Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

Μια ει­κο­σι­πε­ντα­ε­τία


«Εντευ­κτή­ριο», Δί­μη­νο καλ­λι­τε­χνι­κό πε­ριο­δι­κό,
Οκτώ­βριος 1987, τεύ­χος 1,
Διεύ­θυν­ση: Γιώρ­γος Κορ­δο­με­νί­δης,
Γ. Σε­φέ­ρη 15, Σταυ­ρού­πο­λη, Θεσ­σα­λο­νί­κη.

Ζω­γρα­φιά
του Μι­χά­λη
Μα­νου­σά­κη
α­πό την
ει­κο­νο­γρά­φη­ση
του τεύ­χους.








Αυ­τή εί­ναι η ταυ­τό­τη­τα του πρώ­του τεύ­χους του πε­ριο­δι­κού. Πα­ρό­τι πρώ­το, δεν υ­πάρ­χει προοί­μιο για το τι εί­ναι, σε τι α­κρι­βώς στο­χεύει ή, τε­λο­σπά­ντων, κά­τι σαν δια­κή­ρυ­ξη αρ­χών. Στις τε­λευ­ταίες σε­λί­δες, κα­τα­χω­ρού­νται τα βιο­ερ­γο­γρα­φι­κά “των συ­νερ­γα­τώ­ν/συγ­γρα­φέων του τεύ­χους”. Εκεί πα­ρου­σιά­ζε­ται, κα­τά αλ­φα­βη­τι­κή σει­ρά, και ο ά­γνω­στος, τό­τε, σε Αθη­ναίους και λοι­πούς Πα­λαιο­ελ­λα­δί­τες, διευ­θυ­ντής του πε­ριο­δι­κού, με έ­να σύ­ντο­μο βιο­γρα­φι­κό. Μα­θαί­νου­με ό­τι υ­πήρ­ξε συ­νερ­γά­της κα­τά την προ­η­γού­με­νη επτα­ε­τία (1979-1986) της ΕΡ­Τ-2 Θεσ­σα­λο­νί­κης ως πα­ρα­γω­γός εκ­πο­μπών και ό­τι έ­χει μια με­λέ­τη στο ε­νερ­γη­τι­κό του, με τίτ­λο, «Τα μου­σεία της Θεσ­σα­λο­νί­κης». Η συ­νε­χής α­να­γνω­στι­κή συ­νά­φεια, ε­πί έ­να τέ­ταρ­το του αιώ­να, με το πε­ριο­δι­κό του, δι­καίω­σε την πρώ­τη ε­ντύ­πω­ση ε­νός αν­θρώ­που χα­μη­λών τό­νων, που α­πο­δεί­χτη­κε ό­τι διέ­θε­τε ο­ρι­σμέ­νες πρό­σθε­τες ι­διό­τη­τες, ό­πως δη­μιουρ­γι­κός, ε­πί­μο­νος, α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός.
Το πρώ­το τεύ­χος, ω­στό­σο, συ­νο­δευό­ταν α­πό δι­πλό δελ­τίο Τύ­που. Το έ­να πα­ρου­σία­ζε τα πε­ριε­χό­με­να του τεύ­χους και το άλ­λο, το εγ­χεί­ρη­μα της έκ­δο­σης. Αντι­γρά­φου­με ε­πι­λε­κτι­κά α­πό αυ­τό το δεύ­τε­ρο, που, ό­ντας έ­να δελ­τίο Τύ­που, μπο­ρεί και να μην δια­σώ­θη­κε. “Εί­ναι