Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

Αγαπώντες και αγαπώμενοι




Δη­μή­τρης Νόλ­λας
«Στον τό­πο»
Εκδό­σεις Ίκα­ρος
Απρί­λιος 2012

Μόναχο, 1971.
Φωτογραφία Δημήτρη Σούλα.




Απο­γοή­τευ­ση μας εί­χε προ­κα­λέ­σει πέ­ρυ­σι την ά­νοι­ξη η αγ­γε­λία της προ­σε­χούς έκ­δο­σης α­πά­ντων των διη­γη­μά­των του Δη­μή­τρη Νόλ­λα. Μια πα­ρό­μοια πρό­θε­ση δεν έ­χει, βε­βαίως, τί­πο­τα το ε­πι­κρι­τέο. Μό­νο που  η έκ­δο­ση Απά­ντων δη­λώ­νει το τε­τε­λε­σμέ­νο ε­νός έρ­γου, κι αυ­τό, στην πε­ρί­πτω­ση ε­νός κα­θό­λα μά­χι­μου συγ­γρα­φέα, ε­νέ­χει σπέρ­μα πα­ραί­τη­σης. Ει­κά­σα­με, ω­στό­σο, και μια δια­φο­ρε­τι­κή εκ­δο­χή για την α­πό­φα­σή του. Δε­δο­μέ­νου ό­τι το έρ­γο του Νόλ­λα ε­ξαρ­χής μοι­ρά­στη­κε με­τα­ξύ με­γά­λης, με­σαίας και σύ­ντο­μης φόρ­μας (5 μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, 4 νου­βέ­λες, 5 συλ­λο­γές διη­γη­μά­των), η έκ­δο­ση α­πά­ντων των διη­γη­μά­των θα μπο­ρού­σε να ση­μαί­νει ό­τι “κλεί­νει” ως διη­γη­μα­το­γρά­φος για να εκ­χω­ρή­σει ό­λη τη θέ­ση στον μυ­θι­στο­ριο­γρά­φο. Πι­θα­νό­τη­τα, που, ε­πί­σης, μας δυ­σα­ρέ­στη­σε. Όχι πως δεν ε­κτι­μού­με τη μέ­χρι σή­με­ρα μυ­θι­στο­ριο­γρα­φία του, α­ντι­θέ­τως, την έ­χου­με και σε δη­μο­σιεύ­μα­τά μας ε­γκω­μιά­σει. Εμείς, ω­στό­σο, πι­στεύου­με ό­τι ε­κεί­νο που έ­χει α­νά­γκη η ελ­λη­νι­κή πε­ζο­γρα­φία εί­ναι τα διη­γή­μα­τά του. Ιδιαί­τε­ρα τώ­ρα που ο πρώ­τος τυ­χών δη­μο­σιεύει ό­που λά­χει ι­στο­ρίες και στη συ­νέ­χεια, τις εκ­δί­δει σε βι­βλίο, με φαρ­δύ πλα­τύ, δί­κην υ­πό­τιτ­λου, τον ει­δο­λο­γι­κό προσ­διο­ρι­σμό διη­γή­μα­τα. Έρχο­νται, μά­λι­στα, α­πό κο­ντά οι ει­δι­κοί ε­πί των λο­γο­τε­χνι­κών και α­πο­φαί­νο­νται ό­τι έ­χου­με “έ­κρη­ξη διη­γή­μα­τος”. Ενώ οι “μά­στο­ρες”, ό­πως έ­χει ε­πι­κρα­τή­σει να α­πο­κα­λούν τους κο­ρυ­φαίους του εί­δους, αρ­γούν. Άπα­ντα ο έ­νας, ά­πα­ντα ο άλ­λος, ομ­φα­λο­σκό­πη­ση πε­πραγ­μέ­νων ο τρί­τος, εν τέ­λει θα λη­σμο­νή­σου­με τι ση­μαί­νει διή­γη­μα ή, μάλ­λον, θα το ε­ξα­με­ρι­κα­νί­σου­με κι αυ­τό και θα τε­λειώ­νου­με με τα γνή­σια ελ­λη­νι­κά προϊό­ντα.
Φθι­νό­πω­ρο 2011, α­ντί για τα υ­πε­σχη­μέ­να Άπα­ντα, δη­μο­σιεύ­τη­κε στο πε­ριο­δι­κό «Οδός Πα­νός» έ­να και­νού­ριο σύ­ντο­μο πε­ζό του Νόλ­λα, με ό­λες τις α­ρε­τές του γνή­σιου διη­γή­μα­τος. Μα­φιό­ζι­κο το σκη­νι­κό, σε κρυ­φό μπαρ πί­σω α­πό βι­τρί­να «Εδώ­δι­μα-Αποι­κια­κά», στην α­γο­ρά της Τσι­μι­σκή, του­τέ­στιν στην καρ­διά της Θεσ­σα­λο­νί­κης, κα­τά τα με­θεόρ­τια της δο­λο­φο­νίας Λα­μπρά­κη, με θα­μώ­νες χω­ρο­φύ­λα­κες και α­ντί για γυ­ναί­κες, λι­κνι­ζό­με­να γκαρ­σό­νια. Ο τό­πος και η ε­πο­χή, ο εκ Γερ­μα­νίας με­τα­νά­στης, η η­δο­νο­θη­ρία ως δι­κλεί­δα α­σφα­λείας για το Σώ­μα της Χω­ρο­φυ­λα­κής, και εν μέ­σω ό­λων αυ­τών, το σα­σπέ­νς της α­να­ζή­τη­σης μιας Χρυ­σάν­θης, που, σαν “μια άλ­λη Ελέ­νη”, μπο­ρεί να εί­ναι κι αυ­τή “έ­να που­κά­μι­σο α­δεια­νό”, δεί­χνο­νται μέ­σα σε πέ­ντε σε­λί­δες. Το πε­ζό φέ­ρει τίτ­λο, «Τα­ξί­δι στην Ελλά­δα», προσ­διο­ρι­στι­κό υ­πό­τιτ­λο “α­πό­σπα­σμα”, αύ­ξο­ντα λα­τι­νι­κό α­ριθ­μό πέ­ντε και ως ε­πι­μέ­ρους τίτ­λο, το «Εδώ­δι­μα-Αποι­κια­κά». Άρα, συ­νά­δει με την εκ­δο­χή της μυ­θι­στο­ριο­γρα­φίας, αν δεν πρό­κει­ται για με­τα­μο­ντέρ­να με­ταμ­φίε­ση, την ο­ποία πρέ­πει να έ­χου­με πά­ντα κα­τά νου.
Ευ­τυ­χώς, ε­φέ­τος τον Απρί­λιο, εκ­δό­θη­κε μια συλ­λο­γή δέ­κα διη­γη­μά­των, ό­που τα ε­πτά εί­ναι δη­μο­σιευ­μέ­να μέ­σα στην τε­τρα­ε­τία, Χρι­στού­γεν­να 2004-Αύ­γου­στο 2009. Πι­θα­νώς και ως πρό­γευ­ση των Απά­ντων, κα­θώς το ο­πι­σθό­φυλ­λο φέ­ρει την υ­πο­γρα­φή της υ­πευ­θύ­νου για την κα­τάρ­τι­σή τους θεω­ρη­τι­κού. Όπως και να έ­χει, υ­πάρ­χουν τρία α­δη­μο­σίευ­τα διη­γή­μα­τα. Για το ά­ρι­στο του α­πο­τε­λέ­σμα­τος α­πο­φάν­θη­κε α­πό τους πρώ­τους ο Δ. Ν. Μα­ρω­νί­της, α­πο­δί­δο­ντας στον Νόλ­λα τον ε­πί­ζη­λο τίτ­λο “του αρ­τιό­τε­ρου πε­ζο­γρά­φου της γε­νιάς του”. Το πρό­βλη­μα με αυ­τήν την α­πό­φαν­ση δεν έ­γκει­ται στον α­πό­λυ­το χα­ρα­κτή­ρα της, αλ­λά στο γε­γο­νός ό­τι η πρώ­τη με­τα­πο­λε­μι­κή γε­νιά θεω­ρη­τι­κών, στην ο­ποία και πρω­το­στα­τεί ο Μα­ρω­νί­της, δεν έ­χει κα­τα­λή­ξει σε ποια γε­νιά α­νή­κουν οι γεν­νη­θέ­ντες στα α­κέ­ραια πολ­λα­πλά­σια των δε­κα­ε­τιών, ό­πως ο Νόλ­λας. Αν υ­πο­θέ­σου­με ό­τι εν­νο­εί ως γε­νιά του Νόλ­λα, γεν­νη­θέ­ντος το 1940, τη δεύ­τε­ρη, ο έ­παι­νος α­πο­κτά άλ­λο βά­ρος, για­τί σε ε­κεί­νη με­τρού­με του­λά­χι­στον τρεις με τέσ­σε­ρις “μα­στό­ρους” του διη­γή­μα­τος. Αν πά­λι τα­ξι­νο­μη­θεί στην ε­πό­με­νη, που εί­ναι γε­νιά μυ­θι­στο­ριο­γρά­φων, ο έ­παι­νος α­πο­βαί­νει σχε­δόν αυ­το­νό­η­τος, κά­τι σαν φό­ρος τι­μής στο κα­λό διή­γη­μα.

Ανθρω­πο­κε­ντρι­κός ο Νόλ­λας, αυ­τή τη φο­ρά πλά­θει ή­ρωες που δια­γρά­φουν τις τρο­χιές του βίου τους “στον τό­πο”. Εκεί­νο που βα­ραί­νει κα­θο­ρι­στι­κά στις ι­στο­ρίες του δεν εί­ναι το πέ­ρα­σμα του χρό­νου, αλ­λά η αλ­λα­γή του τό­που. Ορι­σμέ­νοι έρ­χο­νται α­πό το χω­ριό, το νη­σί ή την κω­μό­πο­λη στην Αθή­να, και άλ­λοι πη­γαί­νουν α­πό την Αθή­να σε Βιέν­νη, Γερ­μα­νία ή Αυ­στρα­λία, αλ­λά και τού­μπα­λιν, κά­ποιοι φτά­νουν α­πό τα τέσ­σε­ρα ση­μεία του ο­ρί­ζο­ντα στην Ελλά­δα. Σαν το βα­σι­κό να μην εί­ναι ο προο­ρι­σμός αλ­λά η αλ­λα­γή του τό­που. Οι χρό­νοι που ε­κτυ­λίσ­σο­νται οι ι­στο­ρίες και συ­να­κό­λου­θα, οι κα­τα­στά­σεις μέ­σα στις ο­ποίες δια­δρα­μα­τί­ζο­νται, α­πέ­χουν πα­ρα­σάγ­γας, α­φού το ά­νοιγ­μα στις α­φη­γή­σεις του βι­βλίου υ­περ­βαί­νει την πε­ντη­κο­ντα­ε­τία. Ξε­κι­νά α­πό την ε­παύ­ριο ε­κεί­νης της τε­λευ­ταίας για τη χώ­ρα δε­κα­ε­τίας “πο­λέ­μου και κα­τα­στρο­φώ­ν” και φτά­νει μέ­χρι έ­να α­προσ­διό­ρι­στο πα­ρόν. Ωστό­σο, αυ­τό που προ­βάλ­λε­ται με τη συ­στοί­χι­ση των ι­στο­ριών δεν εί­ναι η δια­φο­ρε­τι­κή χρο­νι­κή συ­νι­στώ­σα αλ­λά, α­ντι­θέ­τως, η σύ­γκλι­ση των δια­φο­ρε­τι­κών κα­τα­στά­σεων, έ­τσι ό­πως στα­θε­ρά κα­τα­λή­γουν στη δυ­στυ­χία ή και στην κα­τα­στρο­φή ε­κεί­νου που α­πο­τόλ­μη­σε την με­τα­κί­νη­ση. Όλοι ε­γκα­τα­λεί­πουν έ­ναν τό­πο, που με­τά ε­σα­εί νο­σταλ­γούν, για έ­ναν άλ­λον δει­νών δο­κι­μα­σιών, προς ε­ξα­σφά­λι­ση κά­ποιας οι­κο­νο­μι­κής ευε­ξίας ή και μό­νο των προς το ζην. 
Κι ό­μως, κα­νείς “δεν κά­θε­ται στα αυ­γά του”, ό­πως πα­ρο­τρύ­νει ο ή­ρωας του τε­λευ­ταίου, ο­μό­τιτ­λου της συλ­λο­γής, διη­γή­μα­τος. Αυ­τός εί­ναι ο μό­νος, που αρ­νεί­ται ό­χι μό­νο να φύ­γει με­τα­νά­στης, αλ­λά και να κά­νει ο­ποια­δή­πο­τε αλ­λα­γή στη ζωή του. Κι αυ­τό, για­τί στά­θη­κε αυ­τό­πτης μάρ­τυ­ρας ε­νός θα­νά­του που ε­πήλ­θε ό­λως διό­λου συ­μπτω­μα­τι­κά, λό­γω αλ­λα­γής θέ­σης α­πό μια κο­τρό­να στη δι­πλα­νή, που φαι­νό­ταν βο­λι­κό­τε­ρη για σκα­μνά­κι. Έζη­σε στά­σι­μος, “στον τό­πο”, για να δια­φύ­γει ή έ­στω να αρ­γο­πο­ρή­σει το μοι­ραίο, και του έ­λα­χε να “μεί­νει στον τό­πο”, ό­ταν άλ­λα­ξε θέ­ση σε έ­να πα­γκά­κι για να βο­λευ­τεί κα­λύ­τε­ρα. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, μια πρώ­τη πα­ρα­τή­ρη­ση ό­σο α­φο­ρά την ι­διαι­τε­ρό­τη­τα του Νόλ­λα στο σύ­νο­λο της γε­νιάς του, στην πε­ρί­πτω­ση που αυ­τή εί­ναι η δεύ­τε­ρη με­τα­πο­λε­μι­κή,  θα λέ­γα­με ό­τι δια­κρί­νε­ται ως διη­γη­μα­το­γρά­φος για γο­νι­μό­τε­ρη φα­ντα­σία, κα­θώς πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρά σε α­πό­στα­ση α­σφα­λείας α­πό το έκ­δη­λα βιω­μα­τι­κό στοι­χείο.
Κα­τά τα άλ­λα, σή­με­ρα, που, στην πε­ζο­γρα­φία των νεό­τε­ρων, κυ­ριαρ­χούν οι σκη­νές βίας και υ­περ­τε­ρεί στις ό­ποιες σχέ­σεις των χα­ρα­κτή­ρων η σκλη­ρό­τη­τα, η τρυ­φε­ρό­τη­τα που νο­τί­ζει τις ι­στο­ρίες του Νόλ­λα έ­χει κά­τι το πα­ρα­μυ­θι­κό. Εκ πρώ­της ό­ψεως, φαί­νε­ται πα­ρά­ξε­νη αυ­τή η γλυ­κύ­τη­τα των αι­σθη­μά­των, ό­ταν ο μυ­θο­πλα­στι­κός κό­σμος του συ­ντί­θε­ται α­πό τα­λαί­πω­ρους και πα­ρίες. Το μό­το του πρώ­του διη­γή­μα­τος, «Μω­ρέ παι­διά κα­η­μέ­να/ παι­διά ξε­νι­τε­μέ­να», α­να­κα­λεί το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι, «Μω­ρέ παι­διά κα­η­μέ­να, παι­διά της Σα­μα­ρί­νας κι ας εί­στε λε­ρω­μέ­να», που θα μπο­ρού­σε να εί­ναι μό­το ο­λό­κλη­ρου του βι­βλίου. Κι αν ό­λοι οι ξε­νι­τε­μέ­νοι δεν εί­ναι μα­τω­μέ­νοι, κα­τα­πώς υ­παι­νίσ­σε­ται το δη­μώ­δες ά­σμα, α­πό το ά­γριο ξύ­λο, εί­ναι λε­ρω­μέ­νοι, άλ­λοι α­πό το κάρ­βου­νο του Ρουρ και άλ­λοι α­πό την κα­κο­με­τα­χεί­ρι­ση του κά­θε έ­να, που ευη­με­ρεί με τον δι­κό τους ι­δρώ­τα. Θα μπο­ρού­σε να υ­πο­θέ­σει κα­νείς ό­τι ο Νόλ­λας ε­ξω­ραΐζει τις δύ­σκο­λες κα­τα­στά­σεις. Ού­τε αυ­τό, ό­μως, κά­νει. Αντι­θέ­τως, τις πε­ρι­γρά­φει ί­σως και με πε­ρισ­σή α­κρι­βο­λο­γία. Το μυ­στι­κό φαί­νε­ται να εί­ναι η ο­πτι­κή γω­νία που υιο­θε­τεί. Επι­κε­ντρώ­νε­ται στην ευαί­σθη­τη έως και τρυ­φε­ρή πλευ­ρά, που σή­με­ρα τεί­νει να ε­κλεί­ψει α­πό τους πά­ντες, πό­σω μάλ­λον τους ή­ρωές του, που δεν έ­χουν στον ή­λιο μοί­ρα. Κι ό­μως, αν ό­χι α­πα­ξά­πα­ντες, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι, μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή α­δεία, δια­θέ­τουν μια πα­ρό­μοια ευά­λω­τη πλευ­ρά. Ο συγ­γρα­φέ­ας α­πο­κλί­νει α­πό τον ρε­α­λι­στι­κό κα­νό­να, χα­ρί­ζο­ντας στον α­να­γνώ­στη την ου­το­πία “των α­γα­πω­μέ­νω­ν”. 
Ας α­φή­σου­με, ό­μως, το αρ­σε­νι­κό γέ­νος, που ο­φεί­λει κα­νείς να χρη­σι­μο­ποιεί σε γε­νι­κό­λο­γες εκ­φρά­σεις, ό­ταν α­να­φέ­ρε­ται σε αμ­φό­τε­ρα τα φύ­λα. Αυ­τήν την ου­το­πία ο Νόλ­λας την χα­ρί­ζει στις α­να­γνώ­στριες, που κα­τα­φεύ­γουν εν κρυ­πτώ στα ροζ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Μό­νο που ε­κεί λεί­πει το ευ­φρα­ντι­κό μέ­σο της γλώσ­σας, με α­πο­τέ­λε­σμα ο ε­ρω­τι­κός μύ­θος να προσ­λαμ­βά­νε­ται ε­γκε­φα­λι­κά και να μη γλυ­καί­νει τα μέ­σα τους. Οι ι­στο­ρίες του Νόλ­λα κα­λύ­πτουν έ­να ευ­ρύ φά­σμα α­γα­πώ­ντων και α­γα­πω­μέ­νων. Ένας ε­ρω­τό­πλα­γκτος προ­σφέ­ρει τό­ση πολ­λή λα­τρεία, που ε­κεί­νη πνί­γε­ται και τον ε­γκα­τα­λεί­πει. Πα­ρο­μοίως, κά­ποιος που εί­ναι δυ­να­τός ή και μια ζωή κου­μπω­μέ­νος, μπο­ρεί να στύ­βει την πέ­τρα, ό­πως λέει ο λαός, αλ­λά την κα­λή του δεν έ­χει τη δύ­να­μη να την κρα­τή­σει κο­ντά του. Από την άλ­λη, ά­ντρες, που δεί­χνουν ά­καρ­δοι, γί­νο­νται σπλαγ­χνι­κοί με μια γε­ρό­ντισ­σα και πιο μη­τρι­κοί α­πό μα­νά­δες με έ­να βρέ­φος. Και α­φού οι λέ­ξεις, πα­ρά η υ­πό­θε­ση, εί­ναι σε ό­λες τις ι­στο­ρίες οι κα­λοί α­γω­γοί της συ­ναι­σθη­μα­τι­κής γλυ­κύ­τη­τας, ο συγ­γρα­φέ­ας εκ­με­ταλ­λεύε­ται και τις με­τα­κυ­λί­σεις της ση­μα­σίας τους. Έτσι εμ­φυ­τεύει σε μια ι­στο­ρία α­γνής παι­δο­φι­λίας ε­νός γυ­ρο­λό­γου για την μι­κρή Ασμάτ –ό­νο­μα κα­θό­λου τυ­χαίο– το σπέρ­μα του παι­δο­φι­λι­κού έ­ρω­τα, που προ­κα­λεί την ορ­γή των ο­μο­ε­θνών της. 
Δύο α­πό τα τρία α­δη­μο­σίευ­τα διη­γή­μα­τα εί­ναι τα πιο ε­ρω­τι­κά της συλ­λο­γής. Το πρώ­το έ­χει τίτ­λο, που θα ταί­ρια­ζε και σε ροζ ι­στο­ρία, «Ένα κου­λού­ρι στα δυο». Αυ­τό μοι­ρά­ζε­ται έ­να ζεύ­γος σα­ρα­ντά­ρη­δων μι­κροϋπαλ­λή­λων, που συμ­βιώ­νουν δέ­κα χρό­νια, χω­ρίς παι­διά. “Εί­ναι αρ­γά για παι­διά, τι να το κά­νου­με το στε­φά­νι”, έ­λε­γε ε­κεί­νος. “Δεν πά­ει να πει τί­πο­τα αυ­τό”, α­πα­ντού­σε ε­κεί­νη. “Αλλά δεν το ’κα­νε ζή­τη­μα”, πα­ρα­τη­ρεί ε­πι­γραμ­μα­τι­κά ο α­φη­γη­τής του Νόλ­λα, ε­νώ ο α­φη­γη­τής ε­νός ροζ μυ­θι­στο­ρή­μα­τος θα πρό­σθε­τε, “για να μην τον χά­σει”. Πι­θα­νώς και να  συ­νέ­χι­ζε με τις μη­χα­νορ­ρα­φίες και τις γα­λι­φιές, που ε­κεί­νη θα ε­πι­νοού­σε για να ε­πι­τύ­χει το πο­λυ­πό­θη­το κου­κού­λω­μα. Πά­ντως, τα σου­σά­μια που σκορ­πί­στη­καν πά­νω στο τρα­πέ­ζι με το μοί­ρα­σμα του κου­λου­ριού, δεν θα του περ­νού­σε α­πό το μυα­λό να τα εκ­με­ταλ­λευ­τεί. Στο διή­γη­μα του Νόλ­λα, την ώ­ρα που ε­κεί­νος ε­ξο­μο­λο­γεί­ται πα­λαιά σφάλ­μα­τα και πό­νους, ε­κεί­νη τον ταΐζει έ­να έ­να σπό­ρια σου­σα­μιού. Ο δι­κός του α­φη­γη­τής δεν πε­ρι­γρά­φει με λό­για το δε­σμό τους, αλ­λά με μια α­σή­μα­ντη πρά­ξη τού δί­νει σω­μα­τι­κή ζε­στα­σιά. 
Σε αυ­τήν τη σω­μα­τι­κή ζε­στα­σιά, που θε­ρα­πεύει, ε­πα­νέρ­χε­ται στο δεύ­τε­ρο διή­γη­μα. Εκεί, ο μω­λω­πι­σμέ­νος α­πό ά­γριο ξυ­λο­δαρ­μό ή­ρωας χώ­νε­ται στην α­γκα­λιά της γυ­ναί­κας, ό­πως εί­χε α­κού­σει ό­τι κά­να­νε οι πα­λιοί, που τυ­λί­γα­νε με το το­μά­ρι α­πό έ­να άρ­τι σφαγ­μέ­νο ζώο τον α­νε­λέ­η­τα κα­κο­ποιη­μέ­νο δι­κό τους άν­θρω­πο. Διη­γή­μα­τα γυ­ναι­κείας ευαι­σθη­σίας, θα α­πο­φαι­νό­ταν μια α­να­γνώ­στρια, δε­δο­μέ­νου ό­τι οι γυ­ναί­κες, πα­ρά το πρα­κτι­κό τους πνεύ­μα, θεω­ρούν την ευαι­σθη­σία δι­κό τους α­πο­κλει­στι­κό προ­νό­μιο. Μό­νο που κα­μιά γυ­ναί­κα συγ­γρα­φέ­ας δεν θα εί­χε την ευαι­σθη­σία να πα­ρο­μοιά­σει την γυ­ναι­κεία φω­νή με “θρόι­σμα κουρ­τί­νας σε αυ­γου­στιά­τι­κο μελ­τέ­μι”. Εν τέ­λει, αυ­τή η σχε­δόν πα­ρα­μυ­θι­κή τρυ­φε­ρό­τη­τα α­πο­κρύ­βει το βα­θύ­τε­ρο υ­παρ­ξια­κό άγ­χος, ό­που πραγ­μα­τι­κές πα­ρα­στά­σεις, πα­ραι­σθή­σεις και ε­φιάλ­τες λει­τουρ­γούν σαν συ­γκοι­νω­νού­ντα δο­χεία. Δεν χω­ρά­ει συ­ζή­τη­ση. Τα  Άπα­ντα μπο­ρούν να πε­ρι­μέ­νουν.   

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 2/12/2012.