Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Απάντων Παπαδιαμάντη τέλος

Αλέ­ξαν­δρος Πα­πα­δια­μά­ντης
«Άπα­ντα»
Φι­λο­λο­γι­κή ε­πι­μέ­λεια
Ν. Δ. Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος
Έκδο­ση «ΤΟ ΒΗ­ΜΑ βι­βλιο­θή­κη»

Συ­νέ­χεια σχο­λια­σμού α­πό την προ­η­γού­με­νη Κυ­ρια­κή.
Οι προ­λο­γι­στές, λοι­πόν, ξε­κι­νούν και τε­λειώ­νουν με μια γε­νι­κευ­τι­κή α­ξιο­λό­γη­ση του Πα­πα­δια­μά­ντη και του έρ­γου του, ε­κτός α­πό ε­κεί­νους που εκ­κι­νούν ε­στιά­ζο­ντας σε έ­να διή­γη­μα, ο­πό­τε τους μέ­νει το κλεί­σι­μο. Όσο γε­νι­κευ­τι­κές τό­σο και δο­ξα­στι­κές αυ­τές οι ε­κτι­μή­σεις, δια­τυ­πώ­νο­νται με τον α­πό­λυ­το τρό­πο της αυ­θε­ντίας. Πα­ρά­δειγ­μα, ε­κεί­νη που α­πο­φαί­νε­ται ό­τι “η σύγ­χρο­νη ευ­ρω­παϊκή λο­γο­τε­χνία θα πα­ρα­μεί­νει φτω­χό­τε­ρη ό­σο α­δυ­να­τεί να κοι­νω­νή­σει το έρ­γο και το πνεύ­μα του Πα­πα­δια­μά­ντη”. Κα­τά κα­νό­να, πά­ντως, οι προ­λο­γι­στές φρο­ντί­ζουν να α­να­φέ­ρουν τη χρο­νι­κή πε­ρίο­δο, κα­τά την ο­ποία δη­μο­σιεύ­τη­καν τα διη­γή­μα­τα του τό­μου. Με βά­ση αυ­τό το δε­δο­μέ­νο, ω­στό­σο, δεν ε­πε­κτεί­νο­νται στις κοι­νω­νι­κές και λο­γο­τε­χνι­κές συν­θή­κες της ε­πο­χής, ό­πως θα α­να­με­νό­ταν, αλ­λά πε­ριο­ρί­ζο­νται να σχο­λιά­σουν τη συγ­γρα­φι­κή φά­ση, στην ο­ποία βρι­σκό­ταν ο Πα­πα­δια­μά­ντης, σε σχέ­ση και με την η­λι­κία του. Κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση, ο Άγγε­λος Κα­λο­γε­ρό­που­λος, στον πρό­λο­γο του έ­βδο­μου τό­μου, με τα δη­μο­σιευ­μέ­να ε­ντός του 1892 διη­γή­μα­τα, κά­νει σύ­ντο­μη μνεία στην πο­λι­τι­κή κα­τά­στα­ση της χώ­ρας ε­πί Χα­ρί­λα­ου Τρι­κού­πη. Ού­τε, βέ­βαια, πα­ρα­βάλ­λουν τον Πα­πα­δια­μά­ντη με άλ­λους ο­μό­τε­χνούς του κα­τά την ί­δια πε­ρίο­δο. Απου­σιά­ζει, δη­λα­δή, τε­λείως, μια συγ­χρο­νι­κή ει­κό­να, έ­στω α­δρο­με­ρής, που θα βο­η­θού­σε τον α­να­γνώ­στη να το­πο­θε­τή­σει τον Πα­πα­δια­μά­ντη στο πε­ρι­βάλ­λον της πε­ζο­γρα­φι­κής πα­ρά­δο­σης. Πλην ε­νός ρη­το­ρι­κού πα­ραλ­λη­λι­σμού της γλώσ­σας με ε­κεί­νη των Ροΐδη, Βι­ζυη­νού και Μω­ραϊτί­δη, που ε­πι­χει­ρεί προς α­γλαϊσμόν και πά­λι ο Κα­λο­γε­ρό­που­λος, στο δεύ­τε­ρο πρό­λο­γό του, ε­κεί­νον του εν­δέ­κα­του τό­μου. Επί­σης, οι προ­λο­γι­στές δεν προ­βαί­νουν σε συ­γκρί­σεις με με­τα­γε­νέ­στε­ρους συγ­γρα­φείς, των ο­ποίων τα έρ­γα τυ­χόν συ­νο­μι­λούν με ο­ρι­σμέ­να πα­πα­δια­μα­ντι­κά διη­γή­μα­τα, ώ­στε να δια­φαί­νο­νται οι α­πα­ραί­τη­τοι δε­σμοί συ­νέ­χειας. Εκτός α­πό τον Η. Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λο, στον ε­πί­λο­γο, που α­πο­πει­ρά­ται συ­σχέ­τι­ση των α­φη­γη­μα­τι­κών του τρό­πων με ε­κεί­νους δυο με­τα­γε­νέ­στε­ρων πε­ζο­γρά­φων, των Ν. Γ. Πε­ντζί­κη και Νί­κου Κα­χτί­τση, οι ο­ποίοι α­πο­τε­λούν προ­σφι­λή του συγ­γρα­φι­κά πρό­σω­πα.