έ­νας έ­ντυ­πος χώ­ρος ό­που συ­να­ντώ­νται πρό­σω­πα και κεί­με­να... Δεν εί­ναι στε­νά λο­γο­τε­χνι­κό... φι­λο­δο­ξεί να γί­νει πε­ριο­δι­κό γε­νι­κής παι­δείας και πνευ­μα­τι­κού προ­βλη­μα­τι­σμού... Δεν εί­ναι το­πι­κό πε­ριο­δι­κό. Ού­τε η θε­μα­το­γρα­φία του, ού­τε οι συ­νερ­γά­τες του πε­ριο­ρί­ζο­νται στο χώ­ρο της Θεσ­σα­λο­νί­κης... φι­λο­δο­ξεί να δια­βά­ζε­ται με το ί­διο εν­δια­φέ­ρον σε ό­λη την Ελλά­δα...” Ευ­σε­βείς πό­θοι, θα έ­λε­γε κα­νείς, οι ο­ποίοι, ό­μως, φαί­νε­ται ό­τι, λί­γο πο­λύ, ευο­δώ­θη­καν.
Ο διευ­θυ­ντής του πε­ριο­δι­κού, ή­δη α­πό το πρώ­το τεύ­χος, εί­χε προ­τι­μή­σει, α­ντί α­φιε­ρω­μα­τι­κών τευ­χών, να πα­ρα­χω­ρεί πε­ρισ­σό­τε­ρες ή λι­γό­τε­ρες σε­λί­δες σε έ­να θέ­μα. Ως προς αυ­τό, ε­κεί­νο το πρώ­το τεύ­χος διεκ­δι­κεί μια μο­να­δι­κό­τη­τα. Δεν πι­στεύου­με να υ­πήρ­ξε πο­τέ άλ­λο λο­γο­τε­χνι­κό πε­ριο­δι­κό, που να ξε­κί­νη­σε το πρώ­το τεύ­χος του με σε­λί­δες α­φιε­ρω­μέ­νες στις συν­θή­κες που ε­πι­κρα­τούν στις φυ­λα­κές. Βε­βαίως, πρό­κει­ται για έ­να θεσ­σα­λο­νι­κιώ­τι­κο πε­ριο­δι­κό, ό­που το Γε­ντί Κου­λέ α­πο­τε­λεί έ­να α­πό τα ση­μεία α­να­φο­ράς της πό­λης. Όπως και να έ­χει, το τεύ­χος α­νοί­γει με “Σε­λί­δες για τη φυ­λα­κή”. Έναυ­σμα στά­θη­κε ο θό­ρυ­βος που εί­χε προ­κα­λέ­σει, στα μέ­σα της δε­κα­ε­τίας του ’80, η έκ­θε­ση της ει­σαγ­γε­λέως Χρυ­σού­λας Για­τα­γά­να για τις συν­θή­κες στη Δι­κα­στι­κή Φυ­λα­κή Επτα­πυρ­γίου. Στο πρώ­το κεί­με­νο, ο Ντί­νος Χρι­στια­νό­που­λος πα­ρου­σιά­ζει έ­να βι­βλίο του 1921, «Από τον τά­φο των ζω­ντα­νών», του Γεωρ­γίου Ιορ­δά­νου. Κά­τι σαν χρο­νι­κό ή α­πο­μνη­μό­νευ­μα α­πό το Γε­ντί Κου­λέ του 1918. Για της φυ­λα­κής τα σί­δε­ρα γρά­φουν α­κό­μη, οι Ηλίας Πε­τρό­που­λος και Κώ­στας Τα­χτσής.

«Εντευ­κτή­ριο», Λο­γο­τε­χνι­κό και καλ­λι­τε­χνι­κό πε­ριο­δι­κό, Αύ­γου­στος - Οκτώ­βριος 2012, τεύ­χος 98, Εκδό­της - Διευ­θυ­ντής Γιώρ­γος Κορ­δο­με­νί­δης, Underground Εντευ­κτή­ριο, Δε­σπε­ραί 9. 

Αυ­τή εί­ναι η ταυ­τό­τη­τα του τρέ­χο­ντος τεύ­χους. Εί­ναι το τρί­το στη σει­ρά, που θυ­μί­ζει στο ε­ξώ­φυλ­λό του τη συ­μπλή­ρω­ση 25 χρό­νων συ­νε­χούς πα­ρου­σίας, χω­ρίς πε­ρίο­δο α­γρα­νά­παυ­σης ή ά­τα­κτης έκ­δο­σης. Ση­μά­δι ό­τι έ­χει κά­τι να πει και πως ο χαλ­κέ­ντε­ρος  εκ­δό­της του ού­τε κου­ρά­στη­κε ού­τε, το βα­σι­κό­τε­ρο, κού­ρα­σε. Όπως ση­μειώ­νε­ται ει­σα­γω­γι­κά, το πε­ριο­δι­κό άρ­χι­σε να ε­πι­χο­ρη­γεί­ται α­πό το Ίδρυ­μα Ου­ρά­νη. Αυ­τή η χο­ρη­γία θα μπο­ρού­σε να στα­θεί α­φορ­μή για κά­ποιες σε­λί­δες α­φιε­ρω­μέ­νες στην πα­λαιό­τε­ρη πε­ζο­γρα­φία, που α­πο­τε­λεί το α­πο­κλει­στι­κό α­ντι­κεί­με­νο των εκ­δό­σεων του Ιδρύ­μα­τος. Δε­δο­μέ­νου ό­τι, τα τε­λευ­ταία χρό­νια, οι άλ­λοι εκ­δο­τι­κοί φο­ρείς την έ­χουν σχε­δόν ο­λο­σχε­ρώς ε­γκα­τα­λεί­ψει, ε­νώ το «Εντευ­κτή­ριο» πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρά ε­πι­κε­ντρω­μέ­νο στο πα­ρόν, έ­να με­γά­λο τμή­μα του α­να­γνω­στι­κού κοι­νού α­γνο­εί τις σχε­τι­κές εκ­δό­σεις. Γι’ αυ­τό, πι­στεύου­με ό­τι θα ή­ταν κα­λή ι­δέα να κα­τα­χω­ρού­νται οι εκ­δό­σεις του Ιδρύ­μα­τος στις σε­λί­δες του πε­ριο­δι­κού. Λ.χ., α­νοί­γο­ντας το τεύ­χος, ο α­να­γνώ­στης να α­ντι­κρί­ζει δυο, πι­θα­νώς, ά­γνω­στους σε αυ­τόν, αλ­λά κα­θό­λου τυ­χαίους, ό­πως ο Κων­στα­ντί­νος Σά­θας και ο Εμίλ Λε­γκράν, και η δια­φη­μι­στι­κή προ­βο­λή να κε­ντρί­ζει την πε­ριέρ­γειά του για την Αλλη­λο­γρα­φία τους, μια πρό­σφα­τη έκ­δο­ση του Ιδρύ­μα­τος, που δεν βρή­κε την α­ντί­στοι­χη α­ντα­πό­κρι­ση.   

Τα γε­νέ­θλιά του, πά­ντως, δη­λα­δή τη συ­μπλή­ρω­ση της ει­κο­σι­πε­ντα­ε­τίας, το πε­ριο­δι­κό τα ε­ορ­τά­ζει με αυ­τό το τεύ­χος. Του Οκτω­βρίου 2012. Να πα­ρα­τη­ρή­σου­με, ό­τι στην ταυ­τό­τη­τα δεν α­να­φέ­ρε­ται η πό­λη. Ποιος, α­λή­θεια, γνω­ρί­ζει πλην Θεσ­σα­λο­νι­κέων, την ο­δό Δε­σπε­ραί κι ας εί­ναι πα­ράλ­λη­λος της Αγγε­λά­κη, έ­να βή­μα α­πό τον Λευ­κό Πύρ­γο. Κά­ποιοι, ό­μως, θα πρέ­πει να έ­χουν α­κου­στά τον στρα­τη­γό Φραν­σαί Δε­σπε­ραί, που θριάμ­βευ­σε στο Μα­κε­δο­νι­κό Μέ­τω­πο τον Σε­πτέμ­βριο του 1918. Αυ­τό, σε συ­σχε­τι­σμό, με τις σε­λί­δες του τεύ­χους τις α­φιε­ρω­μέ­νες στην Γερ­τρού­δη Στάϊν και το διή­γη­μα του γάλ­λου πε­ζο­γρά­φου Ερβέ Λε Τε­λιέ, δί­νει στο τεύ­χος γαλ­λι­κό ά­ρω­μα. Ίσως, α­κρι­βέ­στε­ρα, πα­γκο­σμιο­ποιη­μέ­νο, κα­θώς δη­μο­σιεύο­νται, ε­πί­σης, πε­ζά Αμε­ρι­κα­νί­δας, Ούγ­γρου, Ισπα­νού, ποιή­μα­τα Τούρ­κων και φω­το­γρα­φίες Ελβε­τί­δας. Ύστε­ρα, στους συ­νερ­γά­τες υ­περ­τε­ρούν σα­φώς οι Αθη­ναίοι. Και δη, η α­φρό­κρε­μα του πνευ­μα­τι­κού μας χώ­ρου. Ο διευ­θυ­ντής φαί­νε­ται να ε­τοί­μα­σε με ι­διαί­τε­ρη μέ­ρι­μνα τη συ­νά­ντη­ση προ­σώ­πων και κει­μέ­νων για το γε­νέ­θλιο τεύ­χος.  

Το τεύ­χος α­νοί­γει με έ­να διή­γη­μα. Όχι ι­στο­ρία, διή­γη­μα. Ο τίτ­λος κυ­ριο­λε­κτεί ως προς τη μορ­φή. «Τρί­πτυ­χο». Απο­τε­λεί­ται α­πό τρεις μυ­θο­πλα­στι­κές συν­θέ­σεις, που συν­δέ­ο­νται με­τα­ξύ τους δια μέ­σου του το­πι­κού τους στίγ­μα­τος. “Ένα με­γά­λο μπαλ­κό­νι”, που προ­βάλ­λει προ­στα­τευ­τι­κό ως μη­τρι­κός κόλ­πος. Οι δυο α­κραίες “ει­κό­νες” σαν να δι­πλώ­νο­νται προς αυ­τήν που βρί­σκε­ται στο κέ­ντρο και να την κα­λύ­πτουν. Υπο­θε­τι­κός τίτ­λος αυ­τού του ε­πί μέ­ρους δί­πτυ­χου, “θη­λυ­κή πρό­κλη­ση”. Πε­ρι­γρά­φε­ται σε ό­λο της το με­γα­λείο η χά­ρις του αι­λου­ρο­ει­δούς. “Η ορ­θω­μέ­νη ου­ρά”, “τα μπρά­τσα και οι γά­μπες μαυ­ρι­σμέ­να α­πό τη θά­λασ­σα”. Μια α­λα­νιά­ρα γά­τα, έ­να θη­λυ­κό που δεν εν­δί­δει εύ­κο­λα. Συ­γκοι­νω­νού­ντα δο­χεία αι­σθη­σια­σμού. Τα αι­λου­ρο­ει­δή, α­νε­ξαρ­τή­τως εί­δους και ε­θνι­κό­τη­τας, δια­τη­ρούν “την α­ξιο­πρέ­πειά τους” και ε­πι­δει­κνύουν ε­ξαι­ρε­τι­κή α­ντο­χή. Ού­τε μια πε­ριτ­τή λέ­ξη, ού­τε αι­σθη­μα­το­λο­γι­κές ή άλ­λες πα­ρεκ­βά­σεις. “Η μνή­μη των σω­μά­τω­ν”, η μνή­μη των τό­πων. Τον Ευ­ρώ­τα θυ­μά­ται ο α­φη­γη­τής, την Άνω Τζου­μα­γιά η Βουλ­γά­ρα της με­σαίας “ει­κό­νας” του τρί­πτυ­χου, που “έρ­χε­ται κά­θε Τε­τάρ­τη”. 
Υπο­γείως ε­πε­τεια­κό το διή­γη­μα. Οι μά­χες Κρέσ­νας- Σι­μιτ­λή-Τζου­μα­γιάς, 11-15 Ιου­λίου 1913. “Δια της α­λώ­σεως των στε­νών της Κρέσ­νας, ο ελ­λη­νι­κός στρα­τός ή­το ε­λεύ­θε­ρος να βα­δί­ση προς την Τζου­μα­γιάν... ε­στα­μά­τη­σεν εις τεσ­σά­ρων χι­λιο­μέ­τρων α­πό­στα­σιν και την εί­δε καιό­με­νη...”, κα­τά πα­λαιά χρο­νο­γρα­φι­κή κα­τα­γρα­φή. Η Συν­θή­κη του Βου­κου­ρε­στίου τρά­βη­ξε την ο­ριο­θε­τι­κή γραμ­μή και η Άνω Τζου­μα­γιά πή­ρε το ό­νο­μα του Ντι­μι­τάρ Μπλα­γκό­εφ α­πό τη Ζα­γο­ρί­τσα­νη Κα­στο­ριάς. Ορα­μα­τι­στής κο­μου­νι­στής, ας ό­ψε­ται κι αυ­τός, που η Βουλ­γά­ρα ξε­νο­δου­λεύει στο Πα­γκρά­τι. Αυ­τά πί­σω α­πό τις γραμ­μές. Κα­τά τα άλ­λα, κυ­ρίαρ­χη κα­τα­λη­κτι­κή ε­ντύ­πω­ση, η α­πό­λαυ­ση της συ­νεύ­ρε­σης, ό­ταν του δι­ψα­σμέ­νου “μαρ­τυ­ρού­νε τα γό­να­τά του” για να φτά­σει τη δυσ­πρό­σι­τη πη­γή. Το διή­γη­μα α­ρι­στεύει α­πό μό­νο του, δεν χρειά­ζε­ται να το σπρώ­ξει το ό­νο­μα του συγ­γρα­φέα. Έτσι κι αλ­λιώς, το βα­ρύ­γδου­πο, στις η­μέ­ρες μας, ό­νο­μα του συγ­γρα­φέα του θα χα­λού­σε τους χα­μη­λούς τό­νους στο Εντευ­κτή­ριο. Άλλω­στε, το τεύ­χος κλεί­νει με πα­ρου­σία­ση του τε­λευ­ταίου βι­βλίου τού εν λό­γω μη ο­νο­μα­σθέ­ντος συγ­γρα­φέα, ό­που ορ­γιά­ζουν τα θαυ­μα­στι­κά ε­πί­θε­τα σε βαθ­μό α­νοι­κο­νό­μη­το.
