Ο Γιώργος Σεβαστίκογλου το 1942,
εποχή γνωριμίας του με την Άλκη Ζέη.
Άλκη Ζέη
«Με μολύβι φάμπερ
νούμερο δυο»
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Σεπτέμβριος 2013
Τα τελευταία χρόνια οι αυτοβιογραφίες πληθαίνουν, καθώς αρκετοί διάσημοι από διάφορους χώρους εξιστορούν τα του βίου τους. Συμβάλλει και η μεγάλη ζήτηση που έχουν παρόμοια βιβλία, τα οποία φτάνουν να συναγωνίζονται τα αποκαλούμενα ροζ μυθιστορήματα. Κάπως έτσι, από ενασχόληση ανθρώπων με δημιουργική δραστηριότητα, επιθυμητή από μια ηλικία και ύστερα ώστε να διασωθεί το αποταμίευμα εμπειρίας, κατέληξε κερδοφόρα επιχείρηση. Στην ποικιλία των αυτοβιογραφούμενων, την πρώτη θέση κατέχουν οι συγγραφείς. Πρόσφατα έχουν προκύψει μέχρι και εκδοτικές σειρές με τις αυτοβιογραφίες τους, στις οποίες συμμετέχουν μεσήλικες, κάποτε και νεότεροι, που, μη έχοντας επαρκές βιωματικό απόθεμα, καταφεύγουν σε συχνά ανιαρή ομφαλοσκόπηση. Πολλοί από αυτούς, μάλιστα, κάνουν εκτεταμένη χρήση προσωπικών στοιχείων και στο στήσιμο ή τη διάνθιση των μυθιστορημάτων τους.
Στη δυσμενή προδιάθεση, που έχει προκαλέσει αυτός ο εναγκαλισμός της αυτοβιογραφίας με το σκανδαλοθηρικό ανάγνωσμα και το μυθιστόρημα, το καινούριο βιβλίο της Άλκης Ζέη έρχεται να σώσει τη χαμένη τιμή της αυτοβιογραφίας. Όπως είχε κατορθώσει πριν είκοσι έξι χρόνια να στήσει ένα μυθιστόρημα με ολοκληρωμένους χαρακτήρες, βασισμένο στα αληθινά γεγονότα από μια περίοδο της ενήλικης ζωής της, τώρα εξιστορεί τα παιδικά, εφηβικά και πρώτα νεανικά χρόνια της σαν μυθιστόρημα. Αν δεν είχε προλάβει ο Ξενόπουλος, στο πρόσφατο βιβλίο της θα ταίριαζε ο τίτλος της δικής του αυτοβιογραφίας, «Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα», καθώς πρόκειται για μια συναρπαστική αφήγηση. Όσο αφορά την ανάκληση αυτού του αρκετά μακρινού παρελθόντος, στηρίχτηκε, όπως γράφει, στη μνήμη της και στη μνήμη της μονάκριβης αδελφής της.
Συνδυασμός, που εκπλήσσει με την ακρίβειά του, ιδίως, όταν πρόκειται για πρόσωπα, που δεν έχει συγκρατήσει η Ιστορία της εποχής και σώζονται μόνο σε αναφορές ειδικών πραγματειών και απομνημονευμάτων. Ή και όταν αφορά επιμέρους λεπτομέρειες του βιογραφικού γνωστών προσώπων. Για παράδειγμα, στην πρώτη σελίδα, διορθώνεται η ημερομηνία γέννησης του φίλου της από τα χρόνια της Δικτατορίας στο Παρίσι, Χόρχε Σεμπρούν. Όλες οι πηγές που γνωρίζουμε τον φέρουν γεννηθέντα στις 10 Δεκ. 1923. Η Ζέη αναφέρει πως είχε γενέθλια την ίδια μέρα με εκείνη και τον Νίκο Κούνδουρο, στις 15 Δεκ. Όπως θυμίζει, “ο Σεμπρούν έφυγε πριν από λίγο καιρό”, στις 7 Ιουν. 2011. Τα πρώτα τους βιβλία, «Το μεγάλο ταξίδι» του Σεμπρούν και το δικό της, «Το καπλάνι της βιτρίνας», είχαν εκδοθεί την ίδια χρονιά, πριν 50 χρόνια. Ενώ, στη δεκαετία του ’80, είχαν κυκλοφορήσει δυο σημαντικά βιβλία τους, και τα δυο από τις εκδόσεις Θεμέλιο. Το 1983, «Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ», σε μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου, και το 1987, «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα».
Ο τίτλος, που η συγγραφέας επιλέγει για την αυτοβιογραφία της, κυριολεκτεί. “Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο” έγραφε, από το δημοτικό, τα πρώτα εξωσχολικά κείμενά της. Αυτός ο τύπος μολυβιού γράφει μαλακά, με βαθιούς τόνους. Αντιστοίχως, ο τρόπος που παρουσιάζεται η αφηγήτρια δείχνει έναν άνθρωπο ήπιο και τρυφερό, που εξιστορεί προχωρώντας στο βάθος των πραγμάτων. Μέχρι συμπλεγματικές θα χαρακτήριζε ο παππούς Φρόυντ αποφάνσεις του τύπου: “ήμουνα μια ασήμαντη μαθήτρια”, “δεν ήμουνα ψηλή και φανταχτερή”, η μεγαλύτερη αδελφή μου “από μικρή με θεωρούσε κουτούτσικη. Άλλωστε το παρατσούκλι μου ήταν Κουτοκούλι.” Μόνο που το “Κουτοκούλι μας προέκυψε συγγραφέας”, όπως σχολιάζει η αδελφή της, και μάλιστα, ένας συγγραφέας με το χάρισμα του αυτοσαρκασμού.
Η Λενούλα...
Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στην αδελφή της, “στη Λενούλα”, στην οποία παραχωρεί πρωταγωνιστικό ρόλο, ακόμη και στην εικονογράφηση. Είναι η ίδια που ενέπνευσε την Αντιγόνη στο δεύτερο βιβλίο της, του 1971, «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου». Εκεί είναι η μεγαλύτερη αδελφή του Πέτρου, που “κοιμότανε με 68 κουρελάκια στο κεφάλι, για να έχει μαλλί φουντωτό σα κουνουπίδι. Όλοι έλεγαν ότι μοιάζει στην διάσημη αμερικανίδα ηθοποιό και τραγουδίστρια Ντιάνα Ντάρμπιν”. Στην αυτοβιογραφία, άνοιξη 1939, “η Λενούλα τυλίγει τα μαλλιά της σε κουρελάκια πριν πέσει να κοιμηθεί” και είναι “αναγνωρισμένο από όλα τα σχολεία πως έμοιαζε” στην Ντάρμπιν. Αρρένων και θηλέων, Ιόνιος Σχολή, Μπερζάν, Μακρή και Αηδονοπούλου, που παρακολουθούσαν σε πρωινή προβολή του Ρεξ ταινία της αμερικανίδας σταρ. Με “καρό φούστα και σοσονάκια και οι δυο”, η ηθοποιός και η κατά δυόμισι χρόνια νεότερη Ελληνίδα σωσίας της, η οποία “σηκώθηκε όρθια και χαιρέτησε τα πλήθη” που “φώναζαν ρυθμικά: Λε-νου-λα Λε-νου-λα”. Αστέρι η Ντάμπιν στις δεκαετίες του ’30 και του ’40, μέχρι ο νεότερος των κοριτσιών Θωμάς Γκόρπας, θυμόταν να ακούει τα τραγούδια της. Τα ΜΜΕ την ξαναθυμήθηκαν εφέτος τον Μάη με το θάνατό της. Η Ντάρμπιν έκανε το ντεμπούτο της δεκαπεντάχρονη και πριν κλείσει τα τριάντα, το 1949, εγκατέλειψε τον κινηματογράφο, ακολουθώντας τον τρίτο σύζυγό της.
Στο ενδιάμεσο, Οκτ. 1942, ξεκίνησε το ειδύλλιο της Λενούλας με τον Νίκο Γκάτσο, που κράτησε μέχρι το 1946. Έτσι όπως το παρουσιάζει η Ζέη, δίνει σπάνια μαρτυρία για μια σχεδόν άγνωστη πλευρά του Γκάτσου. Αυτήν του ερωτευμένου. Καμία σύγκριση με τον Γκάτσο της πρόσφατης “μυθιστορίας” της Αγαθής Δημητρούκα, «Πουλάμε τη ζωή χρεώνουμε τον θάνατο». Εδώ, είναι ο τριαντάρης άντρας, που ζει έναν κεραυνοβόλο και παράφορο έρωτα. Απ’ αρχής μέχρι τέλους, τον εκφράζει με τρόπο δαψιλή και υπερβολικό. “Μια τεράστια ανθοδέσμη από κλωνάρια αμυγδαλιάς” συνοδεύει την πρώτη πρόσκληση στου Λουμίδη για καφέ. Με απειλή για εσπευσμένη αναχώρησή του στη Γερμανία, την οποία παρουσιάζει ως αυτοχειρία ενέργεια, αποσπά την πρώτη κατά μόνας συνάντηση. Μέχρι που “νοικιάζει αμαξάκι με άλογο – δυο υπήρχαν σ’ όλη την Αθήνα – για να την πάει βόλτα”. Για να εντυπωσιάσει την δεκαοχτάχρονη, επιδεικνύει αχαλίνωτη φαντασία. Μέσα στην Κατοχή, σκαρφίζεται μια μυστική αποστολή στην Αίγυπτο. Εξαφανίζεται ένα δεκαπενθήμερο, επιστρατεύοντας τον Ελύτη ως κομιστή της αποχαιρετιστήριας επιστολής, που έγραφε, “Αν δεν γυρίσω και χαθώ, να ξέρεις πως σε αγάπησα πολύ”. Ένας έρωτας που θάλλει χάρις και στα παραμύθια που της λέει, αναδεικνυόμενος σε υπέροχο τερατολόγο. Εκείνη, όμως, είναι ένα ρομαντικό κορίτσι, που διαλέγει στα περιοδικά μόδας το νυφικό της “κι ονειρεύεται πως είναι νύφη στο μπράτσο του Γκάτσου που σίγουρα θα φορά σμόκιν”.
“Δεν ήτανε ωραίος, ήτανε όμορφος. Πολύ ψηλός, μάτια σχιστά, αριστοκρατικά χέρια. Κατάμαυρα μαλλιά. Έμοιαζε με ισπανό ευγενή.” Αυτή ήταν η πρώτη εντύπωση της Ζέη από τον Γκάτσο. Πάντως, εκείνος δεν αντέδρασε ως ισπανός ευγενής, ούτε όταν τέθηκε θέμα γάμου ούτε, όταν, μετά το χωρισμό τους, κατάλαβε πως τη θέση του στην καρδιά της Λενούλας είχε πάρει άλλος. Μάλλον συμπεριφέρθηκε σαν γνήσιος Έλληνας. Την μεν κουλούρα δεν την έβαλε, αλλά έσπασε τα τζάμια του σπιτιού του αντίζηλου. Όσο για την Λενούλα βρήκε το ταίρι της, όπως και η Ντάρμπιν, στον τρίτο της έρωτα. Η μεγαλύτερη αδελφή και οι νεανικοί έρωτές της δεν ενέπνευσαν στη Ζέη ένα αυτοτελές μυθιστόρημα. Κρίμα, καθώς θα ενέπλεκε δυο ποιητές, που δεν άφησαν ημερολόγια και επιστολές, τον Γκάτσο και τον Νίκο Καρύδη, περισσότερο γνωστό ως έναν της τριάδας που ίδρυσε τον «Ίκαρο». Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να έχει τίτλο, “οι αρραβωνιαστικοί της Ελένης”. Η μεγαλύτερη αδελφή είχε πάρει το όνομά της από την κρητικιά, εκ πατρός, γιαγιά. Ενώ, το Άλκη είναι υποκοριστικό του Αγγελική. Έτσι λέγανε την άλλη γιαγιά, την Σαμιώτισσα, το γένος Νικολαραΐζη. Συγγένευε, άραγε, με τον διπλωμάτη και κριτικό λογοτεχνίας Δημήτρη Νικολαραΐζη, που ήταν κι αυτός Σαμιώτης, από πλούσια οικογένεια εμπόρων;
Διαδοχικά προσωπεία
Η συγγραφέας πλάθει τα διαδοχικά προσωπεία της αφηγήτριας - παιδί, έφηβη, νεαρή κοπέλα – χωρίς να παρεμβαίνει από τη θέση του ενήλικα στον τρόπο που εκείνη, σε κάθε μια περίοδο, βλέπει συνομήλικους και μεγαλύτερους, καθώς και στο πώς αντιλαμβάνεται όσα συμβαίνουν στον στενό οικογενειακό χώρο ή στο πώς αντιδρά στους αντίκτυπους που έχει η γενικότερη κατάσταση στην Ελλάδα και τον υπόλοιπο κόσμο στον δικό της κόσμο του σπιτιού και του σχολείου. Για τα σχόλια του ενήλικα έχει προβλέψει πλαγιογράμματες περικοπές. Σχετικά λιγοστές και σύντομες, με μικρότερα στοιχεία, ευτυχώς ελάχιστα παραλλάσσουν ή εκλογικεύουν τις αλλοτινές εκτιμήσεις. Μόνο προσθέτουν μεταγενέστερα συμβάντα και θανάτους, που συμπληρώνουν μεν την εικόνα, αλλά προσθέτουν και κάποιες πένθιμες νότες. Από μια άποψη, αυτή η γεύση του τέλους υποστέλλει τον ανάλαφρο τόνο της αφήγησης, που κυμαίνεται από την σκανδαλιάρικη διάθεση του παιδιού, στην περιπαικτική της εφηβείας και την χιουμοριστική της ενηλικίωσης. Αν και αυτή η τελευταία καταλήγει σε πικρά ειρωνική, όταν η κατάσταση αρχίζει να ζορίζει από τα Δεκεμβριανά και μετά.
Σε κάθε περίοδο, η αφήγηση ζωντανεύει μια χορεία προσώπων, με πρώτη τη μεγάλη οικογένεια του Σαμιώτη παππού Γεωργίου Σωτηρίου, καθηγητή αρχαίων ελληνικών στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης. Από lapsus calami αναφέρεται ότι απέκτησε δέκα τρία παιδιά, ενώ ο περιγραφικός κατάλογος που ακολουθεί τα βγάζει δώδεκα. Όπως και να έχει, στερνοπαίδια είναι “τα πανέμορφα δίδυμα Πλάτων και Έλλη”. “Ο θείος Πλάτων” είναι ο ήρωας του ομότιτλου, τρίτου βιβλίου της, και σύζυγος της Μικρασιάτισσας Διδώς Παππά. Ένα ακόμη πρόσωπο της λογοτεχνίας, δίπλα στον Γκάτσο, που παίρνει αυτόνομη υπόσταση και δη, σχεδόν μυθιστορηματικού χαρακτήρα, είναι η Διδώ Σωτηρίου, η δυναμική πρώιμη φεμινίστρια. Και η Έλλη είναι “η μαμά”, που “δεν ήταν μόνο πολύ όμορφη”, αλλά και “αχτύπητη στο ντύσιμο”. Στην Κατοχή, έκανε αντίσταση - σύνδεσμος με το Κόμμα, διακινώντας παράνομα έντυπα - με καμουφλάρισμα τα μοντελάκια “των μεγάλων τότε οίκων μόδας, της Παπαστεφάνου και της Τσούχλου”, που λάνσαρε φορώντας τα.
Εκείνο που αντιδιαστέλλει την αυτοβιογραφία της Ζέη από άλλες αυτοβιογραφικού χαρακτήρα αφηγήσεις δεν είναι το πλήθος των σημαντικών προσώπων που αναφέρει, αλλά η οπτική μέσα από την οποία τα παρουσιάζει. Προβάλλει διαφορετικές από τις γνωστές πλευρές τους, κυρίως μεταφέροντας εντυπώσεις της εποχής που τους γνώρισε. Συχνά η καλύτερη σύσταση είναι ο προφορικός τους λόγος, έτσι πιστικά που κατορθώνει να τον ανασυστήσει. Παράδειγμα, οι διάλογοι Γκάτσου – Εμπειρίκου και οι συζητήσεις της ίδιας με την επιστήθια φίλη της Ζωρζ Σαριβαξεβάνη. Το 1969, με την έκδοση του παιδικού βιβλίου, «Ο θησαυρός της Βαγίας», η φίλη της θα καταγραφεί στις δέλτους της λογοτεχνίας ως Ζωρζ Σαρή. Παρεμπιπτόντως, όταν η Ζέη αναφέρεται στο ιδιωτικό σχολείο των πρώτων γυμνασιακών της χρόνων, αποφεύγει να το ονοματίσει, γιατί “ήταν φασιστικό” και η διευθύντρια του, που την βαφτίζει Περσεφόνη, “είχε υιοθετήσει κατά γράμμα τις απόψεις του Χίτλερ”. Την έχει, όμως, προλάβει η Σαρή με το αυτοβιογραφικό βιβλίο της, «Ε. Π.», του 1996. Οι ενωμένες για πάντα, που υπαινίσσεται το αρκτικόλεξο του τίτλου, είναι τέσσερις συμμαθήτριες, με την πρώτη να ακούει στο όνομα Άλκη, ενώ η διευθύντρια και ιδιοκτήτρια του σχολείου ονομάζεται Ερασμία Δελαπόρτα.
Θέατρο και Αντίσταση
Στην τελευταία περίοδο, με τις μνήμες της νεαρής κοπέλας, φωτίζονται πλαγίως δυο διαφορετικοί χώροι, του Θεάτρου και της Αντίστασης. Και στους δυο ουσιαστικά την εισήγαγε “ο ψηλός με τα γυαλιά και το άσχημο επίθετο”, που είχε γνωρίσει μαζί με “τον Εμπειρίκο, τον Ελύτη, τον Γκάτσο και τον Μάριο Πλωρίτη”, ο θεατρικός συγγραφέας Γιώργος Σεβαστίκογλου. Από τον πρώτο χώρο, δεν εντυπωσιάζει ο Κουν της εποχής, καθώς ο ίδιος ως προσωπικότητα και το πρωτοποριακό θέατρο του συνιστούν ένα από τα πιο γνωστά κεφάλαια του μεταπολεμικού ελληνικού θεάτρου. Εντυπωσιάζει, όμως, η Καιτούλα, που κατάφερε “να ξεπεράσει τον εαυτό της” στο πρώτο έργο του Θεάτρου Τέχνης, την «Αγριόπαπια» του Ίψεν, “στο θέατρο Αλίκης”, 18 Σεπ. 1942. “Ένα μαγευτικό πλασματάκι πάνω στη σκηνή, η Καίτη Λαμπροπούλου.” Αχάριστη η τέχνη του ηθοποιού. Η Καιτούλα του Κουν και του Ροντήρη πέθανε στις 31 Ιαν. 2011, χωρίς να αφήσει ίχνη. Διασώθηκε μόνο η μετέπειτα χαρισματική κωμικός σε ρόλους δευτεραγωνίστριας του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.
Από το δεύτερο χώρο, πολλοί μεν αναφέρονται, αλλά μόλις που σκιαγραφούνται. Ανάμεσα σε αυτούς ο Σεβαστίκογλου, με τον οποίο έζησε μια ολόκληρη ζωή, όπως είχε προφητεύσει τη νύχτα του γάμου της η θεία Διδώ. Η Ζέη διευκρινίζει πως ο άντρας της δεν ήτανε ο Αχιλλέας. Όταν γραφόταν το μυθιστόρημα, εκείνος βρισκόταν δίπλα της. Ίσως, και να την έβαλε “να το γράψει τρεις φορές”, όπως έκανε με το πρώτο της διήγημα, «Κοντά στις ράγες», που δημοσιεύτηκε στο τέταρτο τεύχος του κατοχικού περιοδικού «Νεανική Φωνή», Φεβ. 1944. Παρεμπιπτόντως, ο “αδύνατος νεαρός με γυαλιά, μάλλον στην ηλικία της”, που είχε τότε παραλάβει το διήγημα στα γραφεία του περιοδικού ονομαζόταν Κωστής Νεχαλιώτης. Ήταν ο Κωστής Σκαλιόρας της επιτροπής έκδοσης, τότε μόλις 17 ετών. Έφυγε στις 5 Οκτωβρίου.
Αλλά ποιος ήταν ο Γιώργος Σεβαστίκογλου; Ούτε διεξοδική ιστορία του ελληνικού θεάτρου υπάρχει ούτε του Εμφυλίου. Το μυθιστόρημα «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» και η πρόσφατη αυτοβιογραφία δίνουν αποσπασματικά στοιχεία. Σήμερα, είκοσι τρία χρόνια μετά το θάνατό του, την 1η Νοε. 1990, η αυτοβιογραφία θα χρειαζόταν μια συνέχεια, “η ζωή με τον Γιώργο”. Άλλωστε, το 2013 είναι επετειακό έτος για εκείνον, καθώς συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή του. Όπως και να έχει, μια πρώτη ιδέα για το ήθος του αγωνιστή Σεβαστίκογλου δίνει η στιχομυθία, που έγινε το βράδυ του γάμου τους στο σπίτι της Διδώς. Εκείνος ανακοινώνει ότι δεν θα φύγει με το Ματαρόα για Παρίσι, παρόλο που ο γάμος είχε γίνει ακριβώς λόγω αυτής της αναχώρησης. “Πήρα εντολή από το Κόμμα να μείνω”, λέει. “Κι εσύ δέχτηκες;” τον ρωτούν έκπληκτοι. “Δεν υπήρχε θέμα να δεχτώ ή όχι. Αφού ήτανε εντολή.”
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 20/10/2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου