Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Παπαδιαμάντης - Καβάφης


Στις ε­ορ­τές των Χρι­στου­γέν­νων η μνη­μό­νευ­ση του Πα­πα­δια­μά­ντη α­πο­τε­λεί πα­ρά­δο­ση, α­σχέ­τως αν αυ­τό μπο­ρεί να ε­κλη­φθεί ως έμ­με­ση α­πο­δο­χή της α­να­χρο­νι­στι­κής ά­πο­ψης που τον ό­ρι­ζε κά­πο­τε Άγιο των Γραμ­μά­των μας. Αν, μά­λι­στα, η μνη­μό­νευ­ση συν­δυά­ζει τον Πα­πα­δια­μά­ντη με τον Κα­βά­φη, του ο­ποίου το Έτος, λό­γω αρ­γο­πο­ρη­μέ­νου ζή­λου, θα ε­πε­κτα­θεί στο Νέ­ον Έτος, κα­θί­στα­ται και ε­πί­και­ρη. Αλλά, σε έ­να κει­με­νά­κι του Ex Libris, τι να πρω­το­μνη­μο­νεύ­σεις; Τα κοι­νά τους ση­μεία; Τα ση­μεία σύ­μπτω­σης, που α­πρό­σμε­να πα­ρου­σία­σαν τα ε­πε­τεια­κά τους έ­τη, 2011-2013; Ή την α­πί­θα­νη συ­νά­ντη­σή τους στη γει­το­νιά, ό­χι των αγ­γέ­λων, αλ­λά των μπλό­γκε­ρ; Τη λύ­ση μας την έ­δω­σε το φθι­νο­πω­ρι­νό τεύ­χος του κυ­πρια­κού πε­ριο­δι­κού «Μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κά», με τα κεί­με­να που τους α­φιε­ρώ­νει. Κά­ποια, μά­λι­στα, α­πό τα θέ­μα­τα, που αυ­τά εμ­μέ­σως αγ­γί­ζουν, προ­σφέ­ρουν την ευ­και­ρία μίας α­να­φο­ράς, έ­στω και ε­πί τρο­χά­δην, σε δυο κοι­νω­νι­κά φαι­νό­με­να, δια­φο­ρε­τι­κής μεν φύ­σεως, αλ­λά αμ­φό­τε­ρα κα­θο­ρι­στι­κά για την πο­λι­τι­στι­κή φυ­σιο­γνω­μία του ση­με­ρι­νού Έλλη­να. Πρό­κει­ται για την  αυ­ξα­νό­με­νη σε βά­ρος της φι­λαν­θρω­πίας φι­λο­ζωία, ι­δίως την κυ­νο­φι­λία, και την ο­λοέ­να με­γα­λύ­τε­ρη α­πο­μά­κρυν­ση α­πό τους κλα­σι­κούς, Έλλη­νες και Λα­τί­νους. 

Πε­ρί κυ­νο­φι­λίας

Ξε­κι­νού­με α­πό την τό­σο δια­δε­δο­μέ­νη κυ­νο­φι­λία. Τον τε­λευ­ταίο και­ρό, στην Αθή­να, ο ρυθ­μός ε­ξαν­θρω­πι­σμού των σκύ­λων έ­χει πά­ρει ε­ντυ­πω­σια­κές δια­στά­σεις. Κα­θη­με­ρι­νά εμ­φα­νί­ζε­ται και μία δια­φο­ρε­τι­κή έκ­φαν­ση αυ­τής της, α­πό έ­να ση­μείο και πέ­ρα, α­φύ­σι­κης ε­ξο­μοίω­σης. Πρώ­τα κα­ταρ­γή­θη­καν τα σκυ­λί­σια ο­νό­μα­τα και στη θέ­ση τους εμ­φα­νί­στη­κε ο­λό­κλη­ρο το χρι­στια­νι­κό και αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κό φά­σμα των αν­θρώ­πι­νων, με­τά προ­βι­βά­στη­καν στις τα­μπέ­λες των ια­τρείων για μι­κρά ζώα α­πό κα­τοι­κί­δια σε συ­ντρο­φιάς, στη συ­νέ­χεια ήρ­θε ο τρό­πος που οι κά­το­χοί τους α­να­φέ­ρο­νται ή α­πευ­θύ­νο­νται σε αυ­τούς. Από πλευ­ράς στορ­γής και τρυ­φε­ρό­τη­τας, τους συ­μπε­ρι­φέ­ρο­νται ό­πως στα παι­διά τους και τους συ­ντρό­φους τους. Ζουν με αυ­τούς, κα­λύ­πτο­ντας τη­λε­φω­νι­κώς τις ε­πα­φές με φί­λους και γνω­στούς. Στον πε­ρί­πα­το, πε­ρι­μέ­νουν υ­πο­μο­νε­τι­κά με­σο­στρα­τίς ή στο παρ­τέ­ρι του αλ­σύλ­λιου να ο­λο­κλη­ρώ­σουν την α­φό­δευ­σή τους, φο­ρούν τα πλα­στι­κά γά­ντια που κου­βα­λούν α­πα­ραι­τή­τως μα­ζί τους - α­πό την ε­πο­χή της δη­μαρ­χίας Νι­κή­τα Κα­κλα­μά­νη, που τα πρό­σφε­ρε δω­ρεάν ε­ντός ει­δι­κών θη­κών το­πο­θε­τη­μέ­νων στις ει­σό­δους των δη­μό­σιων κή­πων - και μα­ζεύουν τα πε­ριτ­τώ­μα­τα χω­ρίς ί­χνος α­πό γκρι­μά­τσα α­η­δίας. Αν, πα­ρα­δί­πλα, συ­νάν­θρω­πος α­να­ζη­τά τρο­φή στον κά­δο α­πορ­ριμ­μά­των α­πο­στρέ­φουν το βλέμ­μα με­τά βδε­λυγ­μίας. Με αυ­τούς κά­νου­νε τζό­κιν­γκ ή κά­θο­νται στην κα­φε­τέ­ρια. Το δια­χω­ρι­στι­κό φράγ­μα έ­πε­σε ο­λο­σχε­ρώς με τη φρα­στι­κή ε­ξο­μοίω­ση. Δεν εί­ναι ου­δέ­τε­ρου γέ­νους - έ­χουν ό­νο­μα - και πε­θαί­νουν α­ντί να ψο­φά­νε. Οι κυ­νο­τρό­φοι στέ­κο­νται κέρ­βε­ροι στο πα­ρα­μι­κρό lapsus linguae, που θί­γει την υ­πό­στα­ση των προ­σφι­λών τους υ­πάρ­ξεων. Πα­ρά­δειγ­μα, έ­να πε­ρι­στα­τι­κό α­πό το λο­γο­τε­χνι­κό πε­δίο. 

Λε­ξι­λο­γι­κά 

Στο “μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κό” για τον Πα­πα­δια­μά­ντη, ο Ν. Δ. Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος α­φη­γεί­ται σχε­τι­κό πά­θη­μά του. Σε πρό­σφα­το “γρα­φτό” του “χρη­σι­μο­ποίη­σε τη λέ­ξη κυ­νέ­ρω­τες και στε­νο­χώ­ρη­σε κα­λή (του) φί­λη, που έ­χει ι­διαί­τε­ρη α­δυ­να­μία στα τε­τρά­πο­δα του πρώ­του συν­θε­τι­κού.” Δεν κα­το­νο­μά­ζει την “κα­λή φί­λη”, πα­ρό­λο που δεν υ­πάρ­χει την σή­με­ρον με­γα­λύ­τε­ρη φι­λο­φρό­νη­ση α­πό το να σε α­πο­κα­λέ­σουν φι­λό­ζωο, πό­σω μάλ­λον κυ­νό­φι­λο, α­ντί για το ε­παί­σχυ­ντο κυ­νό­φο­βος, α­ντί­στοι­χο του α­κό­μη α­θη­σαύ­ρι­στου νε­ο­λο­γι­σμού ο­μο­φο­βι­κός. Συ­μπλη­ρώ­νει πως “α­μύν­θη­κε λέ­γο­ντας ό­τι την έ­χει χρη­σι­μο­ποιή­σει και ο Πα­πα­δια­μά­ντης, το α­πο­τέ­λε­σμα ό­μως ή­ταν να δε­χθεί κι ε­κεί­νος την ί­δια μομ­φή.” Πώς εί­ναι πο­τέ δυ­να­τόν να α­πο­δί­δου­με  στα σκυ­λιά ε­ρω­τι­κές συ­μπε­ρι­φο­ρές αν­θρώ­πων; Αντι­στρά­φη­καν τα πράγ­μα­τα. Πά­λαι πο­τέ ή­ταν οι άν­θρω­ποι που προ­σβάλ­λο­νταν ό­ταν τους ε­ξο­μοίω­ναν με τους σκύ­λους, τώ­ρα εί­ναι οι κυ­νο­τρό­φοι που θί­γο­νται, ό­ταν πα­ρο­μοιά­ζουν τις εν­στι­κτώ­δεις πρά­ξεις των “συ­ντρό­φω­ν” τους με τις η­δο­νο­θη­ρευ­τι­κές των αν­θρώ­πων.
Ο με­λε­τη­τής, α­ντί να θυ­μώ­σει, α­πο­λο­γεί­ται. Προ­σπά­θη­σε να ε­ντο­πί­σει το πα­πα­δια­μα­ντι­κό δά­νειο σε Liddell-Scott, Δη­μη­τρά­κο και Κου­μα­νού­δη, αλ­λά εις μά­την. Οπό­τε και συ­μπε­ραί­νει: “Εί­ναι, λοι­πόν, πά­ρα πο­λύ πι­θα­νό ό­τι η ά­σπλα­χνη λέ­ξη έ­χει πλα­στεί α­πό τον Πα­πα­δια­μά­ντη.” Απο­ρού­με πως έ­νας “α­νία­τα λε­ξι­κο­μα­νής” και δη πα­πα­δια­μα­ντι­στής, δεν έ­χει α­κό­μη α­ντι­λη­φθεί ό­τι τα εν λό­γω λε­ξι­κά κα­λύ­πτουν μέ­ρος μό­νο του φά­σμα­τος της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας. Ο τρό­πος κα­τάρ­τι­σής τους α­δυ­να­τεί να συ­μπε­ρι­λά­βει τον λαϊκό λό­γο πα­λαιό­τε­ρων ε­πο­χών, α­πό τα το­πι­κά ι­διώ­μα­τα μέ­χρι τους ε­λευ­θε­ριά­ζο­ντες νε­ο­λο­γι­σμούς. Οπό­τε κα­τα­λή­γει στο α­ξίω­μα, “κά­θε μη λε­ξι­κο­γρα­φη­μέ­νη λέ­ξη εί­ναι το πι­θα­νό­τε­ρο πλα­σμέ­νη α­πό τον Πα­πα­δια­μά­ντη”. Πέ­ραν αυ­τού, φαί­νε­ται να μη λαμ­βά­νει υ­πό­ψη τις πλα­σμέ­νες α­πό τους λοι­πούς λο­γο­τέ­χνες και πα­ρα­μυ­θά­δες λέ­ξεις.
Και ερ­χό­μα­στε στην ε­πί­μα­χη λέ­ξη, που “η μνή­μη του τον πα­ρέ­κρουε” πως α­πα­ντά­ται στο κεί­με­νο «Οιω­νός» του Πα­πα­δια­μά­ντη, κα­θώς σε αυ­τό υ­πάρ­χει ο “τολ­μη­ρός” πα­ραλ­λη­λι­σμός της συ­μπε­ρι­φο­ράς ω­ραίας και πλου­σίας κό­ρης με ε­κεί­νης “με­γά­λης, λευ­κής, υ­πε­ρή­φα­νης σκύ­λας”. Κα­λή ώ­ρα, ό­πως και στην πα­ροι­μία, “Αν δεν κου­νή­σει η σκύ­λα την ου­ρά της, ο σκύ­λος δεν πά­ει κο­ντά της”, την ο­ποία α­πο­θη­σαυ­ρί­ζει ο Μπα­μπι­νιώ­της, αλ­λά θα πρέ­πει στην ε­πό­με­νη έκ­δο­ση να την α­πο­σύ­ρει ο­μού με­τά των υ­πο­λοί­πων που πα­ρα­βαί­νουν κα­τά­φω­ρα το τρέ­χον πο­λι­τι­κώς ορ­θό α­πέ­να­ντι στη ζωο­φι­λία. Τε­λι­κά, ο Πα­πα­δια­μά­ντης “την σφή­νω­σε στο α­να­φές «Όνει­ρο στο κύ­μα»”. Μό­νο που δεν “σφή­νω­σε τη λέ­ξη” αλ­λά την έκ­φρα­ση “τας λυ­κο­φι­λίας και τους κυ­νέ­ρω­τες”. Πα­ροι­μια­κή φρά­ση, που ή­ταν σε ευ­ρεία χρή­ση πα­λαιό­τε­ρα. Όπου το πρώ­το συν­θε­τι­κό του κυ­νέ­ρω­τες δεν α­να­φέ­ρε­ται ευ­θέως στους κύ­νες, αλ­λά μέ­σω των κυ­νι­κών φι­λο­σό­φων.  Έτσι φθά­σα­με στους Έλλη­νες κλα­σι­κούς. Οι πα­λαιό­τε­ροι θα θυ­μού­νται τον Κρά­τη, μα­θη­τή του Διο­γέ­νη, που, καί­τοι “ά­σχη­μος και κυ­φός”, τον η­ρά­σθη, χά­ρις στο λέ­γειν του, ευ­γε­νής κό­ρη και του ζη­τού­σε ε­πι­μό­νως γά­μο. Αυ­τό, ό­μως, σή­μαι­νε πα­ρά­βα­ση των φι­λο­σο­φι­κών του αρ­χών. Τε­λι­κά ε­νέ­δω­σε, αλ­λά για να δια­σκε­δά­σει τις ε­νο­χές του, α­πο­κα­λού­σε την πα­ντρειά του κυ­νο­γα­μία ή και κυ­νο­γά­μια. Το δά­νειο, λοι­πόν, α­πό τους Έλλη­νες θα μπο­ρού­σε να εί­ναι τα κυ­νο­γά­μια, που με­τα­τρά­πη­καν α­πό τους σε­μνό­τυ­φους Νε­οέλ­λη­νες, ε­πί το κο­σμιό­τε­ρο αλ­λά και λο­γιό­τε­ρο, σε κυ­νέ­ρω­τες.
Στο κεί­με­νό του, ο Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος α­να­φέ­ρει και άλ­λες α­θη­σαύ­ρι­στες λέ­ξεις α­πό το «Πα­πα­δια­μα­ντι­κό λε­ξι­λό­γιο». Δύο προέρ­χο­νται α­πό το ί­διο διή­γη­μα. Επί­θε­τα που πε­ρι­γρά­φουν το “ά­ντρο, ό­που ε­νίο­τε κα­τήρ­χε­το η Μο­σχού­λα” ως “κογ­χυ­λό­στρω­το και νυμ­φο­στό­λι­στο”. Το πρώ­το εί­ναι τύ­ποις μό­νο α­θη­σαύ­ρι­στο, κα­θώς υ­πάρ­χουν τα κογ­χυ­λιο­κέ­ντη­τος και βο­τσα­λό­στρω­τος. Ενώ,  το δεύ­τε­ρο υ­πάρ­χει στου Κου­μα­νού­δη. Μία τρί­τη λέ­ξη, α­πό «Τα Ρό­διν’ α­κρο­γιά­λια», εί­ναι το βα­θυ­γό­να­τος, με το ο­ποίο ο­λο­κλη­ρώ­νε­ται η πε­ρι­γρα­φή του Αγάλ­λου: “ορ­θός εις την πλώ­ρην της βάρ­κας, υ­ψη­λός, ε­πι­βλη­τι­κός, βα­θυ­γό­να­τος”. Ο με­λε­τη­τής προ­τεί­νει να με­τα­φρα­στεί “μα­κρυ­πό­δα­ρος” κα­τά τα α­πο­θη­σαυ­ρι­σμέ­να, βα­θυ­γέ­νειος, βα­θύ­κο­μος ή και βα­θύ­μαλ­λος. Υπάρ­χει, ό­μως, και το α­πο­θη­σαυ­ρι­σμέ­νο βα­θυ­κνή­μις, “ο φέ­ρων υ­ψη­λάς πε­ρι­κνη­μί­δας”, που έρ­χε­ται στο νου, δε­δο­μέ­νου ό­τι την πε­ρι­γρα­φή του Αγάλ­λου α­κο­λου­θεί η πα­ρεν­θε­τι­κή φρά­ση, “με τα υ­πο­δή­μα­τα έως ά­νω σχε­δόν εις τους βου­βώ­νας”, πα­ρα­πλή­σια της φρά­σης, “με τα υ­πο­δή­μα­τα μέ­χρι των μη­ρών”, στο διή­γη­μα «Το σπι­τά­κι στο λι­βά­δι». Κα­τά α­ντι­στοι­χία με το βα­θυ­κνή­μις, το βα­θυ­γό­να­τος θα μπο­ρού­σε να ση­μαί­νει τον φέ­ρο­ντα υ­ψη­λάς πε­ρι­γο­να­τί­δες. Τέ­λος, ο με­λε­τη­τής α­να­φέ­ρει το υ­παι­θριά­ζω α­πό το διή­γη­μα «Το κου­κού­λω­μα», γραμ­μέ­νο πριν το 1907. Αυ­τό θα μπο­ρού­σε να εί­ναι σκω­πτι­κός νε­ο­λο­γι­σμός του Πα­πα­δια­μά­ντη, προς δια­κω­μώ­δη­ση της πρό­σφα­της τό­τε με­ταλ­λα­γής της ση­μα­σίας του πα­ρα­θε­ρί­ζω που ξε­κι­νά α­πό το: θε­ρί­ζω τα πλευ­ρι­κά του χω­ρα­φιού και κα­τα­λή­γει στο γνω­στό: ξε­κα­λο­και­ριά­ζω.

Κα­βα­φι­κά μυ­στή­ρια

Τον ε­ξαν­θρω­πι­σμό των κυ­νών α­κο­λού­θη­σαν τα έ­τε­ρα κα­τοι­κί­δια του ά­στεως, οι γα­λείς. Το τρέ­χον πο­λι­τι­κώς ορ­θό προ­στα­τεύει τους κα­τό­χους τους α­πό τα ει­ρω­νι­κά σχό­λια που θα μπο­ρού­σαν να ε­πι­σύ­ρουν οι προς αυ­τές δια­χύ­σεις. Ποιος θα τολ­μού­σε σή­με­ρα να θυ­μί­σει πως ο Ιου­βε­νά­λης υ­πο­στή­ρι­ζε ό­τι “η πρώ­τη θέ­ση εν τη καρ­δία γυ­ναι­κός ή­τις ου­δέ τον ε­ρα­στή, ου­δέ τον σύ­ζυ­γόν της α­γα­πά, κα­τέ­χε­ται πά­ντο­τε υ­πό ζώου”. Κι ό­μως, ο 23ε­τής Κα­βά­φης το τολ­μά σε έ­να πρώ­το ει­ρω­νι­κό­τα­το άρ­θρο του, με τίτ­λο, «Οι α­πάν­θρω­ποι φί­λοι των ζώων». Αλλά τα τρία “μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κά” ε­στιά­ζουν σε άλ­λες πλευ­ρές του, ό­που έ­να ε­μπλέ­κει τους Λα­τί­νους κλα­σι­κούς. Πριν έρ­θου­με σε αυ­τό, να ση­μειώ­σου­με πως η Λέ­να Αρα­μπατ­ζί­δου, συγ­γρα­φέ­ας ε­νός α­πό αυ­τά, αμ­φι­σβη­τεί τη φι­λο­λο­γι­κή αρ­τιό­τη­τα των “μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κώ­ν”, ο­ρί­ζο­ντας “τη να­νο­μο­νά­δα” ως “το ό­ριο με­γέ­θους αρ­τιό­τη­τας ε­νός άρ­θρου ή α­κό­μη ε­νός σχο­λίου”, χω­ρίς να α­να­φέ­ρει αν ε­ρεύ­νη­σε ως ε­ναλ­λα­κτι­κό μέ­γε­θος αυ­τό της πι­κο­μο­νά­δας. Δυ­στυ­χώς, το να­νοάρ­θρο της γύ­ρω α­πό το εν­δε­χό­με­νο συγ­γέ­νειας της καβαφικής ποίησης με την αγ­γλι­κή, δεν δια­φω­τί­ζει πε­ρί του νέ­ου το­μέα της “να­νο­φι­λο­λο­γίας”. Η φή­μη, πά­ντως, α­πό τις γι­γα­με­λέ­τες και τα να­νοάρ­θρα της κα­θη­γή­τριας του Αρι­στο­τε­λείου έ­χει ε­ντυ­πω­σιά­σει τους Αθη­ναίους, πριν α­κό­μη φτά­σουν οι 500σέ­λι­δες με­λέ­τες της στο κλει­νόν ά­στυ.
Τα άλ­λα δυο “μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κά” εί­ναι της Μ. Κα­ρα­μπί­νη-Ια­τρού, κα­τα­γρα­φέα της Βι­βλιο­θή­κης Κα­βά­φη και συγ­γρα­φέα του προ δε­κα­ε­τίας ο­μώ­νυ­μου βι­βλίου. Και τα δύο α­να­φέ­ρο­νται στα “μι­κρά μυ­στή­ρια” που προ­κά­λε­σε η Βι­βλιο­θή­κη του. Το πρώ­το α­φο­ρά τον αλ­λη­λο­γρά­φο Κα­βά­φη. Δυο συλ­λο­γές διη­γη­μά­των και μια με­λέ­τη, με συγ­γρα­φέα τον Μ. Βισ­σάν­θη, την πα­ρα­κί­νη­σαν να ε­ρευ­νή­σει τα βιο­γρα­φι­κά του, κα­θώς μά­λι­στα, στη μια συλ­λο­γή υ­πάρ­χει θερ­μή α­φιέ­ρω­ση στον Κα­βά­φη. Μια δια­δυ­κτια­κή α­να­ζή­τη­ση ο­δη­γεί στο Αρχείο του κα­θη­γη­τή στο Ώστεν του Τέ­ξας Γ. Γεωρ­γιά­δη-Αρνά­κη, ό­που ε­ντο­πί­στη­καν τρεις σύ­ντο­μες ευ­χα­ρι­στή­ριες ε­πι­στο­λές Κα­βά­φη προς Βισ­σάν­θη της δε­κα­ε­τίας του 1920. Την πα­ρου­σία­σή τους συ­μπλη­ρώ­νει ε­πί­με­τρο με στοι­χεία για τον Βισ­σάν­θη, ψευ­δώ­νυ­μο του Μι­χαήλ Χά­τσου, και πε­ρι­γρα­φή των τριών τευ­χών του πε­ριο­δι­κού, «Η Σύγ­χρο­νη Σκέ­ψη», που ε­ξέ­δι­δε στο Σι­κά­γο. Το πε­ριο­δι­κό ή­ταν γνω­στό α­πό τη Βι­βλιο­γρα­φία Κα­βά­φη, αλ­λά χω­ρίς α­να­φο­ρά στον εκ­δό­τη. Από αυ­τές τις τυ­πι­κές ε­πι­στο­λές, η με­λε­τή­τρια βγά­ζει το έω­λο συ­μπέ­ρα­σμα πως “ο Κα­βά­φης δεν εί­ναι με­γά­λος αλ­λη­λο­γρά­φος”. Στη μο­νο­το­νι­κή με­τα­γρα­φή των ε­πι­στο­λών, α­τύ­χη­σε ο Γε­ρά­σι­μος Κο­λαΐτης, κα­τα­λή­γο­ντας α­πό Μέ­μας σε Με­μάς.   
Στο δεύ­τε­ρο “μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κό”, η Κα­ρα­μπί­νη α­πα­ντά στο ε­ρώ­τη­μά, “τι γύ­ρευε στη βι­βλιο­θή­κη του Κα­βά­φη έ­να βι­βλίο αρ­χαιο­λο­γι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου, το «Nimes, Arles, Orange, Saint-Remy. Ouvrage orne de 93 gravures (Les villes d’ art celebres)», Paris, 1929, του Roger Peyre”. Σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση δεν χρειά­στη­κε έ­ρευ­να. Την α­πο­ρία την α­πά­ντη­σε η αλ­λη­λο­γρα­φία Κα­βά­φη-Φόρ­στε­ρ, που εκ­δό­θη­κε πρό­σφα­τα. Το βι­βλίο το εί­χε στεί­λει ο Φόρ­στερ. Ο λό­γος ή­ταν η ε­πι­γρα­φή σε μια σαρ­κο­φά­γο, που θύ­μι­σε στον ί­διο και τον Γάλ­λο με­τα­φρα­στή Charles Mauron ποιή­μα­τα του Κα­βά­φη. Ο με­τα­φρα­στής της αλ­λη­λο­γρα­φίας, Peter Jeffreys, πα­ρα­θέ­τει σε υ­πο­σε­λί­δια ση­μείω­ση τη με­τα­γρα­φή της λα­τι­νι­κής ε­πι­γρα­φής, ό­πως δί­νε­ται στο βι­βλίο, και τη με­τά­φρα­σή της μέ­σω της γαλ­λι­κής του βι­βλίου. Ωστό­σο, ο Φόρ­στερ στην ε­πι­στο­λή του πα­ρα­τη­ρεί: “δεν νο­μί­ζω ό­τι έ­χει με­τα­γρα­φεί σω­στά, και η με­τά­φρα­ση εί­ναι με βε­βαιό­τη­τα ε­σφαλ­μέ­νη”. Ο με­τα­φρα­στής πα­ρα­κά­μπτει την πα­ρα­τή­ρη­ση, χω­ρίς σχο­λια­σμό. Η Κα­ρα­μπί­νη α­να­φέ­ρει το πε­ριε­χό­με­νο της ε­πι­στο­λής του Φόρ­στερ και την εν λό­γω πα­ρα­τή­ρη­ση, χω­ρίς πε­ραι­τέ­ρω διευ­κρί­νι­ση. Σχο­λιά­ζει μό­νο ό­τι η ε­πι­γρα­φή της εί­χε θυ­μί­σει το ποίη­μα «Εν τω μη­νί Αθύρ» του Κα­βά­φη. Σκέ­φτη­κε πως το ε­μπνεύ­στη­κε α­πό το βι­βλίο, αλ­λά σκό­ντα­ψε στις χρο­νο­λο­γίες. Το ποίη­μα γρά­φτη­κε το 1917 και το βι­βλίο εκ­δό­θη­κε το 1929.  Λη­σμό­νη­σε πως ο Κα­βά­φης ζού­σε στη χώ­ρα με τις μνη­μειώ­δεις ε­νε­πί­γρα­φες σαρ­κο­φά­γους, φτιαγ­μέ­νες αιώ­νες πριν α­πό ε­κεί­νες της Προ­βη­γκίας. 
Σχε­τι­κά με την ε­πι­γρα­φή, μέ­νει η α­πο­ρία κα­τά πό­σο εί­χε δί­κιο ο Φόρ­στερ. Σύμ­φω­να με πρό­σφα­τη α­πο­κα­τά­στα­ση της σαρ­κο­φά­γου, πράγ­μα­τι στη με­τα­γρα­φή της λα­τι­νι­κής ε­πι­γρα­φής υ­πάρ­χουν λά­θη, ση­μα­ντι­κό­τε­ρα στους τρεις πρώ­τους στί­χους. Σε αυ­τούς, ο ε­πι­γρα­φο­ποιός στη­ρί­ζε­ται στην ά­πο­ψη του Βερ­γί­λιου, α­πό το τέ­ταρ­το κε­φά­λαιο των «Γεωρ­γι­κών», το πε­ρί με­λισ­σών, πως αυ­τές τρέ­φο­νται α­πό τα νε­κρά σώ­μα­τα.  Η με­τά­φρα­ση της διορ­θω­μέ­νης με­τα­γρα­φής εί­ναι: “Εσύ που γνω­ρί­ζεις γράμ­μα­τα, διά­βα­σε τη συμ­φο­ρά και μά­θε τον ο­δυρ­μό μας / Πολ­λοί α­πο­κα­λούν αυ­τό μια σαρ­κο­φά­γο που πε­ριέ­χει ο­στά / Αλλά αυ­τό έ­χει γί­νει κα­τοι­κία α­νίε­ρων με­λισ­σών...” Κα­τά τα άλ­λα, η με­λε­τή­τρια σχο­λιά­ζει τη σχέ­ση Κα­βά­φη-Έλιο­τ, το­νί­ζο­ντας το πό­σο βοή­θη­σε ο Φόρ­στερ και ό­τι “η δια­φω­νία του με τον Έλιοτ εί­χε δυ­σμε­νείς ε­πι­πτώ­σεις στη διά­δο­ση της κα­βα­φι­κής ποίη­σης”. Στη βι­βλιο­πα­ρου­σία­ση της Αλλη­λο­γρα­φίας («Η Επο­χή», 30.6.2013), δεί­χνα­με πως πα­ρό­μοια συ­μπε­ρά­σμα­τα ε­λά­χι­στα ευ­στα­θούν.
Όπως και να έ­χει, α­πό τους Κυ­νι­κούς και τον Βερ­γί­λιο ό­λο και α­πο­μα­κρυ­νό­μα­στε. Όπως α­πο­μα­κρυ­νό­μα­στε και α­πό την ε­πο­χή του Πα­πα­δια­μά­ντη και του Κα­βά­φη. Ενδει­κτι­κό έ­να α­κό­μη πα­ρά­δειγ­μα α­πό τις α­πο­ρίες της Κα­ρα­μπί­νη: “Ακό­μα δεν μπο­ρού­με να βρού­με μια πει­στι­κή ε­ξή­γη­ση για­τί χρεια­ζό­ταν ο Κα­βά­φης τα βι­βλία ε­νός ξε­χα­σμέ­νου σή­με­ρα θε­α­τρι­κού συγ­γρα­φέα, του Arthur W. Pinero, που πιά­νουν έ­να ρά­φι της βι­βλιο­θή­κης.” Μια πρώ­τη α­πά­ντη­ση έ­δω­σε η Βελ­γί­δα κα­θη­γή­τρια του Πα­νε­πι­στη­μίου της Φλώ­ρι­δας Gonda van Steen, σε α­να­κοί­νω­σή της, με τίτ­λο «Cavafy the dramatist», στο Συ­μπό­σιο, που διορ­γα­νώ­θη­κε στο Georgia State University, στις 28-29 Οκτ. Στη­ρι­ζό­με­νη σε πέ­ντε ποιή­μα­τα “του κα­νό­να”, α­πο­φάν­θη­κε ό­τι η ε­πί­δρα­ση του Πι­νέ­ρο στην κα­βα­φι­κή ποίη­ση υ­πήρ­ξε ση­μα­ντι­κή. Ίσως έ­τσι να δι­καιο­λο­γού­νται οι 14 τό­μοι Πι­νέ­ρο της Βι­βλιο­θή­κης του. Να θυ­μί­σου­με, πά­ντως, ό­τι ο Πι­νέ­ρο ξε­κί­νη­σε ως η­θο­ποιός και συγγραφέας στο Λί­βερ­πουλ και το Λον­δί­νο, την ε­πο­χή που ε­κεί κα­τοι­κού­σαν ο Κα­βά­φης και η μη­τέ­ρα του. Της Χα­ρί­κλειας Κα­βά­φη  της ά­ρε­σε το θέ­α­τρο. Για­τί ό­χι, τα δρά­μα­τα και οι κω­μω­δίες του Πι­νέ­ρο, που φη­μί­ζο­νταν για τις ι­σχυ­ρές προ­σω­πι­κό­τη­τες των η­ρωί­δων, με τίτ­λους ό­πως «The notorious Mrs Ebbsmith» ή «The Schoolmistress».
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 29/12/2013.

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Φάντασμα μικροφαλλίας

Ιά­κω­βος Ανυ­φα­ντά­κης
«Αλε­πού­δες στην πλα­γιά»
Εκδό­σεις Πα­τά­κη
Οκτώ­βριος 2013

Η κρί­ση τρο­φο­δο­τεί την πε­ζο­γρα­φία. Όπως σχο­λιά­ζα­με με α­φορ­μή το πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μα της Ευ­γε­νίας Φα­κί­νου, δεν εκ­δί­δε­ται βι­βλίο στο ο­ποίο η κρί­ση να μην μνη­μο­νεύε­ται έ­στω και εν πα­ρό­δω. Στο βι­βλίο του Ιά­κω­βου Ανυ­φα­ντά­κη βρή­κε θέ­ση στο κει­με­νά­κι του ο­πι­σθό­φυλ­λου, σύμ­φω­να με το ο­ποίο ο χρό­νος της ι­στο­ρίας το­πο­θε­τεί­ται “στις τε­λευ­ταίες μέ­ρες πριν α­πό το ξε­κί­νη­μα της κρί­σης”. Ο συγ­γρα­φέ­ας, σε συ­νέ­ντευ­ξή του, δια­τεί­νε­ται ό­τι οι κοι­νω­νι­κές κα­τα­στά­σεις που πε­ρι­γρά­φει προ­α­ναγ­γέλ­λουν την κρί­ση. Πράγ­μα­τι, κά­ποιες σκη­νές στην ελ­λη­νι­κή ε­παρ­χία, που δεί­χνουν έλ­λει­ψη η­θι­κών και αι­σθη­τι­κών α­ξιών, θα μπο­ρού­σαν να ε­κλη­φθούν ως προάγ­γε­λοι της κρί­σης. Μό­νο που με αυ­τήν την διευ­ρυ­μέ­νη ο­πτι­κή, η κρί­ση σο­βεί ε­δώ και αρ­κε­τά χρό­νια.    
Αν, ό­μως, έ­να βι­βλίο δεν δια­φη­μι­στεί ως ε­πί­και­ρο, χά­νει πό­ντους στην α­γο­ρά. Κα­τά τα άλ­λα, το κει­με­νά­κι του ο­πι­σθό­φυλ­λου λει­τουρ­γεί συ­νή­θως ως συ­μπλη­ρω­μα­τι­κό του τίτ­λου. Οπό­τε, με την ί­δια ο­πτι­κή, το «Αλε­πού­δες στην πλα­γιά» θα μπο­ρού­σε να ση­μαί­νει τον ε­περ­χό­με­νο δο­λίως ε­χθρό. Υπάρ­χουν αρ­κε­τοί τίτ­λοι με τη λέ­ξη α­λε­πού: “μι­κρές α­λε­πού­δες”, “κόκ­κι­νη α­λε­πού”, “λυσ­σα­σμέ­νες α­λε­πού­δες” ή και σκέ­το “α­λε­πού­δες”. Αντι­στοί­χως οι συγ­γρα­φείς τους, Λί­λιαν Χέλ­μαν, Κω­στής Πα­πα­γιώρ­γης, Δη­μή­τρης Πε­τσε­τί­δης, Ντων Κιν­γκ, με την α­λε­πού ση­μα­το­δο­τούν το κα­κό. Αυ­τά, ό­ταν οι συγ­γρα­φείς “συ­νο­μι­λού­ν” με τη ζωή. Ο Ανυ­φα­ντά­κης, ό­μως, δη­λώ­νει ε­ξαρ­χής ό­τι γι’ αυ­τόν “η λο­γο­τε­χνία εί­ναι μία συ­ζή­τη­ση α­νά­με­σα σε κεί­με­να”. Αφο­ρι­σμός που ε­ντυ­πω­σιά­ζει, ι­διαί­τε­ρα ό­ταν έρ­χε­ται α­πό έ­ναν πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νο και μά­λι­στα, χω­ρίς πα­νε­πι­στη­μια­κή φοί­τη­ση σε α­ντί­στοι­χο α­ντι­κεί­με­νο, ώ­στε κά­πως να δι­καιο­λο­γεί­ται αυ­τή η α­πο­λυ­τό­τη­τα. Αν και στην πε­ρί­πτω­σή του, προϋπάρ­χει μα­θη­τεία σε σε­μι­νά­ρια δη­μιουρ­γι­κής γρα­φής, ό­που δί­νε­ται ι­διαί­τε­ρη έμ­φα­ση σε τε­χνι­κές της α­φή­γη­σης, ό­πως η δια­κει­με­νι­κό­τη­τα, η προοι­κο­νο­μία κ.ά.  
Όπως και να έ­χει, τον τίτ­λο τον παίρ­νει α­πό στί­χο του Ουάλ­λας Στή­βε­νς. Συ­γκε­κρι­μέ­να, τον τε­λευ­ταίο στί­χο, “σαν α­λε­πού­δες στην πλα­γιά”, του τε­τρά­στι­χου που έ­χει χρη­σι­μο­ποιή­σει ως μό­το του βι­βλίου. Πρό­κει­ται για το πρώ­το τε­τρά­στι­χο του ποιή­μα­τος «Μία κάρ­τα α­πό το η­φαί­στειο», ό­που ο­λό­κλη­ρο το ποίη­μα και κα­τ’ ε­πέ­κτα­ση το τε­τρά­στι­χο ε­στιά­ζουν στη σχέ­ση των νεό­τε­ρων με τους νε­κρούς προ­γό­νους και τα έρ­γα τους. Κα­τ’ αυ­τήν την ερ­μη­νεία, το μό­το δεί­χνει ξέ­νο προς το πε­ριε­χό­με­νο του βι­βλίου. Οπό­τε εί­ναι ζη­τού­με­νο κα­τά πό­σο ο τε­λευ­ταίος στί­χος, αλ­λαγ­μέ­νος α­πό πα­ρο­μοίω­ση σε κυ­ριο­λε­ξία, μπο­ρεί να ε­κλη­φθεί ως πα­ρα­πο­μπή στη χα­μέ­νη νεό­τη­τα των κε­ντρι­κών χα­ρα­κτή­ρων του βι­βλίου, ό­πως τον α­ντι­λαμ­βά­νε­ται ο συγ­γρα­φέ­ας. Μία αρ­νη­τι­κή α­πά­ντη­ση θα α­κύ­ρω­νε τη “συ­νο­μι­λία” τίτ­λου και μό­το με το ποίη­μα του Στή­βε­νς. Μέ­νει, πά­ντως, ως κέρ­δος έ­νας ελ­κυ­στι­κός τίτ­λος και μέ­σω του μό­το, α­να­φο­ρά σε έ­ναν α­με­ρι­κα­νό ποιη­τή υ­ψη­λής αί­γλης.
Ερχό­μα­στε τώ­ρα στην α­φο­ρι­στι­κή δή­λω­ση του συγ­γρα­φέα, που α­πο­κα­λύ­πτει την πρό­θε­σή του να στή­σει την ι­στο­ρία του πά­νω “σε μία συ­ζή­τη­ση α­νά­με­σα σε κεί­με­να”, εκ­με­ταλ­λευό­με­νος τις λε­γό­με­νες α­να­γνω­στι­κές ε­μπει­ρίες. Σύμ­φω­να και πά­λι με συ­νέ­ντευ­ξή του, άρ­χι­σε να γρά­φει το βι­βλίο του το κα­λο­καί­ρι του 2009 στην πα­ρα­λία του Δρέ­πα­νου Θεσ­πρω­τίας. Ξε­κί­νη­σε μία α­φή­γη­ση σε πρώ­το πρό­σω­πο, το­πο­θε­τώ­ντας την αρ­χή της ι­στο­ρίας του στον τό­πο και τον χρό­νο που βρι­σκό­ταν. Μέ­χρι που θα μπο­ρού­σε στον ί­διο να εί­χε συμ­βεί η συ­νά­ντη­ση με πα­λαιά φί­λη, με την ο­ποία εί­χαν α­πό χρό­νια χα­θεί, ό­πως ε­κεί­νη της ι­στο­ρίας του. Πρώ­το βή­μα, ό­μως, στο στή­σι­μο κά­θε μυ­θο­πλα­σίας εί­ναι η με­ταμ­φίε­ση. Ως α­φη­γη­τή και κε­ντρι­κό ή­ρωα ε­πι­λέ­γει έ­ναν λέ­κτο­ρα στο Πα­νε­πι­στή­μιο Ιωαν­νί­νων, ε­τών 37. Τό­τε, ο Ανυ­φα­ντά­κης ή­ταν στα 26, δη­λα­δή έ­να χρό­νο μι­κρό­τε­ρος α­πό τον Χα­νς Σνι­ρ, τον ή­ρωα του Χάιν­ριχ Μπελ στο μυ­θι­στό­ρη­μα «Ο Κλόουν». Αυ­τό εί­ναι το βι­βλίο, με το ο­ποίο πρω­ταρ­χι­κά “συ­νο­μι­λεί” η ι­στο­ρία του. Με τον τίτ­λο «Ο Κλόουν» και ό­χι με την ε­πί λέ­ξει α­πό­δο­ση του γερ­μα­νι­κού τίτ­λου «Από­ψεις ε­νός κλόουν», εκ­δό­θη­κε για πρώ­τη φο­ρά στα ελ­λη­νι­κά, το 1973, δέ­κα χρό­νια με­τά την έκ­δο­ση του πρω­τό­τυ­που και έ­να χρό­νο α­πό την α­πο­νο­μή του βρα­βείου Νό­μπελ στον Γερ­μα­νό συγ­γρα­φέα. Κα­τά ευ­τυ­χή σύ­μπτω­ση για το βι­βλίο του Ανυ­φα­ντά­κη, στις 24 Ιαν. 2014, το μυ­θι­στό­ρη­μα του Μπε­λ, σε με­τά­φρα­ση-δια­σκευή-σκη­νο­θε­σία Αργύ­ρη Ξά­φη, α­νε­βαί­νει στο Εθνι­κό Θέ­α­τρο. 
Για τον ή­ρωα της ι­στο­ρίας, ο ο­ποίος δεν ο­νο­μα­τί­ζε­ται, “ο «Κλόουν» ή­ταν η μό­νη σχέ­ση που εί­χε α­ντέ­ξει στη ζωή του”. Το 2009 έ­κλει­νε “δε­κα­πέ­ντε χρό­νια” ε­να­σχό­λη­σης με αυ­τό το βι­βλίο, που ση­μαί­νει ό­τι με αυ­τό ξε­κί­νη­σε, το 1994, τις με­τα­πτυ­χια­κές του σπου­δές. Από­φοι­τος της Γερ­μα­νι­κής Φι­λο­λο­γίας, το εί­χε ε­πι­λέ­ξει για θέ­μα του δι­δα­κτο­ρι­κού του. Έκα­νε εν­δια­μέ­σως τη στρα­τιω­τι­κή του θη­τεία και ε­πα­νήλ­θε. Του πή­ρε “έ­ξι χρό­νια”  να το ο­λο­κλη­ρώ­σει, ε­νώ για “δέ­κα χρό­νια”, δη­λα­δή α­κό­μη πριν το τε­λειώ­σει κρα­τού­σε ση­μειώ­σεις, με την ελ­πί­δα να εκ­δώ­σει κά­πο­τε τη δια­τρι­βή του.
Οι κοι­νω­νι­κές και θε­ο­λο­γι­κές α­πό­ψεις του Μπελ θα πρέ­πει να ή­ταν οι­κείο θέ­μα για έ­ναν α­πό­φοι­το του Τμή­μα­τος Κοι­νω­νι­κής Θε­ο­λο­γίας ό­πως ο συγ­γρα­φέ­ας. Το ί­διο και το συ­γκε­κρι­μέ­νο μυ­θι­στό­ρη­μα του Μπε­λ, κα­θώς α­πο­τε­λεί το τυ­πι­κό πα­ρά­δειγ­μα α­πό το χώ­ρο της λο­γο­τε­χνίας ε­νός ε­ρω­τι­κού δε­σμού που δια­λύε­ται, για­τί α­ντι­βαί­νει στις ε­πι­τα­γές της Κα­θο­λι­κής εκ­κλη­σίας. Μό­νο που ο Ανυ­φα­ντά­κης, ό­ταν άρ­χι­σε να γρά­φει το βι­βλίο του, θα πρέ­πει να εί­χε ή­δη α­πο­μα­κρυν­θεί α­πό το α­ντι­κεί­με­νο των Σπου­δών του. Στο “αυ­τά­κι” του βι­βλίου, α­να­φέ­ρει πως “εί­ναι υ­πο­ψή­φιος δι­δά­κτο­ρας με α­ντι­κεί­με­νο τη μνή­μη του ελ­λη­νι­κού Εμφυ­λίου”. Τε­λι­κά, πά­ντως, φαί­νε­ται πως συμ­βί­βα­σε τις ι­στο­ρι­κές σπου­δές με την α­γά­πη του για τη λο­γο­τε­χνία, στη­ρί­ζο­ντας το με­τα­πτυ­χια­κό του στο μυ­θι­στό­ρη­μα «Ορθο­κω­στά» του Θα­νά­ση Βαλ­τι­νού. Όπως και να έ­χει, ο α­φη­γη­τής του δεν “συ­νο­μι­λεί” με τον κα­θο­λι­κι­σμό και τον ου­μα­νι­σμό του Μπε­λ, αλ­λά, σαν μέ­ρος της δια­τρι­βής που “ξα­να­δου­λεύει”, γρά­φει “το α­φή­γη­μα της Μα­ρί”. Όχι, ό­μως, “της Μα­ρί του Χα­νς και του Χάιν­ριχ”, αλ­λά των δι­κών του ε­ρω­τι­κών φα­ντα­σιώ­σεων. Όλα αυ­τά α­φο­ρούν το πρώ­το κε­φά­λαιο, που ο συγ­γρα­φέ­ας ε­ξο­μο­λο­γεί­ται ό­τι το “έ­γρα­ψε μέ­σα σε λί­γες μέ­ρες”. Στα ε­πό­με­να δυο κε­φά­λαια, ο α­φη­γη­τής σαν να λη­σμο­νεί τη “συ­νο­μι­λία” με τον Μπελ. Υπάρ­χει μό­λις μία α­να­φο­ρά στο μυ­θι­στό­ρη­μά του Μπελ ως ση­μα­ντι­κού σταθ­μού στη ζωή του.
Το δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο της ι­στο­ρίας, η πα­λαιά φί­λη του α­φη­γη­τή, την ο­ποία συ­να­ντά στην πα­ρα­λία, ή­ταν συμ­φοι­τή­τριά του α­πό την αρ­χή των πα­νε­πι­στη­μια­κών σπου­δών μέ­χρι και το ξε­κί­νη­μα του με­τα­πτυ­χια­κού. Το δι­κό της θέ­μα ή­ταν το μυ­θι­στό­ρη­μα, «Ο θά­να­τος στη Βε­νε­τία», του Τό­μας Μαν. Με αυ­τό “πή­γε με υ­πο­τρο­φία στη Γερ­μα­νία” και “το άρ­θρο της δη­μο­σιεύ­τη­κε σε μια με­γά­λη α­με­ρι­κά­νι­κη ε­πι­θεώ­ρη­ση για τη λο­γο­τε­χνία”. Όταν συ­να­ντιού­νται, δέ­κα τέσ­σε­ρα χρό­νια α­φό­του ε­κεί­νη έ­χει ε­γκα­τα­λεί­ψει το δι­δα­κτο­ρι­κό της, η στρο­φή στις λο­γο­τε­χνι­κές της προ­τι­μή­σεις φαί­νε­ται α­πό τα βι­βλία που α­γο­ρά­ζει. “Δυο ελ­λη­νι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα και το τε­λευ­ταίο μυ­θι­στό­ρη­μα του Ροθ «Ο Κα­θέ­νας»”. Βε­βαίως, το 2009, «Ο Κα­θέ­νας» δεν ή­ταν το πιο πρό­σφα­το του Ρο­θ, ού­τε το τε­λευ­ταίο του με­τα­φρα­σμέ­νο στα ελ­λη­νι­κά, συ­νι­στά ό­μως πα­ρά­δειγ­μα της “πει­ραγ­μέ­νης” πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, που εί­ναι έ­τε­ρη συ­χνά α­πα­ντώ­με­νη α­φη­γη­μα­τι­κή τε­χνι­κή. Στα δυο ε­πό­με­να κε­φά­λαια, ο α­φη­γη­τής λη­σμο­νεί τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του Μαν και του Ρο­θ, πέ­ραν μίας α­να­φο­ράς στο πρώ­το, κα­θώς αυ­τό α­πο­τε­λεί σταθ­μό στη ζωή της φί­λης του. 
Πα­ρό­μοιες α­να­φο­ρές γί­νο­νται σε τέσ­σε­ρα α­κό­μη βι­βλία: Στη σύ­ντο­μη ι­στο­ρία του Τό­μας Μπέρν­χαρ­ντ «Η πλά­νη του Μοοσ­πρού­γκερ» α­πό το βι­βλίο του «Ο μί­μος των φω­νών», που ο α­φη­γη­τής την στρα­βο­κα­τα­λα­βαί­νει, κα­θώς “ο κα­θη­γη­τής του Μπέρν­χαρ­ντ” δε­ν “κα­τα­λή­γει στο συ­μπέ­ρα­σμα ό­τι αυ­τός που συ­να­ντά­με δεν εί­ναι πο­τέ αυ­τός που πε­ρι­μέ­νου­με”. Ο α­φη­γη­τής εί­ναι ε­κεί­νος που του το υ­πο­δει­κνύει, με ο­λέ­θριες συ­νέ­πειες για τον κα­θη­γη­τή. Στην ει­ρω­νι­κή φρά­ση του Κουρτ Βόν­νε­γκα­τ, “έ­τσι πά­ει ο και­ρός” α­πό το μυ­θι­στό­ρη­μά του «Σφα­γείο Νο 5», που έ­μει­νε ως ι­στο­ρι­κή ε­πω­δός, χά­ρις στα συλ­λα­λη­τή­ρια ε­νά­ντια στον Πό­λε­μο του Βιετ­νάμ. Ο Βόν­νε­γκατ α­να­φέ­ρε­ται στους συ­νε­χείς θα­νά­τους, ε­νώ ο α­φη­γη­τής σε κο­πέ­λα πορ­νείου των Σερ­ρών, κο­ντά στο στρα­τό­πε­δο, που δεν θα ξα­να­δεί. Ο συν­δυα­σμός φα­ντά­ρου και πόρ­νης φέρ­νει και μια, εν πα­ρό­δω, α­να­φο­ρά στο «Κε­καρ­μέ­νοι» του Νί­κου Κάσ­δα­γλη. Τέ­λος, στο τρί­το κε­φά­λαιο, μνη­μο­νεύε­ται το μυ­θι­στό­ρη­μα, «Μα­ντάμ Μπο­βα­ρύ», του Φλω­μπέ­ρ, με α­φορ­μή άλ­λη συμ­φοι­τή­τρια, που ε­πέ­δει­ξε συ­μπε­ρι­φο­ρά πα­ρα­πλή­σια ε­κεί­νης της η­ρωί­δας του Φλω­μπέρ.     

Αυ­τές, ό­μως, οι α­να­φο­ρές, υ­πό μορ­φή πε­ρισ­σό­τε­ρο σχο­λίων και εν­δό­μυ­χων σκέ­ψεων του κε­ντρι­κού ή­ρωα, δεν συ­νι­στούν δια­κει­με­νι­κές σχέ­σεις. Αν, βε­βαίως, δια­κει­με­νι­κό­τη­τα ση­μαί­νει α­φο­μοίω­ση και λει­τουρ­γι­κός με­τα­σχη­μα­τι­σμός του ξέ­νου κει­μέ­νου. Γι’ αυ­τό και προ­κα­λεί α­πο­ρία η έμ­φα­ση που δί­νουν σε αυ­τές οι βι­βλιο­πα­ρου­σια­στές, συ­ναρ­τώ­ντας τες μά­λι­στα με τη λο­γο­τε­χνι­κή υ­πό­στα­ση του βι­βλίου. Ωστό­σο, αυ­τό το πρώ­το βι­βλίο του Ανυ­φα­ντά­κη θα μπο­ρού­σε να στα­θεί και χω­ρίς την τε­χνι­κή της δια­κει­με­νι­κό­τη­τας και τα λοι­πά διαν­θί­σμα­τα. Εί­ναι μία νου­βέ­λα, ε­ντέ­χνως στη­μέ­νη, ό­που η στα­δια­κή α­πο­κά­λυ­ψη του ψυ­χι­σμού του α­φη­γη­τή ε­νέ­χει το σα­σπέ­νς της προ­σμο­νής για ό,τι πε­ρίερ­γο ή δυ­σά­ρε­στο μπο­ρεί να α­πο­κρύ­πτε­ται. 
Για τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό νου­βέ­λα, που δί­νει ο συγ­γρα­φέ­ας, δεν συ­νη­γο­ρεί μό­νο η έ­κτα­ση. Επι­προ­σθέ­τως, η α­φή­γη­ση ε­στιά­ζει σε έ­να πρό­σω­πο και δεν στη­ρί­ζε­ται στην ο­μα­λή χρο­νο­λο­γι­κή ε­ξέ­λι­ξη της πλο­κής, με τις συ­νή­θεις α­να­δρο­μές στην προ­η­γού­με­νη ζωή του ή­ρωα. Σε αυ­τήν, η κα­τα­βύ­θι­ση στο πα­ρελ­θόν προ­σο­μοιά­ζει με μία ψυ­χα­να­λυ­τι­κής φύ­σεως δια­δι­κα­σία. Όπου τα τρία κε­φά­λαια θα μπο­ρού­σαν να ε­κλη­φθούν σαν συ­νε­δρίες πα­ρου­σία  ε­νός βου­βού α­κρο­α­τή, φα­ντα­στι­κού ή α­κό­μη και υ­παρ­κτού. Με το ξε­κί­νη­μα, στην πρώ­τη κιό­λας φρά­ση, ο α­φη­γη­τής έ­χει την αί­σθη­ση ό­τι “η λά­μπα του δρό­μου έ­φεγ­γε α­κρι­βώς μέ­σα στο σα­λό­νι σαν να τον προ­ε­τοί­μα­ζε για α­νά­κρι­ση”. Από έ­να α­διευ­κρί­νι­στο χρο­νο­λο­γι­κά πα­ρών, α­να­τρέ­χει κα­τ’ α­ντί­στρο­φη φο­ρά σε τρεις δια­φο­ρε­τι­κούς χρό­νους, που α­ντι­στοι­χούν σε κρί­σι­μες κα­μπές της ε­πι­στη­μο­νι­κής του στα­διο­δρο­μίας. 
Κα­λο­καί­ρι 2009, εί­ναι λέ­κτο­ρας στο Πα­νε­πι­στή­μιο Ιωαν­νί­νων. Χει­μώ­να 2002, με τε­λειω­μέ­νο το δι­δα­κτο­ρι­κό, βρί­σκε­ται νε­ο­διο­ρι­σμέ­νος κα­θη­γη­τής γερ­μα­νι­κών σε χω­ριό της Κρή­της. Φθι­νό­πω­ρο 1996, φρέ­σκος υ­πο­ψή­φιος δι­δά­κτο­ρας, τα­ξι­δεύει σε χω­ριό της Κα­λα­μά­τας για να πα­ρευ­ρε­θεί στο γά­μο φί­λης του. Ο α­φη­γη­τής πε­ρι­γρά­φει τό­πους και ε­σω­τε­ρι­κούς χώ­ρους, ε­πι­μέ­νο­ντας σε κά­ποια στοι­χεία, που α­ντι­κα­το­πτρί­ζουν α­ντιαι­σθη­τι­κά γού­στα και νε­ο­πλου­τί­στι­κες συ­νή­θειες. Επί­σης, σχο­λιά­ζει τον συ­ντη­ρη­τι­σμό και την κρυ­ψί­νοια των ντό­πιων. Εκεί­νο, ό­μως, που σχε­δόν μο­νο­πω­λεί το λό­γο του εί­ναι η σχέ­ση του με τις γυ­ναί­κες. Προ­βάλ­λει ε­αυ­τόν σαν έναν ρο­μα­ντι­κό μο­νο­γα­μι­κό. Βο­λεύε­ται, ό­μως, με έ­ναν με­γά­λο έ­ρω­τα για νε­α­ρή κο­πέ­λα, που την εί­χε γο­η­τεύ­σει με την ει­κό­να του ε­σω­στρε­φούς δια­νοού­με­νου, που καλ­λιερ­γού­σε. Εκεί­νη τον έ­χει ε­γκα­τα­λεί­ψει, αλ­λά αυ­τός συ­νε­χώς α­να­βάλ­λει την ό­ποια προ­σπά­θεια για να την φέ­ρει πί­σω.  
Ο λό­γος του α­πο­κρύ­βει ε­πι­με­λώς τα αι­σθή­μα­τα α­να­σφά­λειας και τις ε­σώ­τε­ρες ε­πι­θυ­μίες. Μό­νο κά­ποια σχό­λια ή σπα­ράγ­μα­τα α­πό πε­ρι­γρα­φές, πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό φα­ντα­σιώ­σεις, έρ­χο­νται να ρα­γί­σουν την περ­σό­να του κα­θη­γη­τή που μπο­ρεί “να φέ­ρει στο κρε­βά­τι του” ό­ποια μα­θή­τρια ε­πι­θυ­μεί. Οι α­φη­γή­σεις του δη­μιουρ­γούν την ε­ντύ­πω­ση ε­νός ά­ντρα, που ε­πι­δί­δε­ται με ε­πι­τυ­χία στις σε­ξουα­λι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες. Κα­τα­λύ­της για την α­πο­κά­λυ­ψη του έ­σω κό­σμου στέ­κε­ται η συ­νά­ντη­ση με την πα­λαιά συμ­φοι­τή­τρια. Η μο­να­δι­κή τους συ­νεύ­ρε­ση στο πρώ­το κε­φά­λαιο έ­χει έ­να πα­ρελ­θόν του­λά­χι­στον δυο μα­ταιω­μέ­νων προ­σπα­θειών. Αυ­τές θα έρ­θουν στην ε­πι­φά­νεια μέ­σα α­πό τις συ­νειρ­μι­κές του α­φη­γή­σεις. Αρχι­κά έμ­με­σα και τε­λι­κά ευ­θέως, θα δώ­σει μία ει­κό­να της σε­ξουα­λι­κής του μειο­νε­ξίας. Μπο­ρεί να α­να­φέ­ρε­ται σε λα­χτα­ρι­στές νε­α­ρές υ­πάρ­ξεις αλ­λά οι σχέ­σεις του πε­ριο­ρί­ζο­νται στις με­τρη­μέ­νες συ­νευ­ρέ­σεις του φα­ντά­ρου με την “σκου­ρό­χρω­μη” πόρ­νη και στις κλε­φτές του φοι­τη­τή με εμ­φα­νι­σια­κά δευ­τε­ρο­κλα­σά­τες, ό­πως η εν λό­γω συμ­φοι­τή­τρια. Όχι α­κρι­βώς ά­σχη­μη, μάλ­λον α­διά­φο­ρη, χω­ρίς τις θη­λυ­κές κα­μπύ­λες που διε­γεί­ρουν. Ο τύ­πος της κα­λής φοι­τή­τριας, που α­με­λεί την εμ­φά­νι­σή της.  
Ο α­φη­γη­τής ε­πι­μέ­νει να πε­ρι­γρά­φει τρυ­φε­ρές σκη­νές, ω­στό­σο στο λό­γο του δια­φαί­νε­ται φθό­νος για “χα­σα­πό­παι­δα” και “φορ­τη­γατ­ζή­δες”. Τον διε­γεί­ρουν α­να­φο­ρές σε άν­δρες που δέρ­νουν ή στο “ξε­παρ­θέ­νε­μα” έ­φη­βης μα­θή­τριας α­πό α­γό­ρια στην α­ρά­δα. Ποιό εί­ναι το τραυ­μα­τι­κό ση­μείο, ποια τα πα­ρελ­κό­με­να συ­μπλέγ­μα­τα, εί­ναι κά­ποια α­πό τα ε­ρω­τή­μα­τα που γεν­νά  αυ­τός ο αυ­θύ­παρ­κτος ή­ρωας, μα­κριά α­πό τον Χα­νς του Μπελ. Ας ε­πα­νέλ­θου­με, ό­μως, στις α­να­γνω­στι­κές ε­μπει­ρίες του Ανυ­φα­ντά­κη. Στις “συ­νο­μι­λίες” με ξέ­να κεί­με­να, που α­πα­ριθ­μή­σα­με, πα­ρα­λεί­ψα­με να α­να­φέ­ρου­με το «Άνθη της α­βύσ­σου» του Βαλ­τι­νού. Ο α­φη­γη­τής, αυ­τήν την ε­πί τρο­χά­δην μνεία την συ­μπλη­ρώ­νει με σχό­λιο για μία συ­ζή­τη­ση που εί­χε με τον συγ­γρα­φέα. Όπως α­πο­κα­λύ­πτει, τον α­πα­σχο­λούν “οι μορ­φι­κοί πει­ρα­μα­τι­σμοί” του Βαλ­τι­νού. Μή­πως, ό­μως, θα έ­πρε­πε πρω­τί­στως να τον α­πα­σχο­λή­σει η γλώσ­σα, που στά­θη­κε το κύ­ριο μέ­λη­μα του Βαλ­τι­νού α­πό το πρώ­το κιό­λας δη­μο­σιευ­μέ­νο πε­ζο­γρά­φη­μά του. Συ­μπτω­μα­τι­κά, το δη­μο­σίευ­σε σε πε­ριο­δι­κό στην ί­δια η­λι­κία με τον Ανυ­φα­ντά­κη, ε­νώ βι­βλίο έ­πια­σε στα χέ­ριά του δέ­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Δια­φο­ρε­τι­κά τα εκ­δο­τι­κά ή­θη τό­τε, ό­πως δια­φο­ρε­τι­κό το κύ­ρος της ελ­λη­νι­κής. Τό­τε η ι­διω­μα­τι­κή φρά­ση ερ­χό­ταν α­πό την λαϊκή γλώσ­σα, σή­με­ρα α­πό την ε­πί λέ­ξει με­τα­γρα­φή των αγ­γλι­κών ι­διω­μα­τι­σμών. 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 29/12/2013.

Σύνδρομο φυγής

Ευ­γε­νία Φα­κί­νου
«Πλα­νό­διοι θε­ρι­στές»
Εκδό­σεις Κα­στα­νιώ­τη
Οκτώ­βριος 2013 

Οσο α­πρό­βλε­πτο εί­ναι το πό­σο θα κρα­τή­σει η κρί­ση, άλ­λο τό­σο δύ­σκο­λο, αν ό­χι και πε­ρισ­σό­τε­ρο, εί­ναι να γί­νει κά­ποια ε­κτί­μη­ση για το πό­σο και­ρό α­κό­μη θα α­πο­τε­λεί πρό­σφο­ρο θέ­μα για την πε­ζο­γρα­φία. Προ­σώ­ρας, πά­ντως, η τά­ση εί­ναι σα­φώς αυ­ξη­τι­κή. Πα­ρό­τι η “ελ­λη­νι­κή κρί­ση χρέ­ους”, ό­πως έ­χει ε­πι­σή­μως ο­νο­μα­στεί, συ­μπλη­ρώ­νει αι­σίως τον τέ­ταρ­το χρό­νο, ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρα βι­βλία στρέ­φο­νται γύ­ρω α­πό αυ­τήν, ε­νώ δεν υ­πάρ­χει βι­βλίο στο ο­ποίο να μην μνη­μο­νεύε­ται έ­στω και α­κρο­θι­γώς. Οι συγ­γρα­φείς, ω­στό­σο, μέ­νουν μα­κριά α­πό τη λο­γο­τε­χνία τύ­που ντο­κου­μέ­ντο. Πι­θα­νώς, για­τί δεν α­νή­κουν στο τμή­μα του πλη­θυ­σμού, που πλήτ­τε­ται α­πό α­νερ­γία και α­νέ­χεια. Κα­νέ­νας δεν κα­τα­πιά­στη­κε με έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα μαρ­τυ­ρίας, παίρ­νο­ντας τη δύ­σκο­λη α­πό­φα­ση να ζή­σει για έ­να διά­στη­μα ως νεό­πτω­χος, του­τέ­στιν να κοι­μά­ται στρω­μα­τσά­δα στους δρό­μους της Αθή­νας και να σι­τί­ζε­ται στα ε­λέω θε­ού συσ­σί­τια για α­πό­ρους. Ακό­μη και τον έν­δον λό­γο του ση­με­ρι­νού ε­ξα­θλιω­μέ­νου, τον πλά­θουν α­πό τη θέ­ση του πα­ρα­τη­ρη­τή. Στο δη­μό­σιο λό­γο τους, ω­στό­σο, συ­μπά­σχουν, ό­πως και οι πο­λι­τι­κοί,  δια­βε­βαιώ­νο­ντας, πως θα βρού­με τη δύ­να­μη, θα δώ­σου­με τη μά­χη, και άλ­λα πα­ρό­μοια, με το χα­μό­γε­λο στα χεί­λη και σε πρώ­το πλη­θυ­ντι­κό πρό­σω­πο. 
Η Ευ­γε­νία Φα­κί­νου ε­ξο­μο­λο­γεί­ται ό­τι η κρί­ση της έ­δω­σε το έ­ναυ­σμα για το πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μά της και α­κό­μη, πως συ­νει­δη­τά ή­θε­λε να γρά­ψει “έ­να φω­τει­νό, αι­σιό­δο­ξο βι­βλίο”. Σε α­ντί­θε­ση με το κυ­ρίως ρεύ­μα, που προ­τι­μά τον ω­μό ρε­α­λι­σμό. Όπως ο νεό­τε­ρος Χρή­στος Χρυ­σό­που­λος, που ε­ξέ­δω­σε πέ­ρυ­σι το «Φα­κός στο στό­μα», με τον α­φη­γη­τή να ξε­πο­δα­ριά­ζε­ται, πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας έ­ναν ά­στε­γο να κά­νει γύ­ρα τους σκου­πι­δο­τε­νε­κέ­δες, κρα­τώ­ντας κα­τά το ψα­χού­λε­μα τον φα­κό με το στό­μα. Εκεί­νος ή­θε­λε να γρά­ψει έ­να σκλη­ρό βι­βλίο για να “πα­ρέμ­βει στη σφαί­ρα της πραγ­μα­τι­κής ζωής”. Υπο­θέ­του­με ό­τι εν­νο­εί να τα­ρα­κου­νή­σει τους ε­φη­συ­χα­σμέ­νους. Μάλ­λον κα­νέ­ναν δεν τα­ρα­κού­νη­σε, κα­τά­φε­ρε ό­μως να α­πο­σπά­σει γαλ­λι­κό βρα­βείο για το κα­λύ­τε­ρο με­τα­φρα­σμέ­νο βι­βλίο πε­ζο­γρα­φίας του έ­τους. Όπως φαί­νε­ται, ό­σοι συγ­γρα­φείς και κι­νη­μα­το­γρα­φι­στές πε­ρι­γρά­φουν την κα­τά­στα­ση με τα πιο ζο­φε­ρά χρώ­μα­τα, εν­θου­σιά­ζουν τους Ευ­ρω­παίους.
Για το μυ­θι­στό­ρη­μα της Φα­κί­νου θα προ­τι­μού­σα­με τον πι­θα­νώς και πα­ρω­χη­μέ­νο χα­ρα­κτη­ρι­σμό που ο Βι­κέ­λας έ­δι­νε στο α­πα­ραί­τη­το για την ε­πο­χή του βι­βλίο. Όπως και κά­ποια προ­η­γού­με­να δι­κά της, εί­ναι τερ­πνό και ω­φέ­λι­μο. Πα­ρό­μοια βι­βλία λεί­πουν και στην δι­κή μας ε­πο­χή, ι­διαί­τε­ρα στον και­ρό της κρί­σης. Τα ω­μά ρε­α­λι­στι­κά εί­ναι κα­λά για ε­ξα­γω­γή στους ευ­ρω­παίους φι­λέλ­λη­νες ή και για έ­να μέ­ρος του γη­γε­νούς πλη­θυ­σμού, που δεν πλήτ­τε­ται αλ­λά α­ντι­θέ­τως, πο­ρί­ζε­ται α­πό την κρί­ση. Ενώ, τα τερ­πνά και ω­φέ­λι­μα εί­ναι ε­κεί­να που προ­σφέ­ρουν στον ε­γκλω­βι­σμέ­νο τη δια­φυ­γή, την ο­ποία έ­χει τό­σο α­νά­γκη, έ­στω και για την σύ­ντο­μη α­νά­παυ­λα μίας α­νά­γνω­σης. Όχι, ό­μως, ό­πως τα ροζ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, σαν α­πό­δρα­ση α­πό την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αλ­λά σαν έ­να τα­ξί­δι πέ­ρα α­πό τις α­διέ­ξο­δες κα­τα­στά­σεις, σε κά­ποιες άλ­λες λυ­τρω­τι­κές, των ο­ποίων την ύ­παρ­ξη έ­χει προ πολ­λού λη­σμο­νή­σει. 
Το 2005, η Φα­κί­νου εί­χε πά­ρει το πρώ­το Βρα­βείο Ανα­γνω­στών. Από τα ο­κτώ, που συ­νο­λι­κά α­πο­νε­μή­θη­καν, ε­κεί­νο ή­ταν μάλ­λον το μο­να­δι­κό που α­ντα­πο­κρι­νό­ταν στην ο­νο­μα­σία του. Εί­χε δο­θεί χω­ρίς τις ποι­κί­λες χει­ρα­γω­γή­σεις που προέ­κυ­ψαν στη συ­νέ­χεια, σε μια α­πε­γνω­σμέ­νη προ­σπά­θεια α­πό την πλευ­ρά των θε­σμο­θε­τών να μην δο­θεί στους φυ­σι­κούς διεκ­δι­κη­τές του, που θα σή­μαι­νε τους συγ­γρα­φείς της λί­στας των ευ­πώ­λη­των. Αν, ό­μως, γρά­φο­νταν πε­ρισ­σό­τε­ρα τερ­πνά και ω­φέ­λι­μα βι­βλία δεν θα πνί­γο­νταν οι λί­στες στο ροζ και το με­λό, ού­τε η λέ­ξη ευ­πώ­λη­το θα εί­χε κα­τα­λή­ξει κα­κό­ση­μη. Αυ­τή εί­ναι η δια­φο­ρο­ποίη­ση που θα έ­πρε­πε να γί­νει στο χώ­ρο του ευ­πώ­λη­του και ό­χι η διά­κρι­ση λο­γο­τε­χνίας και πα­ρα­λο­γο­τε­χνίας. 
Το προ ο­κτα­ε­τίας βρα­βευ­μέ­νο βι­βλίο της Φα­κί­νου εί­ναι το 11ο μυ­θι­στό­ρη­μά της, «Η μέ­θο­δος της Ορλεά­νης». Πρό­κει­ται για έ­να ε­ρω­τι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα, σε α­ντί­θε­ση με το πρό­σφα­το, στο ο­ποίο α­που­σιά­ζει το σύ­νη­θες δί­πτυ­χο, έ­ρω­τας-θά­να­τος. Από αυ­τήν την ά­πο­ψη, το πρό­σφα­το εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κό του μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού της κό­σμου. Εί­ναι το 15ο και με αυ­τό η συγ­γρα­φέ­ας ει­σέρ­χε­ται στην τέ­ταρ­τη δε­κα­ε­τία μυ­θι­στο­ριο­γρα­φίας. Ως ση­μείο έ­ναρ­ξης κρα­τού­με τον Μάιο του 1982, ό­ταν κυ­κλο­φό­ρη­σε το «Αστρα­δε­νή», με ε­ξώ­φυλ­λο μία “κα­θι­σμέ­νη μορ­φή, χα­ραγ­μέ­νη σε βό­τσα­λο νε­ο­λι­θι­κής ε­πο­χής”. Με την προο­πτι­κή του χρό­νου, δεί­χνει σαν να προοιω­νί­ζε­ται τη μη­τριαρ­χι­κή α­λυ­σί­δα των η­ρωί­δων που α­κο­λού­θη­σαν την Αστρα­δε­νή. 
Το πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μα έρ­χε­ται και στοι­χί­ζε­ται στη συ­νέ­χεια της «Με­γά­λης πρά­σι­νης», που ξε­χω­ρί­ζει στα πέ­ντε της πρώ­της δε­κα­ε­τίας, του «Η Με­ρό­πη ή­ταν το πρό­σχη­μα», που παίρ­νει τη σκυ­τά­λη στα τέσ­σε­ρα της δεύ­τε­ρης δε­κα­ε­τίας, και του «Οδυσ­σέ­ας και μπλουζ» α­πό την πε­ντά­δα της τρί­της. Στην πρό­σφα­τη, τρί­τη δε­κα­ε­τία, α­νή­κει και το «Έρως, θέ­ρος, πό­λε­μος», που θα μπο­ρού­σε να εί­χε φέ­ρει έ­να Κρα­τι­κό Βρα­βείο Μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Θα το δι­καιού­το η συγ­γρα­φέ­ας ως γνή­σια πα­ρα­μυ­θού και ά­ρα, μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος με τη ση­μα­σία που δί­νει σε αυ­τήν την προ­σω­νυ­μία το ευ­ρύ α­να­γνω­στι­κό κοι­νό. Αντ΄αυ­τού, τέσ­σε­ρα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, τι­μή­θη­κε με Κρα­τι­κό Βρα­βείο Διη­γή­μα­τος για τη μία και μο­να­δι­κή συλ­λο­γή ι­στο­ριών που έ­χει εκ­δώ­σει. Όποιος α­γνο­εί τη λο­γι­κή α­πο­νο­μής των Κρα­τι­κών Βρα­βείων, κά­τι τέ­τοια τα προ­σπερ­νά­ει ως πι­θα­νές α­στο­χίες. Δυ­στυ­χώς, ό­μως, δεν εί­ναι ού­τε ά­στο­χο ού­τε τυ­χαίο, αλ­λά α­πο­τέ­λε­σμα μίας δια­χει­ρι­στι­κής λο­γι­κής. Γι’ αυ­τό, α­πό μία ά­πο­ψη, με το δί­κιό της ι­σχυ­ρί­ζε­ται σε συ­νέ­ντευ­ξή της, ό­τι ο κρι­τι­κός “κρί­νει υ­πο­κει­με­νι­κά” ή, α­κό­μη χει­ρό­τε­ρα, ό­τι “μπο­ρεί να έ­χει και προ­σω­πι­κά με έ­ναν συγ­γρα­φέ­α”. Από­φαν­ση α­πα­ρά­δε­κτη για ό­σους ε­πι­δί­δο­νται συ­στη­μα­τι­κά στην κρι­τι­κή. 
Για να ε­πα­νέλ­θου­με στη σο­βού­σα κρί­ση, θα πρέ­πει να διευ­κρι­νί­σου­με, πως, στην πε­ρί­πτω­ση της Φα­κί­νου, δεν εί­ναι ε­κεί­νη που προ­σέγ­γι­σε θε­μα­τι­κά την κρί­ση, αλ­λά η κα­τά­στα­ση της κρί­σης που ήρ­θε και έ­δε­σε με τον βα­σι­κό θε­μα­τι­κό ά­ξο­να της μυ­θι­στο­ριο­γρα­φίας της. Εξαρ­χής μέ­χρι σή­με­ρα, πη­γή έ­μπνευ­σης στά­θη­κε η φυ­γή, με τη μορ­φή της βια­στι­κής α­πο­μά­κρυν­σης α­πό τον τό­πο κα­τοι­κίας, χω­ρίς, ό­μως, να υ­πάρ­χει κά­ποια συ­γκε­κρι­μέ­νη α­πει­λή ή κίν­δυ­νος. Πα­ρου­σιά­ζε­ται σαν τη φυ­γή της γυ­ναί­κας α­πό μία κα­τά­στα­ση, που βιώ­νε­ται ως ε­γκλει­σμός. Συ­νή­θως πρό­κει­ται για τον πε­ριο­ρι­σμό στα στε­νά ό­ρια της πυ­ρη­νι­κής οι­κο­γέ­νειας. Για την α­να­χώ­ρη­ση υ­πάρ­χει πά­ντα κά­ποιο πρό­σχη­μα, ό­πως δη­λώ­νε­ται και στον τίτ­λο ε­νός α­πό τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα.  Αυ­τό το α­να­γκαίο πρό­σχη­μα, στο πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μα το δί­νει η κρί­ση. 
Η η­ρωί­δα έ­χει χά­σει την ερ­γα­σία της, κα­τά τα άλ­λα ό­μως, η κρί­ση την χτύ­πη­σε μάλ­λον ξώ­φαλ­τσα. Ανα­γκά­στη­κε μεν “να ξε­νοι­κιά­σει το ω­ραίο της δια­μέ­ρι­σμα”, αλ­λά δεν έ­μει­νε και στο δρό­μο. Στε­γά­στη­κε στο πα­λιό σπί­τι της μη­τέ­ρας της, που εί­χε πε­θά­νει προ διε­τίας, κρα­τώ­ντας το αυ­το­κί­νη­τό της. Γε­γο­νός που της ε­πέ­τρε­ψε να πραγ­μα­το­ποιή­σει ά­με­σα την τά­ση για φυ­γή. Το βα­σι­κό της πρό­βλη­μα εί­ναι α­νε­ξάρ­τη­το α­πό την κρί­ση, δί­νει ό­μως την ευ­και­ρία στην συγ­γρα­φέα να σκια­γρα­φή­σει την ψυ­χο­λο­γία μίας ση­με­ρι­νής σα­ρα­ντά­χρο­νης. Πρό­κει­ται για μία ε­γκυ­μο­σύ­νη, που προέ­κυ­ψε  α­πό “πε­ρι­στα­σια­κή σχέ­ση”, α­φού, έ­τσι κι αλ­λιώς, ε­κεί­νη ε­πε­δίω­κε τους “ρη­χούς δε­σμούς”. Τα αί­τια αυ­τής της συ­ναι­σθη­μα­τι­κής α­πο­στα­σιο­ποίη­σης ε­ξη­γού­νται με το σύ­μπλεγ­μα που δη­μιουρ­γεί­ται στο παι­δί, ό­ταν ο πα­τέ­ρας ε­γκα­τα­λεί­πει την οι­κο­γε­νεια­κή ε­στία. Όπως αρ­μό­ζει σε μία α­νε­ξάρ­τη­τη γυ­ναί­κα, α­πο­φά­σι­σε να μην πλη­ρο­φο­ρή­σει σχε­τι­κά τον συ­νυ­παί­τιο, αλ­λά και να κρα­τή­σει το παι­δί, κα­θώς η ση­με­ρι­νή γυ­ναί­κα διεκ­δι­κεί την μη­τρό­τη­τα α­πό μία η­λι­κία και ύ­στε­ρα ως δι­καίω­μα. “Τριά­ντα ο­κτώ χρό­νων, πρώ­τη φο­ρά έ­γκυος δεν το ρί­χνεις”, εί­ναι ο συλ­λο­γι­σμός της η­ρωί­δας, καί­τοι ά­νερ­γη και μό­νη. 
Τον τύ­πο της φυ­γής που α­πα­ντά­ται στα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα της Φα­κί­νου, τον πε­ρι­γρά­φει η η­ρωί­δα σαν πε­ρι­πλά­νη­ση α­πό τό­πο σε τό­πο προς α­πο­φυ­γή μίας “φυ­σιο­λο­γι­κής ζωής”, που την τρο­μά­ζει. Θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρι­στεί, κα­θώς και κά­ποια προ­η­γού­με­να βι­βλία της, μυ­θι­στό­ρη­μα “on the road”. Σε αυ­τό, μά­λι­στα, υ­πάρ­χουν πε­ρισ­σό­τε­ρα στοι­χεία α­με­ρι­κα­νι­κής έ­μπνευ­σης. Όπως στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Κέ­ρουα­κ, και ε­δώ πρω­τα­γω­νι­στεί το τρίο δυο φί­λων και μίας γυ­ναί­κας. Επί­σης, σύμ­φω­να με την συγ­γρα­φέα, τό­σο οι “πλα­νό­διοι θε­ρι­στές” ό­σο και “το Κί­νη­μα των Έτοι­μω­ν”, που μνη­μο­νεύει εί­ναι ο­μά­δες, οι ο­ποίες προέ­κυ­ψαν στην Αμε­ρι­κή την πε­ρίο­δο της κρί­σης. Πά­ντως, τα ό­ποια ξε­νι­κά δά­νεια ε­ξαν­τλού­νται στα πρώ­τα κε­φά­λαια. Άλλω­στε, τα “on the road” μυ­θι­στο­ρή­μα­τα της Φα­κί­νου, μό­νο σε έ­να αρ­χι­κό τμή­μα τους ε­κτυ­λίσ­σο­νται “στο δρό­μο”. Στο πρό­σφα­το, η πε­ρι­πλα­νώ­με­νη γρή­γο­ρα α­πο­φα­σί­ζει, λό­γω προ­χω­ρη­μέ­νης ε­γκυ­μο­σύ­νης, να σταθ­μεύ­σει σε έ­ναν τό­πο, ό­που, χά­ρις σε α­πα­νω­τές συ­μπτώ­σεις, κα­τα­λή­γει να συμ­βιώ­νει με κά­ποιον. Μό­νο που αυ­τή η και­νούρ­για κα­τά­στα­ση α­πέ­χει της συμ­βα­τι­κής, κα­θώς, και σε αυ­τό το μυ­θι­στό­ρη­μα, πρό­κει­ται για μία πα­ρά­ται­ρη συ­νύ­παρ­ξη. Εδώ, εί­ναι έ­νας κο­ντά ε­βδο­μη­ντά­ρης ο­μο­φυ­λό­φι­λος, που έ­χει κα­τα­λή­ξει μο­νή­ρης με­τά την α­να­χώ­ρη­ση του α­γα­πη­μέ­νου του συ­ντρό­φου με έ­ναν νεό­τε­ρο. Και στη δι­κή του πε­ρί­πτω­ση, το ψυ­χο­λο­γι­κό πρό­βλη­μα έ­χει τις ρί­ζες του στην πα­τρι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά.       
Ο τρί­τος, που ε­μπλέ­κε­ται στην πε­ρι­πε­τειώ­δη συ­νύ­παρ­ξη του ζεύ­γους, εί­ναι έ­νας συ­νο­μή­λι­κος του ο­μο­φυ­λό­φι­λου, χή­ρος με τα δυο παι­διά του “με­τα­νά­στες στα πέ­ρα­τα της γης”. Κι αυ­τός μο­νή­ρης, ή­ταν έ­νας τυ­χαίος “φί­λος της πα­ρα­λίας”, ό­που συ­νη­θί­ζαν να κο­λυ­μπούν. Με αυ­τό το τρίο, η συγ­γρα­φέ­ας α­να­δει­κνύει τις δια­φο­ρε­τι­κές μορ­φές που έ­χει πά­ρει σή­με­ρα το πρό­βλη­μα του πα­τρι­κού ει­δώ­λου, σκια­γρα­φώ­ντας πι­θα­νές μελ­λο­ντι­κές πα­ραλ­λα­γές του θε­σμού της οι­κο­γέ­νειας. Τι μπο­ρεί να προ­σφέ­ρει ο ά­ντρας και τι η ευαί­σθη­τη πλευ­ρά ε­νός ο­μο­φυ­λό­φι­λου, α­φή­νο­ντας με­τέω­ρη τη γυ­ναι­κεία συμ­με­το­χή. Κα­τά τα άλ­λα, σαν συ­νέ­χεια του «Οδυσ­σέ­ας και μπλούζ», η συγ­γρα­φέ­ας βρί­σκει πρό­σφο­ρο έ­δα­φος στις ση­με­ρι­νές οι­κο­λο­γι­κές ευαι­σθη­σίες, πε­ρι­γρά­φο­ντας τον τό­πο και την ζωή στη φύ­ση.  Εκεί ή­ταν ο «Αγρο­του­ρι­στι­κός Ξε­νώ­νας Η ΛΕ­ΒΑ­ΝΤΑ», ε­δώ το “δα­σι­κό χω­ριό”, με “το πο­μπώ­δες ό­νο­μα το Μαύ­ρο Δά­σος”. 
Πα­λαιό­τε­ρα, η Φα­κί­νου έ­στη­νε τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τά της στον Θεσ­σα­λι­κό κά­μπο. Στα με­τα­γε­νέ­στε­ρα, πα­ρου­σιά­ζει με­γα­λύ­τε­ρη κι­νη­τι­κό­τη­τα. Εξαρ­χής, πά­ντως, δεν ο­νο­μά­τι­ζε τους τό­πους, προ­τι­μώ­ντας πλά­γιες πα­ρα­πο­μπές και νύ­ξεις. Στο πρό­σφα­το, η πλη­σιέ­στε­ρη με­γά­λη πό­λη α­πο­κα­λεί­ται “η πό­λη με τα τρε­λά νε­ρά”, ε­νώ η κο­ντι­νή κω­μό­πο­λη έ­χει ια­μα­τι­κά λου­τρά, δεί­χνο­ντας α­ντι­στοί­χως προς Κε­ντρι­κή και Βό­ρεια Εύ­βοια. Εί­ναι, ό­μως, η α­φή­γη­ση του δεύ­τε­ρου η­λι­κιω­μέ­νου, που ο­ρί­ζει τον τό­πο. Για πρώ­τη φο­ρά, η συγ­γρα­φέ­ας πλά­θει έ­ναν χα­ρα­κτή­ρα που συμ­με­τέ­χει ε­νερ­γά στα κοι­νά. Εί­ναι έ­νας με­ταλ­λω­ρύ­χος, που πρω­το­στά­τη­σε στην “με­γά­λη α­περ­γία”, ά­νοι­ξη 1976. Μό­νο το ό­νο­μα “της κω­μό­πο­λης με τα κοι­τά­σμα­τα λευ­κό­λι­θου” δεν α­να­φέ­ρει, αλ­λά ποιος δεν θυ­μά­ται, στο ξε­κί­νη­μα της με­τα­πο­λί­τευ­σης, τους ε­ξε­γερ­μέ­νους με­ταλ­λω­ρύ­χους στο Μα­ντού­δι. Μέ­χρι ται­νία έ­γι­ναν. 
Κο­ντά στο “δα­σι­κό χω­ριό” βρί­σκε­ται “το Με­γά­λο Μο­να­στή­ρι”. Σε αυ­τό το βι­βλίο εί­ναι έ­ντο­νο το με­τα­φυ­σι­κό στοι­χείο. Ορι­σμέ­να μυ­θο­πλα­στι­κά ευ­ρή­μα­τα θυ­μί­ζουν το δεύ­τε­ρο μυ­θι­στό­ρη­μά της, «Το έ­βδο­μο ρού­χο». Και τα δυο στρέ­φο­νται γύ­ρω α­πό μία Ελέ­νη, αμ­φό­τε­ρα α­νοί­γουν με έ­να μο­να­χι­κό δέ­ντρο, μά­λι­στα στο πρό­σφα­το πλέ­κε­ται μία δει­σι­δαί­μο­να διή­γη­ση γύ­ρω α­πό αυ­τό, ε­νώ και στα δυο υ­πάρ­χει ο σε­λη­νια­σμέ­νος, που η πα­ρά­δο­ση τον θέ­λει με υ­περ­φυ­σι­κές ι­διό­τη­τες. Η τρια­κο­ντα­ε­τία που χω­ρί­ζει τους χρό­νους της συγ­γρα­φής τους α­πο­τυ­πώ­νε­ται και στην θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα των η­ρώων. Σε ε­κεί­νο, στις δο­ξα­σίες και στα θαύ­μα­τα πί­στευαν οι γυ­ναί­κες, κα­θώς αυ­τές θεω­ρού­νταν τό­τε πιο ευαί­σθη­τες φύ­σεις. Στο πρό­σφα­το, εί­ναι ο ο­μο­φυ­λό­φι­λος που α­πο­δέ­χε­ται τη θεία χά­ρη. Σε α­ντί­θε­ση με τον φί­λο του, που βλέ­πει στο κο­ντι­νό “Με­γά­λο Μο­να­στή­ρι” μό­νο το “πα­πα­δα­ριό”. Η συγ­γρα­φέ­ας α­φη­γεί­ται ό­νει­ρα και θαύ­μα­τα, ε­νώ πλά­θει α­σκη­τι­κές μορ­φές κα­λο­γή­ρων. 
Στο τερ­πνό και ω­φέ­λι­μο βι­βλίο βα­ραί­νει η κα­τά­λη­ξη. Αρχι­κά, η Φα­κί­νου ά­φη­νε το τέ­λος α­νοι­κτό, στα κα­το­πι­νά υιο­θέ­τη­σε το στρογ­γύ­λε­μα του χά­πι-ε­ντ. Από μία ά­πο­ψη, το ί­διο κά­νει και στο πρό­σφα­το. Εδώ, ω­στό­σο, δεν εί­ναι ο ε­να­γκα­λι­σμός της Αρέ­θας και του Αντρέα, που κέρ­δι­σε το Βρα­βείο των Ανα­γνω­στών, ού­τε τα φλο­γε­ρά φι­λιά του με­σή­λι­κα Οδυσ­σέα στα μά­γου­λα της νε­α­ρής Μπλου­ζ, που ε­ξα­σφά­λι­σαν τη θέ­ση στα ευ­πώ­λη­τα. Εί­ναι το ευ­τυ­χές τέ­λος μίας δύ­σκο­λης γέν­νας “on the road”, σε συν­θή­κες κοι­νο­βια­κής συ­νύ­παρ­ξης, που δεν μπο­ρεί πα­ρά να κα­τα­λή­ξει με έ­να θη­λυ­κό βρέ­φος, “παι­δί ό­λω­ν”, για να ε­ξη­με­ρω­θούν και να γλυ­κά­νουν οι μο­νή­ρεις. 


Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 15/12/2013.

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Μία δια­μά­χη ε­τών 160


Κων. Ασώπιος


 Κων­στα­ντί­νος Ασώ­πιος
«Τα Σού­τσεια»
Φι­λο­λο­γι­κή ε­πι­μέ­λεια
Λά­μπρος Βα­ρε­λάς
Εκδό­σεις Ίδρυ­μα Ου­ρά­νη
Φε­βρουά­ριος 2013

«Τα Σού­τσεια», αυ­τός ο ε­ντυ­πω­τι­κός, λό­γω της ει­ρω­νι­κής του χροιάς, τίτ­λος, μνη­μο­νεύε­ται σχε­δόν σε ό­λες τις Ιστο­ρίες Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Λο­γο­τε­χνίας με μία σύ­ντο­μη α­να­φο­ρά στο κε­φά­λαιο για τον Πα­να­γιώ­τη Σού­τσο. Εκεί, προ­η­γεί­ται το κεί­με­νο του Σού­τσου, «Η Νέα Σχο­λή του γρα­φο­μέ­νου λό­γου», το ο­ποίο, α­να­λό­γως με τον ι­στο­ρι­κό, εί­τε χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ου­δέ­τε­ρα “γλωσ­σι­κή με­λέ­τη” εί­τε α­πα­ξιω­τι­κά ως “το πιο πε­ρίερ­γο ντο­κου­μέ­ντο του ποιη­τι­κού ε­ξαρ­χαϊσμού”. Στη συ­νέ­χεια, πά­ντα συ­μπλη­ρω­μα­τι­κά, γί­νε­ται α­να­φο­ρά στην α­πά­ντη­ση που δό­θη­κε στον Σού­τσο, δη­λα­δή στα «Σού­τσεια». Και πά­λι ε­δώ οι χα­ρα­κτη­ρι­σμοί α­ντα­να­κλούν τις ε­κτι­μή­σεις του ι­στο­ρι­κού, α­πό “σχο­λα­στι­κός λί­βελ­λος” μέ­χρι “δείγ­μα σπά­νιας νη­φα­λιό­τη­τας και ο­ξύ­νοιας”. Πά­ντως, χά­ρις στα «Σού­τσεια», μνη­μο­νεύε­ται στις Ιστο­ρίες και ο συ­ντά­κτης του έρ­γου, Κων­στα­ντί­νος Ασώ­πιος, που ε­πέ­χει τη θέ­ση του κρι­τι­κού και θα α­να­με­νό­ταν να χαί­ρει α­νε­ξάρ­τη­του σχο­λια­σμού. Σε μία Ιστο­ρία Ιδεών, μά­λι­στα, θα του α­ντι­στοι­χού­σε και ι­διαί­τε­ρο κε­φά­λαιο. 
Μπο­ρεί πα­ρό­μοια Ιστο­ρία να αρ­γεί πο­λύ α­κό­μα, ω­στό­σο, η Ιστο­ρία του Κ. Θ. Δη­μα­ρά προ­βλέ­πει την ι­σο­δύ­να­μη α­να­φο­ρά ποιη­τή και κρι­τι­κού. Προ­η­γεί­ται μεν το κε­φά­λαιο του ρο­μα­ντι­σμού και “το πε­ρί­φη­μο γλωσ­σι­κό μα­νι­φέ­στο του Πα­να­γιώ­τη Σού­τσου”, αλ­λά α­κο­λου­θεί κε­φά­λαιο για τους ποιη­τι­κούς δια­γω­νι­σμούς, ό­που βρί­σκει τη θέ­ση του ο κρι­τι­κός Ασώ­πιος και το σύγ­γραμ­μά του. Στην πα­ρου­σία­ση προ­σώ­πων και έρ­γων, ο Δη­μα­ράς α­πο­φεύ­γει να προ­βάλ­λει τις συ­μπά­θειές του, χω­ρίς αυ­τό να ση­μαί­νει ό­τι δεν εί­ναι εμ­φα­νές ποια πρό­σω­πα ε­κτι­μά και με ποιων τις ι­δέες στοι­χί­ζε­ται. “Ο πιο με­γά­λος και πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό κά­θε Έλλη­να πο­λύ­πλευ­ρος φι­λό­λο­γος του και­ρού ε­κεί­νου”, γρά­φει για τον Ασώ­πιο. Αλλά α­ξιο­λο­γεί και το κεί­με­νο του Σού­τσου ως “το πιο ε­πί­ση­μο και το πιο εν­συ­νεί­δη­το μα­νι­φέ­στο της κα­θα­ρεύου­σας”. Ακό­μη και τη “βιο­γρα­φι­κή ζή­τη­ση” υ­πε­ρα­σπί­ζε­ται, αρ­κεί αυ­τή να ε­ξη­γεί το για­τί και το πώς, α­ντί να ρέ­πει στο ε­γκώ­μιο ή την α­μαύ­ρω­ση.
Στην α­ντι­πα­ρά­θε­ση Σού­τσου - Ασώ­πιου –για­τί για α­ντι­πα­ρά­θε­ση πρό­κει­ται–  την ο­ποία ο Δη­μα­ράς πα­ρου­σιά­ζει ε­στια­σμέ­νη σε γλωσ­σι­κά και αι­σθη­τι­κά ζη­τή­μα­τα, ο μα­θη­τής του Πα­να­γιώ­της Μουλ­λάς α­φιε­ρώ­νει, το 1974, με­λέ­τη, με τίτ­λο, «Η δια­μά­χη Π. Σού­τσου - Κ. Ασώ­πιου (1853) και η ι­στο­ρι­κή συ­γκυ­ρία». Εκεί, ου­σια­στι­κά πα­ρα­κά­μπτει ή ε­λά­χι­στα μνη­μο­νεύει το κρι­τι­κό σκέ­λος, α­να­δει­κνύο­ντας τη “δια­μά­χη” σε “ι­δε­ο­λο­γι­κό α­γώ­να με ά­με­σους πο­λι­τι­κούς στό­χους”. Δεν προ­χώ­ρη­σε, ό­μως, στη α­να­δη­μο­σίευ­ση των πρω­τό­τυ­πων κει­μέ­νων των δυο πλευ­ρών, ώ­στε ο εν­δια­φε­ρό­με­νος να μπο­ρεί να μορ­φώ­σει γνώ­μη α­πευ­θείας α­πό τα αρ­χι­κά κεί­με­να. Κά­τι που έ­κα­νε έ­νας άλ­λος στε­νός συ­νερ­γά­της του Δη­μα­ρά, ο Άλκης Αγγέ­λου, α­να­δη­μο­σιεύο­ντας τα κεί­με­να μίας προ­η­γού­με­νης γλωσ­σι­κής “δια­μά­χης”, προ­ε­πα­να­στα­τι­κής, με­τα­ξύ Κο­ραή και Πα­να­γιώ­τη Κο­δρι­κά. Το η­μι­τε­λές έρ­γο του Μουλ­λά ο­λο­κλη­ρώ­νει ο τρί­τος (ή μάλ­λον τέ­ταρ­τος, με­τρώ­ντας και τη βρα­χύ­βια θη­τεία του Χρ. Αλε­ξίου, στο α­να­με­τα­ξύ της αιφ­νί­διας α­πο­χώ­ρη­σης του ι­δρυ­τή της σει­ράς Απ. Σα­χί­νη και το διο­ρι­σμό του δια­δό­χου του Β. Αθα­να­σό­που­λου) Γε­νι­κός Φι­λο­λο­γι­κός Επό­πτης της Σει­ράς «Νε­ο­ελ­λη­νι­κή Βι­βλιο­θή­κη» του Ιδρύ­μα­τος Ου­ρά­νη, Γιάν­νης Πα­πα­κώ­στας. Αυ­τός, ό­μως, α­να­θέ­τει σε έ­ναν νεό­τε­ρο τον ρό­λο του προ­λο­γι­στή. Ρό­λο κα­θο­ρι­στι­κό, κα­θώς, στην εν λό­γω Σει­ρά, η ει­σα­γω­γή προ­τάσ­σε­ται, δια­μορ­φώ­νο­ντας “τις α­να­μο­νές του α­να­γνώ­στη”. Ας μην λη­σμο­νού­με, ό­τι πα­ρό­μοιες εκ­δό­σεις τις χαί­ρε­ται ο μη ει­δι­κός, που δεν έ­χει πρό­σβα­ση στις πη­γές. Αυ­τός βρί­σκε­ται στην ε­ξου­σία του προ­λο­γι­στή, που α­πο­βαί­νει ί­δια α­πό­λυ­τη με ε­κεί­νη του μυ­θι­στο­ριο­γρά­φου ε­πί του α­να­γνώ­στη. Κα­θώς, μά­λι­στα, λεί­πουν για τα ε­μπλε­κό­με­να πρό­σω­πα οι “βιο­γρα­φι­κές ζη­τή­σεις”, που ευαγ­γε­λι­ζό­ταν ο Δη­μα­ράς, ο ση­με­ρι­νός α­να­γνώ­στης θα μορ­φώ­σει γνώ­μη για τον “κα­λό” και τον “κα­κό” της “δια­μά­χης” με βά­ση τις ε­κτι­μή­σεις του προ­λο­γι­στή. 

Εκσυγ­χρο­νι­στι­κή ο­πτι­κή

Ο Λά­μπρος Βα­ρε­λάς α­να­λαμ­βά­νει να πα­ρου­σιά­σει τα δυο έρ­γα και τους συγ­γρα­φείς τους στην ε­κτε­νή, 110 σελ., ει­σα­γω­γή του. Ήδη, με τους τίτ­λους των πρώ­των κε­φα­λαίων, προϊδεά­ζει για την εκ­συγ­χρο­νι­στι­κή χροιά, που θα έ­χουν “τα πολ­λα­πλά αί­τια” της εν λό­γω “δια­μά­χης”. Αν και στη δι­κή του φρα­σε­ο­λο­γία, πρό­κει­ται για “σύ­γκρου­ση” και “α­ντι­πά­λους”. Ή, σύμ­φω­να με τον τίτ­λο του δευ­τέ­ρου κε­φα­λαίου, “μο­νο­μά­χους”. Ο Μουλ­λάς α­νέ­φε­ρε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ό­τι “η γρα­φή ξε­κα­θα­ρί­ζει προ­σω­πι­κούς λο­γα­ρια­σμούς, ε­κτο­νώ­νει ε­μπά­θειες ή φα­νε­ρώ­νει τραυ­μα­τι­κές ευ­θι­ξίες”. Στο τρί­το κε­φά­λαιο της Ει­σα­γω­γής, με τίτ­λο, «Ξε­κα­θα­ρί­σμα­τα προ­σω­πι­κών λο­γα­ρια­σμών», οι νύ­ξεις του Μουλ­λά τεκ­μη­ριώ­νο­νται με συ­γκε­κρι­μέ­να στοι­χεία. Στο βαθ­μό, βε­βαίως, που α­πο­τε­λεί τεκ­μή­ριο έ­να πα­λαιό­τε­ρο δη­μο­σίευ­μα του Σού­τσου, που στρε­φό­ταν ε­να­ντίον του Ασώ­πιου. Αν πι­στεύου­με ό­τι η ε­να­σχό­λη­ση με την κρι­τι­κή συ­νι­στά λει­τούρ­γη­μα, τό­τε εί­ναι ύ­βρις να α­πο­δώ­σου­με σε μία α­πό τις πρώ­τες ε­ξέ­χου­σες μορ­φές της κρι­τι­κής πα­ρό­μοια κί­νη­τρα ή “τραυ­μα­τι­κές ε­μπει­ρίες”, κα­τά τη δια­τύ­πω­ση του Μουλ­λά. Να ση­μειώ­σου­με ό­τι αυ­τή η συλ­λο­γι­στι­κή εί­ναι σή­με­ρα κυ­ρίαρ­χη, με τους συγ­γρα­φείς να α­να­ζη­τούν ε­ξω­λο­γο­τε­χνι­κά κί­νη­τρα για την ό­ποια κρι­τι­κή ε­ντο­πί­ζει α­δυ­να­μίες στο έρ­γο τους. 
Δεν λεί­πουν οι πη­γές για να στοι­χειο­θε­τη­θεί μία α­κρι­βής πα­ρου­σία­ση του Σού­τσου, τό­σο του λο­γο­τέ­χνη ό­σο και του δη­μό­σιου προ­σώ­που. Ο Βα­ρε­λάς ε­πι­λέ­γει μεν για τον ποιη­τή έ­να ε­γκω­μια­στι­κό α­πό­σπα­σμα αλ­λά α­πό δη­μο­σίευ­μα σα­τι­ρι­κής ε­φη­με­ρί­δας, ε­νώ, για τον πρώ­το και μο­να­δι­κό τό­μο των Απά­ντων του, που κρί­νει ο Ασώ­πιος, δυο φι­λι­κές κρί­σεις, για τις ο­ποίες ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γεί ό­τι θα πρέ­πει να ή­ταν “στη­μέ­νες”  α­πό τον ί­διο, και μία κα­τα­δι­κα­στι­κή, της ο­ποίας, α­ντι­θέ­τως, υ­πε­ρα­σπί­ζε­ται την ε­γκυ­ρό­τη­τα του συ­ντά­κτη της. Ακό­μη πιο μο­νό­πλευ­ρη εί­ναι η πα­ρου­σία­ση των άλ­λων δρα­στη­ριο­τή­των του Σού­τσου. Στη­ρι­ζό­με­νος στις “βιο­γρα­φι­κές ζη­τή­σεις” του Γιάν­νη Λέ­φα, δί­νει πλη­ρο­φο­ρίες για έ­ντο­κο δα­νει­σμό, που κα­τέ­λη­ξε, λό­γω θα­νά­του του δα­νειο­λή­πτη και α­δυ­να­μία των κλη­ρο­νό­μων του να α­πο­πλη­ρώ­σουν το χρέ­ος, σε κα­τά­σχε­ση και πλει­στη­ρια­σμό δυο κτη­μά­των, ό­που ο Σού­τσος έ­κα­νε την πρώ­τη προ­σφο­ρά και τα α­πό­κτη­σε. Αφή­νει να εν­νο­η­θεί ό­τι α­δί­κη­σε τους χρεώ­στες του, που ή­ταν μά­λι­στα α­γω­νι­στές του ’21, οι α­δελ­φοί Αι­νιάν. Με άλ­λα λό­για, λί­γο πο­λύ το­κο­γλύ­φος και αυ­τός, ό­πως, κα­λή ώ­ρα, ο Μα­κρυ­γιάν­νης. Αφού, ό­μως, ε­πι­λέ­γει ως πη­γή τον Λέ­φα, λο­γι­κά θα έ­πρε­πε ε­πί­σης να α­να­φέ­ρει, ό­τι αυ­τή η ε­μπο­ρι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα του Σού­τσου ή­ταν μια εν­δοοι­κο­γε­νεια­κή υ­πό­θε­ση, πι­θα­νώς και δια­μά­χη. 
Γνω­στό­τε­ρος ο Λέ­φας για το δί­το­μο έρ­γο «Δη­μο­κρα­τι­κός Στρα­τός στην Πε­λο­πόν­νη­σο» και το «Χι­λιά­δες τέσ­σε­ρις σταυ­ροί στο μαρ­τυ­ρι­κό Μω­ριά», πα­ρου­σία­σε το 1979 δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή στο Πα­νε­πι­στή­μιο Ιωαν­νί­νων για τον Αλέ­ξαν­δρο Σού­τσο και το 1983, μο­νο­γρα­φία για τον μι­κρό­τε­ρο α­δελ­φό του, που βρα­βεύ­τη­κε α­πό την Ακα­δη­μία Αθη­νών. Σε αυ­τήν α­να­φέ­ρε­ται, ό­τι η μι­κρό­τε­ρη α­δελ­φή του Σού­τσου, Λου­κία, εί­χε πα­ντρευ­τεί τον με­γά­λο α­δελ­φό Ανιάν, τον Γεώρ­γιο, που α­πε­βίω­σε και ε­κεί­νη ξα­να­πα­ντρεύ­τη­κε. Η δια­φο­ρά προέ­κυ­ψε με­τά το θά­να­το του κου­νιά­δου τού Σού­τσου με τον α­δελ­φό ε­κεί­νου και την α­νι­ψιά του. Αλλά και ό­ταν α­να­φέ­ρε­ται στον προ­σω­πι­κό βίο του Σού­τσου, λαν­θά­νει ο υ­παι­νιγ­μός, ό­τι δεν στά­θη­κε “σω­στός”, κα­θώς με­τρά τρεις συ­ζύ­γους και η τρί­τη ή­ταν κα­τά πο­λύ νεό­τε­ρή του και πλού­σια. Αφού ό­λα αυ­τά α­να­φέ­ρο­νται για να μορ­φώ­σει ο α­να­γνώ­στης γνώ­μη για τον χα­ρα­κτή­ρα του, θα έ­πρε­πε να α­να­φερ­θεί και η έκ­βα­ση του τρί­του γά­μου του, που δεν τον έ­λυ­σε ο θά­να­τος ό­πως τους δυο προ­η­γού­με­νους, αλ­λά η μοι­χεία της συ­ζύ­γου με τον σύ­ζυ­γο της α­νι­ψιάς του, κό­ρης του α­δελ­φού του. Επί­σης, να μνη­μο­νευ­θεί η στά­ση του α­πα­τη­μέ­νου συ­ζύ­γου, ό­πως την α­φη­γεί­ται, έ­γκυ­ρος μάρ­τυς, ο Αλέ­ξαν­δρος Ρί­ζος Ρα­γκα­βής. 
Αντι­θέ­τως, τον πρε­σβύ­τε­ρο των “μο­νο­μά­χω­ν” τον πα­ρου­σιά­ζει εν συ­ντο­μία με δυο τρεις γραμ­μές, “μα­κα­ρό­νι­κου ύ­φους”. Εκ πρώ­της ό­ψεως θαυ­μα­στι­κές, μό­νο που η ε­πι­λο­γή ο­ρι­σμέ­νων λέ­ξεων υ­πο­σκά­πτει την πρώ­τη ε­ντύ­πω­ση. Για­τί λέ­ξεις, ό­πως “συ­ντε­χνία” ή “σκλη­ρός πυ­ρή­νας”, έ­χουν σή­με­ρα έ­να συ­γκε­κρι­μέ­νο φορ­τίο, που μέ­νει στην κρί­ση του ι­στο­ρι­κού, το εάν και κα­τά πό­σο α­πο­δί­δουν τις αλ­λο­τι­νές κα­τα­στά­σεις. Κα­τά τα άλ­λα, η πα­ρου­σία­ση δί­νει έμ­φα­ση στα πρό­σω­πα που πε­ρι­βάλ­λουν τους δυο “μο­νο­μά­χους”, τα α­πο­κα­λού­με­να “α­ντί­πα­λες ο­μά­δες”. Πα­ρα­δό­ξως, αυ­τά, πλην δυο τριών ε­ξαι­ρέ­σεων, ο προ­λο­γι­στής φαί­νε­ται να τα θεω­ρεί γνω­στά στον ση­με­ρι­νό α­να­γνώ­στη. Δια­φο­ρε­τι­κά, δεν ε­ξη­γεί­ται η α­που­σία σχε­τι­κών υ­πο­σε­λί­διων ση­μειώ­σεων. Ού­τε ευ­ρε­τή­ριο προ­βλέ­πε­ται, που α­πο­βαί­νει βο­η­θη­τι­κό, ι­δίως ό­ταν οι πλη­ρο­φο­ρίες για έ­να πρό­σω­πο εί­ναι διά­σπαρ­τες και με ε­πι­κα­λύ­ψεις. Κα­θώς, μά­λι­στα, η α­φή­γη­ση της “δια­μά­χης” στη­ρί­ζε­ται σε με­γά­λα α­πο­σπά­σμα­τα α­πό δη­μο­σιεύ­μα­τα, μέ­χρι και μία αυ­τού­σια σά­τι­ρα πέ­ντε σε­λί­δων, το βά­ρος του ο­νό­μα­τος των συγ­γρα­φέων τους εί­ναι α­να­γκαίο για να σταθ­μι­στεί η ε­γκυ­ρό­τη­τά τους. Πό­σο γνω­στός εί­ναι ο Ηλίας Σ. Στα­θό­που­λος, που, μα­ζί με τον Ιωάν­νη Ε. Γιαν­νό­που­λο, ε­πη­ρέ­α­σε τον Ασώ­πιο κα­τά τη συγ­γρα­φή του ε­πί­μα­χου έρ­γου; Πε­ρισ­σό­τε­ρο και α­πό τον Ασώ­πιο, αυ­τόν συ­γκρα­τεί ως τον “κα­λό” ο α­να­γνώ­στης, για τον ο­ποίο δί­νε­ται η ό­χι και τό­σο δια­φω­τι­στι­κή πλη­ρο­φο­ρία ό­τι ή­ταν κα­θη­γη­τής ελ­λη­νι­κών και μα­θη­μα­τι­κών.
Για τα πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να, «Η Νέα Σχο­λή» και «Τα Σού­τσεια», που κα­τα­λαμ­βά­νουν 48 και 237 σε­λί­δες α­ντι­στοί­χως, ε­πι­κρα­τεί η ά­πο­ψη, ό­τι σή­με­ρα δια­βά­ζο­νται με­τά δυ­σκο­λίας. Κά­τι πα­ρό­μοιο, ό­μως, ι­σχύει για τα πε­ρισ­σό­τε­ρα κεί­με­να των μέ­σων του 19ου αι., κυ­ρίως τα δο­κι­μια­κά. Το ζη­τού­με­νο εί­ναι, αν πα­ρου­σιά­ζουν εν­δια­φέ­ρον. Ο πρώ­τος, που θα α­να­με­νό­ταν να τα βρί­σκει ά­κρως εν­δια­φέ­ρο­ντα και να φέ­ρει ι­σχυ­ρά υ­πο­στη­ρι­κτι­κά ε­πι­χει­ρή­μα­τα, εί­ναι ο προ­λο­γι­στής. Ει­δάλ­λως, ως προς τι η έκ­δο­ση; Η α­πό­φαν­σή του, “για το αι­σθη­τή­ριο του ση­με­ρι­νού α­να­γνώ­στη «Τα Σού­τσεια», γραμ­μέ­να α­πό έ­ναν πο­λυ­μα­θή κλα­σι­κό φι­λό­λο­γο και πα­νε­πι­στη­μια­κό δά­σκα­λο του 19ου αιώ­να, εί­ναι σχοι­νο­τε­νή και σχο­λα­στι­κά”, λει­τουρ­γεί μάλ­λον α­πο­τρε­πτι­κά στον α­να­γνώ­στη, που, έ­τσι κι αλ­λιώς, κό­ρε­σε με την Ει­σα­γω­γή τη διά­θε­σή  του για κρι­τι­κή. Εκεί, διά­βα­σε για ό­λα ό­σα σή­με­ρα συ­ζη­τού­νται, τα του ε­θνι­κι­σμού και του αλ­λο­τι­νού με­γα­λοϊδε­α­τι­σμού, και α­κό­μη, για τις τό­τε εκ­φάν­σεις του α­ντι­δυ­τι­κού πνεύ­μα­τος. Όσο για το συ­μπέ­ρα­σμα του προ­λο­γι­στή, ό­τι “οι προ­σω­πι­κές πι­κρίες εί­ναι ο ι­σχυ­ρό­τε­ρος λό­γος της δια­μά­χης” και μά­λι­στα, “κρυμ­μέ­νες πί­σω α­πό διά­φο­ρα ι­δε­ο­λο­γι­κά προ­πε­τά­σμα­τα”, συμ­βα­δί­ζει α­πό­λυ­τα με τον ση­με­ρι­νό α­το­μι­κι­στι­κό τρό­πο του συλ­λο­γί­ζε­σθαι.
Αυ­τές οι πα­ρα­τη­ρή­σεις α­φο­ρούν μό­νο την ο­πτι­κή γω­νία της Ει­σα­γω­γής, που εί­ναι σύμ­φω­νη με τους α­φη­γη­μα­τι­κούς τρό­πους της τρέ­χου­σας ι­στο­ριο­γρα­φίας. Κα­τά τα άλ­λα, ο συ­στη­μα­τι­κός τρό­πος έκ­θε­σης των δια­φο­ρε­τι­κών πλευ­ρών της “δια­μά­χης” φω­τί­ζει το γε­νι­κό­τε­ρο το­πίο: Τους πρώ­τους ποιη­τι­κούς δια­γω­νι­σμούς και το πα­ρεμ­βα­τι­κό ρό­λο του ι­δρυ­τή τους, με ι­διαί­τε­ρο κε­φά­λαιο για το πώς οι κρι­νό­με­νοι ποιη­τές α­ντι­με­τώ­πι­ζαν τους κρι­τές. Την συ­στρά­τευ­ση Ασω­πι­κών και Κο­ραϊστών. Την α­ντί­θε­ση Φα­να­ριω­τών και Επτα­νη­σίων, αν και αυ­τή δεν ή­ταν στε­νά “το­πι­κι­στι­κή, πα­ρα­τα­ξια­κή ή και ι­δε­ο­λο­γι­κή”. 

Χρο­νο­λο­γι­κός δεί­κτης

Ένας χρο­νο­λο­γι­κός πί­να­κας, τύ­που Δη­μα­ρά, θα ή­ταν βο­η­θη­τι­κός. «Τα Σού­τσεια» εκ­δί­δο­νται 160 χρό­νια με­τά τη “δια­μά­χη” Σού­τσου-Ασώ­πιου και 180 α­πό το θά­να­το του Κο­ραή. Βα­ραί­νουν, ό­μως, ό­πως σε ό­λες τις δια­μά­χες, οι η­λι­κίες των δυο “μο­νο­μά­χω­ν”, τις ο­ποίες ο προ­λο­γι­στής πα­ρα­λεί­πει. Το 1853, ο Ασώ­πιος ή­ταν γύ­ρω στα 65, κα­θώς το έ­τος γεν­νή­σεώς του το­πο­θε­τεί­ται στην πε­ντα­ε­τία 1785-90, και ο Πα­να­γιώ­της Σού­τσος στα 47. Ο πρε­σβύ­τε­ρος των α­δελ­φών Σού­τσων, ο Αλέ­ξαν­δρος, το έ­τε­ρο σκέ­λος του ρο­μα­ντι­κού δι­δύ­μου, συ­μπλή­ρω­νε τα 50. Απε­βίω­σε στα 60, στις 5 Ιου­λίου 1863, δυο μή­νες με­τά τη γέν­νη­ση του Κα­βά­φη. Αμφό­τε­ροι κων­στα­ντι­νου­πο­λί­τι­κης κα­τα­γω­γής. Μία ο­λωσ­διό­λου λη­σμο­νη­μέ­νη ε­πέ­τειος. Όσο α­φο­ρά τα κεί­με­να που προ­η­γή­θη­καν των ε­πί­μα­χων κει­μέ­νω­ν: Το 1850, ο Ασώ­πιος εκ­δί­δει την «Ιστο­ρία Ελλή­νων ποιη­τών και συγ­γρα­φέων», ό­που υ­πο­βι­βά­ζει τον ρο­μα­ντι­σμό των α­δελ­φών Σού­τσου. Το 1851, ο Πα­να­γιώ­της Σού­τσος εκ­δί­δει τον πρώ­το τό­μο των Απά­ντων του, με­τά προ­λό­γου υ­πε­ρα­σπι­στι­κού της ποιή­σεως της «Νέ­ας Σχο­λής του γρα­φο­μέ­νου λό­γου», σύμ­φω­να με τον τίτ­λο του φυλ­λα­δίου που κυ­κλο­φο­ρεί Αύγ. 1853. Προ­η­γου­μέ­νως, στις 25.3.1853, οι κρι­τές του τρί­του ποιη­τι­κού δια­γω­νι­σμού βρα­βεύουν το «Αρμα­τω­λοί και Κλέ­πται» στη λό­για γλώσ­σα του Γεωρ­γίου Ζα­λό­κω­στα. Το προ­τι­μούν α­πό το «Κό­ριν­να και Πίν­δα­ρος» του δη­μο­τι­κι­στή Γεωρ­γίου Τερ­τσέ­τη, ό­χι λό­γω της αι­σθη­τι­κής υ­πε­ρο­χής του, αλ­λά προς α­πό­δο­ση τι­μής στην ο­μη­ρι­κή γλώσ­σα. Στις 15.4.1853, δη­μο­σιεύε­ται, στην ε­φη­με­ρί­δα «Αιών», άρ­θρο, με τίτ­λο, «Φι­λο­λο­γία» και υ­πο­γρα­φή, “Εξ Ερμου­πό­λεως 5 Απρ., Ι.Σ”. Αυ­τό αμ­φι­σβη­τεί και τους δυο προ­κρι­θέ­ντες ποιη­τές, σε σύ­γκρι­ση με τον Σού­τσο. Από τα τέ­λη Σεπ. 1853, αρ­χί­ζουν να κυ­κλο­φο­ρούν σε φυλ­λά­δια «Τα Σού­τσεια», ε­νώ, σε μορ­φή βι­βλίου, κυ­κλο­φο­ρούν έ­να χρό­νο αρ­γό­τε­ρα. Ο Ασώ­πιος ξε­κι­νά την α­πά­ντη­σή του κα­τ’ α­ντί­στρο­φη φο­ρά, α­πό το πρό­σφα­το άρ­θρο του Ι.Σ., στη συ­νέ­χεια πα­ρα­θέ­τει κρι­τι­κή του πρώ­του τό­μου των Απά­ντων του Σού­τσου, για να ε­πι­κε­ντρω­θεί τε­λι­κά στο φυλ­λά­διο του 1853.              
Όσο για τον σχοι­νο­τε­νή και σχο­λα­στι­κό λό­γο των δυο “μο­νο­μά­χω­ν”, ό­πως έ­χει χα­ρα­κτη­ρι­στεί, κα­τ’ ου­σία δεν δια­φέ­ρει και πο­λύ α­πό τα ρη­το­ρι­κά σχή­μα­τα ε­νός ση­με­ρι­νού δια­νοού­με­νου. Απου­σιά­ζει, βε­βαίως, α­πό τον ση­με­ρι­νό ο ει­ρω­νι­κός οί­στρος του Ασώ­πιου. Αυ­τός, μα­ζί με τις γλωσ­σι­κές πα­ρα­τη­ρή­σεις και την λε­πτο­με­ρή α­νί­χνευ­ση γλωσ­σι­κών δα­νείων και α­ντι­δα­νείων, κα­θι­στά το κεί­με­νό του α­ξια­νά­γνω­στο. Ύστε­ρα, υ­πάρ­χει και ο υ­πο­μνη­μα­τι­σμός του Ασώ­πιου, που κυ­ριο­λε­κτι­κά “κε­ντά­ει”, δεί­χνο­ντας σπα­νί­ζο­ντα συν­δυα­σμό ευ­ρυ­μά­θειας και κρί­σης.
Το κεί­με­νο του Ασώ­πιου δεν εί­ναι ο μο­να­δι­κός θη­σαυ­ρός που κρύ­βει ο 19ος αιώ­νας. Μό­νο που σή­με­ρα, το εκ­δο­τι­κό εν­δια­φέ­ρον έ­χει πε­ριο­ρι­στεί σε με­τρη­μέ­νους γνω­στούς λο­γο­τέ­χνες. Η Σει­ρά του Ιδρύ­μα­τος Ου­ρά­νη εί­ναι η μό­νη που ε­πι­βίω­σε α­πό την εκ­δο­τι­κή “ά­νοι­ξη” των δε­κα­ε­τιών ’80-’90. Ας ευ­χη­θού­με να συ­νε­χί­σει με  την ί­δια συ­νέ­πεια. Πά­ντως, οι ε­πι­μέ­ρους δι­κές μας πα­ρα­τη­ρή­σεις πη­γά­ζουν α­πό μία δια­φο­ρε­τι­κή α­ντί­λη­ψη της ε­πι­θυ­μη­τής ει­σα­γω­γής για τον συ­γκε­κρι­μέ­νο τό­μο. 
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 24/11/2013.

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

Η πρώτη φορά

Σκί­τσο Κων. Μα­λέα 

Ως προοί­μιο θα μπο­ρού­σα­με να πα­ρα­θέ­σου­με πα­ραλ­λαγ­μέ­νους τους γνω­στούς στί­χους του Μι­χά­λη Κα­τσα­ρού: «Μην α­με­λή­σε­τε./ Πάρ­τε μα­ζί σας “ελ­λη­νι­κό” Κα­βά­φη./ Το μέλ­λον θα έ­χει πο­λύ ε­ρω­τι­κό.» Στρογ­γυ­λή Τρά­πε­ζα με­θαύ­ριο, εκ­δή­λω­ση τέ­λη Ια­νουα­ρίου και βλέ­που­με. Με­τρού­με στις συμ­με­το­χές: τέσ­σε­ρις πα­νε­πι­στη­μια­κούς, έ­ναν ει­κα­στι­κό, τρεις μυ­θι­στο­ριο­γρά­φους, έ­ναν ποιη­τή, έ­ναν με­τα­φρα­στή, της αλ­λο­δα­πής και της η­με­δα­πής, διά­ση­μους αλ­λά και ά­γνω­στους στο ευ­ρύ κοι­νό. Πρώ­τη φο­ρά, εν Αθή­ναις, τό­σος πο­λύς ε­ρω­τι­κός Κα­βά­φης και τό­σο ά­φα­ντος ο “ελ­λη­νι­κός”. Θέ­λει θυ­σίες η πα­γκο­σμιο­ποίη­ση. Αλλά “μη φο­βά­στε την πα­γκο­σμιο­ποίη­ση”, το εί­πε και ο Όσκαρ Λα­φο­νταίν. Δη­μιουρ­γεί για ό­λες τις χώ­ρες ευ­και­ρίες. Για την Ελλά­δα υ­πάρ­χει πά­ντα η ποίη­ση. Χά­ρις στα κι­νή­μα­τα των άλ­λο­τε πο­τέ κα­τα­πιε­σμέ­νων, προ­χω­ρού­με με Κα­βά­φη και Δη­μου­λά για πα­γκό­σμιου βε­λη­νε­κούς δια­κρί­σεις. Άλλω­στε για ό­λα τα πράγ­μα­τα υ­πάρ­χει η πρώ­τη φο­ρά. 
Τα δη­μο­σιεύ­μα­τα για τον Κα­βά­φη, ε­πε­τεια­κά και μη, συ­χνά α­να­φέ­ρο­νται στην “πρώ­τη φο­ρά” για διά­φο­ρες πρά­ξεις του, ό­πως το πρώ­το ποίη­μα ή το πρώ­το δη­μο­σίευ­μα. Σε χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά δεύ­τε­ρη εμ­φα­νί­ζε­ται η “πρώ­τη ο­μο­φυ­λο­φι­λι­κή ε­ρω­τι­κή ε­πα­φή”, ό­πως την α­πο­κα­λούν. Αυ­τή εί­ναι και η μο­να­δι­κή “πρώ­τη φο­ρά” του ι­διω­τι­κού βίου εν μέ­σω των τεκ­μη­ριω­μέ­νων του δη­μό­σιου. Υπάρ­χει στο “σχε­δία­σμα χρο­νο­γρα­φίας του βίου του Κα­βά­φη”, που δη­μο­σίευ­σε το 1963 ο Στρα­τής Τσίρ­κας. Την α­ντι­γρά­φει α­πό το χει­ρό­γρα­φο της Ρί­κας Σε­γκο­πού­λου-Αγαλ­λια­νού, που πα­ρα­μέ­νει α­νέκ­δο­το: “Ο ο­μο­σε­ξουα­λι­σμός άρ­χι­σε να εκ­δη­λώ­νε­ται στα 1883 με τον ε­ξά­δελ­φό του Γ. Ψύλ­λια­ρη στην Πό­λη.” Η φρά­ση ε­πι­δέ­χε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρες της μιας ερ­μη­νείας, ό­πως σχο­λιά­ζει ο βιο­γρά­φος του Ρό­μπερτ Λί­ντε­λ, α­να­φέ­ρο­ντας πως αυ­τή εί­ναι η μο­να­δι­κή πη­γή για τα προ­σω­πι­κά του σε ε­κεί­νη την πε­ρίο­δο.  
Στο Χρο­νο­λό­γιο του 1983 και την με­τέ­πει­τα Εργο­βιο­γρα­φία, η φρά­ση χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται “μαρ­τυ­ρία” της Σε­γκο­πού­λου, προσ­δί­δο­ντάς της βα­ρύ­τη­τα γε­γο­νό­τος. Ωστό­σο, σε πα­ρό­μοιες διη­γή­σεις, η με­γά­λη χρο­νι­κή α­πό­στα­ση (η Αγαλ­λια­νού γνω­ρί­ζει τον Κα­βά­φη το 1926, που πα­ντρεύε­ται τον Αλέ­κο Σε­γκό­που­λο, ο ο­ποίος τον εί­χε γνω­ρί­σει γύ­ρω στο 1917) πα­ραλ­λάσ­σει τα γε­γο­νό­τα σύμ­φω­να με το ε­πι­θυ­μη­τό με­τα­γε­νέ­στε­ρων χρό­νων. Τό­τε, άλ­λω­στε, ού­τε καν υ­πήρ­χαν οι λέ­ξεις ο­μο­σε­ξουα­λι­σμός και ο­μο­φυ­λο­φι­λία. Εμφα­νί­στη­καν την τε­λευ­ταία δε­κα­ε­τία του 19ου αι. προς α­πό­δο­ση της γερ­μα­νι­κής λέ­ξης homosexuelitat, άρ­τι πλα­σθεί­σας α­πό το αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κό ο­μός και το λα­τι­νι­κό sexus. Το ε­πί­θη­μα φι­λία α­πα­ντά­ται μό­νο στην ελ­λη­νι­κή. 
Προ­φα­νώς, οι ε­τυ­μο­λο­γίες δεν κα­θο­ρί­ζουν τις ο­νο­μα­τι­ζό­με­νες πρά­ξεις, αμ­φό­τε­ρες, ό­μως, έ­χουν την ι­στο­ρία τους, που δεν θα πρέ­πει να πα­ρα­γρά­φε­ται ό­ταν πρό­κει­ται για πα­λαιό­τε­ρα τεκ­μή­ρια. “Ο Κα­βά­φης δεν υ­πήρ­ξε διό­λου συ­ντε­λε­στι­κός στην ε­πι­τυ­χία των προ­σπα­θειών των ε­πί­δο­ξων βιο­γρά­φων του”, γρά­φει η Σε­γκο­πού­λου. Ακό­μη και οι λι­γο­στές η­με­ρο­λο­για­κές του ση­μειώ­σεις α­πό τα νε­α­νι­κά του χρό­νια εί­ναι κρυ­πτι­κές. Ας μην λη­σμο­νού­με, πως, προ­τού ό­λα γί­νουν “εύ­θυ­μα” (μέ­χρι το 1967 οι “γκέι” διώ­κο­νταν ποι­νι­κά στην Αγγλία και μέ­χρι το 1990, ο Πα­γκό­σμιος Οργα­νι­σμός Υγείας τους κα­τέ­τασ­σε στους α­σθε­νείς), υ­πήρ­χε το βά­σα­νο της ε­νο­χής και της α­μαρ­τίας. Πα­λαιό­τε­ροι με­λε­τη­τές προ­σπά­θη­σαν να φω­τί­σουν την κρυ­πτι­κό­τη­τά του στο συ­γκε­κρι­μέ­νο θέ­μα. Με το θά­να­το των Κ. Θ. Δη­μα­ρά και Γ. Π. Σαβ­βί­δη, ά­νοι­ξαν οι πύ­λες στον ο­λο­κλη­ρω­τι­κό βιο­γρα­φι­σμό. Για τις νεό­τε­ρες γε­νιές με­λε­τη­τών, υ­πάρ­χει μό­νο το έρ­γο του Κα­βά­φη, που δια­βά­ζε­ται ως αυ­το­βιο­γρα­φι­κό “ε­νός γκέι ποιη­τή”, για τον ο­ποίο “η ο­μο­φυ­λο­φι­λία του ή­ταν κά­τι φυ­σι­κό”, ό­πως συ­νο­ψί­ζει ο τε­λευ­ταίος α­με­ρι­κα­νός με­τα­φρα­στής α­πά­ντων των ποιη­μά­των του. 

Δι’ αλ­λη­λο­γρα­φίας

Εμείς θα α­να­φερ­θού­με σε μία α­μνη­μό­νευ­τη “πρώ­τη φο­ρά” του δη­μό­σιου βίου του, α­θη­νο­κε­ντρι­κού χα­ρα­κτή­ρα. Μας βά­ζει σε πει­ρα­σμό να σχολιάσουμε το πό­τε εμ­φα­νί­στη­κε για “πρώ­τη φο­ρά” στον α­θη­ναϊκό Τύ­πο το ό­νο­μα Κα­βά­φης και πό­σες φο­ρές α­κο­λού­θη­σαν, πριν ο ί­διος α­φι­χθεί στην α­πο­βά­θρα του Πει­ραιά στις 3 Ιουν. 1901. Το ε­πώ­νυ­μο, με το μι­κρό ό­νο­μα ο­λο­γρά­φως και το εν­διά­με­σο αρ­χι­κό Φ, πα­ρου­σιά­στη­κε στις 30 Μαρ. 1891, σε άρ­θρο με τίτ­λο «Τα Ελγί­νεια Μάρ­μα­ρα». Την προ­η­γού­με­νη, 29 Μαρ., στο τεύ­χος της 10ης Απρ. (σύμ­φω­να με το νέο η­με­ρο­λό­γιο που ί­σχυε στην Αί­γυ­πτο –πα­γί­δα για τους βι­βλιο­γρά­φους του Κα­βά­φη) τρί­γλωσ­σου δε­κα­πεν­θή­με­ρου πε­ριο­δι­κού της Αλε­ξάν­δρειας, εί­χε δη­μο­σιευ­θεί άρ­θρο στα αγ­γλι­κά, με τίτ­λο «Give back the Elgin Marbles» και την υ­πο­γρα­φή C. F. Cavafy. Το δυο κεί­με­να πα­ρου­σιά­ζουν μι­κρές δια­φο­ρές, ε­νώ αλ­λά­ζει η τε­λευ­ταία πα­ρά­γρα­φος, η ο­ποία στην ελ­λη­νι­κή εκ­δο­χή γί­νε­ται κα­τα­φα­νώς ει­ρω­νι­κή. Στις 29 Απρ., υ­πήρ­ξε συ­νέ­χεια του ελ­λη­νό­γλωσ­σου άρ­θρου με έ­να δεύ­τε­ρο, «Νεώ­τε­ρα πε­ρί των Ελγι­νείων μαρ­μά­ρων». Το έ­ντυ­πο δη­μο­σίευ­σης αμ­φο­τέ­ρων εί­ναι η α­θη­ναϊκή ε­φη­με­ρί­δα «Η Εθνι­κή», για την ο­ποία οι σχε­τι­κές πη­γές δεν δί­νουν κα­θό­λου στοι­χεία. Πρό­κει­ται για κα­θη­με­ρι­νή ε­φη­με­ρί­δα, χω­ρίς κυ­ρια­κά­τι­κο φύλ­λο, που κυ­κλο­φό­ρη­σε μέ­σα στη διε­τία 1890-1891. Πι­θα­νώς, α­νή­κε στην οι­κο­γέ­νεια που ε­ξέ­δι­δε την α­λε­ξαν­δρι­νή ε­φη­με­ρί­δα «Τη­λέ­γρα­φος».
Εντός του 1891, στον α­θη­ναϊκό Τύ­πο υ­πάρ­χουν δυο α­να­φο­ρές σε άλ­λα μέ­λη της οι­κο­γέ­νειας Κα­βά­φη, ε­νώ η ε­πό­με­νη στον ί­διον πα­ρου­σιά­στη­κε στις 30 Σεπ. του ι­δίου έ­τους. Εμφα­νί­ζε­ται στη στή­λη «Συ­ζη­τή­σεις» του πε­ριο­δι­κού «Αττι­κόν Μου­σείον», που ε­ξέ­δι­δε ο λό­γιος Σκο­πε­λί­της Νι­κό­λα­ος Γ. Ιγγλέ­σης. Πρό­κει­ται για α­πά­ντη­ση του πε­ριο­δι­κού στην α­πο­στο­λή ποιή­μα­τος προς δη­μο­σίευ­ση. Σύ­ντο­μη αλ­λά με α­ξιο­λο­γι­κές πα­ρα­τη­ρή­σεις, α­πο­τε­λεί την πρώ­τη κρι­τι­κή μνεία για τον Κα­βά­φη. Η εν λό­γω στή­λη εί­ναι α­νυ­πό­γρα­φη, αλ­λά υ­πάρ­χουν ι­κα­νές εν­δεί­ξεις ό­τι υ­πεύ­θυ­νος ή­ταν ο 29χρο­νος τό­τε Ιωάν­νης Πο­λέ­μης. Ήδη α­να­γνω­ρι­σμέ­νος ποιη­τής, μό­λις εί­χε ε­πι­στρέ­ψει α­πό το Πα­ρί­σι, ό­που πα­ρα­κο­λού­θη­σε για δυο χρό­νια μα­θή­μα­τα Ιστο­ρίας της Τέ­χνης και Αι­σθη­τι­κής. Οι α­πα­ντή­σεις της στή­λης έ­χουν τον γαλ­λι­κό αέ­ρα του θεω­ρη­τι­κού πε­ρί τα λο­γο­τε­χνι­κά. Ενδει­κτι­κή η α­πά­ντη­ση στον Κα­βά­φη: Το ποίη­μά σας “θα ή­το ί­σως ω­ραιό­τε­ρον αν δεν ε­κά­μνε­τε τό­σην κα­τά­χρη­σιν του συ­στή­μα­τος ε­κεί­νου της γαλ­λι­κής στι­χουρ­γίας τού να με­τα­βαί­νω­σιν αι προ­τά­σεις α­πό του ε­νός στί­χου εις τον έ­τε­ρο­ν”. Η στή­λη ξε­κι­νά στο τεύ­χος της 15ης Ιουλ. 1891, ταυ­τό­χρο­να με την α­να­γρα­φή του ο­νό­μα­τος του Πο­λέ­μη στο ε­ξώ­φυλ­λο με την ι­διό­τη­τα του συν­διευ­θυ­ντή. Εί­ναι το ε­ναρ­κτή­ριο τεύ­χος του τέ­ταρ­του έ­τους της δεύ­τε­ρης πε­ριό­δου, ό­που ο Ιγγλέ­σης α­πο­φά­σι­σε αλ­λα­γές. Μείω­σε τη συ­χνό­τη­τα κυ­κλο­φο­ρίας του, α­πό τρεις φο­ρές το μή­να σε δύο και πή­ρε ε­ταί­ρο τον Πο­λέ­μη, α­να­θέ­το­ντάς του “την ευ­θύ­νη και την διεύ­θυν­ση της ύ­λης”. Πά­ντως, ο Κα­βά­φης δεν συ­γκρά­τη­σε το ό­νο­μά του. Κα­τά τη συ­νά­ντη­σή τους στην Αθή­να, σε ε­κεί­νο το πρώ­το τα­ξί­δι του, α­πο­ρεί που ο Πο­λέ­μης τον γνώ­ρι­ζε κα­τ’ ό­νο­μα. Ενώ, καί­τοι μό­λις με­ρι­κούς μή­νες με­γα­λύ­τε­ρός του, τον υ­πο­λο­γί­ζει για ε­ξη­ντά­ρη. Πα­ρα­τη­ρή­σεις που α­πο­κα­λύ­πτουν τι πρό­σε­χε και με ποιόν τρό­πο.
Στο ε­πό­με­νο τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού, στις 15 Οκτ. 1891, σε μη πε­ρίο­πτη θέ­ση, δη­μο­σιεύ­τη­κε το πρώ­το ποίη­μα του Κα­βά­φη σε α­θη­ναϊκό έ­ντυ­πο, «Κτί­σται». Το ποίη­μα θα α­πο­τε­λέ­σει και το πρώ­το μο­νό­φυλ­λο του Κα­βά­φη, χω­ρίς χρο­νο­λο­γία ε­κτύ­πω­σης. Ο Σαβ­βί­δης πι­θα­νο­λο­γεί ό­τι το έ­φε­ρε ο εν­θου­σια­σμός της ευ­νοϊκής α­πά­ντη­σης εξ Αθη­νών, το­πο­θε­τώ­ντας την ε­κτύ­πω­ση πριν τη δη­μο­σίευ­ση του ποιή­μα­τος. Στη Βι­βλιο­γρα­φία Δα­σκα­λό­που­λου, με βά­ση ι­διό­χει­ρη χρο­νο­λό­γη­ση του Κα­βά­φη σε σω­ζό­με­νο α­ντί­τυ­πο, το­πο­θε­τεί­ται Σεπ. 1892. Αν α­πο­δε­χθού­με τη δεύ­τε­ρη χρο­νο­λό­γη­ση, η ε­πι­λο­γή του ποιή­μα­τος για το πρώ­το μο­νό­φυλ­λο α­πο­κτά α­ξιο­λο­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα, κα­θώς, εν­δια­μέ­σως, έ­χουν δη­μο­σιευ­τεί α­κό­μη τρία ποιή­μα­τά του σε α­θη­ναϊκά έ­ντυ­πα. Διό­λου, ό­μως, α­πί­θα­νο, το χρο­νο­λο­γη­μέ­νο α­ντί­τυ­πο να προέρ­χε­ται α­πό δεύ­τε­ρο “τρά­βηγ­μα”.  Το δεύ­τε­ρο ποίη­μα, «Λό­γος και σι­γή», δη­μο­σιεύ­τη­κε στις 15 Ιαν. 1892, στρι­μωγ­μέ­νο κά­τω α­πό ια­τρι­κής φύ­σεως άρ­θρο, και μό­νο το τρί­το, «Σα­μ-ε­λ-Νε­σίμ», στις 29 Φεβ. 1892, α­πλώ­νε­ται σε σε­λί­δα. Στις «Συ­ζη­τή­σεις» δεν υ­πάρ­χει άλ­λη α­να­φο­ρά, ού­τε στο πε­ριο­δι­κό άλ­λο ποίη­μα. Όχι λό­γω δυ­σα­ρέ­σκειας του Κα­βά­φη, αλ­λά για­τί το πε­ριο­δι­κό, με­τά δυο τεύ­χη, ε­ξέ­πνευ­σε. Πα­ρα­δό­ξως, στο λήμ­μα της «Εγκυ­κλο­παί­δειας του Ελλη­νι­κού Τύ­που», δεν συ­γκρα­τεί­ται αυ­τή η πρώ­τη εμ­φά­νι­ση Κα­βά­φη στον α­θη­ναϊκό Τύ­πο. 
Το κα­λο­καί­ρι του 1892, ο ποιη­τής δο­κι­μά­ζει την τύ­χη του σε έ­να δεύ­τε­ρο α­θη­ναϊκό πε­ριο­δι­κό. Επέ­λε­ξε το προ διε­τίας ι­δρυ­θέν «Η Φύ­σις»  του Φρα­γκί­σκου Μ. Πρί­ντε­ζη, ι­διο­κτή­τη ε­νός α­πό τα τρία γνω­στά τσι­γκο­γρα­φεία της ε­πο­χής. Ενδια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει η αλ­λη­λο­γρα­φία του Κα­βά­φη με το πε­ριο­δι­κό, ό­πως ει­κά­ζε­ται α­πό τις α­πα­ντή­σεις της Σύ­ντα­ξης. Το α­νά­λα­φρα πε­ρι­παι­κτι­κό ύ­φος τους πα­ρα­πέ­μπει στον εκ­δό­τη, που κα­λύ­πτει με κεί­με­νά του με­γά­λο μέ­ρος της ύ­λης. Στο πε­ριο­δι­κό, δη­μο­σιεύ­θη­καν τέσ­σε­ρα ποιή­μα­τα, ε­νώ εί­χε α­πο­στεί­λει του­λά­χι­στον πέ­ντε. Αρχι­κά η α­πά­ντη­ση εί­ναι στε­ρεό­τυ­πη, “ε­πι­στο­λή με­τά ποιη­μα­τίου ε­λή­φθη­σα­ν”. Με­τά τη δη­μο­σίευ­ση του πρώ­του ποιή­μα­τος, «Αοι­δός», στις 15 Αυγ. 1892, η α­πά­ντη­ση παίρ­νει παι­γνιώ­δη χα­ρα­κτή­ρα για να έρ­θει στο ψα­χνό: “Επι­στο­λή και «Βακ­χι­κόν» ε­λή­φθη­σαν και μο­λο­νό­τι δεν εί­με­θα φί­λοι του, μας ή­ρε­σε, α­φού χύ­νει χα­ράν και έ­παρ­σιν εν τω δη­λη­τη­ρίω. Αλλά εγ­γρά­φε­τέ μας και κα­νέ­να συν­δρο­μη­τή να δια­λύη και τα δη­λη­τή­ρια της δη­μο­σιο­γρα­φίας.” Το ποίη­μα δη­μο­σιεύ­τη­κε με­τά τρία φύλ­λα, στις 15 Νοε. και ο Κα­βά­φης α­πέ­στει­λε έ­να α­κό­μη. Αυ­τή τη φο­ρά, η α­πά­ντη­ση, στις 24 Ιαν. 1893, θέ­τει ευ­θέως το ζη­τού­με­νο: “Επι­στο­λή και ποίη­μα­τιον ε­λή­φθη­σαν. Έχει κα­λώς. Συν­δρο­μη­τάς δεν ε­λά­βο­μεν έ­τι. Ανα­μέ­νο­μεν τι­νάς.” Αυ­τό το “ποιη­μά­τιο­ν” θα πρέ­πει να εί­ναι το «Vulnerant omnes, ultima necat», που πα­ρου­σιά­στη­κε στις 28 Φεβ. Τα­κτι­κός ο Κα­βά­φης, έ­στει­λε τη συν­δρο­μή του για το τέ­ταρ­το έ­τος που άρ­χι­ζε τον Απρ., αλ­λά με­τά πα­ρα­πό­νων. Στις 20 Ιουν., τον πλη­ρο­φο­ρούν ό­τι έ­λα­βαν έ­να α­κό­μη “ποιη­μά­τιο­ν”, ε­πα­να­λαμ­βά­νο­ντας ό­τι α­να­μέ­νουν συν­δρο­μη­τές. Πρό­κει­ται για το «Κα­λός και κα­κός και­ρός», που δη­μο­σιεύ­τη­κε στις 5 Σεπ. 
Στον πέ­μπτο χρό­νο, α­πό την 1η Μαΐ. μέ­χρι τις 23 Οκτ. 1894, ο Πρί­ντε­ζης δη­μο­σίευ­σε σε συ­νέ­χειες τις “α­να­μνή­σεις” του α­πό τα­ξί­δι, που έ­κα­νε ε­κεί­νη την πε­ρίο­δο στην Αί­γυ­πτο. Όπως πλη­ρο­φο­ρεί, σκο­πός του τα­ξι­διού δεν ή­ταν να γνω­ρί­σει τη χώ­ρα αλ­λά τους συν­δρο­μη­τές του πε­ριο­δι­κού, που χα­ρα­κτη­ρί­ζει “τους πο­λυ­πλη­θέ­στε­ρους και φι­λο­μου­σό­τε­ρους”. Η κα­τα­κλεί­δα της σχέ­σης Κα­βά­φη-Πρί­ντε­ζη βρί­σκε­ται στην τε­λευ­ταία συ­νέ­χεια των “α­να­μνή­σεω­ν”. Γρά­φει πως “τον γνώ­ρι­σε προ­σω­πι­κώς απ’ αρ­χής της εις Αλε­ξάν­δρεια α­πο­βι­βά­σεώς του”, αλ­λά δεν τον α­νέ­φε­ρε νω­ρί­τε­ρα “ό­πως σχη­μα­τί­σει τε­λείαν πε­ρί αυ­τού γνώ­μη”. Ωστό­σο, τον πε­ρι­γρά­φει με τα κα­λύ­τε­ρα λό­για, προ­σθέ­το­ντας ό­τι “κα­τά την τε­λευ­ταίαν στιγ­μή του έ­σφιγ­γε την χεί­ρα και ηύ­χε­το τα­χέως να τον έ­βλε­πε”. Πε­ριέρ­γως, ο Κα­βά­φης άλ­λο “ποιη­μά­τιον” δεν έ­στει­λε, ε­νώ  το πε­ριο­δι­κό μα­κρο­η­μέ­ρευ­σε. Για δυο και πλέ­ον χρό­νια, δεν ε­ντο­πί­ζε­ται ποίη­μά του σε α­θη­ναϊκό έ­ντυ­πο.

Μέ­σω γνω­ρι­μιώ­ν

Στην τριε­τία 1894-1896, δη­μο­σιεύει ποιή­μα­τα κά­θε χρό­νο και σε έ­να δια­φο­ρε­τι­κό έ­ντυ­πο της Αλε­ξάν­δρειας, στο ο­ποίο δεν ε­πα­νεμ­φα­νί­ζε­ται αρ­γό­τε­ρα: τον πρώ­το, στον μο­να­δι­κό τό­μο του «Ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νου Αι­γυ­πτια­κού Ημε­ρο­λογίου του έ­τους 1895» του Γ. Β. Τσο­κό­που­λου, τον δεύ­τε­ρο, στο βρα­χύ­βιο πε­ριο­δι­κό «Ει­κο­στός Αιών» που εί­χε ξε­κι­νή­σει ε­κεί­νο το έ­τος με διευ­θυ­ντή τον Τσο­κό­που­λο, και τον τρί­το, στο πε­ριο­δι­κό «Κό­σμος» του Αι­γυ­πτιώ­τη Γιάν­νη Γκί­κα και του Κερ­κυ­ραίου Ιωάν­νη Ζερ­βού, που ε­πί­σης μό­λις εί­χε ξε­κι­νή­σει. Τον τρί­το, ό­μως, χρό­νο ε­πα­νεμ­φα­νί­ζε­ται με ποιή­μα­τα σε δυο α­θη­ναϊκά έ­ντυ­πα, χά­ρις στους εκ­δό­τες των α­λε­ξαν­δρι­νών πε­ριο­δι­κών. Το πρώ­το εί­ναι η ε­φη­με­ρί­δα «Το Άστυ», με διευ­θυ­ντή τον Δη­μή­τρη Κα­κλα­μά­νο, ό­που α­να­δη­μο­σιεύ­τη­κε α­πό το πε­ριο­δι­κό «Κό­σμος» το ποίη­μα «Ωδή και ε­λε­γεία των ο­δών», στις 6 Μαϊ., δη­λα­δή εί­κο­σι μέ­ρες με­τά την πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση. Ενώ, στις 13 Οκτ., δη­μο­σιεύ­τη­κε και έ­να δεύ­τε­ρο, το «Μνή­μη». Πι­θα­νό­τε­ρος σύν­δε­σμος ο Ζερ­βός, που έ­χει στε­νές σχέ­σεις με τον δη­μο­σιο­γρα­φι­κό κό­σμο της Αθή­νας και τον Κα­κλα­μά­νο. Στο πρώ­το ποίη­μα εμ­φα­νί­ζε­ται στην υ­πο­γρα­φή για τε­λευ­ταία φο­ρά το εν­διά­με­σο αρ­χι­κό Φ. Θα πε­ρά­σουν κο­ντά τέσ­σε­ρα χρό­νια μέ­χρι να α­ντι­κα­τα­στα­θεί α­πό το γνω­στό Π. Το δεύ­τε­ρο έ­ντυ­πο εί­ναι η ε­βδο­μα­διαία ε­πι­θεώ­ρη­ση «Τα Ολύ­μπια», ό­που ο Τσο­κό­που­λος δη­μο­σιεύει σε τέσ­σε­ρις συ­νέ­χειες τις «Αι­γυ­πτια­κές α­να­μνή­σεις» του. Στην τε­λευ­ταία α­πό αυ­τές, α­να­φέ­ρει ε­γκω­μια­στι­κά τον Κα­βά­φη, πα­ρα­θέ­το­ντας και κα­βα­φι­κό ποίη­μα. Εί­ναι αυ­τό που δη­μο­σίευ­σε προ­η­γου­μέ­νως στο Ημε­ρο­λό­γιο του 1895.
Στα τέ­λη του 1897, ο Κα­βά­φης δη­μο­σιεύει σε δυο α­κό­μη α­θη­ναϊκά έ­ντυ­πα. Στην ε­φη­με­ρί­δα «Νε­ο­λό­γος» του Σταύ­ρου Βου­τυ­ρά, που, εκ­διω­χθείς α­πό την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, εί­χε με­τα­φέ­ρει α­πό τον Σεπ. την ε­φη­με­ρί­δα του στην Αθή­να. Η φι­λία του Βου­τυ­ρά με τον παπ­πού του Κα­βά­φη Γεωρ­γά­κη Φω­τιά­δη έ­φε­ρε τη δη­μο­σίευ­ση του ποιή­μα­τος, «Η αρ­χαία τρα­γω­δία», στις 7 Δεκ., κο­ντά δυο χρό­νια με­τά το θά­να­το του Φω­τιά­δη. Το δεύ­τε­ρο έ­ντυ­πο εί­ναι το «Εθνι­κόν Ημε­ρο­λό­γιον» του Κων­στα­ντί­νου Φ. Σκό­κου, στο ο­ποίο, ε­πί έ­ντε­κα χρό­νια, δη­μο­σίευε σε κά­θε τό­μο έ­να ή δυο ποιή­μα­τα. Εκτός α­πό τον πρώ­το τό­μο, του 1898, που κυ­κλο­φο­ρεί τέ­λος 1897, ως εί­θι­σται με τα ε­τή­σια η­με­ρο­λό­για, ό­που δη­μο­σιεύει τρία ποιή­μα­τα. Από αυ­τά τα δυο, «Τα ά­λο­γα του Αχιλ­λέως» και «Ένας γέ­ρος», εί­ναι τα πρώ­τα μη α­πο­κη­ρυγ­μέ­να που ο Κα­βά­φης δη­μο­σίευ­σε σε έ­ντυ­πο. Ως το πρώ­το, ω­στό­σο, δη­μο­σιευ­μέ­νο α­πό τα ποιή­μα­τα “του κα­νό­να”, φέ­ρε­ται το «Τεί­χη», που κυ­κλο­φό­ρη­σε μα­ζί με την αγ­γλι­κή με­τά­φρα­ση σε μο­νό­φυλ­λο. Δε­δο­μέ­νου ό­τι το μο­νό­φυλ­λο εί­ναι α­χρο­νο­λό­γη­το, με μό­νες α­να­γρα­φό­με­νες η­με­ρο­μη­νίες, εκείνες της γρα­φής του ποιή­μα­τος και της με­τά­φρα­σής του, στις 16 Ιαν. 1897, μέ­νει ζη­τού­με­νο το πό­τε κυ­κλο­φό­ρη­σε. Στους ε­πό­με­νους τρεις τό­μους του Ημε­ρο­λο­γίου του Σκό­κου, μέ­χρι α­φί­ξεώς του στην Αθή­να, δη­μο­σίευ­σε: δυο στον τό­μο του 1899, το «Η κη­δεία του Σαρ­πη­δό­νος» μη α­πο­κη­ρυγ­μέ­νο, έ­να στον ε­πό­με­νο, τα «Κε­ριά», ε­πί­σης μη α­πο­κη­ρυγ­μέ­νο, και έ­να α­πο­κη­ρυγ­μέ­νο στον με­θε­πό­με­νο. 

Πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νος

Σε αυ­τήν την πρώ­τη α­θη­ναϊκή πε­ρίο­δο, ο Κα­βά­φης α­ντι­με­τω­πί­στη­κε στην πρω­τεύου­σα ως πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νος. Ωστό­σο, εί­ναι προ­φα­νές ό­τι ο ί­διος δί­νει προ­τε­ραιό­τη­τα στις α­θη­ναϊκές δη­μο­σιεύ­σεις. Δη­μο­σίευ­σε σε ε­πτά α­θη­ναϊκά έ­ντυ­πα –τρεις ε­φη­με­ρί­δες, τρία πε­ριο­δι­κά και έ­να η­με­ρο­λό­γιο– δυο πε­ζά και 18 ποιή­μα­τα, τα δε­κα­τέσ­σε­ρα σε πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση ε­πί συ­νό­λου 26 ποιη­μά­των. Ενώ, α­πό τα ε­πτά συ­νο­λι­κά πρω­το­δη­μο­σιευ­μέ­να “του κα­νό­να”, τα τέσ­σε­ρα εί­ναι στο Ημε­ρο­λό­γιο του Σκό­κου, δυο σε μο­νό­φυλ­λα και μό­λις έ­να σε α­λε­ξαν­δρι­νό έ­ντυ­πο. Όσο για το ό­νο­μά του, με το Κων­στα­ντί­νος ο­λο­γρά­φως, εμ­φα­νί­ζε­ται στα δυο ελ­λη­νό­γλωσ­σα πε­ριο­δι­κά της Λει­ψίας (Έσπε­ρος - Κλειώ) και στα δυο πρώ­τα α­θη­ναϊκά έ­ντυ­πα (εφ. Εθνι­κή - Αττι­κόν Μου­σείον). Η α­ντα­πό­κρι­ση δεί­χνει πε­νι­χρή. Με­τρά­με: την ευ­νοϊκή κρί­ση του Πο­λέ­μη, τις α­να­φο­ρές στις “α­να­μνή­σεις” Τσο­κό­που­λου - Πρί­ντε­ζη και το εκ­θεια­στι­κό προοί­μιο του Σκό­κου για το κα­λω­σό­ρι­σμα στο Ημε­ρο­λό­γιό του. 
Μή­πως γι’ αυ­τό α­πο­φα­σί­ζει το πρώ­το τα­ξί­δι στην Αθή­να; Το η­με­ρο­λό­γιο ε­κεί­νου του τα­ξι­διού δεν δεί­χνει κά­τι σχε­τι­κό. Οι μό­νες προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νες ε­πι­σκέ­ψεις εί­ναι στον Σκό­κο και τον εκ­δό­τη του πε­ριο­δι­κού «Πα­να­θή­ναια» Κί­μω­να Μι­χα­η­λί­δη. Τις έ­κα­νε μό­λις έ­φθα­σε. Δεν βρή­κε τον Μι­χα­η­λί­δη, αλ­λά ά­φη­σε να πε­ρά­σει έ­να ει­κο­σαή­με­ρο πριν ξα­να­προ­σπα­θή­σει. Στη δεύ­τε­ρη ε­πί­σκε­ψη, στα γρα­φεία του πε­ριο­δι­κού, γνώ­ρι­σε τον Ξε­νό­που­λο. Τυ­χαία η συ­νά­ντη­σή τους ό­πως και η γνω­ρι­μία με τον Πο­λέ­μη, μό­νο που αυ­τός τον κα­τέ­κτη­σε με το ζα­κύν­θιο τα­μπε­ρα­μέ­ντο του. Τη σχέ­ση του με τον Ξε­νό­που­λο, την α­να­συ­νέ­θε­σε σε βι­βλιά­ριο ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης, μη φει­δό­με­νος ει­ρω­νι­κών νύ­ξεων για τις προ­θέ­σεις και την τα­κτι­κή του Ξε­νό­που­λου. Εκεί­νος, πά­ντως, με το άρ­θρο του στα «Πα­να­θή­ναια», στις 30 Νοε. 1903, πα­ρό­τι αρ­γο­πο­ρη­μέ­νο και πα­ρα­κι­νού­με­νο και α­πό τη δεύ­τε­ρη ε­πί­σκε­ψη του Κα­βά­φη κα­τά το ε­πό­με­νο τα­ξί­δι του, ε­ξα­σφά­λι­σε τον τίτ­λο του “πα­τε­ντα­ρι­σμέ­νου προ­φή­τη” του, κα­τά την έκ­φρα­ση του Σαβ­βί­δη.
“Ιστο­ρι­κό” χα­ρα­κτη­ρί­ζουν το άρ­θρο του, ό­πως και ε­κεί­νο του Φόρ­στερ 15 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, κα­θώς αμ­φό­τε­ρα συ­νι­στούν την πρώ­τη κρι­τι­κή πα­ρου­σία­ση του Κα­βά­φη στο ελ­λη­νό­γλωσ­σο και το αγ­γλό­γλωσ­σο κοι­νό α­ντι­στοί­χως. Πα­ρα­κά­μπτουν, ό­μως, την αλ­λα­γή της στά­σης τους. Ιδίως του Ζα­κύν­θιου, που δεν άρ­γη­σε να εκ­δη­λω­θεί. Τρία χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ό­ταν αρ­χί­ζουν τα σκω­πτι­κά σχό­λια των δη­μο­τι­κι­στών, ε­λίσ­σε­ται δι­πλω­μα­τι­κά. Συμ­φω­νεί ου­σια­στι­κά μα­ζί τους, πως το ποίη­μα «Ο Βα­σι­λεύς Δη­μή­τριος» εί­ναι “φρι­κτό”, αλ­λά ε­πι­μέ­νει ό­τι έ­χει γρά­ψει και πέ­ντε-έ­ξι “έμ­μορ­φα”. Στο πρό­σφα­το α­φιέ­ρω­μα στον Κα­βά­φη του πε­ριο­δι­κού «Το Δέ­ντρο», η Μ. Στα­σι­νο­πού­λου κρα­τά μό­νο τον έ­παι­νο για να δεί­ξει τη “με­γα­λο­σύ­νη” του Κα­βά­φη. Δη­μο­σιο­σχε­σί­της ο Ξε­νό­που­λος, ό­ταν ε­παι­νεί τον ά­γνω­στο Κα­βά­φη, ε­πι­ζη­τά να ε­ντυ­πω­σιά­σει. Όταν, ό­μως, το main stream αρ­χί­ζει τον πό­λε­μο, α­να­δι­πλώ­νε­ται. Επα­νέρ­χε­ται αρ­γό­τε­ρα για να διεκ­δι­κή­σει τη θέ­ση του πρώ­του α­πο­στό­λου.
Αυ­τά τα α­να­φρο­δι­σια­κά για την “πρώ­τη φο­ρά” του Κα­βά­φη στον α­θη­ναϊκό Τύ­πο.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 17/11/2013

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

Το Νό­μπελ και η ε­γκυ­ρό­τη­τα των βρα­βεύ­σεων


Άλφρε­ντ Νό­μπε­λ

Σύμ­φω­να με το πνεύ­μα της ε­πο­χής μας, α­νά­με­σα στα κα­λά που προέ­κυ­ψαν α­πό την πα­γκο­σμιο­ποίη­ση εί­ναι η πρό­τα­ξη της α­πο­μυ­θο­ποίη­σης. Το πό­σο ω­φέ­λι­μη στά­θη­κε σε α­το­μι­κό, ε­θνι­κό και διε­θνι­κό ε­πί­πε­δο το βλέ­που­με στην πρά­ξη με την α­πο­κά­θαρ­ση α­πό τους μύ­θους της Ιστο­ρίας. Και­ρός, λοι­πόν, εί­ναι να α­σχο­λη­θού­με και με τους μύ­θους, που συ­σκο­τί­ζουν τα πραγ­μα­τι­κά γε­γο­νό­τα, σε άλ­λους το­μείς ή και θε­σμούς. Με α­φορ­μή την τρέ­χου­σα ε­πι­και­ρό­τη­τα, έ­νας προς ε­ξέ­τα­ση θε­σμός εί­ναι ο προ­σφι­λής θε­σμός των βρα­βείων. Όπως οι πε­ρισ­σό­τε­ροι θε­σμοί, στη­ρί­ζε­ται κι αυ­τός στο κύ­ρος του, που, στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, εί­ναι συ­σχε­τι­σμέ­νο με τον τρό­πο ε­πι­λο­γής των υ­πο­ψη­φίων προς βρά­βευ­ση. Τα ση­μα­ντι­κά, ό­πως τα κρα­τι­κά σε ε­θνι­κό ε­πί­πε­δο και τα Νό­μπελ σε διε­θνές, ο­φεί­λουν την ε­γκυ­ρό­τη­τά τους στην γε­νι­κώς α­πο­δε­κτή ά­πο­ψη, ό­τι βα­σί­ζο­νται σε α­με­ρό­λη­πτα κρι­τή­ρια. Ενδει­κτι­κό του πό­σο α­ντέ­χει αυ­τή η θεώ­ρη­ση εί­ναι ό­σα γρά­φο­νται στον Τύ­πο πριν και με­τά μια βρά­βευ­ση, α­πό τις προ­βλέ­ψεις και τα στοι­χή­μα­τα μέ­χρι τη δι­θυ­ραμ­βι­κή προ­βο­λή του έρ­γου του ε­κά­στο­τε βρα­βευ­μέ­νου.
Κι ό­μως, ό­σο κα­θη­συ­χα­στι­κή κι αν εί­ναι η πί­στη στην α­με­ρο­λη­ψία, συ­χνά δεν εί­ναι πα­ρά έ­νας μύ­θος. Και ό­πως εί­ναι α­να­με­νό­με­νο, πα­ρό­μοιοι ε­ξω­ραϊστι­κοί μύ­θοι α­πο­βαί­νουν αν­θε­κτι­κό­τε­ροι σε χώ­ρους, που, α­πό τη φύ­ση τους, ε­πι­τρέ­πουν με­γα­λύ­τε­ρα πε­ρι­θώ­ρια υ­πο­κει­με­νι­σμού, ό­πως, για πα­ρά­δειγ­μα, αυ­τός της λο­γο­τε­χνίας. Για­τί, ό­πως και να το κά­νου­με, η α­πό­φαν­ση ό­τι η δαφ­νο­στε­φής του βρα­βείου Νό­μπελ Λο­γο­τε­χνίας Alice Munro εί­ναι “master of the contemporary short story” δεν δια­θέ­τει τη στέ­ρεα βά­ση της πει­ρα­μα­τι­κής ε­πι­βε­βαίω­σης, που δί­νει η ύ­παρ­ξη του σω­μα­τι­δίου Χι­γκς στην ε­φε­τι­νή α­πο­νο­μή του Νό­μπελ Φυ­σι­κής σε ε­κεί­νους που δια­τύ­πω­σαν, πριν α­πό μι­σό αιώ­να, τη μα­θη­μα­τι­κή θεω­ρία που το προέ­βλε­πε. Άλλω­στε, η αι­σθη­τι­κή εί­ναι δυσ­πρό­σι­τος χώ­ρος, σε α­ντί­θε­ση, λ.χ., με τον ευ­κο­λό­τε­ρα προ­σβά­σι­μο ι­δε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κό.

Προ­πο­λε­μι­κά

Αρκεί μια μα­τιά στον πί­να­κα των δαφ­νο­στε­φών κα­τά τα 113 έ­τη α­πο­νο­μής των Νό­μπελ Λο­γο­τε­χνίας, για να φα­νεί πό­σο και α­πό πό­τε άρ­χι­σαν να υ­πο­χω­ρούν τα λο­γο­τε­χνι­κά κρι­τή­ρια και να πα­ρεμ­βάλ­λο­νται ε­ξω­λο­γο­τε­χνι­κοί πα­ρά­γο­ντες. Μέ­χρι τον Β΄ Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο, 1901-1939, υ­πήρ­ξαν 36 βρα­βεύ­σεις (1914, 1918, 1935 δεν α­πο­νε­μή­θη­κε) και 38 βρα­βευ­μέ­νοι (1904 και 1917 μοι­ρά­στη­κε σε δυο). Χω­ρι­σμέ­νοι α­νά ή­πει­ρο, προ­κύ­πτουν 34 Ευ­ρω­παίοι, τρεις Αμε­ρι­κα­νοί και έ­νας Ινδός. Για πρώ­τη φο­ρά δί­νε­ται σε μη Ευ­ρω­παίο το 1913. Αντι­προ­σω­πεύε­ται α­πό τον άλ­λο­τε γνω­στό Ινδό ποιη­τή Τα­γκό­ρ, που συ­νι­στού­σε ε­ξαι­ρε­τι­κή πε­ρί­πτω­ση, διά­ση­μος σε Αγγλία και Η­ΠΑ, με την κο­ρυ­φαία ποιη­τι­κή συλ­λο­γή του να εκ­δί­δε­ται στα αγ­γλι­κά και να με­τα­φρά­ζε­ται την ε­πό­με­νη χρο­νιά στα γαλ­λι­κά α­πό τον Αντρέ Ζι­ντ. Συ­νε­πώς, τα προ­πο­λε­μι­κά Νό­μπελ εί­ναι σχε­δόν α­πο­κλει­στι­κά ευ­ρω­παϊκά (14 χώ­ρες τι­μώ­νται, μια α­πό αυ­τές η ΕΣ­ΣΔ αλ­λά με συγ­γρα­φέα ε­γκα­τε­στη­μέ­νο στο Πα­ρί­σι), με τους τρεις α­με­ρι­κα­νούς να έρ­χο­νται αρ­γά, μέ­σα στη δε­κα­ε­τία του ’30 (1930, 1936, 1938). Πα­ρα­μέ­νουν, δη­λα­δή, ευ­ρω­παϊκά ό­σο, ε­πί­σης και αν­δρι­κά, με μό­νο τέσ­σε­ρις γυ­ναί­κες. Η πρώ­τη εί­ναι Σουη­δέ­ζα και α­πο­τε­λεί το πρώ­το Νό­μπελ της διορ­γα­νώ­τριας χώ­ρας.

Με­τα­πο­λε­μι­κή γεω­γρα­φία

Με­τά τον Πό­λε­μο (1940-1943 δεν α­πο­νε­μή­θη­κε), α­πό το 1944 μέ­χρι το 2013, υ­πήρ­ξαν 70 βρα­βεύ­σεις και 72 βρα­βευ­μέ­νοι ( 1966, 1974 μοι­ρά­στη­κε). Αυ­τήν την ε­βδο­μη­κο­ντα­ε­τία έρ­χε­ται η πτώ­ση του Τεί­χους του Βε­ρο­λί­νου να την χω­ρί­σει σε δυο πε­ριό­δους: 1944-1989, 1990-2013. Στα πρώ­τα 46 χρό­νια, οι 48 νο­μπε­λί­στες εί­ναι 32 Ευ­ρω­παίοι (14 χώ­ρες τι­μώ­νται αλ­λά δια­φο­ρο­ποιού­νται α­πό τις ι­σά­ριθ­μες προ­πο­λε­μι­κές, α­που­σιά­ζουν οι Νορ­βη­γία, Βέλ­γιο, Φιν­λαν­δία, Πο­λω­νία, ε­νώ προ­στί­θε­νται οι Ισλαν­δία, Γιου­γκοσ­λα­βία, Ελλά­δα, Τσε­χία), έ­ντε­κα α­πό την α­με­ρι­κα­νι­κή ή­πει­ρο (ε­πτά Η­ΠΑ, έ­νας Κε­ντρι­κή Αμε­ρι­κή και τρεις Λα­τι­νι­κή) και πέ­ντε α­πό τις άλ­λες τρεις η­πεί­ρους, α­πό δυο Αφρι­κή (Νι­γη­ρία, Αί­γυ­πτος) και Ασία (Ισραή­λ, Ια­πω­νία) και έ­νας Αυ­στρα­λία. Όπως φαί­νε­ται, το Νό­μπε­λ, α­πό τον και­ρό του Ψυ­χρού Πο­λέ­μου μέ­χρι την κα­τάρ­ρευ­ση του σο­βιε­τι­κού μπλο­κ, πα­ρα­μέ­νει ευ­ρω­κε­ντρι­κό, με ου­σια­στι­κά α­πο­κλει­σμέ­νο το α­να­το­λι­κό μπλο­κ, πλην των τι­μώ­με­νων α­ντι­φρο­νού­ντων. Η Ελλά­δα ει­σέρ­χε­ται στο Πάν­θε­ον του Νό­μπελ 17η, το 1963, αλ­λά βρα­βεύε­ται σε σχε­τι­κά μι­κρή α­πό­στα­ση για δεύ­τε­ρη φο­ρά το 1979, πριν την εί­σο­δο της 18ης χώ­ρας, της Τσε­χίας, το 1984. Δυ­τι­κο­ευ­ρω­παϊκό και έ­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο αν­δρι­κό, κα­θώς, σε αυ­τήν την πε­ρίο­δο προ­στί­θε­νται μό­λις δυο γυ­ναί­κες, μά­λι­στα, η μια α­πό αυ­τές μοι­ρά­ζε­ται το βρα­βείο. Το πο­σο­στό α­πό 10,5% πέ­φτει σε 4,175% και ε­πί του συ­νό­λου, α­πό το 1901 μέ­χρι και το 1989, με έ­ξι βρα­βευ­μέ­νες υ­πο­λεί­πε­ται του 7%. 

Πα­γκο­σμιο­ποίη­ση

Κα­τά τη δεύ­τε­ρη πε­ρίο­δο, αυ­τήν της πα­γκο­σμιο­ποίη­σης, εί­ναι εμ­φα­νής η τά­ση της κρι­τι­κής ε­πι­τρο­πής να α­νοί­ξει τη βρά­βευ­ση και προς τον υ­πό­λοι­πο κό­σμο, α­γκα­λιά­ζο­ντας ταυ­τό­χρο­να και τα δυο φύλ­λα. Ιδιαί­τε­ρα, στο θέ­μα των γυ­ναι­κών, η ε­πι­τρο­πή α­πο­νο­μής δεί­χνει να ε­φαρ­μό­ζει κά­τι σαν την πο­σό­στω­ση των κομ­μά­των στην Ελλά­δα. Στις έ­ξι δαφ­νο­στε­φείς προ­στέ­θη­καν, μέ­σα σε 24 χρό­νια, άλ­λες ε­πτά: τρεις την πρώ­τη δε­κα­ε­τία, και στη συ­νέ­χεια, α­πό μια κά­θε δυο με τέσ­σε­ρα χρό­νια. Με άλ­λα λό­για, το φύλ­λο εμ­φα­νί­ζε­ται ως ο πρώ­τος ε­ξω­λο­γο­τε­χνι­κός πα­ρά­γο­ντας. Ένας δεύ­τε­ρος, εί­ναι η χώ­ρα προέ­λευ­σης, με προ­τί­μη­ση στις ε­κτός Ευ­ρώ­πης και Η­ΠΑ. Ενώ, έ­νας τρί­τος, πα­ρα­μέ­νει ο ι­δε­ο­λο­γι­κοπο­λι­τι­κός, αν και συν τω χρό­νω, δια­φο­ρο­ποιεί­ται. Στους 24 βρα­βευ­μέ­νους, οι δέ­κα έρ­χο­νται α­πό ε­πτά νέες χώ­ρες, δυο Νό­τια Αφρι­κή (μια γυ­ναί­κα), δυο μέ­σα στον τρέ­χο­ντα αιώ­να α­πό την α­να­δυό­με­νη Κί­να, πέ­ντε α­πό την α­με­ρι­κά­νι­κη ή­πει­ρο (Με­ξι­κό, Ου­ρου­γουάη, Τρι­νι­ντά­ντ, Πε­ρού, Κα­να­δά) και έ­νας α­πό την Τουρ­κία. 
    Τα υ­πό­λοι­πα 14 πη­γαί­νουν, έ­να δεύ­τε­ρο στην Ια­πω­νία με­τά 26 χρό­νια α­πό το πρώ­το, έ­να στις Η­ΠΑ σε γυ­ναί­κα, που φτά­νει τους έ­ντε­κα δαφ­νο­στε­φείς, κα­τα­λαμ­βά­νο­ντας τη δεύ­τε­ρη θέ­ση με­τά τη Γαλ­λία, τρία σε ευ­ρω­παϊκές χώ­ρες που δεν εί­χαν τι­μη­θεί (Πορ­το­γα­λία, Ουγ­γα­ρία, Αυ­στρία), το έ­να α­πό αυ­τά σε γυ­ναί­κα, και εν­νέα στις ευ­ρω­παϊκές χώ­ρες, που πα­ρα­μέ­νουν πρώ­τες σε Νό­μπε­λ: έ­να στη Γαλ­λία, δυο το έ­να σε γυ­ναί­κα στη Με­γά­λη Βρε­τα­νία, δυο το έ­να σε γυ­ναί­κα στη Γερ­μα­νία, και α­πό έ­να στις Σουη­δία, Ιτα­λία, Ιρλαν­δία, Πο­λω­νία. Για να μην πα­ρα­πο­νιό­μα­στε, θυ­μί­ζου­με ό­τι, στις 21 ευ­ρω­παϊκές χώ­ρες του Πάν­θε­ον, ο­κτώ έ­χουν α­πο­σπά­σει έ­να Νό­μπε­λ, τρεις (Δα­νία, Ελβε­τία, Ελλά­δα) δι­πλό, η Νορ­βη­γία τρι­πλό, τρεις (Πο­λω­νία, Ιρλαν­δία, ΕΣ­ΣΔ) τέσ­σε­ρα, η Ισπα­νία πέ­ντε, η Ιτα­λία έ­ξι, Γερ­μα­νία και Σουη­δία ο­κτώ, Με­γά­λη Βρε­τα­νία 10, Γαλ­λία 13.

Alice Munro

  Πα­ρά τα πρω­τεία της Γαλ­λίας, την πρώ­τη θέ­ση κα­τέ­χει η αγ­γλό­φω­νη λο­γο­τε­χνία, με δι­πλά­σιο α­ριθ­μό βρα­βεύ­σεων σε σχέ­ση με τη γαλ­λι­κή και την σχε­δόν ι­σο­βαθ­μού­σα γερ­μα­νι­κή. Η προ­τί­μη­ση της ε­πι­τρο­πής στην αγ­γλό­φω­νη λο­γο­τε­χνία ε­ξη­γεί, εν μέ­ρει, την πρό­κρι­ση αγ­γλό­φω­νου για το πρώ­το Νό­μπελ του Κα­να­δά. Κα­τά τα άλ­λα, η πο­λι­τι­κή γεω­γρα­φία της κα­τα­νο­μής των βρα­βείων δεί­χνει πως ό­σοι δια­μορ­φώ­νουν τις πι­θα­νό­τη­τες των ε­πί­δο­ξων προς βρά­βευ­ση και κα­τευ­θύ­νουν τον τζό­γο των στοι­χη­μά­των πα­ρα­μέ­νουν στο μύ­θο των λο­γο­τε­χνι­κών ή και α­γο­ραίων κρι­τη­ρίων. Έτσι, προ­κύ­πτει ως πρώ­το φα­βο­ρί ο Χα­ρού­κι Μου­ρα­κά­μι και ε­πα­νέρ­χε­ται ο Φί­λιπ Ροθ. Αντ’ αυ­τών, ό­μως, βρα­βεύε­ται η Alice Munro, που το ό­νο­μά της α­που­σιά­ζει α­πό έ­γκρι­τες ε­γκυ­κλο­παί­δειες, ό­πως η Πά­πυ­ρος-Λα­ρούς-Μπρι­τά­νι­κα. Ανε­ξάρ­τη­τα, ό­μως, του σκε­πτι­κού της ε­πι­τρο­πής, η ε­πί­ση­μη α­να­κοί­νω­ση ε­πι­κα­λεί­ται πά­ντο­τε λο­γο­τε­χνι­κά κρι­τή­ρια. Η συ­γκε­κρι­μέ­νη συγ­γρα­φέ­ας ε­πε­λέ­γη ως “master of the contemporary short story”. 
Εδώ, κρα­τά­με το ό­νο­μα της συγ­γρα­φέως, τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό “master” και τον ει­δο­λο­γι­κό προσ­διο­ρι­σμό “short story” στα αγ­γλι­κά, κα­θώς έ­χουν α­πο­δο­θεί στα ελ­λη­νι­κά κα­τά πε­ρισ­σό­τε­ρους του ε­νός τρό­πους. Το ό­νο­μα με­τα­φέρ­θη­κε ως Μον­ρό στα με­τα­φρα­σμέ­να βι­βλία της, ή και ως Μουν­ρό σε δη­μο­σιο­γρα­φι­κά άρ­θρα, ε­νώ το τρί­το ε­ναλ­λα­κτι­κό Μαν­ρό α­πα­ντά­ται μό­νο σε ε­γκυ­κλο­παί­δειες. Για τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό “master”, δο­κι­μά­στη­καν ό­λες οι δυ­να­τές α­πο­δό­σεις: μα­στό­ρισ­σα, με­τρ, αυ­θε­ντία, κο­ρυ­φαία, βα­σί­λισ­σα. Όσο για τον ει­δο­λο­γι­κό προσ­διο­ρι­σμό “short story”, οι γη­γε­νείς δη­μο­σιο­γρά­φοι, μη έ­χο­ντας ε­πί­γνω­ση της ου­σια­στι­κής δια­φο­ράς α­νά­με­σα στην “short story” και το διή­γη­μα, τον α­πέ­δω­σαν ως διή­γη­μα. Άγγλοι θεω­ρη­τι­κοί, ω­στό­σο, δυ­σα­να­σχε­τούν με την έλ­λει­ψη ε­νός ι­διαί­τε­ρου ό­ρου για την α­λά Πόε “short story”, που συ­νι­στά αυ­το­τε­λές λο­γο­τε­χνι­κό εί­δος και θα πρέ­πει να α­ντι­δια­στέλ­λε­ται α­πό την “short story”. Η ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα, ω­στό­σο, έ­χει το πλε­ο­νέ­κτη­μα να δια­θέ­τει, πέ­ραν της πε­ρι­φρα­στι­κής δια­τύ­πω­σης, τη λέ­ξη διή­γη­μα. Δη­λα­δή, έ­να λε­κτι­κό πλεό­να­σμα, που μέ­νει α­χρη­σι­μο­ποίη­το, ε­νώ ε­πι­τρέ­πει την α­κρι­βέ­στε­ρη διά­κρι­ση και την πρό­κρι­ση των πραγ­μα­τι­κών μα­στό­ρων του εί­δους. 

“Our Chekhov”

  Οι ι­στο­ρίες της Munro δεν ε­ντάσ­σο­νται στην κα­τη­γο­ρία του διη­γή­μα­τος. Πρό­κει­ται για σύ­ντο­μες ι­στο­ρίες, που δια­φο­ρο­ποιού­νται α­πό τη νου­βέ­λα και το μυ­θι­στό­ρη­μα μό­νο ως προς την έ­κτα­ση. Άλλω­στε τις έ­χουν α­πο­κα­λέ­σει “long short stories” και “novels in miniature”. Οι ι­στο­ρίες της ε­πι­δέ­χο­νται ά­πλω­μα, το ο­ποίο και έ­γι­νε κα­τά το πέ­ρα­σμα ο­ρι­σμέ­νων α­πό την πρώ­τη δη­μο­σίευ­σή τους σε πε­ριο­δι­κό στη συ­μπε­ρί­λη­ψή τους σε συλ­λο­γή. Όσο για τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό της ε­πί­ση­μης α­να­κοί­νω­σης της Σουη­δι­κής Ακα­δη­μίας πως πρό­κει­ται για τον Τσέ­χωφ του Κα­να­δά, αυ­τός μάλ­λον στό­χευε στη στή­ρι­ξη του ε­πι­χει­ρή­μα­τος της λο­γο­τε­χνι­κό­τη­τας, αν­τλη­μέ­νος α­πό τις α­πο­φάν­σεις των Κα­να­δών κρι­τι­κών. Από τα εν λό­γω κεί­με­να, εί­ναι σα­φές ό­τι η σύ­γκρι­ση α­φο­ρά το πε­ριε­χό­με­νο και ό­χι τη μορ­φή και την έ­κτα­ση. Ύστε­ρα δια­τυ­πώ­νε­ται μέ­σα στα ε­θνι­κά πλαί­σια, ό­που τα μέ­τρα σύ­γκρι­σης εί­ναι κα­τά κα­νό­να δια­φο­ρε­τι­κά. Εν μέ­σω μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κών “πο­τα­μών γυ­ναι­κείας ευαι­σθη­σίας”, δια­κρί­νο­νται σαν “ρυά­κια” οι ι­στο­ρίες της Munro, ε­πι­σύ­ρο­ντας θαυ­μα­στι­κές εκ­φρά­σεις ε­θνι­κής υ­πε­ρη­φά­νειας της μορ­φής “our Chekhov”.  
Δεν ή­μα­σταν πα­ρό­ντες και σε 50 χρό­νια που θα α­νοί­ξουν τα Πρα­κτι­κά θα ή­μα­στε πά­λι α­πό­ντες. Ει­κά­ζου­με, ό­μως, ό­τι το ό­νο­μα της Munro έ­πε­σε στο τρα­πέ­ζι σαν πρό­τα­ση με πε­ρισ­σό­τε­ρα του ε­νός α­τού: α) το φύλ­λο, κα­θώς εί­χαν ή­δη πε­ρά­σει τέσ­σε­ρα χρό­νια α­πό την προ­η­γού­με­νη βρά­βευ­ση γυ­ναί­κας και η ε­πι­τρο­πή διή­νυε τον τρί­το και τε­λευ­ταίο χρό­νο της θη­τείας της. β) τη χώ­ρα προέ­λευ­σης, ο Κα­να­δάς ή­ταν η μο­να­δι­κή χώ­ρα α­πό το τέως κλα­μπ των ο­κτώ ι­σχυ­ρό­τε­ρων του κό­σμου, που εί­χε μεί­νει ε­κτός του Πάν­θε­ου. Και γ) την η­λι­κία, για­τί μίας μορ­φής ά­τυ­πη ε­πε­τη­ρί­δα κρα­τά­νε και τα Νό­μπελ. 
Σε αυ­τά προ­στί­θε­ται η υ­πο­στή­ρι­ξη της χώ­ρας της, κά­τι που, δυ­στυ­χώς, στε­ρού­νται ό­σοι Έλλη­νες πε­ζο­γρά­φοι θα μπο­ρού­σαν να α­πο­τε­λούν σο­βα­ρές υ­πο­ψη­φιό­τη­τες. Αυ­τό το δεί­χνουν και οι κα­τά­λο­γοι υ­πο­ψη­φίων, που κα­ταρ­τί­ζο­νται με βά­ση τους προ­τει­νό­με­νους α­πό α­νώ­τα­τα ι­δρύ­μα­τα και ε­ται­ρείες λο­γο­τε­χνών. Μό­νο ο Βα­σί­λης Αλε­ξά­κης εμ­φα­νί­ζε­ται, κι αυ­τός χά­ρις σε γαλ­λι­κή μέ­ρι­μνα. Τέ­λος, το έρ­γο της δεν έ­χει πο­λι­τι­κή χροιά, ό­πως των Ντόρ­ρις Λέσ­σιν­γκ και Χέρ­τα Μί­λε­ρ, ού­τε εί­ναι προ­κλη­τι­κό κα­θώς της Ελφρί­ντε Γέ­λι­νε­κ, που α­νά­γκα­σε δυο μέ­λη της ε­πι­τρο­πής σε πα­ραί­τη­ση. Πα­λαιό­τε­ρα, αυ­τό το στοι­χείο θα λει­τουρ­γού­σε αρ­νη­τι­κά, σή­με­ρα, ό­μως, φαί­νε­ται να α­πο­τε­λεί α­τού. Η ε­πι­λο­γή της θα μπο­ρού­σε να δη­λώ­νει στρο­φή προς τους α­θό­ρυ­βους. Άλλω­στε και η α­πο­μυ­θο­ποίη­ση της Ιστο­ρίας στον με­τρια­σμό του θο­ρύ­βου, που προ­κα­λούν ά­το­μα και διε­νέ­ξεις, δεν α­πο­σκο­πεί; Ένα Νό­μπελ δεν ι­σο­δυ­να­μεί μό­νο με υ­ψη­λό χρη­μα­τι­κό έ­πα­θλο, που, α­πό μια η­λι­κία του βρα­βευ­μέ­νου και ύ­στε­ρα, χά­νει μέ­ρος της α­ξίας του, αλ­λά και με υ­ψη­λό κύ­ρος, του­τέ­στιν μία μορ­φή ε­ξου­σίας. Στην πα­γκο­σμιο­ποιη­μέ­νη ε­πο­χή, που θέ­λει να συ­γκε­ντρώ­σει σε μια ο­λι­γά­ριθ­μη ο­μά­δα τον ε­ξου­σια­στι­κό λό­γο, η εκ­χώ­ρη­ση ε­νός Νό­μπελ χρειά­ζε­ται με­γα­λύ­τε­ρη προ­σο­χή. 
Εφέ­τος συ­μπλη­ρώ­νο­νται 180 χρό­νια α­πό τη γέν­νη­ση του Άλφρε­ντ Νό­μπε­λ, που πέ­ρα­σε ο­λό­κλη­ρη τη ζωή του, α­πό έ­φη­βος μέ­χρι τα 63 που α­πε­βίω­σε, μέ­σα στο θό­ρυ­βο, πει­ρα­μα­τι­ζό­με­νος με ε­κρη­κτι­κές ύ­λες.  Ποιη­τής ή­θε­λε να γί­νει ο Νό­μπε­λ, αλ­λά υ­πε­ρί­σχυ­σε η πα­τρι­κή θέ­λη­ση. Πα­ρέ­μει­νε, πά­ντως, μια ρο­μα­ντι­κή ποιη­τι­κή ι­διο­συ­γκρα­σία, εν­δο­στρε­φής και μο­νή­ρης. 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 10/11/2013.