Στη συ­νά­ντη­ση προ­σώ­πων και κει­μέ­νων, ο Τί­τος Πα­τρί­κιος και η Κι­κή Δη­μου­λά συ­νο­μι­λούν με τον Λευ­τέ­ρη Ξαν­θό­που­λο. Ο Μέ­νης Κου­μα­ντα­ρέ­ας γρά­φει κά­τι σαν η­με­ρο­λό­γιο για τον ε­ορ­τα­σμό των πε­νή­ντα χρό­νων πα­ρου­σίας του στα γράμ­μα­τα. Το κεί­με­νό του α­κο­λου­θεί, δί­κην συ­μπλη­ρώ­μα­τος, η ο­μι­λία της Αντι­γό­νης Βλα­βια­νού στην ε­πε­τεια­κή εκ­δή­λω­ση, που έ­λα­βε χώ­ρα στο Μέ­γα­ρο Μου­σι­κής Αθη­νών. Η με­λε­τή­τρια εκ­κι­νεί να “προ­σμε­τρά” πλεί­στα ό­σα, σε­νά­ριο, θε­α­τρι­κό, με­τα­φρά­σεις, δο­κι­μια­κά βι­βλία (έ­τσι α­πο­κα­λεί τις τρεις συ­να­γω­γές προ­σω­πι­κών κει­μέ­νων), για να συλ­λά­βει το συ­νο­λι­κό έρ­γο του. Κά­νει, μά­λι­στα, και μια πο­λύ πρω­τό­τυ­πη πα­ρα­τή­ρη­ση: “Ένα έρ­γο με­γά­λο, α­κό­μη κι αν πε­ριο­ρι­στού­με στα α­κραιφ­νώς λο­γο­τε­χνι­κά του κεί­με­να...” Δη­λα­δή, αν δια­βά­ζου­με σω­στά, την εκ­πλήσ­σει, έ­να έρ­γο λο­γο­τέ­χνη να εί­ναι με­γά­λο μό­νο με τα λο­γο­τε­χνι­κά κεί­με­να. Όπως και να έ­χει, α­να­φέ­ρο­ντας α­πό τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα μό­νο το μπε­στ σέ­λε­ρ, «Η φα­νέ­λα με το εν­νιά», και τα υ­πό­λοι­πα σω­ρευ­τι­κά μέ­σα α­πό αποφθεγματικές απο­φάνσεις και κρί­σεις Ευ­ρω­παίων και γη­γε­νών, πο­λύ φο­βό­μα­στε ό­τι ο λο­γο­τε­χνι­κός Κου­μα­ντα­ρέ­ας δια­φεύ­γει.         
Στη συ­νά­ντη­ση προ­σέρ­χο­νται με πε­ζά πέ­ντε συγ­γρα­φείς (Γ. Ευ­στα­θιά­δης, Μα­ρία Κου­γιουμτ­ζή, Κ. Χα­ρί­τος, Κ. Αρκου­δέ­ας, Μα­ρία Στα­σι­νο­πού­λου, κα­τά σει­ρά πα­ρά­τα­ξης). Και με ποιή­μα­τα, άλ­λοι πέ­ντε (Α. Μα­ρω­νί­τη, Βα­σί­λης Πα­πάς, Κ. Συ­φιλτ­ζό­γλου, Σω­τή­ρης Πα­στά­κας, Ν. Κυ­ρια­κί­δης). Σε αυ­τά προ­στί­θε­νται με­τα­φρά­σεις, θέ­α­τρο, κρι­τι­κή και το φω­το­γρα­φι­κό έν­θε­το «Camera Obscura». Η ζω­γρα­φι­κή του Μι­χά­λη Μα­νου­σά­κη συ­μπλη­ρώ­νει ει­κο­νο­γρα­φι­κά τη συ­νά­ντη­ση. 
Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, υ­πάρ­χει έ­νας μο­να­δι­κός συ­νερ­γά­της του πρώ­του  τεύ­χους, που εμ­φα­νί­ζε­ται και στο γε­νέ­θλιο 98ο. Συμ­με­τέ­χει και τις δυο φο­ρές με πε­ζό, ό­που δια­κρί­νε­ται η ί­δια ευαι­σθη­σία, αλ­λά και η ε­ξέ­λι­ξη της γρα­φής. Ας α­φή­σου­με τα γνω­στά ο­νό­μα­τα σαν γρί­φο για τους φα­να­τι­κούς του Εντευ­κτη­ρίου. Ευ­χό­μα­στε μια δεύ­τε­ρη, ε­ξί­σου γό­νι­μη, ει­κο­σι­πε­ντα­ε­τία. Εί­θε, στο τέ­λος της, ο εκ­δό­της του πε­ριο­δι­κού, που θα έ­χει φθά­σει τα χρό­νια του μέ­ντο­ρά του, να δια­τη­ρεί το δι­κό του σφρί­γος. 

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου



Το ίζημα

Tου Βασίλη Παπά

Βράχοι πελεκημένοι τραβερτίνης
τα τείχη που προστάτεψαν την πόλη.
Βούρκωνε, όμως, το έδαφος απ’ τα νερά
που χρόνια γλείφανε τις πέτρες
στο τέλος τις διαλύσανε.
Το ίζημα παχύ, πυκνό
κάθισε πάνω από τους δρόμους
και τα σπίτια
με τα σαγόνια της να τα μασήσει
η υγρασία σιωπηλά.
Καθώς όμως τα σκέπασε
κατέληξε στο τέλος να τα συντηρήσει.
Το ίζημα των στάσιμων νερών
όπως το ίζημα του χρόνου
όταν αρχίζει να λιμνάζει
στις επιφάνειες των πεπραγμένων
και η ζωή αποκτά κάποια στιγμή
το αρχαιολογικό δικό της πάρκο
και ξεκινούν άτακτες, τότε,
σωστικές ανασκαφές
μ’ ευρήματα, συνήθως, χρηστικά
ρουτίνας περισσότερο
με συλημένα όλα τα σπουδαία της σημεία
που γίνανε αιθέρας κι εξατμίστηκαν
έχοντας μόνο να αποδώσει πια
τα ανελαστικά και ογκώδη ερείπια
μιας καθημερινότητας.


Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 24/2/2013.

Δεν υπάρχουν σχόλια: