Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2012

Διασταύρωση επετείων

Λεζάντα φωτογραφίας: Από τα επετειακά κατορθώματα της 6ης Δεκεμβρίου. Ο Παπαδιαμάντης ως αόμματος (Φωτ. Κ. Λιόντης).

Χρι­στού­γεν­να 2011 ε­ξέ­πνευ­σε το έ­τος Αλέ­ξαν­δρου Πα­πα­δια­μά­ντη. Πρω­το­χρο­νιά 2012 α­νέ­τει­λε το έ­τος Κα­ρό­λου Ντί­κε­νς. Το πρώ­το, ού­τε καν ε­πι­σή­μως α­πό την ελ­λη­νι­κή πο­λι­τεία α­να­κη­ρύ­χτη­κε έ­τος Πα­πα­δια­μά­ντη. Αντι­θέ­τως, το δεύ­τε­ρο ε­ξαγ­γέλ­θη­κε, με­τά φα­νών και λα­μπά­δων, ως πα­γκό­σμιο έ­τος Ντί­κε­νς, με τις προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νες εκ­δη­λώ­σεις να φτά­νουν μέ­χρι τα πέ­ρα­τα της άλ­λο­τε πο­τέ γη­ραιάς Αλβιώ­νος. Το χο­ρό των ε­ορ­τα­σμών θα σύ­ρει η πό­λη του Ντί­κε­νς, το Λον­δί­νο. Κα­τά κα­λή τύ­χη της πρω­τεύου­σας του Ηνω­μέ­νου Βα­σι­λείου, η δια­κο­σιε­τη­ρί­δα του Ντί­κε­νς συ­νέ­πε­σε με τη διε­ξα­γω­γή στην πό­λη των Ολυ­μπια­κών Αγώ­νων. Ως τη βα­σι­κή πο­λι­τι­στι­κή α­τρα­ξιόν ε­τοι­μά­ζο­νται οι Λον­δρέ­ζοι να προ­βάλ­λουν τον κο­ρυ­φαίο κλα­σι­κό τους συγ­γρα­φέα. Έχουν ή­δη α­να­και­νί­σει το μου­σείο του, στο κέ­ντρο της πό­λης, και κα­τα­στρώ­σει πλού­σιο πρό­γραμ­μα εκ­δη­λώ­σεων. Το μου­σείο στε­γά­ζε­ται σε έ­να α­πό τα σπί­τια, στα ο­ποία έ­ζη­σε ο Ντί­κε­νς. Λι­γό­τε­ρο α­πό τρία χρό­νια έ­μει­νε σε αυ­τό, ή­ταν ό­μως η πρώ­τη κα­τοι­κία με­σο­α­στι­κών προ­δια­γρα­φών που α­πέ­κτη­σε, μό­λις εί­χε αρ­χί­σει να κα­τα­ξιώ­νε­ται ως δη­μο­σιο­γρά­φος και έ­κα­νε τα πρώ­τα του συγ­γρα­φι­κά βή­μα­τα. Εκεί έ­γρα­ψε τον «Όλι­βερ Τουί­στ». Εί­ναι, πά­ντως, το μο­να­δι­κό κτί­σμα, που έ­φθα­σε α­κέ­ραιο μέ­χρι τον 20ο αιώ­να. Δρα­στή­ριος ο Σύλ­λο­γος Ντί­κε­νς, που έ­χει συ­στα­θεί α­πό το 1902, το διέ­σω­σε α­πό την κα­τε­δά­φι­ση και το με­τέ­τρε­ψε σε μου­σείο, το ο­ποίο λει­τουρ­γεί α­πό το 1925.
Σε α­ντί­θε­ση, ο Πα­πα­δια­μά­ντης, μια ε­ντοι­χι­σμέ­νη προ­το­μή, ό­λη κι ό­λη, ευ­τύ­χη­σε να α­πο­κτή­σει στην Αθή­να, στην πλα­τεία Δε­ξα­με­νής, στο Κο­λω­νά­κι, ό­που έ­ζη­σε τα τε­λευ­ταία χρό­νια της α­θη­ναϊκής του με­τοι­κε­σίας. Κι αυ­τής, ό­μως, της βγά­λα­με τα μά­τια ή, ε­πί το α­κρι­βέ­στε­ρο, έ­πε­σε θύ­μα πρό­σφα­του βαν­δα­λι­σμού. Κα­τά τα άλ­λα, σύμ­φω­να με τις πο­μπώ­δεις εκ­φρά­σεις των υ­πουρ­γών Πο­λι­τι­σμού, η Αθή­να μας, με το κλέ­ος των α­γαλ­μά­των της, συ­νι­στά α­κρο­γω­νιαίο λί­θο της βα­ριάς βιο­μη­χα­νίας της χώ­ρας μας, που εί­ναι ο του­ρι­σμός.
Όσο για τα υ­πό­λοι­πα του έ­τους Ντί­κε­νς, ο Σύλ­λο­γός του έ­χει ή­δη α­ναγ­γεί­λει το Συ­νέ­δριο Ντί­κε­νς του 2012, προ­κρί­νο­ντας ως τό­πο διε­ξα­γω­γής τη γε­νέ­τει­ρά του, το Πόρ­τσμουθ. Σε α­ντί­θε­ση με την Εται­ρεία Πα­πα­δια­μά­ντη, που φαί­νε­ται να νιώ­θει κά­θε φο­ρά συ­μπλεγ­μα­τι­κά να πραγ­μα­το­ποιή­σει το Συ­νέ­δριο στη Σκιά­θο. Να ση­μειώ­σου­με, ε­πί­σης, ό­τι ο Σύλ­λο­γος Ντί­κε­νς έ­χει ή­δη α­ναγ­γεί­λει το πρό­γραμ­μα του Συ­νε­δρίου, προσ­διο­ρί­ζο­ντας το χρό­νο και ό­λες τις λε­πτο­μέ­ρειες σχε­τι­κά και με τη συμ­με­το­χή σε αυ­τό, τις ο­ποίες α­να­κοι­νώ­νει στον διε­θνή Τύ­πο, ώ­στε το Συ­νέ­δριο να εί­ναι α­νοι­χτό για κά­θε εν­δια­φε­ρό­με­νο α­πα­ντα­χού της γης. Και πά­λι, σε α­ντί­θε­ση με την Εται­ρεία Πα­πα­δια­μά­ντη, που δεν δη­μο­σιο­ποιεί ευ­ρύ­τε­ρα τις α­πο­φά­σεις της, τις ο­ποίες, ού­τως ή άλ­λως, παίρ­νει στο πα­ρά πέ­ντε. Τέ­λος, πα­ρό­λο που ο Ντί­κε­νς, ε­κτός α­πό Σύλ­λο­γο, έ­χει και νεό­τε­ρη Εται­ρεία, έ­να μό­νο διε­θνές Συ­νέ­δριο προ­γραμ­μα­τί­ζε­ται, στις 9 με 14 Αυ­γού­στου, και θα α­φο­ρά τον Ντί­κε­νς και το έρ­γο του, χω­ρίς θε­μα­τι­κούς πε­ριο­ρι­σμούς.

Δια­φο­ρές

Η δια­φο­ρά στην α­ντι­με­τώ­πι­ση των δυο συγ­γρα­φέων, ό­σο α­φο­ρά τη διε­θνή κοι­νό­τη­τα, εί­ναι συ­νάρ­τη­ση πολ­λών πα­ρα­γό­ντων, με κα­θο­ρι­στι­κό στοι­χείο ε­κεί­νο της γλώσ­σας. Πέ­ραν, ό­μως, των πε­ριο­ρι­σμέ­νων ο­ρίων της ελ­λη­νι­κής, βα­σι­κός συ­ντε­λε­στής εί­ναι και το εί­δος της λο­γο­τε­χνίας, που καλ­λιέρ­γη­σαν οι δυο συγ­γρα­φείς. Όσο πε­ριο­ρι­στι­κή α­πο­βαί­νει η γλώσ­σα γρα­φής, α­ντί­στοι­χα δε­σμευ­τι­κό στην α­πή­χη­ση ε­νός συγ­γρα­φέα εί­ναι το λο­γο­τε­χνι­κό εί­δος του διη­γή­μα­τος ή και γε­νι­κό­τε­ρα της σύ­ντο­μης φόρ­μας έ­να­ντι του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Κο­ρυ­φαίος μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος ο Ντί­κε­νς, ψυ­χα­γώ­γη­σε με τα βι­βλία του και τις με­τα­μορ­φώ­σεις τους σε ται­νίες, κι­νη­μα­το­γρα­φι­κές και τη­λε­ο­πτι­κές, σε θε­α­τρι­κά έρ­γα μέ­χρι και σε κό­μι­κς, ό­λες τις η­λι­κίες και ό­λες τις γε­νιές α­πό την ε­πο­χή του και του­λά­χι­στον μέ­χρι την η­λεκ­τρο­νι­κή ε­πέ­λα­ση. Ενώ, ο Πα­πα­δια­μά­ντης κω­δι­κο­ποιεί­ται ως διη­γη­μα­το­γρά­φος και α­να­λο­γι­κά πα­ρα­μέ­νει, πε­ρισ­σό­τε­ρο σή­με­ρα, δυσ­πρό­σι­τος στο ευ­ρύ κοι­νό. Αυ­τή η δια­φο­ρά, ω­στό­σο, δεν ση­μα­το­δο­τεί και δια­φο­ρά α­να­στή­μα­τος. Ο Ντί­κε­νς έ­χει μεν κα­τα­χω­ρη­θεί ως κλα­σι­κός συγ­γρα­φέ­ας των αγ­γλι­κών γραμ­μά­των, αλ­λά η κρι­τι­κή, κα­τά και­ρούς, του κα­τα­λό­γι­σε συ­ναι­σθη­μα­τι­σμό έως και με­λο­δρα­μα­τι­σμό, χα­ο­τι­κή δο­μή και ρε­α­λι­σμό νο­θευ­μέ­νο με ε­ξω­πραγ­μα­τι­κά στοι­χεία ρο­μα­ντι­κής προέ­λευ­σης. Με βά­ση ό­λα αυ­τά, οι Άγγλοι μο­ντερ­νι­στές τον ε­ξαί­ρε­σαν α­πό τον λο­γο­τε­χνι­κό Κα­νό­να που κα­τάρ­τι­σαν. Μέ­νει ζη­τού­με­νο, ποια μπο­ρεί να ή­ταν η ά­πο­ψή τους για τα διη­γή­μα­τα του Πα­πα­δια­μά­ντη.

Πρώ­τες με­τα­φρά­σεις

Πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό μια γε­νιά χω­ρί­ζει τον Σκια­θί­τη α­πό τον λον­δρέ­ζο ο­μό­τε­χνό του. Εφέ­τος ε­ορ­τά­ζο­νται τα 200 χρό­νια α­πό τη γέν­νη­ση του Ντί­κε­νς, στις 7 Φε­βρουα­ρίου 1812. Ο Πα­πα­δια­μά­ντης γεν­νή­θη­κε 39 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, στις 4 Μαρ­τίου 1851. Το 2011, συ­μπλη­ρώ­θη­κε έ­νας αιώ­νας α­πό το θά­να­τό του, στις 2 Ια­νουα­ρίου 1911. Κυ­ρια­κή γεν­νή­θη­κε και Κυ­ρια­κή πέ­θα­νε, λί­γο πριν κλεί­σει τα 60. Σε πα­ρα­πλή­σια η­λι­κία, έ­χο­ντας συ­μπλη­ρώ­σει τα 58, πέ­θα­νε ο Ντί­κε­νς, στις 8 Ιου­νίου 1870. Αμφό­τε­ροι χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται και κοι­νω­νι­κοί συγ­γρα­φείς. Κυ­ρίως κοι­νω­νι­κός συγ­γρα­φέ­ας ο Ντί­κε­νς, πε­ριέ­γρα­ψε και ε­πέ­κρι­νε ό­ψεις του βι­κτω­ρια­νού κό­σμου, μέ­σα στον ο­ποίο έ­ζη­σε. Όταν α­νέ­βη­κε στο θρό­νο η δε­κα­ο­χτά­χρο­νη Βι­κτω­ρία, το 1837, ε­κεί­νος ή­ταν ή­δη έ­νας δη­μο­φι­λής συγ­γρα­φέ­ας, πα­ρό­τι εί­χε εκ­δώ­σει μό­λις έ­να βι­βλίο τον προ­η­γού­με­νο χρό­νο. Το έ­τος της εν­θρό­νι­σής της δη­μο­σίευ­σε σε συ­νέ­χειες τον «Όλι­βερ Τουί­στ». Όταν πέ­θα­νε η Βα­σί­λισ­σα, το 1901, ε­κεί­νος εί­χε ή­δη ει­σέλ­θει στο πάν­θεο των κλα­σι­κών.
Δια βίου και σε ο­λό­κλη­ρο το έρ­γο του, ο Ντί­κε­νς στά­θη­κε υ­πε­ρα­σπι­στής του λα­ού. Ανέ­δει­ξε αυ­τούς που δεν έ­χουν στον ή­λιο μοί­ρα, ορ­φα­νά και πα­ρίες, γε­λοιο­γρα­φώ­ντας τους τύ­ποις ε­νά­ρε­τους και κα­ταγ­γέλ­λο­ντας τους εκ­με­ταλ­λευ­τές. Με­τα­ξύ άλ­λων, πλά­θει στον «Όλι­βερ Τουί­στ» έ­ναν α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κό τύ­πο φι­λο­χρή­μα­του κα­κούρ­γου στον υ­πό­κο­σμο του Λον­δί­νου, τον Εβραίο Φέϊγκιν. Εί­ναι αρ­χη­γός συμ­μο­ρίας, που έ­χει στή­σει “σχο­λή” πορ­το­φο­λά­δων, ό­που εκ­παι­δεύει κα­ταλ­λή­λως ό­σα παι­διά πέ­φτουν στα χέ­ριά του. Αυ­τός ο ή­ρωας πο­λύ του κό­στι­σε του Ντί­κε­νς και ό­χι μό­νο με­τα­θα­να­τίως, ό­πως ο Σάϋλωκ του Σαίξ­πηρ. Οι κα­τη­γο­ρίες για α­ντι­ση­μι­τι­σμό ε­πη­ρέ­α­σαν α­κό­μη και το πλά­σι­μο, α­πό έ­να ση­μείο και ύ­στε­ρα, του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, κα­θώς γρα­φό­ταν και δη­μο­σιευό­ταν σε συ­νέ­χειες. Ο Ντί­κε­νς, ως προς τις πο­λι­τι­κές του α­ντι­λή­ψεις, πα­ρέ­μει­νε έ­νας α­στός της ε­πο­χής του. Γνη­σιό­τε­ρα λαϊκός υ­πήρ­ξε ο Πα­πα­δια­μά­ντης. Μα­κράν, πά­ντως, και των δυο, οι ρι­ζο­σπα­στι­κές ι­δέες. Κι ό­μως, σε έ­ναν ρι­ζο­σπά­στη, που εν­θου­σιά­στη­κε με την κοι­νω­νι­κή κρι­τι­κή, που α­σκεί ο Ντί­κε­νς, πο­λύ πι­θα­νόν να ο­φεί­λε­ται η πρώ­τη με­τά­φρα­ση βι­βλίου του στα ελ­λη­νι­κά.
Αυ­τό το πρώ­το βι­βλίο του Ντί­κε­νς εί­ναι το κοι­νω­νι­κό του μυ­θι­στό­ρη­μα «Τα δύ­σκο­λα χρό­νια». Εκδό­θη­κε το 1887 α­πό το πε­ριο­δι­κό «Εβδο­μάς», χω­ρίς ό­νο­μα με­τα­φρα­στή. Προ­η­γου­μέ­νως, εί­χε δη­μο­σιευ­θεί σε συ­νέ­χειες στο εν λό­γω πε­ριο­δι­κό. Το ε­πό­με­νο έ­τος, εκ­δό­θη­κε έ­να δεύ­τε­ρο βι­βλίο του, «Το Άσμα των Χρι­στου­γέν­νων», ό­πως α­πο­δό­θη­κε ο πρω­τό­τυ­πος τίτ­λος, τα «Χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα κά­λα­ντα». Αυ­τή τη φο­ρά, με ό­νο­μα με­τα­φρα­στή. Πρό­κει­ται για τον Πα­να­γιώ­τη Πα­νά, έ­να α­πό τα ση­μα­ντι­κό­τε­ρα πρό­σω­πα, αν ό­χι το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο, του ελ­λη­νι­κού ρι­ζο­σπα­στι­σμού κα­τά τον 19ο αι. Έχου­με αρ­κε­τές εν­δεί­ξεις, που ο­δη­γούν στην ει­κα­σία ό­τι ε­κεί­νος εί­ναι ο με­τα­φρα­στής και του πρώ­του βι­βλίου. Υπέρ αυ­τού συ­νη­γο­ρεί, ε­κτός α­πό το θέ­μα του βι­βλίου, και το ό­τι ο Πα­νάς πα­ρα­μέ­νει μό­νι­μος συ­νερ­γά­της του πε­ριο­δι­κού, κυ­ρίως ως με­τα­φρα­στής, α­πό το 1884.
Ο Ντί­κε­νς, ό­μως, εί­ναι α­πό πο­λύ νω­ρί­τε­ρα δη­μο­φι­λής και στη χώ­ρα μας. Ήδη α­πό τα μέ­σα του 19ου αι. γί­νε­ται γνω­στός στο ελ­λη­νι­κό κοι­νό ως δη­μο­σιο­γρά­φος, ι­δίως με με­τα­φρά­σεις τα­ξι­διω­τι­κών του κει­μέ­νων. Η θαυ­μα­στι­κή μνη­μό­νευ­σή του, το 1891, α­πό τον Ιωάν­νη Κα­μπού­ρο­γλου, εκ­δό­τη της ε­φη­με­ρί­δας «Νέα Εφη­με­ρίς», δεί­χνει την ε­ξέ­χου­σα θέ­ση που κα­τέ­χει στην ε­κτί­μη­ση των λο­γίων της ε­πο­χής. Ο Κα­μπού­ρο­γλου τον α­να­φέ­ρει για να κα­λο­συ­στή­σει τον Πα­πα­δια­μά­ντη, κα­θώς δη­μο­σιεύει αγ­γε­λία για την προ­σε­χή έκ­δο­ση συλ­λο­γής διη­γη­μά­των του, με τίτ­λο, «Θα­λασ­σι­νά Ει­δύλ­λια»: “Αμε­ρι­κα­νός σχε­δόν εις τα διη­γή­μα­τά του, ω­σάν τον Πόε, ω­σάν τον Δίκ­κε­νς τον άγ­γλον εί­νε ο κ. Πα­πα­δια­μά­ντης”. Στις πρώ­τες δε­κα­ε­τίες του 20ου αιώ­να, πά­ντως, για τις ο­ποίες έ­χου­με κά­πως κα­λύ­τε­ρη ει­κό­να του πε­ριο­δι­κού Τύ­που, ο Ντί­κε­νς εμ­φα­νί­ζε­ται με με­τρη­μέ­να διη­γή­μα­τα. Όσο για τις με­τα­φρά­σεις βι­βλίων του, λεί­πει, και στη δι­κή του πε­ρί­πτω­ση, συ­στη­μα­τι­κή βι­βλιο­γρα­φι­κή κα­τα­γρα­φή. Μια πρώ­τη α­πό­πει­ρα έ­κα­νε ο Θο­δω­ρής Πε­τρό­που­λος, ε­πι­κε­ντρώ­νο­ντας το εν­δια­φέ­ρον του στα πιο προ­σι­τά με­τα­πο­λε­μι­κά χρό­νια. Δη­μο­σιεύ­θη­κε το 1989, στο μο­να­δι­κό, α­πό ό­σο γνω­ρί­ζου­με, α­φιέ­ρω­μα πε­ριο­δι­κού στον Ντί­κε­νς, του «Δια­βά­ζω», σε ε­πι­μέ­λεια Γιώρ­γου Γα­λά­ντη. Ένας α­πό τους πρώ­τους με­τα­φρα­στές του Ντί­κε­νς, κα­τά την πρώ­τη με­τα­πο­λε­μι­κή δε­κα­ε­τία, εί­ναι ο πο­λι­τι­κο­ποιη­μέ­νος Γιώρ­γος Κοτ­ζιού­λας, ο ο­ποίος και προ­τάσ­σει στη με­τά­φρα­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος «Με­γά­λες προσ­δο­κίες» ε­γκω­μια­στι­κό πρό­λο­γο. Εκεί, πλη­ρο­φο­ρεί ό­τι το συ­γκε­κρι­μέ­νο μυ­θι­στό­ρη­μα εί­χε προ­κρι­θεί σε έ­ρευ­να των αρ­χών του ’50 για το κα­λύ­τε­ρο ευ­ρω­παϊκό μυ­θι­στό­ρη­μα. Τε­λι­κά, πολ­λές εί­ναι οι με­τα­φρά­σεις, κυ­ρίως διη­γη­μά­των, του Ντί­κε­νς, που δη­μο­σιεύο­νται χω­ρίς ό­νο­μα με­τα­φρα­στή. Ωστό­σο, ου­δείς έ­χει α­πο­δώ­σει κά­ποια α­πό αυ­τές στον Πα­πα­δια­μά­ντη. Αν και πρό­σφα­τα, σε εκ­πο­μπή της ε­πε­τεια­κής για τον Πα­πα­δια­μά­ντη σει­ράς «Το σκο­τει­νό τρυ­γό­νι», το ι­σχυ­ρί­στη­κε ο ι­στο­ρι­κός τέ­χνης Μά­νος Στε­φα­νί­δης. Αλλά, το πι­θα­νό­τε­ρο, ε­πρό­κει­το για lapsus linguae.

Εκλε­κτι­κή συγ­γέ­νεια

Ανά­με­σα στον Πα­πα­δια­μά­ντη και τον Ντί­κε­νς υ­πάρ­χει μια κά­ποια ε­κλε­κτι­κή συγ­γέ­νεια ό­σο α­φο­ρά την α­γά­πη τους για τον κό­σμο των παι­διών, στο πλά­σι­μο του ο­ποίου και οι δυο α­ντα­να­κλούν δι­κά τους βιώ­μα­τα. Ενώ, αμ­φό­τε­ροι δεί­χνουν προ­τί­μη­ση στους τα­πει­νούς και τους πα­ρίες των πό­λεων. Ο κα­τ’ ε­ξο­χήν, ό­μως, λο­γο­τε­χνι­κός τό­πος στον ο­ποίο συ­να­ντιού­νται, δεν εί­ναι το κοι­νω­νι­κό πε­ζό αλ­λά το ε­ορ­τα­στι­κό διή­γη­μα. Ο Ντί­κε­νς θεω­ρεί­ται ο ει­ση­γη­τής του χρι­στου­γεν­νιά­τι­κου διη­γή­μα­τος. Από το 1843 μέ­χρι το 1867 δη­μο­σίευε κά­θε χρό­νο χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα διη­γή­μα­τα στα πε­ριο­δι­κά, που ε­ξέ­δι­δε ο ί­διος, Στη συ­νέ­χεια, συ­γκέ­ντρω­νε τα χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα διη­γή­μα­τά του σε τό­μους, ε­νώ, τα πρώ­τα χρό­νια, ε­ξέ­δω­σε και πέ­ντε ε­κτε­νείς ι­στο­ρίες, που θα χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νταν με­γά­λες νου­βέ­λες. Η πρώ­τη εί­ναι τα «Χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα κά­λα­ντα», που α­πο­δό­θη­κε στα ελ­λη­νι­κά «Το Άσμα των Χρι­στου­γέν­νων».
Ο Ντί­κε­νς συ­νέ­βα­λε στην κα­θιέ­ρω­ση του χρι­στου­γεν­νιά­τι­κου διη­γή­μα­τος και στην Ελλά­δα. Πολ­λοί εί­ναι οι έλ­λη­νες συγ­γρα­φείς που δη­μο­σίευ­σαν χρι­στου­γεν­νιά­τι­κες ι­στο­ρίες. Μό­νο, ό­μως, ο Πα­πα­δια­μά­ντης α­κο­λού­θη­σε το πα­ρά­δειγ­μά του, δη­μο­σιεύο­ντας με πα­ρό­μοια τα­κτι­κό­τη­τα. Ξε­κί­νη­σε εί­κο­σι χρό­νια α­φό­του ε­κεί­νος στα­μά­τη­σε, τα Χρι­στού­γεν­να του 1887, ό­ταν έ­κα­νε την εμ­φά­νι­σή του ο πρώ­τος Ντί­κε­νς στα ελ­λη­νι­κά βι­βλιο­πω­λεία. Οι δια­φο­ρές, ω­στό­σο, α­νά­με­σα στον Σκια­θί­τη και τον Λον­δρέ­ζο εί­ναι ση­μα­ντι­κές. Ο Ντί­κε­νς εί­ναι ο ει­ση­γη­τής του χρι­στου­γεν­νιά­τι­κου διη­γή­μα­τος, αλ­λά ό­χι κα­θο­λι­κά και του ε­ορ­τα­στι­κού. Ανέ­στη­σε μεν το πνεύ­μα των Χρι­στου­γέν­νων για τους Άγγλους και τους Αμε­ρι­κα­νούς, αλ­λά συγ­γρα­φι­κά δεν τον α­πα­σχό­λη­σε κα­μία άλ­λη θρη­σκευ­τι­κή ε­ορ­τή. Ίσως για­τί ή­ταν Αγγλι­κα­νός στο θρή­σκευ­μα και το Πά­σχα εί­ναι ε­ορ­τή της Ορθο­δο­ξίας. Αλλά και ο ορ­θό­δο­ξος Ντο­στο­γιέφ­σκι, που δη­μο­σίευ­σε ε­ορ­τα­στι­κά διη­γή­μα­τα, μό­νο για τα Χρι­στού­γεν­να έ­γρα­ψε. Οπό­τε εί­ναι ο Πα­πα­δια­μά­ντης ε­κεί­νος που ε­γκαι­νιά­ζει ευ­ρύ­τε­ρα το ε­ορ­τα­στι­κό διή­γη­μα. Δυ­στυ­χώς, ό­μως, για ε­κεί­νον ή μάλ­λον ορ­θό­τε­ρα, για την ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία, “Άγγλοι ή Γερ­μα­νοί ή Γάλ­λοι” α­ξιο­λο­γούν το εί­δος, ό­χι, ό­μως, “οι Γρα­κύ­λοι της σή­με­ρο­ν”, του­λά­χι­στον κα­τα­πώς συ­νά­γε­ται α­πό τα δη­μο­σιεύ­μα­τά τους. Αυ­τοί, ό­ταν δεν του βγά­ζουν τα μά­τια, του βά­ζουν τα γυα­λιά ή μάλ­λον, μα­το­γυά­λια εξ Εσπε­ρίας ερ­χό­με­να. Βε­βαίως, αυ­τή εί­ναι η κυ­ρίαρ­χη ο­πτι­κή και α­πο­κα­λεί­ται ευ­ρω­παϊκή α­να­βά­πτι­ση του Πα­πα­δια­μά­ντη.
Αλλά κι αν πε­ριο­ρι­στού­με στο χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο διή­γη­μα, του Πα­πα­δια­μά­ντη δια­φέ­ρει ου­σια­στι­κά α­πό ε­κεί­νο του Ντί­κε­νς. Φα­ντα­στι­κά και η­θο­ποιη­τι­κά έ­χουν χα­ρα­κτη­ρι­στεί τα διη­γή­μα­τα του Ντί­κε­νς. Το κύ­ριο, ό­μως, γνώ­ρι­σμά τους εί­ναι η προ­βο­λή της οι­κο­γέ­νειας και του χα­ρού­με­νου ε­ορ­τα­σμού στους κόλ­πους της. Σε α­ντί­θε­ση με του Πα­πα­δια­μά­ντη, που α­γκα­λιά­ζουν ο­λό­κλη­ρη την κοι­νό­τη­τα, με προ­ε­ξάρ­χον σε ο­ρι­σμέ­να το εκ­κλη­σια­στι­κό τε­λε­τουρ­γι­κό. Αυ­τά, ό­σο α­φο­ρά το πε­ριε­χό­με­νο, για­τί ει­δο­λο­γι­κά, ού­τε φα­ντα­στι­κά εί­ναι, πλην ε­νός που έ­χει πα­ρα­μυ­θι­τι­κή μορ­φή («Άνθος του Για­λού»), ού­τε η­θο­ποιη­τι­κά, του­λά­χι­στον ό­χι με τον προ­φα­νή τρό­πο ε­κεί­νων του Ντί­κε­νς.

Δια­κει­με­νι­κό­τη­τα

Ο Πα­πα­δια­μά­ντης δεν φαί­νε­ται να ε­πη­ρεά­στη­κε, του­λά­χι­στον ά­με­σα, α­πό το έρ­γο του Ντί­κε­νς, ού­τε στα χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα διη­γή­μα­τα ού­τε γε­νι­κό­τε­ρα. Αν και πρό­σφα­τα ε­πι­ση­μάν­θη­κε μια πρω­τό­τυ­πη δια­κει­με­νι­κό­τη­τα. Σε δη­μο­σίευ­μα κυ­ρια­κά­τι­κης ε­φη­με­ρί­δας, α­νή­με­ρα το Δε­κα­πε­νταύ­γου­στο, ο Βαγ­γέ­λης Ρα­πτό­που­λος α­φή­νει α­νοι­χτό το εν­δε­χό­με­νο ο Πα­πα­δια­μά­ντης να δα­νεί­στη­κε μια φρά­ση α­πό τον «Όλι­βερ Τουί­στ». Για μια ο­ποια­δή­πο­τε φρά­ση, ό­σο ποιη­τι­κή ή άλ­λως πώς ε­ντυ­πω­σια­κή κι αν εί­ναι, δεν θα ά­ξι­ζε να γί­νει λό­γος. Πρό­κει­ται, ό­μως, για τη δια­ση­μό­τε­ρη φρά­ση του Πα­πα­δια­μά­ντη α­πό το γνω­στό­τε­ρο έρ­γο του, την «Φό­νισ­σα». Συ­γκε­κρι­μέ­να, την κα­τα­κλεί­δα: «...Η γραία Χα­δού­λα εύ­ρε τον θά­να­τον... εις το ή­μι­συ του δρό­μου, με­τα­ξύ της θείας και της αν­θρώ­πι­νης δι­καιο­σύ­νης.» Ο Ρα­πτό­που­λος ε­ντο­πί­ζει τη φρά­ση σε έ­να α­πό τα τε­λευ­ταία κε­φά­λαια του «Όλι­βερ Τουί­στ», ε­κεί που πε­ρι­γρά­φε­ται ο θά­να­τος του πρω­το­πα­λί­κα­ρου της συμ­μο­ρίας του Φέϊγκιν, του Μπιλ Σάϊκς. Στη με­τά­φρα­ση, που έ­πε­σε στα χέ­ριά του, δια­βά­ζει «...Ο φο­νιάς τι­νά­χτη­κε α­πελ­πι­σμέ­να και τα πό­δια του συ­σπά­στη­καν στο κε­νό. Κι έ­μει­νε ε­κεί κρε­μα­σμέ­νος, με το μα­χαί­ρι α­νοι­χτό στη σφιγ­μέ­νη του πα­λά­μη. Εκεί έ­μει­νε, με­τέω­ρος, α­νά­με­σα στη θεία και την αν­θρώ­πι­νη δι­καιο­σύ­νη.»
Ο Ρα­πτό­που­λος, πι­θα­νώς μη α­ντι­λαμ­βα­νό­με­νος τη ση­μα­σία ε­νός πα­ρό­μοιου δα­νείου, δεν α­να­τρέ­χει στο πρω­τό­τυ­πο του «Όλι­βερ Τουί­στ» προς διευ­κρί­νι­ση. Αφή­νει τη σκιά της “λο­γο­κλο­πής” να πλα­νιέ­ται πά­νω α­πό τον Πα­πα­δια­μά­ντη, για να σώ­σει την ε­πι­φυλ­λί­δα του ή μάλ­λον τον τίτ­λο της, «Εις το ή­μι­συ του δρό­μου». Να δια­λύ­σου­με, λοι­πόν, τη σκιά. Στο πρω­τό­τυ­πο δεν υ­πάρ­χει η ε­πί­μα­χη φρά­ση. Άρα πρό­κει­ται για προ­σθή­κη του με­τα­φρα­στή. Ο Ρα­πτό­που­λος α­να­ρω­τιέ­ται, μή­πως ή­ταν ο Πα­πα­δια­μά­ντης ε­κεί­νος που με­τέ­φρα­σε το βι­βλίο. Κι ό­μως, ό­πως μας πλη­ρο­φο­ρεί, τη με­τά­φρα­ση υ­πο­γρά­φει ο/η ά­γνω­στος/στη Ε. ΠΟ­ΛΙ­ΤΟΥ και εί­ναι ε­πα­νέκ­δο­ση του 2000, που κυ­κλο­φο­ρεί α­πό τις εκ­δό­σεις DeAgostini Hellas. Γνω­στές οι εν λό­γω εκ­δό­σεις σε ευ­ρω­παϊκό ε­πί­πε­δο, με πο­ρεία 110 χρό­νων, έ­χουν πά­ρει το ό­νο­μά τους α­πό τον ι­τα­λό γεω­γρά­φο Τζιο­βά­νι Ντε Αγκο­στί­νι. Στην Ελλά­δα, ω­στό­σο, εμ­φα­νί­στη­καν το 1995. Οι εκ­δό­σεις τους βι­βλίων του Ντί­κε­νς στη­ρί­χτη­καν σε πα­λαιό­τε­ρες με­τα­φρά­σεις άλ­λων εκ­δο­τών. Η συ­γκε­κρι­μέ­νη εί­ναι των εκ­δό­σεων Μί­νωας του 1968. Την α­να­φέ­ρει ο Πε­τρό­που­λος στη βι­βλιο­γρα­φία του, μό­νο που γρά­φει τον με­τα­φρα­στή Κ. Πο­λί­του. Όπως και να έ­χει, ε­μάς ο με­τα­φρα­στής δεν μας φαί­νε­ται και τό­σο ά­γνω­στος. Θα μπο­ρού­σε να πρό­κει­ται για την νε­ο­ελ­λη­νί­στρια Ελέ­νη Πο­λί­του-Μαρ­μα­ρι­νού, που, πι­θα­νώς, τό­τε α­κό­μη να μην εί­χε α­πο­κτή­σει το δεύ­τε­ρο ε­πί­θε­το ού­τε να εί­χε γί­νει κα­θη­γή­τρια. Μπο­ρεί να μην εί­χε καν φύ­γει για τις με­τα­πτυ­χια­κές της σπου­δές στο Λον­δί­νο. Φαί­νε­ται, πά­ντως, πως α­γα­πού­σε α­πό τό­τε τον Πα­πα­δια­μά­ντη. Από τό­τε μέ­χρι σή­με­ρα, που βάλ­θη­κε να ι­χνη­λα­τή­σει και με τη βοή­θεια της τε­χνο­λο­γίας τον με­τα­φρα­στή Πα­πα­δια­μά­ντη. Από ό­σο γνω­ρί­ζου­με και αν η ει­κα­σία μας ευ­στα­θεί, εί­ναι το πρώ­το πα­ρά­δειγ­μα πα­πα­δια­μα­ντο­λό­γου, που λει­τουρ­γεί με­τα­φρα­στι­κά κα­τά το πρό­τυ­πο του Πα­πα­δια­μά­ντη.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 7/1/2012.