Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Δόλιοι και δύσμοιροι


Η πόλη
της Δράμας
σε καρτ
ποστάλ
εποχής.






Βα­σί­λης Τσια­μπού­σης
«Σάλ­το μορ­τά­λε»
Εκδό­σεις Με­ταίχ­μιο
Νοέμ­βριος 2011

Το βι­βλίο του Βα­σί­λη Τσια­μπού­ση εκ­δό­θη­κε στο τέ­λος του 2011. Έχει, δη­λα­δή, συ­μπλη­ρώ­σει τον κύ­κλο του, αυ­τόν που συ­νή­θως πε­ρι­κλείει τα δη­μο­σιο­γρα­φι­κά δη­μο­σιεύ­μα­τα υ­πο­δο­χής, τις κρι­τι­κές πα­ρου­σιά­σεις, τις δια­κρί­σεις και τις ό­ποιες βρα­βεύ­σεις. Η χρο­νι­κή α­πό­στα­ση διευ­κο­λύ­νει τώ­ρα έ­ναν σχο­λια­σμό, ε­στια­σμέ­νο σε κά­ποια συ­γκε­κρι­μέ­να ε­ρω­τή­μα­τα, που μπο­ρεί και να ε­πι­ση­μά­νει ο­ρι­σμέ­να α­δύ­να­τα ση­μεία. Αυ­τά δεν στε­ρού­νται εν­δια­φέ­ρο­ντος ό­σο α­φο­ρά την πο­ρεία του συγ­γρα­φέα και το εν προό­δω  έρ­γο του. Εάν, ω­στό­σο, γί­νο­νταν νω­ρί­τε­ρα, πι­θα­νώς και να προ­κα­λού­σαν αρ­νη­τι­κή ε­ντύ­πω­ση γύ­ρω α­πό το βι­βλίο, δε­δο­μέ­νου ό­τι, μέ­χρι σή­με­ρα, έ­χει τύ­χει μό­νο ευ­νοϊκών πα­ρου­σιά­σεων. Θα έ­λε­γε κα­νείς τις ευ­νοϊκό­τε­ρες σε σύ­γκρι­ση με τα προ­η­γού­με­να βι­βλία του. Το γε­γο­νός ό­τι δεν βρα­βεύ­τη­κε και ό­τι η μο­να­δι­κή διά­κρι­ση που έ­λα­βε ή­ταν η συ­μπε­ρί­λη­ψή του στη δε­κα­με­λή βρα­χεία λί­στα των βρα­βείων «Δια­βά­ζω», ο­φεί­λε­ται στην τα­κτι­κή των βρα­βεύ­σεων, που α­κο­λου­θεί έ­να ι­διό­τυ­πο σύ­στη­μα μο­ριο­δό­τη­σης για την α­ξιο­λό­γη­ση, το ο­ποίο πρι­μο­δο­τεί τους γνω­στό­τε­ρους και τους κα­τοι­κού­ντες στην πρω­τεύου­σα, του­τέ­στιν πλη­σίον του κέ­ντρου των α­πο­φά­σεων.
Πρό­θε­σή μας εί­ναι να σχο­λιά­σου­με το κα­τά πό­σο πρό­κει­ται για διη­γή­μα­τα, σύμ­φω­να με τον προσ­διο­ρι­σμό στη σε­λί­δα τίτ­λου, ή για ι­στο­ρίες. Πι­θα­νώς, ο δι­σταγ­μός μας να δεί­χνει πα­ρά­ται­ρος για έ­ναν συγ­γρα­φέα, που στο ξε­κί­νη­μά του τον κα­θό­ρι­σε η φρά­ση: “Η ελ­λει­πτι­κό­τη­τα εί­ναι ί­σως το πιο χτυ­πη­τό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του νέ­ου διη­γη­μα­το­γρά­φου - σε βαθ­μό υ­περ­βο­λής κά­πο­τε...” Εί­ναι α­πο­σπα­σμέ­νη α­πό την κρι­τι­κή πα­ρου­σία­ση του πρώ­του βι­βλίου του α­πό τον Σπύ­ρο Τσα­κνιά.
