Πέμπτη 5 Ιουλίου 2012

Μεθεόρτια επετειακού έτους



«Άθως», χαρακτικό (ξυλογραφία)
του Πολυκλείτου Ρέγκου.


Το πρό­σφα­το ε­πε­τεια­κό έ­τος Πα­πα­δια­μά­ντη στά­θη­κε φτω­χό σε εκ­δό­σεις του έρ­γου του. Αν ε­ξαι­ρέ­σου­με τα Άπα­ντα, που ε­ξέ­δω­σε ο Δη­μο­σιο­γρα­φι­κός Οργα­νι­σμός Λα­μπρά­κη, οι υ­πό­λοι­πες εκ­δό­σεις πε­ριο­ρί­στη­καν σε ε­πα­νεκ­δό­σεις αν­θο­λο­γιών και εκ­δό­σεις με­μο­νω­μέ­νων διη­γη­μά­των. Ακό­μη και οι δύο πιο πρό­σφα­τες αν­θο­λο­γίες (Χρ. Λιο­ντά­κη, Κ. Ακρί­βου), που συ­ζη­τή­θη­καν ε­ντός του έ­τους, εί­χαν εκ­δο­θεί το 2010. Για το 2011, κα­τα­γρά­φου­με μια μό­νο και­νού­ρια αν­θο­λο­γία, που έρ­χε­ται α­πό τον εκ­κλη­σια­στι­κό χώ­ρο. Επί­σης, δεν εκ­δό­θη­κε κα­μία πα­πα­δια­μα­ντι­κή με­τά­φρα­ση, πα­ρό­λο που ο περ­σι­νός ε­ορ­τα­σμός ε­πι­κε­ντρώ­θη­κε στον με­τα­φρα­στή και με­τα­φρα­ζό­με­νο Πα­πα­δια­μά­ντη. Όσο α­φο­ρά, ω­στό­σο, το δεύ­τε­ρο σκέ­λος, εκ­δό­θη­καν δυο με­τα­φρά­σεις έρ­γων του: «Η Φό­νισ­σα» στα γαλ­λι­κά α­πό την Λια­νταίν Σέρ­ραρ­ντ και τρία διη­γή­μα­τα στα ι­σπα­νι­κά α­πό την Μ. Σ. Ντίος Σα­ντς. Αλλά το πα­πα­δια­μα­ντι­κό έ­τος ή­ταν φτω­χό και σε εκ­δό­σεις σχε­τι­κές με το έρ­γο του. Με­τρη­μέ­νοι με­λε­τη­τές συ­γκέ­ντρω­σαν κυ­ρίως πα­λαιό­τε­ρα κεί­με­νά τους, ε­νώ η Ε.Σ.Η.Ε.Α. ε­ξέ­δω­σε μια αν­θο­λο­γία πε­ζών και ποιη­μά­των για τον τι­μώ­με­νο. Ως ση­μα­ντι­κό­τε­ρη έκ­δο­ση του έ­τους μπο­ρεί να θεω­ρη­θεί «Ο Πα­πα­δια­μά­ντης του Ζή­σι­μου Λο­ρε­ντζά­του» του Ν.Δ.Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λου.
     Κα­τά τα άλ­λα, στη διάρ­κεια του ε­πε­τεια­κού έ­τους, ο Πα­πα­δια­μά­ντης προ­βλή­θη­κε α­πό τον Τύ­πο, ι­διαί­τε­ρα η πτυ­χή του ε­ρω­τι­κού συγ­γρα­φέα, σε α­ντί­στι­ξη με τον Άγιο των Γραμ­μά­των, ό­πως ή­ταν η ε­πι­κρα­τού­σα πτυ­χή και θεώ­ρη­ση σε προ­γε­νέ­στε­ρη πε­ρίο­δο. Από αυ­τήν την ά­πο­ψη, πα­ρου­σιά­ζει εν­δια­φέ­ρον πό­σο και πώς τον τί­μη­σε ο χώ­ρος των θρη­σκευό­με­νων κα­τά το ε­πε­τεια­κό έ­τος. Η αν­θο­λο­γία που α­να­φέ­ρα­με εί­ναι α­γιο­ρεί­τι­κη έκ­δο­ση α­πό «Το πε­ρι­βό­λι της Πα­να­γίας», ό­πως τό­σο ποιη­τι­κά α­πο­κα­λεί­ται ο Άθως, που, σύμ­φω­να με την πα­ρά­δο­ση, δό­θη­κε στην Θε­ο­μή­το­ρα ως κλή­ρος δι­δα­σκα­λίας. Αυ­τή εί­ναι και η μο­να­δι­κή εκ­κλη­σια­στι­κή έκ­δο­ση, πέ­ραν ε­νός η­με­ρο­λο­γίου. Ωστό­σο, δύο θε­ο­λο­γι­κές πε­ριο­δι­κές εκ­δό­σεις («Σύ­να­ξη», «Επί­γνω­ση») τον τί­μη­σαν με α­φιε­ρω­μα­τι­κές σε­λί­δες, ε­νώ μια α­κό­μη, η τρι­μη­νιαία «Θε­ο­λο­γία», με α­φιε­ρω­μα­τι­κό τεύ­χος, το τέ­ταρ­το του 2011. Σε αυ­τές τις σε­λί­δες στη μνή­μη του Πα­πα­δια­μά­ντη, δη­μο­σιεύο­νται κεί­με­να ιε­ρω­μέ­νων, θε­ο­λό­γων και λαϊκών, ό­που σε ό­λα η έμ­φα­ση δί­νε­ται, σχε­δόν α­πο­κλει­στι­κά, στον ευ­σε­βή Πα­πα­δια­μά­ντη και την θρη­σκευ­τι­κή πλευ­ρά του έρ­γου του.    
   Πα­ρό­τι α­γιο­ρεί­τι­κη έκ­δο­ση η αν­θο­λο­γία και κα­τά το προοί­μιο ε­στια­σμέ­νη στο “εκ­κλη­σια­στι­κό βίω­μα” των πα­πα­δια­μα­ντι­κών σε­λί­δων, τα 21 διη­γή­μα­τα, που συ­γκε­ντρώ­νο­νται, εί­ναι α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κά ο­λό­κλη­ρου του έρ­γου. Κα­λύ­πτουν ο­λό­κλη­ρη την εκ­δο­τι­κή πε­ρίο­δο, α­πό τα πρώ­τα ε­ορ­τα­στι­κά διη­γή­μα­τα μέ­χρι τα με­τα­θα­νά­τια, ό­που τα πε­ρισ­σό­τε­ρα εί­ναι μεν σκια­θί­τι­κα αλ­λά συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται και τέσ­σε­ρα α­θη­ναϊκά. Την αν­θο­λό­γη­ση και την ε­πι­μέ­λεια α­να­λαμ­βά­νει ο Δη­μή­τρης Χρι­στα­φα­κό­που­λος, γνω­στός α­πό τις με­τα­φρά­σεις Λό­γων των Πα­τέ­ρων της Εκκλη­σίας και Δι­δα­χών των Γε­ρό­ντων της Ερή­μου, ε­νώ το ει­σα­γω­γι­κό σχό­λιο εί­ναι του δρα­μι­νού φι­λό­λο­γου και μου­σι­κού Γιώρ­γου Φρα­ντζο­λά. Ο δεύ­τε­ρος συ­γκα­τα­λέ­γε­ται στους λι­γο­στούς, που ε­ξέ­δω­σαν βι­βλίο για τον Πα­πα­δια­μά­ντη το 2011.  Τον πε­ρα­σμέ­νο Δε­κέμ­βριο κυ­κλο­φό­ρη­σε «Το κα­μί­νι που δρο­σί­ζει», μια συ­να­γω­γή κει­μέ­νων του για την μου­σι­κό­τη­τα της γλώσ­σας του Πα­πα­δια­μά­ντη, ό­που συ­στε­γά­ζο­νται και α­ντί­στοι­χα κεί­με­να για τον Ν. Γ. Πε­ντζί­κη. Η ει­σα­γω­γή του στην αν­θο­λο­γία εκ­κι­νεί με “το γλαυ­κό” του Ελύ­τη, συ­νε­χί­ζει με το οι­κείο του θέ­μα, τη μου­σι­κή των διη­γη­μά­των, και κα­τα­λή­γει με το θαύ­μα της μο­σχο­βο­λιάς α­πό το μνή­μα τεσ­σά­ρων χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών προ­σώ­πων του Πα­πα­δια­μά­ντη, που εί­χαν μαρ­τυ­ρι­κό βίο ή θά­να­το. Οι ι­στο­ρίες τους βρί­σκο­νται α­νά­με­σα στα αν­θο­λο­γη­μέ­να διη­γή­μα­τα, μα­ζί με άλ­λες ι­στο­ρίες, που κι αυ­τές α­νι­στο­ρούν θαύ­μα­τα, έ­στω και λι­γό­τε­ρο ε­ντυ­πω­σια­κά. Υπάρ­χουν και ι­στο­ρίες, ό­που το θαύ­μα δεν συ­ντε­λεί­ται, ό­πως στο διή­γη­μα «Η συ­ντέ­κνισ­σα». Σε αυ­τό, το βρέ­φος εκ­πνέει. Πρό­λα­βαν, ω­στό­σο, και το βά­φτι­σαν, ο­πό­τε μπο­ρεί “να τα­φή σ’ ά­για χώ­μα­τα”. Ο ιε­ρέ­ας κα­θη­συ­χά­ζει την συ­ντέ­κνισ­σα, λέ­γο­ντας, “Εί­ναι στον Πα­ρά­δει­σο πρύ­μα, ό­που κι αν το βά­λου­με”. Εξ ου και ο τίτ­λος της συλ­λο­γής, «Στον Πα­ρά­δει­σο πρύ­μα».
   Η συ­γκε­κρι­μέ­νη αν­θο­λο­γία θέ­τει εμ­μέ­σως το θέ­μα των ερ­μη­νευ­τι­κών σχο­λίων, που θα α­να­με­νό­ταν να α­πα­σχο­λή­σει σε με­γα­λύ­τε­ρη κλί­μα­κα την έκ­δο­ση των νέων Απά­ντων. Ο ε­πι­με­λη­τής της έκ­δο­σης δί­νει σε υ­πο­σε­λί­διες ση­μειώ­σεις την ερ­μη­νεία των ι­διω­μα­τι­κών λέ­ξεων, κα­θώς και τις α­παι­τού­με­νες πα­ρα­πο­μπές σε εκ­κλη­σια­στι­κά, αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κά και λοι­πά κεί­με­να για τις δά­νειες φρά­σεις και πε­ρι­κο­πές, α­κο­λου­θώ­ντας την κρι­τι­κή έκ­δο­ση του Δό­μου, α­πό την ο­ποία και παίρ­νει το κεί­με­νο. Ενίο­τε ερ­μη­νεύει και κά­ποια ε­πι­πλέ­ον λέ­ξη, που ο ε­πι­με­λη­τής του Δό­μου εί­χε θεω­ρή­σει γνω­στή, ό­πως, λ.χ., η πτι­σά­νη. Μό­νο που την ερ­μη­νεύει σύμ­φω­να με τα εν χρή­σει σή­με­ρα λε­ξι­κά, ως “φαρ­μα­κευ­τι­κό ρό­φη­μα”. Εμείς, ω­στό­σο, πι­στεύου­με ό­τι ο στό­χος των ερ­μη­νευ­τι­κών σχο­λίων εί­ναι να α­να­πα­ρά­γουν το γνω­στι­κό σύ­μπαν της ε­πο­χής του συγ­γρα­φέα, ώ­στε να δί­νουν στη λέ­ξη το αρ­μό­ζον νό­η­μα. Λ.χ., την ε­πο­χή του Πα­πα­δια­μά­ντη η πτι­σά­νη ή­ταν α­κό­μη ο ιπ­πο­κρά­τειος χυ­λός, του­τέ­στιν το διαι­τη­τι­κό κρι­θα­ρό­νε­ρο.
  Ένα κα­λύ­τε­ρο πα­ρά­δειγ­μα μας δί­νει η προ­σπά­θεια του ε­πι­με­λη­τή της αν­θο­λο­γίας να α­πο­κα­τα­στή­σει το κεί­με­νο ε­νός α­πό τα διη­γή­μα­τα του Πα­πα­δια­μά­ντη, που εκ­δό­θη­καν με­τά τον θά­να­τό του. Πρό­κει­ται για «Τ’ Αγγέ­λια­σμα», ό­που α­νι­στο­ρού­νται τα της α­σθέ­νειας του κα­πε­τάν Γ. του Μ. και ο θά­να­τός του.  Σύμ­φω­να με τον Ιωάν­νη Φρα­γκού­λα, την έ­μπνευ­ση για το διή­γη­μα την έ­δω­σε στον Πα­πα­δια­μά­ντη ο πρόω­ρος θά­να­τος, στα 45, του πλοιάρ­χου Γιώρ­γου Μαυ­ρο­για­λή, που α­πε­βίω­σε στο ε­ξο­χι­κό του στην Κε­χριά στις 24 Ιου­νίου 1891. Σε αυ­τό το διή­γη­μα, α­να­φέ­ρε­ται και η πτι­σά­νη, με α­φορ­μή τις διά­φο­ρες δίαι­τες, στις ο­ποίες εί­χαν υ­πο­βάλ­λει τον κα­πε­τά­νιο “οι κα­θη­γη­ταί των Αθη­νώ­ν”, α­δυ­να­τώ­ντας να κα­τα­λή­ξουν σε διά­γνω­ση της α­σθέ­νειάς του. Μια άλ­λη δίαι­τα, που δο­κί­μα­σαν, ή­ταν αυ­τή της γα­λα­κτο­φα­γίας. Συ­γκε­κρι­μέ­να α­να­φέ­ρε­ται: «...κ’ η­να­γκά­ζε­το να γι­νη πά­λιν γα­λα­κτο­φά­γος, ο­ποίοι ή­σαν οι πα­λαιοί Α*** κι ο Ρό­τσιλ­δ, ο ε­βραίος χι­λιε­κα­τομ­μυ­ριού­χος εις τα Πα­ρί­σια, και τό­σοι άλ­λοι δυ­στυ­χείς.» Οι τρεις α­στε­ρί­σκοι δη­λώ­νουν χά­σμα στο κεί­με­νο κα­τά τον εκ­δό­τη, στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση τον φί­λο του Πα­πα­δια­μά­ντη Γε­ρά­σι­μο Βώ­κο, α­φού στο πε­ριο­δι­κό του «Ο Καλ­λι­τέ­χνης» πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε το διή­γη­μα, Απρί­λιο 1912.
   Το εν λό­γω χά­σμα στά­θη­κε η α­φορ­μή για μια εν­δια­φέ­ρου­σα συ­νο­μι­λία α­νά­με­σα σε δυο ε­πι­με­λη­τές, αυ­τόν της αν­θο­λο­γίας και ε­κεί­νον της κρι­τι­κής έκ­δο­σης του Δό­μου. Ο πρώ­τος θέ­λη­σε να συ­μπλη­ρώ­σει το χά­σμα, κα­θώς η λέ­ξη γα­λα­κτο­φά­γος του θύ­μι­σε τους ο­μη­ρι­κούς γλα­κτο­φά­γους. Και συ­γκε­κρι­μέ­να, τα της Ρα­ψω­δίας Ν της Ιλιά­δας: «...Μυ­σών τ’ αγ­χε­μά­χων και α­γαυών Ιππη­μολ­γών, Γλα­κτο­φά­γων, Αβίων τε δι­καιο­τά­των αν­θρώ­πων». Οπό­τε και α­ντι­κα­τέ­στη­σε το Α*** με το Άβιοι. Ο δεύ­τε­ρος α­ντέ­τει­νε ό­τι στο ο­μη­ρι­κό κεί­με­νο το γλα­κτο­φά­γοι α­πο­δί­δε­ται στους Ιππη­μολ­γούς και ό­χι στους Αβίους. Όπως και να έ­χει, αμ­φό­τε­ροι προ­σπα­θούν να δια­γνώ­σουν την πρό­θε­ση του Πα­πα­δια­μά­ντη με βά­ση το ο­μη­ρι­κό κεί­με­νο. Εκεί­νος, ό­μως, έ­γρα­φε εκ πε­ριου­σίας. Λ.χ., για φρά­σεις ό­πως “α­σφο­δε­λός λει­μώ­ν” ή “ε­πί γή­ρα­ος ου­δώ”, για τις ο­ποίες δί­νο­νται ο­μη­ρι­κές πα­ρα­πο­μπές, θα μπο­ρού­σε να γί­νει α­να­φο­ρά και σε δια­φο­ρε­τι­κές πη­γές, κα­θώς α­νή­κουν στο γνω­στι­κό πε­δίο μιας ε­πο­χής, α­πό το ο­ποίο και αν­τλεί ο Πα­πα­δια­μά­ντης. Οπό­τε το ε­ρώ­τη­μα τί­θε­ται κά­πως δια­φο­ρε­τι­κά: ό­χι ποιούς α­πο­κα­λεί ο Όμη­ρος γα­λα­κτο­φά­γους, αλ­λά ποιά α­πό τα πα­λαιά σκυ­θι­κά φύ­λα ε­φέ­ρο­ντο τό­τε ως γα­λα­κτο­φά­γα.
  Δί­κην πε­ριερ­γείας, αν α­να­τρέ­ξου­με σε μια χρη­στι­κή, σή­με­ρα, ε­γκυ­κλο­παί­δεια, βρί­σκου­με τους Ιππη­μολ­γούς, τους Γλα­κτο­φά­γους και τους Αβίους να ο­ρί­ζο­νται ως τρεις αρ­χαίες φυ­λές Σκυ­θών. Προ­σθέ­τουν, μά­λι­στα, την πα­ρα­τή­ρη­ση ό­τι πολ­λοί αμ­φι­σβή­τη­σαν τον Όμη­ρο και τους θεώ­ρη­σαν πλά­σμα­τα της φα­ντα­σίας του, αλ­λά ο Στρά­βων ε­πι­βε­βαίω­σε ό­τι πρό­κει­ται για υ­παρ­κτά σκυ­θι­κά φύ­λα. Λε­ξι­κά, ω­στό­σο, ό­πως των Λί­ντελ - Σκοτ ή και του Δη­μη­τρά­κου, θέ­τουν το ε­ρώ­τη­μα κα­τά πό­σο πρό­κει­ται για ε­πί­θε­τα ή ου­σια­στι­κά, με άλ­λα λό­για αν πρό­κει­ται για τρία σκυ­θι­κά φύ­λα ή μή­πως για έ­να. Στο πέ­ρα­σμα των αιώ­νων, οι λε­ξι­κο­γρά­φοι δια­λέ­γουν έ­να α­πό τα τρία ως ό­νο­μα, λ.χ. ο Ησύ­χιος α­να­φέ­ρει τους Γλα­κτο­φά­γους, ε­νώ στους χρό­νους του Αλε­ξάν­δρου μνη­μο­νεύο­νται οι Αβίοι, και τα άλ­λα δυο τα θεω­ρούν ως προσ­διο­ρι­στι­κά του ο­νό­μα­τος ε­πί­θε­τα, χω­ρίς να α­πο­κλείουν να πρό­κει­ται για τρία χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ε­πί­θε­τα των Σκυ­θών, που τους διέ­κρι­ναν α­πό τους γει­το­νι­κούς Μυ­σίους. 
   Η πα­ρά­πλευ­ρη α­να­φο­ρά μέ­σα στο κεί­με­νο στον Ρό­τσιλ­δ, που α­πα­σχο­λού­σε τον Τύ­πο ε­κεί­νης της ε­πο­χής, ό­πως και η έ­τε­ρη, πριν α­πό λί­γες α­ρά­δες, “στο ψη­τόν της σού­βλας”, που οι Φρά­γκοι α­πο­κα­λού­σαν “ρο­τί α­λά παλ­λη­κά­ρ” α­ντα­να­κλά την πε­ρι­παι­κτι­κή διά­θε­ση του συγ­γρα­φέα, αλ­λά και ό­τι παίρ­νει έ­μπνευ­ση και στοι­χεία α­πό λαϊκά ή και ε­κλαϊκευ­τι­κά έ­ντυ­πα. Για πα­ρά­δειγ­μα, ε­κεί­να τα χρό­νια, έ­να ε­γκυ­κλο­παι­δι­κό λε­ξι­κό ευ­ρύ­τε­ρης χρή­σης ή­ταν η «Πρό­δρο­μος Ελλη­νι­κή Βι­βλιο­θή­κη», τυ­πω­μέ­νη στην Αθή­να το 1841 αλ­λά ψευ­δο­χρο­νο­λο­γη­μέ­νη ως πα­ρι­σι­νή έκ­δο­ση του 1805. Πρό­κει­ται για την συ­να­γω­γή κει­μέ­νων, που εί­χε κά­νει ο Κο­ραής με την οι­κο­νο­μι­κή στή­ρι­ξη των α­δελ­φών Ζω­σι­μά­δων. Εκεί, α­νά­με­σα σε πλεί­στα άλ­λα, πα­ρου­σιά­ζο­νται και “τα σω­ζό­με­να Νι­κο­λά­ου Δα­μα­σκη­νού”, που φέ­ρε­ται ως ι­στο­ρι­κός και φι­λό­σο­φος. Σύγ­χρο­νος του Ηρώ­δη ο Δα­μα­σκη­νός, τού εί­χε α­φιε­ρώ­σει το βι­βλίο «Πα­ρά­δο­ξων ε­θνών συ­να­γω­γή», που συ­νέ­γρα­ψε στη­ρι­ζό­με­νος στον Στρά­βω­να. Το βι­βλίο, ό­πως και τα πο­λυά­ριθ­μα άλ­λα του Δα­μα­σκη­νού, δεν σώ­θη­κε. Σπα­ράγ­μα­τα διέ­σω­σε ο Στο­βαίος, και αυ­τά  συ­μπε­ριε­λή­φθη­σαν στη Βι­βλιο­θή­κη Κο­ραή. Εκεί υ­πάρ­χει ι­διαί­τε­ρο κε­φά­λαιο για το σκυ­θι­κό έ­θνος των Γα­λα­κτο­φά­γων, τους ο­ποίους ο­νο­μά­ζει και Αβίους “ή δια το γην μη γεωρ­γείν, ή δια το α­οί­κους εί­ναι, ή δια το χρή­σθαι τού­τους μό­νους τό­ξοις, βιόν γαρ λέ­γει το τό­ξο­ν”. Και πέ­ραν, ό­μως, αυ­τής της πη­γής, που φαί­νε­ται ό­τι ή­ταν χρη­στι­κή στα χρό­νια του Πα­πα­δια­μά­ντη, τους γα­λα­κτο­φά­γους Αβίους τους α­να­φέ­ρουν πλεί­στες ό­σες πη­γές α­πό τον Στρά­βω­να μέ­χρι, αν δεν σφάλ­λου­με, ο Αλέ­ξαν­δρος Ρί­ζος Ρα­γκα­βής στο Λε­ξι­κό Ελλη­νι­κής Αρχαιο­λο­γίας.  
      Θα πρέ­πει να προ­σθέ­σου­με πως τό­σο η αν­θο­λο­γία ό­σο και τα πα­πα­δια­μα­ντι­κά α­φιε­ρώ­μα­τα των εκ­κλη­σια­στι­κών πε­ριο­δι­κών, πα­ρά το εν­δια­φέ­ρον τους, έ­μει­ναν στο στε­νό κύ­κλο των θρη­σκευό­με­νων α­να­γνω­στών τους. Ανα­με­νό­με­νο, α­φού δια­τί­θε­νται σε πε­ριο­ρι­σμέ­να βι­βλιο­πω­λεία, με μο­να­δι­κή, ί­σως, ε­ξαί­ρε­ση το πε­ριο­δι­κό «Σύ­να­ξη». Λο­γι­κό, λοι­πόν, να μεί­νουν και ε­κτός της φω­τει­νής δέ­σμης των ΜΜΕ.
 Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δη­μο­σιεύ­θη­κε στην ε­φη­με­ρί­δα "Η Επο­χή" στις 24/6/2012

Δεν υπάρχουν σχόλια: