Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

Το Νό­μπελ και η ε­γκυ­ρό­τη­τα των βρα­βεύ­σεων


Άλφρε­ντ Νό­μπε­λ

Σύμ­φω­να με το πνεύ­μα της ε­πο­χής μας, α­νά­με­σα στα κα­λά που προέ­κυ­ψαν α­πό την πα­γκο­σμιο­ποίη­ση εί­ναι η πρό­τα­ξη της α­πο­μυ­θο­ποίη­σης. Το πό­σο ω­φέ­λι­μη στά­θη­κε σε α­το­μι­κό, ε­θνι­κό και διε­θνι­κό ε­πί­πε­δο το βλέ­που­με στην πρά­ξη με την α­πο­κά­θαρ­ση α­πό τους μύ­θους της Ιστο­ρίας. Και­ρός, λοι­πόν, εί­ναι να α­σχο­λη­θού­με και με τους μύ­θους, που συ­σκο­τί­ζουν τα πραγ­μα­τι­κά γε­γο­νό­τα, σε άλ­λους το­μείς ή και θε­σμούς. Με α­φορ­μή την τρέ­χου­σα ε­πι­και­ρό­τη­τα, έ­νας προς ε­ξέ­τα­ση θε­σμός εί­ναι ο προ­σφι­λής θε­σμός των βρα­βείων. Όπως οι πε­ρισ­σό­τε­ροι θε­σμοί, στη­ρί­ζε­ται κι αυ­τός στο κύ­ρος του, που, στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, εί­ναι συ­σχε­τι­σμέ­νο με τον τρό­πο ε­πι­λο­γής των υ­πο­ψη­φίων προς βρά­βευ­ση. Τα ση­μα­ντι­κά, ό­πως τα κρα­τι­κά σε ε­θνι­κό ε­πί­πε­δο και τα Νό­μπελ σε διε­θνές, ο­φεί­λουν την ε­γκυ­ρό­τη­τά τους στην γε­νι­κώς α­πο­δε­κτή ά­πο­ψη, ό­τι βα­σί­ζο­νται σε α­με­ρό­λη­πτα κρι­τή­ρια. Ενδει­κτι­κό του πό­σο α­ντέ­χει αυ­τή η θεώ­ρη­ση εί­ναι ό­σα γρά­φο­νται στον Τύ­πο πριν και με­τά μια βρά­βευ­ση, α­πό τις προ­βλέ­ψεις και τα στοι­χή­μα­τα μέ­χρι τη δι­θυ­ραμ­βι­κή προ­βο­λή του έρ­γου του ε­κά­στο­τε βρα­βευ­μέ­νου.
Κι ό­μως, ό­σο κα­θη­συ­χα­στι­κή κι αν εί­ναι η πί­στη στην α­με­ρο­λη­ψία, συ­χνά δεν εί­ναι πα­ρά έ­νας μύ­θος. Και ό­πως εί­ναι α­να­με­νό­με­νο, πα­ρό­μοιοι ε­ξω­ραϊστι­κοί μύ­θοι α­πο­βαί­νουν αν­θε­κτι­κό­τε­ροι σε χώ­ρους, που, α­πό τη φύ­ση τους, ε­πι­τρέ­πουν με­γα­λύ­τε­ρα πε­ρι­θώ­ρια υ­πο­κει­με­νι­σμού, ό­πως, για πα­ρά­δειγ­μα, αυ­τός της λο­γο­τε­χνίας. Για­τί, ό­πως και να το κά­νου­με, η α­πό­φαν­ση ό­τι η δαφ­νο­στε­φής του βρα­βείου Νό­μπελ Λο­γο­τε­χνίας Alice Munro εί­ναι “master of the contemporary short story” δεν δια­θέ­τει τη στέ­ρεα βά­ση της πει­ρα­μα­τι­κής ε­πι­βε­βαίω­σης, που δί­νει η ύ­παρ­ξη του σω­μα­τι­δίου Χι­γκς στην ε­φε­τι­νή α­πο­νο­μή του Νό­μπελ Φυ­σι­κής σε ε­κεί­νους που δια­τύ­πω­σαν, πριν α­πό μι­σό αιώ­να, τη μα­θη­μα­τι­κή θεω­ρία που το προέ­βλε­πε. Άλλω­στε, η αι­σθη­τι­κή εί­ναι δυσ­πρό­σι­τος χώ­ρος, σε α­ντί­θε­ση, λ.χ., με τον ευ­κο­λό­τε­ρα προ­σβά­σι­μο ι­δε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κό.

Προ­πο­λε­μι­κά

Αρκεί μια μα­τιά στον πί­να­κα των δαφ­νο­στε­φών κα­τά τα 113 έ­τη α­πο­νο­μής των Νό­μπελ Λο­γο­τε­χνίας, για να φα­νεί πό­σο και α­πό πό­τε άρ­χι­σαν να υ­πο­χω­ρούν τα λο­γο­τε­χνι­κά κρι­τή­ρια και να πα­ρεμ­βάλ­λο­νται ε­ξω­λο­γο­τε­χνι­κοί πα­ρά­γο­ντες. Μέ­χρι τον Β΄ Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο, 1901-1939, υ­πήρ­ξαν 36 βρα­βεύ­σεις (1914, 1918, 1935 δεν α­πο­νε­μή­θη­κε) και 38 βρα­βευ­μέ­νοι (1904 και 1917 μοι­ρά­στη­κε σε δυο). Χω­ρι­σμέ­νοι α­νά ή­πει­ρο, προ­κύ­πτουν 34 Ευ­ρω­παίοι, τρεις Αμε­ρι­κα­νοί και έ­νας Ινδός. Για πρώ­τη φο­ρά δί­νε­ται σε μη Ευ­ρω­παίο το 1913. Αντι­προ­σω­πεύε­ται α­πό τον άλ­λο­τε γνω­στό Ινδό ποιη­τή Τα­γκό­ρ, που συ­νι­στού­σε ε­ξαι­ρε­τι­κή πε­ρί­πτω­ση, διά­ση­μος σε Αγγλία και Η­ΠΑ, με την κο­ρυ­φαία ποιη­τι­κή συλ­λο­γή του να εκ­δί­δε­ται στα αγ­γλι­κά και να με­τα­φρά­ζε­ται την ε­πό­με­νη χρο­νιά στα γαλ­λι­κά α­πό τον Αντρέ Ζι­ντ. Συ­νε­πώς, τα προ­πο­λε­μι­κά Νό­μπελ εί­ναι σχε­δόν α­πο­κλει­στι­κά ευ­ρω­παϊκά (14 χώ­ρες τι­μώ­νται, μια α­πό αυ­τές η ΕΣ­ΣΔ αλ­λά με συγ­γρα­φέα ε­γκα­τε­στη­μέ­νο στο Πα­ρί­σι), με τους τρεις α­με­ρι­κα­νούς να έρ­χο­νται αρ­γά, μέ­σα στη δε­κα­ε­τία του ’30 (1930, 1936, 1938). Πα­ρα­μέ­νουν, δη­λα­δή, ευ­ρω­παϊκά ό­σο, ε­πί­σης και αν­δρι­κά, με μό­νο τέσ­σε­ρις γυ­ναί­κες. Η πρώ­τη εί­ναι Σουη­δέ­ζα και α­πο­τε­λεί το πρώ­το Νό­μπελ της διορ­γα­νώ­τριας χώ­ρας.

Με­τα­πο­λε­μι­κή γεω­γρα­φία

Με­τά τον Πό­λε­μο (1940-1943 δεν α­πο­νε­μή­θη­κε), α­πό το 1944 μέ­χρι το 2013, υ­πήρ­ξαν 70 βρα­βεύ­σεις και 72 βρα­βευ­μέ­νοι ( 1966, 1974 μοι­ρά­στη­κε). Αυ­τήν την ε­βδο­μη­κο­ντα­ε­τία έρ­χε­ται η πτώ­ση του Τεί­χους του Βε­ρο­λί­νου να την χω­ρί­σει σε δυο πε­ριό­δους: 1944-1989, 1990-2013. Στα πρώ­τα 46 χρό­νια, οι 48 νο­μπε­λί­στες εί­ναι 32 Ευ­ρω­παίοι (14 χώ­ρες τι­μώ­νται αλ­λά δια­φο­ρο­ποιού­νται α­πό τις ι­σά­ριθ­μες προ­πο­λε­μι­κές, α­που­σιά­ζουν οι Νορ­βη­γία, Βέλ­γιο, Φιν­λαν­δία, Πο­λω­νία, ε­νώ προ­στί­θε­νται οι Ισλαν­δία, Γιου­γκοσ­λα­βία, Ελλά­δα, Τσε­χία), έ­ντε­κα α­πό την α­με­ρι­κα­νι­κή ή­πει­ρο (ε­πτά Η­ΠΑ, έ­νας Κε­ντρι­κή Αμε­ρι­κή και τρεις Λα­τι­νι­κή) και πέ­ντε α­πό τις άλ­λες τρεις η­πεί­ρους, α­πό δυο Αφρι­κή (Νι­γη­ρία, Αί­γυ­πτος) και Ασία (Ισραή­λ, Ια­πω­νία) και έ­νας Αυ­στρα­λία. Όπως φαί­νε­ται, το Νό­μπε­λ, α­πό τον και­ρό του Ψυ­χρού Πο­λέ­μου μέ­χρι την κα­τάρ­ρευ­ση του σο­βιε­τι­κού μπλο­κ, πα­ρα­μέ­νει ευ­ρω­κε­ντρι­κό, με ου­σια­στι­κά α­πο­κλει­σμέ­νο το α­να­το­λι­κό μπλο­κ, πλην των τι­μώ­με­νων α­ντι­φρο­νού­ντων. Η Ελλά­δα ει­σέρ­χε­ται στο Πάν­θε­ον του Νό­μπελ 17η, το 1963, αλ­λά βρα­βεύε­ται σε σχε­τι­κά μι­κρή α­πό­στα­ση για δεύ­τε­ρη φο­ρά το 1979, πριν την εί­σο­δο της 18ης χώ­ρας, της Τσε­χίας, το 1984. Δυ­τι­κο­ευ­ρω­παϊκό και έ­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο αν­δρι­κό, κα­θώς, σε αυ­τήν την πε­ρίο­δο προ­στί­θε­νται μό­λις δυο γυ­ναί­κες, μά­λι­στα, η μια α­πό αυ­τές μοι­ρά­ζε­ται το βρα­βείο. Το πο­σο­στό α­πό 10,5% πέ­φτει σε 4,175% και ε­πί του συ­νό­λου, α­πό το 1901 μέ­χρι και το 1989, με έ­ξι βρα­βευ­μέ­νες υ­πο­λεί­πε­ται του 7%. 

Πα­γκο­σμιο­ποίη­ση

Κα­τά τη δεύ­τε­ρη πε­ρίο­δο, αυ­τήν της πα­γκο­σμιο­ποίη­σης, εί­ναι εμ­φα­νής η τά­ση της κρι­τι­κής ε­πι­τρο­πής να α­νοί­ξει τη βρά­βευ­ση και προς τον υ­πό­λοι­πο κό­σμο, α­γκα­λιά­ζο­ντας ταυ­τό­χρο­να και τα δυο φύλ­λα. Ιδιαί­τε­ρα, στο θέ­μα των γυ­ναι­κών, η ε­πι­τρο­πή α­πο­νο­μής δεί­χνει να ε­φαρ­μό­ζει κά­τι σαν την πο­σό­στω­ση των κομ­μά­των στην Ελλά­δα. Στις έ­ξι δαφ­νο­στε­φείς προ­στέ­θη­καν, μέ­σα σε 24 χρό­νια, άλ­λες ε­πτά: τρεις την πρώ­τη δε­κα­ε­τία, και στη συ­νέ­χεια, α­πό μια κά­θε δυο με τέσ­σε­ρα χρό­νια. Με άλ­λα λό­για, το φύλ­λο εμ­φα­νί­ζε­ται ως ο πρώ­τος ε­ξω­λο­γο­τε­χνι­κός πα­ρά­γο­ντας. Ένας δεύ­τε­ρος, εί­ναι η χώ­ρα προέ­λευ­σης, με προ­τί­μη­ση στις ε­κτός Ευ­ρώ­πης και Η­ΠΑ. Ενώ, έ­νας τρί­τος, πα­ρα­μέ­νει ο ι­δε­ο­λο­γι­κοπο­λι­τι­κός, αν και συν τω χρό­νω, δια­φο­ρο­ποιεί­ται. Στους 24 βρα­βευ­μέ­νους, οι δέ­κα έρ­χο­νται α­πό ε­πτά νέες χώ­ρες, δυο Νό­τια Αφρι­κή (μια γυ­ναί­κα), δυο μέ­σα στον τρέ­χο­ντα αιώ­να α­πό την α­να­δυό­με­νη Κί­να, πέ­ντε α­πό την α­με­ρι­κά­νι­κη ή­πει­ρο (Με­ξι­κό, Ου­ρου­γουάη, Τρι­νι­ντά­ντ, Πε­ρού, Κα­να­δά) και έ­νας α­πό την Τουρ­κία. 
    Τα υ­πό­λοι­πα 14 πη­γαί­νουν, έ­να δεύ­τε­ρο στην Ια­πω­νία με­τά 26 χρό­νια α­πό το πρώ­το, έ­να στις Η­ΠΑ σε γυ­ναί­κα, που φτά­νει τους έ­ντε­κα δαφ­νο­στε­φείς, κα­τα­λαμ­βά­νο­ντας τη δεύ­τε­ρη θέ­ση με­τά τη Γαλ­λία, τρία σε ευ­ρω­παϊκές χώ­ρες που δεν εί­χαν τι­μη­θεί (Πορ­το­γα­λία, Ουγ­γα­ρία, Αυ­στρία), το έ­να α­πό αυ­τά σε γυ­ναί­κα, και εν­νέα στις ευ­ρω­παϊκές χώ­ρες, που πα­ρα­μέ­νουν πρώ­τες σε Νό­μπε­λ: έ­να στη Γαλ­λία, δυο το έ­να σε γυ­ναί­κα στη Με­γά­λη Βρε­τα­νία, δυο το έ­να σε γυ­ναί­κα στη Γερ­μα­νία, και α­πό έ­να στις Σουη­δία, Ιτα­λία, Ιρλαν­δία, Πο­λω­νία. Για να μην πα­ρα­πο­νιό­μα­στε, θυ­μί­ζου­με ό­τι, στις 21 ευ­ρω­παϊκές χώ­ρες του Πάν­θε­ον, ο­κτώ έ­χουν α­πο­σπά­σει έ­να Νό­μπε­λ, τρεις (Δα­νία, Ελβε­τία, Ελλά­δα) δι­πλό, η Νορ­βη­γία τρι­πλό, τρεις (Πο­λω­νία, Ιρλαν­δία, ΕΣ­ΣΔ) τέσ­σε­ρα, η Ισπα­νία πέ­ντε, η Ιτα­λία έ­ξι, Γερ­μα­νία και Σουη­δία ο­κτώ, Με­γά­λη Βρε­τα­νία 10, Γαλ­λία 13.

Alice Munro

  Πα­ρά τα πρω­τεία της Γαλ­λίας, την πρώ­τη θέ­ση κα­τέ­χει η αγ­γλό­φω­νη λο­γο­τε­χνία, με δι­πλά­σιο α­ριθ­μό βρα­βεύ­σεων σε σχέ­ση με τη γαλ­λι­κή και την σχε­δόν ι­σο­βαθ­μού­σα γερ­μα­νι­κή. Η προ­τί­μη­ση της ε­πι­τρο­πής στην αγ­γλό­φω­νη λο­γο­τε­χνία ε­ξη­γεί, εν μέ­ρει, την πρό­κρι­ση αγ­γλό­φω­νου για το πρώ­το Νό­μπελ του Κα­να­δά. Κα­τά τα άλ­λα, η πο­λι­τι­κή γεω­γρα­φία της κα­τα­νο­μής των βρα­βείων δεί­χνει πως ό­σοι δια­μορ­φώ­νουν τις πι­θα­νό­τη­τες των ε­πί­δο­ξων προς βρά­βευ­ση και κα­τευ­θύ­νουν τον τζό­γο των στοι­χη­μά­των πα­ρα­μέ­νουν στο μύ­θο των λο­γο­τε­χνι­κών ή και α­γο­ραίων κρι­τη­ρίων. Έτσι, προ­κύ­πτει ως πρώ­το φα­βο­ρί ο Χα­ρού­κι Μου­ρα­κά­μι και ε­πα­νέρ­χε­ται ο Φί­λιπ Ροθ. Αντ’ αυ­τών, ό­μως, βρα­βεύε­ται η Alice Munro, που το ό­νο­μά της α­που­σιά­ζει α­πό έ­γκρι­τες ε­γκυ­κλο­παί­δειες, ό­πως η Πά­πυ­ρος-Λα­ρούς-Μπρι­τά­νι­κα. Ανε­ξάρ­τη­τα, ό­μως, του σκε­πτι­κού της ε­πι­τρο­πής, η ε­πί­ση­μη α­να­κοί­νω­ση ε­πι­κα­λεί­ται πά­ντο­τε λο­γο­τε­χνι­κά κρι­τή­ρια. Η συ­γκε­κρι­μέ­νη συγ­γρα­φέ­ας ε­πε­λέ­γη ως “master of the contemporary short story”. 
Εδώ, κρα­τά­με το ό­νο­μα της συγ­γρα­φέως, τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό “master” και τον ει­δο­λο­γι­κό προσ­διο­ρι­σμό “short story” στα αγ­γλι­κά, κα­θώς έ­χουν α­πο­δο­θεί στα ελ­λη­νι­κά κα­τά πε­ρισ­σό­τε­ρους του ε­νός τρό­πους. Το ό­νο­μα με­τα­φέρ­θη­κε ως Μον­ρό στα με­τα­φρα­σμέ­να βι­βλία της, ή και ως Μουν­ρό σε δη­μο­σιο­γρα­φι­κά άρ­θρα, ε­νώ το τρί­το ε­ναλ­λα­κτι­κό Μαν­ρό α­πα­ντά­ται μό­νο σε ε­γκυ­κλο­παί­δειες. Για τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό “master”, δο­κι­μά­στη­καν ό­λες οι δυ­να­τές α­πο­δό­σεις: μα­στό­ρισ­σα, με­τρ, αυ­θε­ντία, κο­ρυ­φαία, βα­σί­λισ­σα. Όσο για τον ει­δο­λο­γι­κό προσ­διο­ρι­σμό “short story”, οι γη­γε­νείς δη­μο­σιο­γρά­φοι, μη έ­χο­ντας ε­πί­γνω­ση της ου­σια­στι­κής δια­φο­ράς α­νά­με­σα στην “short story” και το διή­γη­μα, τον α­πέ­δω­σαν ως διή­γη­μα. Άγγλοι θεω­ρη­τι­κοί, ω­στό­σο, δυ­σα­να­σχε­τούν με την έλ­λει­ψη ε­νός ι­διαί­τε­ρου ό­ρου για την α­λά Πόε “short story”, που συ­νι­στά αυ­το­τε­λές λο­γο­τε­χνι­κό εί­δος και θα πρέ­πει να α­ντι­δια­στέλ­λε­ται α­πό την “short story”. Η ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα, ω­στό­σο, έ­χει το πλε­ο­νέ­κτη­μα να δια­θέ­τει, πέ­ραν της πε­ρι­φρα­στι­κής δια­τύ­πω­σης, τη λέ­ξη διή­γη­μα. Δη­λα­δή, έ­να λε­κτι­κό πλεό­να­σμα, που μέ­νει α­χρη­σι­μο­ποίη­το, ε­νώ ε­πι­τρέ­πει την α­κρι­βέ­στε­ρη διά­κρι­ση και την πρό­κρι­ση των πραγ­μα­τι­κών μα­στό­ρων του εί­δους. 

“Our Chekhov”

  Οι ι­στο­ρίες της Munro δεν ε­ντάσ­σο­νται στην κα­τη­γο­ρία του διη­γή­μα­τος. Πρό­κει­ται για σύ­ντο­μες ι­στο­ρίες, που δια­φο­ρο­ποιού­νται α­πό τη νου­βέ­λα και το μυ­θι­στό­ρη­μα μό­νο ως προς την έ­κτα­ση. Άλλω­στε τις έ­χουν α­πο­κα­λέ­σει “long short stories” και “novels in miniature”. Οι ι­στο­ρίες της ε­πι­δέ­χο­νται ά­πλω­μα, το ο­ποίο και έ­γι­νε κα­τά το πέ­ρα­σμα ο­ρι­σμέ­νων α­πό την πρώ­τη δη­μο­σίευ­σή τους σε πε­ριο­δι­κό στη συ­μπε­ρί­λη­ψή τους σε συλ­λο­γή. Όσο για τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό της ε­πί­ση­μης α­να­κοί­νω­σης της Σουη­δι­κής Ακα­δη­μίας πως πρό­κει­ται για τον Τσέ­χωφ του Κα­να­δά, αυ­τός μάλ­λον στό­χευε στη στή­ρι­ξη του ε­πι­χει­ρή­μα­τος της λο­γο­τε­χνι­κό­τη­τας, αν­τλη­μέ­νος α­πό τις α­πο­φάν­σεις των Κα­να­δών κρι­τι­κών. Από τα εν λό­γω κεί­με­να, εί­ναι σα­φές ό­τι η σύ­γκρι­ση α­φο­ρά το πε­ριε­χό­με­νο και ό­χι τη μορ­φή και την έ­κτα­ση. Ύστε­ρα δια­τυ­πώ­νε­ται μέ­σα στα ε­θνι­κά πλαί­σια, ό­που τα μέ­τρα σύ­γκρι­σης εί­ναι κα­τά κα­νό­να δια­φο­ρε­τι­κά. Εν μέ­σω μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κών “πο­τα­μών γυ­ναι­κείας ευαι­σθη­σίας”, δια­κρί­νο­νται σαν “ρυά­κια” οι ι­στο­ρίες της Munro, ε­πι­σύ­ρο­ντας θαυ­μα­στι­κές εκ­φρά­σεις ε­θνι­κής υ­πε­ρη­φά­νειας της μορ­φής “our Chekhov”.  
Δεν ή­μα­σταν πα­ρό­ντες και σε 50 χρό­νια που θα α­νοί­ξουν τα Πρα­κτι­κά θα ή­μα­στε πά­λι α­πό­ντες. Ει­κά­ζου­με, ό­μως, ό­τι το ό­νο­μα της Munro έ­πε­σε στο τρα­πέ­ζι σαν πρό­τα­ση με πε­ρισ­σό­τε­ρα του ε­νός α­τού: α) το φύλ­λο, κα­θώς εί­χαν ή­δη πε­ρά­σει τέσ­σε­ρα χρό­νια α­πό την προ­η­γού­με­νη βρά­βευ­ση γυ­ναί­κας και η ε­πι­τρο­πή διή­νυε τον τρί­το και τε­λευ­ταίο χρό­νο της θη­τείας της. β) τη χώ­ρα προέ­λευ­σης, ο Κα­να­δάς ή­ταν η μο­να­δι­κή χώ­ρα α­πό το τέως κλα­μπ των ο­κτώ ι­σχυ­ρό­τε­ρων του κό­σμου, που εί­χε μεί­νει ε­κτός του Πάν­θε­ου. Και γ) την η­λι­κία, για­τί μίας μορ­φής ά­τυ­πη ε­πε­τη­ρί­δα κρα­τά­νε και τα Νό­μπελ. 
Σε αυ­τά προ­στί­θε­ται η υ­πο­στή­ρι­ξη της χώ­ρας της, κά­τι που, δυ­στυ­χώς, στε­ρού­νται ό­σοι Έλλη­νες πε­ζο­γρά­φοι θα μπο­ρού­σαν να α­πο­τε­λούν σο­βα­ρές υ­πο­ψη­φιό­τη­τες. Αυ­τό το δεί­χνουν και οι κα­τά­λο­γοι υ­πο­ψη­φίων, που κα­ταρ­τί­ζο­νται με βά­ση τους προ­τει­νό­με­νους α­πό α­νώ­τα­τα ι­δρύ­μα­τα και ε­ται­ρείες λο­γο­τε­χνών. Μό­νο ο Βα­σί­λης Αλε­ξά­κης εμ­φα­νί­ζε­ται, κι αυ­τός χά­ρις σε γαλ­λι­κή μέ­ρι­μνα. Τέ­λος, το έρ­γο της δεν έ­χει πο­λι­τι­κή χροιά, ό­πως των Ντόρ­ρις Λέσ­σιν­γκ και Χέρ­τα Μί­λε­ρ, ού­τε εί­ναι προ­κλη­τι­κό κα­θώς της Ελφρί­ντε Γέ­λι­νε­κ, που α­νά­γκα­σε δυο μέ­λη της ε­πι­τρο­πής σε πα­ραί­τη­ση. Πα­λαιό­τε­ρα, αυ­τό το στοι­χείο θα λει­τουρ­γού­σε αρ­νη­τι­κά, σή­με­ρα, ό­μως, φαί­νε­ται να α­πο­τε­λεί α­τού. Η ε­πι­λο­γή της θα μπο­ρού­σε να δη­λώ­νει στρο­φή προς τους α­θό­ρυ­βους. Άλλω­στε και η α­πο­μυ­θο­ποίη­ση της Ιστο­ρίας στον με­τρια­σμό του θο­ρύ­βου, που προ­κα­λούν ά­το­μα και διε­νέ­ξεις, δεν α­πο­σκο­πεί; Ένα Νό­μπελ δεν ι­σο­δυ­να­μεί μό­νο με υ­ψη­λό χρη­μα­τι­κό έ­πα­θλο, που, α­πό μια η­λι­κία του βρα­βευ­μέ­νου και ύ­στε­ρα, χά­νει μέ­ρος της α­ξίας του, αλ­λά και με υ­ψη­λό κύ­ρος, του­τέ­στιν μία μορ­φή ε­ξου­σίας. Στην πα­γκο­σμιο­ποιη­μέ­νη ε­πο­χή, που θέ­λει να συ­γκε­ντρώ­σει σε μια ο­λι­γά­ριθ­μη ο­μά­δα τον ε­ξου­σια­στι­κό λό­γο, η εκ­χώ­ρη­ση ε­νός Νό­μπελ χρειά­ζε­ται με­γα­λύ­τε­ρη προ­σο­χή. 
Εφέ­τος συ­μπλη­ρώ­νο­νται 180 χρό­νια α­πό τη γέν­νη­ση του Άλφρε­ντ Νό­μπε­λ, που πέ­ρα­σε ο­λό­κλη­ρη τη ζωή του, α­πό έ­φη­βος μέ­χρι τα 63 που α­πε­βίω­σε, μέ­σα στο θό­ρυ­βο, πει­ρα­μα­τι­ζό­με­νος με ε­κρη­κτι­κές ύ­λες.  Ποιη­τής ή­θε­λε να γί­νει ο Νό­μπε­λ, αλ­λά υ­πε­ρί­σχυ­σε η πα­τρι­κή θέ­λη­ση. Πα­ρέ­μει­νε, πά­ντως, μια ρο­μα­ντι­κή ποιη­τι­κή ι­διο­συ­γκρα­σία, εν­δο­στρε­φής και μο­νή­ρης. 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 10/11/2013.

Δεν υπάρχουν σχόλια: