτί­σμα­τος, μό­νο α­να­φέ­ρο­νται οι βα­πτί­σεις, που έ­χει κά­νει η η­ρωί­δα, η θεια-Σο­φού­λα. Αυ­τή πε­ρι­γρά­φε­ται ως “σε­βα­σμία οι­κο­δέ­σποι­να ε­βδο­μη­κο­ντα­ε­τής”, δη­λα­δή πε­ρί­που συ­νο­μή­λι­κη της Φρα­γκο­γιαν­νούς, η ο­ποία ναι μεν α­να­φέ­ρε­ται ει­σα­γω­γι­κά στη «Φό­νισ­σα» ως “ε­ξη­κο­ντού­τις”, αλ­λά βά­σει των στοι­χείων που δί­νο­νται στη συ­νέ­χεια της α­φή­γη­σης, προ­κύ­πτει να εί­ναι 67 ε­τών. Όπως και να έ­χει, η θεια-Σο­φού­λα, σε α­ντί­θε­ση με την Φρα­γκο­γιαν­νού, δεν θρη­νο­λο­γεί για την ά­δι­κη μοί­ρα των γυ­ναι­κών, κα­θώς πρό­κει­ται για τη σύ­ζυ­γο ε­νός σχε­τι­κά ευ­κα­τά­στα­του κτη­μα­τία. Γε­γο­νός που τεκ­μαί­ρε­ται, ό­χι μό­νο α­πό τις ουκ ο­λί­γες βα­πτί­σεις, αλ­λά και α­πό τις πα­σχα­λι­νές ε­τοι­μα­σίες, τις ο­ποίες έ­κα­νε “κα­τ’ έ­τος την Μ. Πέ­μπτη­ν”. Σύμ­φω­να με το έ­θι­μο, ε­κεί­νη την η­μέ­ρα της Με­γά­λης Εβδο­μά­δος, οι νοι­κο­κυ­ρές συ­νη­θί­ζουν να βά­φουν τα κόκ­κι­να αυ­γά. Η θεια-Σο­φού­λα, ε­πι­προ­σθέ­τως, ζύ­μω­νε την Μ. Πέ­μπτη και ό­χι το Μ. Σάβ­βα­το, ό­πως α­να­φέ­ρε­ται στα σκια­θί­τι­κα έ­θι­μα, τις λα­μπριά­τι­κες κου­λού­ρες για τα βα­φτι­στή­ριά της και μα­ζί, “δια τους εγ­γό­νους και τα δι­σέγ­γο­να”. Τις πε­ρί­φη­μες κοκ­κώ­νες, που πλά­θο­νταν σε σχή­μα παι­διού και εί­χαν για κε­φα­λή το κόκ­κι­νο αυ­γό. Και μά­λι­στα, ε­κτός α­πό τις κοκ­κώ­νες “πα­ρε­σκεύα­ζε δια τας συ­ντέ­κνισ­σας, δια τας α­νε­ψιάς και δι­σε­ξα­δέλ­φας” τις με­γα­λύ­τε­ρες κου­λού­ρες.
Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, δεν εί­ναι η μο­να­δι­κή φο­ρά, που ο Πα­πα­δια­μά­ντης α­να­φέ­ρε­ται στις κοκ­κώ­νες και τις λα­μπριά­τι­κες κου­λού­ρες. Επι­βάλ­λε­ται να θυ­μί­σου­με και τα άλ­λα διη­γή­μα­τα, για να μην ε­πι­κρα­τή­σει ο μύ­θος του ξε­νη­στι­κω­μέ­νου και βου­λι­μι­κού Πα­πα­δια­μά­ντη, που πε­ρι­γρά­φει μό­νο γκιου­βέ­τσια και ο­βε­λίες. Στο με­θε­πό­με­νο πα­σχα­λι­νό, το «Παι­δι­κή Πα­σχα­λιά» του 1891, η “προ­κομ­μέ­νη μή­τη­ρ, καί­τοι ά­γου­σα ή­δη τον έ­βδο­μον μή­να της ε­γκυ­μο­σύ­νης της” Με­γά­λη Πέ­μπτη, ζύ­μω­νε μι­κρές κοκ­κώ­νες για τα δυο τέ­κνα της και κου­λού­ρες με­τ’ αυ­γών για τους υ­πό­λοι­πους. Πα­ρα­δό­ξως, σε αυ­τό το διή­γη­μα, στην πρό­σφα­τη χρη­στι­κή έκ­δο­ση των Απά­ντων, οι κοκ­κώ­νες γρά­φο­νται με έ­να κά­πα, σε α­ντί­θε­ση με τα Άπα­ντα Βα­λέ­τα και Σε­φερ­λή. Δεν πρό­κει­ται για α­πλο­ποιη­μέ­νη γρα­φή, κα­θώς α­κο­λου­θού­νται τα μη­τρι­κά Άπα­ντα. Πά­ντως, η ση­με­ρι­νή γρα­φή εί­ναι με ό­μι­κρον και έ­να κά­πα, ό­πως α­πα­ντά­ται η λέ­ξη και στο βι­βλίο του Γεωρ­γίου Ρή­γα για τον λαϊκό πο­λι­τι­σμό της Σκιά­θου. Όπως και να έ­χει, στο εν λό­γω διή­γη­μα, αυ­τή ή­ταν η τε­λευ­ταία φο­ρά, που η μη­τέ­ρα της Μόρ­φως και του Ευαγ­γε­λι­νού ζύ­μω­σε κοκ­κώ­νες, μια και πέ­θα­νε κα­τά τη γέν­να μα­ζί με το βρέ­φος. Σε έ­να α­πό τα τε­λευ­ταία πα­σχα­λι­νά, το «Χω­ρίς στε­φά­νι» του 1896, η Χρι­στί­να η Δα­σκά­λα, ό­ντας α­στε­φά­νω­τη και ά­κλη­ρη, τη Με­γά­λη Πέ­μπτη ζύ­μω­νε μό­νο κου­λού­ρες “κ’ ε­νέ­πη­γε σταυ­ρο­ει­δώς ε­πά­νω τα κόκ­κι­να αυ­γά”. Άλλες δυο φο­ρές ο Πα­πα­δια­μά­ντης χρη­σι­μο­ποιεί τη λέ­ξη κοκ­κώ­να και μά­λι­στα, την α­νυ­ψώ­νει και στους τίτ­λους. Δεν πρό­κει­ται, ό­μως, για κου­λού­ρες αλ­λά για θη­λυ­κές ο­ντό­τη­τες. Η μια εί­ναι η ό­μορ­φη πο­λί­τισ­σα Κοκ­κώ­να-Αννί­κα στο χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο διή­γη­μα «Της Κοκ­κώ­νας το σπί­τι» και η άλ­λη, η θά­λασ­σα στο «Κοκ­κώ­να θά­λασ­σα», ως υ­πο­κα­τά­στα­το της Κοκ­κώ­νας του κα­πε­τάν Τζώ­νη, που του βγή­κε γκρι­νιά­ρα. Χά­ρη στη δι­ση­μία της λέ­ξης κοκ­κώ­να, το­νί­ζε­ται, αν χρειά­ζε­ται να το­νι­στεί, η τά­ση του Πα­πα­δια­μά­ντη να πε­ρι­γρά­φει τα ό­μορ­φα πράγ­μα­τα.
Και ε­πα­νερ­χό­μα­στε. Εκεί­νο το στοι­χείο, που κα­θι­στά το διή­γη­μα «Η τε­λευ­ταία βα­πτι­στι­κή» συγ­γε­νι­κό με τη «Φό­νισ­σα» εί­ναι το κυ­ρίως θέ­μα του. Το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της α­φή­γη­σης στρέ­φε­ται γύ­ρω α­πό τον πνιγ­μό “της τε­λευ­ταίας βα­πτι­στι­κής” της θεια-Σο­φού­λας, που έ­χει πά­ρει και το ό­νο­μά της. Οι τρεις πνιγ­μοί στη «Φό­νισ­σα» και ο έ­νας στην «Τε­λευ­ταία βα­πτι­στι­κή» εί­ναι οι μο­να­δι­κοί πνιγ­μοί κο­ρα­σί­δων σε πη­γά­δι, δη­λα­δή σε γλυ­κό νε­ρό, μέ­σα σε ο­λό­κλη­ρη τη διη­γη­μα­το­γρα­φία του, ό­που ε­ντάσ­σου­με και τη «Φό­νισ­σα», καί­τοι μυ­θι­στό­ρη­μα, ό­χι κα­τα­χρη­στι­κά, αλ­λά για­τί θεω­ρού­με ό­τι συ­να­πο­τε­λεί μα­ζί με τα διη­γή­μα­τα το κυ­ρίως έρ­γο του. Εκτός α­πό τη θε­μα­τι­κή συγ­γέ­νεια, αυ­τές κα­θ’ αυ­τές οι α­φη­γή­σεις του πνιγ­μού της διε­τούς Σο­φού­λας στο διή­γη­μα και της ε­πτα­ε­τούς Ξε­νού­λας στη «Φό­νισ­σα» βαί­νουν σε πα­ραλ­λη­λία: Η Σο­φού­λα “εί­δεν ε­πί του ύ­δα­τος ει­κο­νι­ζο­μέ­νην την αγ­γε­λι­κήν ξαν­θήν μορ­φήν της” ή, στη «Φό­νισ­σα», παι­διά της γει­το­νιάς “έ­κυ­πταν εις το φρέ­α­ρ, Νάρ­κισ­σοι δια να ι­δούν την σκιάν των εις το ύ­δω­ρ”. Η σα­νί­δα του φρέ­α­τος ή­ταν “στιλ­πνή ως εκ της συ­χνής προ­στρι­βής του σχοι­νίου” ή, ε­ναλ­λα­κτι­κά, “ο­λι­σθη­ρά φα­γω­μέ­νη α­πό την προ­στρι­βή του σχοι­νίου του κου­βά”. Κα­τά την α­πό­πει­ρα διά­σω­σης της Σο­φού­λας, “η Αθη­νιώ ε­σή­κω­σε τα φου­στά­νια της υ­πε­ρά­νω του γό­να­τος, και πα­τού­σα εις τας γνω­στάς αυ­τή ε­σο­χάς του ε­σω­τε­ρι­κού λι­θο­κτί­στου του φρέ­α­τος, τας ε­πί­τη­δες κα­τα­σκευα­ζο­μέ­νας εις πά­σαν ο­ρυ­χήν φρέ­α­τος, κα­τήλ­θε μέ­χρι της ε­πι­φα­νείας του ύ­δα­τος”, ή, κα­τά τη φα­ντα­σίω­ση της Φρα­γκο­γιαν­νούς, “η Κρι­νιώ θα ή­ταν ι­κα­νή να κα­τέλ­θη ξυ­πό­λυ­τη εις το νε­ρόν – διό­τι το πη­γά­δι, ό­πως συ­νή­θως συμ­βαί­νει, εί­χε πα­τή­μα­τα εις τους ε­σω­τε­ρι­κούς τοί­χους, ε­σο­χάς ε­ντός του κτι­ρίου των λί­θων, αν και ί­σως πο­λύ ε­πι­κιν­δύ­νους και ο­λι­σθη­ράς”.
Η γε­φύ­ρω­ση, που προ­τεί­νει η Χε­λι­δώ­νη, των πνιγ­μών στη «Φό­νισ­σα» με το θαύ­μα σω­τη­ρίας α­πό πνιγ­μό των α­γιο­λο­γι­κών διη­γή­σεων, γί­νε­ται πιο πρό­δη­λη στο διή­γη­μα. Σε αυ­τό, δεν υ­πάρ­χει μό­νο ευ­θεία α­να­φο­ρά στο μυ­στή­ριο της βά­πτι­σης, αλ­λά εί­ναι η ί­δια η βα­πτι­στι­κή, ε­κεί­νη που κα­τα­δύε­ται στο ύ­δωρ για δεύ­τε­ρη φο­ρά. Μπο­ρεί αυ­τή “η τε­λευ­ταία βα­πτι­στι­κή” να μην σώ­ζε­ται του πνιγ­μού χά­ρις στη θεία πα­ρέμ­βα­ση, ό­πως στις α­γιο­λο­γι­κές διη­γή­σεις, ω­στό­σο το διή­γη­μα κλεί­νει με την πε­ρι­γρα­φή ε­νός θαύ­μα­τος, ό­χι ε­κεί­νου της σω­τη­ρίας, αλ­λά του πα­ρεμ­φε­ρούς, της μυ­ρο­βλυ­σίας. Εδώ, δεν μο­σχο­βο­λά το χώ­μα στον τά­φο της Σο­φού­λας, ό­πως συμ­βαί­νει με “τον πτω­χό Τσό­μπα­νο”, που μαρ­τύ­ρη­σε α­πό τους Αγα­ρη­νούς για τη σω­τη­ρία του Κά­στρου. Το ό­νο­μά του μπο­ρεί να λη­σμο­νή­θη­κε και ως “φτω­χός Άγιος” δο­ξο­λο­γία μεν να μην έ­χει, έ­γι­νε ό­μως θέ­μα σκια­θί­τι­κης πα­ρά­δο­σης και τε­λι­κά, α­πέ­κτη­σε και διή­γη­μα. Ού­τε φυ­τρώ­νει “ι­τσιά, γε­μά­τη α­π’ ω­ραία ασ­προ­κί­ντρι­να λου­λου­δά­κια”, ό­πως στον τά­φο της Ου­ρα­νί­τσας, που βρί­σκε­ται στο «Νη­σί της Ου­ρα­νί­τσας». Πα­ρό­τι φαρ­μα­κώ­θη­κε α­πό μό­νη της η Ου­ρα­νί­τσα, α­γία­σε. Αυ­τή εί­ναι η, κα­τά Πα­πα­δια­μά­ντη, αί­σθη­ση του δι­καίου, που, πολ­λές φο­ρές, ι­διαί­τε­ρα ό­ταν πλά­θει τις ι­στο­ρίες των η­ρωί­δων του, βαί­νει ε­νά­ντια στα κα­θιε­ρω­μέ­να, εί­τε κοι­νω­νι­κά εί­τε εκ­κλη­σια­στι­κά. Στην πε­ρί­πτω­ση της Σο­φού­λας “η α­νε­ξή­γη­τος ευω­δία α­νήρ­χε­το α­πό του ύ­δα­τος” του φρέ­α­τος, ά­παξ του χρό­νου, την Κυ­ρια­κή του Πά­σχα, ό­ταν, με­τά την α­να­στά­σι­μη λει­τουρ­γία, η νο­νά της “έρ­ρι­πτεν εις το ύ­δωρ την κοκ­κώ­ναν και τα κόκ­κι­να αυ­γά”. Δί­νει, μά­λι­στα, ο Πα­πα­δια­μά­ντης στην πε­ρι­γρα­φή τη χροιά των, πε­ρί θαυ­μά­των, α­φη­γή­σεων, “η ευω­δία α­νήρ­χε­το… ως θυ­μία­μα α­θώας ψυ­χής α­νε­βαί­νον προς τον θεάν­θρω­πον Πλά­στη­ν”.
Να ση­μειώ­σου­με ό­τι ο Πα­πα­δια­μά­ντης, στο διή­γη­μα, δεν ε­πι­λέ­γει τυ­χαία α­ριθ­μούς και χρο­νο­λο­γίες. “Η τε­λευ­ταία βα­πτι­στι­κή” δεν εί­ναι η τε­λευ­ταία, για­τί πνί­γη­κε και η θεια-Σο­φού­λα δεν ξα­να­βά­πτι­σε, αλ­λά, έ­τσι κι αλ­λιώς, ε­πρό­κει­το να εί­ναι η τε­λευ­ταία ως η τεσ­σα­ρα­κο­στή. Αριθ­μός, σύμ­φω­να με τις λαϊκές δο­ξα­σίες, συν­δε­δε­μέ­νος με τις κα­κο­ποιές δυ­νά­μεις. Σα­ρά­ντα μέ­ρες προ­φυ­λάσ­σο­νται η λε­χώ­να και το βρέ­φος, τεσ­σα­ρά­κο­ντα η­μέ­ρες διαρ­κεί η πε­ρι­πλά­νη­ση της ψυ­χής στα γνω­στά της μέ­ρη. Σα­ρά­ντα λει­τουρ­γίες τε­λούν στη σει­ρά ή, ε­ναλ­λα­κτι­κά, σα­ρά­ντα άρ­τους μοι­ρά­ζουν, προς α­νά­παυ­ση της ψυ­χής του νε­κρού. Εί­ναι τα λε­γό­με­να σα­ρα­ντα­λεί­τουρ­γα, τα ο­ποία συ­νη­θί­ζο­νται και για τους ζω­ντα­νούς προς ία­ση εί­τε του σώ­μα­τος εί­τε της ψυ­χής. Αντ’ αυ­τών, η θεια–Σο­φού­λα, “προς α­νά­παυ­σιν της συ­νει­δή­σεώς της”, εί­χε τά­ξει να α­πο­κτή­σει σα­ρά­ντα βα­πτι­στή­ρια. Όσο για το χρό­νο που το­πο­θε­τεί­ται η «Τε­λευ­ταία βα­πτι­στι­κή», προσ­διο­ρί­ζε­ται πλα­γίως ό­τι ο πνιγ­μός συ­νέ­βη την Με­γά­λη Πέ­μπτη του 1851. Στις 4 Μαρ­τίου 1851, γεν­νή­θη­κε ο Πα­πα­δια­μά­ντης και στις 9 Απρι­λίου, την Δευ­τέ­ρα του Πά­σχα, βα­πτί­στη­κε. Υπάρ­χει, μά­λι­στα, μαρ­τυ­ρία του Γ. Ρή­γα, ό­τι κα­τά την βά­πτι­σή του συ­νέ­βη το ε­ξής θαυ­μα­τουρ­γό, “ε­νώ ο βα­πτί­ζων αυ­τόν πα­πά Νι­κό­λας έρ­ρι­πτε το έ­λαιον εις την κο­λυμ­βή­θραν, έ­τυ­χε να σχη­μα­τι­σθή αυ­το­μά­τως ε­πί του ύ­δα­τος αυ­τής σταυ­ρός διά του ε­λαίου”. Τό­τε, ο ιε­ρέ­ας προ­φή­τε­ψε ό­τι “αυ­τό το παι­δί θα γί­νη με­γά­λος”. Έγι­νε, τε­λι­κά, ο “με­γά­λος” της νε­ο­ελ­λη­νι­κής διη­γη­μα­το­γρα­φίας.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Λεζάντα φωτογραφίας: Η θεια-Σοφούλα, “άμα επέστρεφε το πρωί από της λειτουργίας της Αναστάσεως ήνοιγε, τότε μόνον, το άχρηστον μείναν φρέαρ και έρριπτεν εις το ύδωρ την κοκκώναν και τα κόκκινα αυγά της μικράς Σοφούλας της”. Σχέδιο του Παύλου Βαλασάκη για το διήγημα «Η τελευταία βαπτιστική».

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 16/10/2011.