Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011

Περί δολοφόνων και “αναγνωρισιμότητας”

Τά­σος Ανα­στα­σίου
«Συ­νε­σταλ­μέ­νος δο­λο­φό­νος»
Εκδό­σεις Κουκ­κί­δα
Αθή­να, Ια­νουά­ριος 2011

Ο τίτ­λος του πρώ­του πε­ζο­γρα­φι­κού βι­βλίου του Τά­σου Ανα­στα­σίου καλ­λιερ­γεί την προσ­δο­κία του α­στυ­νο­μι­κού. Δη­λα­δή, γε­νι­κό­τε­ρα, ε­νός α­να­γνώ­σμα­τος, που να στρέ­φε­ται γύ­ρω α­πό ε­γκλή­μα­τα και την ε­ξι­χνία­σή τους. Στο βι­βλίο, ω­στό­σο, ε­γκλή­μα­τα δεν δια­πράτ­το­νται. Ού­τε ε­γκλή­μα­τα αν­θρω­πο­κτο­νίας ού­τε α­ξιό­ποι­νες πρά­ξεις, που να χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται ως ε­γκλή­μα­τα. Τα μό­να ε­γκλή­μα­τα, που ε­ξι­χνιά­ζο­νται, εί­ναι ο­ρι­σμέ­νες συ­μπε­ρι­φο­ρές, οι ο­ποίες δεί­χνουν κοι­νό­το­πες, αλ­λά θα μπο­ρού­σαν να α­πο­κλη­θούν ε­γκλη­μα­τι­κές, με την τρέ­χου­σα εμ­φα­τι­κή χρή­ση της λέ­ξης, λό­γω των βλα­πτι­κών συ­νε­πειών που έ­χουν για τον α­πο­δέ­κτη τους. Σε αυ­τές τις πε­ρι­πτώ­σεις, βε­βαίως, ε­κεί­νο που εν­δια­φέ­ρει δεν εί­ναι ο δρά­στης, μια και αυ­τός εί­ναι εξ αρ­χής γνω­στός, αλ­λά τα αί­τια της συ­μπε­ρι­φο­ράς του. Εδώ, ό­μως, ι­σχύει το κοι­νώς λε­γό­με­νο, ά­βυσ­σος η ψυ­χή του αν­θρώ­που. Πό­σω μάλ­λον, ό­ταν πρό­κει­ται, ό­πως α­πο­κα­λύ­πτει εκ προοι­μίου ο τίτ­λος, για έ­ναν συ­νε­σταλ­μέ­νο δο­λο­φό­νο. Προ­σο­χή, ό­χι έ­ναν δει­λό, ο ο­ποίος φο­βά­ται να α­ντι­με­τω­πί­σει τις δύ­σκο­λες κα­τα­στά­σεις, αλ­λά έ­ναν α­να­σφα­λή, που ό­ταν βρί­σκε­ται σε μη οι­κείο πε­ρι­βάλ­λον, ε­νώ­πιον πε­ρισ­σό­τε­ρων αν­θρώ­πων δεν έ­χει ά­νε­ση λό­γων και κι­νή­σεων. Αυ­τός ο δεύ­τε­ρος μπο­ρεί θαυ­μά­σια να α­ντι­με­τω­πί­σει προ­βλη­μα­τι­κές κα­τα­στά­σεις και ό­ταν βρί­σκε­ται μό­νος με τον άλ­λον, τον ο­ποίο θεω­ρεί ως υ­παί­τιο, δεί­χνει το πραγ­μα­τι­κό του πρό­σω­πο.
Τό­τε, αυ­τός ο συ­νε­σταλ­μέ­νος α­πο­βαί­νει πιο ε­πι­κίν­δυ­νος, για­τί οι πρά­ξεις του υ­πο­κι­νού­νται α­πό α­νε­ξι­χνία­στα αι­σθή­μα­τα κα­τω­τε­ρό­τη­τας. Από αυ­τά, που οι ει­δή­μο­νες τα­ξι­νο­μούν στα συ­μπλέγ­μα­τα. Ταυ­τό­χρο­να, εμ­φα­νί­ζε­ται πιο α­πο­φα­σι­σμέ­νος, ι­δίως ό­ταν πρό­κει­ται για ε­γκλη­μα­τι­κές συ­μπε­ρι­φο­ρές στο ε­ρω­τι­κό πε­δίο. Σε αυ­τές τις πε­ρι­πτώ­σεις, δρα με πρό­θε­ση και κυ­ρίως, με δό­λο, αιφ­νι­διά­ζο­ντας τον άλ­λο. Μέ­χρι και την ψυ­χι­κή του ι­σορ­ρο­πία μπο­ρεί να κα­τα­στρέ­ψει, αν αυ­τός ο δεύ­τε­ρος εί­ναι έ­να ά­το­μο φύ­σει ή και θέ­σει ευά­λω­το. Έναν πα­ρό­μοιο δο­λο­φό­νο πλά­θει ο Ανα­στα­σίου, συ­μπλη­ρώ­νο­ντας ψη­φί­δα – ψη­φί­δα τον ε­ρω­τι­κό του δε­σμό με το, α­πό μια ά­πο­ψη, θύ­μα. Με αυ­τόν τον τρό­πο, σκια­γρα­φεί έ­ναν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τύ­πο σα­δο­μα­ζο­χι­στι­κής συ­νύ­παρ­ξης, που έ­χει ως κα­τά­λη­ξη έ­ναν χω­ρι­σμό, α­ντί­στοι­χης συ­ναι­σθη­μα­τι­κής ι­σορ­ρο­πίας. Η γυ­ναί­κα πε­ρι­γρά­φε­ται ως ά­το­μο καλ­λιερ­γη­μέ­νο και α­πό κα­λή οι­κο­γέ­νεια. Εί­ναι, ό­μως, μια “α­σχη­μο­μού­ρα χο­ντρή”. Προ­σκολ­λά­ται στο σύ­ντρο­φό της α­πό την πρώ­τη νύ­χτα, που, υ­πο­κλέ­πτο­ντάς τον α­πό μια φί­λη, περ­νά­νε μα­ζί και ε­πί μια τριε­τία. Γνω­ρί­ζει δί­πλα του τη δυ­στυ­χία δυο εκ­τρώ­σεων, α­ντί του έγ­γα­μου βίου και της ευ­τυ­χούς α­πό­κτη­σης δυο τέ­κνων. Μέ­χρι που ε­κεί­νος α­πο­φα­σί­ζει να φύ­γει. Αρχι­κά, προ­σπα­θεί να ε­πι­τύ­χει την α­πα­γκί­στρω­σή του κοι­νή συ­ναι­νέ­σει. Εκεί­νη, ό­μως, βρί­σκε­ται σε κα­τά­στα­ση πλή­ρους ψυ­χι­κής ε­ξάρ­τη­σης. Η ε­πι­μο­νή της τον σπρώ­χνει σε βίαια συ­μπε­ρι­φο­ρά και ε­κεί­νη μέ­νει α­δρα­νής σαν να α­πο­λαμ­βά­νει τον ε­ξευ­τε­λι­σμό της. Φα­ντα­σιώ­νε­ται, μά­λι­στα, ό­τι εί­ναι η ί­δια που κα­θο­ρί­ζει τη συ­μπε­ρι­φο­ρά του, σε μια πλή­ρη σα­δο­μα­ζο­χι­στι­κή α­ντι­στρο­φή. Όταν ορ­θο­φρο­νεί, ω­στό­σο, τον βλέ­πει σαν έ­ναν ε­πηρ­μέ­νο φαλ­λό. Από την πλευ­ρά του, ο “συ­νε­σταλ­μέ­νος δο­λο­φό­νος” φα­ντα­σιώ­νε­ται συμ­βο­λι­κούς φό­νους. Τε­λι­κά, δο­λο­φο­νεί ε­μπρά­κτως τα τε­λευ­ταία γυ­ναι­κεία σκιρ­τή­μα­τα.
Αυ­τός, ό­μως, δεν εί­ναι ο μο­να­δι­κός ή­ρωας του Ανα­στα­σίου, πα­ρά μό­νο ο κε­ντρι­κός χα­ρα­κτή­ρας του ο­μό­τιτ­λου διη­γή­μα­τος, α­φού δεν πρό­κει­ται για μυ­θι­στό­ρη­μα, αλ­λά, ό­πως δη­λώ­νε­ται και στο ε­ξώ­φυλ­λο, για συλ­λο­γή διη­γη­μά­των. Συ­γκε­κρι­μέ­να, ο­κτώ ε­κτε­νών πε­ζών, τα ο­ποία, έ­τσι ό­πως χω­ρί­ζο­νται σε α­ριθ­μη­μέ­να υ­πο­κε­φά­λαια, δη­μιουρ­γούν την ε­ντύ­πω­ση μί­νι μυ­θι­στο­ρη­μά­των. Αυ­τήν την ε­ντύ­πω­ση ε­πι­τεί­νει η α­νά­πτυ­ξη του α­φη­γη­μα­τι­κού ι­στού σε πολ­λα­πλά ε­πί­πε­δα χρό­νου και τό­που. Για πε­ζά πα­ρό­μοιας έ­κτα­σης, ε­πι­στρα­τεύε­ται συ­νή­θως ο ό­ρος νου­βέ­λα, που έ­χει κα­τα­λή­ξει πα­σπαρ­τού, έ­τσι ό­πως δεν προσ­διο­ρί­ζο­νται πρό­σθε­τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά σχε­τι­κά με την πλο­κή και τους χα­ρα­κτή­ρες. Στα ο­κτώ διη­γή­μα­τα, ο συγ­γρα­φέ­ας πολ­λα­πλα­σιά­ζει τους δο­λο­φό­νους. Σχε­δόν ό­λοι τους εμ­φα­νί­ζο­νται συ­νε­σταλ­μέ­νοι, με τις ι­στο­ρίες τους να κα­λύ­πτουν έ­να με­γά­λο φά­σμα κα­θη­με­ρι­νών ε­γκλη­μα­τι­κών συ­μπε­ρι­φο­ρών.
Ένα βα­σι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό εί­ναι ο τρό­πος, που πε­ρι­γρά­φο­νται οι συ­μπε­ρι­φο­ρές αυ­τού του τύ­που. Δεν α­πο­τε­λούν πα­ρά α­πό­το­κα των κα­θη­με­ρι­νών σχέ­σεων των η­ρώων, ό­πως αυ­τές κλι­μα­κώ­νο­νται α­πό τη διέ­νε­ξη στην προ­στρι­βή, η ο­ποία, α­νά­λο­γα με την ο­ξύ­τη­τά της, μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε φι­λο­νι­κία ή α­κό­μη και σύ­γκρου­ση. Αν και οι πλέ­ον ε­πώ­δυ­νες συ­μπε­ρι­φο­ρές για τον βαλ­λό­με­νο εί­ναι ε­κεί­νες που μέ­νουν α­να­ντα­πό­δο­τες, χω­ρίς την α­να­κου­φι­στι­κή ε­κτό­νω­ση, με δέ­σμιο το συ­ναι­σθη­μα­τι­κό φορ­τίο να κα­τα­χω­νιά­ζε­ται στα ε­σώ­τε­ρα. Σε αυ­τές τις πε­ρι­πτώ­σεις, ως δι­κλεί­δα α­σφα­λείας, λει­τουρ­γεί η διο­χέ­τευ­ση της ε­πι­θε­τι­κό­τη­τας σε τρί­τους. Ο συγ­γρα­φέ­ας εμ­βα­θύ­νει στον ψυ­χι­σμό των η­ρώων του μέ­σα α­πό έ­να σχε­δόν ψυ­χα­να­λυ­τι­κό πρί­σμα. Πα­ρά το ξε­κί­νη­μά του α­πό την ποίη­ση, η γρα­φή του έ­χει μια δο­κι­μια­κή στε­ρεό­τη­τα. Πι­στεύου­με, ω­στό­σο, ό­τι θα κέρ­δι­ζε αν συν­δυα­ζό­ταν με το υ­παι­νι­κτι­κό στοι­χείο της ποίη­σης ή, μάλ­λον, με έ­ναν πυ­κνό­τε­ρο και λι­γό­τε­ρο πε­ρι­φρα­στι­κό λό­γο. Όταν πρά­ξεις και α­ντι­δρά­σεις πε­ρι­γρά­φο­νται με ε­πάρ­κεια, πε­ριτ­τεύουν οι ε­πε­ξη­γή­σεις, που χα­λα­ρώ­νουν την α­φή­γη­ση.
Ο “συ­νε­σταλ­μέ­νος δο­λο­φό­νος” δεν εί­ναι σε ό­λα τα διη­γή­μα­τα ο με­γα­λύ­τε­ρος και ο δυ­να­τό­τε­ρος. Για πα­ρά­δειγ­μα, στο πρώ­το, εί­ναι έ­νας έ­φη­βος, ε­νώ το τρό­πον τι­νά θύ­μα του εί­ναι ο α­δελ­φός της μη­τέ­ρας του και ο μο­να­δι­κός α­ρι­στε­ρός στο σόϊ της. Η ι­στο­ρία ξε­κι­νά α­πό τις ε­πι­πλή­ξεις του θείου και τα αμ­φί­θυ­μα αι­σθή­μα­τα του α­νι­ψιού για να με­τα­πη­δή­σει στη σύ­γκρου­ση του θείου με έ­ναν άλ­λο συγ­γε­νή, κι αυ­τός θείος, αλ­λά ε­θνι­κό­φρων, ε­νώ στα­θε­ρός πα­ρα­μέ­νει ο “χο­ρός”, τον ο­ποίο σχη­μα­τί­ζει γύ­ρω τους η οι­κο­γέ­νεια, προ­σαυ­ξη­μέ­νη με τους γεί­το­νες. Ως τό­πος δρά­σης, σε αυ­τό το διή­γη­μα, ε­πι­λέ­γε­ται η Άμφισ­σα, ό­που η τα­ρα­χώ­δης ι­στο­ρία της κα­τά την Αντί­στα­ση και τον Εμφύ­λιο χρη­σι­μεύει στην α­φή­γη­ση ως βά­θος πε­δίου. Σε α­ντί­θε­ση με το ο­μό­τιτ­λο διή­γη­μα, που ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στη δυα­δι­κή σχέ­ση, δεί­χνο­ντας τις ψυ­χο­γρα­φι­κές δε­ξιό­τη­τες του συγ­γρα­φέα, ε­δώ υ­πε­ρι­σχύει η ο­πτι­κή του α­φη­γη­τή, η ο­ποία πα­ρα­μέ­νει η ί­δια και σε άλ­λα διη­γή­μα­τα, πα­ρό­τι αλ­λά­ζουν τα προ­σω­πεία του. Εί­ναι αυ­τή του α­ρι­στε­ρού εκ­συγ­χρο­νι­στή, με τις εμ­μο­νές του να δεί­χνουν σαν α­νε­στραμ­μέ­νο εί­δω­λο ε­κεί­νων ε­νός συ­ντη­ρη­τι­κού πα­λαιό­τε­ρου. Κά­πως έ­τσι προ­κύ­πτει το διή­γη­μα, «Το χα­μό­γε­λο του Τούρ­κου», με μια αμ­φί­θυ­μη ο­πτι­κή, πα­ρα­πλή­σια με ε­κεί­νη του Θεό­δω­ρου Γρη­γο­ριά­δη στο πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μά του «Ο πα­λαι­στής και ο δερ­βί­σης». Ο θε­μα­τι­κός πυ­ρή­νας της α­ντι­πα­λό­τη­τας “αν­θέλ­λη­να” και φί­λα κεί­με­νου προς τους με­τα­νά­στες ε­πα­νέρ­χε­ται και σε άλ­λα διη­γή­μα­τα. Πα­ρο­μοίως, η προ­νο­μιού­χος θέ­ση, που δί­νε­ται σή­με­ρα στη νεό­τη­τα έ­να­ντι της γη­ραιάς η­λι­κίας, σε α­ντί­θε­ση με προ­γε­νέ­στε­ρες ε­πο­χές, ε­μπνέει το διή­γη­μα «Πε­ρι­στα­τι­κό με χιό­νι». Σε αυ­τό, ο μα­θη­τής φέρ­νει με τις ε­ρω­τή­σεις του σε δύ­σκο­λη θέ­ση τον κα­θη­γη­τή, ό­πως συμ­βαί­νει και στο μυ­θι­στό­ρη­μα της ε­πί­σης πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νης Βα­σι­λι­κής Πέ­τσα, «Θυ­μά­μαι».
Υπάρ­χουν και ο­ρι­σμέ­να διη­γή­μα­τα, που α­πο­κλί­νουν α­πό την ψυ­χο­γρα­φία των η­ρώων προς μια α­πο­τύ­πω­ση της ελ­λη­νι­κής κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας νε­ο­ρε­α­λι­στι­κού τύ­που. Και σε αυ­τό το πε­δίο, ο Ανα­στα­σίου δεν τα κα­τα­φέρ­νει και ά­σχη­μα, ε­πι­δει­κνύο­ντας χιού­μορ και διεισ­δυ­τι­κό­τη­τα, ό­πως εί­χε πα­ρα­τη­ρή­σει η Ρού­λα Γεωρ­γα­κο­πού­λου, συ­γκρα­τώ­ντας το βι­βλίο του στις ε­πι­λο­γές της. Εμείς, ω­στό­σο, πι­στεύου­με ό­τι θα χρεια­ζό­ταν να τι­θα­σεύ­σει κά­πως τον οί­στρο του, φρο­ντί­ζο­ντας για την οι­κο­νο­μία του συ­νό­λου. Όσο ε­πώ­δυ­νο και να εί­ναι για τον οιον­δή­πο­τε γρά­φο­ντα το α­πο­λέ­πι­σμα του δη­μιουρ­γή­μα­τός του, αυ­τό α­πο­βαί­νει, κα­τά κα­νό­να, προς ό­φε­λός του. Εί­τε, για να α­να­δειχ­θεί σε έ­να διή­γη­μα, ό­πως το «Φελ­λί­νι my ass (ρε!)», το θέ­α­τρο του πα­ρα­λό­γου, που παί­ζε­ται κα­θη­με­ρι­νά στο στή­σι­μο ε­νός ε­ντύ­που, ε­φη­με­ρί­δας ή πε­ριο­δι­κού. Εί­τε, ό­πως στα διη­γή­μα­τα «Οι ε­λευ­θέ­ριοι» και «Η στιγ­μή του κλά­μα­τος», για να προ­βάλ­λουν πιο ξε­κά­θα­ρα οι ι­λα­ρές και τρα­γι­κές ό­ψεις, που εμ­φα­νί­ζουν οι ε­ρω­τι­κές σχέ­σεις, ε­λευ­θέ­ριες και έγ­γα­μες.
Όπως και να έ­χει, ο Τά­σος Ανα­στα­σίου εί­ναι έ­νας πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νος του σω­τή­ριου έ­τους 2011, που ε­ξέ­δω­σε έ­να εν­δια­φέ­ρον βι­βλίο, το ο­ποίο δεν έ­τυ­χε α­ντί­στοι­χης προ­βο­λής. Όπως, ό­μως, συμ­βαί­νει σε ό­λους τους χώ­ρους, έ­τσι και στο χώ­ρο του βι­βλίου, η προ­βο­λή εί­ναι συ­νάρ­τη­ση πλεί­στων ό­σων πα­ρα­γό­ντων. Όσο για το βι­βλίο, αυ­τό κα­θ’ ε­αυ­τό, α­πλώς α­πο­τε­λεί έ­ναν α­πό αυ­τούς. Μέ­νει, μά­λι­στα, ζη­τού­με­νο, αν εί­ναι ο πρω­ταρ­χι­κός. Πιο κα­θο­ρι­στι­κή της λο­γο­τε­χνι­κό­τη­τας του κει­μέ­νου α­πο­βαί­νει η “α­να­γνω­ρι­σι­μό­τη­τα”, που α­πο­λαμ­βά­νει ο συγ­γρα­φέ­ας. Άλλω­στε, μέ­χρι και στη Βου­λή ή και στα υ­πουρ­γι­κά έ­δρα­να με βά­ση την “α­να­γνω­ρι­σι­μό­τη­τα” προω­θεί­ται κά­ποιος. Ύστε­ρα, έρ­χε­ται ο εκ­δό­της. Η δι­κή του “α­να­γνω­ρι­σι­μό­τη­τα”, αλ­λά και τι έ­χει ε­πεν­δύ­σει σε έ­ναν συ­γκε­κρι­μέ­νο συγ­γρα­φέα. Οι με­γά­λοι εκ­δό­τες εκ­δί­δουν πολ­λούς συγ­γρα­φείς. Εκ των πραγ­μά­των, εί­ναι α­να­γκα­σμέ­νοι να πο­ντά­ρουν σε δυο-τρεις. Αυ­τούς θα προ­βάλ­λουν με κα­νο­νι­κή ή και γκρί­ζα δια­φή­μι­ση. Με­τά, έρ­χε­ται το ε­πάγ­γελ­μα του συγ­γρα­φέα. Αν ο συγ­γρα­φέ­ας έ­χει έ­να “χρή­σι­μο για τους συ­ναν­θρώ­πους του ε­πάγ­γελ­μα”, ό­λο και κά­ποιοι ει­δή­μο­νες και ε­ξέ­χο­ντες θα υ­πάρ­ξουν που θα ξε­πλη­ρώ­σουν υ­πο­χρεώ­σεις. Την σή­με­ρον, εί­ναι βα­θιά νυ­χτω­μέ­νοι ό­σοι πι­στεύουν ό­τι έ­νας συγ­γρα­φέ­ας αρ­κεί να γρά­ψει το βι­βλίο του. Πρέ­πει να α­να­πτύ­ξει και τις α­να­γκαίες υ­πο­στη­ρι­κτι­κές δη­μό­σιες σχέ­σεις, για­τί, κα­τά το κοι­νώς λε­γό­με­νο, το έ­να χέ­ρι νί­βει το άλ­λο και τα δυο το πρό­σω­πο. Λα­μπρή α­πό­δει­ξη ό­λων αυ­τών, η πε­ρί­πτω­ση Τά­σου Ανα­στα­σίου. Σχε­τι­κά μι­κρός ο εκ­δο­τι­κός οί­κος, αν δεν α­πα­τώ­με­θα, μό­λις πρό­σφα­τα ει­σήλ­θε στο χώ­ρο της ελ­λη­νι­κής πε­ζο­γρα­φίας. Κα­θη­γη­τής Μέ­σης Εκπαί­δευ­σης ο συγ­γρα­φέ­ας. Ού­τε πο­λι­τι­κός, ού­τε με­γα­λο­για­τρός ή με­γα­λο­ε­πι­χει­ρη­μα­τίας, ού­τε μέ­λος συλ­λό­γων και ε­ται­ρειών, ώ­στε να καλ­λιερ­γή­σει σχέ­σεις με υ­ψη­λά ι­στά­με­νους. Μό­λις έ­νας συγ­γρα­φέ­ας, που φαί­νε­ται να συ­νι­στά ε­ξαί­ρε­ση στην ομ­φα­λο­σκο­πού­με­νη γε­νιά του ’80, ε­πε­σή­μα­νε το βι­βλίο τού, θέ­λου­με να πι­στεύου­με α­γνώ­στου του, Ανα­στα­σίου. Τε­λι­κά, το μο­να­δι­κό ση­μείο που στά­θη­κε τυ­χε­ρός ο Ανα­στα­σίου, εί­ναι ως προς το χρό­νο έκ­δο­σης του βι­βλίου του. Ετών 35, το 2011, μό­λις που πρό­λα­βε το ό­ριο η­λι­κίας του νέ­ου θε­σμο­θε­τη­μέ­νου κρα­τι­κού βρα­βείου για πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νους συγ­γρα­φείς. Τώ­ρα, για­τί, ως ο­ρια­κή η­λι­κία για την πρώ­τη εμ­φά­νι­ση, ε­πι­λέχ­θη­κε ε­κεί­νη των 35 ε­τών και ό­χι των 30 ή και των 40, που ι­σχύει για το πρώ­το θε­σμο­θε­τη­μέ­νο βρα­βείο του εί­δους, τρέ­χα γύ­ρευε. Δεν ευ­τυ­χή­σα­με πο­τέ οι υ­πουρ­γοί Πο­λι­τι­σμού να έ­χουν κά­ποια σχέ­ση με το χώ­ρο του βι­βλίου. Πλην των πρώ­των. Συ­γκε­κρι­μέ­να, του δεύ­τε­ρου στη σει­ρά, Δη­μή­τρη Τσά­κω­να, των τριών βρα­χύ­βιων που τον α­κο­λού­θη­σαν Κων­στα­ντί­νου Τσά­τσου, Ι. Μ. Πα­να­γιω­τό­που­λου, Κων­στα­ντί­νου Τρυ­πά­νη και ε­νός έ­βδο­μου, λί­γο πιο μα­κρό­βιου, του Δη­μή­τριου Νιά­νια. Οι υ­πό­λοι­ποι, εί­τε εν­δια­φέ­ρο­νταν για έ­ναν άλ­λο πο­λι­τι­στι­κό χώ­ρο σε τέ­τοιο βαθ­μό που ο χώ­ρος του βι­βλίου να εμ­φα­νί­ζε­ται ως ο φτω­χός α­δελ­φός, εί­τε α­δια­φο­ρού­σαν συ­νο­λι­κά για τα πο­λι­τι­σμι­κά πράγ­μα­τα, γνω­ρί­ζο­ντας μό­νο α­πό πο­δό­σφαι­ρο. Στην έ­ρευ­να, πό­σα βι­βλία δια­βά­ζουν το χρό­νο, μάλ­λον θα έ­πρε­πε να α­πα­ντή­σουν ου­δέν. Υπάρ­χει, βε­βαίως, και ο Υπουρ­γός, που, ε­πί των η­με­ρών του, ι­δρύ­θη­κε το Εθνι­κό Κέ­ντρο Βι­βλίου. Αυ­τό, ό­μως, εί­ναι μια άλ­λη, με­γά­λη ι­στο­ρία.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου


ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟ­ΠΟ ΤΟΥ

Όπου και να τα­ξι­δέ­ψω η Ελλά­δα με πλη­γώ­νει
ΓΙΩΡ­ΓΟΣ ΣΕ­ΦΕ­ΡΗΣ
«Με τον τρό­πο του Γ.Σ.»
Εις μνή­μην...

Σαν σκό­τω­σαν οι Πραί­το­ρες το α­γέ­νειο παι­δί
–οι ά­φρο­νες γο­νείς του πώς δεν του ’παν
του προ­κομ­μέ­νου τους, γό­νου της κα­λής τά­ξεως,
να μη γυρ­νά σε λά­θος τό­πο λά­θος ώ­ρα;–
o πε­ρι­σπού­δα­στος Παυ­λί­στω­ρ, τρα­νός μας υ­πουρ­γός
–της ε­ξου­σίας μας δό­ξα, αί­μα των Κα­ρα­μαν­λι­δώ­ν–
α­μέ­σως α­πε­φάν­θη, με τη δει­νή του ευ­φρά­δεια,
σ’ αυ­τούς που του ζη­τού­σαν έ­να σχό­λιο:
«Με­μο­νω­μέ­νο ή­ταν το πε­ρι­στα­τι­κόν».
Και πρό­σθε­σε κα­τό­πιν, μει­λί­χιος ό­πως πά­ντα:
«Αν πά­λι γί­νει κά­πως –κά­τι βε­βαίως που α­πεύ­χο­μαι–
τό­τε θα εί­ναι δύο τυ­χαία γε­γο­νό­τα.
Κι αν πά­λι κά­νει ο διά­ο­λος και ε­πα­να­λη­φθεί
τό­τε θα κά­μω λό­γον διά σπά­νια συμ­βά­ντα.
Κι αν ο­λωσ­διό­λου τρε­λα­θούν οι Πραί­το­ρες - άν­θρω­ποι εί­με­θα δα!–
κι έ­χουν πυ­ρο­βο­λή­σει κο­ντά κα­μιά δε­κά­δα,
φρο­νώ πως θα μου γεν­νη­θεί έ­ντο­νη α­νη­συ­χία».
Σο­φό, ό­πως συ­νή­θως, το σχό­λιό του κρί­να­με.
Εξαίφ­νης λί­γες μέ­ρες κα­τό­πιν σ’ ό­νει­ρό του
ο πε­ρι­σπού­δα­στος Παυ­λί­στωρ εί­δε
της Ιστο­ρίας τον άγ­γε­λο με πύ­ρι­νη ρομ­φαία
να πε­ρι­τρι­γυ­ρί­ζει στις έ­ρη­μες ο­δούς
και να φω­τί­ζει ά­γριος την πα­γω­μέ­νη νύ­χτα.
Βα­θέως α­νη­σύ­χη­σε τον υ­πουρ­γό το πράγ­μα·
τι ά­ρα­γε να σή­μαι­νεν ο πυ­ρο­φό­ρος άγ­γε­λος;
Aσφα­λώς ά­σχε­τα εί­ναι τα δύο γε­γο­νό­τα:
To σκο­τει­νό το ε­νύ­πνιο και του νε­α­ρού το α­τύ­χη­μα.
Ωστό­σο προ­σπα­θού­με – και θα ε­ξα­κο­λου­θή­σου­με,
ύ­στε­ρα α­π’ τις δι­κές του, τις αυ­στη­ρές συ­στά­σεις–
κά­ποια ερ­μη­νεία να δώ­σου­με στο ό­νει­ρο ε­κεί­νο.
Ευ­ρι­πί­δης Γα­ρα­ντού­δης
«Ονει­ρεύ­τη­κα τη Genova»
Εκδό­σεις Με­λά­νι, Ιού­λιος 2011

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή", στις 13/11/2011.