Ορι­σμέ­νες δια­πι­στώ­σεις των προ­λο­γι­στών α­ναι­ρού­νται α­πό το ί­διο το έρ­γο. Πα­ρά­δειγ­μα, η α­πό­φαν­ση του Άγγε­λου Μα­ντά, ό­τι το 1887 “ο Πα­πα­δια­μά­ντης ε­γκα­τα­λεί­πει ο­ρι­στι­κά και α­με­τά­κλη­τα το λο­γο­τε­χνι­κό εί­δος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος”. Ενώ, υ­πάρ­χουν τα δυο “κοι­νω­νι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα”, το 1903 «Η Φό­νισ­σα» και το 1907 «Τα Ρό­δι­ν’ α­κρο­γιά­λια». Αν ε­πρό­κει­το για ά­πο­ψη του προ­λο­γι­στή, θα ή­ταν α­πο­δε­κτή ως μια φι­λο­λο­γι­κή ε­κτί­μη­ση. Εκεί­νος, ό­μως, α­πο­φθέγ­γε­ται για τις προ­θέ­σεις του συγ­γρα­φέα, α­πο­φαι­νό­με­νος ό­τι η στρο­φή του στο διή­γη­μα συ­νι­στά “κί­νη­ση αυ­το­συ­νει­δη­σίας”. Προϋπάρ­χει, βε­βαίως, η θεω­ρία πε­ρί πα­πα­δια­μα­ντι­κής πα­λι­νω­δίας του Στέ­λιου Ράμ­φου, αλ­λά, εί­κο­σι πέ­ντε χρό­νια με­τά, αυ­τή α­παι­τεί ε­πα­νε­ξέ­τα­ση. Συ­νη­θέ­στε­ρες, πά­ντως, εί­ναι ε­κεί­νες οι ε­κτι­μή­σεις, οι ο­ποίες, μέ­σα στη γε­νι­κο­λο­γία τους, κα­τα­λή­γουν να χά­νουν μέ­ρος του ό­ποιου νοή­μα­τος ε­μπε­ριέ­χουν. Πα­ρά­δειγ­μα, η ά­πο­ψη του Στέ­λιου Πα­πα­θα­να­σίου ό­τι το διή­γη­μα «Η Φαρ­μα­κο­λύ­τρια» εί­ναι “πη­γή α­κέ­νω­τος ο­ντο­λο­γι­κών, θε­ο­λο­γι­κών, κοι­νω­νιο­λο­γι­κών και ψυ­χο­λο­γι­κών κα­τη­γο­ριώ­ν” ή, του ι­δίου, ό­τι ο Πα­πα­δια­μά­ντης εί­ναι “ο με­γά­λος τρα­γι­κός του νέ­ου ελ­λη­νι­σμού”. Επί­σης, η δια­πί­στω­ση του Μα­ντά, ό­τι “ο Πα­πα­δια­μά­ντης α­παρ­νεί­ται τη με­τω­νυ­μι­κό­τη­τα του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος και α­φο­σιώ­νε­ται στη με­τα­φο­ρι­κό­τη­τα των μι­κρών συν­θέ­σεω­ν”, της ο­ποίας το α­κρι­βές νό­η­μα θα δυ­σκο­λευό­ταν να συλ­λά­βει α­κό­μη και έ­νας θεω­ρη­τι­κός της λο­γο­τε­χνίας. Πα­ρό­μοιες ε­ντυ­πω­σια­κής σύλ­λη­ψης φρά­σεις πο­λύ φο­βό­μα­στε ό­τι για το πλα­τύ κοι­νό μέ­νουν σα­γη­νευ­τι­κά σκο­τει­νές.
Για ο­ρι­σμέ­νους προ­λο­γι­στές, η καλ­λιέ­πεια του κει­μέ­νου δεί­χνει ως αυ­το­σκο­πός. Σε αυ­τές τις πε­ρι­πτώ­σεις, δε­δο­μέ­νου ό­τι η υ­φο­λο­γι­κή εκ­ζή­τη­ση έρ­χε­ται ως πα­ρε­πό­με­νο της γε­νί­κευ­σης, ο πρό­λο­γος, που προ­κύ­πτει, θα μπο­ρού­σε να συ­νο­δεύει τον οιον­δή­πο­τε τό­μο ή και ο­λό­κλη­ρα τα «Άπα­ντα». Ένας α­δαής στους τρό­πους της ρη­το­ρείας δεν μπο­ρεί πα­ρά να α­πο­ρεί με ο­ρι­σμέ­νες δια­τυ­πώ­σεις. Πα­ρά­δειγ­μα, η Τα­σού­λα Κα­ρα­γεωρ­γίου, που πα­ρα­δο­μέ­νη στον ποιη­τι­κό της οί­στρο, κά­νει λό­γο πε­ρί “α­φε­λούς α­θωό­τη­τας”, “ποιη­τι­κής δη­μο­κρα­τίας” ή και “δη­μο­κρα­τίας του πο­λυε­πί­πε­δου ύ­φους”. Νεό­τε­ροι ποιη­τές, ό­πως η Κα­ρα­γεωρ­γίου και ο Δη­μή­τρης Κο­σμό­που­λος, στην δο­κι­μιο­γρα­φία τους, ε­πι­τεί­νουν την φρα­στι­κή α­ο­ρι­στία με τον φόρ­το των ε­πι­θέ­των. Το πλή­θος των κο­σμη­τι­κών στοι­χείων, κα­θώς και η ε­πα­νά­λη­ψη των ε­ντυ­πω­σια­κό­τε­ρων εξ αυ­τών, τεί­νει να τα κα­τα­στή­σει α­βα­ρή. Μπο­ρεί, λ.χ., ο Ελύ­της να α­να­φέ­ρε­ται “στη μα­γεία του Πα­πα­δια­μά­ντη”, ω­στό­σο η συ­νε­χής α­να­φο­ρά στο μα­γι­κό και το μα­γευ­τι­κό, στη μα­γεία και το θαύ­μα, λει­τουρ­γεί σε βά­ρος της ό­ποιας ποιη­τι­κό­τη­τας του λό­γου.
Στους προ­λό­γους, ως κεί­με­να δο­κι­μια­κού μάλ­λον χα­ρα­κτή­ρα πα­ρά ει­σα­γω­γι­κού, γί­νο­νται α­να­φο­ρές σε άλ­λους με­λε­τη­τές, κα­θώς και πα­ρα­πο­μπές σε δη­μο­σιεύ­μα­τα και βι­βλία. Δυ­στυ­χώς, για τις πη­γές δεν έ­χει προ­βλε­φθεί ε­νιαίος τρό­πος βι­βλιο­γρα­φι­κής κα­τα­γρα­φής. Άλλο­τε οι πα­ρα­πο­μπές εν­σω­μα­τώ­νο­νται στο κεί­με­νο, άλ­λο­τε κα­τα­χω­ρί­ζο­νται σε υ­πο­σε­λί­διες ση­μειώ­σεις, ε­νώ, συ­χνό­τε­ρα, πα­ρα­λεί­πο­νται Όσο α­φο­ρά το ποιόν αυ­τών των ε­πε­ξη­γη­μα­τι­κών συ­σχε­τί­σεων και α­να­φο­ρών, δη­μιουρ­γεί­ται η ε­ντύ­πω­ση, ό­τι οι προ­λο­γι­στές α­πευ­θύ­νο­νται σε κοι­νό­τη­τα ει­δη­μό­νων, α­δια­φο­ρώ­ντας για το πλα­τύ α­να­γνω­στι­κό κοι­νό. Τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές, πά­ντως, αυ­τές οι μνείες δεί­χνουν πε­ρισ­σό­τε­ρο σαν κα­ρύ­κευ­μα του λό­γου και λι­γό­τε­ρο ως α­να­γκαία πα­ρά­θε­ση για την α­νά­πτυ­ξη της ό­ποιας συλ­λο­γι­στι­κής. Όπως και να το κά­νου­με, μια α­να­φο­ρά στον Βιτ­τγκεν­στάιν ή τον Μι­χαήλ Μπα­χτίν, ό­ταν, μά­λι­στα, αυ­τή δεν γί­νε­ται ά­πα­ξ, αλ­λά ε­πα­να­λαμ­βά­νε­ται δις και τρις, προσ­δί­δει δια­φο­ρε­τι­κό κύ­ρος σε έ­να κεί­με­νο. Λ.χ., ο Πα­πα­θα­να­σίου, για να έ­χει την ευ­και­ρία να α­να­φερ­θεί στην κα­τά Μπα­χτίν ερ­μη­νεία του Ντο­στο­γιέφ­σκι, πα­ρα­κά­μπτει – ε­κτός κι αν του δια­φεύ­γει - την αυ­το­νό­η­τη δια­φο­ρά με­τα­ξύ κυ­ριο­λε­κτι­κής και με­τα­φο­ρι­κής χρή­σης της λέ­ξης “χα­μά­λης”, που κά­νει ο Πα­πα­δια­μά­ντης σε δυο διη­γή­μα­τα. Ως γνω­στόν, οι ά­ρι­στοι των φι­λο­λό­γων εί­ναι ε­κεί­νοι που κά­πο­τε υ­πο­πί­πτουν στο ο­λί­σθη­μα της υ­πε­ρερ­μη­νείας. Αντί­στοι­χο ρό­λο, πά­ντως, με ε­κεί­νον του Μπα­χτίν φαί­νε­ται να ε­πι­φυ­λάσ­σουν οι ελ­λη­νο­κε­ντρι­κοί στον Ζή­σι­μο Λο­ρε­ντζά­το.
Απο­μέ­νει η τρί­τη ε­νό­τη­τα, με τους προ­λό­γους των δυο τε­λευ­ταίων τό­μων, στους ο­ποίους δη­μο­σιεύο­νται τα ποιη­τι­κά και τα μη λο­γο­τε­χνι­κά κεί­με­να του Πα­πα­δια­μά­ντη, και ο ε­πί­λο­γος. Τους προ­λό­γους, τους α­να­λαμ­βά­νουν οι κα­θ’ ύ­λην αρ­μό­διοι. Ο Κο­σμό­που­λος, ως ποιη­τής, τα «Ποιη­τι­κά και άλ­λα κεί­με­να», ο Δη­μή­τρης Μαυ­ρό­που­λος, ως θε­ο­λό­γος, τα θρη­σκευ­τι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου, που συ­γκε­ντρώ­νο­νται στον τε­λευ­ταίο τό­μο «Η Δί­ψα του Δαυϊδ και άλ­λα κεί­με­να». Αυ­τός ο δεύ­τε­ρος δεν θη­ρεύει λε­κτι­κούς και άλ­λους ε­ντυ­πω­σια­σμούς. Σχο­λιά­ζει κά­ποια ση­μεία, που, σή­με­ρα πλέ­ον, δεν εί­ναι αυ­το­νό­η­τα, ό­πως, για πα­ρά­δειγ­μα, η διά­κρι­ση Εκκλη­σίας και Θρη­σκείας. Ακό­μη, ε­πι­μέ­νει σε ο­ρι­σμέ­να βιο­γρα­φι­κά του Πα­πα­δια­μά­ντη, τα ο­ποία τεί­νουν να δια­γρα­φούν. Έτσι, φω­τί­ζει τις συγ­γρα­φι­κές προ­θέ­σεις. Τέ­λος, τον ε­πί­λο­γο α­να­λαμ­βά­νει ο Η. Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος, που εί­ναι και ο μό­νος α­μι­γής πε­ζο­γρά­φος της ο­μά­δας και ά­ρα, ο στε­νό­τε­ρος “συγ­γε­νής” του Πα­πα­δια­μά­ντη. Το κεί­με­νό του εί­ναι το α­να­με­νό­με­νο α­πό έ­ναν διη­γη­μα­το­γρά­φο, που στέ­κει θαυ­μα­στι­κός προς τον μα­κρι­νό πρό­γο­νο. Ίσως, ό­μως και να υ­περ­βάλ­λει, του­λά­χι­στον φρα­στι­κά, στο “ε­γκώ­μιο του διη­γη­μα­το­γρά­φου”, ερ­χό­με­νος σε πα­ρα­φω­νία τό­σο με το δι­κό του α­φη­γη­μα­τι­κό ύ­φος ό­σο και με ε­κεί­νο του τι­μώ­με­νου. Το βα­σι­κό, ό­μως, κα­τά την ε­κτί­μη­σή μας, εί­ναι ό­τι α­δι­κεί τις εν­δια­φέ­ρου­σες πα­ρα­τη­ρή­σεις ε­πί του συ­νό­λου του έρ­γου, που συ­γκε­ντρώ­νει και οι ο­ποίες θα χρειά­ζο­νταν ε­κτε­νέ­στε­ρη και συ­στη­μα­τι­κό­τε­ρη α­νά­πτυ­ξη.
Πρέ­πει, με­τα­ξύ άλ­λων, να λά­βου­με υ­πό­ψη ό­τι τα δε­κα­πέ­ντε ει­σα­γω­γι­κά κεί­με­να και ο ε­πί­λο­γος δεν λει­τουρ­γούν α­νε­ξάρ­τη­τα. Συ­νι­στούν ψη­φί­δες, των ο­ποίων η συ­νέ­νω­ση προ­σφέ­ρει την ει­κό­να του συ­νο­λι­κού έρ­γου. Οπό­τε γεν­νά­ται το ε­ρώ­τη­μα, ποιος εί­ναι ο Πα­πα­δια­μά­ντης, που πα­ρου­σιά­ζουν. Με άλ­λα λό­για, ποιος εί­ναι ο Πα­πα­δια­μά­ντης, που σχη­μα­τί­ζουν σαν σε κο­λάζ οι λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο γε­νι­κευ­τι­κές α­πο­φάν­σεις των δέ­κα κει­με­νο­γρά­φων. Κα­τ’ αρ­χάς, αυ­τός ο Πα­πα­δια­μά­ντης δεί­χνει σαν έ­νας γρα­φι­κός πε­ρι­θω­ρια­κός, έ­τσι ό­πως ο Κα­λο­γε­ρό­που­λος συ­νο­ψί­ζει τα του βίου του, στον πρό­λο­γο του έ­βδο­μου τό­μου: “Η προ­σω­πι­κή του ζωή κι­νεί­ται με­τα­ξύ των γρα­φείων της «Ακρο­πό­λεως», της τα­βέρ­νας του Κα­χρι­μά­νη και των ναΐσκων της Αθή­νας και των πε­ρι­χώ­ρω­ν”. Φρά­ση, προ­σφυώς δια­τυ­πω­μέ­νη, ώ­στε να ε­ξυ­πα­κούε­ται η γε­νί­κευ­σή της, με αλ­λα­γή ε­φη­με­ρί­δας και τα­βέρ­νας. Επι­προ­σθέ­τως, πρό­κει­ται για έ­ναν Πα­πα­δια­μά­ντη πε­νό­με­νο ή και “πέ­νη”, κα­τά τα γρα­φό­με­να των Πα­πα­θα­να­σίου και Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λου. Αυ­τήν την ει­κό­να την συν­θέ­τουν με φρά­σεις, που α­λιεύουν α­πό την αλ­λη­λο­γρα­φία του Πα­πα­δια­μά­ντη με τους γο­νείς του, της ο­ποίας η α­νά­γνω­ση, ο έ­νας του­λά­χι­στον ο­μο­λο­γεί ό­τι τον “συ­γκλο­νί­ζει”. Δια της με­θό­δου της κο­πτο­ρα­πτι­κής δια­στέλ­λουν τα γρα­φό­με­να ε­πί το δρα­μα­τι­κό­τε­ρο. Για πα­ρά­δειγ­μα, στις 15 Φε­βρουα­ρίου 1881, ο Πα­πα­δια­μά­ντης γρά­φει:«Με 6 χιλ. δραχ­μάς διε­τη­ρή­θην ε­γώ εις τας Αθή­νας ε­πί 10 έ­τη, πό­τε νη­στι­κός και πό­τε χορ­τά­τος.» Και ο προ­λο­γι­στής γε­νι­κεύει:«...έ­ζη­σε στην Αθή­να πε­ρί­που 35 χρό­νια, “πό­τε νη­στι­κός και πό­τε χορ­τά­τος”, κα­τά τα λε­γό­με­νά του...» Ή, ε­πί­σης, στις 18 Αυ­γού­στου 1889, γρά­φει: «Ευ­ρί­σκο­μαι χω­ρίς λε­πτόν, διό­τι ε­πλή­ρω­σα τα χρέη μου και έ­κα­μα και ρού­χα. Αλλ’ αν τυ­χόν έ­χε­τε α­νά­γκην α­πό λε­πτά, πα­ρα­κα­λώ τον κ. Αλέξ. Μω­ραϊτί­δην, όν α­σπά­ζο­μαι, να σας δώ­ση πε­νή­ντα δραχ­μάς, και ά­μα έλ­θη εις Αθή­νας τά­χι­στα συν Θεώ, θα τω τας α­πο­δώ­σω.» Και ο ε­πι­λο­γι­στής με­τα­πλά­θει: «...ό­ταν (για πολ­λο­στή φο­ρά) γρά­φει ό­τι “βρί­σκο­μαι χω­ρίς λε­πτό” και να πα­ρα­κα­λέ­σουν τον Μω­ραϊτί­δη για δα­νει­κά, έ­χει πα­τή­σει τα 38...» Και ως κα­τα­κλεί­δα, ο ε­πι­λο­γι­στής α­νά­γει τη “στέ­ρη­ση” σε “δρα­μα­τι­κή συ­νι­στώ­σα του πα­πα­δια­μα­ντι­κού έρ­γου”.
Αν σε αυ­τά τα κεί­με­να διο­γκώ­νο­νται τα βιο­γρα­φι­κά δε­δο­μέ­να, υ­πάρ­χουν και ση­μεία άλ­λων κει­μέ­νων, που πα­ρερ­μη­νεύο­νται. Λ.χ., ο Σταύ­ρος Ζου­μπου­λά­κης, στον πρό­λο­γο του δέ­κα­του τρί­του τό­μου, ό­που συ­γκε­ντρώ­νο­νται τα 25 α­πό τα 32 διη­γή­μα­τα, που δη­μο­σιεύ­τη­καν με­τά θά­να­το, α­πο­πει­ρά­ται να α­ναι­ρέ­σει το χα­ρα­κτη­ρι­σμό του “κα­τ’ α­πο­κο­πήν διη­γη­μα­το­γρά­φου”, με το σκε­πτι­κό ό­τι πε­ρί­που το 20% των διη­γη­μά­των δη­μο­σιεύ­θη­κε με­τα­θα­νά­τια. Άρα, κα­τα­λή­γει, τα φύ­λα­γε στο συρ­τά­ρι του. Λη­σμο­νεί, ω­στό­σο, ό­τι τα δέ­κα εξ αυ­τών έ­μει­ναν στην τσά­ντα του Δη­μη­τρίου Κα­κλα­μά­νου, ό­ταν ε­κεί­νος ε­γκα­τέ­λει­ψε το «Νέ­ον Άστυ» για τα δι­πλω­μα­τι­κά πό­στα. Ενώ κά­ποια α­πό τα υ­πό­λοι­πα πρέ­πει να τα ε­τοί­μα­ζε για συ­γκε­κρι­μέ­να έ­ντυ­πα. Πα­ρά­δειγ­μα, το δεύ­τε­ρο πε­ριο­δι­κό του φί­λου του Γε­ρά­σι­μου Βώ­κου, «Ο Καλ­λι­τέ­χνης», που εί­χε ξε­κι­νή­σει Απρί­λιο 1910. Εκεί δη­μο­σιεύο­νται εν­νέα με­τα­θα­νά­τια.
Κα­τά τα άλ­λα, για το τι ε­ξαί­ρε­ται α­πό το έρ­γο του, μια πρώ­τη α­πά­ντη­ση δί­νουν τα διη­γή­μα­τα, που τιτ­λο­φο­ρούν τους τό­μους. Μια δεύ­τε­ρη, ε­κεί­να που ε­πι­λέ­γουν να σχο­λιά­σουν δια μα­κρών οι προ­λο­γι­στές. Και μια τρί­τη, ό­σα ε­κεί­νοι ρη­τά ξε­χω­ρί­ζουν. Σε γε­νι­κές γραμ­μές, υ­πε­ρι­σχύει η τρέ­χου­σα ε­πα­να­ξιο­λό­γη­ση του πα­πα­δια­μα­ντι­κού έρ­γου. Πα­ρά­δειγ­μα, ο Ζου­μπου­λά­κης, στον πρό­λο­γο του ό­γδοου τό­μου, με 14 διη­γή­μα­τα, με­τα­ξύ των ο­ποίων τα «Λα­μπριά­τι­κος Ψάλ­της», «Η Νο­σταλ­γός», «Η Γλυ­κο­φι­λού­σα», «Ο Έρω­τας στα χιό­νια», προ­κρί­νει το «Πα­τέ­ρα στο σπί­τι!». Κι αυ­τό, ό­πως ε­ξη­γεί, για­τί προ­τάσ­σει το θέ­μα, πα­ρα­με­ρί­ζο­ντας “τα αι­σθη­τι­κά του κρι­τή­ρια”. Ένα θέ­μα κοι­νω­νι­κό, που α­πο­δί­δε­ται, κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση, συ­γκι­νη­σια­κά φορ­τι­σμέ­νο. Και οι α­να­γνώ­στες, κα­θώς και οι κρι­τι­κοί, που, με το ί­διο σκε­πτι­κό, α­να­κη­ρύσ­σουν σε μπε­στ σέλ­λε­ρ, κα­θώς και σε βρα­βεύ­σι­μο, α­πό τη σο­δειά του 2010, το μυ­θι­στό­ρη­μα της Ιωάν­νας Κα­ρυ­στιά­νη, «Τα σα­κιά», θα συμ­φω­νή­σουν μα­ζί του.
Για την προ­βο­λή ε­νός Πα­πα­δια­μά­ντη σύμ­φω­νου με τα ση­με­ρι­νά γού­στα, δεν γί­νο­νται υ­πο­κει­με­νι­κές α­να­γνώ­σεις μό­νο των ε­πι­στο­λών αλ­λά και των διη­γη­μά­των. Για πα­ρά­δειγ­μα, το προοί­μιο του «Λα­μπριά­τι­κου ψάλ­τη» κα­τα­λή­γει με τη δια­βε­βαίω­ση του α­φη­γη­τή ό­τι θα ε­ξα­κο­λου­θή­σει “να ζω­γρα­φεί με­τά στορ­γής τα γνή­σια ελ­λη­νι­κά ή­θη”. Και ο προ­λο­γι­στής συ­μπε­ραί­νει, δη­λα­δή τα “α­γνά, α­νό­θευ­τα, γη­γε­νή”. Τα δυο τε­λευ­ταία ε­πί­θε­τα, πράγ­μα­τι, συ­νι­στούν ερ­μη­νεία του “γνή­σια”, αλ­λά ε­κεί­νο το “α­γνά”, πό­θεν τεκ­μαί­ρε­ται; Δεί­χνει, μά­λι­στα, ο προ­λο­γι­στής να δια­φω­νεί ό­τι εί­ναι “γνή­σια ελ­λη­νι­κά ή­θη” τα έ­θι­μα του αρ­ρα­βώ­να, έ­τσι ό­πως πα­ρα­στα­τι­κά πε­ρι­γρά­φο­νται στο διή­γη­μα «Τα Συ­χα­ρί­κια», ε­πει­δή, σή­με­ρα, το μό­νο που μπο­ρού­με να α­ντι­λη­φθού­με σε αυ­τά εί­ναι “δει­σι­δαι­μο­νία” και “συμ­βο­λι­κή βία κα­τά των γυ­ναι­κώ­ν”. Ο ί­διος προ­λο­γι­στής, συ­νο­ψί­ζο­ντας την υ­πό­θε­ση του διη­γή­μα­τος, «Τα Βε­νέ­τι­κα», πα­ρου­σιά­ζει τους τρεις ή­ρωες, τους δυο ευ­σε­βείς νέ­ους και τον Γιαν­νιό, τον ο­πα­δό της Με­γά­λης Ιδέ­ας, πα­ρεμ­βάλ­λο­ντας την πα­ρα­τή­ρη­ση: «Όλη η φα­ντα­σιό­πλη­κτη Ελλά­δα πα­ρού­σα ε­δώ, σε τού­τη τη μι­κρή πα­ρέα.» Έτσι, ό­μως, δη­μιουρ­γεί­ται σύγ­χυ­ση α­νά­με­σα στις προ­θέ­σεις του Πα­πα­δια­μά­ντη και την ερ­μη­νεία του με­λε­τη­τή, ε­πει­δή ο τε­λευ­ταίος πα­ρα­γνω­ρί­ζει τα συμ­φρα­ζό­με­να της ε­πο­χής, αυ­τά που θεω­ρού­νται ως προ­εόρ­τια των Βαλ­κα­νι­κών πο­λέ­μων.
Πο­λύ φο­βό­μα­στε, ό­τι το σύ­νο­λο των συ­νο­δευ­τι­κών κει­μέ­νων δεί­χνει μάλ­λον σαν κο­λάζ προ­σω­πι­κών α­πό­ψεων, ό­που χω­λαί­νει το πραγ­μα­το­λο­γι­κό μέ­ρος, το ο­ποίο και θα α­να­πλή­ρω­νε το κε­νό του φι­λο­λο­γι­κού σχο­λια­σμού. Προ­σο­μοιά­ζει με τις συ­να­γω­γές κει­μέ­νων ή και με τα α­φιε­ρώ­μα­τα πε­ριο­δι­κών, που κα­ταρ­τί­ζο­νται για έ­ναν τι­μώ­με­νο συγ­γρα­φέα. Πρό­θε­ση αυ­τού του σχο­λια­σμού δεν εί­ναι να μειώ­σει την ό­ποια α­ξία των νέων «Απά­ντων», αλ­λά να κα­τα­στή­σει σα­φές ό­τι δεν πρό­κει­ται για την χρη­στι­κή έκ­δο­ση ε­νός κλα­σι­κού έρ­γου. Ου­δό­λως κα­τα­νοού­με τον ε­πι­με­λη­τή, που δια­τεί­νε­ται ό­τι η εν λό­γω έκ­δο­ση θα πρέ­πει να λη­φθεί υ­πό­ψη κα­τά την κα­τάρ­τι­ση μιας μελ­λο­ντι­κής διορ­θω­μέ­νης έκ­δο­σης, εί­τε κρι­τι­κή εί­ναι αυ­τή εί­τε χρη­στι­κή. Όπως και να έ­χει, η χρη­στι­κή έκ­δο­ση, που θα ε­τοί­μα­ζε έ­νας εκ­δο­τι­κός οί­κος, μη γι­νό­με­νη υ­πό το άγ­χος του χρό­νου, θα εί­χε α­πο­φύ­γει τα ο­ποία τυ­πο­γρα­φι­κά λά­θη, θα εί­χε δια­φο­ρε­τι­κά φρο­ντί­σει το γλωσ­σά­ρι, θα εί­χε συ­στη­μα­τι­κό­τε­ρα α­φαι­ρέ­σει τα νό­θα κεί­με­να και προ­σθέ­σει τα με­τα­γε­νέ­στε­ρα ευ­ρή­μα­τα: το μο­να­δι­κό α­νευ­ρε­θέν διή­γη­μα, τα και­νο­φα­νή γνή­σια και τις, α­πό πα­λαιό­τε­ρα γνω­στές, τρο­πο­ποιή­σεις σε δυο διη­γή­μα­τα. Μια α­νά­λο­γη έκ­δο­ση, στο­χεύο­ντας μα­κρο­πρό­θε­σμα να α­πο­τε­λέ­σει προ­σφο­ρά στα γράμ­μα­τα, δεν θα εί­χε α­νά­γκη ά­γρας ε­ντυ­πώ­σεων. Θα αρ­κεί­το σε έ­να ε­κτε­νές ε­πί­με­τρο, στο ο­ποίο θα δί­νο­νταν με α­κρί­βεια ο­ρι­σμέ­να α­πα­ραί­τη­τα φι­λο­λο­γι­κά στοι­χεία. Τε­λι­κά, η πρό­σφα­τη έκ­δο­ση δεν εί­ναι ού­τε η χρη­στι­κή ε­νός κλα­σι­κού έρ­γου ού­τε, α­ναμ­φί­βο­λα, μια σει­ρά πε­ρι­πτέ­ρου. Έχει τον νό­θο χα­ρα­κτή­ρα πολ­λών ση­με­ρι­νών εκ­δο­τι­κών εγ­χει­ρη­μά­των, που με­τεω­ρί­ζο­νται με­τα­ξύ λο­γο­τε­χνίας και κα­τα­να­λω­τι­κού προϊό­ντος, και τα ο­ποία, χά­ρις α­κρι­βώς σε αυ­τόν το χα­ρα­κτή­ρα τους, φαί­νε­ται να ευ­δο­κι­μούν στην α­γο­ρά.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 11/12/2011.