Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Φάντασμα μικροφαλλίας

Ιά­κω­βος Ανυ­φα­ντά­κης
«Αλε­πού­δες στην πλα­γιά»
Εκδό­σεις Πα­τά­κη
Οκτώ­βριος 2013

Η κρί­ση τρο­φο­δο­τεί την πε­ζο­γρα­φία. Όπως σχο­λιά­ζα­με με α­φορ­μή το πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μα της Ευ­γε­νίας Φα­κί­νου, δεν εκ­δί­δε­ται βι­βλίο στο ο­ποίο η κρί­ση να μην μνη­μο­νεύε­ται έ­στω και εν πα­ρό­δω. Στο βι­βλίο του Ιά­κω­βου Ανυ­φα­ντά­κη βρή­κε θέ­ση στο κει­με­νά­κι του ο­πι­σθό­φυλ­λου, σύμ­φω­να με το ο­ποίο ο χρό­νος της ι­στο­ρίας το­πο­θε­τεί­ται “στις τε­λευ­ταίες μέ­ρες πριν α­πό το ξε­κί­νη­μα της κρί­σης”. Ο συγ­γρα­φέ­ας, σε συ­νέ­ντευ­ξή του, δια­τεί­νε­ται ό­τι οι κοι­νω­νι­κές κα­τα­στά­σεις που πε­ρι­γρά­φει προ­α­ναγ­γέλ­λουν την κρί­ση. Πράγ­μα­τι, κά­ποιες σκη­νές στην ελ­λη­νι­κή ε­παρ­χία, που δεί­χνουν έλ­λει­ψη η­θι­κών και αι­σθη­τι­κών α­ξιών, θα μπο­ρού­σαν να ε­κλη­φθούν ως προάγ­γε­λοι της κρί­σης. Μό­νο που με αυ­τήν την διευ­ρυ­μέ­νη ο­πτι­κή, η κρί­ση σο­βεί ε­δώ και αρ­κε­τά χρό­νια.    
Αν, ό­μως, έ­να βι­βλίο δεν δια­φη­μι­στεί ως ε­πί­και­ρο, χά­νει πό­ντους στην α­γο­ρά. Κα­τά τα άλ­λα, το κει­με­νά­κι του ο­πι­σθό­φυλ­λου λει­τουρ­γεί συ­νή­θως ως συ­μπλη­ρω­μα­τι­κό του τίτ­λου. Οπό­τε, με την ί­δια ο­πτι­κή, το «Αλε­πού­δες στην πλα­γιά» θα μπο­ρού­σε να ση­μαί­νει τον ε­περ­χό­με­νο δο­λίως ε­χθρό. Υπάρ­χουν αρ­κε­τοί τίτ­λοι με τη λέ­ξη α­λε­πού: “μι­κρές α­λε­πού­δες”, “κόκ­κι­νη α­λε­πού”, “λυσ­σα­σμέ­νες α­λε­πού­δες” ή και σκέ­το “α­λε­πού­δες”. Αντι­στοί­χως οι συγ­γρα­φείς τους, Λί­λιαν Χέλ­μαν, Κω­στής Πα­πα­γιώρ­γης, Δη­μή­τρης Πε­τσε­τί­δης, Ντων Κιν­γκ, με την α­λε­πού ση­μα­το­δο­τούν το κα­κό. Αυ­τά, ό­ταν οι συγ­γρα­φείς “συ­νο­μι­λού­ν” με τη ζωή. Ο Ανυ­φα­ντά­κης, ό­μως, δη­λώ­νει ε­ξαρ­χής ό­τι γι’ αυ­τόν “η λο­γο­τε­χνία εί­ναι μία συ­ζή­τη­ση α­νά­με­σα σε κεί­με­να”. Αφο­ρι­σμός που ε­ντυ­πω­σιά­ζει, ι­διαί­τε­ρα ό­ταν έρ­χε­ται α­πό έ­ναν πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νο και μά­λι­στα, χω­ρίς πα­νε­πι­στη­μια­κή φοί­τη­ση σε α­ντί­στοι­χο α­ντι­κεί­με­νο, ώ­στε κά­πως να δι­καιο­λο­γεί­ται αυ­τή η α­πο­λυ­τό­τη­τα. Αν και στην πε­ρί­πτω­σή του, προϋπάρ­χει μα­θη­τεία σε σε­μι­νά­ρια δη­μιουρ­γι­κής γρα­φής, ό­που δί­νε­ται ι­διαί­τε­ρη έμ­φα­ση σε τε­χνι­κές της α­φή­γη­σης, ό­πως η δια­κει­με­νι­κό­τη­τα, η προοι­κο­νο­μία κ.ά.  
Όπως και να έ­χει, τον τίτ­λο τον παίρ­νει α­πό στί­χο του Ουάλ­λας Στή­βε­νς. Συ­γκε­κρι­μέ­να, τον τε­λευ­ταίο στί­χο, “σαν α­λε­πού­δες στην πλα­γιά”, του τε­τρά­στι­χου που έ­χει χρη­σι­μο­ποιή­σει ως μό­το του βι­βλίου. Πρό­κει­ται για το πρώ­το τε­τρά­στι­χο του ποιή­μα­τος «Μία κάρ­τα α­πό το η­φαί­στειο», ό­που ο­λό­κλη­ρο το ποίη­μα και κα­τ’ ε­πέ­κτα­ση το τε­τρά­στι­χο ε­στιά­ζουν στη σχέ­ση των νεό­τε­ρων με τους νε­κρούς προ­γό­νους και τα έρ­γα τους. Κα­τ’ αυ­τήν την ερ­μη­νεία, το μό­το δεί­χνει ξέ­νο προς το πε­ριε­χό­με­νο του βι­βλίου. Οπό­τε εί­ναι ζη­τού­με­νο κα­τά πό­σο ο τε­λευ­ταίος στί­χος, αλ­λαγ­μέ­νος α­πό πα­ρο­μοίω­ση σε κυ­ριο­λε­ξία, μπο­ρεί να ε­κλη­φθεί ως πα­ρα­πο­μπή στη χα­μέ­νη νεό­τη­τα των κε­ντρι­κών χα­ρα­κτή­ρων του βι­βλίου, ό­πως τον α­ντι­λαμ­βά­νε­ται ο συγ­γρα­φέ­ας. Μία αρ­νη­τι­κή α­πά­ντη­ση θα α­κύ­ρω­νε τη “συ­νο­μι­λία” τίτ­λου και μό­το με το ποίη­μα του Στή­βε­νς. Μέ­νει, πά­ντως, ως κέρ­δος έ­νας ελ­κυ­στι­κός τίτ­λος και μέ­σω του μό­το, α­να­φο­ρά σε έ­ναν α­με­ρι­κα­νό ποιη­τή υ­ψη­λής αί­γλης.
Ερχό­μα­στε τώ­ρα στην α­φο­ρι­στι­κή δή­λω­ση του συγ­γρα­φέα, που α­πο­κα­λύ­πτει την πρό­θε­σή του να στή­σει την ι­στο­ρία του πά­νω “σε μία συ­ζή­τη­ση α­νά­με­σα σε κεί­με­να”, εκ­με­ταλ­λευό­με­νος τις λε­γό­με­νες α­να­γνω­στι­κές ε­μπει­ρίες. Σύμ­φω­να και πά­λι με συ­νέ­ντευ­ξή του, άρ­χι­σε να γρά­φει το βι­βλίο του το κα­λο­καί­ρι του 2009 στην πα­ρα­λία του Δρέ­πα­νου Θεσ­πρω­τίας. Ξε­κί­νη­σε μία α­φή­γη­ση σε πρώ­το πρό­σω­πο, το­πο­θε­τώ­ντας την αρ­χή της ι­στο­ρίας του στον τό­πο και τον χρό­νο που βρι­σκό­ταν. Μέ­χρι που θα μπο­ρού­σε στον ί­διο να εί­χε συμ­βεί η συ­νά­ντη­ση με πα­λαιά φί­λη, με την ο­ποία εί­χαν α­πό χρό­νια χα­θεί, ό­πως ε­κεί­νη της ι­στο­ρίας του. Πρώ­το βή­μα, ό­μως, στο στή­σι­μο κά­θε μυ­θο­πλα­σίας εί­ναι η με­ταμ­φίε­ση. Ως α­φη­γη­τή και κε­ντρι­κό ή­ρωα ε­πι­λέ­γει έ­ναν λέ­κτο­ρα στο Πα­νε­πι­στή­μιο Ιωαν­νί­νων, ε­τών 37. Τό­τε, ο Ανυ­φα­ντά­κης ή­ταν στα 26, δη­λα­δή έ­να χρό­νο μι­κρό­τε­ρος α­πό τον Χα­νς Σνι­ρ, τον ή­ρωα του Χάιν­ριχ Μπελ στο μυ­θι­στό­ρη­μα «Ο Κλόουν». Αυ­τό εί­ναι το βι­βλίο, με το ο­ποίο πρω­ταρ­χι­κά “συ­νο­μι­λεί” η ι­στο­ρία του. Με τον τίτ­λο «Ο Κλόουν» και ό­χι με την ε­πί λέ­ξει α­πό­δο­ση του γερ­μα­νι­κού τίτ­λου «Από­ψεις ε­νός κλόουν», εκ­δό­θη­κε για πρώ­τη φο­ρά στα ελ­λη­νι­κά, το 1973, δέ­κα χρό­νια με­τά την έκ­δο­ση του πρω­τό­τυ­που και έ­να χρό­νο α­πό την α­πο­νο­μή του βρα­βείου Νό­μπελ στον Γερ­μα­νό συγ­γρα­φέα. Κα­τά ευ­τυ­χή σύ­μπτω­ση για το βι­βλίο του Ανυ­φα­ντά­κη, στις 24 Ιαν. 2014, το μυ­θι­στό­ρη­μα του Μπε­λ, σε με­τά­φρα­ση-δια­σκευή-σκη­νο­θε­σία Αργύ­ρη Ξά­φη, α­νε­βαί­νει στο Εθνι­κό Θέ­α­τρο. 
Για τον ή­ρωα της ι­στο­ρίας, ο ο­ποίος δεν ο­νο­μα­τί­ζε­ται, “ο «Κλόουν» ή­ταν η μό­νη σχέ­ση που εί­χε α­ντέ­ξει στη ζωή του”. Το 2009 έ­κλει­νε “δε­κα­πέ­ντε χρό­νια” ε­να­σχό­λη­σης με αυ­τό το βι­βλίο, που ση­μαί­νει ό­τι με αυ­τό ξε­κί­νη­σε, το 1994, τις με­τα­πτυ­χια­κές του σπου­δές. Από­φοι­τος της Γερ­μα­νι­κής Φι­λο­λο­γίας, το εί­χε ε­πι­λέ­ξει για θέ­μα του δι­δα­κτο­ρι­κού του. Έκα­νε εν­δια­μέ­σως τη στρα­τιω­τι­κή του θη­τεία και ε­πα­νήλ­θε. Του πή­ρε “έ­ξι χρό­νια”  να το ο­λο­κλη­ρώ­σει, ε­νώ για “δέ­κα χρό­νια”, δη­λα­δή α­κό­μη πριν το τε­λειώ­σει κρα­τού­σε ση­μειώ­σεις, με την ελ­πί­δα να εκ­δώ­σει κά­πο­τε τη δια­τρι­βή του.
Οι κοι­νω­νι­κές και θε­ο­λο­γι­κές α­πό­ψεις του Μπελ θα πρέ­πει να ή­ταν οι­κείο θέ­μα για έ­ναν α­πό­φοι­το του Τμή­μα­τος Κοι­νω­νι­κής Θε­ο­λο­γίας ό­πως ο συγ­γρα­φέ­ας. Το ί­διο και το συ­γκε­κρι­μέ­νο μυ­θι­στό­ρη­μα του Μπε­λ, κα­θώς α­πο­τε­λεί το τυ­πι­κό πα­ρά­δειγ­μα α­πό το χώ­ρο της λο­γο­τε­χνίας ε­νός ε­ρω­τι­κού δε­σμού που δια­λύε­ται, για­τί α­ντι­βαί­νει στις ε­πι­τα­γές της Κα­θο­λι­κής εκ­κλη­σίας. Μό­νο που ο Ανυ­φα­ντά­κης, ό­ταν άρ­χι­σε να γρά­φει το βι­βλίο του, θα πρέ­πει να εί­χε ή­δη α­πο­μα­κρυν­θεί α­πό το α­ντι­κεί­με­νο των Σπου­δών του. Στο “αυ­τά­κι” του βι­βλίου, α­να­φέ­ρει πως “εί­ναι υ­πο­ψή­φιος δι­δά­κτο­ρας με α­ντι­κεί­με­νο τη μνή­μη του ελ­λη­νι­κού Εμφυ­λίου”. Τε­λι­κά, πά­ντως, φαί­νε­ται πως συμ­βί­βα­σε τις ι­στο­ρι­κές σπου­δές με την α­γά­πη του για τη λο­γο­τε­χνία, στη­ρί­ζο­ντας το με­τα­πτυ­χια­κό του στο μυ­θι­στό­ρη­μα «Ορθο­κω­στά» του Θα­νά­ση Βαλ­τι­νού. Όπως και να έ­χει, ο α­φη­γη­τής του δεν “συ­νο­μι­λεί” με τον κα­θο­λι­κι­σμό και τον ου­μα­νι­σμό του Μπε­λ, αλ­λά, σαν μέ­ρος της δια­τρι­βής που “ξα­να­δου­λεύει”, γρά­φει “το α­φή­γη­μα της Μα­ρί”. Όχι, ό­μως, “της Μα­ρί του Χα­νς και του Χάιν­ριχ”, αλ­λά των δι­κών του ε­ρω­τι­κών φα­ντα­σιώ­σεων. Όλα αυ­τά α­φο­ρούν το πρώ­το κε­φά­λαιο, που ο συγ­γρα­φέ­ας ε­ξο­μο­λο­γεί­ται ό­τι το “έ­γρα­ψε μέ­σα σε λί­γες μέ­ρες”. Στα ε­πό­με­να δυο κε­φά­λαια, ο α­φη­γη­τής σαν να λη­σμο­νεί τη “συ­νο­μι­λία” με τον Μπελ. Υπάρ­χει μό­λις μία α­να­φο­ρά στο μυ­θι­στό­ρη­μά του Μπελ ως ση­μα­ντι­κού σταθ­μού στη ζωή του.
Το δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο της ι­στο­ρίας, η πα­λαιά φί­λη του α­φη­γη­τή, την ο­ποία συ­να­ντά στην πα­ρα­λία, ή­ταν συμ­φοι­τή­τριά του α­πό την αρ­χή των πα­νε­πι­στη­μια­κών σπου­δών μέ­χρι και το ξε­κί­νη­μα του με­τα­πτυ­χια­κού. Το δι­κό της θέ­μα ή­ταν το μυ­θι­στό­ρη­μα, «Ο θά­να­τος στη Βε­νε­τία», του Τό­μας Μαν. Με αυ­τό “πή­γε με υ­πο­τρο­φία στη Γερ­μα­νία” και “το άρ­θρο της δη­μο­σιεύ­τη­κε σε μια με­γά­λη α­με­ρι­κά­νι­κη ε­πι­θεώ­ρη­ση για τη λο­γο­τε­χνία”. Όταν συ­να­ντιού­νται, δέ­κα τέσ­σε­ρα χρό­νια α­φό­του ε­κεί­νη έ­χει ε­γκα­τα­λεί­ψει το δι­δα­κτο­ρι­κό της, η στρο­φή στις λο­γο­τε­χνι­κές της προ­τι­μή­σεις φαί­νε­ται α­πό τα βι­βλία που α­γο­ρά­ζει. “Δυο ελ­λη­νι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα και το τε­λευ­ταίο μυ­θι­στό­ρη­μα του Ροθ «Ο Κα­θέ­νας»”. Βε­βαίως, το 2009, «Ο Κα­θέ­νας» δεν ή­ταν το πιο πρό­σφα­το του Ρο­θ, ού­τε το τε­λευ­ταίο του με­τα­φρα­σμέ­νο στα ελ­λη­νι­κά, συ­νι­στά ό­μως πα­ρά­δειγ­μα της “πει­ραγ­μέ­νης” πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, που εί­ναι έ­τε­ρη συ­χνά α­πα­ντώ­με­νη α­φη­γη­μα­τι­κή τε­χνι­κή. Στα δυο ε­πό­με­να κε­φά­λαια, ο α­φη­γη­τής λη­σμο­νεί τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του Μαν και του Ρο­θ, πέ­ραν μίας α­να­φο­ράς στο πρώ­το, κα­θώς αυ­τό α­πο­τε­λεί σταθ­μό στη ζωή της φί­λης του. 
Πα­ρό­μοιες α­να­φο­ρές γί­νο­νται σε τέσ­σε­ρα α­κό­μη βι­βλία: Στη σύ­ντο­μη ι­στο­ρία του Τό­μας Μπέρν­χαρ­ντ «Η πλά­νη του Μοοσ­πρού­γκερ» α­πό το βι­βλίο του «Ο μί­μος των φω­νών», που ο α­φη­γη­τής την στρα­βο­κα­τα­λα­βαί­νει, κα­θώς “ο κα­θη­γη­τής του Μπέρν­χαρ­ντ” δε­ν “κα­τα­λή­γει στο συ­μπέ­ρα­σμα ό­τι αυ­τός που συ­να­ντά­με δεν εί­ναι πο­τέ αυ­τός που πε­ρι­μέ­νου­με”. Ο α­φη­γη­τής εί­ναι ε­κεί­νος που του το υ­πο­δει­κνύει, με ο­λέ­θριες συ­νέ­πειες για τον κα­θη­γη­τή. Στην ει­ρω­νι­κή φρά­ση του Κουρτ Βόν­νε­γκα­τ, “έ­τσι πά­ει ο και­ρός” α­πό το μυ­θι­στό­ρη­μά του «Σφα­γείο Νο 5», που έ­μει­νε ως ι­στο­ρι­κή ε­πω­δός, χά­ρις στα συλ­λα­λη­τή­ρια ε­νά­ντια στον Πό­λε­μο του Βιετ­νάμ. Ο Βόν­νε­γκατ α­να­φέ­ρε­ται στους συ­νε­χείς θα­νά­τους, ε­νώ ο α­φη­γη­τής σε κο­πέ­λα πορ­νείου των Σερ­ρών, κο­ντά στο στρα­τό­πε­δο, που δεν θα ξα­να­δεί. Ο συν­δυα­σμός φα­ντά­ρου και πόρ­νης φέρ­νει και μια, εν πα­ρό­δω, α­να­φο­ρά στο «Κε­καρ­μέ­νοι» του Νί­κου Κάσ­δα­γλη. Τέ­λος, στο τρί­το κε­φά­λαιο, μνη­μο­νεύε­ται το μυ­θι­στό­ρη­μα, «Μα­ντάμ Μπο­βα­ρύ», του Φλω­μπέ­ρ, με α­φορ­μή άλ­λη συμ­φοι­τή­τρια, που ε­πέ­δει­ξε συ­μπε­ρι­φο­ρά πα­ρα­πλή­σια ε­κεί­νης της η­ρωί­δας του Φλω­μπέρ.     

Αυ­τές, ό­μως, οι α­να­φο­ρές, υ­πό μορ­φή πε­ρισ­σό­τε­ρο σχο­λίων και εν­δό­μυ­χων σκέ­ψεων του κε­ντρι­κού ή­ρωα, δεν συ­νι­στούν δια­κει­με­νι­κές σχέ­σεις. Αν, βε­βαίως, δια­κει­με­νι­κό­τη­τα ση­μαί­νει α­φο­μοίω­ση και λει­τουρ­γι­κός με­τα­σχη­μα­τι­σμός του ξέ­νου κει­μέ­νου. Γι’ αυ­τό και προ­κα­λεί α­πο­ρία η έμ­φα­ση που δί­νουν σε αυ­τές οι βι­βλιο­πα­ρου­σια­στές, συ­ναρ­τώ­ντας τες μά­λι­στα με τη λο­γο­τε­χνι­κή υ­πό­στα­ση του βι­βλίου. Ωστό­σο, αυ­τό το πρώ­το βι­βλίο του Ανυ­φα­ντά­κη θα μπο­ρού­σε να στα­θεί και χω­ρίς την τε­χνι­κή της δια­κει­με­νι­κό­τη­τας και τα λοι­πά διαν­θί­σμα­τα. Εί­ναι μία νου­βέ­λα, ε­ντέ­χνως στη­μέ­νη, ό­που η στα­δια­κή α­πο­κά­λυ­ψη του ψυ­χι­σμού του α­φη­γη­τή ε­νέ­χει το σα­σπέ­νς της προ­σμο­νής για ό,τι πε­ρίερ­γο ή δυ­σά­ρε­στο μπο­ρεί να α­πο­κρύ­πτε­ται. 
Για τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό νου­βέ­λα, που δί­νει ο συγ­γρα­φέ­ας, δεν συ­νη­γο­ρεί μό­νο η έ­κτα­ση. Επι­προ­σθέ­τως, η α­φή­γη­ση ε­στιά­ζει σε έ­να πρό­σω­πο και δεν στη­ρί­ζε­ται στην ο­μα­λή χρο­νο­λο­γι­κή ε­ξέ­λι­ξη της πλο­κής, με τις συ­νή­θεις α­να­δρο­μές στην προ­η­γού­με­νη ζωή του ή­ρωα. Σε αυ­τήν, η κα­τα­βύ­θι­ση στο πα­ρελ­θόν προ­σο­μοιά­ζει με μία ψυ­χα­να­λυ­τι­κής φύ­σεως δια­δι­κα­σία. Όπου τα τρία κε­φά­λαια θα μπο­ρού­σαν να ε­κλη­φθούν σαν συ­νε­δρίες πα­ρου­σία  ε­νός βου­βού α­κρο­α­τή, φα­ντα­στι­κού ή α­κό­μη και υ­παρ­κτού. Με το ξε­κί­νη­μα, στην πρώ­τη κιό­λας φρά­ση, ο α­φη­γη­τής έ­χει την αί­σθη­ση ό­τι “η λά­μπα του δρό­μου έ­φεγ­γε α­κρι­βώς μέ­σα στο σα­λό­νι σαν να τον προ­ε­τοί­μα­ζε για α­νά­κρι­ση”. Από έ­να α­διευ­κρί­νι­στο χρο­νο­λο­γι­κά πα­ρών, α­να­τρέ­χει κα­τ’ α­ντί­στρο­φη φο­ρά σε τρεις δια­φο­ρε­τι­κούς χρό­νους, που α­ντι­στοι­χούν σε κρί­σι­μες κα­μπές της ε­πι­στη­μο­νι­κής του στα­διο­δρο­μίας. 
Κα­λο­καί­ρι 2009, εί­ναι λέ­κτο­ρας στο Πα­νε­πι­στή­μιο Ιωαν­νί­νων. Χει­μώ­να 2002, με τε­λειω­μέ­νο το δι­δα­κτο­ρι­κό, βρί­σκε­ται νε­ο­διο­ρι­σμέ­νος κα­θη­γη­τής γερ­μα­νι­κών σε χω­ριό της Κρή­της. Φθι­νό­πω­ρο 1996, φρέ­σκος υ­πο­ψή­φιος δι­δά­κτο­ρας, τα­ξι­δεύει σε χω­ριό της Κα­λα­μά­τας για να πα­ρευ­ρε­θεί στο γά­μο φί­λης του. Ο α­φη­γη­τής πε­ρι­γρά­φει τό­πους και ε­σω­τε­ρι­κούς χώ­ρους, ε­πι­μέ­νο­ντας σε κά­ποια στοι­χεία, που α­ντι­κα­το­πτρί­ζουν α­ντιαι­σθη­τι­κά γού­στα και νε­ο­πλου­τί­στι­κες συ­νή­θειες. Επί­σης, σχο­λιά­ζει τον συ­ντη­ρη­τι­σμό και την κρυ­ψί­νοια των ντό­πιων. Εκεί­νο, ό­μως, που σχε­δόν μο­νο­πω­λεί το λό­γο του εί­ναι η σχέ­ση του με τις γυ­ναί­κες. Προ­βάλ­λει ε­αυ­τόν σαν έναν ρο­μα­ντι­κό μο­νο­γα­μι­κό. Βο­λεύε­ται, ό­μως, με έ­ναν με­γά­λο έ­ρω­τα για νε­α­ρή κο­πέ­λα, που την εί­χε γο­η­τεύ­σει με την ει­κό­να του ε­σω­στρε­φούς δια­νοού­με­νου, που καλ­λιερ­γού­σε. Εκεί­νη τον έ­χει ε­γκα­τα­λεί­ψει, αλ­λά αυ­τός συ­νε­χώς α­να­βάλ­λει την ό­ποια προ­σπά­θεια για να την φέ­ρει πί­σω.  
Ο λό­γος του α­πο­κρύ­βει ε­πι­με­λώς τα αι­σθή­μα­τα α­να­σφά­λειας και τις ε­σώ­τε­ρες ε­πι­θυ­μίες. Μό­νο κά­ποια σχό­λια ή σπα­ράγ­μα­τα α­πό πε­ρι­γρα­φές, πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό φα­ντα­σιώ­σεις, έρ­χο­νται να ρα­γί­σουν την περ­σό­να του κα­θη­γη­τή που μπο­ρεί “να φέ­ρει στο κρε­βά­τι του” ό­ποια μα­θή­τρια ε­πι­θυ­μεί. Οι α­φη­γή­σεις του δη­μιουρ­γούν την ε­ντύ­πω­ση ε­νός ά­ντρα, που ε­πι­δί­δε­ται με ε­πι­τυ­χία στις σε­ξουα­λι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες. Κα­τα­λύ­της για την α­πο­κά­λυ­ψη του έ­σω κό­σμου στέ­κε­ται η συ­νά­ντη­ση με την πα­λαιά συμ­φοι­τή­τρια. Η μο­να­δι­κή τους συ­νεύ­ρε­ση στο πρώ­το κε­φά­λαιο έ­χει έ­να πα­ρελ­θόν του­λά­χι­στον δυο μα­ταιω­μέ­νων προ­σπα­θειών. Αυ­τές θα έρ­θουν στην ε­πι­φά­νεια μέ­σα α­πό τις συ­νειρ­μι­κές του α­φη­γή­σεις. Αρχι­κά έμ­με­σα και τε­λι­κά ευ­θέως, θα δώ­σει μία ει­κό­να της σε­ξουα­λι­κής του μειο­νε­ξίας. Μπο­ρεί να α­να­φέ­ρε­ται σε λα­χτα­ρι­στές νε­α­ρές υ­πάρ­ξεις αλ­λά οι σχέ­σεις του πε­ριο­ρί­ζο­νται στις με­τρη­μέ­νες συ­νευ­ρέ­σεις του φα­ντά­ρου με την “σκου­ρό­χρω­μη” πόρ­νη και στις κλε­φτές του φοι­τη­τή με εμ­φα­νι­σια­κά δευ­τε­ρο­κλα­σά­τες, ό­πως η εν λό­γω συμ­φοι­τή­τρια. Όχι α­κρι­βώς ά­σχη­μη, μάλ­λον α­διά­φο­ρη, χω­ρίς τις θη­λυ­κές κα­μπύ­λες που διε­γεί­ρουν. Ο τύ­πος της κα­λής φοι­τή­τριας, που α­με­λεί την εμ­φά­νι­σή της.  
Ο α­φη­γη­τής ε­πι­μέ­νει να πε­ρι­γρά­φει τρυ­φε­ρές σκη­νές, ω­στό­σο στο λό­γο του δια­φαί­νε­ται φθό­νος για “χα­σα­πό­παι­δα” και “φορ­τη­γατ­ζή­δες”. Τον διε­γεί­ρουν α­να­φο­ρές σε άν­δρες που δέρ­νουν ή στο “ξε­παρ­θέ­νε­μα” έ­φη­βης μα­θή­τριας α­πό α­γό­ρια στην α­ρά­δα. Ποιό εί­ναι το τραυ­μα­τι­κό ση­μείο, ποια τα πα­ρελ­κό­με­να συ­μπλέγ­μα­τα, εί­ναι κά­ποια α­πό τα ε­ρω­τή­μα­τα που γεν­νά  αυ­τός ο αυ­θύ­παρ­κτος ή­ρωας, μα­κριά α­πό τον Χα­νς του Μπελ. Ας ε­πα­νέλ­θου­με, ό­μως, στις α­να­γνω­στι­κές ε­μπει­ρίες του Ανυ­φα­ντά­κη. Στις “συ­νο­μι­λίες” με ξέ­να κεί­με­να, που α­πα­ριθ­μή­σα­με, πα­ρα­λεί­ψα­με να α­να­φέ­ρου­με το «Άνθη της α­βύσ­σου» του Βαλ­τι­νού. Ο α­φη­γη­τής, αυ­τήν την ε­πί τρο­χά­δην μνεία την συ­μπλη­ρώ­νει με σχό­λιο για μία συ­ζή­τη­ση που εί­χε με τον συγ­γρα­φέα. Όπως α­πο­κα­λύ­πτει, τον α­πα­σχο­λούν “οι μορ­φι­κοί πει­ρα­μα­τι­σμοί” του Βαλ­τι­νού. Μή­πως, ό­μως, θα έ­πρε­πε πρω­τί­στως να τον α­πα­σχο­λή­σει η γλώσ­σα, που στά­θη­κε το κύ­ριο μέ­λη­μα του Βαλ­τι­νού α­πό το πρώ­το κιό­λας δη­μο­σιευ­μέ­νο πε­ζο­γρά­φη­μά του. Συ­μπτω­μα­τι­κά, το δη­μο­σίευ­σε σε πε­ριο­δι­κό στην ί­δια η­λι­κία με τον Ανυ­φα­ντά­κη, ε­νώ βι­βλίο έ­πια­σε στα χέ­ριά του δέ­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Δια­φο­ρε­τι­κά τα εκ­δο­τι­κά ή­θη τό­τε, ό­πως δια­φο­ρε­τι­κό το κύ­ρος της ελ­λη­νι­κής. Τό­τε η ι­διω­μα­τι­κή φρά­ση ερ­χό­ταν α­πό την λαϊκή γλώσ­σα, σή­με­ρα α­πό την ε­πί λέ­ξει με­τα­γρα­φή των αγ­γλι­κών ι­διω­μα­τι­σμών. 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 29/12/2013.

Δεν υπάρχουν σχόλια: