Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

Απάντων Παπαδιαμάντη συνέχεια

Αλέ­ξαν­δρος Πα­πα­δια­μά­ντης
«Άπα­ντα»
Φι­λο­λο­γι­κή ε­πι­μέ­λεια
Ν. Δ. Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος
Έκδο­ση «ΤΟ ΒΗ­ΜΑ βι­βλιο­θή­κη»

Συ­νε­χί­ζου­με τον σχο­λια­σμό των νέων «Απά­ντων» Πα­πα­δια­μά­ντη, που εί­χα­με ξε­κι­νή­σει την προ­η­γού­με­νη Κυ­ρια­κή. Όπως ή­δη α­να­φέ­ρα­με, πρό­κει­ται για μια α­πό τις ση­μα­ντι­κό­τε­ρες σει­ρές, αν ό­χι τη ση­μα­ντι­κό­τε­ρη, εν μέ­σω των σει­ρών, υ­πό μορ­φή βι­βλίω­ν-προ­σφο­ρών, που έ­χει εκ­δώ­σει, μέ­χρι σή­με­ρα, η ε­φη­με­ρί­δα «Το Βή­μα» και τις ο­ποίες φι­λό­δο­ξα α­πο­κα­λεί «Βι­βλιο­θή­κη». Θυ­μί­ζου­με ό­τι αυ­τή η δε­κα­πε­ντά­το­μη σει­ρά προέ­κυ­ψε ως πα­ρά­γω­γο α­πό την πε­ντά­το­μη κρι­τι­κή έκ­δο­ση των «Απά­ντων» του εκ­δο­τι­κού οί­κου «Δό­μος». Πα­λαιό ό­νει­ρο του εκ­δό­τη Δη­μή­τρη Μαυ­ρό­που­λου και του ε­πι­με­λη­τή Ν. Δ. Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λου ή­ταν η έκ­δο­ση της χρη­στι­κής έκ­δο­σης των «Απά­ντων». Ένα ό­νει­ρο θε­ρι­νής νυ­κτός, δε­δο­μέ­νου ό­τι την κρι­τι­κή έκ­δο­ση εί­χαν αρ­χί­σει να την ε­τοι­μά­ζουν α­πό το 1979 και για την ο­λο­κλή­ρω­σή της α­παι­τή­θη­κε κο­ντά μια δε­κα­ε­τία. Κι ό­μως, χά­ρις στο νέο εκ­δό­τη, μέ­σα στο ε­ορ­τα­στι­κό του Πα­πα­δια­μά­ντη έ­α­ρ, το ό­νει­ρό τους με­τα­μορ­φώ­θη­κε σε ο­νει­ρε­μέ­νο θε­ρι­νό α­νά­γνω­σμα για χι­λιά­δες Έλλη­νες. Σύμ­φω­να με τον ε­πι­με­λη­τή και πρώ­τον τη τά­ξει πα­πα­δια­μα­ντο­λό­γο, η εν λό­γω έκ­δο­ση α­ξιο­λο­γεί­ται ως η ση­μα­ντι­κό­τε­ρη προ­σφο­ρά στη μνή­μη του Πα­πα­δια­μά­ντη για τα ε­κα­τό χρό­νια α­πό το θά­να­τό του. Δια­πί­στω­ση που συ­νι­στά μέ­γα έ­παι­νο για την ε­φη­με­ρί­δα, η ο­ποία εί­χε την ι­δέα και βε­βαίως, διέ­θε­τε τα μέ­σα για την υ­λο­ποίη­σή της, αλ­λά, άρ­ρη­τα, και ψό­γο για τους εκ­δο­τι­κούς οί­κους, που δεν έ­πρα­ξαν τα κα­τά δύ­να­μη και πε­ριο­ρί­στη­καν σε ε­πα­νεκ­δό­σεις ή και εκ του προ­χεί­ρου, αν­θο­λο­γίες διη­γη­μά­των. Με αυ­τά ως προοί­μιο, συ­νε­χί­ζου­με τον σχο­λια­σμό α­πό το ση­μείο που τον εί­χα­με α­φή­σει, δη­λα­δή την προ­σθή­κη Προ­λο­γι­κού Ση­μειώ­μα­τος σε κά­θε τό­μο και Επί­με­τρου στο συ­νο­λι­κό έρ­γο.
Πρό­λο­γοι και ε­πί­λο­γος α­πο­τε­λούν έ­να σύ­νο­λο δε­καέ­ξι κει­μέ­νων, ε­νώ οι συγ­γρα­φείς τους συ­νι­στούν μια μι­κρό­τε­ρη, δε­κα­με­λή ο­μά­δα, κα­θώς ο ε­πι­με­λη­τής α­να­λαμ­βά­νει τρεις προ­λό­γους και τέσ­σε­ρις συ­νερ­γά­τες α­πό δυο. Πρό­κει­ται για συ­στη­μα­τι­κούς με­λε­τη­τές του Πα­πα­δια­μά­ντη, αλ­λά και για συγ­γρα­φείς μίας ή δύο σχε­τι­κών με­λε­τών, α­κό­μη και κα­μίας. Ωστό­σο, εί­ναι οι ε­παγ­γελ­μα­τι­κές και λοι­πές ι­διό­τη­τές τους, αυ­τές που τους κα­θι­στούν κα­τάλ­λη­λους για τη συγ­γρα­φή ε­νός πα­ρό­μοιου κει­μέ­νου, το ο­ποίο α­πευ­θύ­νε­ται στο πλα­τύ κοι­νό. Επτά α­πό αυ­τούς θή­τευ­σαν ή και θη­τεύουν στη Δευ­τε­ρο­βάθ­μια Εκπαί­δευ­ση. Δύο, μά­λι­στα, εί­ναι εν ε­νερ­γεία σχο­λι­κοί σύμ­βου­λοι. Ο έ­νας εξ αυ­τών τυγ­χά­νει μέ­λος της ο­μά­δας συγ­γρα­φής του βι­βλίου «Νε­ο­ελ­λη­νι­κή Λο­γο­τε­χνία» για την Τρί­τη Λυ­κείου, στο ο­ποίο ο Πα­πα­δια­μά­ντης συ­νι­στά τη μια α­πό τις ε­πτά κύ­ριες ε­νό­τη­τες. Πέ­ντε εί­ναι ποιη­τές. Δύο εί­ναι βρα­βευ­μέ­νοι διη­γη­μα­το­γρά­φοι. Δύο εί­ναι θε­ο­λό­γοι. Δυο εί­ναι εκ­δό­τες του Πα­πα­δια­μά­ντη, ο έ­νας της μη­τρι­κής έκ­δο­σης. Σχε­δόν ό­λοι α­πο­λαμ­βά­νουν υ­πό­λη­ψης έ­γκρι­του δο­κι­μιο­γρά­φου. Προ­φα­νώς, ό­πως συμ­βαί­νει κα­τά κα­νό­να σή­με­ρα με τους πνευ­μα­τι­κούς αν­θρώ­πους, οι συγ­γρα­φείς των κει­μέ­νων έ­χουν πε­ρισ­σό­τε­ρες της μίας ι­διό­τη­τες. Γε­γο­νός που θα πρέ­πει να λει­τούρ­γη­σε κα­θο­ρι­στι­κά στην ε­πι­λο­γή τους α­πό τον ε­πι­με­λη­τή. Από την άλ­λη, αυ­τό, α­κρι­βώς, με­γε­θύ­νει τις προσ­δο­κίες για έ­να ό­χι συμ­βα­τι­κό κεί­με­νο, αλ­λά για έ­ναν πρό­λο­γο, που θα πα­ρα­κι­νεί ε­κεί­νον, που δεν γνω­ρί­ζει κα­λά ή και κα­θό­λου τον Πα­πα­δια­μά­ντη, να ξε­κι­νή­σει την α­νά­γνω­ση ε­νός τό­μου. Ταυ­τό­χρο­να, ό­μως, ο κά­θε πρό­λο­γος έ­χει και ει­δι­κό­τε­ρο, διτ­τό στό­χο. Αφε­νός μεν θα πρέ­πει να προϊδεά­ζει για το κύ­ριο μέ­ρος του συ­γκε­κρι­μέ­νου τό­μου και α­φε­τέ­ρου να λει­τουρ­γεί ως υ­πο­κα­τά­στα­το του φι­λο­λο­γι­κού σχο­λια­σμού της μη­τρι­κής έκ­δο­σης, ο ο­ποίος α­φαι­ρέ­θη­κε χά­ριν ευ­χρη­στίας.
Η πα­ρου­σία­ση μιας συ­να­γω­γής κει­μέ­νων εί­ναι πά­ντο­τε δυ­σχε­ρής, πό­σω μάλ­λον ό­ταν πρό­κει­ται για προ­λό­γους ε­πι­μέ­ρους τμη­μά­των συ­γκε­κρι­μέ­νου έρ­γου. Προς διευ­κό­λυν­ση, α­κο­λου­θού­με τον υ­πάρ­χο­ντα χω­ρι­σμό των τό­μων σε ε­κτε­νή πε­ζά, διη­γή­μα­τα, ποιη­τι­κά και μη λο­γο­τε­χνι­κά κεί­με­να. Ορι­σμέ­νοι προ­λο­γι­στές (συ­νο­λι­κά τρεις), ό­πως ε­πί­σης ο ε­πι­λο­γι­στής, τιτ­λο­φο­ρούν ό­λα ή κά­ποια α­πό τα κεί­με­νά τους, δί­νο­ντάς έ­τσι σε έ­ξι κεί­με­να την υ­πό­στα­ση αυ­το­τε­λούς άρ­θρου, ε­νώ οι υ­πό­λοι­ποι αρ­κού­νται στον τίτ­λο του Προ­λο­γι­κού Ση­μειώ­μα­τος. Μια πρώ­τη ε­νό­τη­τα α­πο­τε­λούν οι πρό­λο­γοι των πέ­ντε πρώ­των τό­μων με τα ε­κτε­νή πε­ζά. Τους προ­λό­γους των τριών εξ αυ­τών, ε­κεί­νους με πε­ριτ­τό αύ­ξο­ντα α­ριθ­μό, γρά­φει ο ε­πι­με­λη­τής («Η Φό­νισ­σα»-«Χρή­στος Μη­λιό­νης», «Οι Έμπο­ροι των Εθνών», «Η Γυ­φτο­πού­λα»). Του δεύ­τε­ρου («Τα Ρό­δι­ν’ α­κρο­γιά­λια»-«Βαρ­διά­νος στα σπόρ­κα»), τον α­να­λαμ­βά­νει ο Λου­κάς Κού­σου­λας, τρό­πον τι­νά δι­καιω­μα­τι­κά, α­φού, ή­δη α­πό το Πρώ­το Συ­νέ­δριο Πα­πα­δια­μά­ντη, το 1991, τον α­πα­σχο­λεί ο πρό­λο­γος στα «Ρό­δι­ν’ α­κρο­γιά­λια». Ενώ, του τέ­ταρ­του, για το πρώ­το μυ­θι­στό­ρη­μα του Πα­πα­δια­μά­ντη, «Η Με­τα­νά­στις», τον ε­πω­μί­ζε­ται ο Δη­μή­τρης Κο­σμό­που­λος. Και οι τρεις προσ­διο­ρί­ζουν το χρό­νο γρα­φής των πε­ζών, σχο­λιά­ζουν το λο­γο­τε­χνι­κό εί­δος στο ο­ποίο α­νή­κουν και συ­νο­ψί­ζουν την υ­πό­θε­ση, εν­θέ­το­ντας πα­ρα­θέ­μα­τα. Εδώ, αλ­λά και γε­νι­κό­τε­ρα στους προ­λό­γους, λό­γω με­ρι­κής α­να­τρο­πής της χρο­νο­λο­γι­κής σει­ράς κα­τά την πα­ρά­τα­ξη των πε­ζών, πα­ρα­τη­ρού­νται ε­πι­κα­λύ­ψεις. Στους δυο προ­λό­γους, του Κού­σου­λα και του Κο­σμό­που­λου, ο σχο­λια­σμός μύ­θου και η­ρώων α­πο­τε­λεί το κυ­ρίως θέ­μα. Αντι­θέ­τως, ο Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος δί­νει βά­ρος στην πρόσ­λη­ψη του έρ­γου, πα­ρα­θέ­το­ντας σχε­τι­κά στοι­χεία.
Κα­λή ι­δέα, την ο­ποία μό­νο έ­νας προ­λο­γι­στής με γνώ­ση του θέ­μα­τος μπο­ρεί να πραγ­μα­τώ­σει. Θα α­να­με­νό­ταν, ω­στό­σο, να ε­πι­λέ­ξει τις ση­μα­ντι­κό­τε­ρες με­λέ­τες, δί­νο­ντας προ­σι­τές σε έ­να ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νό και με κά­ποια πλη­ρό­τη­τα πα­ρα­πο­μπές. Για πα­ρά­δειγ­μα, το “δο­κί­μιο” του Κω­στή Μπα­στιά «Ο Πα­πα­δια­μά­ντης» εί­ναι μεν α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κό του 1962, που εκ­δό­θη­κε, αλ­λά δεν εί­ναι το μό­νο, ώ­στε να α­να­φέ­ρε­ται και στα τέσ­σε­ρα πε­ζά ως η βα­σι­κή πα­ρα­πο­μπή και μά­λι­στα, σε έ­να εξ αυ­τών, τους «Εμπό­ρους των Εθνών», η α­να­σκευή ά­πο­ψης του Μπα­στιά να κα­τα­λαμ­βά­νει σχε­δόν το έ­να τρί­το του προ­λό­γου. Μάλ­λον ο προ­λο­γι­στής πα­ρα­σύ­ρε­ται α­πό τον πρό­λο­γο της ε­πα­νέκ­δο­σης του βι­βλίου του Μπα­στιά, που, ό­πως έ­χει ε­ξαγ­γελ­θεί, ε­τοι­μά­ζει εκ πα­ραλ­λή­λου. Πα­ρα­σύ­ρε­ται, ό­μως, και α­πό το ευ­ρύ γνω­στι­κό του πε­δίο, θεω­ρώ­ντας ως αυ­το­νό­η­τα πρό­σω­πα και έ­ντυ­πα. Λ.χ., σχο­λιά­ζο­ντας τη «Φό­νισ­σα», α­να­φέ­ρει πα­ρα­τή­ρη­ση του Β. Ν. Μπό­νου, ά­νευ λοι­πών στοι­χείων. Πό­σοι, ό­μως, γνω­ρί­ζουν τον ευ­βοέα ποιη­τή και την ε­να­σχό­λη­σή του με τον σκια­θί­τη γεί­το­νά του; Κα­τά τα άλ­λα, στις τρεις, ό­λες κι ό­λες, πα­ρα­πο­μπές, που δί­νει γι’ αυ­τό το ση­μα­ντι­κό πε­ζό, συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει άρ­θρο σε α­ξιό­λο­γο μεν αλ­λά μι­κρής εμ­βέ­λειας εκ­κλη­σια­στι­κό πε­ριο­δι­κό. Ενώ, για τη «Γυ­φτο­πού­λα», πα­ρα­πέ­μπει σε με­λέ­τη­μά του, δί­νο­ντας ως πη­γή ε­ξαν­τλη­μέ­νο βι­βλίο του 1992, πα­ρό­τι α­κέ­ραιο το κεί­με­νο έ­χει α­να­δη­μο­σιευ­τεί, του­λά­χι­στον άλ­λες δύο φο­ρές, σε βι­βλία της τε­λευ­ταίας ε­ξα­ε­τίας. Πα­ρα­σύ­ρε­ται, ε­πί­σης, α­πό τον οί­στρο του, κα­τα­λή­γο­ντας έ­ναν εκ των προ­λό­γων με το ρη­το­ρι­κό αλ­λά σκο­τει­νό για τους πολ­λούς ε­ρώ­τη­μα: «Ο Πα­πα­δια­μά­ντης ού­τε αν­θελ­λη­νι­κός ή­ταν ού­τε α­νελ­λή­νι­στος – μα τι λέω τώ­ρα;» Πράγ­μα­τι, τι λέει;, α­πο­ρεί και ο δύ­σμοι­ρος α­να­γνώ­στης, ποιος και πό­τε α­πο­κά­λε­σε τον Πα­πα­δια­μά­ντη αν­θελ­λη­νι­κό και α­νελ­λή­νι­στο;
Από την άλ­λη, α­ξιο­ση­μείω­τες εί­ναι οι α­σα­φείς εκ­φρά­σεις στον πρό­λο­γο του πρώ­του τό­μου της σει­ράς, στις ο­ποίες α­να­γκά­ζε­ται να κα­τα­φύ­γει αυ­τός ο α­κρι­βο­λό­γος φι­λό­λο­γος: «Οι αυ­το­τε­λείς εκ­δό­σεις της Φό­νισ­σας εί­ναι πά­μπολ­λες...Το πλή­θος των εκ­δό­σεων, που μάλ­λον δεν έ­χουν κα­τα­γρα­φεί, το α­ντα­γω­νί­ζο­νται οι α­πει­ρά­ριθ­μες και ε­πί­σης βι­βλιο­γρα­φι­κά α­νυ­πό­τα­κτες με­λέ­τες...» Κι αυ­τό, λό­γω α­που­σίας Βι­βλιο­γρα­φίας Πα­πα­δια­μά­ντη. Αυ­τό το “μέ­γα κα­λό και πρώ­το στη φι­λο­λο­γία”, που ο ί­διος στον “ει­κο­σι­πε­ντά­χρο­νο πλου­ν” του δεν θεώ­ρη­σε ως πρώ­το μέ­λη­μα. Και κα­λά ως πρώ­το μέ­λη­μα, αλ­λά για­τί ό­χι ως δεύ­τε­ρο, υ­πό τη μορ­φή προ­τρο­πής προς νεό­τε­ρους, α­πο­τε­λε­σμα­τι­κής χά­ρις στο γό­η­τρο που, ε­δώ και χρό­νια, α­πο­λαμ­βά­νει; Πι­στεύου­με ό­τι τη μομ­φή για τη μη κα­τάρ­τι­ση Βι­βλιο­γρα­φίας κα­τά την με­τα­πο­λι­τευ­τι­κή τρια­κο­ντα­πε­ντα­ε­τία την μοι­ρά­ζε­ται δι­καιω­μα­τι­κά με τους δυο τρεις πα­πα­δια­μα­ντο­λό­γους, που κα­τεί­χαν ή κα­τέ­χουν πα­νε­πι­στη­μια­κούς θώ­κους.
Ερχό­μα­στε στη δεύ­τε­ρη ε­νό­τη­τα, αυ­τή των διη­γη­μά­των, που συ­γκε­ντρώ­νο­νται στους ο­κτώ ε­πό­με­νους τό­μους (6-13). Πρό­κει­ται για 167 διη­γή­μα­τα, στα ο­ποία συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται και το προ διε­τίας ε­ντο­πι­σθέν. Μα­ζί με τα δυο “κοι­νω­νι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα” («Η Φό­νισ­σα» και «Τα Ρο­δι­ν’ α­κρο­γιά­λια) και τα δυο ε­κτε­νή πε­ζά αλ­λά ό­χι μυ­θι­στο­ρή­μα­τα («Χρή­στος Μη­λιό­νης» και «Βαρ­διά­νος στα σπόρ­κα») φθά­νουν τα 171 και α­πο­τε­λούν το διη­γη­μα­τι­κό σώ­μα του Πα­πα­δια­μά­ντη. Κα­τά το μοί­ρα­σμα σε τό­μους, ρυθ­μι­στι­κός πα­ρά­γων στά­θη­κε η α­νά­γκη πα­ρα­πλή­σιου α­ριθ­μού σε­λί­δων α­νά τό­μο. Εί­ναι, ω­στό­σο, εμ­φα­νές, ό­τι υ­πήρ­χε η δυ­να­τό­τη­τα να δια­τη­ρη­θούν ο­ρι­σμέ­νες του­λά­χι­στον χρο­νο­λο­γι­κές ε­νό­τη­τες, ό­πως δη­μιουρ­γού­νται α­πό την πα­ρά­τα­ξη των κει­μέ­νων. Το πα­ρά­δο­ξο εί­ναι ό­τι η δια­τά­ρα­ξή τους φαί­νε­ται να μην γί­νε­ται α­ντι­λη­πτή α­πό ο­ρι­σμέ­νους προ­λο­γι­στές, ε­νώ, α­ντι­θέ­τως, σε μια πε­ρί­πτω­ση, γί­νε­ται κα­τά α­παί­τη­σή του.
Ανα­λυ­τι­κό­τε­ρα, στον έ­κτο τό­μο συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται τα 17 διη­γή­μα­τα της πε­ριό­δου Χρι­στού­γεν­να 1887-Χρι­στού­γεν­να 1891, στον ε­πό­με­νο τα ε­πτά α­πό τα ο­κτώ διη­γή­μα­τα του 1892. Ενώ, στον με­θε­πό­με­νο, σύμ­φω­να με τον προ­λο­γι­στή, Σταύ­ρο Ζου­μπου­λά­κη, δε­κα­τέσ­σε­ρα, δη­μο­σιευ­μέ­να α­πό τα τέ­λη του 1893 ως την 1 Ια­νουα­ρίου 1896. Άρα, εί­τε έ­χου­με κε­νό γρα­φής εί­τε πα­ρά­λει­ψη διη­γη­μά­των. Τί­πο­τα α­πό τα δύο. Στον τό­μο, συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται το χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο του 1892, «Οι ε­λα­φροΐσκιω­τοι», που πε­ρίσ­σε­ψε α­πό τον προ­η­γού­με­νο, κα­θώς και τα δύο των πρώ­των μη­νών του 1893. Ο γρά­φων μάλ­λον πρό­σε­ξε μό­νο το προ­τασ­σό­με­νο διή­γη­μα, ό­που και τον πα­ρέ­συ­ρε η δια­φο­ρά στις η­με­ρο­μη­νίες γρα­φής και πρώ­της δη­μο­σίευ­σης. Πα­ρο­μοίως, ο προ­λο­γι­στής του δω­δέ­κα­του τό­μου, Τα­σού­λα Κα­ρα­γεωρ­γίου, δια­τεί­νε­ται ό­τι τα 30 διη­γή­μα­τα του τό­μου εί­ναι δη­μο­σιευ­μέ­να την πε­ρίο­δο 1907-1912, ε­νώ τα δυο πρώ­τα δη­μο­σιεύ­τη­καν Δε­κέμ­βριο 1906. Αντι­θέ­τως, ο προ­λο­γι­στής του έ­να­του τό­μου, Στέ­λιος Πα­πα­θα­να­σίου, για να υ­πο­στη­ρί­ξει τα συ­μπε­ρά­σμα­τά του πα­ρεμ­βαί­νει σε βά­ρος της χρο­νο­λο­γι­κής ε­νό­τη­τας. Ο συ­γκε­κρι­μέ­νος τό­μος, με δυο ε­πι­πλέ­ον διη­γή­μα­τα, θα κά­λυ­πτε α­κέ­ραια τα έ­τη 1896 έως και 1900. Εξαι­ρού­νται, ό­μως, το πρώ­το διή­γη­μα του 1896 και το τε­λευ­ταίο του 1900. Έτσι, προ­κύ­πτει έ­νας τό­μος, ό­που το πρώ­το διή­γη­μα εί­ναι «Ο Ξε­πε­σμέ­νος Δερ­βί­σης» και το τε­λευ­ταίο, «Ο Γεί­το­νας με το λα­γού­το». Σε αυ­τήν τη διά­τα­ξη, στη­ρί­ζει ο Πα­πα­θα­να­σίου τον πρό­λο­γό του, ε­ξαί­ρο­ντας το πρώ­το ως το κα­λύ­τε­ρο των α­θη­ναϊκών και υ­πο­βι­βά­ζο­ντας το τε­λευ­ταίο. Επι­προ­σθέ­τως, το τε­λευ­ταίο του 1900, «Η Φαρ­μα­κο­λύ­τρια», ως ε­ναρ­κτή­ριο του ε­πό­με­νου τό­μου, το κα­θι­στά α­κρο­γω­νιαίο λί­θο του δεύ­τε­ρου προ­λό­γου, που συγ­γρά­φει.
Και μό­νο αυ­τά τα πα­ρα­δείγ­μα­τα δεί­χνουν ό­τι τα συ­γκε­κρι­μέ­να διη­γή­μα­τα ε­νός τό­μου δεν εί­ναι το κυ­ρίως θέ­μα των προ­λό­γων. Αντί για το corpus των διη­γη­μά­των, που κλή­θη­κε έ­κα­στος να πα­ρου­σιά­σει, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι σχο­λιά­ζουν έ­να διή­γη­μα, κά­νο­ντας α­να­φο­ρά, δί­κην πα­ρα­δείγ­μα­τος, σε δυο-τρία α­πό τα υ­πό­λοι­πα ή και σε διη­γή­μα­τα άλ­λων τό­μων, ό­ταν τα λοι­πά διη­γή­μα­τα του τό­μου δεν ται­ριά­ζουν με τις προ­τι­μή­σεις τους. Κα­τά κα­νό­να, προ­βάλ­λουν το διή­γη­μα, με το ο­ποίο τιτ­λο­φο­ρεί­ται ο τό­μος. Κι αυ­τό ό­χι ως α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κό της ο­μά­δας, αλ­λά ως το, κα­τά τη γνώ­μη τους, κο­ρυ­φαίο. Άλλω­στε, πι­θα­νώς, με βά­ση τις προ­τι­μή­σεις τους και με τη σύμ­φω­νη γνώ­μη του ε­πι­με­λη­τή, να έ­γι­νε η ε­πι­λο­γή του. Όπως και να έ­χει, θυ­μί­ζουν τον Λά­κη Προ­γκί­δη, αν δεν πα­τούν στα βή­μα­τά του, ο ο­ποίος α­να­κή­ρυ­ξε τον Πα­πα­δια­μά­ντη μυ­θι­στο­ριο­γρά­φο ε­φά­μιλ­λο των Ευ­ρω­παίων με βά­ση έ­να και μο­να­δι­κό διή­γη­μα. Ακό­μη, ό­μως, και τρεις εξ αυ­τών, που θεω­ρούν ό­τι ε­πι­βάλ­λε­ται να σχο­λιά­σουν πε­ρισ­σό­τε­ρα και λει­τουρ­γώ­ντας ως φι­λό­τι­μοι βι­βλιο­πα­ρου­σια­στές, γρά­φουν α­πό μια φρά­ση για με­ρι­κά α­κό­μη, τα α­ντι­με­τω­πί­ζουν με­μο­νω­μέ­να, σκια­γρα­φώ­ντας την υ­πό­θε­ση ε­νός ε­κά­στου.
Ού­τε καν τους ε­νο­ποιη­τι­κούς δε­σμούς, που προ­κύ­πτουν α­πό την πα­ρά­τα­ξη των διη­γη­μά­των κα­τά τη χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά της πρώ­της δη­μο­σίευ­σης, φαί­νε­ται να λαμ­βά­νουν υ­πό­ψη. Εκτός κι αν τους πα­ρα­κά­μπτουν σκο­πί­μως. Πα­ρά­δειγ­μα, ο έ­κτος τό­μος, ό­που, α­πό τα 17 διη­γή­μα­τα, τα 11 εί­ναι ε­ορ­τα­στι­κά, και ο ό­γδοος, με 8 ε­ορ­τα­στι­κά διη­γή­μα­τα α­πό τα 14. Αυ­τόν τον εμ­φα­νή συν­δε­τι­κό ι­στό, οι δυο προ­λο­γι­στές, ο Άγγε­λος Μα­ντάς και ο Ζου­μπου­λά­κης, δεν τον σχο­λιά­ζουν. Αντ’ αυ­τού, α­να­πτύσ­σουν θέ­μα­τα, που δεί­χνουν να συν­δέ­ο­νται με τα προ­σω­πι­κά τους εν­δια­φέ­ρο­ντα. Ο πρώ­τος δεν α­να­φέ­ρε­ται σε κα­νέ­να ε­ορ­τα­στι­κό διή­γη­μα, ού­τε καν σε ε­κεί­νο του τίτ­λου, «Η Στα­χο­μα­ζώ­χτρα», αλ­λά ε­πι­λέ­γει ως κυ­ρίως θέ­μα έ­να α­πό τα πέ­ντε υ­πο­λει­πό­με­να, «Η Μαυ­ρο­μα­ντη­λού», που τον α­πα­σχο­λεί ε­δώ και χρό­νια, κα­θώς α­πο­τέ­λε­σε μι­κρό ο­λί­σθη­μα της δι­δα­κτο­ρι­κής του δια­τρι­βής. Ο δεύ­τε­ρος ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται μεν σε έ­να ε­ορ­τα­στι­κό, το «Λα­μπριά­τι­κος ψάλ­της», αλ­λά δεν τον ελ­κύει αυ­τό κα­θ’ αυ­τό το διή­γη­μα ή, έ­στω, το πο­λυ­συ­ζη­τη­μέ­νο προοί­μιο. Ακό­μη και την η­με­ρο­μη­νία πρώ­της δη­μο­σίευ­σής του φαί­νε­ται να τη λη­σμο­νεί. Ο λό­γος εί­ναι πρό­σφα­το φι­λο­λο­γι­κό εύ­ρη­μα, για το ο­ποίο ο εν­θου­σια­σμός του εί­ναι α­κό­μη με­γα­λύ­τε­ρος, κα­θώς η α­να­κοί­νω­σή του έ­γι­νε στο πε­ριο­δι­κό, που ο ί­διος διευ­θύ­νει.
Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, εί­ναι α­ξιο­ση­μείω­το, ό­τι, στα δε­καέ­ξι συ­νο­λι­κά έν­θε­τα κεί­με­να, σε κα­νέ­να δεν α­να­φέ­ρε­ται, ού­τε ως πλη­ρο­φο­ρία, ό­τι ο Πα­πα­δια­μά­ντης έ­γρα­ψε ε­ορ­τα­στι­κά διη­γή­μα­τα ή, α­κρι­βέ­στε­ρα, ό­τι, με αυ­τά ξε­κί­νη­σε και με αυ­τά πο­ρεύ­τη­κε μέ­χρι σχε­δόν το τέ­λος του 19ου αι. Δη­λα­δή, μια με­γά­λη πε­ρίο­δο, που α­ντι­στοι­χεί στα δύο τρί­τα του συγ­γρα­φι­κού του βίου. Επί­σης, κα­νέ­νας τό­μος δεν τιτ­λο­φο­ρεί­ται με τίτ­λο ε­ορ­τα­στι­κού, πλην του έ­κτου, «Η Στα­χο­μα­ζώ­χτρα και άλ­λα διη­γή­μα­τα», στη ε­πι­λο­γή του ο­ποίου, ό­μως, θα πρέ­πει να βά­ρυ­νε η κοι­νω­νιο­λο­γι­κή συ­νι­στώ­σα...
Συ­νέ­χεια και Τέ­λος την ε­πό­με­νη Κυ­ρια­κή.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Λε­ζά­ντα φω­το­γρα­φίας: Πορ­τραί­το (ξυ­λο­γρα­φία) του Πα­πα­δια­μά­ντη, το πρώ­το (1941) α­πό τα δύο, που φι­λο­τέ­χνη­σε ο χα­ρά­κτης Α. Τάσ­σος.

Δη­μο­σιεύ­θη­κε στην ε­φη­με­ρί­δα "Η Επο­χή" στις 4/12/2011.