Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Δεύτερη Πάπισσα Ιωάννα


Μα­ριέτ­τα Γιαν­νο­πού­λου-Μι­νώ­του
«Η αυ­θε­ντι­κή ι­στο­ρία της
Πά­πισ­σας Ιωάν­νας»
Ει­σα­γω­γή-Φι­λο­λο­γι­κή ε­πι­μέ­λεια
Πέρ­σα Απο­στο­λή
Εκδό­σεις Πε­ρί­πλους
Ια­νουά­ριος 2012

Πορτρέτο της Πάπισσας
Ιωάννας σε νεαρή ηλικία,
από γκραβούρα
δημοσιευμένη
στο βιβλίο του Φιορέττι.



Δεν κυ­νη­γά­με ε­μείς τις ε­πε­τείους, τα βι­βλία έρ­χο­νται και μας τις θυ­μί­ζουν. Την ε­πέ­τειο της συ­μπλή­ρω­σης πε­νή­ντα χρό­νων α­πό το θά­να­το της Μα­ριέτ­τας Γιαν­νο­πού­λου-Μι­νώ­του, στις 27 Απρι­λίου 1962, την υ­πεν­θυ­μί­ζει η έκ­δο­ση της μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κής βιο­γρα­φίας, που συ­νέ­γρα­ψε για την Πά­πισ­σα Ιωάν­να, χω­ρίς, ω­στό­σο, η ε­πέ­τειος να μνη­μο­νεύε­ται ως α­φορ­μή της έκ­δο­σης. Προ διε­τίας, η φι­λό­λο­γος και ε­ρευ­νή­τρια Πέρ­σα Απο­στο­λή, σε συ­νέ­δριο, που α­φο­ρού­σε τις «Ταυ­τό­τη­τες στον ελ­λη­νι­κό κό­σμο α­πό το 1204 έως σή­με­ρα», εί­χε πα­ρου­σιά­σει το συ­γκε­κρι­μέ­νο έρ­γο της Μι­νώ­του ως «Μια ά­γνω­στη λο­γο­τε­χνι­κή με­τά­πλα­ση ε­νός δια­βό­η­του μύ­θου». 
Ο ε­ντο­πι­σμός του, ό­πως ε­ξη­γού­σε, ή­ταν έ­να α­πό τα ευ­ρή­μα­τα της έ­ρευ­νας για “τη γυ­ναι­κεία ει­κα­στι­κή και λο­γο­τε­χνι­κή πα­ρου­σία στα πε­ριο­δι­κά λό­γου και τέ­χνης”, που έ­γι­νε στο πλαί­σιο ε­ρευ­νη­τι­κού προ­γράμ­μα­τος για το Φύ­λο. Πράγ­μα­τι, σε α­θη­ναϊκό πε­ριο­δι­κό δη­μο­σιεύ­τη­κε η εν λό­γω μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή βιο­γρα­φία. Συ­γκε­κρι­μέ­να, στο ε­βδο­μα­διαίο ποι­κί­λης ύ­λης «Εβδο­μάς», το ο­ποίο, ω­στό­σο, δεν συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στα «Πε­ριο­δι­κά λό­γου και τέ­χνης», που βι­βλιο­γρα­φή­θη­καν α­πό την ε­ρευ­νη­τι­κή ο­μά­δα του Χ .Λ. Κα­ρά­ο­γλου, ού­τε στην ευ­ρύ­τε­ρη κα­τα­γρα­φή της πρό­σφα­της «Εγκυ­κλο­παί­δειας του ελ­λη­νι­κού Τύ­που». Το μό­νο λο­γο­τε­χνι­κό πε­ριο­δι­κό με αυ­τόν τον τίτ­λο, που φαί­νε­ται ό­τι συ­γκρά­τη­σε η Ιστο­ρία, εί­ναι το πα­λαιό του 19ου αιώ­να. Η «Εβδο­μάς» των Φώ­του Γιο­φύλ­λη και Ντό­λη Νίκ­βα και το «Μπου­κέ­το», που α­πο­τέ­λε­σαν τον οι­κο­γε­νεια­κό Τύ­πο στο με­σο­πό­λε­μο, α­πο­κλή­θη­καν λαϊκά πε­ριο­δι­κά και α­πο­κλεί­στη­καν, πα­ρά τα πολ­λά και ε­κτε­νή δη­μο­σιεύ­μα­τα συγ­γρα­φέων, οι ο­ποίοι κα­τα­γρά­φτη­καν στο λο­γο­τε­χνι­κό δυ­να­μι­κό.
Η δη­μο­σίευ­ση της μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κής βιο­γρα­φίας της Μι­νώ­του ξε­κί­νη­σε σε έ­να μα­γιά­τι­κο τεύ­χος του 1931, με ε­ξώ­φυλ­λο, το λι­θο­γρα­φι­κό πορ­τρέ­το μιας γυ­ναί­κας, της ο­ποίας την πε­ρι­γρα­φή συ­νό­ψι­ζε η λε­ζά­ντα με το στί­χο, «Γυ­ναί­κες, που κυτ­τά­τε στο κε­νό με βλέμ­μα ξε­χα­σμέ­νο!...», του Κώ­στα Ου­ρά­νη, α­πό το ποίη­μα «Πε­ρα­στι­κές». Σε ε­κεί­νο το τεύ­χος, ό­πως α­να­κοί­νω­ναν οι εκ­δό­τες, άρ­χι­ζε η δη­μο­σίευ­ση “τριών θαυ­μα­σίων α­να­γνω­σμά­τω­ν”. Η «Πά­πισ­σα Ιωάν­να» προ­τασ­σό­ταν και α­κο­λου­θού­σαν το «Αντίο α­γά­πη!...» της ι­τα­λο­ελ­λη­νί­δας (α­πό να­πο­λι­τά­νο πα­τέ­ρα και πα­τρι­νιά μη­τέ­ρα) Ματ­θίλ­δης Σε­ράο και «Οι έ­ρω­τες του Μπαρ­τα­λιάν» του δη­μο­φι­λή τό­τε γάλ­λου Μι­χαήλ Ζε­βά­κο. Συ­μπτω­μα­τι­κά, και οι τρεις συγ­γρα­φείς ή­ταν μυ­θι­στο­ριο­γρά­φοι και δη­μο­σιο­γρά­φοι, που εί­χαν εκ­δώ­σει και δι­κά τους έ­ντυ­πα. Το μυ­θι­στό­ρη­μα της Μι­νώ­του, κρά­τη­σε την πρω­το­κα­θε­δρία ο­λό­κλη­ρο το κα­λο­καί­ρι, με ε­πί­λε­κτη ει­κο­νο­γρά­φη­ση, που συ­μπλή­ρω­νε τα ι­στο­ρού­με­να. Πολ­λά α­πό τα χα­ρα­κτι­κά προέρ­χο­νταν α­πό το βι­βλίο του Φιο­ρέτ­τι για την Πά­πισ­σα Ιωάν­να, το ο­ποίο η Μι­νώ­του α­να­φέ­ρει ως μια α­πό τις βα­σι­κές πη­γές της συγ­γρα­φής. Η «Πά­πισ­σα Ιωάν­να» ο­λο­κλη­ρώ­θη­κε σε 18 τεύ­χη, στις 19 Σε­πτεμ­βρίου, ε­νώ τα άλ­λα “δυο α­να­γνώ­σμα­τα” συ­νε­χί­ζο­νταν. Να ση­μειώ­σου­με ό­τι οι δυο ξέ­νοι συγ­γρα­φείς ή­ταν γεν­νη­μέ­νοι πε­ρί τα μέ­σα του 19ου αιώ­να και τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τά τους, στο πρω­τό­τυ­πο, εί­χαν προ πολ­λού εκ­δο­θεί σε βι­βλίο. Τό­τε η Μι­νώ­του ή­ταν τριά­ντα ε­νός ε­τών και αυ­τή ή­ταν η πρώ­τη μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή βιο­γρα­φία που δη­μο­σίευε. Πα­ρό­τι, αρ­γό­τε­ρα, θα πρέ­πει να εί­χε την δυ­να­τό­τη­τα, δεν την ε­ξέ­δω­σε σε βι­βλίο. Έτσι, η με­τα­μόρ­φω­ση του “θαυ­μα­σίου α­να­γνώ­σμα­τος” σε βι­βλίο χρειά­στη­κε να πε­ρι­μέ­νει ο­γδό­ντα χρό­νια, μέ­χρι να προ­κύ­ψει η έ­ρευ­να για τις γυ­ναί­κες συγ­γρα­φείς του πε­ριο­δι­κού Τύ­που αλ­λά και να βρε­θεί εκ­δό­της με ευαι­σθη­σίες τό­σο στα φυ­λε­τι­κά ό­σο και στα ε­πτα­νη­σια­κά θέ­μα­τα. 
Άργη­σε, αλ­λά ευ­τύ­χι­σε. Η Απο­στο­λή το α­να­δει­κνύει με τον α­να­γκαίο σχο­λια­σμό, προ­σαρ­μό­ζο­ντας το κεί­με­νο στην τρέ­χου­σα ορ­θο­γρα­φία και στί­ξη. Μι­κρό­τε­ρη φρο­ντί­δα φαί­νε­ται να έ­δει­ξε στην πα­ρου­σία­ση της συγ­γρα­φέως. Μπο­ρεί η Μα­ριέτ­τα Γιαν­νο­πού­λου-Μι­νώ­του να ή­ταν στην ε­πο­χή της α­πό τις πιο δρα­στή­ριες γυ­ναί­κες συγ­γρα­φείς, ω­στό­σο γρή­γο­ρα λη­σμο­νή­θη­κε. Σή­με­ρα, έ­νας δη­μο­σιο­γρά­φος, που θα του ζη­τού­σαν να γρά­ψει για την ε­πέ­τειο του μι­σού αιώ­να α­πό τον θά­να­τό της, θα δυ­σκο­λευό­ταν. Το πι­θα­νό­τε­ρο εί­ναι να κα­τέ­φευ­γε στο Δια­δί­κτυο, και κα­θώς πρό­κει­ται για συγ­γρα­φέα, να α­να­ζη­τού­σε στοι­χεία στην ι­στο­σε­λί­δα του Εθνι­κού Κέ­ντρου Βι­βλίου. Εκεί, θα εύ­ρι­σκε την πλη­ρο­φο­ρία ό­τι η Μι­νώ­του συμ­με­τεί­χε στο συλ­λο­γι­κό τό­μο «Ο Κων­στα­ντί­νος Κα­ρα­μαν­λής στον ει­κο­στό αιώ­να», που μπο­ρεί και να μην τον πα­ρα­ξέ­νευε. Ωστό­σο, η ε­πό­με­νη πλη­ρο­φο­ρία, ό­τι ε­πι­με­λή­θη­κε τό­μο με πρα­κτι­κά διη­με­ρί­δας, που έ­λα­βε χώ­ρα στις 18-19 Μαΐου 2005, μάλ­λον θα κλό­νι­ζε την ε­μπι­στο­σύ­νη του στο δια­δι­κτυα­κό σύ­μπαν. 
Από μια ά­πο­ψη, το σφάλ­μα ε­κεί­νων που έ­γρα­ψαν το λήμ­μα εί­ναι α­σή­μα­ντο. Απλο­ποίη­σαν τα ε­πί­θε­τα δυο γυ­ναι­κών συγ­γρα­φέων, πα­ρα­βλέ­πο­ντας το πα­τρι­κό συν­θε­τι­κό του ε­πω­νύ­μου της πρώ­της και το συ­ζυ­γι­κό της δεύ­τε­ρης, με α­πο­τέ­λε­σμα να συγ­χω­νευ­τούν τα έρ­γα της για­γιάς με αυ­τά της εγ­γο­νής, που τυ­χαί­νει να εί­ναι υ­πεύ­θυ­νη του ι­στο­ρι­κού αρ­χείου του Ιδρύ­μα­τος «Κων­στα­ντί­νος Γ. Κα­ρα­μαν­λής». Πά­λι κα­λά, που δεν α­να­φέ­ρουν πως συμ­με­τεί­χε και στο συλ­λο­γι­κό τό­μο του 2008 «Το ο­δοι­πο­ρι­κό ε­νός συλ­λέ­κτη» ή, α­κό­μη, πως έ­γρα­ψε την ει­σα­γω­γή του λευ­κώ­μα­τος, τα «Ελλη­νι­κά κε­ντή­μα­τα», που εκ­δό­θη­κε α­πό την Ιστο­ρι­κή και Εθνο­λο­γι­κή Εται­ρεία, στην ο­ποία η συγ­γρα­φέ­ας ή­ταν μέ­λος. Και για­τί ό­χι, α­φού και στις δυο εκ­δό­σεις συμ­με­τέ­χει μια Μι­νώ­του, κι αυ­τή με δυο ε­πώ­νυ­μα. Αλλά­ζει, βε­βαίως, το μι­κρό ό­νο­μα, γί­νε­ται Μα­ρία, κα­θώς, αυ­τή τη φο­ρά, πρό­κει­ται για τη νύ­φη της συγ­γρα­φέως. Αλλά τι Μα­ρία τι Μα­ριέτ­τα; Άλλω­στε και την Γιαν­νο­πού­λου-Μι­νώ­του ως Μα­ρία και Μα­ριέτ­τα την α­να­φέ­ρει η ε­γκυ­κλο­παί­δεια Πά­πυ­ρος-Larousse-Britannica, που, κα­τά τα άλ­λα, α­κο­λου­θεί τη συ­μπι­λη­μα­τι­κή λο­γι­κή του Δια­δι­κτύου. Συμ­φύ­ρει ό­λους τους α­νή­κο­ντες στην ευ­γε­νή οι­κο­γέ­νεια των Μι­νώ­των σε έ­να λήμ­μα, το ο­ποίο ξε­κι­νά­ει α­πό έ­ναν Λαυ­ρέ­ντιο του 12ου αιώ­να και κα­τα­λή­γει με τη δια­ζευγ­μέ­νη σύ­ζυ­γο του τε­λευ­ταίου Μι­νώ­του, του Σπυ­ρί­δω­να. Από μια ά­πο­ψη, ί­σως και να ται­ριά­ζει σε μια φε­μι­νί­στρια, ό­πως η Μι­νώ­του, να προ­τάσ­σε­ται ό­λων των ι­διο­τή­των της ε­κεί­νη της δια­ζευγ­μέ­νης. Πά­ντως, σαν μια γνή­σια χει­ρα­φε­τη­μέ­νη γυ­ναί­κα, κα­τά την δε­κα­ε­τή έγ­γα­μη πε­ρίο­δο, δεν α­νέ­στει­λε την πο­λύ­πλευ­ρη δρα­στη­ριό­τη­τά της, α­ντι­θέ­τως ε­ξέ­δω­σε τα πιο εν­δια­φέ­ρο­ντα βι­βλία της.  
Όπως και να έ­χει, του­λά­χι­στον στην ι­στο­σε­λί­δα του Ε.ΚΕ.ΒΙ. και στην Εγκυ­κλο­παί­δεια α­να­φέ­ρε­ται, ε­νώ στις ι­στο­ρίες της λο­γο­τε­χνίας δεν ε­πι­βιώ­νει κα­νέ­να ί­χνος της. Ού­τε καν σε ε­κεί­νη του Νί­κου Παπ­πά, που συ­γκε­ντρώ­νει σε δυο κε­φά­λαια ποιή­τριες και πε­ζο­γρά­φους, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό γε­νιές, σαν μια μειο­νό­τη­τα, που πρέ­πει κά­που να στε­γα­στεί. Ωστό­σο, χά­ρις στις συ­νερ­γα­σίες της σε διά­φο­ρα πε­ριο­δι­κά, α­να­φέ­ρε­ται στη γραμ­μα­το­λο­γία του Αλέξ. Αργυ­ρίου και τις βι­βλιο­γρα­φίες πε­ριο­δι­κών. Ανε­ξάρ­τη­τα αν τα πε­ριο­δι­κά, στα ο­ποία πρω­το­στά­τη­σε, δεν μνη­μο­νεύο­νται. Ού­τε το νε­α­νι­κό «Εύα Νι­κή­τρια», που ε­ξέ­δω­σε στην Ζά­κυν­θο κα­τά τη διε­τία 1921-1923, ού­τε τα «Επτα­νη­σια­κά Γράμ­μα­τα» του Βά­σου Φω­κά, που κυ­κλο­φό­ρη­σαν την πε­ρίο­δο 1950-1951 και στα ο­ποία εί­χε την αρ­χι­συ­ντα­ξία. Το μό­νο που α­ξιο­λο­γεί­ται εί­ναι η «Ιό­νιος Ανθο­λο­γία», το ο­ποίο ε­ξέ­δω­σε με τον σύ­ζυ­γό της το 1927 και το διηύ­θυ­νε μέ­χρι το 1935, που χώ­ρι­σε. Και αυ­τό, πά­ντως, πα­ρα­λεί­πε­ται στην προ­α­να­φερ­θεί­σα «Εγκυ­κλο­παί­δεια του ελ­λη­νι­κού Τύ­που».   
Στην ει­σα­γω­γή της Απο­στο­λή, δί­νε­ται μια συ­νο­πτι­κή ει­κό­να του συγ­γρα­φι­κού έρ­γου και της πνευ­μα­τι­κής δρά­σης της Μι­νώ­του. Όταν, ω­στό­σο, α­να­φέ­ρει τα πε­ρί ε­ντο­πι­σμού της «Πά­πισ­σας Ιωάν­νας», δεν α­κρι­βο­λο­γεί. Δεν χρεια­ζό­ταν ι­διαί­τε­ρη έ­ρευ­να για να α­να­κα­λυ­φθεί το δη­μο­σίευ­μα. Το 1957, η συγ­γρα­φέ­ας, γνω­ρί­ζο­ντας ή­δη ό­τι πά­σχει α­πό καρ­κί­νο, εί­χε η ί­δια συ­ντά­ξει και εκ­δώ­σει την ερ­γο­γρα­φία της, με τον τίτ­λο, «Η Ανα­γρα­φή μου». Πρό­κει­ται για μια ι­διω­τι­κή έκ­δο­ση, προ πολ­λού ε­ξαν­τλη­μέ­νη. Πι­στεύου­με ό­τι στο πρό­σφα­το βι­βλίο θα έ­πρε­πε να α­να­δη­μο­σιεύε­ται του­λά­χι­στον ο κα­τά­λο­γος των βι­βλίων της, ο ο­ποίος πα­ρα­λεί­πε­ται και στον α­φιε­ρω­μα­τι­κό τό­μο του πε­ριο­δι­κού «Επτα­νη­σια­κά Φύλ­λα», που κυ­κλο­φό­ρη­σε ε­πε­τεια­κά προ δε­κα­ε­τίας. Όσο για την πλη­ρο­φο­ρία, ό­τι τα δη­μο­σιεύ­μα­τά της φθά­νουν τα 600 ή στα­τι­στι­κά δε­δο­μέ­να για την ει­δο­λο­γι­κή και χρο­νο­λο­γι­κή κα­τά­τα­ξη του έρ­γου της εί­ναι μι­κρής α­ξίας. Αν βοή­θη­σε σε κά­τι την Απο­στο­λή το ε­ρευ­νη­τι­κό πρό­γραμ­μα στο ο­ποίο συμ­με­τεί­χε, δεν ή­ταν στην α­νεύ­ρε­ση του κει­μέ­νου, αλ­λά στην α­ξιο­λό­γη­ση του θέ­μα­τος. Ει­δάλ­λως, ί­σως και να μην α­σχο­λιό­ταν με έ­να πε­ζό, δη­μο­σιευ­μέ­νο σε συ­νέ­χειες, σε λαϊκό πε­ριο­δι­κό. Ας εί­ναι κα­λά η α­να­νέω­ση της ο­ρο­λο­γίας, που ε­ντάσ­σει την εν λό­γω μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή βιο­γρα­φία στην θε­μα­τι­κή ο­μπρέ­λα της φυ­λε­τι­κής ταυ­τό­τη­τας και της πα­ρεν­δυ­σίας. 
Για την υ­στε­ρο­φη­μία της Μι­νώ­του φαί­νε­ται να ται­ριά­ζει η τε­λευ­ταία φρά­ση της μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κής βιο­γρα­φίας, που α­να­φέ­ρε­ται στην με­τά θά­να­το διαιώ­νι­ση της φή­μης της Πά­πισ­σας Ιωάν­νας: «...αν δεν ε­πρό­κει­το για γυ­ναί­κα, ο­ρι­σμέ­νως η ι­στο­ρία των πα­πών θα την κα­τέ­τασ­σε πε­ρή­φα­να δί­πλα στους Ου­μα­νι­στές ε­κεί­νους πά­πες που με τ’ ό­νο­μά τους λα­μπρύ­νουν τις σε­λί­δες της.» Εκεί­νο που μέ­νει ζη­τού­με­νο εί­ναι δί­πλα σε ποιους μια γραμ­μα­το­λο­γία θα κα­τέ­τασ­σε την Μι­νώ­του. Η ό­ποια α­πά­ντη­ση θα προϋπέ­θε­τε ε­παρ­κή γνώ­ση του έρ­γου της. Γνω­στό­τε­ρες, σή­με­ρα, εί­ναι οι λα­ο­γρα­φι­κές της με­λέ­τες χά­ρις και στις ε­πα­νεκ­δό­σεις τους. Επί­σης, οι ι­στο­ρι­κές της με­λέ­τες, ό­πως «Το ρε­μπε­λιό των πο­πο­λά­ρων», κα­θώς και δυο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κές βιο­γρα­φίες για την Ισα­βέλ­λα Θε­ο­τό­κη και τον Τζιά­κο­μο Λε­ο­πάρ­ντι. Ίσως, το λι­γό­τε­ρο γνω­στό κομ­μά­τι του έρ­γου της να εί­ναι οι λο­γο­τε­χνι­κές της ε­πι­δό­σεις. Σύμ­φω­να με την ει­δο­λο­γι­κή κα­τά­τα­ξη στην «Ανα­γρα­φή» της, ό­πως την πα­ρα­θέ­τει ο Διο­νύ­σης Σέρ­ρας, έ­χει δη­μο­σιεύ­σει έ­να με­γά­λο α­ριθ­μό διη­γη­μά­των, ω­στό­σο, δεν α­να­φέ­ρε­ται η τύ­χη τους. Δη­λα­δή, η συ­γκέ­ντρω­σή τους σε συλ­λο­γές α­πό την ί­δια ή με­τά θά­να­το. Επί­σης, προσ­διο­ρί­ζε­ται ό­τι έ­χει δη­μο­σιεύ­σει έ­ξι μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κές βιο­γρα­φίες και πά­λι χω­ρίς να διευ­κρι­νί­ζε­ται πό­σες έ­χουν εκ­δο­θεί σε βι­βλίο. Πά­ντως, έ­νας ση­με­ρι­νός α­να­γνώ­στης παίρ­νει μια πρώ­τη γεύ­ση α­πό την πρό­σφα­τη έκ­δο­ση.
Έτσι ό­πως με­τεω­ρί­ζε­ται η Πά­πισ­σα Ιωάν­να με­τα­ξύ Ιστο­ρίας και μύ­θου, ο ι­σχυ­ρι­σμός της Μι­νώ­του ό­τι συ­νέ­θε­σε την αυ­θε­ντι­κή ι­στο­ρία της δεί­χνει ου­το­πι­κός. Το σί­γου­ρο, ό­μως, εί­ναι ό­τι πρό­κει­ται για μια αυ­θε­ντι­κά γυ­ναι­κεία εκ­δο­χή του βίου της. Χά­ρις στο ρο­μα­ντι­σμό της, που έ­χει μια με­γά­λη δό­ση πρα­κτι­κού πνεύ­μα­τος, οι η­ρωί­δες της, τό­σο η Πά­πισ­σα ό­σο και το ε­πι­νο­η­μέ­νο πρό­σω­πο της ε­τε­ρο­θα­λούς α­δελ­φής της, κα­θί­στα­νται πιο α­λη­θο­φα­νείς. Όσο για τους αν­δρι­κούς χα­ρα­κτή­ρες, αλ­λά και την ε­ρω­τι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά και των δυο φύ­λων, έ­χουν τα γνώ­ρι­μα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της γυ­ναι­κείας γρα­φής, ό­πως αυ­τή  δια­μορ­φώ­θη­κε στα χρό­νια του με­σο­πο­λέ­μου. Η Απο­στο­λή δί­νει μια διε­ξο­δι­κή α­νά­λυ­ση της υ­πό­θε­σης και των υ­φο­λο­γι­κών χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, σε μια προ­σπά­θεια το βι­βλίο της Μι­νώ­του να πά­ρει τη θέ­ση του στη διε­θνή γε­νε­α­λο­γία της Πά­πισ­σας. Εμείς την διε­θνή την α­γνοού­με, ού­τε γνω­ρί­ζου­με αν υ­πάρ­χει ελ­λη­νι­κή α­ντί­στοι­χη, ε­κτός α­πό τις δια­σκευές και τις α­πο­δό­σεις στη δη­μο­τι­κή της «Πά­πισ­σας Ιωάν­νας» του Ροΐδη. Πι­στεύου­με, πά­ντως, ό­τι το βι­βλίο της Μι­νώ­του προ­σφέ­ρε­ται για το ευ­ρύ α­να­γνω­στι­κό κοι­νό, που έ­χει κα­τα­λή­ξει να ση­μαί­νει το γυ­ναι­κείο και το ο­ποίο αμ­φι­βάλ­λου­με αν έ­χει δια­βά­σει την εκ­δο­χή του Ροΐδη. Εκτός κι αν διά­βα­σε την πρό­σφα­τη, στα νέα ελ­λη­νι­κά, που μάλ­λον θα το α­πο­γοή­τευ­σε, έ­τσι που α­φυ­δα­τώ­νει την πε­ρι­βό­η­τη ροΐδεια ει­ρω­νεία, χω­ρίς να προ­βάλ­λει σε α­ντι­στάθ­μι­σμα έ­ναν γο­η­τευ­τι­κό γυ­ναι­κείο χα­ρα­κτή­ρα. Επί­σης, η Απο­στο­λή κά­νει την πα­ρα­τή­ρη­ση πως η η­ρωί­δα της Μι­νώ­του δεν έ­χει έμ­φυ­λη συ­νεί­δη­ση. Ευ­τυ­χώς, για­τί, αν εί­χε, το μυ­θι­στό­ρη­μα θα α­νή­κε στη στρα­τευ­μέ­νη λο­γο­τε­χνία, ό­που, με­τα­ξύ άλ­λων, ε­ντάσ­σε­ται και η φε­μι­νι­στι­κή. 
Όπως και να έ­χει, μας πρό­σφε­ρε έ­να εν­δια­φέ­ρον βι­βλίο, και ως γυ­ναι­κεία συ­νει­σφο­ρά στην ε­πέ­τειο της πε­ντη­κο­ντα­ε­τίας α­πό το θά­να­το της συγ­γρα­φέως.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 22/4/2012.