Εδώ, ό­μως, ται­ριά­ζει το έ­χει ο και­ρός γυ­ρί­σμα­τα. Θα μπο­ρού­σα­με να το ε­πι­κα­λε­στού­με για τις εκ­πλή­ξεις, που μας ε­πι­φύ­λασ­σε στην εν­διά­με­ση ει­κο­σι­πε­ντα­ε­τία ο με­τα­μο­ντερ­νι­σμός, κα­θώς και για τις α­προσ­δό­κη­τες με­τα­το­πί­σεις, που πα­ρου­σία­σαν, λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο  ε­πη­ρε­α­ζό­με­νοι, οι συγ­γρα­φείς. Αν και η με­τα­βο­λή στη συγ­γρα­φι­κή πο­ρεία του Τσια­μπού­ση δεν στά­θη­κε και τό­σο α­πρό­βλε­πτη. Ήδη, στο ξε­κί­νη­μα της δε­κα­ε­τίας του 2000, πα­ρα­τη­ρού­σα­με ό­τι ε­πι­λέ­γει θέ­μα­τα ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο συ­ναι­σθη­μα­τι­κά φορ­τι­σμέ­να, ε­νώ, πε­ρί τα μέ­σα της δε­κα­ε­τίας, ε­πα­νερ­χό­μα­στε, σχο­λιά­ζο­ντας την προ­τί­μη­σή του σε ι­στο­ρίες, που τρα­βά­νε σε μά­κρος, με δια­δο­χή α­πό δυ­σά­ρε­στα και αλ­γει­νά συμ­βά­ντα.
Τύ­ποις ο Τσια­μπού­σης πα­ρα­μέ­νει διη­γη­μα­το­γρά­φος. Εκτός α­πό έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα προ ει­κο­σα­ε­τίας, έ­χει εκ­δώ­σει πέ­ντε συλ­λο­γές, ό­που συ­γκε­ντρώ­νει 73 διη­γή­μα­τα. Πρό­κει­ται για διη­γή­μα­τα ό­λο και με­γα­λύ­τε­ρης έ­κτα­σης, με τις συλ­λο­γές να α­πο­κτούν πε­ρισ­σό­τε­ρες σε­λί­δες, σε α­ντί­θε­ση με την ο­λι­γο­σέ­λι­δη πρώ­τη και το κομ­ψό μυ­θι­στό­ρη­μα. Αν και η διά­κρι­ση διη­γή­μα­τος και ι­στο­ρίας δεν εί­ναι μό­νο θέ­μα έ­κτα­σης. Ας μην θεω­ρη­θεί, πά­ντως, ό­τι το θέ­μα του ει­δο­λο­γι­κού χα­ρα­κτη­ρι­σμού συ­νι­στά στεί­ρο φι­λο­λο­γι­σμό. Σε άλ­λο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό α­πευ­θύ­νε­ται το διή­γη­μα και σε άλ­λο μια ι­στο­ρία. Ένας διη­γη­μα­το­γρά­φος, που α­πο­φα­σί­ζει να  ε­γκα­τα­λεί­ψει την πύ­κνω­ση και την υ­παι­νι­κτι­κή γρα­φή για να κι­νη­θεί στην ευ­ρυ­χω­ρία που πα­ρέ­χει μια ι­στο­ρία,  ε­πι­λέ­γει και το κοι­νό του. Το τε­λευ­ταίο βι­βλίο του Τσια­μπού­ση συγ­γε­νεύει με συλ­λο­γές διη­γη­μά­των νεό­τε­ρων κυ­ρίως συγ­γρα­φέων, α­πευ­θυ­νό­με­νο κι αυ­τό σε έ­να ευ­ρύ­τε­ρο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό.

Πολ­λή μαυ­ρί­λα...

Η συλ­λο­γή πε­ρι­λαμ­βά­νει 16 ι­στο­ρίες, που ποι­κίλ­λουν ως προς τη μορ­φή και την έ­κτα­ση, ε­νώ, α­ντι­θέ­τως, πα­ρου­σιά­ζουν σχε­τι­κή θε­μα­τι­κή ο­μοιο­γέ­νεια. Ο πιο ται­ρια­στός ε­πι­θε­τι­κός προσ­διο­ρι­σμός για το κε­ντρι­κό θέ­μα θα ή­ταν το μαύ­ρος, με τη ση­μα­σία της πλή­ρους ελ­λεί­ψεως φω­τός. Στις ι­στο­ρίες σω­ρεύο­νται δυ­στυ­χίες, κα­τα­στρο­φές και κά­θε εί­δους α­θλιό­τη­τα. Ενώ, οι ή­ρωες δια­πνέ­ο­νται α­πό δυ­σά­ρε­στα αι­σθή­μα­τα, βλέ­πουν τα πράγ­μα­τα α­πό τη δυ­σοίω­νη πλευ­ρά τους και κα­τα­κλύ­ζο­νται α­πό α­παι­σιό­δο­ξες σκέ­ψεις. Εί­ναι δό­λιοι έως και μοχ­θη­ροί, αλ­λά συ­νά­μα και δύ­σμοι­ροι. Από μια ά­πο­ψη, πρό­κει­ται για ι­στο­ρίες που α­ντα­πο­κρί­νο­νται στην ε­πο­χή μας. Επο­χή, που μό­νο το δη­μο­τι­κό ά­σμα, “πολ­λή μαυ­ρί­λα πλά­κω­σε, μαύ­ρη σαν κα­λοια­κού­δα”, μπο­ρεί να την α­πο­δώ­σει κι ας μην πλά­κω­σε ο Ομέρ Βρυώ­νης με τους δε­κα­ο­χτώ χι­λιά­δες.
Επί­και­ρες, λοι­πόν, οι ι­στο­ρίες και ό­σο α­φο­ρά την ε­ντο­πιό­τη­τα, ου­δό­λως ε­παρ­χια­κές. Ο Τσια­μπού­σης, ω­στό­σο, φαι­νό­ταν να υ­ψώ­νει ως ση­μαία το ε­παρ­χια­κό στοι­χείο με ε­κεί­νο το πρώ­το βι­βλίο του, που φέ­ρει ως συ­νο­δευ­τι­κό τού κυ­ρίως τίτ­λου, «Η Βέ­σπα», την προ­σθή­κη, «...και άλ­λα 21 ε­παρ­χια­κά διη­γή­μα­τα». Κά­τι σαν πρό­κλη­ση προς πρω­τευου­σιά­νους έ­δει­χνε ε­κεί­νη η ι­διω­τι­κή έκ­δο­ση, με έ­δρα τη Θεσ­σα­λο­νί­κη και μο­να­δι­κή σύ­στα­ση του συγ­γρα­φέα τη διεύ­θυν­ση κα­τοι­κίας του στη Δρά­μα. Από την αρ­χή, ω­στό­σο, στα διη­γή­μα­τά του η πό­λη δεν κα­το­νο­μά­ζε­ται. Μό­νο ό­σοι γνω­ρί­ζουν τη Δρά­μα, την δια­κρί­νουν α­πό σκόρ­πιες νύ­ξεις. Το μό­νο πρό­δη­λο εί­ναι ό­τι πρό­κει­ται για πό­λη της ε­παρ­χίας. Η ί­δια κρυ­πτι­κή τα­κτι­κή συ­νε­χί­ζε­ται και στις πρό­σφα­τες ι­στο­ρίες. Σε μια υ­πάρ­χει ο προσ­διο­ρι­σμός, “στην ε­παρ­χια­κή πό­λη Δ.”, ε­νώ, σε κά­ποιες άλ­λες, ο­δω­νύ­μια και το­πω­νύ­μια προϊδεά­ζουν για την ταυ­τό­τη­τά της.
Τε­λι­κά, ως προς την ε­ντο­πιό­τη­τα των ι­στο­ριών του, ο συγ­γρα­φέ­ας δεν άλ­λα­ξε. Εκεί­νο που άλ­λα­ξε, εί­ναι η χώ­ρα και δη, ο α­στι­κός χώ­ρος. Οι κά­τοι­κοι των πό­λεων, του­λά­χι­στον τα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα των μι­κρο­με­σαίων, στα ο­ποία ε­στιά­ζει ο συγ­γρα­φέ­ας, ε­ξο­μοιώ­θη­καν. Μέ­σα α­πό τις ι­στο­ρίες του Τσια­μπού­ση με ή­ρωες Δρα­μι­νούς, αλ­λά και λοι­πούς Βο­ρειο­ελ­λα­δί­τες, κυ­ρίως, Θεσ­σα­λο­νι­κιούς, α­να­δει­κνύο­νται α­να­γνω­ρί­σι­μοι, σε ε­μάς, τύ­ποι, κα­θό­σον δεί­χνουν σαν πι­στά α­ντί­γρα­φα των α­θη­ναϊκών. Αυ­τήν την ε­ντύ­πω­ση της γε­νι­κό­τε­ρης ι­σο­πέ­δω­σης την ε­πι­τεί­νει ο λό­γος. Στα πα­λαιό­τε­ρα διη­γή­μα­τα, ή­ταν ντό­μπρος λό­γος, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό που άλ­λο­τε πο­τέ α­πο­δι­δό­ταν στους ε­παρ­χιώ­τες. Στις πρό­σφα­τες ι­στο­ρίες, η γλώσ­σα εί­ναι α­γο­ραία. Όντας συγ­γρα­φέ­ας της πό­λης ο Τσια­μπού­σης, στα βι­βλία του δεν α­να­μέ­νε­ται να πα­ρει­σφρύ­σει κά­ποια ντο­πιο­λα­λιά. Κι ό­μως, στο πρό­σφα­το προ­βλέ­πε­ται γλωσ­σά­ρι. Δεν α­φο­ρά, ό­μως, κά­ποιο το­πι­κό ι­διό­λε­κτο, αλ­λά αγ­γλι­κές λέ­ξεις και φρά­σεις, που συμ­φύ­ρουν τα πρό­σω­πα των ι­στο­ριών στην κου­βέ­ντα τους.

Θε­α­τρό­μορ­φες ι­στο­ρίες

Οι δυο ε­κτε­νέ­στε­ρες ι­στο­ρίες, κο­ντά σα­ρά­ντα σε­λί­δες η μία και πε­νή­ντα η άλ­λη, έ­χουν τη μορ­φή θε­α­τρι­κού έρ­γου. Κυ­ριαρ­χεί το δια­λο­γι­κό μέ­ρος, ε­νώ το α­φη­γη­μα­τι­κό πε­ριο­ρί­ζε­ται στις πε­ρι­γρα­φές στη­σί­μα­τος μιας σκη­νής και κι­νή­σεων των η­ρώων. Συν­δέ­ο­νται α­να­με­τα­ξύ τους, ό­χι μό­νο με το συ­νη­θι­σμέ­νο τέ­χνα­σμα, ό­που ο­ρι­σμέ­να πρό­σω­πα πη­γαι­νοέρ­χο­νται στις ι­στο­ρίες, αλ­λά με ου­σια­στι­κό­τε­ρο τρό­πο. Συμ­βαί­νουν σε δια­με­ρί­σμα­τα της ί­διας πο­λυ­κα­τοι­κίας, ό­πως οι πρό­σφα­τες ι­στο­ρίες της Κων­στα­ντί­νας Τασ­σο­πού­λου, «Τα κοι­νό­χρη­στα», και της Κάλ­λιας Πα­πα­δά­κη, «Ο ή­χος του α­κά­λυ­πτου». Μά­λι­στα, ως κύ­ριας ση­μα­σίας χώ­ρος στις ι­στο­ρίες του Τσια­μπού­ση, ό­πως και σε ε­κεί­νες της Πα­πα­δά­κη, προ­βάλ­λει “ο α­κά­λυ­πτος”. Ο Τσια­μπού­σης το­πο­θε­τεί ε­κεί το κομ­βι­κό γε­γο­νός μιας αυ­το­κτο­νίας, ό­πως συ­νέ­βη στον α­κά­λυ­πτο χώ­ρο ι­στο­ρίας ε­νός τέ­ταρ­του συγ­γρα­φέα, του Σπύ­ρου Γιαν­να­ρά, «Ο λο­ξίας». Αν και ε­κεί­νη δια­φο­ρο­ποιεί­ται, κα­θώς ο συγ­γρα­φέ­ας τής προσ­δί­δει στο­χα­στι­κό υ­πό­βα­θρο. Όσο α­φο­ρά τον Τσια­μπού­ση, στην ί­δια πο­λυ­κα­τοι­κία δια­δρα­μα­τί­ζε­ται και μια τρί­τη ι­στο­ρία, αυ­τή συ­ντο­μό­τε­ρη και με α­φη­γη­μα­τι­κή μορ­φή, που εί­ναι πλη­σιέ­στε­ρη στις α­θη­ναϊκές ι­στο­ρίες της Πα­πα­δά­κη. Και ε­δώ, ο α­φη­γη­τής φα­ντα­σιώ­νε­ται τι μπο­ρεί να κά­νουν οι έ­νοι­κοι δια­φο­ρε­τι­κών δια­με­ρι­σμά­των της πο­λυ­κα­τοι­κίας κα­τά την πτώ­ση της αυ­τό­χει­ρος.
Η πρώ­τη θε­α­τρό­μορ­φη ι­στο­ρία, με τίτ­λο, «Με λέ­νε Γιώρ­γο», πα­ρα­μέ­νει σε ρε­α­λι­στι­κό πλαί­σιο, α­πο­τυ­πώ­νο­ντας τις  ο­ξυ­μέ­νες σχέ­σεις χω­ρι­σμέ­νων συ­ζύ­γων με­τά τέ­κνου, στις ο­ποίες κυ­ριαρ­χούν οι οι­κο­νο­μι­κές δια­φο­ρές. Κε­ντρι­κό θέ­μα της κου­βέ­ντας εί­ναι η ε­ξεύ­ρε­ση εγ­γυη­τή προς ε­ξα­σφά­λι­ση τρα­πε­ζι­κού δα­νείου. Με το ί­διο θέ­μα υ­πάρ­χει και άλ­λη ι­στο­ρία, μό­νο που ε­κεί­νη ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στην πώ­λη­ση δια­με­ρί­σμα­τος προς λύ­ση του οι­κο­νο­μι­κού α­διέ­ξο­δου. Γε­νι­κό­τε­ρα, η ε­ξεύ­ρε­ση α­γο­ρα­στή για α­κί­νη­το ή τρα­πε­ζι­κών δα­νείων, μα­ζί με α­να­φο­ρές σε υ­πη­ρε­σια­κές κα­τα­χρή­σεις, σκια­γρα­φούν το γνώ­ρι­μο οι­κο­νο­μι­κό το­πίο, του ο­ποίου η μαυ­ρί­λα δια­σκε­δά­ζε­ται με ε­ξω­συ­ζυ­γι­κές κι άλ­λες ε­ρω­τι­κές σχέ­σεις.
Στη δεύ­τε­ρη θε­α­τρό­μορ­φη ι­στο­ρία, «Αγρυ­πνία», ο συγ­γρα­φέ­ας κά­νει μια προ­σπά­θεια να δια­φύ­γει προς το γκρο­τέ­σκο με την εμ­φά­νι­ση του φα­ντά­σμα­τος της νε­κρής αυ­τό­χει­ρος, την ο­ποία ξε­νυ­χτούν οι γεί­το­νες. Ενώ, ταυ­τό­χρο­να, για να α­να­δεί­ξει το ση­με­ρι­νό κλί­μα γε­νι­κευ­μέ­νης ε­ξα­χρείω­σης, προ­σθέ­τει ό,τι μαύ­ρο πράτ­τει ο τυ­χών α­χρείος, εί­τε πρό­κει­ται για οι­κο­γε­νειάρ­χη δη­μο­τι­κό άρ­χο­ντα που συ­ντη­ρεί γκό­με­να εί­τε για για­τρό ε­μπλε­κό­με­νο σε ε­μπο­ρία ορ­γά­νων νε­κρών. Δί­κην α­λα­τί­σμα­τος, προς συ­μπλή­ρω­ση της ει­κό­νας ε­νός α­ντι­συμ­βα­τι­κού προ­σώ­που, ο α­φη­γη­τής α­θροί­ζει στις ε­ρω­τι­κές πα­ρα­σπον­δίες και μια λε­σβια­κή σχέ­ση. Μό­νο που οι γκρο­τέ­σκο κα­τα­στά­σεις δεν στή­νο­νται πε­ρι­συλ­λέ­γο­ντας κα­θη­με­ρι­νά α­ξιο­πε­ρίερ­γα. Απαι­τούν τη δη­μιουρ­γία κω­μι­κο­τρα­γι­κών σχη­μά­των.
Σε πα­λαιό­τε­ρα βι­βλία του Τσια­μπού­ση, πα­ρα­τη­ρού­σα­με, ό­τι α­που­σιά­ζουν οι γυ­ναί­κες. Σε αυ­τό, α­ντι­θέ­τως, κερ­δί­ζουν έ­δα­φος. Δεν α­πο­τε­λούν, ό­μως, αυ­θύ­παρ­κτους ή­ρωες. Δεί­χνουν πε­ρισ­σό­τε­ρο σαν κα­ρι­κα­τού­ρες, έ­τσι ό­πως το­νί­ζο­νται οι ε­ρω­τι­κοί τους ά­θλοι, που φτά­νουν μέ­χρι να δώ­σουν το έ­ναυ­σμα σε πα­τρο­κτο­νία. Τον συγ­γρα­φέα δεν φαί­νε­ται να τον α­πα­σχο­λεί η γυ­ναι­κεία ψυ­χο­λο­γία, κα­θώς υ­πε­ρι­σχύει η διά­θε­ση γε­λοιο­ποίη­σης. Στις πε­ρι­πτώ­σεις που η δια­κω­μώ­δη­ση α­στο­χεί, μέ­νει έ­νας ε­λά­χι­στα α­λη­θο­φα­νής χα­ρα­κτή­ρας, ό­πως ε­κεί­νος της δα­σκά­λας με τις ο­πι­σθο­δρο­μι­κές ι­δέες.
Πε­ρισ­σό­τε­ρο γεν­ναιό­δω­ρος στέ­κε­ται ο συγ­γρα­φέ­ας με τους με­τα­νά­στες. Στην σύ­ντο­μη κα­τα­λη­κτι­κή ι­στο­ρία «Αχ! Σω­κρά­τη», δί­νε­ται μια πα­ραλ­λα­γή στο κοι­νό­το­πο πλέ­ον δί­δυ­μο του α­νοϊκού υ­πε­ρή­λι­κα και της οι­κια­κής βο­η­θού, που πα­ρου­σιά­ζε­ται σαν φύ­λα­κας άγ­γε­λος. Ωστό­σο, στις δυο άλ­λες ι­στο­ρίες, με κε­ντρι­κό πρό­σω­πο Αλβα­νό, η μέ­χρι τώ­ρα στε­ρεό­τυ­πη ει­κό­να, που α­πο­τυ­πώ­νε­ται στην ελ­λη­νι­κή πε­ζο­γρα­φία, αλ­λά­ζει. Ανα­με­νό­με­νη η δια­φο­ρο­ποίη­ση, α­φού, ό­σο περ­νά­ει ο και­ρός, η οι­κο­νο­μι­κή κα­τά­στα­ση των Αλβα­νών βελ­τιώ­νε­ται, ο­πό­τε α­να­βαθ­μί­ζε­ται η κοι­νω­νι­κή θέ­ση τους και ως α­ντα­νά­κλα­ση, έρ­χε­ται η τα­ξι­κή τους α­νύ­ψω­ση και στην πε­ζο­γρα­φία. Αδυ­σώ­πη­τος δια­πραγ­μα­τευ­τής στην οι­κο­νο­μι­κή συ­ναλ­λα­γή εμ­φα­νί­ζε­ται ο Αλβα­νός στη μια ι­στο­ρία, καλ­λι­τε­χνι­κή φύ­ση, που τα­λαι­πω­ρή­θη­κε στα χρό­νια του Χότ­ζα, στη δεύ­τε­ρη. Και στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις, α­ντί Αλβα­νού, θα μπο­ρού­σε να πρό­κει­ται για τον Έλλη­να α­ντί­στοι­χό του. Αυ­τή η α­να­βαθ­μι­σμέ­νη πα­ρου­σία της αλ­βα­νι­κής μειο­νό­τη­τας στις ι­στο­ρίες του Τσια­μπού­ση φαί­νε­ται πως ε­κτι­μή­θη­κε α­πό τους πο­λι­τι­στι­κούς υ­πεύ­θυ­νους της γεί­το­νος χώ­ρας, α­φού ή­ταν οι πρώ­τοι που με­τέ­φρα­σαν την προ­η­γού­με­νη συλ­λο­γή του, με­τά και την κα­το­χύ­ρω­σή της με Βρα­βείο της Ακα­δη­μίας.

Το λε­πτο­λό­γη­μα

Εκτός α­πό τις θε­α­τρο­μόρ­φες ι­στο­ρίες, στη συλ­λο­γή ε­πι­χει­ρεί­ται και ο πα­ρα­πλή­σιος πει­ρα­μα­τι­σμός ε­νός α­μι­γώς δια­λο­γι­κού πε­ζού. Αυ­τή η μορ­φή έ­χει δο­κι­μα­στεί α­πό ο­ρι­σμέ­νους πα­λαιό­τε­ρους, με ι­διαί­τε­ρα κα­λά α­πο­τε­λέ­σμα­τα. Για πα­ρά­δειγ­μα, η συ­ζή­τη­ση του ζεύ­γους στο «Γερ­μα­νι­κός φούρ­νος» του Τσια­μπού­ση έ­χει σαν προ­η­γού­με­νο «Τα φτε­ρά μπε­κά­τσας» του Θα­νά­ση Βαλ­τι­νού. Κι αν θέ­λου­με να πά­με α­κό­μη πιο πί­σω, το πα­πα­δια­μα­ντι­κό «Από­λαυ­σις στη γει­το­νιά». Ο συγ­γρα­φέ­ας, με δε­δο­μέ­νη τη δε­ξιό­τη­τά του στους δια­λό­γους, κα­τορ­θώ­νει να σκια­γρα­φή­σει τους χα­ρα­κτή­ρες χω­ρίς πλα­τεια­σμούς. Θε­μα­τι­κά, ό­μως, ε­πα­νέρ­χε­ται στον οι­κο­νο­μι­κό πα­ρά­γο­ντα και μά­λι­στα, α­πό την ί­δια ο­πτι­κή γω­νία με ε­κεί­νη των ε­κτε­νέ­στε­ρων ι­στο­ριών.
Γε­νι­κό­τε­ρα, μια ι­στο­ρία για να έ­χει το χα­ρα­κτή­ρα διη­γή­μα­τος, ε­κτός α­πό την πολ­λα­πλώς σχο­λια­σμέ­νη πύ­κνω­ση, πρέ­πει να εί­ναι ευ­ρη­μα­τι­κή και πρω­τό­τυ­πη, ό­πως, λ.χ., η πρώ­τη και ο­μό­τιτ­λη της συλ­λο­γής. Σε αυ­τήν, η ε­νο­ποιός ι­δέα δεν εί­ναι η τρέ­χου­σα οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση αλ­λά η πί­στη στη θεία δύ­να­μη. Εδώ, το πρό­βλη­μα εί­ναι το πώς μπο­ρεί να λει­τουρ­γή­σει το με­τα­φυ­σι­κό στοι­χείο ως κι­νη­τή­ριος μο­χλός μιας μυ­θο­πλα­στι­κής σύν­θε­σης. Μάλ­λον δεν αρ­κούν δυο τρεις σχε­τι­κές α­να­φο­ρές, ό­πως “το σταυ­ρου­δά­κι” της Αγγλί­δας, που ε­πι­χει­ρεί έ­να “σάλ­το μορ­τά­λε”, ή το προ­σκύ­νη­μα α­πό μο­να­στή­ρι σε μο­να­στή­ρι. Την ε­ντύ­πω­ση του υ­πε­ραι­σθη­τού μπο­ρεί να την δη­μιουρ­γή­σει μό­νο η προ­σε­κτι­κή ε­πι­λο­γή της κά­θε μιας λέ­ξης και το ε­πι­δέ­ξιο πλέ­ξι­μο ε­κά­στης φρά­σης. Το “σάλ­το μορ­τά­λε”, χω­ρίς το λε­κτι­κό και ψυ­χο­λο­γι­κό λε­πτο­λό­γη­μα, δεί­χνει πε­ρισ­σό­τε­ρο σαν κα­πρί­τσιο του­ρί­στριας, που ε­ντυ­πω­σιά­ζει χά­ρις στα κόκ­κι­να μαλ­λιά και τα “φτιαγ­μέ­να α­πό χρυ­σά­φι μπού­τια”.
Μια θε­μα­τι­κή φλέ­βα, που εί­χε δώ­σει εν­δια­φέ­ρου­σες ι­στο­ρίες σε πα­λαιό­τε­ρα βι­βλία του Τσια­μπού­ση, εί­ναι η α­να­φο­ρά στο πα­ρελ­θόν. Ιδιαί­τε­ρα, σε Κα­το­χή και Εμφύ­λιο, που, κα­τ’ ε­πέ­κτα­ση, ε­μπλέ­κει τις συ­γκρού­σεις δε­ξιών και α­ρι­στε­ρών. Πα­ρα­τη­ρού­με ό­τι και σε αυ­τό το θέ­μα, η συγ­γρα­φι­κή ο­πτι­κή α­κο­λου­θεί τον τρέ­χο­ντα εκ­συγ­χρο­νι­σμό. Ο συ­ντα­ξιού­χος “α­ξιω­μα­τι­κός της Χω­ρο­φυ­λα­κής, εξ α­να­κα­τα­τά­ξεως”, και ο συ­ντα­ξιού­χος κα­θη­γη­τής, πρώην πο­λι­τι­κός πρό­σφυ­γας στις Ανα­το­λι­κές Χώ­ρες, με άλ­λα λό­για, ο άλ­λο­τε πο­τέ ‘‘ταγ­μα­τα­σφα­λί­της’’ και α­ντι­στοί­χως, ο κά­πο­τε κομ­μου­νι­στής, πα­ρα­βγαί­νουν σε κο­μπί­νες και φο­ρο­δια­φυ­γή. Σε άλ­λες ι­στο­ρίες του βι­βλίου, η πα­ρελ­θο­ντι­κή ο­πτι­κή συμ­βάλ­λει στη δη­μιουρ­γία βα­θύ­τε­ρης αί­σθη­σης μα­ταιό­τη­τας.
