Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Καμπούρογλου συνέχεια



Ιω­σήφ Σιακ­κής
«Δ. Γ. Κα­μπού­ρο­γλου
Η ζωή και το έρ­γο του»
Εκδό­σεις ΜΙΕ­Τ
Ιού­λιος 2012

Επα­νερ­χό­μα­στε στο θέ­μα της προ­η­γού­με­νης Κυ­ρια­κής, τον Δη­μή­τριο Κα­μπού­ρο­γλου. Η βιο­γρα­φία του Ιω­σήφ Σιακ­κή α­κο­λου­θεί τις τρεις γνω­στές βιο­γρα­φίες του Κα­μπού­ρο­γλου, συν­δυά­ζο­ντας την χρο­νο­λο­γι­κή α­νά­πτυ­ξη με την κα­τά θέ­μα πα­ρου­σία­ση. Υπερ­τε­ρεί, ω­στό­σο, στο βι­βλιο­γρα­φι­κό μέ­ρος, κα­θώς σε αυ­τό συ­γκε­ντρώ­νο­νται στοι­χεία για ε­πι­μέ­ρους θε­μα­τι­κές ε­νό­τη­τες. Αλλά και δια­φο­ρο­ποιεί­ται, κυ­ρίως ως προς το ύ­φος, α­φού οι προ­η­γού­με­νοι τρεις βιο­γρά­φοι δια­πνέ­ο­νταν α­πό θαυ­μα­σμό προς το πρό­σω­πο του βιο­γρα­φού­με­νου και στις κρί­σεις τους έ­λα­βαν υ­π’ ό­ψιν τα μέ­τρα και σταθ­μά της ε­πο­χής του. Αυ­τό, βέ­βαια, ή­ταν α­να­με­νό­με­νο, δε­δο­μέ­νης της μα­κριάς σχέ­σης που εί­χαν και οι τρεις με το έρ­γο του. Ο πρώ­τος βιο­γρά­φος εί­ναι ο συ­νε­χι­στής του ι­στο­ρι­κού έρ­γου του, ο Δη­μή­τριος Αλε­ξάν­δρου Γέ­ρο­ντας. Ήταν εί­κο­σι εν­νέα ε­τών το 1942, που α­πε­βίω­σε ο Κα­μπού­ρο­γλους και τον θαύ­μα­ζε α­πό παι­δί. Στε­νός συγ­γε­νής του, δι­σέγ­γο­νος του Δη­μο­γέ­ρο­ντα Άγγε­λου Σω­τη­ρια­νού Αλε­ξάν­δρου Γέ­ρο­ντα, πάπ­που εκ μη­τρός του Κα­μπού­ρο­γλου. Τέσ­σε­ρις γιους και δυο κό­ρες εί­χε ο Γέ­ρο­ντας, η μη­τέ­ρα του Κα­μπού­ρο­γλου, Μα­ριάν­να, ή­ταν η δευ­τε­ρό­το­κη. Η βιο­γρα­φία του Γέ­ρο­ντα εκ­δό­θη­κε το 1974. Η ε­πό­με­νη, ε­πτά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, εί­ναι κι αυ­τή έρ­γο ε­νός νε­α­ρού φί­λου του Κα­μπού­ρο­γλου κα­τά τα τε­λευ­ταία χρό­νια της ζωής του, του Διο­νύ­ση Τρο­βά. Τέ­λος, η πιο πρό­σφα­τη, που εκ­δό­θη­κε το 1996, εί­ναι της δη­μο­σιο­γρά­φου και συγ­γρα­φέως Ευ­γε­νίας Ζω­γρά­φου, η ο­ποία εί­χε γνω­ρί­σει τον συ­νο­νό­μα­το εγ­γο­νό τού Κα­μπού­ρο­γλου, στη μνή­μη του ο­ποίου και την α­φιε­ρώ­νει. Μια ε­πι­πλέ­ον έν­δει­ξη της κα­λής γνω­ρι­μίας της βιο­γρά­φου με τον Κα­μπού­ρο­γλου και την ε­πο­χή του α­πο­τε­λεί το γε­γο­νός ό­τι την προ­λο­γί­ζει ο πρε­σβύ­της πλέ­ον Γέ­ρο­ντας.   
Στο εκ­δο­τι­κό ση­μείω­μα της βιο­γρα­φίας του Σιακ­κή, δεν ε­ξη­γού­νται οι λό­γοι, που ε­κεί­νος την ά­φη­σε α­νέκ­δο­τη. Οι ε­πι­με­λη­τές α­να­φέ­ρουν ό­τι “α­πό τη βι­βλιο­γρα­φία που χρη­σι­μο­ποιεί ο συγ­γρα­φέ­ας συ­νά­γε­ται ό­τι η τε­λευ­ταία ε­πε­ξερ­γα­σία πρέ­πει να έ­γι­νε ό­χι πο­λύ αρ­γό­τε­ρα α­πό το 1974”. Συ­γκε­κρι­μέ­να, στη βι­βλιο­γρα­φία κα­τα­χω­ρεί­ται δη­μο­σίευ­μα α­πό τα Χρι­στού­γεν­να 1979. Με βά­ση τη δεύ­τε­ρη βιο­γρα­φία, του Τρο­βά, μπο­ρού­με να προσ­διο­ρί­σου­με με αρ­κε­τή α­κρί­βεια τη χρο­νο­λο­γία συγ­γρα­φής της. Ο Σιακ­κής βι­βλιο­γρα­φεί δυο δη­μο­σιεύ­μα­τα του Τρο­βά της δε­κα­ε­τίας του 1940 αλ­λά δεν κα­τα­γρά­φει τη βιο­γρα­φία του. Γε­γο­νός που δεί­χνει ό­τι η βιο­γρα­φία Σιακ­κή θα πρέ­πει να γρά­φε­ται ή, έ­στω, να ο­λο­κλη­ρώ­νε­ται ε­ντός του 1980, ταυ­τό­χρο­να με ε­κεί­νη του Τρο­βά. Στο συ­νο­δευ­τι­κό ση­μείω­μα του Αρχείου Σιακ­κή, α­να­φέ­ρε­ται ό­τι “με την ερ­γα­σία του για τον Κα­μπού­ρο­γλου πή­ρε μέ­ρος σε δια­γω­νι­σμό της Ακα­δη­μίας”. Δεν α­πο­κλείε­ται ο δια­γω­νι­σμός να συν­δεό­ταν με την ε­πέ­τειο Κα­μπού­ρο­γλου του 1982. Αυ­τό το ση­μείο θα μπο­ρού­σε να δια­σα­φη­νι­στεί.
Σε μια πα­ρό­μοια υ­πό­θε­ση συ­νη­γο­ρεί ο βια­στι­κός χα­ρα­κτή­ρας της συγ­γρα­φής των τε­λευ­ταίων κε­φα­λαίων κα­θώς και τα βι­βλιο­γρα­φι­κά κε­νά. Για πα­ρά­δειγ­μα, στο τρί­το κε­φά­λαιο, ο Σιακ­κής υ­πό­σχε­ται να πα­ρα­θέ­σει στο τέ­λος πί­να­κα με τα δη­μο­σιεύ­μα­τα του Κα­μπού­ρο­γλου στο πε­ριο­δι­κό «Εβδο­μάς», τον ο­ποίο πα­ρα­λεί­πει. Ένα άλ­λο πα­ρά­δειγ­μα της ε­πεί­γου­σας συρ­ρα­φής του υ­λι­κού δί­νουν κά­ποιες αλ­λη­λο­α­ναι­ρού­με­νες α­να­φο­ρές. Όπως, λ.χ., ό­τι, στις 21.3.1921, “στη μπυ­ρα­ρία του Φι­ξ”, ί­δρυ­σε τον Σύλ­λο­γο των Συγ­γρα­φέων αλ­λά και τον Οδοι­πο­ρι­κό Σύν­δε­σμο. Εκεί­νο, πά­ντως, το βρά­δυ ί­δρυ­σε μό­νο τον δεύ­τε­ρο. Αλλά και γε­νι­κό­τε­ρα, το βι­βλιο­γρα­φι­κό τμή­μα δεί­χνει ό­τι ο Κα­μπού­ρο­γλους δεν τον α­πα­σχό­λη­σε ι­διαί­τε­ρα ως ε­ρευ­νη­τι­κό α­ντι­κεί­με­νο. Πα­ρό­τι το 1978 ε­γκα­τέ­λει­ψε τη δι­κη­γο­ρία για την έ­ρευ­να, στον Κα­μπού­ρο­γλου δεν ε­πα­νήλ­θε κα­τά την ε­να­πο­μέ­νου­σα ει­κο­σα­ε­τία του βίου του. Πέ­θα­νε το 1999, σε η­λι­κία 82 ε­τών. Ωστό­σο, η α­να­ζή­τη­ση στοι­χείων γύ­ρω α­πό αυ­τόν θα πρέ­πει να εί­χε ξε­κι­νή­σει πο­λύ νω­ρί­τε­ρα. Ίσως και α­πό το 1951, ό­ταν το πρώ­το του βι­βλίο, έ­να τα­ξι­διω­τι­κό στον τό­πο κα­τα­γω­γής του πα­τέ­ρα του, «Γνω­ρι­μία με την Ερέ­τρια», α­πέ­σπα­σε το πρώ­το βρα­βείο της Ελλη­νι­κής Πε­ριη­γη­τι­κής Λέ­σχης. 
Ανα­λυ­τι­κό­τε­ρα, το τε­λευ­ταίο βι­βλιο­γρα­φι­κό μέ­ρος της βιο­γρα­φίας πε­ρι­λαμ­βά­νει: Α. Χρο­νο­λο­γι­κό πί­να­κα των έρ­γων του Κα­μπού­ρο­γλου και των δη­μο­σιεύ­σεων αρ­χείων και χει­ρο­γρά­φων, που υ­πάρ­χουν μεν και στις άλ­λες βιο­γρα­φίες, αλ­λά, ε­δώ, οι εκ­δό­σεις εί­ναι πλη­ρέ­στε­ρα κα­τα­γε­γραμ­μέ­νες. Β. Τα δη­μο­σιεύ­μα­τά του στην ε­φη­με­ρί­δα «Εστία» με το ψευ­δώ­νυ­μο Ανα­δρο­μά­ρης. Η α­πο­δελ­τίω­ση α­φο­ρά την πε­ρίο­δο 1913 -1937, χω­ρίς να εί­ναι πλή­ρης. Στο α­ντί­στοι­χο κε­φά­λαιο της βιο­γρα­φίας, το 1913 α­να­φέ­ρε­ται ως το έ­τος που ο Κα­μπού­ρο­γλους πρω­το­εμ­φα­νί­ζε­ται με αυ­τό το ψευ­δώ­νυ­μο. Ο Ανα­δρο­μά­ρης, ω­στό­σο, έ­κα­νε το ντε­μπού­το του το 1911 και συ­νέ­χι­σε μέ­χρι τέ­λους, α­πο­θνή­σκο­ντας ο­μού με­τά του κτή­το­ρά του. Γ. Με­ρι­κή βι­βλιο­γρά­φη­ση ό­σων έ­γρα­ψαν γι’ αυ­τόν, που α­φο­ρά την πε­ρίο­δο 1920-1979, με ε­πτά σκόρ­πια λήμ­μα­τα σε προ­η­γού­με­να χρό­νια, 1891-1905. Η πα­ρά­θε­ση εί­ναι κα­τά αλ­φα­βη­τι­κή σει­ρά του ο­νό­μα­τος του συγ­γρα­φέα. Ευ­κρι­νέ­στε­ρη ει­κό­να θα δι­νό­ταν, αν πα­ρου­σιά­ζο­νταν σε ε­νό­τη­τες τα α­φιε­ρώ­μα­τα, ό­πως τα ε­κτε­νή της «Νέ­ας Εστίας» και της «Ελλη­νι­κής Δη­μιουρ­γίας, και αυ­το­νο­μού­νταν οι συ­νε­ντεύ­ξεις του. Δ. Στην τε­λευ­ταία ε­νό­τη­τα πα­ρου­σιά­ζε­ται α­πάν­θι­σμα κρί­σεων, χω­ρίς ό­μως βι­βλιο­γρα­φι­κές πα­ρα­πο­μπές. Πά­ντως, η δια­σπο­ρά των δη­μο­σιευ­μά­των του Κα­μπού­ρο­γλου σε πλή­θος ε­ντύ­πων, α­πό τα μέ­σα της δε­κα­ε­τίας του 1870 μέ­χρι το θά­να­τό του, κα­θι­στά τη βι­βλιο­γρα­φία του δυ­σε­πί­τευ­κτη.

Oπως και να έ­χει, πα­ρό­μοιες εκ­δό­σεις, ε­κλι­πό­ντος του συγ­γρα­φέα, χρειά­ζο­νται φι­λο­λο­γι­κή στή­ρι­ξη και ί­σως κά­ποιο συ­νο­δευ­τι­κό σχο­λια­σμό, κυ­ρίως για την πε­ρίο­δο με­τά τη συγ­γρα­φή τους. Ο σχο­λια­σμός χρειά­ζε­ται, ό­χι μό­νο για τυ­χόν α­βλε­ψίες, αλ­λά και για στρυφ­νές ή κά­πο­τε και α­δό­κι­μες δια­τυ­πώ­σεις. Ήδη, στο πρώ­το κε­φά­λαιο, το προ­σε­κτι­κό­τε­ρα γραμ­μέ­νο, υ­πάρ­χουν και α­πό τα δυο εί­δη. Από λά­θος της πη­γής α­πό την ο­ποία αν­τλεί­ται η πλη­ρο­φο­ρία, ο πα­τήρ του Κα­μπού­ρο­γλου, ο Γρη­γό­ριος, α­να­φέ­ρε­ται ως πρω­τό­το­κος, α­ντί για τρι­τό­το­κος γιος του πάπ­που Δη­μη­τρίου Ιωάν­νη Κα­μπού­ρο­γλου. Ενώ, κά­πως βια­στι­κά α­πο­δί­δε­ται στον πάπ­πο του πάπ­που του, τον Δη­μή­τριο Στρού­μπο το πα­ρα­τσού­κλι Κα­μπού­ρης α­κό­μη πριν να φύ­γει α­πό το τό­πο του, την Τσερ­νί­τσα Μεσ­ση­νίας. Το λήμ­μα της ε­γκυ­κλο­παί­δειας Ελευ­θε­ρου­δά­κη, γραμ­μέ­νο α­πό τον ί­διο τον Κα­μπού­ρο­γλου, προσ­διο­ρί­ζει: «Όνο­μα αρ­χαίας οι­κο­γε­νείας εξ Αλα­γω­νίας της Μεσ­ση­νίας. Η οι­κο­γέ­νεια  αύ­τη εί­νε κλά­δος της πο­λυ­σχι­δούς Ηπει­ρω­τι­κής προ­ε­λεύ­σεως οι­κο­γε­νείας των Στρού­μπων, ων αρ­χι­κώς έ­φε­ρε και το ε­πώ­νυ­μο. Εις εκ της οι­κο­γε­νείας ταύ­της α­πε­στά­λη πο­τέ βε­κί­λης του τό­που (α­ντι­πρό­σω­πος προς διε­ξα­γω­γή υ­πο­θέ­σεων) εις Κων­στα­ντι­νού­πο­λιν... Ήτο υ­ψη­λός και πως κυρ­τός, ε­πει­δή δε με­γά­λως διε­κρί­θη, τον υιόν του τον ε­χα­ρα­κτή­ρι­ζον οι Τούρ­κοι ως “Κα­μπούρ ο­γλού”, ή­τοι υιόν του κυρ­τού. Έκτο­τε ε­λη­σμο­νή­θη­σαν οι Στρού­μποι και οι Κα­μπού­ρο­γλοι διε­κλα­δί­σθη­σαν δια του προ­σω­νυ­μίου αυ­τού.» Επί­σης, σύγ­χυ­ση προ­κα­λεί η α­να­φο­ρά σε δυο μέ­λη της οι­κο­γέ­νειας των Στρού­μπων, που φέ­ρουν το πα­ρω­νύ­μιο Γεωρ­γί­λης, τον Ιωάν­νη Πα­να­γιώ­του Στρού­μπο και τον α­πό α­δελ­φό δι­σέγ­γο­νό του, Δη­μή­τριο Γεωρ­γίου Στρού­μπο. Σύγ­χυ­ση, που ε­πι­τεί­νει η συ­νέ­νω­ση των δυο προ­σώ­πων στο Ευ­ρε­τή­ριο.
Πέ­ραν αυ­τών, υ­πάρ­χουν και ο­ρι­σμέ­νες α­πο­σιω­πή­σεις. Εκτός κι αν πρό­κει­ται για ελ­λι­πή πλη­ρο­φό­ρη­ση. Για πα­ρά­δειγ­μα, ο προ­πάπ­πος Ιωάν­νης Κα­μπού­ρο­γλους, σύμ­φω­να με ε­πι­στο­λή του Στα­μά­τη Κου­μπά­ρη προς τον Εμμα­νουήλ Ξάν­θο, χά­θη­κε κα­τά τις σφα­γές του 1821 στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Αν και δεν α­να­φέ­ρε­ται ρη­τά, στις 10 Μαρ­τίου 1821, έ­πε­σε θύ­μα τους. Ο Σιακ­κής α­να­φέ­ρει ό­τι α­γνο­εί­ται η τύ­χη του, πα­ρό­λο που έ­χει ε­ρευ­νή­σει έγ­γρα­φα σχε­τι­κά με τον θρα­κιώ­τη Φι­λι­κό Στα­μά­τη. Όσο για τον πάπ­πο Δη­μή­τριο, α­να­φέ­ρει ό­τι χά­νο­νται τα ί­χνη του στη Βιέν­νη. Πράγ­μα­τι, α­φού φυ­γά­δευ­σε τα πέ­ντε παι­διά του στην Οδησ­σό, ο ί­διος κα­τέ­φυ­γε στην Βιέν­νη, ό­που, ό­μως, ξα­να­πα­ντρεύ­τη­κε. Πρό­κει­ται, βέ­βαια, για λε­πτο­μέ­ρειες, οι ο­ποίες, ω­στό­σο, χρειά­ζο­νται τις υ­πο­σε­λί­διες ση­μειώ­σεις τους.  
Το ί­διο ι­σχύει και για το Ευ­ρε­τή­ριο. Με τη χρή­ση του Η/Υ, η κα­τάρ­τι­σή του έ­χει θεω­ρη­θεί εύ­κο­λη υ­πό­θε­ση, που δεν α­παι­τεί την κα­λή γνώ­ση τού προς ευ­ρε­τη­ρία­ση βι­βλίου, με α­πο­τέ­λε­σμα να εμ­φα­νί­ζο­νται ό­λο και συ­χνό­τε­ρα ελ­λεί­ψεις. Για πα­ρά­δειγ­μα, ο Μη­λιά­δης της βιο­γρα­φίας, ο συ­νι­δρυ­τής του «Οδοι­πο­ρι­κού Συν­δέ­σμου», ο­νο­μά­ζε­ται Θεό­δω­ρος και δεν εί­ναι ο χιώ­της ζω­γρά­φος Στυ­λια­νός Μη­λιά­δης, ού­τε ο Ν.Π.Απο­στο­λό­που­λος του πε­ριο­δι­κού «Νέ­οι Δρό­μοι» εί­ναι ο στο­χα­στής Ντί­μης Απο­στο­λό­που­λος. Γε­νι­κώς, τα μι­κρά ο­νό­μα­τα εί­ναι α­να­γκαία. Λ.χ., σκέ­το το Θω­μό­που­λος δεν πα­ρα­πέ­μπει μό­νο στον γλύ­πτη Θω­μά Θω­μό­που­λο. Εκτός α­πό τα μι­κρά ο­νό­μα­τα, συ­χνά χρειά­ζο­νται και οι τίτ­λοι. Λ.χ., το Ιγνά­τιος Να­ζιαν­ζού δεί­χνει σαν ο­νο­μα­τε­πώ­νυ­μο και δεν δη­λώ­νει τον Επί­σκο­πο Να­ζιαν­ζού Ιγνά­τιο Σα­ρά­φο­γλου. Τέ­λος, ό­ταν υ­πάρ­χουν 13 Κα­μπού­ρο­γλοι και έ­ξι Στρού­μποι, η α­να­φο­ρά στο βαθ­μό συγ­γέ­νειας εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη.

Αρκε­τά θα εί­χα­με να προ­σθέ­σου­με σχε­τι­κά με τον τρό­πο που ο Σιακ­κής α­ντι­λαμ­βά­νε­ται τον Κα­μπού­ρο­γλου και την ε­πο­χή του. Αρκού­με­θα εν­δει­κτι­κά σε ό­σα γρά­φει σχε­τι­κά με τον Οδοι­πο­ρι­κό Σύν­δε­σμο. Κα­τ’ αρ­χάς, υ­πο­τι­μά στη γέ­νε­ση ε­νός πα­ρό­μοιου συλ­λό­γου τον κα­θο­ρι­στι­κό ρό­λο του συ­στη­μα­τι­κού ο­δοι­πό­ρου και κα­λού γνώ­στη του ατ­τι­κού χώ­ρου, που ή­ταν ο Κα­μπού­ρο­γλους. Ύστε­ρα, δεί­χνει να ε­ξο­μοιώ­νει την Αθη­ναία του ’20 με την χει­ρα­φε­τη­μέ­νη της ε­πο­χής του, ό­ταν γρά­φει:   «...Εί­χε ό­μως την πα­ρα­ξε­νιά να μη θέ­λει γυ­ναί­κες για μέ­λη, τις θεω­ρού­σε α­νώ­ρι­μες για τέ­τοιες δου­λειές, δεν τις έ­βρι­σκε ι­κα­νές για σκλη­ρα­γω­γίες...» Σαν να α­γνο­εί ό­τι, κα­τά τον Κα­μπού­ρο­γλου, ο­δοι­πο­ρία σή­μαι­νε ε­νερ­γή πε­ρι­πλά­νη­ση προς ά­γραν πλη­ρο­φο­ριών και πα­ρα­τη­ρή­σεων. Και α­κό­μη, ό­τι, με τον Οδοι­πο­ρι­κό Σύν­δε­σμο, ε­πε­δίω­κε να ορ­γα­νώ­σει την κα­λύ­τε­ρη γνω­ρι­μία με τον τό­πο. Εκεί­νος α­ντι­λαμ­βα­νό­ταν την ο­δοι­πο­ρία σαν προ­σκύ­νη­μα, που έ­πρε­πε να εί­ναι α­διά­σπα­στο, γι’ αυ­τό και δεν θέ­λη­σε τη συμ­με­το­χή γυ­ναι­κών. Η προ­σω­νυ­μία, πά­ντως, του “χα­ρού­με­νου στρα­το­κό­που”, που του α­πο­δί­δει, ε­νέ­χει α­πό­χρω­ση κα­ρι­κα­τού­ρας.  
Σχο­λια­σμό θα χρεια­ζό­ταν και η α­πο­τί­μη­ση, που α­πο­πει­ρά­ται, ό­πως και οι άλ­λοι τρεις βιο­γρά­φοι, του έρ­γου του. Δύο μό­νο πα­ρα­τη­ρή­σεις. Πι­στεύου­με πως α­δι­κεί τον ι­στο­ρι­κό Κα­μπού­ρο­γλου, θεω­ρώ­ντας το έρ­γο του α­πο­κλει­στι­κά έρ­γο ι­στο­ριο­δί­φη. Σαν να μην α­ντι­λαμ­βά­νε­ται τη σπου­δαιό­τη­τα της τρί­το­μης «Ιστο­ρίας των Αθη­ναίων», με την ο­ποία ο Κα­μπού­ρο­γλους κερ­δί­ζει ε­πα­ξίως τον τίτ­λο του ι­στο­ρι­κού και δη, του και­νο­τό­μου για την ε­πο­χή του, με την ε­πι­λο­γή του να μην ι­στο­ρή­σει την πό­λη αλ­λά τους κα­τοί­κους της, κα­θώς και με τον τρό­πο που α­να­πτύσ­σει το ι­στο­ρι­κό υ­λι­κό. Όσο α­φο­ρά τον διη­γη­μα­το­γρά­φο, οι α­πό­ψεις του Σιακ­κή α­ντα­να­κλούν τις προσ­λαμ­βά­νου­σες της ε­πο­χής του. Έχο­ντας ο ί­διος δο­κι­μα­στεί στον πε­ζό λό­γο κα­τά τα πρώ­τα με­τα­πο­λε­μι­κά χρό­νια, ε­ξαί­ρει τα ι­στο­ρι­κά διη­γή­μα­τα του Κα­μπού­ρο­γλου, κα­θώς και ο­ρι­σμέ­να α­πό ε­κεί­να που α­πο­κα­λεί “η­θο­γρα­φή­μα­τα”, για τα ο­ποία και πα­ρα­τη­ρεί ό­τι “δεν θα εί­χαν τί­πο­τα να ζη­λέ­ψουν α­πό τα η­θο­γρα­φή­μα­τα του Πα­πα­δια­μά­ντη”. 

Μέ­νουν δυο πρω­ταρ­χι­κά βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία του Κα­μπού­ρο­γλου, που η νέα βιο­γρα­φία α­φή­νει α­σχο­λία­στα. Το ε­πί­θε­τό του και η η­με­ρο­μη­νία της γέν­νη­σής του. Σύμ­φω­να με υ­πο­ση­μείω­ση των ε­πι­με­λη­τών, “το ό­νο­μα στην ο­νο­μα­στι­κή εμ­φα­νί­ζε­ται ε­ξαρ­χής και με τους δυο τύ­πους: Κα­μπού­ρο­γλους και Κα­μπού­ρο­γλου”. Όχι α­κρι­βώς. Το πα­ρω­νύ­μιο, που οι Τούρ­κοι εί­χαν α­πο­δώ­σει στους δυο γιους του Δη­μη­τρίου Στρού­μπου, “Κα­μπούρ ο­γλού” ε­ξελ­λη­νί­στη­κε ε­ξαρ­χής, ό­πως ό­λα τα α­ντί­στοι­χα α­πό τους Έλλη­νες της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης και της Μι­κράς Ασίας, δια της προ­σθή­κης του τε­λι­κού σίγ­μα. Από τον Ιωάν­νη Κα­μπού­ρο­γλου του Δη­μη­τρίου Στρού­μπου μέ­χρι τον εγ­γο­νό του Γρη­γό­ριο Δη­μη­τρίου Κα­μπού­ρο­γλου και τον δι­σέγ­γο­νό του, τον Δη­μή­τριο Γρη­γο­ρίου Κα­μπού­ρο­γλου, ό­λοι υ­πέ­γρα­φαν ως Κα­μπού­ρο­γλους και ως Κα­μπού­ρο­γλους α­να­φέ­ρο­νταν. Μά­λι­στα, ο Γρη­γό­ριος Δη­μη­τρίου Κα­μπού­ρο­γλους, στο πε­ριο­δι­κό του «Ευ­τέρ­πη», χρη­σι­μο­ποιεί τον πλή­ρως ε­ξελ­λη­νι­σμέ­νο τύ­πο Κα­μπού­ρο­γλος. 
Όσο για τον ί­διο τον Δη­μή­τριο, ως Κα­μπού­ρο­γλους, δεν α­να­φέ­ρε­ται μό­νο α­πό τους συγ­χρό­νους του, αλ­λά και α­πό τους νεό­τε­ρους, ό­πως τον κα­τά μι­σό αιώ­να μι­κρό­τε­ρό του Κω­στή Μπα­στιά. Από­δει­ξη, η πε­ρι­πα­τη­τι­κή τους συ­νο­μι­λία, το 1931, ό­που ο ο­γδο­η­κο­ντα­ε­τής συ­νε­ντευ­ξια­ζό­με­νος ξε­πο­δά­ρια­σε τον τρια­ντά­ρη Μπα­στιά, Πέ­ρα­μα-Πει­ραια, γύ­ρω στα 10 χλμ. πε­ζή. Ο πιο οι­κείος σε ε­μάς σή­με­ρα τύ­πος Κα­μπού­ρο­γλου ε­πι­κρά­τη­σε με­τα­πο­λι­τευ­τι­κά. Τον υιο­θε­τεί ο πρώ­τος βιο­γρά­φος του το 1974, κα­θώς και η Ζω­γρά­φου. Ωστό­σο, οι Τρο­βάς και Σιακ­κής, που πι­θα­νώς και οι δυο ε­τοι­μά­ζουν τις βιο­γρα­φίες τους για το ε­πε­τεια­κό 1982 εμ­μέ­νουν στο Κα­μπού­ρο­γλους. Ο δεύ­τε­ρος, μά­λι­στα, υιο­θε­τεί στον τίτ­λο το Κα­μπού­ρο­γλους ά­κλι­το, «Η ζωή και το έρ­γο του Δη­μη­τρίου Κα­μπού­ρο­γλους». Από ε­κεί και πέ­ρα ε­πεμ­βαί­νουν διορ­θω­τι­κά οι ε­πι­με­λη­τές, Γιάν­νης Ξού­ριας και Ελέ­νη Μι­χα­λο­πού­λου. 
Και ερ­χό­μα­στε στην η­με­ρο­μη­νία της γέν­νη­σής του. Αδιά­ψευ­στη πη­γή α­πο­τε­λεί το Ση­μειω­μα­τά­ριο του εκ μη­τρός πάπ­που του Άγγε­λου Γέ­ρο­ντα, που, ό­πως συ­νή­θι­ζαν άλ­λο­τε οι γε­νάρ­χες οι­κο­γε­νειών, κα­τέ­γρα­φε γεν­νή­σεις, βα­φτί­σια, γά­μους και θα­νά­τους. Εκεί α­να­γρά­φε­ται: “1852, Σε­πτεμ­βρίου 29, η­μέ­ρα Δευ­τέ­ρα”. Ο Κα­μπού­ρο­γλους, στον έ­να τό­μο α­πό τα «Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα μιας μα­κράς ζωής», που ε­ξέ­δω­σε το 1934, προσ­διο­ρί­ζει ό­τι “η γέν­νη­σίς του, την 1ην με­τά το με­σο­νύ­κτιο της 29ης κα­θω­ρί­σθη οι­κο­γε­νεια­κώς, ως γε­νο­μέ­νη την 30ην πα­ρά την πρό­λη­ψιν της Τρί­της”. Πο­λύς λό­γος έ­γι­νε α­πό συ­γκαι­ρι­νούς του και με­τα­γε­νέ­στε­ρους γι’ αυ­τήν την η­με­ρο­μη­νία, κα­θώς την συ­νέ­δε­σαν χρο­νι­κά με τη θύελ­λα στην Αθή­να το βρά­δυ της 14ης Οκτω­βρίου 1852 και την πτώ­ση της 16ης σω­ζό­με­νης κο­λό­νας του να­ού του Ολυ­μπίου Διός. Από τους πρώ­τους που α­να­φέ­ρουν τη σύ­μπτω­ση εί­ναι ο Μποέμ (Δη­μή­τριος Χατ­ζό­που­λος) σε συ­νέ­ντευ­ξη του Κα­μπού­ρο­γλου στην ε­φη­με­ρί­δα «Το Άστυ»: «...ε­γεν­νή­θη α­κρι­βώς ό­τε έ­πι­πτεν η στή­λη του Ολυ­μπίου Διός, και ο πα­τήρ του εί­πε τό­τε, “ή μέ­γα κα­κόν ή μέ­γα κα­λόν θα γί­νη το παι­δί αυ­τό”...» Η α­να­φο­ρά, ό­μως, που ήρ­θε και ε­δραίω­σε το μύ­θο ή­ταν το τε­τρά­στι­χο, το ο­ποίο του έ­στει­λε ο Δρο­σί­νης ως ευ­χη­τή­ριο τη­λε­γρά­φη­μα για την Ογδο­η­κο­ντα­ε­τη­ρί­δα του: «Τη μέ­ρα που γεν­νή­θη­κες/ γκρε­μί­στη­κε η κο­λό­να./ Στη θέ­ση της στυ­λώ­θη­κες–/ θα φτά­σης τον αιώ­να!» Πά­ντως, ο ί­διος, λί­γο αρ­γό­τε­ρα, στα «Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα...» του, σχο­λιά­ζει: «...Κά­ποιος λο­γι­κο­φα­νής νεω­τε­ρι­σμός την 30ην αυ­τήν Σε­πτεμ­βρίου την κά­μνει 12 και κα­τό­πιν 13 Οκτω­βρίου...» Προ­φα­νώς εν­νο­εί την αλ­λα­γή Ημε­ρο­λο­γίου, κα­θώς οι δια­στά­σεις των συ­νε­πα­γό­με­νων η­με­ρο­λο­για­κών διορ­θώ­σεων δεν εί­χαν α­κό­μη τό­τε, πα­ρά την πα­ρέ­λευ­ση δε­κα­ε­τίας, γί­νει α­ντι­λη­πτές. Όπως και να έ­χει, στη βιο­γρα­φία του Σιακ­κή, ως η­με­ρο­μη­νία γέν­νη­σης α­να­φέ­ρε­ται η 14η Οκτω­βρίου 1852, χω­ρίς α­να­φο­ρά στη σύν­δε­σή της με την πτώ­ση της κο­λό­νας. Ημε­ρο­μη­νία λαν­θα­σμέ­νη και με τα δυο Ημε­ρο­λό­για.
Και α­πα­ντού­με στο ε­ρώ­τη­μα, που εί­χα­με θέ­σει ως τίτ­λο στο δη­μο­σίευ­μα της προ­η­γού­με­νης Κυ­ρια­κής, «Ποιον εν­δια­φέ­ρει ο Δη­μή­τριος Κα­μπού­ρο­γλους». Μάλ­λον κα­νέ­ναν. Mια και­νού­ρια, ό­μως, βιο­γρα­φία μπο­ρεί να κι­νή­σει την πε­ριέρ­γεια, αρ­κεί το πρό­σω­πο του βιο­γρα­φού­με­νου να τύ­χει της κα­τάλ­λη­λης προ­βο­λής, ώ­στε να ταυ­τί­ζε­ται με τις ση­με­ρι­νές προ­τι­μή­σεις. 

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 22/12/2012.

Ποιον ενδιαφέρει ο Δημήτριος Καμπούρογλους



Ο Δη­μή­τριος Γρη­γο­ρίου Κα­μπού­ρο­γλους, συ­νο­μή­λι­κος του Νι­κό­λα­ου Πο­λί­τη, έ­να χρό­νο μι­κρό­τε­ρος του Πα­πα­δια­μά­ντη, ο ι­στο­ρι­κός η­μών των Αθη­ναίων, δεν φαί­νε­ται να πή­ρε τη θέ­ση που τού α­ντι­στοι­χού­σε στην Ιστο­ρία. Μπο­ρεί να μην πέ­ρα­σε στα ψι­λά γράμ­μα­τα, α­πο­τε­λεί, πά­ντως, έ­να πα­ρω­χη­μέ­νο κε­φά­λαιο. Σή­με­ρα κα­τα­λή­γουν σε πραγ­μα­τι­κή ει­ρω­νεία ό­σα εί­χε δια­τυ­πώ­σει ο Νί­κος Βέ­ης πριν 80 χρό­νια, στην ο­μι­λία του κα­τά τον ε­ορ­τα­σμό της Ογδο­η­κο­ντα­ε­τη­ρί­δος του Κα­μπού­ρο­γλου. Στην αί­θου­σα του «Παρ­νασ­σού», ο πε­νη­ντά­χρο­νος τό­τε Βέ­ης, ε­ξέ­χου­σα φυ­σιο­γνω­μία της πα­νε­πι­στη­μια­κής κοι­νό­τη­τας, θέ­λο­ντας να δεί­ξει πό­σο α­δύ­να­το ή­ταν να λη­σμο­νη­θεί πο­τέ ο τι­μώ­με­νος, με­γά­λυ­νε την προ­σω­πι­κό­τη­τά του δια της συ­γκρί­σεως με τις στα­θε­ρές του κό­σμου τους. Έκλει­νε την ο­μι­λία του με την α­πό­φαν­ση: «...το ό­νο­μά του –και α­φού ο ί­διος γλυ­κο­κοι­μη­θή στην α­γκά­λη της Δό­ξας– θα ζή­ση ε­φ’ ό­σον ε­ξα­κο­λου­θεί ο ρυθ­μός του κό­σμου αυ­τού, οι άν­θρω­ποι εν­δια­φέ­ρο­νται για τα κα­λά, χρή­σι­μα και ω­ραία, και ε­φ’ ό­σον κε­λαϊδούν τ’ α­η­δό­νια στον Κο­λω­νό, και τα πορ­φυ­ρώ­μα­τα και τα χρυ­σο­σύ­νε­φα στο­λί­ζουν τον Αττι­κό ου­ρα­νό.» Δεν ή­ταν ι­δα­νι­κά τα πράγ­μα­τα ε­κεί­νον τον Οκτώ­βριο του 1932, αλ­λά ο κό­σμος τό­τε α­κό­μη πρέ­πει να έ­δι­νε ε­ντύ­πω­ση ευ­ρυθ­μίας. Ου­δείς δια­νο­εί­το πως ο χα­μη­λός λό­φος του Κο­λω­νού θα ε­ξα­φα­νι­ζό­ταν μα­ζί με τ’ α­η­δό­νιά του, πό­σω μάλ­λον ό­τι οι άν­θρω­ποι δεν θα έ­δι­ναν δε­κά­ρα για τα κα­λά και ω­ραία πα­ρά μό­νο για τα “κα­λά και συμ­φέ­ρο­ντα”. Συ­να­κό­λου­θα, α­πα­λεί­φθη­κε και το ό­νο­μα του τι­μώ­με­νου.
Σή­με­ρα, ποιος έ­χει α­κου­στά τον Δη­μή­τριο Κα­μπού­ρο­γλου. Ακό­μη και σε ό­σους το ό­νο­μά του μπο­ρεί κά­τι να λέει, ού­τε αυ­τοί α­να­κα­λούν κά­ποια συ­γκε­κρι­μέ­νη πλη­ρο­φο­ρία. Ιδίως, οι κά­τω των σα­ρά­ντα πέ­ντε, που φοί­τη­σαν στην δευ­τε­ρο­βάθ­μια εκ­παί­δευ­ση με­τά την ο­ρι­στι­κή κα­θιέ­ρω­ση του λυ­κείου. Τό­τε, κα­θώς με αυ­τήν την τε­λευ­ταία αλ­λα­γή του εκ­παι­δευ­τι­κού συ­στή­μα­τος δό­θη­κε δια­φο­ρε­τι­κή έμ­φα­ση στα λο­γο­τε­χνι­κά κεί­με­να, τα πε­ζά του Κα­μπού­ρο­γλου α­πο­σύρ­θη­καν ο­ρι­στι­κά α­πό τα σχο­λι­κά εγ­χει­ρί­δια. Ού­τε, ό­μως, οι με­γα­λύ­τε­ροι, οι γεν­νη­μέ­νοι στα χρό­νια με­τά το θά­να­τό του, α­πό την Κα­το­χή μέ­χρι τη Δι­κτα­το­ρία, ό­ταν τα α­να­γνω­στι­κά ό­λων των τά­ξεων διέ­σω­ζαν κά­ποιο κεί­με­νό του για την Αθή­να, γνω­ρί­ζουν το έρ­γο του. Εδώ, δεν φαί­νε­ται να το γνω­ρί­ζουν οι α­κό­μη πρε­σβύ­τε­ροι, που τον πρό­λα­βαν ζώ­ντα και οι ο­ποίοι σή­με­ρα α­πο­τε­λούν την πνευ­μα­τι­κή η­γε­σία. Κι αν το γνω­ρί­ζουν, μάλ­λον υ­πο­τι­μούν την α­ξία του, αν δεν το α­πα­ξιούν. Ει­δάλ­λως, πώς ε­ξη­γεί­ται ο μη ε­ορ­τα­σμός, ού­τε καν η α­πλή μνη­μό­νευ­ση της ε­φε­τι­νής δι­πλής ε­πε­τείου του Δη­μη­τρίου Κα­μπού­ρο­γλου, κα­θώς συ­μπλη­ρώ­νο­νται 160 χρό­νια α­πό τη γέν­νη­σή του και 70 α­πό το θά­να­τό του. 
Θα α­να­με­νό­ταν, ω­στό­σο, να τον θυ­μη­θούν τα πνευ­μα­τι­κά Iδρύ­μα­τα, του­λά­χι­στον ε­κεί­να, στων ο­ποίων την ί­δρυ­ση πρω­το­στά­τη­σε. Κα­τ’ αρ­χάς, η Ακα­δη­μία Αθη­νών, ως το κο­ρυ­φαίο με­τα­ξύ αυ­τών, της ο­ποίας, το 1927, α­πο­τέ­λε­σε το πρώ­το ε­κλεγ­μέ­νο μέ­λος στην τά­ξη Γραμ­μά­των και Τε­χνών, υ­περ­τε­ρώ­ντας των δυο συ­νυ­πο­ψη­φίων του, Νιρ­βά­να και Ξε­νό­που­λου. Ως οι πρώ­τοι α­κα­δη­μαϊκοί θεω­ρού­νται οι Πα­λα­μάς, Δρο­σί­νης, Προ­βε­λέγ­γιος, ό­μως ε­κεί­νη η τριά­δα εί­χε διο­ρι­στεί α­πό την κυ­βέρ­νη­ση Πα­γκά­λου, κα­τά την ί­δρυ­ση της Ακα­δη­μίας, έ­να χρό­νο νω­ρί­τε­ρα, το 1926. Από τους πρώ­τους τρεις, πρό­ε­δρος της Ακα­δη­μίας χρη­μά­τι­σε μό­νο ο Πα­λα­μάς, το 1930. Ο Κα­μπού­ρο­γλους α­νέ­λα­βε την προ­ε­δρία τέσ­σε­ρα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα.
Έτε­ρο Ίδρυ­μα, που θα α­να­με­νό­ταν να τον τι­μή­σει, εί­ναι η Ε­ΣΗΕ­Α, και δε­δο­μέ­νου ό­τι συ­νη­θί­ζει, τα τε­λευ­ταία χρό­νια, να ε­ορ­τά­ζει τις ε­πε­τείους των ε­πι­φα­νών με­λών της. Ο Κα­μπού­ρο­γλους δεν α­πο­τέ­λε­σε μό­νο ε­ξέ­χον μέ­λος της δη­μο­σιο­γρα­φι­κής κοι­νό­τη­τας, αλ­λά ή­ταν και ο πρώ­τος εγ­γρα­φείς στα κα­τά­στι­χά της, κά­το­χος της δη­μο­σιο­γρα­φι­κής ταυ­τό­τη­τας με αύ­ξο­ντα α­ριθ­μό έ­να.  Ενδει­κτι­κό στοι­χείο, πά­ντως,  της α­φά­νειας που έ­χει πε­ρι­πέ­σει ως δη­μο­σιο­γρά­φος, εί­ναι η α­που­σία λήμ­μα­τος στην τε­τρά­το­μη  «Εγκυ­κλο­παί­δεια του ελ­λη­νι­κού Τύ­που 1784-1974», που εκ­δό­θη­κε προ τε­τρα­ε­τίας. Δεν α­πο­κλείε­ται η Ε­ΣΗΕ­Α να τον θυ­μη­θεί το 2014, ό­που η ί­δια θα ε­ορ­τά­ζει ε­νός αιώ­να βίο.
Υπάρ­χουν, ό­μως, και πα­λαιό­τε­ρα Ιδρύ­μα­τα, που ο­φεί­λουν τη γέ­νε­σή τους στον Κα­μπού­ρο­γλου και σε μια δρά­κα αν­θρώ­πων πέ­ριξ αυ­τού. Πά­ντο­τε ακ­μαία, πα­ρά τα 130 χρό­νια που με­τρά­ει, η Ιστο­ρι­κή και Εθνο­λο­γι­κή Εται­ρεία δεν θυ­μή­θη­κε ε­φέ­τος τους δυο στυ­λο­βά­τες της, Πο­λί­τη-Κα­μπού­ρο­γλου, κι ας συ­νέ­βα­λαν κα­θο­ρι­στι­κά στη δη­μιουρ­γία της ί­διας και του Εθνι­κού Ιστο­ρι­κού Μου­σείου για τη  στέ­γα­ση των κει­μη­λίων του 1821. Τον λη­σμό­νη­σε, πα­ρό­τι σε αυ­τήν ε­να­πό­κει­ται και το πο­λύ­τι­μο Αρχείο του. Πα­ρό­μοια α­μνη­σία ε­πέ­δει­ξε και η Χρι­στια­νι­κή Αρχαιο­λο­γι­κή Εται­ρεία,  που ι­δρύ­θη­κε δυο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Στις 23 Φε­βρουα­ρίου 1884, προς α­να­χαί­τι­ση της ά­κρι­της αρ­χαιο­μα­νίας που εί­χε ε­πι­κρα­τή­σει, ο Κα­μπού­ρο­γλους μα­ζί με τον βυ­ζα­ντι­νο­λό­γο Γιώρ­γο Λα­μπά­κη την σύ­στη­σαν για τη δια­φύ­λα­ξη των χρι­στια­νι­κών μνη­μείων. Μό­νο που, σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, πα­ρά την ί­δρυ­ση της Εται­ρείας και τις πιέ­σεις που ά­σκη­σε ο Κα­μπού­ρο­γλους με την αρ­θρο­γρα­φία του, κυ­ρίως, μέ­σα α­πό το νεό­τευ­κτο τό­τε πε­ριο­δι­κό του «Εβδο­μάς», στέ­γη δεν βρέ­θη­κε. Θα χρεια­στούν τριά­ντα χρό­νια για να προ­κύ­ψει Βυ­ζα­ντι­νό Μου­σείο Αθη­νών και άλ­λα δέ­κα για να α­νοί­ξει τις πύ­λες του. 
Εκτός των Ιδρυ­μά­των, το 2012, θα α­να­με­νό­ταν να α­να­κη­ρυχ­θεί Έτος Δη­μη­τρίου Κα­μπού­ρο­γλου α­πό την πό­λη των Αθη­νών. Αυ­τό ως ε­λά­χι­στο φό­ρο τι­μής σε ε­κεί­νον, που ε­ρεύ­νη­σε τις ι­στο­ρι­κές πη­γές, συ­γκέ­ντρω­σε το υ­λι­κό και το πα­ρου­σία­σε σε έ­να τρί­το­μο έρ­γο για τα “μνη­μεία της Ιστο­ρίας”, ε­νώ, πα­ράλ­λη­λα, έ­γρα­ψε την «Ιστο­ρία των Αθη­ναίων ε­πί Τουρ­κο­κρα­τίας». Ο ί­διος α­νέ­στη­σε την Πα­λιά Αθή­να, πα­ρα­κι­νώ­ντας και άλ­λους α­πό τους α­πο­κα­λού­με­νους κά­πο­τε Γκά­γκα­ρους, που κρα­τού­σαν α­πό τις πα­λαιές α­θη­ναϊκές οι­κο­γέ­νειες του και­ρού της Τουρ­κο­κρα­τίας, να εν­δια­φερ­θούν για την πό­λη τους. Το 1895, εί­ναι έ­να α­πό τα 197 ι­δρυ­τι­κά μέ­λη του «Αθη­ναϊκού Συλ­λό­γου», του ση­με­ρι­νού «Συλ­λό­γου των Αθη­ναίων». 
Πά­νω α­πό ό­λα τα άλ­λα, στά­θη­κε ο πρώ­τος πλά­νης, έ­νας μπων­τλε­ρι­κός flaneur, της πό­λης, κα­θώς και έ­να πρό­τυ­πο φυ­σιο­λά­τρη πα­ρα­τη­ρη­τή των ε­ξο­χών της, που ζη­τού­σε να ο­νο­μα­τί­σει ό­σα α­παρ­τί­ζουν το μο­να­δι­κό ατ­τι­κό το­πίο. Αυ­τός ί­δρυ­σε στις 21 Μαρ­τίου 1921 τον Οδοι­πο­ρι­κό Σύν­δε­σμο. Τον ο­νό­μα­σε, μά­λι­στα, «Οι Δώ­δε­κα Από­στο­λοι», προς υ­πο­γράμ­μι­ση του α­πο­στο­λι­κού πά­θους με το ο­ποίο α­ντι­με­τώ­πι­ζε την πε­ζο­πο­ρία. Χω­ρίς, βε­βαίως, να αρ­νεί­ται τον ψυ­χα­γω­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα της. Από­δει­ξη ό­τι ε­πέ­λε­ξε για την ε­ναρ­κτή­ρια συ­νεύ­ρε­ση την αί­θου­σα του ζυ­θο­πω­λείου Φιξ. Η Πε­ριη­γη­τι­κή Λέ­σχη, στην ο­ποία με­ταλ­λά­χτη­κε ο Οδοι­πο­ρι­κός Σύν­δε­σμος δε­καέ­ξι χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, μα­ζί με την ΕΛ­ΠΑ και τα άλ­λα πα­ρα­κλά­διά της, δεν θυ­μή­θη­κε τον Πρω­το­πό­ρο. Από μια ά­πο­ψη, κα­λύ­τε­ρα. Έτσι κι αλ­λιώς, σή­με­ρα, ό­σοι πε­ζο­πο­ρούν, ε­ξαι­ρου­μέ­νων των κυ­νη­γών, το κά­νουν, εί­τε για­τί τους το συ­νέ­στη­σε ο για­τρός εί­τε για τις α­νά­γκες των σκύ­λων τους. Και ό­πως εί­ναι α­να­με­νό­με­νο, πε­ριο­ρί­ζο­νται σε μο­νο­πά­τια εύ­κο­λης πρό­σβα­σης, ε­γκα­τα­λεί­πο­ντας τα ο­ρει­νά για μο­το­κρός και τα πιο βα­τά α­πό αυ­τά για τους πο­δη­λά­τες.
Επα­νερ­χό­με­νοι στην Ογδο­η­κο­ντα­ε­τη­ρί­δα του Κα­μπού­ρο­γλου, έ­τε­ρος ε­πι­φα­νής ο­μι­λη­τής, ο Αρχιε­πί­σκο­πος Αθη­νών Χρυ­σό­στο­μος, α­πο­φαι­νό­ταν ό­τι ε­κεί­νος “κα­τέ­λα­βεν έν­δο­ξον θέ­σιν εν τη ι­στο­ρία των ελ­λη­νι­κών γραμ­μά­τω­ν” και ό­τι “προ του έρ­γου του με­τά θαυ­μα­σμού θα στα­θούν και αι μέλ­λου­σαι γε­νε­αί”. Αι­σιό­δο­ξη πρό­βλε­ψη, που ται­ριά­ζει στο λό­γο ε­νός εκ­κλη­σια­στι­κού ιε­ράρ­χη. Τε­λι­κά, ό­μως, ό­χι “έν­δο­ξο­ν” αλ­λά α­σή­μα­ντη θέ­ση κα­τέ­λα­βε στις ι­στο­ρίες της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας. Όταν μνη­μο­νεύε­ται, α­να­φέ­ρε­ται με δυο-τρεις α­ρά­δες. Πα­ρο­μοίως, στις πρό­σφα­τες ε­γκυ­κλο­παί­δειες, ό­πως η Πά­πυ­ρος-Λα­ρούς-Μπρι­τά­νι­κα, οι λημ­μα­το­γρά­φοι στέ­κο­νται αυ­στη­ροί. Την ί­δια α­νε­πιεί­κεια, που φα­νε­ρώ­νει και λαν­θα­σμέ­νη α­ντί­λη­ψη της ι­διαί­τε­ρης πε­ρί­πτω­σης που συ­νι­στά ο Κα­μπού­ρο­γλους, ε­πι­δει­κνύουν οι γραμ­μα­το­λό­γοι. Ού­τε καν οι ι­στο­ρι­κοί δεν δεί­χνουν σε­βα­στι­κοί προς την προ­δρο­μι­κή πε­ρί­πτω­σή του, πε­ριο­ρί­ζο­ντας το έρ­γο του σε αυ­τό του ι­στο­ριο­δί­φη. Κι αυ­τό, ό­χι με την αί­γλη που α­πο­λάμ­βα­νε κά­πο­τε, αλ­λά με την υ­πο­τι­μη­τι­κή διά­θε­ση που α­ντι­με­τω­πί­ζε­ται στην ε­πο­χή της πα­γκο­σμιο­ποίη­σης. 

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Ιω­σήφ Σιακ­κής
«Δ. Γ. Κα­μπού­ρο­γλου
Η ζωή και το έρ­γο του»
Εκδό­σεις ΜΙΕ­Τ
Ιού­λιος 2012

Εκπνέ­ο­ντος του 2012, ου­δείς εκ­δό­της ε­πα­να­κυ­κλο­φό­ρη­σε κά­ποιο α­πό τα βι­βλία του Κα­μπού­ρο­γλου, ού­τε βρέ­θη­κε πε­ριο­δι­κό να δη­μο­σιεύ­σει έ­στω και με­ρι­κές α­φιε­ρω­μα­τι­κές σε­λί­δες. Μάλ­λον για­τί οι σύμ­βου­λοι των εκ­δο­τών, ό­σο και οι εκ­δό­τες πε­ριο­δι­κών, α­δια­φο­ρούν για τον Κα­μπού­ρο­γλου ή, το πι­θα­νό­τε­ρο, τον α­γνοούν. Σε αυ­τόν τον κα­νό­να, υ­πήρ­ξε μια ε­ξαί­ρε­ση. Το ΜΙΕΤ ε­ξέ­δω­σε βιο­γρα­φία του και μά­λι­στα, στη σει­ρά «Νε­ο­ελ­λη­νι­κών Προ­σω­πο­γρα­φιών». Θυ­μί­ζου­με ό­τι πρό­κει­ται για σει­ρά, που ξε­κί­νη­σε ο Ε. Χ. Κάσ­δα­γλης το 1978, με πρώ­το τό­μο, τη βιο­γρα­φία Αλέ­ξαν­δρου Δελ­μού­ζου α­πό τον Ε. Π. Πα­πα­νού­τσο, και συ­νέ­χι­σε με κο­ρυ­φαίες προ­σω­πι­κό­τη­τες των Γραμ­μά­των και Τε­χνών, ό­που ως βιο­γρά­φοι ε­πι­λέ­γο­νταν συγ­γρα­φείς ση­μα­ντι­κοί στον το­μέα του ε­κά­στο­τε  βιο­γρα­φού­με­νου. Το 1999, με τη συ­μπλή­ρω­ση 15 τό­μων και με­τά τον ξαφ­νι­κό θά­να­το του Κάσ­δα­γλη, στις 11 Μαρ­τίου 1998, η σει­ρά δια­κό­πη­κε για μια δε­κα­ε­τία. Συ­νε­χί­στη­κε το 2009, με τον Παύ­λο Καλ­λι­γά και ε­φέ­τος με τον Κα­μπού­ρο­γλου. Και στις δύο πε­ρι­πτώ­σεις, το στοι­χείο που δια­φο­ρο­ποιεί­ται σε σχέ­ση με την πρώ­τη πε­ρίο­δο εί­ναι το πρό­σω­πο του βιο­γρά­φου, που δεν εί­ναι κά­ποιος α­πό τους γνω­στούς με­λε­τη­τές του βιο­γρα­φού­με­νου. 
Η βιο­γρα­φία του Καλ­λι­γά εί­ναι με­τά­φρα­ση α­πό τα γαλ­λι­κά γαλ­λί­δος με­λε­τή­τριας (την εί­χα­με σχο­λιά­σει στις 10 Ιου­νίου 2010). Συγ­γρα­φέ­ας της βιο­γρα­φίας του Κα­μπού­ρο­γλου εί­ναι ο νο­μι­κός και ι­στο­ριο­δί­φης Ιω­σήφ Σιακ­κής, που α­σχο­λή­θη­κε κυ­ρίως με τον ελ­λη­νι­κό ε­βραϊσμό. Η βιο­γρα­φία πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στο Αρχείο του, το ο­ποίο δω­ρί­θη­κε α­πό τον γιο του στο Ε­ΛΙΑ, Φε­βρουά­ριο 2003, με τον ό­ρο μέ­χρι το 2005 να εκ­δο­θούν η βιο­γρα­φία και η με­λέ­τη «Τα ε­βραϊκά ο­νο­μα­τε­πώ­νυ­μα στην Ελλά­δα α­πό τον 14ο μέ­χρι τον 19ο αιώ­να». Με τη δια­δι­κα­σία της εν­σω­μά­τω­σης του Ε­ΛΙΑ στο ΜΙΕ­Τ, η εκ­πλή­ρω­ση του ό­ρου άρ­γη­σε μεν, αλ­λά η βιο­γρα­φία εί­χε την κα­λή τύ­χη να πά­ρει θέ­ση σε μια ε­πί­λε­κτη σει­ρά. Όσο για τη δεύ­τε­ρη με­λέ­τη, α­πέ­κτη­σε προ­σώ­ρας μό­νο η­λεκ­τρο­νι­κή υ­πό­στα­ση.                 
Στο εκ­δο­τι­κό ση­μείω­μα του τό­μου, δεν α­να­φέ­ρε­ται ως έ­να ε­πι­πλέ­ον κί­νη­τρο της έκ­δο­σης η ε­φε­τι­νή ε­πέ­τειος, πα­ρά μό­νο η δια­πί­στω­ση ό­τι “η γο­η­τευ­τι­κή μορ­φή του Δη­μη­τρίου Κα­μπού­ρο­γλου εμ­φα­νί­ζε­ται μάλ­λον πα­ρα­με­λη­μέ­νη στη βι­βλιο­γρα­φία”. Δεν θα συμ­φω­νού­σα­με. Υπάρ­χουν τα δι­κά του βι­βλία ό­σο και τα βι­βλία, που α­να­φέ­ρο­νται σε αυ­τόν και το έρ­γο του, α­νε­ξάρ­τη­τα αν τα πε­ρισ­σό­τε­ρα εί­ναι ε­ξαν­τλη­μέ­να. Κά­ποια α­πό αυ­τά έ­χουν δια­σω­θεί χά­ρις στις Ανα­στα­τι­κές Εκδό­σεις Διον. Νό­τη Κα­ρα­βία. Υπάρ­χουν, πά­ντως, και τρεις βιο­γρα­φίες, οι δυο σε κυ­κλο­φο­ρία. Αυ­τό, βε­βαίως, δεν α­κυ­ρώ­νει την α­ξία μιας τέ­ταρ­της. Δε­δο­μέ­νου, ό­μως, ό­τι αυ­τή εμ­φα­νί­ζε­ται ως έ­να νέο α­πό­κτη­μα και μά­λι­στα, με τη σφρα­γί­δα κύ­ρους που φέ­ρει ο συ­γκε­κρι­μέ­νος εκ­δό­της,  οι α­παι­τή­σεις εί­ναι υ­ψη­λό­τε­ρες. Κα­τά κά­ποιο τρό­πο, πέ­φτει σε αυ­τήν το βά­ρος να α­να­στή­σει τον λη­σμο­νη­μέ­νο Κα­μπού­ρο­γλου, πα­ρα­κι­νώ­ντας τους νεό­τε­ρους να α­να­ζη­τή­σουν τα βι­βλία του, μή­πως και α­να­κα­λύ­ψουν πί­σω α­πό την τε­ρα­τώ­δη ση­με­ρι­νή Αθή­να, την αλ­λο­τι­νή της γο­η­τεία. Γι’ αυ­τό α­κρι­βώς θα ε­πα­νέλ­θου­με, ε­πι­μέ­νο­ντας σε ο­ρι­σμέ­να ση­μεία. Κα­λό εί­ναι μια βιο­γρα­φία να πλη­ρο­φο­ρεί, ό­χι μό­νο ε­παρ­κώς, αλ­λά και ε­π’ α­κρι­βώς, για το βιο­γρα­φού­με­νο πρό­σω­πο.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 16/12/2012.

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Η άτακτη Μοσχούλα



Κώ­στας Μουρ­σε­λάς
«Στην ά­κρη της νύ­χτας»
Εκδό­σεις Πα­τά­κη
Νοέμ­βριος 2011

Η ενσάρκωση της Μοσχούλας από την ηθοποιό Καλλιόπη Σίμου σε θεατρική διασκευή του διηγήματος «Όνειρο στο κύμα» κατά το επετειακό έτος 2011.



Εν μέ­ρει, κλε­ψί­τιτ­λο θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρι­στεί το και­νού­ριο μυ­θι­στό­ρη­μα του Κώ­στα Μουρ­σε­λά, κα­θώς ο τίτ­λος του α­να­κα­λεί ε­κεί­νον του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Λουί-Φερ­ντι­νάν Σε­λίν, που εκ­δό­θη­κε προ ο­γδό­ντα χρό­νων. Το «Τα­ξί­δι στην ά­κρη της νύ­χτας», ό­πως α­πο­δό­θη­κε ο τίτ­λος α­πό την Σε­σίλ Ιγγλέ­ση Μαρ­γέλ­λου στην, προ πε­ντα­ε­τίας, με­τά­φρα­ση του βι­βλίου στα ελ­λη­νι­κά. Το μυ­θι­στό­ρη­μα του Μουρ­σε­λά α­φί­στα­ται σε προ­θέ­σεις α­πό το σε­λι­νι­κό, α­φού η συγ­γρα­φή του ξε­κί­νη­σε χω­ρίς με­γά­λες φι­λο­δο­ξίες ως έ­να κα­τά πα­ραγ­γε­λία διή­γη­μα πά­νω σε δο­σμέ­νο θέ­μα. Ίσως και γι’ αυ­τό, σε πεί­σμα της ε­πο­χής που γρά­φε­ται, δεν κι­νεί­ται σε έ­ναν ε­λεει­νό και φρι­κα­λέο κό­σμο, ό­πως ε­κεί­νον του Σε­λίν. Στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Μουρ­σε­λά υ­πάρ­χει χρό­νος για έ­ρω­τα και λο­γο­τε­χνι­κές α­να­δι­φή­σεις. Άλλω­στε ο ή­ρωάς του, συμ­βι­βα­σμέ­νος με τον ε­αυ­τό του και τους γύ­ρω του, πόρ­ρω α­πέ­χει α­πό ε­κεί­νον του Σε­λίν, που ε­πα­να­στα­τεί ε­νά­ντια στις κοι­νω­νι­κές συμ­βά­σεις. Εί­ναι, πά­ντως, κι αυ­τό γραμ­μέ­νο σε πρώ­το πρό­σω­πο, με α­φη­γη­τή έ­ναν ά­ντρα. Πρό­κει­ται για έ­ναν ε­γκε­φα­λι­κό συγ­γρα­φέα, που δι­στά­ζει να σπρώ­ξει “τα πράγ­μα­τα στην ά­κρη τους... στο μη πε­ραι­τέ­ρω”, τό­σο στη ζωή ό­σο και στα βι­βλία του. Κι ό­ταν λέ­με ζωή, εν­νοού­με κυ­ρίως ή και α­πο­κλει­στι­κά τον έ­ρω­τα. Από τό­τε που ο Μουρ­σε­λάς ε­γκα­τέ­λει­ψε το θέ­α­τρο για την πε­ζο­γρα­φία, αυ­τός εί­ναι ο μό­νι­μος πρω­τα­γω­νι­στής του σε διη­γή­μα­τα, νου­βέ­λες και μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Ονο­μά­ζε­ται Κων­στα­ντής Μα­νω­λό­που­λος και πλά­στη­κε πριν α­πό κο­ντά μια ει­κο­σι­πε­ντα­ε­τία για τις α­νά­γκες του πρώ­του μυ­θι­στο­ρή­μα­τός του, «Βαμ­μέ­να κόκ­κι­να μαλ­λιά». Από μιας αρ­χής, πρό­βα­λε σαν το alter ego του συγ­γρα­φέα και έ­τσι πα­ρέ­μει­νε.
Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, βρί­σκου­με ά­σχη­μη ι­δέα, χά­ριν α­πλο­ποίη­σης της ορ­θο­γρα­φίας, έ­να κα­θα­ρό­αι­μο πε­λο­πον­νή­σιο ε­πί­θε­το, ό­πως το Μα­νω­λό­που­λος, να γρά­φε­ται στην πρό­σφα­τη έκ­δο­ση με δυο ό­μι­κρον. Επί­σης, ά­σχη­μη ι­δέα, που προ­κα­λεί μά­λι­στα σύγ­χυ­ση, εί­ναι, στον κα­τ’ ε­πι­λο­γή κα­τά­λο­γο των έρ­γων του συγ­γρα­φέα, που πα­ρα­τί­θε­ται στην α­ρι­στε­ρή σε­λί­δα ε­κεί­νης του τίτ­λου, να μη δί­νε­ται η χρο­νο­λο­γία της πρώ­της έκ­δο­σης, αλ­λά μια τυ­χού­σα, κά­ποιας ε­πα­νέκ­δο­σης. Για πα­ρά­δειγ­μα, σύμ­φω­να με αυ­τόν τον κα­τά­λο­γο,  ο Μουρ­σε­λάς συ­νέ­χι­σε να γρά­φει θέ­α­τρο και με­τά την έκ­δο­ση του πρώ­του του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, το ο­ποίο κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1991. Ωστό­σο, α­φό­του γνώ­ρι­σε την μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή ευ­ρυ­χω­ρία, δεν θέ­λη­σε ή δεν μπό­ρε­σε να ξα­να­δο­κι­μα­στεί στην πει­θαρ­χία του θε­α­τρι­κού λό­γου. Όσο για το μυ­θι­στό­ρη­μα, εκ­δό­θη­κε φθι­νό­πω­ρο 1989, ε­νώ, φθι­νό­πω­ρο 1992, ή­ταν ή­δη τη­λε­ο­πτι­κή σει­ρά. Χρο­νο­λο­γία σταθ­μός, κα­θώς ση­μα­το­δο­τεί την ε­πί­ση­μη έ­ναρ­ξη της ε­πο­χής του μπε­στ-σέ­λερ.   
Στο και­νού­ριο μυ­θι­στό­ρη­μα, μα­ζί με τον Κων­στα­ντή Μα­νω­λό­που­λο ε­πα­νεμ­φα­νί­ζο­νται και οι υ­πό­λοι­ποι της πε­λο­πον­νή­σιας α­ντρο­πα­ρέ­ας. Λια­κό­που­λος, Δρα­κό­που­λος και σία. Κυ­ρίαρ­χη μορ­φή, ω­στό­σο, πα­ρα­μέ­νει η ε­σα­εί πέ­τρα του σκαν­δά­λου ε­κεί­νης της πα­ρέ­ας. Το “κά­θαρ­μα” αλ­λά και ο ή­ρωάς τους, ο Μι­κρα­σιά­της Μα­νώ­λης Ρε­τσί­νας. Ζορ­μπά τον α­πο­κα­λεί ο Μα­νω­λό­που­λος.  Και πράγ­μα­τι, ως πρό­τυ­πο στο πλά­σι­μο των δυο χα­ρα­κτή­ρων και της α­να­με­τα­ξύ τους σχέ­σης λει­τούρ­γη­σε ευ­θύς ε­ξαρ­χής το κα­ζα­ντζα­κι­κό δί­δυ­μο του αγ­γλοέλ­λη­να συγ­γρα­φέα, που εί­ναι και ο α­φη­γη­τής, και του Αλέ­ξη Ζορ­μπά. Όπως στο κα­λού­πι υ­παρ­κτού προ­σώ­που πλά­στη­κε ο Ζορ­μπάς, έ­τσι προέ­κυ­ψε και ο Ρε­τσί­νας. Σύμ­φω­να με τις συ­νε­ντεύ­ξεις του Μουρ­σε­λά, τον γνώ­ρι­σε στα γυ­μνα­σια­κά του χρό­νια, στον Πει­ραιά. Ήταν λί­γο με­γα­λύ­τε­ρός του, αλ­λά πο­λύ πιο “περ­πα­τη­μέ­νος”.  Ο Λούης, κα­τα­πώς βά­φτι­σε αυ­τόν τον δι­κό του Ζορ­μπά, ε­ντυ­πω­σία­σε τον ά­τολ­μο και ε­ρω­τι­κά ά­πρα­γο έ­φη­βο, που ή­ταν τό­τε. Εξο­μο­λο­γεί­ται πως, για χρό­νια, τον κυο­φο­ρού­σε ως μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό ή­ρωα. Η γέν­να ήρ­θε α­πό μό­νη της, σε μια φά­ση της ζωής του, που ε­κεί­νος ή­ταν κου­βα­ρια­σμέ­νος στο κε­λί του. Ο Λούης δεν τον έ­συ­ρε στο χο­ρό μιας ζωής σαν τη δι­κή του. Τον πα­ρέ­συ­ρε, ό­μως, στο χο­ρό της μυ­θι­στο­ριο­γρα­φίας.

Πα­θια­σμέ­νος με τον έ­ρω­τα

Το 2011 ή­ταν Έτος Πα­πα­δια­μά­ντη. Οι δυο τρεις μά­νατ­ζερ της λο­γο­τε­χνίας που δια­θέ­του­με, έ­σπευ­σαν να πα­ραγ­γεί­λουν διη­γή­μα­τα, α­φη­γή­σεις ή ό,τι άλ­λο ή­θε­λε προ­κύ­ψει, με δο­σμέ­νο θέ­μα τον Πα­πα­δια­μά­ντη και το έρ­γο του. Αλλά, κα­τά την ε­ορ­τα­στι­κή α­νά­στα­σή του, σε ό­λες τις εκ­φάν­σεις της – δη­μο­σιο­γρα­φι­κή, συγ­γρα­φι­κή, θε­α­τρι­κή, τη­λε­ο­πτι­κή – ε­πι­κρά­τη­σε ως κα­νό­νας, ό­τι, στο έρ­γο του, πραγ­μα­τι­κά πρό­σω­πα και μυ­θο­πλα­στι­κοί χα­ρα­κτή­ρες βρί­σκο­νται σε πλή­ρη ταύ­τι­ση, με τον ί­διο τον Πα­πα­δια­μά­ντη μο­νί­μως στο ρό­λο του α­φη­γη­τή. Αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι ο Πα­πα­δια­μά­ντης, ό­πως και πολ­λοί ση­με­ρι­νοί συγ­γρα­φείς, δεν κά­νει άλ­λο α­πό το να αυ­το­βιο­γρα­φεί­ται. Με άλ­λα λό­για, η ζωή του, για τους α­να­γνώ­στες της με­τα­νεω­τε­ρι­κής ε­πο­χής, εί­ναι α­νοι­χτό βι­βλίο. Αντί για σκο­τει­νές πτυ­χές, έ­χου­με στη διά­θε­σή μας έ­ρω­τες και πά­θη των ουκ ο­λί­γων η­ρώων του. Το θέ­μα, λοι­πόν, εί­ναι ο βίος και η πο­λι­τεία του Πα­πα­δια­μά­ντη. Ο Μουρ­σε­λάς, σε συ­νέ­ντευ­ξή του, εκ­μυ­στη­ρεύε­ται, ό­τι, ε­δώ και χρό­νια, εί­χε αρ­χί­σει να τον εν­δια­φέ­ρει η ζωή του Πα­πα­δια­μά­ντη και να τον βλέ­πει σαν πι­θα­νό ή­ρωά του. Ήθε­λε να εμ­βα­θύ­νει στον ε­σω­τε­ρι­κό του κό­σμο. Κά­πως α­σα­φές αυ­τό το τε­λευ­ταίο, ω­στό­σο, η ε­ξο­μο­λό­γη­ση, που α­κο­λου­θεί εί­ναι αρ­κού­ντως α­πο­σα­φη­νι­στι­κή: “Έτσι ά­γιος και α­μαρ­τω­λός που ή­ταν συγ­χρό­νως, έ­τσι πα­θια­σμέ­νος με τη γυ­ναί­κα και τον έ­ρω­τα και που, ό­πως λέ­νε, δεν τόλ­μη­σε πο­τέ να φέ­ρει κά­ποια στο κρε­βά­τι του”. 
Με αυ­τά κα­τά νου ξε­κί­νη­σε το κα­τά πα­ραγ­γε­λία διή­γη­μα. Τε­λι­κά, φαί­νε­ται ό­τι το α­πο­τέ­λε­σμα κρί­θη­κε τό­σο ε­πι­τυ­χη­μέ­νο, ώ­στε να ε­πα­νέλ­θει και να α­πλώ­σει τη μυ­θο­πλα­στι­κή ζύ­μη σε έ­κτα­ση μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Ευ­θύς εξ αρ­χής, α­κο­λού­θη­σε την ε­πι­κρα­τού­σα α­νά την υ­φή­λιο συ­νή­θεια, α­ντί “το στό­ρι” να ε­πι­νο­εί­ται εκ του μη­δε­νός, να ε­πι­χει­ρεί­ται η συ­νέ­χι­ση ε­νός πα­λαιό­τε­ρου μυ­θι­στο­ρή­μα­τος ή και θε­α­τρι­κού έρ­γου. Μό­νο που αυ­τός προ­τί­μη­σε μια πιο πε­ποι­κιλ­μέ­νη μορ­φή. Επι­νό­η­σε την προέ­κτα­ση ε­νός πα­πα­δια­μα­ντι­κού διη­γή­μα­τος και την εν­σω­μά­τω­σε στο δι­κό του μυ­θο­πλα­στι­κό χώ­ρο, προ­βάλ­λο­ντας ως κυ­ρίως α­φή­γη­ση το πώς προέ­κυ­ψε ως υ­πο­κα­τά­στα­το του συγ­γρα­φέα Πα­πα­δια­μά­ντη το δί­δυ­μο Μα­νω­λό­που­λου-Ρε­τσί­να. Έτσι, στή­νει μια μάλ­λον πε­ρί­πλο­κη ι­στο­ρία, που του δί­νει την ευ­και­ρία να σχο­λιά­σει τη γνω­στή α­ντι­πα­ρά­θε­ση ό­σων πι­στεύουν ό­τι η λο­γο­τε­χνία α­ντα­να­κλά πι­στά την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και ε­κεί­νων, που υ­πε­ρα­σπί­ζο­νται την αυ­το­τέ­λειά της. Υπέρ­μα­χος της πρώ­της ά­πο­ψης εί­ναι ο Ρε­τσί­νας και της δεύ­τε­ρης, ο Μα­νω­λό­που­λος, ως συγ­γρα­φέ­ας. Τε­λι­κά, υ­πε­ρί­σχυ­σε, κα­τά α­λη­θο­φα­νή αν και ε­λα­φρώς πα­ρα­τρα­βηγ­μέ­νο τρό­πο, η ά­πο­ψη του Ρε­τσί­να και ο­λο­κλη­ρώ­θη­κε έ­να α­πό τα διη­γή­μα­τα που ο “ά­τολ­μος” και εν ζωή και συγ­γρα­φι­κά Πα­πα­δια­μά­ντης ά­φη­σε με “κο­λο­βό φι­νά­λε”. Όσο για την ε­πι­λο­γή του διη­γή­μα­τος, αυ­τή πα­ρου­σιά­ζε­ται ευ­θύς εξ αρ­χής ως δε­δο­μέ­νη, α­φού το ζη­τού­με­νο ή­ταν μια πα­πα­δια­μα­ντι­κή η­ρωί­δα, που θα μπο­ρού­σε να κα­τα­λή­ξει στο κρε­βά­τι του α­φη­γη­τή, του­τέ­στιν του Πα­πα­δια­μά­ντη. Ο οιοσ­δή­πο­τε, α­πό τους πα­πα­δια­μα­ντο­λό­γους μέ­χρι τον πρώ­το τυ­χό­ντα α­πό­φοι­το λυ­κείου, θα υ­πο­δεί­κνυε α­συ­ζη­τη­τί την Μο­σχού­λα. Κα­τά συ­νέ­πεια, αν έ­να πα­πα­δια­μα­ντι­κό διή­γη­μα πα­ρα­μέ­νει φαι­νο­με­νι­κά η­μι­τε­λές, αυ­τό εί­ναι το «Όνει­ρο στο κύ­μα». Μέ­χρι που οι νεό­τε­ροι σχο­λι­κοί σύμ­βου­λοι το πρό­τα­ξαν στο α­να­γνω­στι­κό της τρί­της Λυ­κείου, το­νί­ζο­ντας ό­τι κα­τα­χω­ρί­ζε­ται στα αυ­το­βιο­γρα­φι­κά. 

Το δί­κιο του α­να­γνώ­στη

Θη­ρίο εί­χε γί­νει ο Σά­λι­ντζε­ρ, καί­τοι στα ε­νε­νή­ντα του, ό­ταν κα­τα­πιά­στη­καν να ο­λο­κλη­ρώ­σουν τον κρι­νό­με­νο ως κο­λο­βό «Φύ­λα­κα στη σί­κα­λη». Κι αν δεν πέ­θαι­νε, διό­λου α­πί­θα­νο να κα­τέ­φευ­γε στην αυ­το­δι­κία, κα­θώς τα δι­κα­στή­ρια δι­καιώ­νουν συ­νή­θως το ευ­ρύ κοι­νό, που θέ­λει έ­να ζου­με­ρό “στό­ρυ” και ό­χι δύ­σβα­τα α­να­γνώ­σμα­τα. Όπως δια­τεί­νε­ται και ο Ρε­τσί­νας, ο συγ­γρα­φέ­ας πρέ­πει να δί­νει έ­να φι­νά­λε, ό­χι κα­τά το γού­στο του, αλ­λά τέ­τοιο που να ι­κα­νο­ποιεί τα α­να­γνω­στι­κά γού­στα. Η α­πει­λή, πά­ντως, της αυ­το­δι­κίας δεν υ­πάρ­χει στην πε­ρί­πτω­ση του Πα­πα­δια­μά­ντη, ε­κα­τόν έ­να χρό­νια πε­θα­μέ­νος. Όσο για τους σε­βά­σμιους πνευ­μα­τι­κούς κλη­ρο­νό­μους του έρ­γου του, αυ­τοί εί­ναι ό­λοι τους του γλυ­κού νε­ρού. Ού­τε δια της γρα­φί­δος δεν τολ­μούν να τον υ­πε­ρα­σπι­στούν. 
Για να προ­κύ­ψει α­πό το διή­γη­μα μυ­θι­στό­ρη­μα, ο Μουρ­σε­λάς, ό­πως το συ­νη­θί­ζει, το χώ­ρι­σε σε δυο ί­σα μέ­ρη. Απλώ­νει την α­φή­γη­ση α­πό το νεό­κο­πο φι­νά­λε του πα­πα­δια­μα­ντι­κού διη­γή­μα­τος, φρο­ντί­ζο­ντας να δη­μιουρ­γή­σει σα­σπέ­νς γύ­ρω α­πό την ταυ­τό­τη­τα του συγ­γρα­φέα του, αλ­λά και την ψυ­χο­λο­γι­κή κα­τά­στα­ση, στην ο­ποία ε­κεί­νος βρι­σκό­ταν ώ­στε να α­πο­τολ­μή­σει πα­ρό­μοια α­πο­κο­τιά. Για να το ε­πι­τύ­χει, εκ­με­ταλ­λεύε­ται τη φρά­ση του α­φη­γη­τή του Πα­πα­δια­μά­ντη γύ­ρω α­πό το τι α­πέ­γι­νε η Μο­σχού­λα: «...Σπα­νίως την εί­δα έ­κτο­τε, και δεν η­ξεύ­ρω τι γί­νε­ται τώ­ρα, ο­πό­τε εί­ναι α­πλή θυ­γά­τηρ της Εύας, ό­πως ό­λαι.» Έτσι, πλά­θει δυο θυ­γα­τέ­ρες της Εύας. Μια πρώ­τη για το κρε­βά­τι του δι­κού του α­φη­γη­τή, του Μα­νο­λώ­που­λου, και μια για την κλί­νη του α­φη­γη­τή του Πα­πα­δια­μά­ντη. 

Φι­λο­λο­γι­σμοί
έ­να­ντι μυ­θο­πλα­σίας

Το πραγ­μα­τι­κό ό­νο­μα της Μο­σχού­λας, κα­τά το μυ­θι­στό­ρη­μα, εί­ναι Ου­ρα­νία Πα­ρί­ση. Ο Ιωάν­νης Φρα­γκού­λας, που ξε­χώ­ρι­σε τα πραγ­μα­τι­κά α­πό τα φα­ντα­στι­κά ο­νό­μα­τα και πρό­σω­πα στον πα­πα­δια­μα­ντι­κό κό­σμο, υ­πο­στή­ρι­ξε βά­σι­μα πως το μό­νο πραγ­μα­τι­κό ό­νο­μα στο εν λό­γω διή­γη­μα εί­ναι του πά­τερ Σι­σώη και ό­τι ο κυρ  Μό­σχος και η α­νι­ψιά του η Μο­σχού­λα α­νή­κουν στα φα­ντα­στι­κά πρό­σω­πα. Δεν σκέ­φτη­κε ο κα­η­μέ­νος ό­τι ο Πα­πα­δια­μά­ντης “για ευ­νό­η­τους λό­γους” τους εί­χε αλ­λά­ξει τα ο­νό­μα­τα. Η συ­νέ­χεια της “κο­λο­βής ι­στο­ρίας” του Πα­πα­δια­μά­ντη το­πο­θε­τεί­ται λί­γο με­τά τη δη­μο­σίευ­ση του “κο­λο­βού” διη­γή­μα­τος, Οκτώ­βριο 1900, στην Αθή­να. Στην α­νω­νυ­μία του με­γά­λου πλή­θους της πρω­τεύου­σας βρή­καν κα­τα­φύ­γιο θείος και α­νι­ψιά Πα­ρί­ση, κα­θώς, μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή α­δεία, εμ­φα­νί­ζο­νται ως πα­ρά­νο­μο ζεύ­γος. Επί­σης, μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή α­δεία, ζουν α­κό­μη ο πα­τέ­ρας του Πα­πα­δια­μά­ντη, ο πα­π’ Αδα­μά­ντιος Εμμα­νουή­λ, και η μη­τέ­ρα του, ό­πως και ο φί­λος του Νή­φω­νας, κα­τά κό­σμον Δια­νέ­λος, με τον ο­ποίο ε­ξα­κο­λου­θεί να “μπε­κρο­πί­νει”. Ο Πα­πα­δια­μά­ντης έ­ψα­ξε και βρή­κε σε συ­νοι­κία της Αθή­νας το σπί­τι του ζεύ­γους και άρ­χι­σε να πα­ρα­φυ­λά­ει την Μο­σχού­λα, κα­θι­σμέ­νος στο κα­φε­νείο της γω­νίας. Αντί­θε­τα με τις συ­νή­θειές του, το έ­ρι­χνε στα “ου­ζά­κια”. Όσο για την Μο­σχού­λα, εμ­φα­νί­ζε­ται σαν μια σύγ­χρο­νη Λο­λί­τα.  Σπι­τω­μέ­νη α­πό τον θείο, συμ­με­τέ­χει στα ε­ρω­τι­κά τους παι­χνί­δια και “στη ζού­λα κα­πνί­ζει”. 
Ανα­μέ­νο­ντας στο κα­φε­νείο ο Πα­πα­δια­μά­ντης, υ­πο­τί­θε­ται ό­τι βα­σα­νι­ζό­ταν να βρει θέ­μα για το διή­γη­μα που του εί­χε πα­ραγ­γεί­λει ο Δρο­σί­νης και το ο­ποίο δεν σή­κω­νε κα­θυ­στέ­ρη­ση. Αυ­τό το τε­λευ­ταίο εί­ναι δι­κό μας. Ο Μουρ­σε­λάς μάλ­λον δεν θα γνω­ρί­ζει το δι­δα­κτι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου πε­ριο­δι­κό «Εθνι­κή Αγω­γή», που ο Δρο­σί­νης ξε­κί­νη­σε την ε­πο­μέ­νη του α­τυ­χούς πο­λέ­μου του 1897 και το ο­ποίο πρό­σε­χε ι­διαί­τε­ρα. Τε­λι­κά, έ­να βρά­δυ κα­θώς ερ­χό­ταν να στή­σει καρ­τέ­ρι, μια συ­νά­ντη­ση του έ­δω­σε την ι­δέα για το διή­γη­μα, που εί­ναι «Τα δαι­μό­νια στο ρέ­μα». Μπο­ρεί μεν ε­κεί­νο το διή­γη­μα να δη­μο­σιεύ­τη­κε πριν το «Όνει­ρο στο κύ­μα», στις 15 Ιου­λίου 1900, αλ­λά για τις α­νά­γκες της μυ­θο­πλα­σίας το­πο­θε­τεί­ται αρ­γό­τε­ρα. Όπως και να έ­χει, το 1900, ο Πα­πα­δια­μά­ντης α­πο­λάμ­βα­νε με­γά­λης α­να­γνω­ρι­σι­μό­τη­τας, ό­πως θα το θέ­τα­με σή­με­ρα. Τό­σο με­γά­λης, που έ­νας α­πό ε­κεί­νη “την α­συ­μπα­θή και ά­στορ­γο συ­ντρο­φιά”, που στο διή­γη­μα τον ε­γκα­τέ­λει­ψε στο ρέ­μα, τον α­να­γνώ­ρι­σε στο δρό­μο και του ζή­τη­σε συγ­γνώ­μη για την αλ­λο­τι­νή συ­μπε­ρι­φο­ρά του. Εκεί­νη η πα­ρέα παι­διών εί­χε ε­γκα­τα­λεί­ψει τον α­φη­γη­τή, “δε­κα­ε­τές παι­δίο­ν”, “στην βρύ­σιν του Χαι­ρη­μο­νά”. Πε­ρι­πλα­νώ­με­νο ε­κεί, το παι­δίον, του­τέ­στιν ο Πα­πα­δια­μά­ντης, εί­χε μια τραυ­μα­τι­κή ε­μπει­ρία, με συ­νέ­πειες σε ό­λη του τη ζωή.

Ίμε­ρος ά­νευ κλι­νο­πά­λης

Πα­ρα­στα­τι­κή και χυ­μώ­δης εί­ναι η συ­ζή­τη­ση Μα­νω­λό­που­λου και Ρε­τσί­να για το πό­σο “ξε­νέ­ρω­τος ε­ρω­τι­κά” ή­ταν ο Πα­πα­δια­μά­ντης. Προ­βλη­μα­τί­ζο­νταν κα­τά πό­σο “εί­χε πά­ει πο­τέ με γυ­ναί­κα” ή, μή­πως “μια στις τό­σες, πλή­ρω­νε μια ο­ρι­σμέ­νη πόρ­νη να τον ε­πι­σκέ­πτε­ται τις νύ­χτες στο σπί­τι του”. Λο­γι­κό­τε­ρος των δυο ο Μα­νω­λό­που­λος, α­ντέ­κρουε την πι­θα­νό­τη­τα με το σκε­πτι­κό ό­τι “οι βί­ζι­τες α­πό τέ­τοιες γυ­ναί­κες πλη­ρώ­νο­νται α­δρά”. Κα­τά τα άλ­λα, τον φα­ντά­ζο­νταν “κα­θι­σμέ­νο στο σα­ρα­βα­λια­σμέ­νο γρα­φειά­κι του, στο μι­σο­ε­ρει­πω­μέ­νο σπι­τά­κι του, να θυ­μά­ται το γυ­μνό της Μο­σχού­λας”. Πε­νη­ντά­ρης ε­κεί­νος, σα­ρά­ντα τό­σο ε­κεί­νη. Σα­ρά­ντα ο­κτώ, κα­τά το διή­γη­μα, αλ­λά πα­ρό­μοια η­λι­κία σί­γου­ρα θα α­πω­θού­σε την α­να­γνώ­στρια, συ­νη­θι­σμέ­νη στις α­πο­κα­λού­με­νες ροζ ι­στο­ρίες. Όπως και να έ­χει, στο “ο­λο­κλη­ρω­μέ­νο” «Όνει­ρο στο κύ­μα», δει­πνούν οι δυο τους “σε τα­βερ­νά­κι της Πλά­κας”. Εκεί­νος, ό­ντας “ά­τολ­μος”, ό­ρι­σε το ρα­ντε­βού δια ε­πι­στο­λής. Η Μο­σχού­λα τον γνώ­ρι­σε α­μέ­σως α­πό “τις φω­το­γρα­φίες του στις ε­φη­με­ρί­δες”. Ας μην το χα­λά­σου­με με την φι­λο­λο­γί­ζου­σα πα­ρα­τή­ρη­ση, ό­τι τό­τε α­κό­μη δεν τον εί­χε α­πα­θα­να­τί­σει ο φω­το­γρα­φι­κός φα­κός. Τέ­λος, ε­κεί­νη, σαν άλ­λη Εύα, τον πα­ρέ­συ­ρε στο σπί­τι της, μια και ο θείος έ­λει­πε στη Σκιά­θο.
Δυ­στυ­χώς, πα­ρό­λο που το φι­νά­λε του “ο­λο­κλη­ρω­μέ­νου” διη­γή­μα­τος δεν γρά­φε­ται για να ι­κα­νο­ποιή­σει τον α­να­γνώ­στη της ρο­μα­ντι­κής ε­πο­χής του Πα­πα­δια­μά­ντη αλ­λά τον με­τα­νεω­τε­ρι­κό της σή­με­ρον, δεν προ­βλέ­πε­ται η ε­πί κλί­νης συ­νεύ­ρε­ση Πα­πα­δια­μά­ντη και Μο­σχού­λας. Η μια σκη­νή α­πό ε­ρω­τι­κή κλι­νο­πά­λη, που α­να­ζη­τού­σε δια­καώς στο έρ­γο του Πα­πα­δια­μά­ντη ο Κώ­στας Ακρί­βος, δεν υ­πάρ­χει ού­τε στην κα­τά Μουρ­σε­λά “ο­λο­κλη­ρω­μέ­νη” μορ­φή. Ο Μουρ­σε­λάς δεν αγ­γί­ζει “τα ιε­ρά και ό­σια”. Ταυ­τό­χρο­να, ό­μως, ως μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος και δη, μπε­στ-σε­λε­ρί­στας, γνω­ρί­ζει πως να ι­κα­νο­ποιεί τους α­να­γνώ­στες του, ή, α­κρι­βέ­στε­ρα, τις α­να­γνώ­στριές του. Γι’ αυ­τό ξε­κι­νά­ει με μια Εύα στο κρε­βά­τι του Μα­νω­λό­που­λου. Άλλω­στε, με αυ­τόν έ­χει το πά­νω χέ­ρι, δι­κό του alter ego εί­ναι. Εκεί, λοι­πόν, πραγ­μα­το­ποιεί­ται μια μο­να­δι­κή σκη­νή κλι­νο­πά­λης, κα­τά τις κά­πο­τε και “πα­ρεκ­κλί­νου­σες” ε­ρω­τι­κές εμ­μο­νές ε­νός Πε­λο­πον­νή­σιου. Κι αυ­τό, χά­ρις στην Εύα, που, ό­πως ό­λες οι Εύες, γνω­ρί­ζει να με­τα­μορ­φώ­νε­ται την κρί­σι­μη στιγ­μή α­πό σε­μνή και ά­πρα­γη σε πόρ­νη. Μια σκη­νή, που, στη λο­γο­τε­χνι­κή εκ­δο­χή της, εί­ναι αι­σθη­σια­κή και πο­λύ θα την ζή­λευαν οι κυ­ρίες που συγ­γρά­φουν τα μπε­στ σέ­λερ. Μό­νο που ε­κεί­νες, α­κό­μη και ό­ταν α­πο­τολ­μούν να την εν­θέ­σουν, ό­πως γί­νε­ται σε έ­να α­πό τα τε­λευ­ταία μυ­θι­στο­ρή­μα­τα της Δη­μου­λί­δου, που πα­ρέ­μει­νε για μή­νες στους κα­τα­λό­γους των μπε­στ-σέ­λε­ρ, πο­τέ δεν θα εκ­κι­νού­σαν με αυ­τήν. Τολ­μη­ρός ό­σο και ρο­μα­ντι­κός ο Μουρ­σε­λάς, την προ­τάσ­σει μεν, αλ­λά φυ­λά­ει για το τέ­λος τη σκη­νή του με­γά­λου έ­ρω­τα, που θα διαρ­κέ­σει για το υ­πό­λοι­πο του βίου των δυο ε­ρα­στών. Δη­λα­δή, με την ο­πτι­κή μιας α­να­γνώ­στριας, γρά­φει “το α­πό­λυ­το μπε­στ-σέ­λε­ρ”. Ανε­ξάρ­τη­τα αν, ό­πως και ο Πα­πα­δια­μά­ντης, δεν κα­τόρ­θω­σε να πά­ρει κε­φά­λι α­πό την βα­σί­λισ­σα του μπε­στ-σέ­λερ κα­τά το πα­πα­δια­μα­ντι­κό 2011, Λέ­να Μα­ντά.  
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου 


Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 9/12/2012.

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

Αγαπώντες και αγαπώμενοι




Δη­μή­τρης Νόλ­λας
«Στον τό­πο»
Εκδό­σεις Ίκα­ρος
Απρί­λιος 2012

Μόναχο, 1971.
Φωτογραφία Δημήτρη Σούλα.




Απο­γοή­τευ­ση μας εί­χε προ­κα­λέ­σει πέ­ρυ­σι την ά­νοι­ξη η αγ­γε­λία της προ­σε­χούς έκ­δο­σης α­πά­ντων των διη­γη­μά­των του Δη­μή­τρη Νόλ­λα. Μια πα­ρό­μοια πρό­θε­ση δεν έ­χει, βε­βαίως, τί­πο­τα το ε­πι­κρι­τέο. Μό­νο που  η έκ­δο­ση Απά­ντων δη­λώ­νει το τε­τε­λε­σμέ­νο ε­νός έρ­γου, κι αυ­τό, στην πε­ρί­πτω­ση ε­νός κα­θό­λα μά­χι­μου συγ­γρα­φέα, ε­νέ­χει σπέρ­μα πα­ραί­τη­σης. Ει­κά­σα­με, ω­στό­σο, και μια δια­φο­ρε­τι­κή εκ­δο­χή για την α­πό­φα­σή του. Δε­δο­μέ­νου ό­τι το έρ­γο του Νόλ­λα ε­ξαρ­χής μοι­ρά­στη­κε με­τα­ξύ με­γά­λης, με­σαίας και σύ­ντο­μης φόρ­μας (5 μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, 4 νου­βέ­λες, 5 συλ­λο­γές διη­γη­μά­των), η έκ­δο­ση α­πά­ντων των διη­γη­μά­των θα μπο­ρού­σε να ση­μαί­νει ό­τι “κλεί­νει” ως διη­γη­μα­το­γρά­φος για να εκ­χω­ρή­σει ό­λη τη θέ­ση στον μυ­θι­στο­ριο­γρά­φο. Πι­θα­νό­τη­τα, που, ε­πί­σης, μας δυ­σα­ρέ­στη­σε. Όχι πως δεν ε­κτι­μού­με τη μέ­χρι σή­με­ρα μυ­θι­στο­ριο­γρα­φία του, α­ντι­θέ­τως, την έ­χου­με και σε δη­μο­σιεύ­μα­τά μας ε­γκω­μιά­σει. Εμείς, ω­στό­σο, πι­στεύου­με ό­τι ε­κεί­νο που έ­χει α­νά­γκη η ελ­λη­νι­κή πε­ζο­γρα­φία εί­ναι τα διη­γή­μα­τά του. Ιδιαί­τε­ρα τώ­ρα που ο πρώ­τος τυ­χών δη­μο­σιεύει ό­που λά­χει ι­στο­ρίες και στη συ­νέ­χεια, τις εκ­δί­δει σε βι­βλίο, με φαρ­δύ πλα­τύ, δί­κην υ­πό­τιτ­λου, τον ει­δο­λο­γι­κό προσ­διο­ρι­σμό διη­γή­μα­τα. Έρχο­νται, μά­λι­στα, α­πό κο­ντά οι ει­δι­κοί ε­πί των λο­γο­τε­χνι­κών και α­πο­φαί­νο­νται ό­τι έ­χου­με “έ­κρη­ξη διη­γή­μα­τος”. Ενώ οι “μά­στο­ρες”, ό­πως έ­χει ε­πι­κρα­τή­σει να α­πο­κα­λούν τους κο­ρυ­φαίους του εί­δους, αρ­γούν. Άπα­ντα ο έ­νας, ά­πα­ντα ο άλ­λος, ομ­φα­λο­σκό­πη­ση πε­πραγ­μέ­νων ο τρί­τος, εν τέ­λει θα λη­σμο­νή­σου­με τι ση­μαί­νει διή­γη­μα ή, μάλ­λον, θα το ε­ξα­με­ρι­κα­νί­σου­με κι αυ­τό και θα τε­λειώ­νου­με με τα γνή­σια ελ­λη­νι­κά προϊό­ντα.
Φθι­νό­πω­ρο 2011, α­ντί για τα υ­πε­σχη­μέ­να Άπα­ντα, δη­μο­σιεύ­τη­κε στο πε­ριο­δι­κό «Οδός Πα­νός» έ­να και­νού­ριο σύ­ντο­μο πε­ζό του Νόλ­λα, με ό­λες τις α­ρε­τές του γνή­σιου διη­γή­μα­τος. Μα­φιό­ζι­κο το σκη­νι­κό, σε κρυ­φό μπαρ πί­σω α­πό βι­τρί­να «Εδώ­δι­μα-Αποι­κια­κά», στην α­γο­ρά της Τσι­μι­σκή, του­τέ­στιν στην καρ­διά της Θεσ­σα­λο­νί­κης, κα­τά τα με­θεόρ­τια της δο­λο­φο­νίας Λα­μπρά­κη, με θα­μώ­νες χω­ρο­φύ­λα­κες και α­ντί για γυ­ναί­κες, λι­κνι­ζό­με­να γκαρ­σό­νια. Ο τό­πος και η ε­πο­χή, ο εκ Γερ­μα­νίας με­τα­νά­στης, η η­δο­νο­θη­ρία ως δι­κλεί­δα α­σφα­λείας για το Σώ­μα της Χω­ρο­φυ­λα­κής, και εν μέ­σω ό­λων αυ­τών, το σα­σπέ­νς της α­να­ζή­τη­σης μιας Χρυ­σάν­θης, που, σαν “μια άλ­λη Ελέ­νη”, μπο­ρεί να εί­ναι κι αυ­τή “έ­να που­κά­μι­σο α­δεια­νό”, δεί­χνο­νται μέ­σα σε πέ­ντε σε­λί­δες. Το πε­ζό φέ­ρει τίτ­λο, «Τα­ξί­δι στην Ελλά­δα», προσ­διο­ρι­στι­κό υ­πό­τιτ­λο “α­πό­σπα­σμα”, αύ­ξο­ντα λα­τι­νι­κό α­ριθ­μό πέ­ντε και ως ε­πι­μέ­ρους τίτ­λο, το «Εδώ­δι­μα-Αποι­κια­κά». Άρα, συ­νά­δει με την εκ­δο­χή της μυ­θι­στο­ριο­γρα­φίας, αν δεν πρό­κει­ται για με­τα­μο­ντέρ­να με­ταμ­φίε­ση, την ο­ποία πρέ­πει να έ­χου­με πά­ντα κα­τά νου.
Ευ­τυ­χώς, ε­φέ­τος τον Απρί­λιο, εκ­δό­θη­κε μια συλ­λο­γή δέ­κα διη­γη­μά­των, ό­που τα ε­πτά εί­ναι δη­μο­σιευ­μέ­να μέ­σα στην τε­τρα­ε­τία, Χρι­στού­γεν­να 2004-Αύ­γου­στο 2009. Πι­θα­νώς και ως πρό­γευ­ση των Απά­ντων, κα­θώς το ο­πι­σθό­φυλ­λο φέ­ρει την υ­πο­γρα­φή της υ­πευ­θύ­νου για την κα­τάρ­τι­σή τους θεω­ρη­τι­κού. Όπως και να έ­χει, υ­πάρ­χουν τρία α­δη­μο­σίευ­τα διη­γή­μα­τα. Για το ά­ρι­στο του α­πο­τε­λέ­σμα­τος α­πο­φάν­θη­κε α­πό τους πρώ­τους ο Δ. Ν. Μα­ρω­νί­της, α­πο­δί­δο­ντας στον Νόλ­λα τον ε­πί­ζη­λο τίτ­λο “του αρ­τιό­τε­ρου πε­ζο­γρά­φου της γε­νιάς του”. Το πρό­βλη­μα με αυ­τήν την α­πό­φαν­ση δεν έ­γκει­ται στον α­πό­λυ­το χα­ρα­κτή­ρα της, αλ­λά στο γε­γο­νός ό­τι η πρώ­τη με­τα­πο­λε­μι­κή γε­νιά θεω­ρη­τι­κών, στην ο­ποία και πρω­το­στα­τεί ο Μα­ρω­νί­της, δεν έ­χει κα­τα­λή­ξει σε ποια γε­νιά α­νή­κουν οι γεν­νη­θέ­ντες στα α­κέ­ραια πολ­λα­πλά­σια των δε­κα­ε­τιών, ό­πως ο Νόλ­λας. Αν υ­πο­θέ­σου­με ό­τι εν­νο­εί ως γε­νιά του Νόλ­λα, γεν­νη­θέ­ντος το 1940, τη δεύ­τε­ρη, ο έ­παι­νος α­πο­κτά άλ­λο βά­ρος, για­τί σε ε­κεί­νη με­τρού­με του­λά­χι­στον τρεις με τέσ­σε­ρις “μα­στό­ρους” του διη­γή­μα­τος. Αν πά­λι τα­ξι­νο­μη­θεί στην ε­πό­με­νη, που εί­ναι γε­νιά μυ­θι­στο­ριο­γρά­φων, ο έ­παι­νος α­πο­βαί­νει σχε­δόν αυ­το­νό­η­τος, κά­τι σαν φό­ρος τι­μής στο κα­λό διή­γη­μα.

Ανθρω­πο­κε­ντρι­κός ο Νόλ­λας, αυ­τή τη φο­ρά πλά­θει ή­ρωες που δια­γρά­φουν τις τρο­χιές του βίου τους “στον τό­πο”. Εκεί­νο που βα­ραί­νει κα­θο­ρι­στι­κά στις ι­στο­ρίες του δεν εί­ναι το πέ­ρα­σμα του χρό­νου, αλ­λά η αλ­λα­γή του τό­που. Ορι­σμέ­νοι έρ­χο­νται α­πό το χω­ριό, το νη­σί ή την κω­μό­πο­λη στην Αθή­να, και άλ­λοι πη­γαί­νουν α­πό την Αθή­να σε Βιέν­νη, Γερ­μα­νία ή Αυ­στρα­λία, αλ­λά και τού­μπα­λιν, κά­ποιοι φτά­νουν α­πό τα τέσ­σε­ρα ση­μεία του ο­ρί­ζο­ντα στην Ελλά­δα. Σαν το βα­σι­κό να μην εί­ναι ο προο­ρι­σμός αλ­λά η αλ­λα­γή του τό­που. Οι χρό­νοι που ε­κτυ­λίσ­σο­νται οι ι­στο­ρίες και συ­να­κό­λου­θα, οι κα­τα­στά­σεις μέ­σα στις ο­ποίες δια­δρα­μα­τί­ζο­νται, α­πέ­χουν πα­ρα­σάγ­γας, α­φού το ά­νοιγ­μα στις α­φη­γή­σεις του βι­βλίου υ­περ­βαί­νει την πε­ντη­κο­ντα­ε­τία. Ξε­κι­νά α­πό την ε­παύ­ριο ε­κεί­νης της τε­λευ­ταίας για τη χώ­ρα δε­κα­ε­τίας “πο­λέ­μου και κα­τα­στρο­φώ­ν” και φτά­νει μέ­χρι έ­να α­προσ­διό­ρι­στο πα­ρόν. Ωστό­σο, αυ­τό που προ­βάλ­λε­ται με τη συ­στοί­χι­ση των ι­στο­ριών δεν εί­ναι η δια­φο­ρε­τι­κή χρο­νι­κή συ­νι­στώ­σα αλ­λά, α­ντι­θέ­τως, η σύ­γκλι­ση των δια­φο­ρε­τι­κών κα­τα­στά­σεων, έ­τσι ό­πως στα­θε­ρά κα­τα­λή­γουν στη δυ­στυ­χία ή και στην κα­τα­στρο­φή ε­κεί­νου που α­πο­τόλ­μη­σε την με­τα­κί­νη­ση. Όλοι ε­γκα­τα­λεί­πουν έ­ναν τό­πο, που με­τά ε­σα­εί νο­σταλ­γούν, για έ­ναν άλ­λον δει­νών δο­κι­μα­σιών, προς ε­ξα­σφά­λι­ση κά­ποιας οι­κο­νο­μι­κής ευε­ξίας ή και μό­νο των προς το ζην. 
Κι ό­μως, κα­νείς “δεν κά­θε­ται στα αυ­γά του”, ό­πως πα­ρο­τρύ­νει ο ή­ρωας του τε­λευ­ταίου, ο­μό­τιτ­λου της συλ­λο­γής, διη­γή­μα­τος. Αυ­τός εί­ναι ο μό­νος, που αρ­νεί­ται ό­χι μό­νο να φύ­γει με­τα­νά­στης, αλ­λά και να κά­νει ο­ποια­δή­πο­τε αλ­λα­γή στη ζωή του. Κι αυ­τό, για­τί στά­θη­κε αυ­τό­πτης μάρ­τυ­ρας ε­νός θα­νά­του που ε­πήλ­θε ό­λως διό­λου συ­μπτω­μα­τι­κά, λό­γω αλ­λα­γής θέ­σης α­πό μια κο­τρό­να στη δι­πλα­νή, που φαι­νό­ταν βο­λι­κό­τε­ρη για σκα­μνά­κι. Έζη­σε στά­σι­μος, “στον τό­πο”, για να δια­φύ­γει ή έ­στω να αρ­γο­πο­ρή­σει το μοι­ραίο, και του έ­λα­χε να “μεί­νει στον τό­πο”, ό­ταν άλ­λα­ξε θέ­ση σε έ­να πα­γκά­κι για να βο­λευ­τεί κα­λύ­τε­ρα. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, μια πρώ­τη πα­ρα­τή­ρη­ση ό­σο α­φο­ρά την ι­διαι­τε­ρό­τη­τα του Νόλ­λα στο σύ­νο­λο της γε­νιάς του, στην πε­ρί­πτω­ση που αυ­τή εί­ναι η δεύ­τε­ρη με­τα­πο­λε­μι­κή,  θα λέ­γα­με ό­τι δια­κρί­νε­ται ως διη­γη­μα­το­γρά­φος για γο­νι­μό­τε­ρη φα­ντα­σία, κα­θώς πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρά σε α­πό­στα­ση α­σφα­λείας α­πό το έκ­δη­λα βιω­μα­τι­κό στοι­χείο.
Κα­τά τα άλ­λα, σή­με­ρα, που, στην πε­ζο­γρα­φία των νεό­τε­ρων, κυ­ριαρ­χούν οι σκη­νές βίας και υ­περ­τε­ρεί στις ό­ποιες σχέ­σεις των χα­ρα­κτή­ρων η σκλη­ρό­τη­τα, η τρυ­φε­ρό­τη­τα που νο­τί­ζει τις ι­στο­ρίες του Νόλ­λα έ­χει κά­τι το πα­ρα­μυ­θι­κό. Εκ πρώ­της ό­ψεως, φαί­νε­ται πα­ρά­ξε­νη αυ­τή η γλυ­κύ­τη­τα των αι­σθη­μά­των, ό­ταν ο μυ­θο­πλα­στι­κός κό­σμος του συ­ντί­θε­ται α­πό τα­λαί­πω­ρους και πα­ρίες. Το μό­το του πρώ­του διη­γή­μα­τος, «Μω­ρέ παι­διά κα­η­μέ­να/ παι­διά ξε­νι­τε­μέ­να», α­να­κα­λεί το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι, «Μω­ρέ παι­διά κα­η­μέ­να, παι­διά της Σα­μα­ρί­νας κι ας εί­στε λε­ρω­μέ­να», που θα μπο­ρού­σε να εί­ναι μό­το ο­λό­κλη­ρου του βι­βλίου. Κι αν ό­λοι οι ξε­νι­τε­μέ­νοι δεν εί­ναι μα­τω­μέ­νοι, κα­τα­πώς υ­παι­νίσ­σε­ται το δη­μώ­δες ά­σμα, α­πό το ά­γριο ξύ­λο, εί­ναι λε­ρω­μέ­νοι, άλ­λοι α­πό το κάρ­βου­νο του Ρουρ και άλ­λοι α­πό την κα­κο­με­τα­χεί­ρι­ση του κά­θε έ­να, που ευη­με­ρεί με τον δι­κό τους ι­δρώ­τα. Θα μπο­ρού­σε να υ­πο­θέ­σει κα­νείς ό­τι ο Νόλ­λας ε­ξω­ραΐζει τις δύ­σκο­λες κα­τα­στά­σεις. Ού­τε αυ­τό, ό­μως, κά­νει. Αντι­θέ­τως, τις πε­ρι­γρά­φει ί­σως και με πε­ρισ­σή α­κρι­βο­λο­γία. Το μυ­στι­κό φαί­νε­ται να εί­ναι η ο­πτι­κή γω­νία που υιο­θε­τεί. Επι­κε­ντρώ­νε­ται στην ευαί­σθη­τη έως και τρυ­φε­ρή πλευ­ρά, που σή­με­ρα τεί­νει να ε­κλεί­ψει α­πό τους πά­ντες, πό­σω μάλ­λον τους ή­ρωές του, που δεν έ­χουν στον ή­λιο μοί­ρα. Κι ό­μως, αν ό­χι α­πα­ξά­πα­ντες, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι, μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή α­δεία, δια­θέ­τουν μια πα­ρό­μοια ευά­λω­τη πλευ­ρά. Ο συγ­γρα­φέ­ας α­πο­κλί­νει α­πό τον ρε­α­λι­στι­κό κα­νό­να, χα­ρί­ζο­ντας στον α­να­γνώ­στη την ου­το­πία “των α­γα­πω­μέ­νω­ν”. 
Ας α­φή­σου­με, ό­μως, το αρ­σε­νι­κό γέ­νος, που ο­φεί­λει κα­νείς να χρη­σι­μο­ποιεί σε γε­νι­κό­λο­γες εκ­φρά­σεις, ό­ταν α­να­φέ­ρε­ται σε αμ­φό­τε­ρα τα φύ­λα. Αυ­τήν την ου­το­πία ο Νόλ­λας την χα­ρί­ζει στις α­να­γνώ­στριες, που κα­τα­φεύ­γουν εν κρυ­πτώ στα ροζ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Μό­νο που ε­κεί λεί­πει το ευ­φρα­ντι­κό μέ­σο της γλώσ­σας, με α­πο­τέ­λε­σμα ο ε­ρω­τι­κός μύ­θος να προσ­λαμ­βά­νε­ται ε­γκε­φα­λι­κά και να μη γλυ­καί­νει τα μέ­σα τους. Οι ι­στο­ρίες του Νόλ­λα κα­λύ­πτουν έ­να ευ­ρύ φά­σμα α­γα­πώ­ντων και α­γα­πω­μέ­νων. Ένας ε­ρω­τό­πλα­γκτος προ­σφέ­ρει τό­ση πολ­λή λα­τρεία, που ε­κεί­νη πνί­γε­ται και τον ε­γκα­τα­λεί­πει. Πα­ρο­μοίως, κά­ποιος που εί­ναι δυ­να­τός ή και μια ζωή κου­μπω­μέ­νος, μπο­ρεί να στύ­βει την πέ­τρα, ό­πως λέει ο λαός, αλ­λά την κα­λή του δεν έ­χει τη δύ­να­μη να την κρα­τή­σει κο­ντά του. Από την άλ­λη, ά­ντρες, που δεί­χνουν ά­καρ­δοι, γί­νο­νται σπλαγ­χνι­κοί με μια γε­ρό­ντισ­σα και πιο μη­τρι­κοί α­πό μα­νά­δες με έ­να βρέ­φος. Και α­φού οι λέ­ξεις, πα­ρά η υ­πό­θε­ση, εί­ναι σε ό­λες τις ι­στο­ρίες οι κα­λοί α­γω­γοί της συ­ναι­σθη­μα­τι­κής γλυ­κύ­τη­τας, ο συγ­γρα­φέ­ας εκ­με­ταλ­λεύε­ται και τις με­τα­κυ­λί­σεις της ση­μα­σίας τους. Έτσι εμ­φυ­τεύει σε μια ι­στο­ρία α­γνής παι­δο­φι­λίας ε­νός γυ­ρο­λό­γου για την μι­κρή Ασμάτ –ό­νο­μα κα­θό­λου τυ­χαίο– το σπέρ­μα του παι­δο­φι­λι­κού έ­ρω­τα, που προ­κα­λεί την ορ­γή των ο­μο­ε­θνών της. 
Δύο α­πό τα τρία α­δη­μο­σίευ­τα διη­γή­μα­τα εί­ναι τα πιο ε­ρω­τι­κά της συλ­λο­γής. Το πρώ­το έ­χει τίτ­λο, που θα ταί­ρια­ζε και σε ροζ ι­στο­ρία, «Ένα κου­λού­ρι στα δυο». Αυ­τό μοι­ρά­ζε­ται έ­να ζεύ­γος σα­ρα­ντά­ρη­δων μι­κροϋπαλ­λή­λων, που συμ­βιώ­νουν δέ­κα χρό­νια, χω­ρίς παι­διά. “Εί­ναι αρ­γά για παι­διά, τι να το κά­νου­με το στε­φά­νι”, έ­λε­γε ε­κεί­νος. “Δεν πά­ει να πει τί­πο­τα αυ­τό”, α­πα­ντού­σε ε­κεί­νη. “Αλλά δεν το ’κα­νε ζή­τη­μα”, πα­ρα­τη­ρεί ε­πι­γραμ­μα­τι­κά ο α­φη­γη­τής του Νόλ­λα, ε­νώ ο α­φη­γη­τής ε­νός ροζ μυ­θι­στο­ρή­μα­τος θα πρό­σθε­τε, “για να μην τον χά­σει”. Πι­θα­νώς και να  συ­νέ­χι­ζε με τις μη­χα­νορ­ρα­φίες και τις γα­λι­φιές, που ε­κεί­νη θα ε­πι­νοού­σε για να ε­πι­τύ­χει το πο­λυ­πό­θη­το κου­κού­λω­μα. Πά­ντως, τα σου­σά­μια που σκορ­πί­στη­καν πά­νω στο τρα­πέ­ζι με το μοί­ρα­σμα του κου­λου­ριού, δεν θα του περ­νού­σε α­πό το μυα­λό να τα εκ­με­ταλ­λευ­τεί. Στο διή­γη­μα του Νόλ­λα, την ώ­ρα που ε­κεί­νος ε­ξο­μο­λο­γεί­ται πα­λαιά σφάλ­μα­τα και πό­νους, ε­κεί­νη τον ταΐζει έ­να έ­να σπό­ρια σου­σα­μιού. Ο δι­κός του α­φη­γη­τής δεν πε­ρι­γρά­φει με λό­για το δε­σμό τους, αλ­λά με μια α­σή­μα­ντη πρά­ξη τού δί­νει σω­μα­τι­κή ζε­στα­σιά. 
Σε αυ­τήν τη σω­μα­τι­κή ζε­στα­σιά, που θε­ρα­πεύει, ε­πα­νέρ­χε­ται στο δεύ­τε­ρο διή­γη­μα. Εκεί, ο μω­λω­πι­σμέ­νος α­πό ά­γριο ξυ­λο­δαρ­μό ή­ρωας χώ­νε­ται στην α­γκα­λιά της γυ­ναί­κας, ό­πως εί­χε α­κού­σει ό­τι κά­να­νε οι πα­λιοί, που τυ­λί­γα­νε με το το­μά­ρι α­πό έ­να άρ­τι σφαγ­μέ­νο ζώο τον α­νε­λέ­η­τα κα­κο­ποιη­μέ­νο δι­κό τους άν­θρω­πο. Διη­γή­μα­τα γυ­ναι­κείας ευαι­σθη­σίας, θα α­πο­φαι­νό­ταν μια α­να­γνώ­στρια, δε­δο­μέ­νου ό­τι οι γυ­ναί­κες, πα­ρά το πρα­κτι­κό τους πνεύ­μα, θεω­ρούν την ευαι­σθη­σία δι­κό τους α­πο­κλει­στι­κό προ­νό­μιο. Μό­νο που κα­μιά γυ­ναί­κα συγ­γρα­φέ­ας δεν θα εί­χε την ευαι­σθη­σία να πα­ρο­μοιά­σει την γυ­ναι­κεία φω­νή με “θρόι­σμα κουρ­τί­νας σε αυ­γου­στιά­τι­κο μελ­τέ­μι”. Εν τέ­λει, αυ­τή η σχε­δόν πα­ρα­μυ­θι­κή τρυ­φε­ρό­τη­τα α­πο­κρύ­βει το βα­θύ­τε­ρο υ­παρ­ξια­κό άγ­χος, ό­που πραγ­μα­τι­κές πα­ρα­στά­σεις, πα­ραι­σθή­σεις και ε­φιάλ­τες λει­τουρ­γούν σαν συ­γκοι­νω­νού­ντα δο­χεία. Δεν χω­ρά­ει συ­ζή­τη­ση. Τα  Άπα­ντα μπο­ρούν να πε­ρι­μέ­νουν.   

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 2/12/2012.


Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Αποχαιρετισμοί κάτω από τα κλαψόδεντρα



Την προ­πε­ρα­σμέ­νη Κυ­ρια­κή, σχο­λιά­ζο­ντας την τε­λευ­ταία συλ­λο­γή του Γιώρ­γου Σκα­μπαρ­δώ­νη, «Πε­ρι­πο­λών πε­ρί πολ­λών τυρ­βά­ζω», εί­χα­με υ­πο­σχε­θεί να ε­πα­νέλ­θου­με σε έ­να α­πό τα 26 διη­γή­μα­τα, κα­θώς έ­χου­με την ε­ντύ­πω­ση ό­τι “συ­νο­μι­λεί” με ο­ρι­σμέ­να διη­γή­μα­τα, τό­σο πα­λαιό­τε­ρα ό­σο και ο­μό­χρο­νά του. Ένα α­πό αυ­τά δη­μο­σιεύ­τη­κε στο ε­πε­τεια­κό τεύ­χος των «Ελι­μεια­κών», στο ο­ποίο α­να­φε­ρό­μα­στε αυ­το­τε­λώς στη σε­λί­δα. Δε­δο­μέ­νου ό­τι η συλ­λο­γή και το τεύ­χος δη­μο­σιεύ­τη­καν σχε­δόν ταυ­τό­χρο­να, ει­κά­ζου­με ό­τι πρό­κει­ται για “συ­νο­μι­λία” πέ­ραν της πρό­θε­σης των συγ­γρα­φέων. Σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, οι θεω­ρη­τι­κοί της λο­γο­τε­χνίας συμ­βου­λεύουν, κα­τ’ αρ­χάς την ε­ξέ­τα­ση κα­θε­νός χω­ρι­στά σε σχέ­ση και με τα ε­ξω­κει­με­νι­κά στοι­χεία και στη συ­νέ­χεια, τη συ­γκρι­τι­κή τους προ­σέγ­γι­ση. Αμ’ έ­πος α­μ’ έρ­γον. Το διή­γη­μα του πε­ριο­δι­κού έ­χει τίτ­λο «Τα Κλα­ψό­δε­ντρα» και εί­ναι της ψυ­χο­λό­γου και συγ­γρα­φέως Κα­τε­ρί­νας Μή­λιου. Πα­ρου­σιά­ζε­ται ως α­πό­το­κο της αυ­το­βιο­γρα­φίας του Μή­λιου Δ. Μή­λιου, που δη­μο­σιεύ­τη­κε σε προ­η­γού­με­να τεύ­χη, με τίτ­λο «Η οι­κο­γέ­νεια Μή­λιου της Κο­ζά­νης», με δι­κή της ε­πι­μέ­λεια. Σε αυ­τό θα ταί­ρια­ζε πε­ρισ­σό­τε­ρο ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός σύ­ντο­μη ι­στο­ρία πα­ρά διή­γη­μα, κα­θώς α­νι­στο­ρεί τους δύ­σκο­λους α­πο­χαι­ρε­τι­σμούς, ό­ταν στε­νοί συγ­γε­νείς έ­φευ­γαν με­τα­νά­στες, γνω­ρί­ζο­ντας ό­τι ο χω­ρι­σμός θα εί­ναι μα­κρό­χρο­νος, κά­πο­τε και χω­ρίς ε­πι­στρο­φή. Τα δυο με­γα­λύ­τε­ρα α­δέλ­φια του α­φη­γη­τή έ­φυ­γαν για την Αυ­στρα­λία σχε­δόν έ­φη­βοι, το 1926 ο με­γά­λος, το 1932 ο δεύ­τε­ρος. Ο πρώ­τος ε­πέ­στρε­ψε οι­κο­γε­νεια­κά το 1959, ο δεύ­τε­ρος δεν γύ­ρι­σε. Σκο­τώ­θη­κε σε αυ­το­κι­νη­τι­στι­κό α­τύ­χη­μα το 1960. Γύ­ρι­σε η γυ­ναί­κα του με τα τρία παι­διά τους. Πι­θα­νώς έ­να α­πό αυ­τά να εί­ναι η συγ­γρα­φέ­ας, κα­θώς, σύμ­φω­να με το βιο­γρα­φι­κό της, γεν­νή­θη­κε στην Αυ­στρα­λία και με­γά­λω­σε στην Κο­ζά­νη. Όπως και να έ­χει, ως α­φη­γη­τή ε­πι­στρα­τεύει τον τρί­το α­δελ­φό, που δεν ξε­νι­τεύ­τη­κε. Στη με­τά­θε­ση, ω­στό­σο, ο­ρι­σμέ­νων πο­λύ­τι­μων γι’ αυ­τήν α­να­μνή­σεων, φαί­νε­ται να μπλέ­κει κά­που χρό­νους και γε­γο­νό­τα. Λ.χ., το τρα­γού­δι του Χατ­ζι­δά­κι, «Τα παι­διά του Πει­ραιά», γραμ­μέ­νο για το «Πο­τέ την Κυ­ρια­κή», δεν μπο­ρεί να α­κου­γό­ταν στο λι­μά­νι του Γυ­θείου, ού­τε άλ­λω­στε ο­που­δή­πο­τε αλ­λού, σε κα­νέ­ναν α­πο­χαι­ρε­τι­σμό πριν το 1960, που γυ­ρί­στη­κε η ται­νία. 
   Χά­ρις, πά­ντως, στον α­φη­γη­τή της πιά­νει το νή­μα της ι­στο­ρίας α­πό το α­πώ­τε­ρο πα­ρελ­θόν και μνη­μο­νεύει κά­ποιους άλ­λους, αυ­τή τη φο­ρά, χερ­σαίους α­πο­χαι­ρε­τι­σμούς, που ού­τε ε­κεί­νη ού­τε ο α­φη­γη­τής της έ­ζη­σαν. Εκεί­νος, ό­μως, πρό­λα­βε τις διη­γή­σεις της για­γιάς του. Ήταν οι α­πο­χαι­ρε­τι­σμοί, που γί­νο­νταν κά­τω α­πό τα ψη­λό­κορ­μα δέ­ντρα του χω­ρα­φιού τους, ό­ταν, σε δύ­σκο­λα χρό­νια, “χω­ρί­ζο­νταν οι οι­κο­γέ­νειες για να πά­νε άλ­λοι στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, άλ­λοι στη Σερ­βία κι άλ­λοι στη Βγιέν­να.” “Γι’ αυ­τό και τα ’λε­γαν κλα­ψό­δε­ντρα.” Δεν προσ­διο­ρί­ζει τι εί­δους δέ­ντρα εί­ναι, μια και οι α­πα­ντα­χού Ελι­μιώ­τες γνω­ρί­ζουν τον τό­πο τους και τη χλω­ρί­δα του. Ο τυ­χών, ό­μως, α­να­γνώ­στης, συ­χνά παι­δί των πό­λεων ό­πως ε­μείς, μπο­ρεί να φα­ντα­σιώ­νε­ται για κλα­ψό­δε­ντρα α­πό πλα­τά­νια μέ­χρι και ε­κεί­να τα ρό­μπο­λα, που φτά­νουν τα 40 μέ­τρα. Γι’ αυ­τά, τα α­κό­μη και ως ό­νο­μα ά­γνω­στα σε ε­μάς, δια­βά­σα­με σε έ­να διή­γη­μα άλ­λου Μα­κε­δό­να συγ­γρα­φέα, του Στά­θη Κο­ψα­χεί­λη. Από την Κε­ντρι­κή Μα­κε­δο­νία ε­κεί­νος, γεν­νη­μέ­νος στο Λι­τό­χω­ρο Πιε­ρίας. Στο γλωσ­σά­ρι της συλ­λο­γής, που ε­ξέ­δω­σε τον Νοέμ­βριο του 2011, με τίτ­λο «Πα­ρα­μι­λη­τά», ε­ξη­γεί πως ρό­μπο­λο α­πο­κα­λεί­ται το λευ­κό­δερ­μο πεύ­κο, που φυ­τρώ­νει σε υ­ψό­με­τρο 1500-2400 μέ­τρων. Στο διή­γη­μά του, «Η α­σέ­βεια των λο­τό­μων», ω­στό­σο, θάλ­λουν γύ­ρω α­πό την πα­λαιά Μο­νή του Αγίου Διο­νυ­σίου του Ολυ­μπί­τη, που βρί­σκε­ται σε υ­ψό­με­τρο ό­χι με­γα­λύ­τε­ρο των 800 μέ­τρων. Δη­λα­δή, στο ί­διο υ­ψό­με­τρο με τη Σέ­λι­τσα, ό­πως ο­νο­μα­ζό­ταν πα­λαιό­τε­ρα η Ερά­τυ­ρα, στις πλα­γιές του ό­ρους Άσκιο ή και Σι­νιά­τσι­κο, ό­που η Μή­λιου το­πο­θε­τεί την ι­στο­ρία της. Ό,τι εί­δους δέ­ντρα και να εί­ναι τα κλα­ψό­δε­ντρα, στους ε­φιάλ­τες του α­φη­γη­τή εμ­φα­νί­ζο­νται ζευ­γα­ρω­μέ­να. “Δυο δέ­ντρα στοι­χειώ­νουν έ­να μαύ­ρο ου­ρα­νό”. 
Το διή­γη­μα του Σκα­μπαρ­δώ­νη τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Ο Κλα­ψό­δε­ντρος» και α­πό μια ά­πο­ψη, κα­τέ­χει προ­νο­μιού­χο θέ­ση στη συλ­λο­γή, α­φού σε αυ­τό α­να­φέ­ρε­ται το έ­να α­πό τα δυο μό­το του βι­βλίου. Το­πο­θε­τεί­ται και αυ­τό στο Νο­μό Κο­ζά­νης, αλ­λά στο δυ­τι­κό­τε­ρο ά­κρο του, στις πα­ρυ­φές του ό­ρους Βόϊο. Συ­γκε­κρι­μέ­να, στον Πε­ντά­λο­φο Κο­ζά­νης, πα­λαιό­τε­ρα Ζου­πά­νι, ο­νο­μα­στό άλ­λο­τε για τους κτι­στά­δες πέ­τρας. “Πέ­τρα εί­χα­μι, πέ­τρα δου­λε­ψά­μι”, σύμ­φω­να με το μό­το, που εί­ναι στο δι­κό τους ι­διό­λε­κτο, τα κου­δα­ρί­τι­κα. Κλα­ψό­δε­ντρο α­πο­κα­λού­σαν έ­ναν πλά­τα­νο στην α­να­το­λι­κή πλευ­ρά του χω­ριού, εί­κο­σι έ­να μέ­τρα ύ­ψους, με με­γά­λη ι­στο­ρία α­πό τα χρό­νια της Τουρ­κο­κρα­τίας. “Ήταν το ση­μείο ό­που οι οι­κο­γέ­νειες α­πο­χαι­ρε­τού­σαν τα πε­ρί­φη­μα συ­νερ­γεία των μα­στό­ρων που έ­φευ­γαν να δου­λέ­ψου­νε σε μέ­ρη μα­κρι­νά.” Δια­φο­ρε­τι­κές, ω­στό­σο, οι κα­τευ­θύν­σεις α­πό ε­κεί­νες των ξε­νι­τε­μών στην ι­στο­ρία της Μή­λιου. Ού­τε Κων­στα­ντι­νού­πο­λη ού­τε Βγιέν­να πή­γαι­να­ν· “η χά­ρη τους έ­φτα­νε ως την Εύ­βοια και την Πε­λο­πόν­νη­σο”. Στο διή­γη­μα οι α­πο­χαι­ρε­τι­σμοί α­να­φέ­ρο­νται πα­ρε­μπι­πτό­ντως, κα­θώς η α­φή­γη­ση ε­στιά­ζει στον κε­ντρι­κό ή­ρωα και τη σχέ­ση του με τον αιω­νό­βιο κλα­ψό­δε­ντρο. Έναν δά­σκα­λο ε­τών 39, εγ­γο­νό χτί­στη, με τό­πο δια­μο­νής την Θεσ­σα­λο­νί­κη και θε­ρι­νό κα­τα­φύ­γιο το κτή­μα στον τό­πο της κα­τα­γω­γής του, τον Πε­ντά­λο­φο. Μέ­σα α­πό το ε­φιαλ­τι­κό ό­νει­ρο του δά­σκα­λου, με το ο­ποίο α­νοί­γει το διή­γη­μα, δια­φαί­νε­ται η αί­σθη­ση κα­τά­πτω­σης και μα­ταίω­σης, που τον έ­χει κα­τα­λά­βει. Νιώ­θει και ε­κεί­νος άρ­ρω­στος, ό­πως ο πλά­τα­νος που τον σι­γο­τρώει έ­νας εξ Αμε­ρι­κής προ­ερ­χό­με­νος μύ­κη­τας. 
   Ού­τε το ε­φιαλ­τι­κό ό­νει­ρο ού­τε ο ε­να­γκα­λι­σμός του με τον κλα­ψό­δε­ντρο, που έρ­χε­ται σαν κα­τα­λη­κτι­κή κο­ρύ­φω­ση της διή­γη­σης, έ­χουν ο­μοιό­τη­τα με το ε­νύ­πνιο «Υπό την βα­σι­λι­κήν δρυν» του εν­δε­κα­ε­τούς πα­πα­δια­μά­ντειου παι­δίου και την “ά­φα­τον συ­γκί­νη­σι­ν” που το με­γα­λο­πρε­πές ε­κεί­νο δέ­ντρο του προ­κα­λού­σε σαν μα­γι­κή με­τα­μόρ­φω­ση “κό­ρης παρ­θε­νι­κής του βου­νού”. Κι ό­μως, κά­ποιος, πι­θα­νώς αρ­κού­ντως ευ­φά­ντα­στος ή και ευαί­σθη­τος, ί­σως α­φου­γκρα­στεί τη “συ­νο­μι­λία” των δυο διη­γη­μά­των στο κρά­τη­μα του αν­θρώ­που α­πό το δέ­ντρο, κυ­ρίως στην έμ­ψυ­χη υ­πό­στα­ση, που και οι δυο α­φη­γή­σεις του προσ­δί­δουν. Η νύμ­φη “Αμα­δρυάς συ­να­πο­θνή­σκει με την δρυ­ν” στο διή­γη­μα του Πα­πα­δια­μά­ντη, ε­νώ, στου Σκα­μπαρ­δώ­νη, η ε­πα­φή με τον κορ­μό του πλά­τα­νου ε­πι­δρά  ως ζωο­γό­νος δύ­να­μη στον κα­τα­πτο­η­μέ­νο ψυ­χι­σμό του ή­ρωα.    
     Επι­μέ­νο­ντας στη “συ­νο­μι­λία” με τον Πα­πα­δια­μά­ντη, οι α­πο­χαι­ρε­τι­σμοί των διη­γη­μά­των της Μή­λιου και του Σκα­μπαρ­δώ­νη, που γί­νο­νται  κά­τω α­πό τα κλα­ψό­δε­ντρα, α­να­κα­λούν έ­τε­ρο διή­γη­μά του, με θα­λάσ­σιους α­ντί χερ­σαίους α­πο­χαι­ρε­τι­σμούς. “Επά­νω εις τον βρά­χον της ε­ρή­μου βο­ρει­νής α­κτής, πλη­σίον εις το λη­σμο­νη­μέ­νον πα­ρεκ­κλή­σι της Πα­να­γίας της Κα­τευο­δώ­τρας” μα­ζεύο­νταν οι γυ­ναί­κες των θα­λασ­σι­νών και α­γνά­ντευαν τα κα­ρά­βια των δι­κών τους κα­θώς σάλ­πα­ραν. Μό­νο που σε ε­κεί­νο «Τ’ Αγνά­ντε­μα», τα δά­κρυα μπο­ρού­σαν να έ­χουν μέ­χρι και τρα­γι­κά ε­πα­κό­λου­θα. Σύμ­φω­να με μύ­θο α­πό την ε­πο­χή “των πα­λαιών Ελλή­νω­ν”, το Φλαν­δρώ, α­γνα­ντεύο­ντας “το κα­ρά­βι του άν­δρα της που έ­φευ­γε, έ­κλα­ψε πι­κρά κ’ έ­πε­σαν τα δά­κρυά της στα κύ­μα­τα και τα κύ­μα­τα ε­πι­κρά­θη­καν, κ’ ε­φαρ­μα­κώ­θη­καν, και θύ­μω­σαν ... και στο δρό­μο τους που ηύ­ραν το κα­ρά­βι,  έ­πνι­ξαν τον άν­δρα της”.
Ας α­φή­σου­με, ό­μως, τον Σκια­θί­τη, κι ας ε­πι­κε­ντρω­θού­με στις “συ­νο­μι­λίες” των τριών Μα­κε­δό­νων συγ­γρα­φέων, που συ­νέ­πε­σε να δη­μο­σιεύ­σουν τα διη­γή­μα­τά τους φθι­νό­πω­ρο του 2011. Η “συ­νο­μι­λία” των διη­γη­μά­των Μή­λιου-Σκα­μπαρ­δώ­νη πα­ρα­μέ­νει στο θε­μα­τι­κό πε­δίο, σε α­ντί­θε­ση με ε­κεί­νη των Κο­ψα­χεί­λη-Σκα­μπαρ­δώ­νη. Μπο­ρεί μεν ο Κο­ψα­χεί­λης να μην κα­τα­φεύ­γει στο μύ­θο του κλα­ψό­δε­ντρου, αλ­λά και ε­κεί­νος δί­νει στα αιω­νό­βια ρό­μπο­λα έμ­ψυ­χη υ­πό­στα­ση. Ύστε­ρα, η “συ­νο­μι­λία” των δυο διη­γη­μα­το­γρά­φων δη­λώ­νε­ται ποι­κι­λο­τρό­πως α­πό τους ί­διους και δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται στα συ­γκε­κρι­μέ­να διη­γή­μα­τα. Σχε­δόν συ­νο­μή­λι­κοι, στα πρό­σφα­τα βι­βλία τους α­νταλ­λάσ­σουν α­φιε­ρώ­σεις σε ε­πι­μέ­ρους διη­γή­μα­τα. Πι­θα­νώς και ως έν­δει­ξη ά­δη­λων προ­σφο­ρών υ­πό τη μορ­φή πυ­ρή­νων έ­μπνευ­σης. Χω­ρίς να γνω­ρί­ζου­με πρό­σω­πα και πράγ­μα­τα, κά­νου­με την ει­κα­σία ό­τι οι μυ­θο­πλα­στι­κοί τους κό­σμοι συγ­γέ­νευαν πριν δια­βά­σουν ο έ­νας τον άλ­λο. Το 1988-1990, δη­μο­σίευ­σε ο Κο­ψα­χεί­λης τα τέσ­σε­ρα πρώ­τα διη­γή­μα­τά του σε α­θη­ναϊκό πε­ριο­δι­κό («Το πα­ρα­μι­λη­τό»). Ο Σκα­μπαρ­δώ­νης εί­χε δη­μο­σιεύ­σει διη­γή­μα­τα νω­ρί­τε­ρα αλ­λά σε πε­ριο­δι­κά της Θεσ­σα­λο­νί­κης, τό­τε, ω­στό­σο, ε­ξέ­δω­σε τα δυο πρώ­τα του βι­βλία, εμ­μέ­νο­ντας σε Θεσ­σα­λο­νι­κείς εκ­δό­τες. Στον πρώ­το εκ­δό­τη του (Ια­νός) θα βγά­λει ο Κο­ψα­χεί­λης, 22 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, το έ­να και μο­να­δι­κό βι­βλίο του, το ο­ποίο, πα­ρε­μπι­πτό­ντως, στην Αθή­να έ­λα­βε μια κρι­τι­κή έ­να­ντι εί­κο­σι, πι­θα­νώς και πε­ρισ­σό­τε­ρων, του Σκα­μπαρ­δώ­νη. Με άλ­λα λό­για, οι συγ­γρα­φι­κοί βίοι τους μό­νο πα­ράλ­λη­λοι δεν εί­ναι, αλ­λά η ι­στο­ρία της λο­γο­τε­χνίας στοι­χειο­θε­τεί­ται με κεί­με­να και ό­χι με βιο­γρα­φι­κά. Όσο για τις κρι­τι­κές εί­ναι, κα­τά κα­νό­να, θέ­μα γνω­ρι­μιών και α­να­γνω­ρι­σι­μό­τη­τας του συγ­γρα­φέα. Ακό­μη και τα μέ­λη των κρι­τι­κών ε­πι­τρο­πών δια­βά­ζουν τα βι­βλία, που τους προω­θεί ο κύ­κλος των γνω­στών τους. Όσων δια­θέ­τουν α­να­γνω­ρι­σι­μό­τη­τα δεν χρειά­ζε­ται ού­τε καν να τα δια­βά­σουν, α­φού δεν χρειά­ζε­ται να υ­πε­ρα­σπί­σουν την υ­πο­ψη­φιό­τη­τά τους. Γι’ αυ­τά αρ­κεί το ό­νο­μα του συγ­γρα­φέα.
    Ένα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της συγ­γέ­νειας των μυ­θο­πλα­στι­κών τους κό­σμων εί­ναι ο στε­νός συγ­χρω­τι­σμός των η­ρώων τους με τε­θνεώ­τες και ζω­ντα­νά. Στα πρό­σφα­τα διη­γή­μα­τα του Σκα­μπαρ­δώ­νη, οι προ­σφι­λείς α­πο­θα­νό­ντες στοι­χειώ­νουν τη μνή­μη του α­φη­γη­τή, στα πα­λαιό­τε­ρα, ω­στό­σο, πα­ρου­σιά­ζο­νταν και σαν ε­νύ­πνια φά­σμα­τα. Στα διη­γή­μα­τα του Κο­ψα­χεί­λη, το με­τα­φυ­σι­κό στοι­χείο εί­ναι πο­λύ ε­ντο­νό­τε­ρο, κα­τα­λή­γο­ντας κα­θο­ρι­στι­κό της ε­ντύ­πω­σης. Ένα α­πό τα κα­λύ­τε­ρα διη­γή­μα­τά του, με πρω­τα­γω­νι­στή τον παπ­πού “ε­δώ και έ­ντε­κα χρό­νια πε­θα­μέ­νο”, εί­ναι το «Φθι­νό­πω­ρο». Το­πο­θε­τεί­ται στο χω­ριό Βυ­θός, γει­το­νι­κό του Πε­ντά­λο­φου. Όπως α­φη­γεί­ται ο Σκα­μπαρ­δώ­νης στο δι­κό του διή­γη­μα, πα­λιά ο Βυ­θός ο­νο­μα­ζό­ταν Ντό­λος και οι Ντο­λια­νά­τες κτι­στά­δες εί­χαν φθά­σει μέ­χρι την Περ­σία, ό­που έ­χτι­σαν α­νά­κτο­ρο για τον Σά­χη. Τό­ση ή­ταν η φή­μη τους, που στα χω­ριά του Βόϊου α­πα­θα­να­τί­στη­καν στα χρι­στού­γεν­νιά­τι­κα κά­λα­ντα, ε­ξο­στρα­κί­ζο­ντας τους τρεις Μά­γους: «Εκ της Περ­σίας έρ­χο­νται σα­ρά­ντα Ντο­λια­νά­τες...»
    Το διή­γη­μα του Κο­ψα­χεί­λη,  στη δεύ­τε­ρη δη­μο­σίευ­σή του στο βι­βλίο, εί­ναι α­φιε­ρω­μέ­νο στον Σκα­μπαρ­δώ­νη. Αντι­στοί­χως, το δι­κό του, «Ο Κλα­ψό­δε­ντρος», εί­ναι α­φιε­ρω­μέ­νο στον Κο­ψα­χεί­λη. Ίσως, οι λό­γοι να εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ροι του ε­νός, πι­θα­νώς και μέ­σα α­πό τη σχέ­ση τους με τους τό­πους. Στέρ­γιος, πά­ντως, εί­ναι το ό­νο­μα του ή­ρωα στο διή­γη­μα του Σκα­μπαρ­δώ­νη, το ί­διο με του κα­κού στο διή­γη­μα του Κο­ψα­χεί­λη. Σε ε­κεί­νο εί­ναι έ­νας α­πό τους λο­τό­μους, που κό­βουν τα αιω­νό­βια ρό­μπο­λα του Αγίου Διο­νυ­σίου του Ολυ­μπί­τη. Πέ­φτο­ντας το δέ­ντρο του λιά­νι­σε το κε­φά­λι. Αγίου τι­μω­ρία. Η συγ­γέ­νεια δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται στο ό­νο­μα, άλ­λω­στε κι έ­νας άλ­λος ή­ρωας του Σκα­μπαρ­δώ­νη, έ­νας τρε­λά­ρας, έ­χει το ί­διο ό­νο­μα. Εί­ναι βα­θύ­τε­ρη, κα­θώς συν­δέε­ται με το υ­φέρ­πον με­τα­φυ­σι­κό στοι­χείο. Για πα­ρά­δειγ­μα,  και στους δυο, κά­ποια σπά­νια φυ­σι­κά φαι­νό­με­να συμ­βαί­νει να παίρ­νουν τις δια­στά­σεις του υ­περ­φυ­σι­κού χά­ρις στον τρό­πο της α­νι­στό­ρη­σής τους. Στα δυο πρό­σφα­τα διη­γή­μα­τα του Σκα­μπαρ­δώ­νη και του Κο­ψα­χεί­λη “βρέ­χει ψά­ρια και μπα­κά­κια”. Στο πρώ­το, τα βα­τρά­χια στον πα­ρα­λια­κό της Το­ρώ­νης εί­ναι ο πυ­ρή­νας γύ­ρω α­πό τον ο­ποίο στρο­βι­λί­ζε­ται έ­νας ο­λο­νύ­χτιος ε­φιάλ­της. Στο δεύ­τε­ρο, μέ­νει η φο­βι­κή ει­κα­σία να “ή­ταν ση­μά­δι του Αγίου”, που “ή­ταν πο­λύ χο­λω­μέ­νος”. Και στις δυο α­φη­γή­σεις υ­πάρ­χει η μυ­στι­κι­στι­κή υ­φή της μα­γείας.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 25/11/2012.

Ελιμειακά, 30 χρόνια παρουσίας



Με το 67ο τεύ­χος, που κυ­κλο­φό­ρη­σε Δε­κέμ­βριο 2011, το ε­ξα­μη­νιαίο πε­ριο­δι­κό συ­μπλή­ρω­σε τριά­ντα χρό­νια α­διά­λει­πτης πα­ρου­σίας. Ποιος, ό­μως, Αθη­ναίος ή και γε­νι­κό­τε­ρα, Πα­λαιο­ελ­λα­δί­της, εί­ναι τό­σο καλ­λιερ­γη­μέ­νος, ώ­στε να γνω­ρί­ζει τον τό­πο, στον ο­ποίο α­να­φέ­ρε­ται ο τίτ­λος; Κα­νο­νι­κά, ο κα­θέ­νας με ε­γκύ­κλιες σπου­δές, α­φού αρ­κεί να έ­χει ξε­φυλ­λί­σει Θου­κυ­δί­δη, Στρά­βω­να ή Αρι­στο­τέ­λη. Άλλω­στε, η λέ­ξη Ελί­μεια ή Ελι­μεία, α­κό­μη Ελι­μία ή και Ελι­μιώ­τις, ό­πως δια­βε­βαιώ­νουν οι γλωσ­σο­λό­γοι, εί­ναι συγ­γε­νι­κή της λέ­ξης Ελλάς, με κοι­νή πε­λασ­γι­κή ρί­ζα, που ση­μαί­νει υ­ψη­λός. Δη­λα­δή, πρό­κει­ται για το­πω­νύ­μια, ό­λα εκ Πίν­δου αρ­χό­με­να. Προ­λο­γί­ζο­ντας το ε­πε­τεια­κό τεύ­χος ο διευ­θυ­ντής σύ­ντα­ξης Στρά­τος Ηλια­δέ­λης, προσ­διο­ρί­ζει, “για τους μη γνω­ρί­ζο­ντες”, ό­τι η Ελί­μεια ή­ταν τμή­μα της αρ­χαίας Άνω Μα­κε­δο­νίας και κα­τεί­χε με­γά­λο μέ­ρος των Νο­μών Κο­ζά­νης και Γρε­βε­νών. Σε έ­να πα­λαιό­τε­ρο δι­πλό τεύ­χος του 2008 (τχ. 60-61, Ιού­νιος 2008), η αρ­χαιο­λό­γος Γεωρ­γία Κα­ρα­μή­τρου-Με­ντε­σί­δη θυ­μί­ζει ό­τι Άνω Μα­κε­δο­νία, α­πό τον Ηρό­δο­το μέ­χρι τον Κων­στα­ντί­νο Πορ­φυ­ρο­γέν­νη­το, α­πο­κα­λεί­ται η ο­ρει­νή, σε με­γά­λο υ­ψό­με­τρο, Μα­κε­δο­νία, στην ο­ποία πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται οι πε­ριο­χές Ελι­μιώ­τις, Λυ­γκη­στίς, Ορε­στίς, Πε­λα­γο­νία, Εορ­δαία.
Η α­να­δρο­μή της αρ­χαιο­λό­γου  στο ι­στο­ρι­κό και γεω­γρα­φι­κό πλαί­σιο γί­νε­ται και πά­λι σε έ­να εόρ­τιο τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού με α­φορ­μή μια προ­η­γού­με­νη ε­πέ­τειο. Τη συ­μπλή­ρω­ση ε­κα­τό χρό­νων του Συλ­λό­γου Κο­ζα­νι­τών Θεσ­σα­λο­νί­κης, που εί­ναι ο εκ­δό­της του πε­ριο­δι­κού. Ο Σύλ­λο­γος ο­νο­μά­ζε­ται «Ο Άγιος Νι­κό­λα­ος», προς τι­μή της ο­μώ­νυ­μης με­τα­βυ­ζα­ντι­νής εκ­κλη­σίας στη γε­νέ­τει­ρα. Άλλω­στε, η πρώ­τη ι­στο­ρι­κή α­να­φο­ρά των Κο­ζα­νι­τών της Θεσ­σα­λο­νί­κης σχε­τί­ζε­ται με το ναό: «...Κα­τά το έ­τος 1905 ε­στά­λη ως α­φιέ­ρω­μα υ­πό των εν Θεσ­σα­λο­νί­κη πα­τριω­τών ο μέ­γας βα­θύη­χος κώ­δων δια το ι­στο­ρι­κόν Κω­δω­νο­στά­σιον του Αγίου Νι­κο­λά­ου, αλ­λ’ ο τυ­ραν­νι­κός Καϊμα­κά­μης (υ­πο­διοι­κη­τής) τό­τε Σου­λεϊμά­ν-Μπέ­ης α­πη­γό­ρευ­σε την α­νάρ­τη­σιν αυ­τού...»  Ήδη, α­πό τα μέ­σα του 18ου αιώ­να, α­να­φέ­ρο­νται α­πό­δη­μοι Κο­ζα­νί­τες στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, η κύ­ρια ό­μως ε­γκα­τά­στα­σή τους στη συ­μπρω­τεύου­σα έ­γι­νε στα τέ­λη του ε­πό­με­νου αιώ­να. Ο Σύλ­λο­γος ι­δρύ­θη­κε στα ο­θω­μα­νι­κά α­κό­μη χρό­νια, το 1908, με πρώ­το πρό­ε­δρο τον Γεώρ­γιο Πα­πα­δέ­λη, τον με­γα­λύ­τε­ρο α­πό τα τέσ­σε­ρα α­δέλ­φια, που ή­ταν α­νά­με­σα στα εί­κο­σι ι­δρυ­τι­κά μέ­λη. Εκα­τό χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, στην κε­φα­λή του Συλ­λό­γου βρί­σκε­ται η Μι­μή Πα­πα­δέ­λη-Πα­πα­να­στα­σίου. Το λεύ­κω­μα για την ε­κα­το­ντα­ε­τία, που εκ­δό­θη­κε το 2009, ι­στο­ρεί ε­κεί­νους που δη­μιούρ­γη­σαν και στή­ρι­ξαν τον Σύλ­λο­γο.
Γεν­νιέ­ται, ω­στό­σο, το ε­ρώ­τη­μα, πό­σο μπο­ρεί να εν­δια­φέ­ρει έ­να πε­ριο­δι­κό, που έ­χει ως στό­χο την προ­βο­λή και διά­σω­ση της πνευ­μα­τι­κής και ι­στο­ρι­κής κλη­ρο­νο­μιάς του ε­λι­μεια­κού χώ­ρου. Από μια ά­πο­ψη, ε­λά­χι­στα έως κα­θό­λου, α­φού εί­ναι ζη­τού­με­νο κα­τά πό­σο θα κι­νού­σε το εν­δια­φέ­ρον α­κό­μη κι αν α­γκά­λια­ζε τον ευ­ρύ­τε­ρο ελ­λη­νι­κό χώ­ρο. Και εί­ναι α­να­με­νό­με­νο, ι­δίως σή­με­ρα, που η ά­με­ση προ­τε­ραιό­τη­τα εί­ναι η ε­ναρ­μό­νι­ση με το πα­γκο­σμιο­ποιη­μέ­νο πνεύ­μα. Εμείς, τώ­ρα, τρέ­χου­με με την ελ­πί­δα να προ­λά­βου­με να πιά­σου­με μια θέ­ση στην ευ­ρω­παϊκή ε­ξέ­δρα, έ­στω και στις έ­σχα­τες σει­ρές. Τι να τα κά­νου­με τα το­πι­κά ι­διό­λε­κτα, τα ο­ποία πα­ρου­σιά­ζο­νται κα­τά και­ρούς στο πε­ριο­δι­κό, ό­ταν α­γκο­μα­χού­με στα τα­χύρ­ρυθ­μα τμή­μα­τα γερ­μα­νι­κώ­ν; Ποιος εν­δια­φέ­ρε­ται για την κο­ζα­νί­τι­κη αρ­χι­τε­κτο­νι­κή α­πό τους πε­ρα­σμέ­νους αιώ­νες μέ­χρι σή­με­ρα, που πα­ρου­σιά­ζε­ται σε σει­ρά κει­μέ­νων, βα­σι­σμέ­νων σε πο­λύ­τι­μο αρ­χεια­κό υ­λι­κό, ό­ταν ο­νει­ρευό­μα­στε δια­με­ρί­σμα­τα δια­στά­σεων γη­πέ­δου με μπαλ­κό­νια πρό­σφο­ρα για παρ­κά­ρι­σμα τρο­χο­φό­ρου; Ποιος δια­βά­ζει ε­κτε­νή βιο­γρα­φι­κά α­πό­δη­μων του 17ου και του 19ου αιώ­να, ό­πως τα συ­γκε­ντρω­μέ­να α­πό τον κο­ζα­νί­τη ι­στο­ριο­δί­φη Θε­ο­φά­νη Πά­μπα, τη στιγ­μή που χρειά­ζο­νται ο­δη­γίες για με­τα­νά­στευ­ση στις συν­θή­κες, τις ε­πι­κρα­τού­σες τον 21ο; 
Αν, ω­στό­σο, στα­μα­τού­σα­με να πά­ρου­με μια α­νά­σα, δεν α­πο­κλείε­ται σε πε­ριο­δι­κά, α­κρι­βώς ό­πως τα «Ελι­μεια­κά», να α­να­κα­λύ­πτα­με έ­ναν δια­φο­ρε­τι­κό και ποιος ξέ­ρει α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρο μπού­σου­λα. Για πα­ρά­δειγ­μα, στο τεύ­χος για τα τρια­ντά­χρο­να του πε­ριο­δι­κού, ο Χα­ρί­των Κα­ρα­νά­σιος πα­ρου­σιά­ζει έ­να ά­γνω­στο κει­μή­λιο της ι­στο­ρι­κής Κο­βε­ντά­ρειου Δη­μο­τι­κής Βι­βλιο­θή­κης Κο­ζά­νης. Πρό­κει­ται για δυο σπα­ράγ­μα­τα περ­γα­μη­νής α­πό ά­γνω­στο βυ­ζα­ντι­νό κεί­με­νο του 10ου -11ου αιώ­να. Πο­λύς λό­γος γί­νε­ται ε­σχά­τως για τα “φι­λέ­τα” γης προς ε­ξοι­κο­νό­μη­ση πό­ρων. Εκεί­να προ­σφέ­ρο­νται για πώ­λη­ση. Υπάρ­χουν, ό­μως, και τα “φι­λέ­τα” πο­λι­τι­σμού, α­πό τα ο­ποία τα κρά­τη προ­σπο­ρί­ζο­νται αί­γλη, δια­τη­ρώ­ντας την κυ­ριό­τη­τά τους, α­πλώς δια ε­πι­δεί­ξεως. Του­τέ­στιν, δεν εί­ναι μιας χρή­σεως. Ύστε­ρα, την α­πο­κτη­θεί­σα αί­γλη, ι­κα­νοί αρ­γυ­ρα­μοι­βοί και ό­χι αλ­μπά­νη­δες α­πό τις α­με­ρι­κα­νι­κές πα­νε­πι­στη­μιου­πό­λεις, την α­νταλ­λάσ­σουν με χρυ­σό.
Συ­νο­ψί­ζο­ντας, μην πε­ρι­φρο­νεί­τε τα πε­ριο­δι­κά, που, ως λέ­γε­ται πε­ρι­παι­κτι­κά, μυ­ρί­ζουν να­φθα­λί­νη. Το μό­νο που δεί­χνουν πα­ρό­μοιες ε­κτι­μή­σεις εί­ναι την κο­ντό­θω­ρη νοο­τρο­πία, που έ­χει ε­πι­κρα­τή­σει.

Μ.Θ. 

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 25/11/2012

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

Δόκιμος περιπολάρχης



Γιώρ­γος Σκα­μπαρ­δώ­νης
«Πε­ρι­πο­λών πε­ρί πολ­λών τυρ­βά­ζω»
Εκδό­σεις Πα­τά­κη
Οκτώ­βριος 2011

Η πρό­σφα­τη γε­νι­κευ­μέ­νη κρί­ση της χώ­ρας έ­φε­ρε τη γε­νιά της με­τα­πο­λί­τευ­σης στο προ­σκή­νιο, ό­χι μό­νο το πο­λι­τι­κο­κοι­νω­νι­κό αλ­λά και το λο­γο­τε­χνι­κό. Νεό­τε­ροι συγ­γρα­φείς, ό­πως ο Μά­κης Κα­ρα­γιάν­νης και ο Νί­κος Πα­να­γιω­τό­που­λος, της έ­δω­σαν πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρό­λο στα τε­λευ­ταία μυ­θι­στο­ρή­μα­τά τους, «Το ό­νει­ρο του Οδυσ­σέ­α» και «Τα παι­διά του Κάϊν» α­ντι­στοί­χως. Εκεί­νο που θέ­λη­σαν να δεί­ξουν, ό­πως φαί­νε­ται μέ­σα α­πό την πλο­κή, τις ε­ξη­γή­σεις των α­φη­γη­τών, αλ­λά και τις μα­κριές συ­ζη­τή­σεις των προ­σώ­πων, εί­ναι ό­τι για ό­λα φταί­νε οι Κάϊν αυ­τής της γε­νιάς. Για να χρη­σι­μο­ποιή­σου­με τη δια­τύ­πω­ση του Πα­να­γιω­τό­που­λου, που ε­πι­κα­λεί­ται το βι­βλι­κό πα­ρά­δειγ­μα, οι Κάϊν, για­τί υ­πε­ρί­σχυ­σαν των Άβελ. Ως μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κούς Κάϊν, ο μεν πρώ­τος δια­λέ­γει ό­σους έ­παι­ξαν πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρό­λο σε κά­ποιο σκάν­δα­λο, ο δε δεύ­τε­ρος το θία­σο των βο­λε­μέ­νων κο­μπάρ­σων. Το πα­ρά­δο­ξο εί­ναι ό­τι, ε­νώ πλά­θουν πει­στι­κούς Κάϊν, φαί­νε­ται να δυ­σκο­λεύο­νται με τους Άβελ. Σαν να μην έ­χουν κα­θα­ρή ει­κό­να, ποιοι εί­ναι ε­κεί­νοι, που θα μπο­ρού­σαν να α­πο­τε­λέ­σουν τον α­ντί­πο­δα. 
Την α­πά­ντη­ση την δί­νει εμ­μέ­σως, με το  βι­βλίο του, έ­νας λί­γο με­γα­λύ­τε­ρος, ο Γιώρ­γος Σκα­μπαρ­δώ­νης. Ου­σια­στι­κά, αυ­τός έ­χει αρ­χί­σει να πλά­θει τους Άβελ α­πό πο­λύ νω­ρί­τε­ρα, στα διη­γή­μα­τα που δη­μο­σιεύει ε­δώ και του­λά­χι­στον μια δε­κα­πε­ντα­ε­τία, πριν α­κό­μη γυ­ρί­σει η χι­λιε­τία και κα­κο­φορ­μί­σει η ε­θνι­κή πλη­γή. Κα­τά μία ά­πο­ψη, ο Σκα­μπαρ­δώ­νης, ευ­θύς εξ αρ­χής, τους ί­διους χα­ρα­κτή­ρες προ­βάλ­λει ως το ά­λας, αν ό­χι της γης, σί­γου­ρα, πά­ντως, της ρά­τσας των Ελλή­νων, για να χρη­σι­μο­ποιή­σου­με μια πε­πα­λαιω­μέ­νη αλ­λά προ­σφι­λή κά­πο­τε έκ­φρα­ση. Ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός, ω­στό­σο, του Άβελ δεν ται­ριά­ζει στους χα­ρα­κτή­ρες που σμι­λεύει, κα­θώς, πόρ­ρω α­πέ­χουν α­πό “στρογ­γυ­λε­μέ­να” πρό­τυ­πα α­θωό­τη­τας και κα­λο­σύ­νης. Δεν εί­ναι οι χα­ρι­σμα­τι­κοί και ά­ρι­στοι, ού­τε, ό­μως, α­νή­κουν, σώ­νει και κα­λά, στο κοι­νω­νι­κό πε­ρι­θώ­ριο, ό­πως τους φα­ντα­σιώ­νο­νται ο Πα­να­γιω­τό­που­λος και οι συ­νο­μή­λι­κοί του συγ­γρα­φείς. Εί­ναι άν­θρω­ποι της δι­πλα­νής πόρ­τας, που συ­χνά τους α­πο­κα­λούν τρε­λά­ρες ή και λο­ξούς. Αλλά και στις πε­ρι­πτώ­σεις που, λό­γω κοι­νω­νι­κής θέ­σης, α­πο­λαμ­βά­νουν σε­βα­σμού, τη ρε­τσι­νιά του ι­διόρ­ρυθ­μου δεν την γλι­τώ­νουν. Κι αυ­τό, συ­νή­θως, λό­γω της έμ­μο­νης προ­σή­λω­σής τους σε κά­ποιο έρ­γο, κα­τά κα­νό­να “ου­χί πα­ρα­δε­δεγ­μέ­νης χρη­σι­μό­τη­τος”. Εί­τε πρό­κει­ται για ε­ρα­σι­τε­χνι­κή ε­να­σχό­λη­ση εί­τε για κα­θα­ρά ε­παγ­γελ­μα­τι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα, ε­πι­δί­δο­νται σε αυ­τό με τό­ση α­φο­σίω­ση, ώ­στε να υ­περ­βαί­νει τις α­παι­τή­σεις  της συ­γκε­κρι­μέ­νης δου­λειάς και η α­να­ζή­τη­ση της τε­λειό­τη­τας να κα­τα­λή­γει αυ­το­σκο­πός. 
Σή­με­ρα, ο Σκα­μπαρ­δώ­νης, εί­κο­σι ο­κτώ έ­τη με­τά τη δη­μο­σίευ­ση του πρώ­του του διη­γή­μα­τος, θεω­ρεί­ται πλέ­ον έ­νας ση­μα­ντι­κός πε­ζο­γρά­φος, διη­γη­μα­το­γρά­φος τε και μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος. Ωστό­σο, η ι­διο­μορ­φία του μυ­θο­πλα­στι­κού του κό­σμου φαί­νε­ται σαν να λαν­θά­νει. Πι­θα­νώς, για­τί τον υ­πο­βάλ­λει ε­ντέ­χνως και πλα­γίως, μέ­σα α­πό βι­βλία με τίτ­λους, που δεί­χνουν γρι­φώ­δεις. Ου­σια­στι­κά, πρό­κει­ται για προ­σφυώς πα­ραλ­λαγ­μέ­να γνω­στά ο­ξύ­μω­ρα σχή­μα­τα, τα ο­ποία κυ­ριο­λε­κτούν μεν, αλ­λά γί­νο­νται α­ντι­λη­πτά μάλ­λον σαν λε­κτι­κά πυ­ρο­τε­χνή­μα­τα. Συμ­βάλ­λει, πά­ντως, κα­θο­ρι­στι­κά ο πρω­το­πρό­σω­πος α­φη­γη­τής, που, κα­τά κα­νό­να, ε­πι­στρα­τεύει. Αυ­τός δεν ε­ξη­γεί το σκε­πτι­κό και τις  προ­θέ­σεις των η­ρώων, ό­πως κά­νουν, κα­τά τα α­με­ρι­κα­νι­κά πρό­τυ­πα, οι α­φη­γη­τές των μπε­στ-σέ­λε­ρ, αλ­λά και των ι­στο­ριών πολ­λών νεό­τε­ρων συγ­γρα­φέων. Αντί αυ­τών, ε­κεί­νος προ­χω­ρά­ει α­π’ ευ­θείας στο στή­σι­μο του σκη­νι­κού, ε­πι­μέ­νο­ντας στο χρό­νο και τον τό­πο. Στη συ­νε­χεία, με την ί­δια σα­φή­νεια και το χυ­μώ­δες λε­κτι­κό της κα­θο­μι­λου­μέ­νης, πε­ρι­γρά­φει το σου­λού­πι πρω­τα­γω­νι­στών και κο­μπάρ­σων. Οι πε­ρι­γρα­φές α­πο­λαμ­βά­νουν της πα­ρα­στα­τι­κό­τη­τας θε­α­τρι­κού έρ­γου.
Για πα­ρά­δειγ­μα, δυο α­πό τα πρό­σφα­τα διη­γή­μα­τα θα μπο­ρού­σαν να χα­ρα­κτη­ρι­στούν θε­α­τρι­κά μο­νό­πρα­κτα. Το πρώ­το, «Δυο κι­λά ζα­βο­γα­ρί­δες», ε­κτυ­λίσ­σε­ται σε η­μιυ­πό­γειο τα­βερ­νείο α­πό τα πα­λιά της Θεσ­σα­λο­νί­κης, ε­νώ το δεύ­τε­ρο, «Κα­τη­φο­ρι­κή θά­λασ­σα», πα­ρά θι­ν’ α­λός. Μό­νο που και στα δυο, η φρε­νή­ρης δρά­ση του τέ­λους δια­φεύ­γει των ο­ρίων της θε­α­τρι­κής σκη­νής. Για το φι­νά­λε, θα χρεια­ζό­ταν έ­να κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό μο­νο­πλά­νο. Και στα δυο διη­γή­μα­τα, πρω­τα­γω­νι­στεί η τό­σο προ­σφι­λής στον συγ­γρα­φέα α­ντρο­πα­ρέα, πε­ντα­με­λής αλ­λά δια­φο­ρε­τι­κής, στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις, κοι­νω­νι­κής τά­ξης. Πά­ντως, σε αμ­φό­τε­ρες τις πε­ρι­πτώ­σεις, ου­δό­λως α­πα­σχο­λούν τα μέ­λη της η γε­νι­κή κρί­ση και η δι­κή τους οι­κο­νο­μι­κή κα­τά­στση. Μό­νο η ευ­ζωία τους, ό­πως, ό­μως, ε­κεί­νοι την α­ντι­λαμ­βά­νο­νται, με “ζα­βο­γα­ρί­δες”, “σπά­ρους Μη­χα­νιώ­νας” και τσί­που­ρα. 
Αφού ο α­φη­γη­τής του Σκα­μπαρ­δώ­νη ο­λο­κλη­ρώ­σει αυ­τά τα προ­κα­ταρ­κτι­κά, αρ­χί­ζει την πε­ρι­γρα­φή του έρ­γου, που συ­νι­στά την κύ­ρια ε­να­σχό­λη­ση του κε­ντρι­κού ή­ρωα. Ονο­μα­τί­ζει ε­πα­κρι­βώς τα πράγ­μα­τα, σε τέ­τοιο βαθ­μό α­κρι­βο­λο­γίας, που οι ση­με­ρι­νοί ο­πα­δοί της εν τά­χει α­νά­γνω­σης μπο­ρεί μέ­χρι και να ε­νο­χλη­θούν, διε­ρω­τώ­με­νοι, προς τι τό­σο λε­κτι­κό λε­πτο­λό­γη­μα. Σε κά­ποιους, ω­στό­σο, στο τέ­λος  της α­νά­γνω­σης, α­πο­μέ­νει αί­σθη­ση ι­κα­νο­ποίη­σης, ό­πως ύ­στε­ρα α­πό θε­ρα­πευ­τι­κή α­γω­γή. Στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, το πρό­βλη­μα εί­ναι μια ι­διά­ζου­σα μορ­φή λε­ξι­πε­νίας, που, τα τε­λευ­ταία χρό­νια, ε­ξα­πλώ­νε­ται με α­νη­συ­χη­τι­κό ρυθ­μό α­κό­μη και στη μυ­θι­στο­ριο­γρα­φία. Κα­τ’ αυ­τήν χά­νο­νται τα ο­νό­μα­τα των πραγ­μά­των και τη θέ­ση τους κα­τα­λαμ­βά­νουν τα α­φη­ρη­μέ­να ου­σια­στι­κά. Ο στό­χος, πά­ντως, του Σκα­μπαρ­δώ­νη εί­ναι να προ­βάλ­λει ευ­κρι­νέ­στε­ρα η εμ­μο­νή του ή­ρωα. Στις πε­ρι­πτώ­σεις που αυ­τή δια­φεύ­γει των συ­νη­θι­σμέ­νων προ­ση­λώ­σεων, πα­ρα­τί­θε­ται, ως α­να­γκαία πα­ρέκ­βα­ση, το ι­στο­ρι­κό της, το ο­ποίο μπο­ρεί να ε­κλη­φθεί και ως το ψα­χνό της α­φή­γη­σης. Όπως, για πα­ρά­δειγ­μα, στο ε­ναρ­κτή­ριο «Zippo χρω­μίου με χά­ραγ­μα», ό­που  α­νι­στο­ρεί­ται το πώς προέ­κυ­ψε έ­νας πε­ρι­πτε­ράς συλ­λέ­κτης α­να­πτή­ρων και μά­λι­στα, α­πό την ε­φη­βεία του, που εί­θι­σται να εί­ναι η ε­πο­χή για τα πλέ­ον εν­δια­φέ­ρο­ντα ε­ρω­τι­κά α­νάμ­μα­τα.
Σε άλ­λα πά­λι διη­γή­μα­τα, που τον ή­ρωα α­πα­σχο­λεί έ­να έρ­γο, λί­γο-πο­λύ συ­νη­θι­σμέ­νο, η α­φή­γη­ση α­πλώ­νε­ται στο σχο­λα­στι­κό τρό­πο της ε­κτέ­λε­σής του. Όπως στην πε­ρί­πτω­ση ε­κεί­νου του ά­ψο­γου ο­δο­κα­θα­ρι­στή στο διή­γη­μα της προ­η­γού­με­νης συλ­λο­γής «Ο ο­δο­κα­θα­ρι­στής, 5.30 το πρωί», ή, στο πρό­σφα­το, «Το φί­δι στη φάτ­νη», του ιε­ρέα, που, ό­ταν έ­νας μι­κρός α­νέ­τρε­ψε την ώ­ρα της με­τά­λη­ψης το δι­σκο­πό­τη­ρο, σύρ­θη­κε στο δά­πε­δο και έ­γλει­ψε “σχο­λα­στι­κά, ε­πί­μο­να”, πό­ντο-πό­ντο τη με­τα­λα­βιά. Και α­κό­μη άλ­λων η­ρώων σε διη­γή­μα­τα της νέ­ας σο­δειάς, που α­ντι­με­τω­πί­ζουν τη δου­λειά τους ως λει­τούρ­γη­μα, σαν τον Κων­στα­ντι­νου­πο­λί­τη κυρ Σω­φρό­νιο, “κά­το­χο μο­να­δι­κής συ­ντα­γής για την πα­ρα­σκευή λου­κου­μιώ­ν”. 
Σε ο­ρι­σμέ­να διη­γή­μα­τα, ο συγ­γρα­φέ­ας υιο­θε­τεί την πε­ριο­ρι­σμέ­νη ο­πτι­κή γω­νία του α­φη­γη­τή, δο­κι­μά­ζο­ντας τον α­να­γνώ­στη. Σε α­ντί­θε­ση με τους συγ­γρα­φείς που τα δί­νουν ό­λα α­να­λυ­τι­κά, κά­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο και α­πό α­να­λυ­τι­κά, μην και βρει προ­σκόμ­μα­τα το πλα­τύ κοι­νό, ο Σκα­μπαρ­δώ­νης φαί­νε­ται σαν να δη­λώ­νει ό­τι τον εν­δια­φέ­ρουν γε­νι­κώς οι α­σκη­μέ­νοι α­να­γνώ­στες και ει­δι­κό­τε­ρα, οι ε­ξοι­κειω­μέ­νοι με τον κό­σμο των ι­στο­ριών του. Ένα κα­λό πα­ρά­δειγ­μα, εί­ναι η “προ­πό­νη­ση” του Μα­νώ­λη Χιώ­τη πριν α­νε­βεί στο πάλ­κο και αρ­χί­σει ε­κεί­νο το “α­δια­νό­η­το τα­ξί­μι”. Ο α­φη­γη­τής, θα λέ­γα­με ό­τι δί­νει ρέ­στα στην πε­ρι­γρα­φή του μου­σι­κού αυ­το­σχε­δια­σμού, α­φή­νει, ό­μως, στα αυ­το­νό­η­τα, τι εν­νο­εί με “την πιο σω­στή στά­ση” του σώ­μα­τος του ορ­γα­νο­παί­κτη, για την ε­πί­τευ­ξη της ο­ποίας ε­κεί­νος στέ­κε­ται γυ­μνός “με το λευ­κό σλιπ και τις λευ­κές κάλ­τσες”, “μια ο­λό­κλη­ρη ώ­ρα”, “μπρο­στά σ’ έ­ναν ο­λό­σω­μο κα­θρέ­φτη”. Ποιος θυ­μά­ται ό­τι ο Χιώ­της έ­παι­ζε μπου­ζού­κι πά­ντο­τε όρ­θιος; Πα­ρο­μοίως, στην ι­στο­ρία του ι­διο­φυούς πια­νί­στα, που κα­τέ­λη­ξε ε­ρη­μί­της στο Άγιο Όρος, μέ­νει στα αυ­το­νό­η­τα, ό­τι το τρα­γού­δι του τίτ­λου του διη­γή­μα­τος, «We will meet again», ή­ταν γνω­στή ε­πι­τυ­χία του 1940, ε­πο­χή πο­λέ­μου και α­πο­χαι­ρε­τι­σμών.  
Οι ε­ντυ­πω­σια­κό­τε­ροι, πά­ντως, τρε­λά­ρες της πρό­σφα­της συλ­λο­γής εί­ναι δυο φοι­τη­τές της Αρχι­τε­κτο­νι­κής, που δεν εί­χαν ι­διαί­τε­ρες ε­πι­δό­σεις στα μα­θή­μα­τα, αλ­λά ού­τε με­γά­λο εν­δια­φέ­ρον για τα ι­δε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κά. Ού­τε καν για τα κο­ρί­τσια. Αυ­τούς τους εν­διέ­φε­ραν μό­νο οι “κα­τα­σκευές”. Χά­ρις σε αυ­τό το α­πο­κλει­στι­κό εν­δια­φέ­ρον τους, στα ό­ρια της μο­νο­μα­νίας, η κα­τα­σκευή στο σα­λό­νι τρί­πα­του ε­ρει­πιώ­δους νε­ο­κλα­σι­κού ε­νός ι­στιο­φό­ρου, κο­ντά πέ­ντε μέ­τρα μή­κους, σω­στού «Θα­λασ­σίου δαί­μο­νος», το κα­τέ­βα­σμά του α­πό το μπαλ­κό­νι, η κα­θέλ­κυ­σή του και ο πρώ­τος πλους α­πο­τε­λούν τα ε­πει­σό­δια μιας συ­ναρ­πα­στι­κής πε­ρι­πέ­τειας. Τύ­φλα να ’χει ο «Τυ­φώ­νας» του Τζό­ζεφ Κόν­ρα­ντ μπρο­στά “στη μπου­κα­δού­ρα που ρο­βο­λού­σε α­π’ το Άγιον Όρος και σά­ρω­νε ό­λο το πέ­λα­γος”. Εδώ, φαί­νε­ται, για άλ­λη μια φο­ρά, ό­τι ο συγ­γρα­φέ­ας δεν ε­πι­λέ­γει τυ­χαία το πρώ­το πρό­σω­πο. Με αυ­τό κα­τορ­θώ­νει και διο­χε­τεύει στην α­φή­γη­ση τον οί­στρο, που έ­χουν οι διη­γή­σεις ό­σων πα­ρα­μυ­θά­δων έρ­χο­νται α­πό τη λά­λα ρά­τσα των Ελλή­νων. Κι ό­πως α­πο­φθέγ­γε­ται, σε έ­τε­ρο διή­γη­μα, συ­νο­μι­λώ­ντας με τις τρεις Μοί­ρες, που τον ε­πι­σκέ­φτη­καν σαν τρεις “ε­ξαί­σιες στα­χτά­ρες”:  “Το πρό­βλη­μά μας εί­ναι ό­τι πρέ­πει να βρού­με έ­ναν νέο, βα­θύ­τε­ρο οί­στρο”. Πα­ραί­νε­ση, που θα μπο­ρού­σε να α­πευ­θύ­νε­ται σε νεό­τε­ρους συγ­γρα­φείς ή και σε ό­λους τους πο­λί­τες της χει­μα­ζό­με­νης χώ­ρας. 
Ενα άλ­λο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του μυ­θο­πλα­στι­κού κό­σμου του Σκα­μπαρ­δώ­νη εί­ναι ό­τι φα­ντά­ζει με­γα­λύ­τε­ρος του συ­νή­θους αν­θρω­πο­κε­ντρι­κού σύ­μπα­ντος. Αυ­τήν την αί­σθη­ση την προ­κα­λεί ο στε­νός συγ­χρω­τι­σμός των η­ρώων με τε­θνεώ­τες και ζω­ντα­νά. Οι ι­στο­ρίες για τον παπ­πού Θεό­δω­ρο Κλή­με­ντο, που στοι­χειώ­νει α­πό νω­ρίς τη συγ­γρα­φι­κή φα­ντα­σία, πα­ρου­σιά­ζουν θαυ­μα­στι­κά τις α­ντο­χές και τα γλέ­ντια των πα­λαιό­τε­ρων. Πα­ρο­μοίως, οι ι­στο­ρίες για τα πά­σης φύ­σεως ζω­ντα­νά, δο­ξά­ζουν τις συ­χνά πα­ρά­ξε­νες, με τα αν­θρώ­πι­να μέ­τρα και σταθ­μά, ι­κα­νό­τη­τές τους. Του αέ­ρος, ό­πως οι στα­χτά­ρες του πρό­σφα­του διη­γή­μα­τος, φτω­χοί συγ­γε­νείς των χε­λι­δο­νιών, αλ­λά με ε­ξαι­ρε­τι­κές ε­πι­δό­σεις, στο ση­μείο να κοι­μού­νται εν πτή­σει. Αλλά και της θά­λασ­σας, ό­πως ο θη­ριώ­δης γου­λια­νός διη­γή­μα­τος της προ­η­γού­με­νης συλ­λο­γής, που ε­γκλω­βί­στη­κε στην εκ­κλη­σία της Αγια-Βαρ­βά­ρας του χω­ριού Νε­ράι­δα, άλ­λο­τε πο­τέ στις όχ­θες του Αλιάκ­μο­να και ε­δώ και σα­ρά­ντα χρό­νια στο βυ­θό της λί­μνης Πο­λυ­φύ­του. Ή, α­κό­μη, το τρο­με­ρό γρι­βά­δι πα­λαιό­τε­ρου διη­γή­μα­τος, το ο­ποίο περ­νά ζωή χα­ρι­σά­με­νη στη μπα­νιέ­ρα του δια­με­ρί­σμα­τος ε­νός τρε­λά­ρα. Λι­γό­τε­ρα τα ό­ντα της ξη­ράς, αλ­λά το κε­νό α­να­πλη­ρώ­νουν οι εκ­πλη­κτι­κής ευ­φυΐας σκύ­λοι. Μό­νο που στα διη­γή­μα­τα του Σκα­μπαρ­δώ­νη δεν πα­ρου­σιά­ζο­νται σε ρό­λο θύ­μα­τος της αν­θρώ­πι­νης βίας, ό­πως τους θέ­λουν άλ­λοι ζωό­φι­λοι συγ­γρα­φείς, αλ­λά εκ­φο­βι­στή. 
Η α­φή­γη­ση του Σκα­μπαρ­δώ­νη δια­θέ­τει ό­λα τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της πα­ρα­μυ­θι­κής διή­γη­σης: ρυθ­μό, α­να­τρο­πές και το βο­ρειο­ελ­λα­δί­τι­κο λε­κτι­κό. Πέ­ραν, ό­μως, αυ­τών, ευ­θύς εξ αρ­χής,  δη­μο­σίευε και σύ­ντο­μα διη­γή­μα­τα της μιας το πο­λύ σε­λί­δας. Κα­θώς η τε­λευ­ταία συλ­λο­γή του κυ­κλο­φό­ρη­σε φθι­νό­πω­ρο του 2011, έ­γρα­ψε και δυο μί­νι διη­γή­μα­τα για τους τι­μώ­με­νους κα­τά το ε­πε­τεια­κό έ­τος. Μπο­ρεί να μην φτά­νουν ε­κεί­νο το μο­να­δι­κό διή­γη­μα της μιας πα­ρα­γρά­φου, «Ανα­φο­ρά υ­πα­στυ­νό­μου Ιωάν­νη Πε­τρά­κη», σε μια α­πό τις κα­λύ­τε­ρες συλ­λο­γές του, «Πά­λι κε­ντά­ει ο στρα­τη­γός», α­φού ο συγ­γρα­φέ­ας δεί­χνει να με­τριά­ζει την εκ­φρα­στι­κή του αυ­θορ­μη­σία, σί­γου­ρα πά­ντως δεν συ­γκρί­νο­νται με το δια­δι­κτυα­κό φρού­το του μπον­ζάϊ διη­γή­μα­τος, που ε­σχά­τως αν­θεί και στα κα­θ’ η­μάς. Πε­ρισ­σό­τε­ρο ευ­τυ­χεί του Ελύ­τη, «Η ποίη­ση βα­ρά­ει κα­τα­κέ­φα­λα», πα­ρά του Πα­πα­δια­μά­ντη με τον δά­νειο πα­πα­δια­μά­ντειο τίτ­λο «Νε­κρός τα­ξι­διώ­της». Φαί­νε­ται πως ο Σκα­μπαρ­δώ­νης “συ­νο­μι­λεί” κα­λύ­τε­ρα υ­πο­γείως με τον Σκια­θί­τη. Αυ­τήν την ε­ντύ­πω­ση δη­μιουρ­γούν τα υ­πο­κο­ρι­στι­κά που πυ­κνώ­νουν ή, α­κό­μη, κά­ποιες θα­λασ­σι­νές εκ­φρά­σεις σαν ε­κεί­νες τις δύ­στρο­πες του Πα­πα­δια­μά­ντη, που οι με­τα­γε­νέ­στε­ροι α­πέ­δω­σαν σε τυ­πο­γρα­φι­κά σφάλ­μα­τα. “Αί­θριος ο ου­ρα­νός, σταυ­ρω­μέ­νος α­πό τον βορ­ρά­ν”, γρά­φει ο Σκια­θί­της. “Έξω ο γαρ­μπής α­φιέ­ρω­νε”, ο Σκα­μπαρ­δώ­νης. Ίσως, ό­μως, σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση να μην πρό­κει­ται για “συ­νο­μι­λία”, αλ­λά για κοι­νά α­κού­σμα­τα. Απο­μέ­νει να ε­πι­χει­ρή­σου­με τη δια­κει­με­νι­κή λε­γό­με­νη προ­σέγ­γι­ση σε έ­να α­πό τα διη­γή­μα­τα, την ο­ποία υ­πο­στη­ρί­ζουν ο­ρι­σμέ­να πε­ρι­κει­με­νι­κά στοι­χεία, ό­πως α­πο­κα­λού­νται. Προ­σώ­ρας συ­νο­ψί­ζου­με: Ο συγ­γρα­φέ­ας “πε­ρί πολ­λών τυρ­βά­ζει”, ό­πως ο ί­διος δη­λώ­νει, την πε­ριο­χή, πά­ντως, της διη­γη­μα­το­γρα­φίας την πε­ρι­πο­λεί ευ­δο­κί­μως. 
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 11/11/2012.