Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Καμπούρογλου συνέχεια



Ιω­σήφ Σιακ­κής
«Δ. Γ. Κα­μπού­ρο­γλου
Η ζωή και το έρ­γο του»
Εκδό­σεις ΜΙΕ­Τ
Ιού­λιος 2012

Επα­νερ­χό­μα­στε στο θέ­μα της προ­η­γού­με­νης Κυ­ρια­κής, τον Δη­μή­τριο Κα­μπού­ρο­γλου. Η βιο­γρα­φία του Ιω­σήφ Σιακ­κή α­κο­λου­θεί τις τρεις γνω­στές βιο­γρα­φίες του Κα­μπού­ρο­γλου, συν­δυά­ζο­ντας την χρο­νο­λο­γι­κή α­νά­πτυ­ξη με την κα­τά θέ­μα πα­ρου­σία­ση. Υπερ­τε­ρεί, ω­στό­σο, στο βι­βλιο­γρα­φι­κό μέ­ρος, κα­θώς σε αυ­τό συ­γκε­ντρώ­νο­νται στοι­χεία για ε­πι­μέ­ρους θε­μα­τι­κές ε­νό­τη­τες. Αλλά και δια­φο­ρο­ποιεί­ται, κυ­ρίως ως προς το ύ­φος, α­φού οι προ­η­γού­με­νοι τρεις βιο­γρά­φοι δια­πνέ­ο­νταν α­πό θαυ­μα­σμό προς το πρό­σω­πο του βιο­γρα­φού­με­νου και στις κρί­σεις τους έ­λα­βαν υ­π’ ό­ψιν τα μέ­τρα και σταθ­μά της ε­πο­χής του. Αυ­τό, βέ­βαια, ή­ταν α­να­με­νό­με­νο, δε­δο­μέ­νης της μα­κριάς σχέ­σης που εί­χαν και οι τρεις με το έρ­γο του. Ο πρώ­τος βιο­γρά­φος εί­ναι ο συ­νε­χι­στής του ι­στο­ρι­κού έρ­γου του, ο Δη­μή­τριος Αλε­ξάν­δρου Γέ­ρο­ντας. Ήταν εί­κο­σι εν­νέα ε­τών το 1942, που α­πε­βίω­σε ο Κα­μπού­ρο­γλους και τον θαύ­μα­ζε α­πό παι­δί. Στε­νός συγ­γε­νής του, δι­σέγ­γο­νος του Δη­μο­γέ­ρο­ντα Άγγε­λου Σω­τη­ρια­νού Αλε­ξάν­δρου Γέ­ρο­ντα, πάπ­που εκ μη­τρός του Κα­μπού­ρο­γλου. Τέσ­σε­ρις γιους και δυο κό­ρες εί­χε ο Γέ­ρο­ντας, η μη­τέ­ρα του Κα­μπού­ρο­γλου, Μα­ριάν­να, ή­ταν η δευ­τε­ρό­το­κη. Η βιο­γρα­φία του Γέ­ρο­ντα εκ­δό­θη­κε το 1974. Η ε­πό­με­νη, ε­πτά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, εί­ναι κι αυ­τή έρ­γο ε­νός νε­α­ρού φί­λου του Κα­μπού­ρο­γλου κα­τά τα τε­λευ­ταία χρό­νια της ζωής του, του Διο­νύ­ση Τρο­βά. Τέ­λος, η πιο πρό­σφα­τη, που εκ­δό­θη­κε το 1996, εί­ναι της δη­μο­σιο­γρά­φου και συγ­γρα­φέως Ευ­γε­νίας Ζω­γρά­φου, η ο­ποία εί­χε γνω­ρί­σει τον συ­νο­νό­μα­το εγ­γο­νό τού Κα­μπού­ρο­γλου, στη μνή­μη του ο­ποίου και την α­φιε­ρώ­νει. Μια ε­πι­πλέ­ον έν­δει­ξη της κα­λής γνω­ρι­μίας της βιο­γρά­φου με τον Κα­μπού­ρο­γλου και την ε­πο­χή του α­πο­τε­λεί το γε­γο­νός ό­τι την προ­λο­γί­ζει ο πρε­σβύ­της πλέ­ον Γέ­ρο­ντας.   
Στο εκ­δο­τι­κό ση­μείω­μα της βιο­γρα­φίας του Σιακ­κή, δεν ε­ξη­γού­νται οι λό­γοι, που ε­κεί­νος την ά­φη­σε α­νέκ­δο­τη. Οι ε­πι­με­λη­τές α­να­φέ­ρουν ό­τι “α­πό τη βι­βλιο­γρα­φία που χρη­σι­μο­ποιεί ο συγ­γρα­φέ­ας συ­νά­γε­ται ό­τι η τε­λευ­ταία ε­πε­ξερ­γα­σία πρέ­πει να έ­γι­νε ό­χι πο­λύ αρ­γό­τε­ρα α­πό το 1974”. Συ­γκε­κρι­μέ­να, στη βι­βλιο­γρα­φία κα­τα­χω­ρεί­ται δη­μο­σίευ­μα α­πό τα Χρι­στού­γεν­να 1979. Με βά­ση τη δεύ­τε­ρη βιο­γρα­φία, του Τρο­βά, μπο­ρού­με να προσ­διο­ρί­σου­με με αρ­κε­τή α­κρί­βεια τη χρο­νο­λο­γία συγ­γρα­φής της. Ο Σιακ­κής βι­βλιο­γρα­φεί δυο δη­μο­σιεύ­μα­τα του Τρο­βά της δε­κα­ε­τίας του 1940 αλ­λά δεν κα­τα­γρά­φει τη βιο­γρα­φία του. Γε­γο­νός που δεί­χνει ό­τι η βιο­γρα­φία Σιακ­κή θα πρέ­πει να γρά­φε­ται ή, έ­στω, να ο­λο­κλη­ρώ­νε­ται ε­ντός του 1980, ταυ­τό­χρο­να με ε­κεί­νη του Τρο­βά. Στο συ­νο­δευ­τι­κό ση­μείω­μα του Αρχείου Σιακ­κή, α­να­φέ­ρε­ται ό­τι “με την ερ­γα­σία του για τον Κα­μπού­ρο­γλου πή­ρε μέ­ρος σε δια­γω­νι­σμό της Ακα­δη­μίας”. Δεν α­πο­κλείε­ται ο δια­γω­νι­σμός να συν­δεό­ταν με την ε­πέ­τειο Κα­μπού­ρο­γλου του 1982. Αυ­τό το ση­μείο θα μπο­ρού­σε να δια­σα­φη­νι­στεί.
Σε μια πα­ρό­μοια υ­πό­θε­ση συ­νη­γο­ρεί ο βια­στι­κός χα­ρα­κτή­ρας της συγ­γρα­φής των τε­λευ­ταίων κε­φα­λαίων κα­θώς και τα βι­βλιο­γρα­φι­κά κε­νά. Για πα­ρά­δειγ­μα, στο τρί­το κε­φά­λαιο, ο Σιακ­κής υ­πό­σχε­ται να πα­ρα­θέ­σει στο τέ­λος πί­να­κα με τα δη­μο­σιεύ­μα­τα του Κα­μπού­ρο­γλου στο πε­ριο­δι­κό «Εβδο­μάς», τον ο­ποίο πα­ρα­λεί­πει. Ένα άλ­λο πα­ρά­δειγ­μα της ε­πεί­γου­σας συρ­ρα­φής του υ­λι­κού δί­νουν κά­ποιες αλ­λη­λο­α­ναι­ρού­με­νες α­να­φο­ρές. Όπως, λ.χ., ό­τι, στις 21.3.1921, “στη μπυ­ρα­ρία του Φι­ξ”, ί­δρυ­σε τον Σύλ­λο­γο των Συγ­γρα­φέων αλ­λά και τον Οδοι­πο­ρι­κό Σύν­δε­σμο. Εκεί­νο, πά­ντως, το βρά­δυ ί­δρυ­σε μό­νο τον δεύ­τε­ρο. Αλλά και γε­νι­κό­τε­ρα, το βι­βλιο­γρα­φι­κό τμή­μα δεί­χνει ό­τι ο Κα­μπού­ρο­γλους δεν τον α­πα­σχό­λη­σε ι­διαί­τε­ρα ως ε­ρευ­νη­τι­κό α­ντι­κεί­με­νο. Πα­ρό­τι το 1978 ε­γκα­τέ­λει­ψε τη δι­κη­γο­ρία για την έ­ρευ­να, στον Κα­μπού­ρο­γλου δεν ε­πα­νήλ­θε κα­τά την ε­να­πο­μέ­νου­σα ει­κο­σα­ε­τία του βίου του. Πέ­θα­νε το 1999, σε η­λι­κία 82 ε­τών. Ωστό­σο, η α­να­ζή­τη­ση στοι­χείων γύ­ρω α­πό αυ­τόν θα πρέ­πει να εί­χε ξε­κι­νή­σει πο­λύ νω­ρί­τε­ρα. Ίσως και α­πό το 1951, ό­ταν το πρώ­το του βι­βλίο, έ­να τα­ξι­διω­τι­κό στον τό­πο κα­τα­γω­γής του πα­τέ­ρα του, «Γνω­ρι­μία με την Ερέ­τρια», α­πέ­σπα­σε το πρώ­το βρα­βείο της Ελλη­νι­κής Πε­ριη­γη­τι­κής Λέ­σχης. 
Ανα­λυ­τι­κό­τε­ρα, το τε­λευ­ταίο βι­βλιο­γρα­φι­κό μέ­ρος της βιο­γρα­φίας πε­ρι­λαμ­βά­νει: Α. Χρο­νο­λο­γι­κό πί­να­κα των έρ­γων του Κα­μπού­ρο­γλου και των δη­μο­σιεύ­σεων αρ­χείων και χει­ρο­γρά­φων, που υ­πάρ­χουν μεν και στις άλ­λες βιο­γρα­φίες, αλ­λά, ε­δώ, οι εκ­δό­σεις εί­ναι πλη­ρέ­στε­ρα κα­τα­γε­γραμ­μέ­νες. Β. Τα δη­μο­σιεύ­μα­τά του στην ε­φη­με­ρί­δα «Εστία» με το ψευ­δώ­νυ­μο Ανα­δρο­μά­ρης. Η α­πο­δελ­τίω­ση α­φο­ρά την πε­ρίο­δο 1913 -1937, χω­ρίς να εί­ναι πλή­ρης. Στο α­ντί­στοι­χο κε­φά­λαιο της βιο­γρα­φίας, το 1913 α­να­φέ­ρε­ται ως το έ­τος που ο Κα­μπού­ρο­γλους πρω­το­εμ­φα­νί­ζε­ται με αυ­τό το ψευ­δώ­νυ­μο. Ο Ανα­δρο­μά­ρης, ω­στό­σο, έ­κα­νε το ντε­μπού­το του το 1911 και συ­νέ­χι­σε μέ­χρι τέ­λους, α­πο­θνή­σκο­ντας ο­μού με­τά του κτή­το­ρά του. Γ. Με­ρι­κή βι­βλιο­γρά­φη­ση ό­σων έ­γρα­ψαν γι’ αυ­τόν, που α­φο­ρά την πε­ρίο­δο 1920-1979, με ε­πτά σκόρ­πια λήμ­μα­τα σε προ­η­γού­με­να χρό­νια, 1891-1905. Η πα­ρά­θε­ση εί­ναι κα­τά αλ­φα­βη­τι­κή σει­ρά του ο­νό­μα­τος του συγ­γρα­φέα. Ευ­κρι­νέ­στε­ρη ει­κό­να θα δι­νό­ταν, αν πα­ρου­σιά­ζο­νταν σε ε­νό­τη­τες τα α­φιε­ρώ­μα­τα, ό­πως τα ε­κτε­νή της «Νέ­ας Εστίας» και της «Ελλη­νι­κής Δη­μιουρ­γίας, και αυ­το­νο­μού­νταν οι συ­νε­ντεύ­ξεις του. Δ. Στην τε­λευ­ταία ε­νό­τη­τα πα­ρου­σιά­ζε­ται α­πάν­θι­σμα κρί­σεων, χω­ρίς ό­μως βι­βλιο­γρα­φι­κές πα­ρα­πο­μπές. Πά­ντως, η δια­σπο­ρά των δη­μο­σιευ­μά­των του Κα­μπού­ρο­γλου σε πλή­θος ε­ντύ­πων, α­πό τα μέ­σα της δε­κα­ε­τίας του 1870 μέ­χρι το θά­να­τό του, κα­θι­στά τη βι­βλιο­γρα­φία του δυ­σε­πί­τευ­κτη.

Oπως και να έ­χει, πα­ρό­μοιες εκ­δό­σεις, ε­κλι­πό­ντος του συγ­γρα­φέα, χρειά­ζο­νται φι­λο­λο­γι­κή στή­ρι­ξη και ί­σως κά­ποιο συ­νο­δευ­τι­κό σχο­λια­σμό, κυ­ρίως για την πε­ρίο­δο με­τά τη συγ­γρα­φή τους. Ο σχο­λια­σμός χρειά­ζε­ται, ό­χι μό­νο για τυ­χόν α­βλε­ψίες, αλ­λά και για στρυφ­νές ή κά­πο­τε και α­δό­κι­μες δια­τυ­πώ­σεις. Ήδη, στο πρώ­το κε­φά­λαιο, το προ­σε­κτι­κό­τε­ρα γραμ­μέ­νο, υ­πάρ­χουν και α­πό τα δυο εί­δη. Από λά­θος της πη­γής α­πό την ο­ποία αν­τλεί­ται η πλη­ρο­φο­ρία, ο πα­τήρ του Κα­μπού­ρο­γλου, ο Γρη­γό­ριος, α­να­φέ­ρε­ται ως πρω­τό­το­κος, α­ντί για τρι­τό­το­κος γιος του πάπ­που Δη­μη­τρίου Ιωάν­νη Κα­μπού­ρο­γλου. Ενώ, κά­πως βια­στι­κά α­πο­δί­δε­ται στον πάπ­πο του πάπ­που του, τον Δη­μή­τριο Στρού­μπο το πα­ρα­τσού­κλι Κα­μπού­ρης α­κό­μη πριν να φύ­γει α­πό το τό­πο του, την Τσερ­νί­τσα Μεσ­ση­νίας. Το λήμ­μα της ε­γκυ­κλο­παί­δειας Ελευ­θε­ρου­δά­κη, γραμ­μέ­νο α­πό τον ί­διο τον Κα­μπού­ρο­γλου, προσ­διο­ρί­ζει: «Όνο­μα αρ­χαίας οι­κο­γε­νείας εξ Αλα­γω­νίας της Μεσ­ση­νίας. Η οι­κο­γέ­νεια  αύ­τη εί­νε κλά­δος της πο­λυ­σχι­δούς Ηπει­ρω­τι­κής προ­ε­λεύ­σεως οι­κο­γε­νείας των Στρού­μπων, ων αρ­χι­κώς έ­φε­ρε και το ε­πώ­νυ­μο. Εις εκ της οι­κο­γε­νείας ταύ­της α­πε­στά­λη πο­τέ βε­κί­λης του τό­που (α­ντι­πρό­σω­πος προς διε­ξα­γω­γή υ­πο­θέ­σεων) εις Κων­στα­ντι­νού­πο­λιν... Ήτο υ­ψη­λός και πως κυρ­τός, ε­πει­δή δε με­γά­λως διε­κρί­θη, τον υιόν του τον ε­χα­ρα­κτή­ρι­ζον οι Τούρ­κοι ως “Κα­μπούρ ο­γλού”, ή­τοι υιόν του κυρ­τού. Έκτο­τε ε­λη­σμο­νή­θη­σαν οι Στρού­μποι και οι Κα­μπού­ρο­γλοι διε­κλα­δί­σθη­σαν δια του προ­σω­νυ­μίου αυ­τού.» Επί­σης, σύγ­χυ­ση προ­κα­λεί η α­να­φο­ρά σε δυο μέ­λη της οι­κο­γέ­νειας των Στρού­μπων, που φέ­ρουν το πα­ρω­νύ­μιο Γεωρ­γί­λης, τον Ιωάν­νη Πα­να­γιώ­του Στρού­μπο και τον α­πό α­δελ­φό δι­σέγ­γο­νό του, Δη­μή­τριο Γεωρ­γίου Στρού­μπο. Σύγ­χυ­ση, που ε­πι­τεί­νει η συ­νέ­νω­ση των δυο προ­σώ­πων στο Ευ­ρε­τή­ριο.
Πέ­ραν αυ­τών, υ­πάρ­χουν και ο­ρι­σμέ­νες α­πο­σιω­πή­σεις. Εκτός κι αν πρό­κει­ται για ελ­λι­πή πλη­ρο­φό­ρη­ση. Για πα­ρά­δειγ­μα, ο προ­πάπ­πος Ιωάν­νης Κα­μπού­ρο­γλους, σύμ­φω­να με ε­πι­στο­λή του Στα­μά­τη Κου­μπά­ρη προς τον Εμμα­νουήλ Ξάν­θο, χά­θη­κε κα­τά τις σφα­γές του 1821 στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Αν και δεν α­να­φέ­ρε­ται ρη­τά, στις 10 Μαρ­τίου 1821, έ­πε­σε θύ­μα τους. Ο Σιακ­κής α­να­φέ­ρει ό­τι α­γνο­εί­ται η τύ­χη του, πα­ρό­λο που έ­χει ε­ρευ­νή­σει έγ­γρα­φα σχε­τι­κά με τον θρα­κιώ­τη Φι­λι­κό Στα­μά­τη. Όσο για τον πάπ­πο Δη­μή­τριο, α­να­φέ­ρει ό­τι χά­νο­νται τα ί­χνη του στη Βιέν­νη. Πράγ­μα­τι, α­φού φυ­γά­δευ­σε τα πέ­ντε παι­διά του στην Οδησ­σό, ο ί­διος κα­τέ­φυ­γε στην Βιέν­νη, ό­που, ό­μως, ξα­να­πα­ντρεύ­τη­κε. Πρό­κει­ται, βέ­βαια, για λε­πτο­μέ­ρειες, οι ο­ποίες, ω­στό­σο, χρειά­ζο­νται τις υ­πο­σε­λί­διες ση­μειώ­σεις τους.  
Το ί­διο ι­σχύει και για το Ευ­ρε­τή­ριο. Με τη χρή­ση του Η/Υ, η κα­τάρ­τι­σή του έ­χει θεω­ρη­θεί εύ­κο­λη υ­πό­θε­ση, που δεν α­παι­τεί την κα­λή γνώ­ση τού προς ευ­ρε­τη­ρία­ση βι­βλίου, με α­πο­τέ­λε­σμα να εμ­φα­νί­ζο­νται ό­λο και συ­χνό­τε­ρα ελ­λεί­ψεις. Για πα­ρά­δειγ­μα, ο Μη­λιά­δης της βιο­γρα­φίας, ο συ­νι­δρυ­τής του «Οδοι­πο­ρι­κού Συν­δέ­σμου», ο­νο­μά­ζε­ται Θεό­δω­ρος και δεν εί­ναι ο χιώ­της ζω­γρά­φος Στυ­λια­νός Μη­λιά­δης, ού­τε ο Ν.Π.Απο­στο­λό­που­λος του πε­ριο­δι­κού «Νέ­οι Δρό­μοι» εί­ναι ο στο­χα­στής Ντί­μης Απο­στο­λό­που­λος. Γε­νι­κώς, τα μι­κρά ο­νό­μα­τα εί­ναι α­να­γκαία. Λ.χ., σκέ­το το Θω­μό­που­λος δεν πα­ρα­πέ­μπει μό­νο στον γλύ­πτη Θω­μά Θω­μό­που­λο. Εκτός α­πό τα μι­κρά ο­νό­μα­τα, συ­χνά χρειά­ζο­νται και οι τίτ­λοι. Λ.χ., το Ιγνά­τιος Να­ζιαν­ζού δεί­χνει σαν ο­νο­μα­τε­πώ­νυ­μο και δεν δη­λώ­νει τον Επί­σκο­πο Να­ζιαν­ζού Ιγνά­τιο Σα­ρά­φο­γλου. Τέ­λος, ό­ταν υ­πάρ­χουν 13 Κα­μπού­ρο­γλοι και έ­ξι Στρού­μποι, η α­να­φο­ρά στο βαθ­μό συγ­γέ­νειας εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη.

Αρκε­τά θα εί­χα­με να προ­σθέ­σου­με σχε­τι­κά με τον τρό­πο που ο Σιακ­κής α­ντι­λαμ­βά­νε­ται τον Κα­μπού­ρο­γλου και την ε­πο­χή του. Αρκού­με­θα εν­δει­κτι­κά σε ό­σα γρά­φει σχε­τι­κά με τον Οδοι­πο­ρι­κό Σύν­δε­σμο. Κα­τ’ αρ­χάς, υ­πο­τι­μά στη γέ­νε­ση ε­νός πα­ρό­μοιου συλ­λό­γου τον κα­θο­ρι­στι­κό ρό­λο του συ­στη­μα­τι­κού ο­δοι­πό­ρου και κα­λού γνώ­στη του ατ­τι­κού χώ­ρου, που ή­ταν ο Κα­μπού­ρο­γλους. Ύστε­ρα, δεί­χνει να ε­ξο­μοιώ­νει την Αθη­ναία του ’20 με την χει­ρα­φε­τη­μέ­νη της ε­πο­χής του, ό­ταν γρά­φει:   «...Εί­χε ό­μως την πα­ρα­ξε­νιά να μη θέ­λει γυ­ναί­κες για μέ­λη, τις θεω­ρού­σε α­νώ­ρι­μες για τέ­τοιες δου­λειές, δεν τις έ­βρι­σκε ι­κα­νές για σκλη­ρα­γω­γίες...» Σαν να α­γνο­εί ό­τι, κα­τά τον Κα­μπού­ρο­γλου, ο­δοι­πο­ρία σή­μαι­νε ε­νερ­γή πε­ρι­πλά­νη­ση προς ά­γραν πλη­ρο­φο­ριών και πα­ρα­τη­ρή­σεων. Και α­κό­μη, ό­τι, με τον Οδοι­πο­ρι­κό Σύν­δε­σμο, ε­πε­δίω­κε να ορ­γα­νώ­σει την κα­λύ­τε­ρη γνω­ρι­μία με τον τό­πο. Εκεί­νος α­ντι­λαμ­βα­νό­ταν την ο­δοι­πο­ρία σαν προ­σκύ­νη­μα, που έ­πρε­πε να εί­ναι α­διά­σπα­στο, γι’ αυ­τό και δεν θέ­λη­σε τη συμ­με­το­χή γυ­ναι­κών. Η προ­σω­νυ­μία, πά­ντως, του “χα­ρού­με­νου στρα­το­κό­που”, που του α­πο­δί­δει, ε­νέ­χει α­πό­χρω­ση κα­ρι­κα­τού­ρας.  
Σχο­λια­σμό θα χρεια­ζό­ταν και η α­πο­τί­μη­ση, που α­πο­πει­ρά­ται, ό­πως και οι άλ­λοι τρεις βιο­γρά­φοι, του έρ­γου του. Δύο μό­νο πα­ρα­τη­ρή­σεις. Πι­στεύου­με πως α­δι­κεί τον ι­στο­ρι­κό Κα­μπού­ρο­γλου, θεω­ρώ­ντας το έρ­γο του α­πο­κλει­στι­κά έρ­γο ι­στο­ριο­δί­φη. Σαν να μην α­ντι­λαμ­βά­νε­ται τη σπου­δαιό­τη­τα της τρί­το­μης «Ιστο­ρίας των Αθη­ναίων», με την ο­ποία ο Κα­μπού­ρο­γλους κερ­δί­ζει ε­πα­ξίως τον τίτ­λο του ι­στο­ρι­κού και δη, του και­νο­τό­μου για την ε­πο­χή του, με την ε­πι­λο­γή του να μην ι­στο­ρή­σει την πό­λη αλ­λά τους κα­τοί­κους της, κα­θώς και με τον τρό­πο που α­να­πτύσ­σει το ι­στο­ρι­κό υ­λι­κό. Όσο α­φο­ρά τον διη­γη­μα­το­γρά­φο, οι α­πό­ψεις του Σιακ­κή α­ντα­να­κλούν τις προσ­λαμ­βά­νου­σες της ε­πο­χής του. Έχο­ντας ο ί­διος δο­κι­μα­στεί στον πε­ζό λό­γο κα­τά τα πρώ­τα με­τα­πο­λε­μι­κά χρό­νια, ε­ξαί­ρει τα ι­στο­ρι­κά διη­γή­μα­τα του Κα­μπού­ρο­γλου, κα­θώς και ο­ρι­σμέ­να α­πό ε­κεί­να που α­πο­κα­λεί “η­θο­γρα­φή­μα­τα”, για τα ο­ποία και πα­ρα­τη­ρεί ό­τι “δεν θα εί­χαν τί­πο­τα να ζη­λέ­ψουν α­πό τα η­θο­γρα­φή­μα­τα του Πα­πα­δια­μά­ντη”. 

Μέ­νουν δυο πρω­ταρ­χι­κά βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία του Κα­μπού­ρο­γλου, που η νέα βιο­γρα­φία α­φή­νει α­σχο­λία­στα. Το ε­πί­θε­τό του και η η­με­ρο­μη­νία της γέν­νη­σής του. Σύμ­φω­να με υ­πο­ση­μείω­ση των ε­πι­με­λη­τών, “το ό­νο­μα στην ο­νο­μα­στι­κή εμ­φα­νί­ζε­ται ε­ξαρ­χής και με τους δυο τύ­πους: Κα­μπού­ρο­γλους και Κα­μπού­ρο­γλου”. Όχι α­κρι­βώς. Το πα­ρω­νύ­μιο, που οι Τούρ­κοι εί­χαν α­πο­δώ­σει στους δυο γιους του Δη­μη­τρίου Στρού­μπου, “Κα­μπούρ ο­γλού” ε­ξελ­λη­νί­στη­κε ε­ξαρ­χής, ό­πως ό­λα τα α­ντί­στοι­χα α­πό τους Έλλη­νες της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης και της Μι­κράς Ασίας, δια της προ­σθή­κης του τε­λι­κού σίγ­μα. Από τον Ιωάν­νη Κα­μπού­ρο­γλου του Δη­μη­τρίου Στρού­μπου μέ­χρι τον εγ­γο­νό του Γρη­γό­ριο Δη­μη­τρίου Κα­μπού­ρο­γλου και τον δι­σέγ­γο­νό του, τον Δη­μή­τριο Γρη­γο­ρίου Κα­μπού­ρο­γλου, ό­λοι υ­πέ­γρα­φαν ως Κα­μπού­ρο­γλους και ως Κα­μπού­ρο­γλους α­να­φέ­ρο­νταν. Μά­λι­στα, ο Γρη­γό­ριος Δη­μη­τρίου Κα­μπού­ρο­γλους, στο πε­ριο­δι­κό του «Ευ­τέρ­πη», χρη­σι­μο­ποιεί τον πλή­ρως ε­ξελ­λη­νι­σμέ­νο τύ­πο Κα­μπού­ρο­γλος. 
Όσο για τον ί­διο τον Δη­μή­τριο, ως Κα­μπού­ρο­γλους, δεν α­να­φέ­ρε­ται μό­νο α­πό τους συγ­χρό­νους του, αλ­λά και α­πό τους νεό­τε­ρους, ό­πως τον κα­τά μι­σό αιώ­να μι­κρό­τε­ρό του Κω­στή Μπα­στιά. Από­δει­ξη, η πε­ρι­πα­τη­τι­κή τους συ­νο­μι­λία, το 1931, ό­που ο ο­γδο­η­κο­ντα­ε­τής συ­νε­ντευ­ξια­ζό­με­νος ξε­πο­δά­ρια­σε τον τρια­ντά­ρη Μπα­στιά, Πέ­ρα­μα-Πει­ραια, γύ­ρω στα 10 χλμ. πε­ζή. Ο πιο οι­κείος σε ε­μάς σή­με­ρα τύ­πος Κα­μπού­ρο­γλου ε­πι­κρά­τη­σε με­τα­πο­λι­τευ­τι­κά. Τον υιο­θε­τεί ο πρώ­τος βιο­γρά­φος του το 1974, κα­θώς και η Ζω­γρά­φου. Ωστό­σο, οι Τρο­βάς και Σιακ­κής, που πι­θα­νώς και οι δυο ε­τοι­μά­ζουν τις βιο­γρα­φίες τους για το ε­πε­τεια­κό 1982 εμ­μέ­νουν στο Κα­μπού­ρο­γλους. Ο δεύ­τε­ρος, μά­λι­στα, υιο­θε­τεί στον τίτ­λο το Κα­μπού­ρο­γλους ά­κλι­το, «Η ζωή και το έρ­γο του Δη­μη­τρίου Κα­μπού­ρο­γλους». Από ε­κεί και πέ­ρα ε­πεμ­βαί­νουν διορ­θω­τι­κά οι ε­πι­με­λη­τές, Γιάν­νης Ξού­ριας και Ελέ­νη Μι­χα­λο­πού­λου. 
Και ερ­χό­μα­στε στην η­με­ρο­μη­νία της γέν­νη­σής του. Αδιά­ψευ­στη πη­γή α­πο­τε­λεί το Ση­μειω­μα­τά­ριο του εκ μη­τρός πάπ­που του Άγγε­λου Γέ­ρο­ντα, που, ό­πως συ­νή­θι­ζαν άλ­λο­τε οι γε­νάρ­χες οι­κο­γε­νειών, κα­τέ­γρα­φε γεν­νή­σεις, βα­φτί­σια, γά­μους και θα­νά­τους. Εκεί α­να­γρά­φε­ται: “1852, Σε­πτεμ­βρίου 29, η­μέ­ρα Δευ­τέ­ρα”. Ο Κα­μπού­ρο­γλους, στον έ­να τό­μο α­πό τα «Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα μιας μα­κράς ζωής», που ε­ξέ­δω­σε το 1934, προσ­διο­ρί­ζει ό­τι “η γέν­νη­σίς του, την 1ην με­τά το με­σο­νύ­κτιο της 29ης κα­θω­ρί­σθη οι­κο­γε­νεια­κώς, ως γε­νο­μέ­νη την 30ην πα­ρά την πρό­λη­ψιν της Τρί­της”. Πο­λύς λό­γος έ­γι­νε α­πό συ­γκαι­ρι­νούς του και με­τα­γε­νέ­στε­ρους γι’ αυ­τήν την η­με­ρο­μη­νία, κα­θώς την συ­νέ­δε­σαν χρο­νι­κά με τη θύελ­λα στην Αθή­να το βρά­δυ της 14ης Οκτω­βρίου 1852 και την πτώ­ση της 16ης σω­ζό­με­νης κο­λό­νας του να­ού του Ολυ­μπίου Διός. Από τους πρώ­τους που α­να­φέ­ρουν τη σύ­μπτω­ση εί­ναι ο Μποέμ (Δη­μή­τριος Χατ­ζό­που­λος) σε συ­νέ­ντευ­ξη του Κα­μπού­ρο­γλου στην ε­φη­με­ρί­δα «Το Άστυ»: «...ε­γεν­νή­θη α­κρι­βώς ό­τε έ­πι­πτεν η στή­λη του Ολυ­μπίου Διός, και ο πα­τήρ του εί­πε τό­τε, “ή μέ­γα κα­κόν ή μέ­γα κα­λόν θα γί­νη το παι­δί αυ­τό”...» Η α­να­φο­ρά, ό­μως, που ήρ­θε και ε­δραίω­σε το μύ­θο ή­ταν το τε­τρά­στι­χο, το ο­ποίο του έ­στει­λε ο Δρο­σί­νης ως ευ­χη­τή­ριο τη­λε­γρά­φη­μα για την Ογδο­η­κο­ντα­ε­τη­ρί­δα του: «Τη μέ­ρα που γεν­νή­θη­κες/ γκρε­μί­στη­κε η κο­λό­να./ Στη θέ­ση της στυ­λώ­θη­κες–/ θα φτά­σης τον αιώ­να!» Πά­ντως, ο ί­διος, λί­γο αρ­γό­τε­ρα, στα «Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα...» του, σχο­λιά­ζει: «...Κά­ποιος λο­γι­κο­φα­νής νεω­τε­ρι­σμός την 30ην αυ­τήν Σε­πτεμ­βρίου την κά­μνει 12 και κα­τό­πιν 13 Οκτω­βρίου...» Προ­φα­νώς εν­νο­εί την αλ­λα­γή Ημε­ρο­λο­γίου, κα­θώς οι δια­στά­σεις των συ­νε­πα­γό­με­νων η­με­ρο­λο­για­κών διορ­θώ­σεων δεν εί­χαν α­κό­μη τό­τε, πα­ρά την πα­ρέ­λευ­ση δε­κα­ε­τίας, γί­νει α­ντι­λη­πτές. Όπως και να έ­χει, στη βιο­γρα­φία του Σιακ­κή, ως η­με­ρο­μη­νία γέν­νη­σης α­να­φέ­ρε­ται η 14η Οκτω­βρίου 1852, χω­ρίς α­να­φο­ρά στη σύν­δε­σή της με την πτώ­ση της κο­λό­νας. Ημε­ρο­μη­νία λαν­θα­σμέ­νη και με τα δυο Ημε­ρο­λό­για.
Και α­πα­ντού­με στο ε­ρώ­τη­μα, που εί­χα­με θέ­σει ως τίτ­λο στο δη­μο­σίευ­μα της προ­η­γού­με­νης Κυ­ρια­κής, «Ποιον εν­δια­φέ­ρει ο Δη­μή­τριος Κα­μπού­ρο­γλους». Μάλ­λον κα­νέ­ναν. Mια και­νού­ρια, ό­μως, βιο­γρα­φία μπο­ρεί να κι­νή­σει την πε­ριέρ­γεια, αρ­κεί το πρό­σω­πο του βιο­γρα­φού­με­νου να τύ­χει της κα­τάλ­λη­λης προ­βο­λής, ώ­στε να ταυ­τί­ζε­ται με τις ση­με­ρι­νές προ­τι­μή­σεις. 

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 22/12/2012.

1 σχόλιο:

Γιάννης Ξούριας είπε...

Κυρία Θεοδοσοπούλου,

Διάβασα με ενδιαφέρον τη βιβλιοκριτική σας για το έργο του Ιωσήφ Σιακκή Δ. Γ. Καμπούρογλου. Η ζωή και το έργο του, Αθήνα (ΜΙΕΤ) 2012, στην οποία μου αποδίδετε ιδιότητα (του επιμελητή) και ενέργειες («[...] επεμβαίνουν διορθωτικά [ενν. στο όνομα του Καμπούρογλου] οι επιμελητές [...]») που αντίστοιχα ούτε έχω ούτε διέπραξα.

Αντιθέτως, η ανάμειξή μου υπήρξε πολύ συγκεκριμένη και πάντως διαφορετική. Ποια ήταν η ανάμειξή μου δηλώνεται με σαφήνεια στο ίδιο το βιβλίο. Συγκεκριμένα:

Στη σ. 6 αναφέρεται: «Το ΜΙΕΤ ευχαριστεί θερμά τον καθηγητή Αλέξη Πολίτη [αναρωτιέμαι γιατί δεν προσμετράται στους επιμελητές] και τον Γιάννη Ξούρια [...] για τη βοήθειά τους στην επιμέλεια της έκδοσης». Άρα, «βοήθεια στην επιμέλεια» και όχι «επιμέλεια». Ποια ήταν αυτή η βοήθεια, περιγράφεται στο εκδοτικό σημείωμα, όπου στις σ. 258-259 αναφέρονται τα εξής: «Στις υποσημειώσεις και στη βιβλιογραφία, ακολουθώντας τη γνώμη του Αλέξη Πολίτη και χάρη στην αυτοψία τού [...] Γιάννη Ξούρια, προσθέσαμε εντός αγκυλών στοιχεία επιβοηθητικά για τον σημερινό αναγνώστη ή διορθώσαμε σιωπηρά μικρές αβλεψίες». Δηλαδή, ανέτρεξα και είδα βιβλιογραφικές αναφορές του Σιακκή που φαίνονταν προβληματικές, επαλήθευσα την ακρίβειά τους και υπέδειξα κάποιες αβλεψίες ή κάποιες επιπρόσθετες βιβλιογραφικές πληροφορίες που θα βοηθούσαν έναν σύγχρονο αναγνώστη να αναζητήσει τα αναφερόμενα έργα. Και απλώς υπέδειξα και σε καμιά περίπτωση δεν αποφάσισα ούτε τι από το υλικό αυτό θα περάσει στη Βιβλιογραφία και στις υποσημειώσεις ούτε με ποιον τρόπο.

Συνεπώς, ούτε επιμελητής υπήρξα ούτε με το όνομα του Καμπούρογλου ασχολήθηκα.

Ευχαριστώ πολύ.

Με εκτίμηση

Γιάννης Ξούριας.