Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

Μεταξύ ειρωνείας και νοσταλγίας


Βα­σί­λης Π. Κα­ρα­γιάν­νης
«Συ­γκε­χυ­μέ­νες α­γά­πες»
Εκδό­σεις Γα­βριήλ­δης
Νοέμ­βριος 2011  

Έργο του ζωγράφου Κώστα Ντιός,
που κοσμεί το εξώφυλλο της συλλογής.


Με την συ­νε­χή α­πί­σχναν­ση ή και α­πλο­ποίη­ση της ελ­λη­νι­κής, που, α­πό μια νε­ο­τε­ρί­ζου­σα ο­πτι­κή χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ως α­πο­λέ­πι­ση α­πό έ­να πα­λαιό­τε­ρο γλωσ­σι­κό υ­λι­κό προς εκ­συγ­χρο­νι­σμό, τα διη­γή­μα­τα του Βα­σί­λη Κα­ρα­γιάν­νη μπο­ρεί και να α­πο­μα­κρύ­νουν το ευ­ρύ­τε­ρο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό. Κά­τι οι ά­γνω­στες λέ­ξεις, κά­τι η ποι­κι­λία των εκ­φρα­στι­κών τρό­πων, κά­τι οι ει­ρω­νι­κές α­πο­χρώ­σεις, που υ­πο­σκά­πτουν το ό­ποιο στέ­ρεο έ­δα­φος μυ­θο­πλα­σίας, πι­στεύου­με ό­τι δυ­σκο­λεύουν έ­να μέ­σο ση­με­ρι­νό α­να­γνώ­στη. Άλλω­στε και η α­νά­γνω­ση μια συ­νή­θεια εί­ναι, την ο­ποία δια­μορ­φώ­νει η κά­θε ε­πο­χή με τους δι­κούς της μέ­σους ό­ρους α­να­γνω­σμά­των. Τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, ό­μως, που α­πο­κλείουν τους πολ­λούς, ελ­κύουν την α­να­γνω­στι­κή μειο­νό­τη­τα. Όσους, δη­λα­δή, δια­θέ­τουν κά­ποια λε­κτι­κή ε­πάρ­κεια και α­ρέ­σκο­νται στη σκω­πτι­κή θεώ­ρη­ση των πραγ­μά­των. Αυ­τήν τη με­ρί­δα α­να­γνω­στών την έ­χει κερ­δί­σει ο Κα­ρα­γιάν­νης και μό­νο με τους τίτ­λους των νέων διη­γη­μά­των του, έ­τσι ό­πως δεί­χνουν εκ προοι­μίου τον α­συ­νή­θη και ι­διό­τυ­πο χα­ρα­κτή­ρα της έ­μπνευ­σης.
Η πρό­σφα­τη συλ­λο­γή πε­ρι­λαμ­βά­νει ε­πτά διη­γή­μα­τα συν μια “η­μι­νου­βέ­λα”, σύμ­φω­να με τους ει­δο­λο­γι­κούς χα­ρα­κτη­ρι­σμούς του συγ­γρα­φέα. Το ε­κτε­νές πε­ζό, με τίτ­λο «Τα 6,6 της σκη­νο­πη­γίας», πα­ρου­σιά­ζει τα του σει­σμού 6,6 Ρί­χτε­ρ, που έ­πλη­ξε την πε­ριο­χή της Κο­ζά­νης στις 13 Μαΐου 1995. Αφη­γη­μα­τι­κά δια­φο­ρε­τι­κό και θε­μα­τι­κά ε­στια­σμέ­νο, δια­φο­ρο­ποιεί­ται α­πό το υ­πό­λοι­πο βι­βλίο και αυ­το­νο­μεί­ται. Αντι­θέ­τως, τα ε­πτά διη­γή­μα­τα δεν έ­χουν έ­ναν συ­γκε­κρι­μέ­νο μύ­θο, δη­λα­δή μια σα­φώς δια­γε­γραμ­μέ­νη υ­πό­θε­ση, που να συ­νο­ψί­ζε­ται και να προ­σφέ­ρε­ται για α­να­διή­γη­ση. Δια­κρί­νε­ται, ω­στό­σο, σε ό­λα έ­νας αρ­χι­κός θε­μα­τι­κός πυ­ρή­νας, ε­νώ, κα­θώς προ­χω­ρά η α­φή­γη­ση, α­πο­κα­λύ­πτο­νται και άλ­λοι δευ­τε­ρεύο­ντες. Αυ­τοί φαί­νε­ται σαν να α­να­δύο­νται α­πό τις συ­νειρ­μι­κές πα­ρεκ­βά­σεις του α­φη­γη­τή, οι ο­ποίες και α­πο­τε­λούν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του τρό­που που διη­γεί­ται. Οι α­φη­γή­σεις δεν έ­χουν ε­πι­και­ρι­κό χα­ρα­κτή­ρα, ού­τε ό­ταν πε­ρι­γρά­φουν συ­γκε­κρι­μέ­να πε­ρι­στα­τι­κά. Εί­ναι προ­φα­νές ό­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πα­σχο­λεί γε­νι­κό­τε­ρα η αν­θρώ­πι­νη φύ­ση, που α­νά­λο­γα με τις πε­ρι­στά­σεις δεί­χνει δια­φο­ρε­τι­κές πλευ­ρές της. Ο α­φη­γη­τής πε­ρι­γρά­φει, τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές, χω­ρίς να συμ­με­τέ­χει αλ­λά και χω­ρίς να μέ­νει ου­δέ­τε­ρος. Τα σχό­λιά του δεν έ­χουν χα­ρα­κτή­ρα ε­πε­ξή­γη­σης ού­τε κρι­τι­κής. Έτσι ό­πως α­να­τρέ­χει σε πα­λαιό­τε­ρες ε­πο­χές, δια­φαί­νε­ται μια φι­λο­σο­φί­ζου­σα διά­θε­ση, που κα­θό­λου δεν ε­πι­βα­ρύ­νει την α­φή­γη­ση. Το μυ­στι­κό της α­λα­φρά­δας της εί­ναι οι δια­κυ­μάν­σεις της ει­ρω­νείας που καλ­λιερ­γεί. Σε άλ­λά ση­μεία, πα­ρα­μέ­νει δια­κρι­τι­κή, σχε­δόν κρυμ­μέ­νη μέ­σα σε α­πα­νω­τές στρώ­σεις νο­σταλ­γι­κής διά­θε­σης και άλ­λού προ­βάλ­λει σε πρώ­το πλά­νο, κά­πο­τε κα­τα­φα­νώς πε­ρι­παι­κτι­κή.
Σύμ­φω­να και με τους αι­σώ­πειους μύ­θους, τα αν­θρώ­πι­να κα­τά Κα­ρα­γιάν­νη μπο­ρούν να α­να­δειχ­θούν και με ι­στο­ρίες, που έ­χουν ή­ρωες ζώα. Ένα α­πό τα δια­σκε­δα­στι­κό­τε­ρα διη­γή­μα­τα της συλ­λο­γής στρέ­φε­ται γύ­ρω α­πό τα συ­νου­σια­στι­κά ή­θη, πα­λαιό­τε­ρα και νεό­τε­ρα, ε­στιά­ζο­ντας στα α­ντί­στοι­χα των αι­γών. Ήδη, ο τίτ­λος του διη­γή­μα­τος, «Τρά­γου α­πό­δρα­ση», που στην κα­θο­μι­λου­μέ­νη θα α­πο­δι­δό­ταν «Ο τρά­γος το ’σκα­σε», δη­λώ­νει, του­λά­χι­στον για τους κι­νη­μα­το­γρα­φό­φι­λους, τον αν­θρω­πο­μορ­φι­σμό, κα­θό­σον εί­ναι ε­μπνευ­σμέ­νος α­πό τη δη­μο­φι­λή ται­νία, «Η νύ­φη το ’σκα­σε». Κα­τά τον υ­πέρ­τιτ­λο, το διή­γη­μα έ­χει τη μορ­φή “ποι­με­νι­κού ε­ρω­τι­κού δράγ­μα­τος”. Προ­σο­χή ε­δώ στο λο­γο­παί­γνιο: ο υ­πέρ­τιτ­λος πα­ρα­πέ­μπει μεν η­χη­τι­κά στο βου­κο­λι­κό δρά­μα, δια­κρι­τι­κά, ό­μως, κά­νει λό­γο για δράγ­μα, του­τέ­στιν πρό­χει­ρο σχε­δία­σμα. Όπως και να έ­χει, η ι­στο­ρία ξε­κι­νά με το δα­νει­σμό α­πό τον γεί­το­να του τρά­γου και την με­τα­γω­γή του στον στά­βλο, ό­που βρί­σκε­ται μα­ζί με τα λοι­πά κα­τοι­κί­δια του νοι­κο­κυ­ριού η γί­δα, και τε­λειώ­νει με τη φυ­γή του προ του κα­τα­να­γκα­στι­κού έρ­γου προς τον πα­ρα­κεί­με­νο “τό­πο χλο­ε­ρό  και α­να­παύ­σεως”. Απο­κτά, ω­στό­σο, σχε­δόν με­τα­νε­ο­τε­ρι­κό χα­ρα­κτή­ρα, κα­θώς ο κυ­ρίως κορ­μός διαν­θί­ζε­ται με εμ­βό­λι­μες, δο­κι­μια­κής φύ­σεως πα­ρεκ­βά­σεις για την τε­χνι­κή ζευ­γα­ρώ­μα­τος των βοο­ει­δών, α­πό τον δά­νειο μπου­γά μέ­χρι τις πρα­κτι­κές της σπερ­μα­τέγ­χυ­σης και του ευ­νου­χι­σμού. Ένας σχο­λια­σμός, που α­να­με­τρά ό­λο το μέ­γε­θος της βίαιης πα­ρέμ­βα­σης του αν­θρώ­που στα ε­ρω­τι­κά των ζώων προς ί­διον ό­φε­λος. Το ποι­με­νι­κό δρά­μα και τα συ­να­φή το­πο­θε­τού­νται, ό­πως αρ­μό­ζει, στο σκη­νι­κό του χω­ριού, ε­νώ οι δια­κει­με­νι­κοί δια­σκε­λι­σμοί, α­πό την ελ­λη­νι­κή μυ­θο­λο­γία στον Μπόρ­χες και τον Βα­σί­λη Βα­σι­λι­κό,  δί­νουν την ευ­και­ρία για σα­τι­ρι­κά ι­ντερ­μέ­δια.
Επα­νερ­χό­με­νοι στο πο­λυ­συλ­λε­κτι­κό λε­κτι­κό του βι­βλίου, πα­ρα­τη­ρού­με ό­τι δεν γί­νε­ται προς ε­πί­δει­ξη, αλ­λά ως βο­η­θη­τι­κό κα­τά την πρό­σμι­ξη δια­φο­ρε­τι­κών ει­δών λό­γου. Από το ι­διό­λε­κτο της α­φή­γη­σης περ­νά­με σε εκ­φρά­σεις της κα­θα­ρεύου­σας, που συ­νά­δουν με έ­ναν δο­κι­μια­κό λό­γο, κα­θώς και σε δά­νειες λέ­ξεις α­πό ξέ­να κεί­με­να, που ε­πέ­χουν θέ­ση υ­πό­μνη­σης. Ανα­πό­φευ­κτα, σε αυ­τές τις έμ­με­σες, λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο πλά­γιες α­να­φο­ρές, μπο­ρεί να υ­πάρ­χουν α­πώ­λειες κα­τά την α­νά­γνω­ση. Πα­ρά­δειγ­μα, ο τίτ­λος του ε­νός α­πό τα δυο άλ­λα διη­γή­μα­τα, που, ε­πί­σης, πλέ­κο­νται γύ­ρω α­πό ε­ρω­τι­κά σμι­ξί­μα­τα, αλ­λά αυ­τά χω­ρίς συμ­βο­λι­στι­κές υ­πεκ­φυ­γές στο ζωι­κό βα­σί­λειο, πε­ρι­παί­ζο­ντας ευ­θέως τα αν­θρώ­πι­να. Ο τίτ­λος εί­ναι «Κο­λό­κες στην άμ­μο». Το θέ­μα, ό­πως προοιω­νί­ζε­ται α­πό τον τίτ­λο και τον υ­πέρ­τιτ­λο, «Κύ­πρια Επ(ε)ια», στρέ­φε­ται γύ­ρω α­πό τα ε­πι­πό­λαια αλ­λά ό­χι και α­διά­φο­ρα ε­ρω­τι­κά παι­χνί­δια στη διάρ­κεια ε­νός τα­ξι­διού α­να­ψυ­χής στην Κύ­προ. Ο πλα­γίως σε­φε­ρι­κός τίτ­λος, μα­ζί με έ­να ε­μπει­ρί­κιο διάν­θι­σμα για την αρ­σε­νι­κή γο­νι­μο­ποιό βρο­χή και με­ρι­κούς στί­χους Κω­στή Πα­λα­μά, ε­παυ­ξά­νει τη θυ­μη­δία ό­σων α­νι­στο­ρού­νται. Το ί­διο α­πο­τέ­λε­σμα ε­πι­τυγ­χά­νε­ται στο άλ­λο ε­ρω­τι­κό διή­γη­μα, με προσ­διο­ρι­στι­κό υ­πέρ­τιτ­λο, «Αι­μα­τη­ρή η­θο­γρα­φία». Αυ­τή τη φο­ρά, χά­ρις στην υιο­θέ­τη­ση της με­θό­δου της συρ­ρα­φής αλ­λό­τριων κει­μέ­νων. Για το σω­τή­ριον έ­τος 1928, στην ε­ξι­στό­ρη­ση ε­νός ε­ρω­τι­κού δρά­μα­τος, που ο­δη­γεί στον τά­φο –α­κρι­βέ­στε­ρα σε δύο  τά­φους, κα­θό­σον πο­λύ αι­μα­τη­ρό– και τη φυ­λα­κή, πα­ρεμ­βάλ­λο­νται ει­δή­σεις το­πι­κής ε­φη­με­ρί­δας πο­λι­τι­κού και κοι­νω­νι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου Μό­νο που ε­δώ, ο κω­μι­κο­τρα­γι­κός χα­ρα­κτή­ρας της ι­στο­ρίας φαί­νε­ται σαν να α­ντα­να­κλά­ται και στη μέ­θο­δο γρα­φής της. Πι­θα­νώς, προς δια­κω­μώ­δη­ση ε­νός α­φη­γη­μα­τι­κού τρό­που, που, τα τε­λευ­ταία χρό­νια, στα κα­θ’ η­μάς, θεω­ρεί­ται ως σή­μα κα­τα­τε­θέν υ­ψη­λής λο­γο­τε­χνίας.
Μια α­πό τις ι­στο­ρίες της συλ­λο­γής εί­ναι α­φιε­ρω­μέ­νη στα κα­τορ­θώ­μα­τα των παι­δι­κών χρό­νων. Ήδη, α­πό τον τίτ­λο, «Ο Μποέμ και οι Βο­η­μοί της μνή­μης μας», άρ­χο­νται οι δια­κει­με­νι­κές σε λο­γο­τε­χνία και κι­νη­μα­το­γρά­φο νύ­ξεις. Εδώ, ό­πως δη­λώ­νε­ται ευ­θαρ­σώς και με τον υ­πό­τιτ­λο, «Μνή­μη δι­καίων με­τ’ ε­γκω­μίων», υ­πε­ρι­σχύει η νο­σταλ­γία, ε­νώ α­να­σταί­νε­ται για α­κό­μη μια φο­ρά  ο γε­νέ­θλιος τό­πος, η Κο­ζά­νη. Συ­νυ­φα­σμέ­νο, ω­στό­σο, με τον τό­πο αλ­λά και με τον χρό­νο, εί­ναι το ι­δε­ο­λο­γι­κό πα­ρελ­θόν. Μπο­ρεί α­πό το α­να­πε­πτα­μέ­νο φά­σμα της ει­ρω­νείας να ε­πι­λέ­γε­ται για τις α­να­μνή­σεις ο πε­ρι­παι­κτι­κός τό­νος, αλ­λά­ζει, ό­μως, και γί­νε­ται πι­κρός, κά­πο­τε και κα­ταγ­γελ­τι­κός, ό­ταν η α­φή­γη­ση σκο­ντά­φτει στον Εμφύ­λιο ή και στα με­τεμ­φυ­λια­κά, σε χρό­νους, δη­λα­δή, που προ­βάλ­λει κα­θο­ρι­στι­κό το δί­δυ­μο ε­θνι­κο­φρο­σύ­νης κο­μου­νι­σμού.
Στη συλ­λο­γή, με­τρά­με δυο ι­στο­ρίες τα­ξι­διω­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα. Μια σύ­ντο­μη, ό­που ο α­φη­γη­τής φαί­νε­ται σαν να ει­ρω­νεύε­ται το ι­τα­λι­κό τα­μπε­ρα­μέ­ντο, ε­νώ συ­μπά­σχει με τους εκ βορ­ράς λα­θραίως ερ­χό­με­νους, ό­που δεν α­πο­φεύ­γο­νται οι ε­λα­φρώς δρα­μα­τι­κοί τό­νοι. Και μια ε­κτε­νή, που πε­ρι­γρά­φει έ­να α­νοι­ξιά­τι­κο τε­τραή­με­ρο ο­δοι­πο­ρι­κό στο Άγιο Όρος. Η α­φή­γη­ση ξε­κι­νά με την α­να­χώ­ρη­ση α­πό την Ου­ρα­νού­πο­λη την τρί­τη πρωι­νή του Σαβ­βά­του και τε­λειώ­νει με την α­να­χώ­ρη­ση για το τα­ξί­δι της ε­πι­στρο­φής α­πό το λι­μά­νι της Δάφ­νης, με­ση­μέ­ρι Τρί­της. Ο α­φη­γη­τής χα­ρα­κτη­ρί­ζει το τα­ξί­δι ε­ξαί­σιο και ε­μείς, α­πό την πλευ­ρά μας, συ­ναρ­πα­στι­κή την ε­ξι­στό­ρη­σή του. Πι­θα­νώς και για­τί α­φο­ρά ο­δοι­πο­ρι­κό σε μια πε­ριο­χή, που θα πα­ρα­μεί­νει – και κα­λώς θα κά­νει να πα­ρα­μεί­νει – φα­ντα­στι­κή για το ή­μι­συ και κά­τι του πλη­θυ­σμού, στο ο­ποίο α­νή­κου­με. Συμ­βάλ­λουν, πά­ντως, ο ελ­λει­πτι­κός χα­ρα­κτή­ρας της διή­γη­σης, η πρό­τα­ξη σε κά­θε μια α­πό τις η­με­ρο­λο­για­κές κα­τα­γρα­φές του η­με­ρή­σιου ε­ορ­το­λο­γίου και βε­βαίως, ο χιου­μο­ρι­στι­κός σχο­λια­σμός.
Απο­μέ­νει το πρώ­το διή­γη­μα της συλ­λο­γής και, κα­τά τη γνώ­μη μας, το μορ­φι­κά ε­ντε­λέ­στε­ρο. Στο α­πο­τέ­λε­σμα, συ­νε­πι­κου­ρούν, και πά­λι, ο ει­ρω­νι­κός σχο­λια­σμός
–αυ­τή τη φο­ρά κουρ­δι­σμέ­νος στο μο­τί­βο μα­ταιό­της μα­ταιο­τή­τω­ν– αλ­λά και το πυ­κνό πέ­πλο α­να­φο­ρών, που η α­φή­γη­ση α­πο­κρύ­βει. Ό,τι, βε­βαίως, μέ­νει κρυ­πτι­κό για τον α­θη­ναίο α­να­γνώ­στη, δεί­χνει να συ­νι­στά συ­νο­μι­λία με­τα­ξύ ζώ­ντων και τε­θνεώ­των, λο­γο­τε­χνών και καλ­λι­τε­χνών της Κο­ζά­νης. Στο διή­γη­μα, η δια­κει­με­νι­κό­τη­τα δη­λώ­νε­ται και με τον υ­πέρ­τιτ­λο. Μό­νο που, αυ­τή τη φο­ρά, η “δια­κει­με­νι­κή πε­ρι­διά­βα­ση” ξε­κι­νά­ει α­πό διά­δο­χο του Μπόρ­χες, τον Σέρ­βο ε­βραϊκής κα­τα­γω­γής Ντα­νί­λο Κις. Εκεί­νος ή­ταν που, το 1983, πέ­ντε χρό­νια πριν τον πρώι­μο θά­να­τό του, στα 54, κα­τήρ­τι­σε την μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή «Εγκυ­κλο­παί­δεια των νε­κρών», α­πο­τίο­ντας φό­ρο τι­μής σε ό­σους, λό­γω πρόω­ρου θα­νά­του κα­τά τις στα­λι­νι­κές διώ­ξεις, κα­μιά ε­κυ­κλο­παί­δεια δεν κα­τέ­γρα­ψε το ό­νο­μά τους. Σαν σε ε­γκυ­κλο­παί­δεια, και ο Κα­ρα­γιάν­νης κα­τα­γρά­φει στο διή­γη­μά του τα κα­τα­ρα­μέ­να παι­διά άλ­λων τό­πων και ε­πο­χών. Με­τα­ξύ αυ­τών, κα­τα­χω­ρεί το ό­νο­μα του με­τα­φρα­στή του βι­βλίου του Κις, Χρή­στου Αρβα­νι­τί­δη, που έ­φυ­γε νω­ρίς. Κά­ποιες άλ­λες, ω­στό­σο, α­να­φο­ρές, ό­πως ε­κεί­νη στον Νί­κο Μπε­λο­γιάν­νη, μέ­νουν πέ­ραν του δέ­ο­ντος κρυ­πτι­κές, του­λά­χι­στον για έ­ναν  φι­λο­πε­ρίερ­γο α­να­γνώ­στη. Όσο για τον τίτ­λο, «Ο πα­τών ε­πί πτω­μά­των κι ο πε­ρι­πα­τών ε­πί χρω­μά­των», μπο­ρεί να εί­ναι ε­μπνευ­σμέ­νος α­πό το α­να­στά­σι­μο, “θα­νά­τω θά­να­τον πα­τή­σας”, αλ­λά, ταυ­τό­χρο­να, κυ­ριο­λε­κτεί, α­φού ο ή­ρωας εί­ναι έ­νας ζω­γρά­φος, που έ­χει α­να­λά­βει την ε­πί τό­που α­γιο­γρά­φη­ση μαρ­μά­ρι­νου ε­πι­τύμ­βιου. Αυ­τός δεν κα­το­νο­μά­ζε­ται. Μό­νο δί­νε­ται η πλη­ρο­φο­ρία πως, ό­ταν σπού­δα­ζε στο Πα­ρί­σι, εί­χε γνω­ρί­σει τον Σέρ­βο συγ­γρα­φέα, κι αυ­τό χά­ρις στον έλ­λη­να με­τα­φρα­στή του. Κα­τά μια άλ­λη α­φή­γη­ση, ζω­γρά­φος και συγ­γρα­φέ­ας ξη­με­ρώ­θη­καν, α­δειά­ζο­ντας την μπου­κά­λα με το τσί­που­ρο, που εί­χε στεί­λει ο Χρή­στος στον Ντα­νί­λο.
Ο συν­δυα­σμός κει­με­νι­κών και ε­ξω­κει­με­νι­κών στοι­χείων υ­πο­δη­λώ­νει ως πρό­τυ­πο του κε­ντρι­κού ή­ρωα τον ζω­γρά­φο Κώ­στα Ντιός, του ο­ποίου πί­να­κας κο­σμεί το ε­ξώ­φυλ­λο του βι­βλίου. Τον εί­χα­με ξα­να­συ­να­ντή­σει, προ χρό­νων, στο διή­γη­μα του Δη­μή­τρη Νόλ­λα «Η μη­χα­νή υ­π’ α­ριθ­μό 721». Εκεί α­να­φε­ρό­ταν έ­νας α­πό τους πιο ε­ντυ­πω­σια­κούς πί­να­κές του. Κα­θι­σμέ­νος σε μια κα­φε­τέ­ρια της Κο­ζά­νης ο Νόλ­λας, πα­ρα­τη­ρεί τον πί­να­κα, που κα­λύ­πτει ο­λό­κλη­ρο τον έ­ναν τοί­χο. Η α­μα­ξο­στοι­χία στον πί­να­κα τού φαί­νε­ται σαν να κα­τα­κρη­μνί­ζε­ται μα­ζί με τον θερ­μα­στή της μέ­σα στο δω­μά­τιο, θυ­μί­ζο­ντάς του λη­σμο­νη­μέ­νους φρου­ρούς του Ελλη­νι­σμού. Και τα δυο διη­γή­μα­τα, του Κα­ρα­γιάν­νη και του Νόλ­λα, με πλά­γιες μνείες σε αυ­τό­χει­ρες και α­δι­κο­σκο­τω­μέ­νους, ε­στιά­ζουν στη μνή­μη του τό­που. Από μια ά­πο­ψη, α­πο­τε­λεί και θέ­μα ο­λό­κλη­ρης της νέ­ας συλ­λο­γής του Κα­ρα­γιάν­νη, έ­στω και λαν­θά­νον πί­σω α­πό μια δια­βρω­τι­κή ει­ρω­νεία.  


Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 13/5/2012.