Ενδει­κτι­κό πα­ρά­δειγ­μα, το «Συ­να­ξά­ρι», ό­που πα­ρα­τί­θε­νται εν σει­ρά οι βίοι των με­λών α­πό τις οι­κο­γέ­νειες μιας “τε­τρα­κα­τοι­κίας”, με έμ­φα­ση στα τε­λευ­ταία χρό­νια της ζωής τους και την κα­τά­λη­ξη που εί­χαν. Από μια ά­πο­ψη, πα­ρό­μοια “συ­να­ξά­ρια” για αν­θρώ­πους, οι­κο­γέ­νειες ή και σπί­τια, α­πό τη φύ­ση τους, εί­ναι τρα­γι­κά, πό­σω μάλ­λον ό­ταν μέ­νουν μο­νό­χορ­δα στην φθο­ρά και την α­σθέ­νεια. Στο συ­γκε­κρι­μέ­νο διή­γη­μα, ω­στό­σο, προ­βλέ­πε­ται αι­σιό­δο­ξο τέ­λος, με την πα­ρα­χώ­ρη­ση της “τε­τρα­κα­τοι­κίας” σε ά­φρα­γκο και πα­μπό­νη­ρο με­τα­νά­στη. Κα­τά την ε­κτί­μη­σή μας, πά­ντως, έ­να βε­βια­σμέ­νο χά­πυ ε­ντ, ό­πως και ε­κεί­νο το γρα­φι­κό που προ­βλέ­πε­ται για το πιο ζο­φε­ρό διή­γη­μα της συλ­λο­γής, το «Νια­ού­ρι­σμα», ε­ντεί­νουν την ε­ντύ­πω­ση πα­ρά την α­πα­λύ­νουν. Εκτός κι αν λη­φθεί, ό­τι αυ­τή α­κρι­βώς εί­ναι η πρό­θε­ση του συγ­γρα­φέα.
Όπως και να έ­χει, το θέ­μα συμ­βάλ­λει αλ­λά δεν εί­ναι πο­τέ το κα­θο­ρι­στι­κό στοι­χείο. Το μο­να­δι­κό διή­γη­μα της συλ­λο­γής, που πι­στεύου­με ό­τι δια­σώ­ζει την ι­διο­προ­σω­πία του συγ­γρα­φέα, έ­χει κι αυ­τό ως θέ­μα τα θα­να­τι­κά που βρί­σκουν μια οι­κο­γέ­νεια. Πρό­κει­ται για το «Φω­το­γρα­φία», ό­που, μέ­σα σε τεσ­σε­ρε­σή­μι­σι σε­λί­δες, ζω­ντα­νεύει η Ελλά­δα των πρώ­των με­τα­πο­λε­μι­κών δε­κα­ε­τιών. Η Ελλά­δα των στε­ρή­σεων και της α­ξιο­πρέ­πειας. Κι αυ­τό, χω­ρίς μορ­φι­κά σάλ­τα, ού­τε α­θη­ναϊκούς νε­ο­τε­ρι­σμούς. Τέ­λος, να ση­μειώ­σου­με, ό­τι με δε­δο­μέ­νη την ε­πι­τυ­χή πο­ρεία του βι­βλίου, ο δι­κός μας σχο­λια­σμός μπο­ρεί να ε­κλη­φθεί ως μεμ­ψί­μοι­ρος. Ακρι­βέ­στε­ρο, ό­μως, θα ή­ταν να δια­βα­στεί σαν κομ­μά­τι α­πό το ει­σέ­τι ά­γρα­φο ρέκ­βιεμ για τη γε­νι­κό­τε­ρη υ­πο­χώ­ρη­ση του α­μι­γούς διη­γή­μα­τος.

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 12/5/2013.

Δεν υπάρχουν σχόλια: