Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Αποχαιρετισμοί κάτω από τα κλαψόδεντρα



Την προ­πε­ρα­σμέ­νη Κυ­ρια­κή, σχο­λιά­ζο­ντας την τε­λευ­ταία συλ­λο­γή του Γιώρ­γου Σκα­μπαρ­δώ­νη, «Πε­ρι­πο­λών πε­ρί πολ­λών τυρ­βά­ζω», εί­χα­με υ­πο­σχε­θεί να ε­πα­νέλ­θου­με σε έ­να α­πό τα 26 διη­γή­μα­τα, κα­θώς έ­χου­με την ε­ντύ­πω­ση ό­τι “συ­νο­μι­λεί” με ο­ρι­σμέ­να διη­γή­μα­τα, τό­σο πα­λαιό­τε­ρα ό­σο και ο­μό­χρο­νά του. Ένα α­πό αυ­τά δη­μο­σιεύ­τη­κε στο ε­πε­τεια­κό τεύ­χος των «Ελι­μεια­κών», στο ο­ποίο α­να­φε­ρό­μα­στε αυ­το­τε­λώς στη σε­λί­δα. Δε­δο­μέ­νου ό­τι η συλ­λο­γή και το τεύ­χος δη­μο­σιεύ­τη­καν σχε­δόν ταυ­τό­χρο­να, ει­κά­ζου­με ό­τι πρό­κει­ται για “συ­νο­μι­λία” πέ­ραν της πρό­θε­σης των συγ­γρα­φέων. Σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, οι θεω­ρη­τι­κοί της λο­γο­τε­χνίας συμ­βου­λεύουν, κα­τ’ αρ­χάς την ε­ξέ­τα­ση κα­θε­νός χω­ρι­στά σε σχέ­ση και με τα ε­ξω­κει­με­νι­κά στοι­χεία και στη συ­νέ­χεια, τη συ­γκρι­τι­κή τους προ­σέγ­γι­ση. Αμ’ έ­πος α­μ’ έρ­γον. Το διή­γη­μα του πε­ριο­δι­κού έ­χει τίτ­λο «Τα Κλα­ψό­δε­ντρα» και εί­ναι της ψυ­χο­λό­γου και συγ­γρα­φέως Κα­τε­ρί­νας Μή­λιου. Πα­ρου­σιά­ζε­ται ως α­πό­το­κο της αυ­το­βιο­γρα­φίας του Μή­λιου Δ. Μή­λιου, που δη­μο­σιεύ­τη­κε σε προ­η­γού­με­να τεύ­χη, με τίτ­λο «Η οι­κο­γέ­νεια Μή­λιου της Κο­ζά­νης», με δι­κή της ε­πι­μέ­λεια. Σε αυ­τό θα ταί­ρια­ζε πε­ρισ­σό­τε­ρο ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός σύ­ντο­μη ι­στο­ρία πα­ρά διή­γη­μα, κα­θώς α­νι­στο­ρεί τους δύ­σκο­λους α­πο­χαι­ρε­τι­σμούς, ό­ταν στε­νοί συγ­γε­νείς έ­φευ­γαν με­τα­νά­στες, γνω­ρί­ζο­ντας ό­τι ο χω­ρι­σμός θα εί­ναι μα­κρό­χρο­νος, κά­πο­τε και χω­ρίς ε­πι­στρο­φή. Τα δυο με­γα­λύ­τε­ρα α­δέλ­φια του α­φη­γη­τή έ­φυ­γαν για την Αυ­στρα­λία σχε­δόν έ­φη­βοι, το 1926 ο με­γά­λος, το 1932 ο δεύ­τε­ρος. Ο πρώ­τος ε­πέ­στρε­ψε οι­κο­γε­νεια­κά το 1959, ο δεύ­τε­ρος δεν γύ­ρι­σε. Σκο­τώ­θη­κε σε αυ­το­κι­νη­τι­στι­κό α­τύ­χη­μα το 1960. Γύ­ρι­σε η γυ­ναί­κα του με τα τρία παι­διά τους. Πι­θα­νώς έ­να α­πό αυ­τά να εί­ναι η συγ­γρα­φέ­ας, κα­θώς, σύμ­φω­να με το βιο­γρα­φι­κό της, γεν­νή­θη­κε στην Αυ­στρα­λία και με­γά­λω­σε στην Κο­ζά­νη. Όπως και να έ­χει, ως α­φη­γη­τή ε­πι­στρα­τεύει τον τρί­το α­δελ­φό, που δεν ξε­νι­τεύ­τη­κε. Στη με­τά­θε­ση, ω­στό­σο, ο­ρι­σμέ­νων πο­λύ­τι­μων γι’ αυ­τήν α­να­μνή­σεων, φαί­νε­ται να μπλέ­κει κά­που χρό­νους και γε­γο­νό­τα. Λ.χ., το τρα­γού­δι του Χατ­ζι­δά­κι, «Τα παι­διά του Πει­ραιά», γραμ­μέ­νο για το «Πο­τέ την Κυ­ρια­κή», δεν μπο­ρεί να α­κου­γό­ταν στο λι­μά­νι του Γυ­θείου, ού­τε άλ­λω­στε ο­που­δή­πο­τε αλ­λού, σε κα­νέ­ναν α­πο­χαι­ρε­τι­σμό πριν το 1960, που γυ­ρί­στη­κε η ται­νία. 
   Χά­ρις, πά­ντως, στον α­φη­γη­τή της πιά­νει το νή­μα της ι­στο­ρίας α­πό το α­πώ­τε­ρο πα­ρελ­θόν και μνη­μο­νεύει κά­ποιους άλ­λους, αυ­τή τη φο­ρά, χερ­σαίους α­πο­χαι­ρε­τι­σμούς, που ού­τε ε­κεί­νη ού­τε ο α­φη­γη­τής της έ­ζη­σαν. Εκεί­νος, ό­μως, πρό­λα­βε τις διη­γή­σεις της για­γιάς του. Ήταν οι α­πο­χαι­ρε­τι­σμοί, που γί­νο­νταν κά­τω α­πό τα ψη­λό­κορ­μα δέ­ντρα του χω­ρα­φιού τους, ό­ταν, σε δύ­σκο­λα χρό­νια, “χω­ρί­ζο­νταν οι οι­κο­γέ­νειες για να πά­νε άλ­λοι στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, άλ­λοι στη Σερ­βία κι άλ­λοι στη Βγιέν­να.” “Γι’ αυ­τό και τα ’λε­γαν κλα­ψό­δε­ντρα.” Δεν προσ­διο­ρί­ζει τι εί­δους δέ­ντρα εί­ναι, μια και οι α­πα­ντα­χού Ελι­μιώ­τες γνω­ρί­ζουν τον τό­πο τους και τη χλω­ρί­δα του. Ο τυ­χών, ό­μως, α­να­γνώ­στης, συ­χνά παι­δί των πό­λεων ό­πως ε­μείς, μπο­ρεί να φα­ντα­σιώ­νε­ται για κλα­ψό­δε­ντρα α­πό πλα­τά­νια μέ­χρι και ε­κεί­να τα ρό­μπο­λα, που φτά­νουν τα 40 μέ­τρα. Γι’ αυ­τά, τα α­κό­μη και ως ό­νο­μα ά­γνω­στα σε ε­μάς, δια­βά­σα­με σε έ­να διή­γη­μα άλ­λου Μα­κε­δό­να συγ­γρα­φέα, του Στά­θη Κο­ψα­χεί­λη. Από την Κε­ντρι­κή Μα­κε­δο­νία ε­κεί­νος, γεν­νη­μέ­νος στο Λι­τό­χω­ρο Πιε­ρίας. Στο γλωσ­σά­ρι της συλ­λο­γής, που ε­ξέ­δω­σε τον Νοέμ­βριο του 2011, με τίτ­λο «Πα­ρα­μι­λη­τά», ε­ξη­γεί πως ρό­μπο­λο α­πο­κα­λεί­ται το λευ­κό­δερ­μο πεύ­κο, που φυ­τρώ­νει σε υ­ψό­με­τρο 1500-2400 μέ­τρων. Στο διή­γη­μά του, «Η α­σέ­βεια των λο­τό­μων», ω­στό­σο, θάλ­λουν γύ­ρω α­πό την πα­λαιά Μο­νή του Αγίου Διο­νυ­σίου του Ολυ­μπί­τη, που βρί­σκε­ται σε υ­ψό­με­τρο ό­χι με­γα­λύ­τε­ρο των 800 μέ­τρων. Δη­λα­δή, στο ί­διο υ­ψό­με­τρο με τη Σέ­λι­τσα, ό­πως ο­νο­μα­ζό­ταν πα­λαιό­τε­ρα η Ερά­τυ­ρα, στις πλα­γιές του ό­ρους Άσκιο ή και Σι­νιά­τσι­κο, ό­που η Μή­λιου το­πο­θε­τεί την ι­στο­ρία της. Ό,τι εί­δους δέ­ντρα και να εί­ναι τα κλα­ψό­δε­ντρα, στους ε­φιάλ­τες του α­φη­γη­τή εμ­φα­νί­ζο­νται ζευ­γα­ρω­μέ­να. “Δυο δέ­ντρα στοι­χειώ­νουν έ­να μαύ­ρο ου­ρα­νό”. 
Το διή­γη­μα του Σκα­μπαρ­δώ­νη τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Ο Κλα­ψό­δε­ντρος» και α­πό μια ά­πο­ψη, κα­τέ­χει προ­νο­μιού­χο θέ­ση στη συλ­λο­γή, α­φού σε αυ­τό α­να­φέ­ρε­ται το έ­να α­πό τα δυο μό­το του βι­βλίου. Το­πο­θε­τεί­ται και αυ­τό στο Νο­μό Κο­ζά­νης, αλ­λά στο δυ­τι­κό­τε­ρο ά­κρο του, στις πα­ρυ­φές του ό­ρους Βόϊο. Συ­γκε­κρι­μέ­να, στον Πε­ντά­λο­φο Κο­ζά­νης, πα­λαιό­τε­ρα Ζου­πά­νι, ο­νο­μα­στό άλ­λο­τε για τους κτι­στά­δες πέ­τρας. “Πέ­τρα εί­χα­μι, πέ­τρα δου­λε­ψά­μι”, σύμ­φω­να με το μό­το, που εί­ναι στο δι­κό τους ι­διό­λε­κτο, τα κου­δα­ρί­τι­κα. Κλα­ψό­δε­ντρο α­πο­κα­λού­σαν έ­ναν πλά­τα­νο στην α­να­το­λι­κή πλευ­ρά του χω­ριού, εί­κο­σι έ­να μέ­τρα ύ­ψους, με με­γά­λη ι­στο­ρία α­πό τα χρό­νια της Τουρ­κο­κρα­τίας. “Ήταν το ση­μείο ό­που οι οι­κο­γέ­νειες α­πο­χαι­ρε­τού­σαν τα πε­ρί­φη­μα συ­νερ­γεία των μα­στό­ρων που έ­φευ­γαν να δου­λέ­ψου­νε σε μέ­ρη μα­κρι­νά.” Δια­φο­ρε­τι­κές, ω­στό­σο, οι κα­τευ­θύν­σεις α­πό ε­κεί­νες των ξε­νι­τε­μών στην ι­στο­ρία της Μή­λιου. Ού­τε Κων­στα­ντι­νού­πο­λη ού­τε Βγιέν­να πή­γαι­να­ν· “η χά­ρη τους έ­φτα­νε ως την Εύ­βοια και την Πε­λο­πόν­νη­σο”. Στο διή­γη­μα οι α­πο­χαι­ρε­τι­σμοί α­να­φέ­ρο­νται πα­ρε­μπι­πτό­ντως, κα­θώς η α­φή­γη­ση ε­στιά­ζει στον κε­ντρι­κό ή­ρωα και τη σχέ­ση του με τον αιω­νό­βιο κλα­ψό­δε­ντρο. Έναν δά­σκα­λο ε­τών 39, εγ­γο­νό χτί­στη, με τό­πο δια­μο­νής την Θεσ­σα­λο­νί­κη και θε­ρι­νό κα­τα­φύ­γιο το κτή­μα στον τό­πο της κα­τα­γω­γής του, τον Πε­ντά­λο­φο. Μέ­σα α­πό το ε­φιαλ­τι­κό ό­νει­ρο του δά­σκα­λου, με το ο­ποίο α­νοί­γει το διή­γη­μα, δια­φαί­νε­ται η αί­σθη­ση κα­τά­πτω­σης και μα­ταίω­σης, που τον έ­χει κα­τα­λά­βει. Νιώ­θει και ε­κεί­νος άρ­ρω­στος, ό­πως ο πλά­τα­νος που τον σι­γο­τρώει έ­νας εξ Αμε­ρι­κής προ­ερ­χό­με­νος μύ­κη­τας. 
   Ού­τε το ε­φιαλ­τι­κό ό­νει­ρο ού­τε ο ε­να­γκα­λι­σμός του με τον κλα­ψό­δε­ντρο, που έρ­χε­ται σαν κα­τα­λη­κτι­κή κο­ρύ­φω­ση της διή­γη­σης, έ­χουν ο­μοιό­τη­τα με το ε­νύ­πνιο «Υπό την βα­σι­λι­κήν δρυν» του εν­δε­κα­ε­τούς πα­πα­δια­μά­ντειου παι­δίου και την “ά­φα­τον συ­γκί­νη­σι­ν” που το με­γα­λο­πρε­πές ε­κεί­νο δέ­ντρο του προ­κα­λού­σε σαν μα­γι­κή με­τα­μόρ­φω­ση “κό­ρης παρ­θε­νι­κής του βου­νού”. Κι ό­μως, κά­ποιος, πι­θα­νώς αρ­κού­ντως ευ­φά­ντα­στος ή και ευαί­σθη­τος, ί­σως α­φου­γκρα­στεί τη “συ­νο­μι­λία” των δυο διη­γη­μά­των στο κρά­τη­μα του αν­θρώ­που α­πό το δέ­ντρο, κυ­ρίως στην έμ­ψυ­χη υ­πό­στα­ση, που και οι δυο α­φη­γή­σεις του προσ­δί­δουν. Η νύμ­φη “Αμα­δρυάς συ­να­πο­θνή­σκει με την δρυ­ν” στο διή­γη­μα του Πα­πα­δια­μά­ντη, ε­νώ, στου Σκα­μπαρ­δώ­νη, η ε­πα­φή με τον κορ­μό του πλά­τα­νου ε­πι­δρά  ως ζωο­γό­νος δύ­να­μη στον κα­τα­πτο­η­μέ­νο ψυ­χι­σμό του ή­ρωα.    
     Επι­μέ­νο­ντας στη “συ­νο­μι­λία” με τον Πα­πα­δια­μά­ντη, οι α­πο­χαι­ρε­τι­σμοί των διη­γη­μά­των της Μή­λιου και του Σκα­μπαρ­δώ­νη, που γί­νο­νται  κά­τω α­πό τα κλα­ψό­δε­ντρα, α­να­κα­λούν έ­τε­ρο διή­γη­μά του, με θα­λάσ­σιους α­ντί χερ­σαίους α­πο­χαι­ρε­τι­σμούς. “Επά­νω εις τον βρά­χον της ε­ρή­μου βο­ρει­νής α­κτής, πλη­σίον εις το λη­σμο­νη­μέ­νον πα­ρεκ­κλή­σι της Πα­να­γίας της Κα­τευο­δώ­τρας” μα­ζεύο­νταν οι γυ­ναί­κες των θα­λασ­σι­νών και α­γνά­ντευαν τα κα­ρά­βια των δι­κών τους κα­θώς σάλ­πα­ραν. Μό­νο που σε ε­κεί­νο «Τ’ Αγνά­ντε­μα», τα δά­κρυα μπο­ρού­σαν να έ­χουν μέ­χρι και τρα­γι­κά ε­πα­κό­λου­θα. Σύμ­φω­να με μύ­θο α­πό την ε­πο­χή “των πα­λαιών Ελλή­νω­ν”, το Φλαν­δρώ, α­γνα­ντεύο­ντας “το κα­ρά­βι του άν­δρα της που έ­φευ­γε, έ­κλα­ψε πι­κρά κ’ έ­πε­σαν τα δά­κρυά της στα κύ­μα­τα και τα κύ­μα­τα ε­πι­κρά­θη­καν, κ’ ε­φαρ­μα­κώ­θη­καν, και θύ­μω­σαν ... και στο δρό­μο τους που ηύ­ραν το κα­ρά­βι,  έ­πνι­ξαν τον άν­δρα της”.
Ας α­φή­σου­με, ό­μως, τον Σκια­θί­τη, κι ας ε­πι­κε­ντρω­θού­με στις “συ­νο­μι­λίες” των τριών Μα­κε­δό­νων συγ­γρα­φέων, που συ­νέ­πε­σε να δη­μο­σιεύ­σουν τα διη­γή­μα­τά τους φθι­νό­πω­ρο του 2011. Η “συ­νο­μι­λία” των διη­γη­μά­των Μή­λιου-Σκα­μπαρ­δώ­νη πα­ρα­μέ­νει στο θε­μα­τι­κό πε­δίο, σε α­ντί­θε­ση με ε­κεί­νη των Κο­ψα­χεί­λη-Σκα­μπαρ­δώ­νη. Μπο­ρεί μεν ο Κο­ψα­χεί­λης να μην κα­τα­φεύ­γει στο μύ­θο του κλα­ψό­δε­ντρου, αλ­λά και ε­κεί­νος δί­νει στα αιω­νό­βια ρό­μπο­λα έμ­ψυ­χη υ­πό­στα­ση. Ύστε­ρα, η “συ­νο­μι­λία” των δυο διη­γη­μα­το­γρά­φων δη­λώ­νε­ται ποι­κι­λο­τρό­πως α­πό τους ί­διους και δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται στα συ­γκε­κρι­μέ­να διη­γή­μα­τα. Σχε­δόν συ­νο­μή­λι­κοι, στα πρό­σφα­τα βι­βλία τους α­νταλ­λάσ­σουν α­φιε­ρώ­σεις σε ε­πι­μέ­ρους διη­γή­μα­τα. Πι­θα­νώς και ως έν­δει­ξη ά­δη­λων προ­σφο­ρών υ­πό τη μορ­φή πυ­ρή­νων έ­μπνευ­σης. Χω­ρίς να γνω­ρί­ζου­με πρό­σω­πα και πράγ­μα­τα, κά­νου­με την ει­κα­σία ό­τι οι μυ­θο­πλα­στι­κοί τους κό­σμοι συγ­γέ­νευαν πριν δια­βά­σουν ο έ­νας τον άλ­λο. Το 1988-1990, δη­μο­σίευ­σε ο Κο­ψα­χεί­λης τα τέσ­σε­ρα πρώ­τα διη­γή­μα­τά του σε α­θη­ναϊκό πε­ριο­δι­κό («Το πα­ρα­μι­λη­τό»). Ο Σκα­μπαρ­δώ­νης εί­χε δη­μο­σιεύ­σει διη­γή­μα­τα νω­ρί­τε­ρα αλ­λά σε πε­ριο­δι­κά της Θεσ­σα­λο­νί­κης, τό­τε, ω­στό­σο, ε­ξέ­δω­σε τα δυο πρώ­τα του βι­βλία, εμ­μέ­νο­ντας σε Θεσ­σα­λο­νι­κείς εκ­δό­τες. Στον πρώ­το εκ­δό­τη του (Ια­νός) θα βγά­λει ο Κο­ψα­χεί­λης, 22 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, το έ­να και μο­να­δι­κό βι­βλίο του, το ο­ποίο, πα­ρε­μπι­πτό­ντως, στην Αθή­να έ­λα­βε μια κρι­τι­κή έ­να­ντι εί­κο­σι, πι­θα­νώς και πε­ρισ­σό­τε­ρων, του Σκα­μπαρ­δώ­νη. Με άλ­λα λό­για, οι συγ­γρα­φι­κοί βίοι τους μό­νο πα­ράλ­λη­λοι δεν εί­ναι, αλ­λά η ι­στο­ρία της λο­γο­τε­χνίας στοι­χειο­θε­τεί­ται με κεί­με­να και ό­χι με βιο­γρα­φι­κά. Όσο για τις κρι­τι­κές εί­ναι, κα­τά κα­νό­να, θέ­μα γνω­ρι­μιών και α­να­γνω­ρι­σι­μό­τη­τας του συγ­γρα­φέα. Ακό­μη και τα μέ­λη των κρι­τι­κών ε­πι­τρο­πών δια­βά­ζουν τα βι­βλία, που τους προω­θεί ο κύ­κλος των γνω­στών τους. Όσων δια­θέ­τουν α­να­γνω­ρι­σι­μό­τη­τα δεν χρειά­ζε­ται ού­τε καν να τα δια­βά­σουν, α­φού δεν χρειά­ζε­ται να υ­πε­ρα­σπί­σουν την υ­πο­ψη­φιό­τη­τά τους. Γι’ αυ­τά αρ­κεί το ό­νο­μα του συγ­γρα­φέα.
    Ένα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της συγ­γέ­νειας των μυ­θο­πλα­στι­κών τους κό­σμων εί­ναι ο στε­νός συγ­χρω­τι­σμός των η­ρώων τους με τε­θνεώ­τες και ζω­ντα­νά. Στα πρό­σφα­τα διη­γή­μα­τα του Σκα­μπαρ­δώ­νη, οι προ­σφι­λείς α­πο­θα­νό­ντες στοι­χειώ­νουν τη μνή­μη του α­φη­γη­τή, στα πα­λαιό­τε­ρα, ω­στό­σο, πα­ρου­σιά­ζο­νταν και σαν ε­νύ­πνια φά­σμα­τα. Στα διη­γή­μα­τα του Κο­ψα­χεί­λη, το με­τα­φυ­σι­κό στοι­χείο εί­ναι πο­λύ ε­ντο­νό­τε­ρο, κα­τα­λή­γο­ντας κα­θο­ρι­στι­κό της ε­ντύ­πω­σης. Ένα α­πό τα κα­λύ­τε­ρα διη­γή­μα­τά του, με πρω­τα­γω­νι­στή τον παπ­πού “ε­δώ και έ­ντε­κα χρό­νια πε­θα­μέ­νο”, εί­ναι το «Φθι­νό­πω­ρο». Το­πο­θε­τεί­ται στο χω­ριό Βυ­θός, γει­το­νι­κό του Πε­ντά­λο­φου. Όπως α­φη­γεί­ται ο Σκα­μπαρ­δώ­νης στο δι­κό του διή­γη­μα, πα­λιά ο Βυ­θός ο­νο­μα­ζό­ταν Ντό­λος και οι Ντο­λια­νά­τες κτι­στά­δες εί­χαν φθά­σει μέ­χρι την Περ­σία, ό­που έ­χτι­σαν α­νά­κτο­ρο για τον Σά­χη. Τό­ση ή­ταν η φή­μη τους, που στα χω­ριά του Βόϊου α­πα­θα­να­τί­στη­καν στα χρι­στού­γεν­νιά­τι­κα κά­λα­ντα, ε­ξο­στρα­κί­ζο­ντας τους τρεις Μά­γους: «Εκ της Περ­σίας έρ­χο­νται σα­ρά­ντα Ντο­λια­νά­τες...»
    Το διή­γη­μα του Κο­ψα­χεί­λη,  στη δεύ­τε­ρη δη­μο­σίευ­σή του στο βι­βλίο, εί­ναι α­φιε­ρω­μέ­νο στον Σκα­μπαρ­δώ­νη. Αντι­στοί­χως, το δι­κό του, «Ο Κλα­ψό­δε­ντρος», εί­ναι α­φιε­ρω­μέ­νο στον Κο­ψα­χεί­λη. Ίσως, οι λό­γοι να εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ροι του ε­νός, πι­θα­νώς και μέ­σα α­πό τη σχέ­ση τους με τους τό­πους. Στέρ­γιος, πά­ντως, εί­ναι το ό­νο­μα του ή­ρωα στο διή­γη­μα του Σκα­μπαρ­δώ­νη, το ί­διο με του κα­κού στο διή­γη­μα του Κο­ψα­χεί­λη. Σε ε­κεί­νο εί­ναι έ­νας α­πό τους λο­τό­μους, που κό­βουν τα αιω­νό­βια ρό­μπο­λα του Αγίου Διο­νυ­σίου του Ολυ­μπί­τη. Πέ­φτο­ντας το δέ­ντρο του λιά­νι­σε το κε­φά­λι. Αγίου τι­μω­ρία. Η συγ­γέ­νεια δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται στο ό­νο­μα, άλ­λω­στε κι έ­νας άλ­λος ή­ρωας του Σκα­μπαρ­δώ­νη, έ­νας τρε­λά­ρας, έ­χει το ί­διο ό­νο­μα. Εί­ναι βα­θύ­τε­ρη, κα­θώς συν­δέε­ται με το υ­φέρ­πον με­τα­φυ­σι­κό στοι­χείο. Για πα­ρά­δειγ­μα,  και στους δυο, κά­ποια σπά­νια φυ­σι­κά φαι­νό­με­να συμ­βαί­νει να παίρ­νουν τις δια­στά­σεις του υ­περ­φυ­σι­κού χά­ρις στον τρό­πο της α­νι­στό­ρη­σής τους. Στα δυο πρό­σφα­τα διη­γή­μα­τα του Σκα­μπαρ­δώ­νη και του Κο­ψα­χεί­λη “βρέ­χει ψά­ρια και μπα­κά­κια”. Στο πρώ­το, τα βα­τρά­χια στον πα­ρα­λια­κό της Το­ρώ­νης εί­ναι ο πυ­ρή­νας γύ­ρω α­πό τον ο­ποίο στρο­βι­λί­ζε­ται έ­νας ο­λο­νύ­χτιος ε­φιάλ­της. Στο δεύ­τε­ρο, μέ­νει η φο­βι­κή ει­κα­σία να “ή­ταν ση­μά­δι του Αγίου”, που “ή­ταν πο­λύ χο­λω­μέ­νος”. Και στις δυο α­φη­γή­σεις υ­πάρ­χει η μυ­στι­κι­στι­κή υ­φή της μα­γείας.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 25/11/2012.

Δεν υπάρχουν σχόλια: