Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013

Αι­σθη­σια­σμός και ί­ντρι­γκες στην Κοι­λά­δα του Πα­ρα­δεί­σου



Ο Έριχ Χόνεκερ και η σύζυγός του Μάργκοτ. Τα μόνα υπαρκτά 
πρόσωπα, που στάθηκαν 
ως πρότυπα 
των μυθιστορηματικών.


Μέ­νης Κου­μα­ντα­ρέ­ας
«Θά­να­τος στο Βαλ­πα­ραΐζο»
Εκδό­σεις Πα­τά­κη
Μάρ­τιος 2013


Λί­γα πράγ­μα­τα γνω­ρί­ζα­με για τους η­γέ­τες των Ανα­το­λι­κών Χω­ρών, το πε­ριώ­νυ­μο κά­πο­τε Ανα­το­λι­κό Μπλοκ. Ακό­μη λι­γό­τε­ρα θυ­μό­μα­στε, κα­θώς πλη­σιά­ζει να συ­μπλη­ρω­θεί ει­κο­σι­πε­ντα­ε­τία α­πό την κα­τάρ­γη­σή του. Έχουν α­πο­μεί­νει η ουγ­γρι­κή ε­πα­νά­στα­ση του 1956 με την ε­κτέ­λε­ση του Ίμρε Νά­γκυ και η Άνοι­ξη της Πρά­γας του 1968 με την α­πό­συρ­ση του Αλε­ξά­ντερ Ντού­μπτσεκ. Όσο για τους μέ­χρι τέ­λους πι­στούς στο σο­βιε­τι­κό κα­θε­στώς, έ­μει­νε η πτώ­ση τους, κι αυ­τή, κυ­ρίως, στις πε­ρι­πτώ­σεις που στά­θη­κε αι­μα­τη­ρή, ό­πως ε­κεί­νη του Νι­κο­λάε Τσα­ου­σέ­σκου, που ε­κτε­λέ­στη­κε με­τά της συ­ζύ­γου του. Ενώ, ο βούλ­γα­ρος η­γέ­της Το­ντόρ Ζίβ­κοφ ή ο έ­να χρό­νο νεό­τε­ρός του Έριχ Χό­νε­κε­ρ, που πλη­σία­ζαν τα 80 το σω­τή­ριον έ­τος της α­πο­κα­θή­λω­σής τους, το 1989, πρό­λα­βαν και πα­ραι­τή­θη­καν. Στη συ­νέ­χεια, και οι δυο φυ­λα­κί­στη­καν. 
Ο πρώ­τος λί­γο πριν το θά­να­τό του, το 1998, α­πηλ­λά­γη α­πό τις κα­τη­γο­ρίες. Ο Χό­νε­κερ εί­χε πε­ρισ­σό­τε­ρες πε­ρι­πέ­τειες. Φυ­λα­κί­στη­κε, λό­γω της σο­βα­ρής κα­τά­στα­σης της υ­γείας του ει­σήχ­θη σε ρω­σι­κό στρα­τιω­τι­κό νο­σο­κο­μείο, φυ­γα­δεύ­τη­κε στη Μό­σχα, ε­πα­νεκ­δό­θη­κε στη Γερ­μα­νία στα μέ­σα του 1992, φυ­λα­κί­στη­κε, δι­κά­στη­κε, και, τε­λι­κά, λό­γω α­νη­κέ­στου βλά­βης, α­πο­φυ­λα­κί­στη­κε. Μάλ­λον εί­ναι ο μο­να­δι­κός κο­μου­νι­στής η­γέ­της, που κα­τέ­φυ­γε στη Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή. Επέ­λε­ξε το Σα­ντιά­γκο, λό­γω των κα­λών του σχέ­σεων με την Χι­λή την ε­πο­χή του Αλλιέ­ντε και της βοή­θειας που πρό­σφε­ρε με­τά την κα­τάρ­ρευ­σή του στους διω­κό­με­νους Χι­λια­νούς α­πό το κα­θε­στώς του Πι­νο­σέτ. Πή­γε οι­κο­γε­νεια­κώς, με την δεύ­τε­ρη σύ­ζυ­γό του, την κό­ρη τους και τον χι­λια­νό σύ­ζυ­γό της, Ια­νουά­ριο 1993. Εκεί πέ­θα­νε α­πό καρ­κί­νο του ή­πα­τος, στις 30 Μαΐου 1994.  
Ένας λό­γος, που θυ­μό­μα­στε τον Χό­νε­κε­ρ, εί­ναι η πα­ντο­δύ­να­μη Στά­ζι, α­κρω­νύ­μιο του Υπουρ­γείου Κρα­τι­κής Ασφά­λειας, που έ­δρα­σε ε­πί των η­με­ρών του και τε­λι­κά, υ­πέ­σκα­ψε και τον ί­διο μέ­χρι της πτώ­σης του. Πά­ντως, για θέ­μα μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κής βιο­γρα­φίας, εκ πρώ­της ό­ψεως, δεν φαί­νε­ται να προ­σφέ­ρε­ται. Αλλά και ποιος κο­μου­νι­στής η­γέ­της του Ανα­το­λι­κού Μπλο­κ, των σο­βιε­τι­κών συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων, προ­σφέ­ρε­ται, έ­τσι που τα ύ­στε­ρα α­μαύ­ρω­σαν τα πρώ­τα. Ήρθε και η ι­στο­ρι­κή α­πο­τί­μη­ση του Β΄ Πα­γκό­σμιου Πο­λέ­μου, που ε­ξο­μοίω­σε τα έρ­γα τους με ε­κεί­να των Να­ζί, και τους α­πο­τε­λείω­σε, του­λά­χι­στον στη συ­νεί­δη­ση του Δυ­τι­κού Κό­σμου. Οι δεύ­τε­ροι, ω­στό­σο, λό­γω α­να­βίω­σης να­ζι­στι­κών εκ­φάν­σεων, έ­χουν ε­πα­νέλ­θει στην ε­πι­και­ρό­τη­τα.
Αυ­τή η τε­λευ­ταία πτυ­χή, ί­σως να μπο­ρού­σε να προσ­δώ­σει κά­ποιο εν­δια­φέ­ρον και στην πε­ρί­πτω­ση του Χό­νε­κε­ρ, α­φού, κα­τά την ά­νο­δο των Να­ζί στην ε­ξου­σία, συμ­με­τεί­χε, ως νε­ο­λαίος κο­μου­νι­στής, σε α­ντι­κα­θε­στω­τι­κές ε­νέρ­γειες. Το α­πο­τέ­λε­σμα ή­ταν μια δε­κα­ε­τής φυ­λά­κι­ση, α­πό τα 23 του μέ­χρι τις πρώ­τες μα­γιά­τι­κες  η­μέ­ρες του 1945. Πέ­ρα­σε της φυ­λα­κής τα σί­δε­ρα με τους Χιτ­λε­ρι­κούς στις δό­ξες τους και τα ξα­να­διά­βη­κε με θριαμ­βευ­τές τους Σο­βιε­τι­κούς, με­τά τις ε­κα­τόμ­βες στρα­τιω­τών στα υ­ψώ­μα­τα του Ζέε­λοβ και τους δρό­μους του Βε­ρο­λί­νου. Τό­τε, ο Χό­νε­κε­ρ, στην κομ­βι­κή η­λι­κία των 33 ε­τών, ί­δρυ­σε το κί­νη­μα της Ελεύ­θε­ρης Γερ­μα­νι­κής Νε­ο­λαίας και άρ­χι­σε να α­ναρ­ρι­χά­ται στην κομ­μα­τι­κή ιε­ραρ­χία μέ­χρι της η­γε­τι­κής θέ­σης του προέ­δρου του κρά­τους. 


Η ε­πι­λο­γή

Όλες αυ­τές οι πλευ­ρές του α­να­το­λι­κο­γερ­μα­νού η­γέ­τη εν­δέ­χε­ται να συ­νέ­βα­λαν στην ε­πι­λο­γή του α­πό τον Μέ­νη Κου­μα­ντα­ρέα ως θέ­μα του και­νού­ριού του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Εί­ναι γνω­στό ό­τι δυο φο­ρές ε­γκα­τέ­λει­ψε την Ελλά­δα για σχε­τι­κά μα­κρό­χρο­νες πα­ρα­μο­νές στο ε­ξω­τε­ρι­κό. Η πρώ­τη, το κα­λο­καί­ρι του 1948, στα δε­κα­ε­φτά, με τε­λειω­μέ­νη την ε­βδό­μη γυ­μνα­σίου, ό­ταν πή­γε στην Αγγλία. Με τις ε­μπει­ρίες α­πό την ε­κεί δια­μο­νή του, έ­γρα­ψε, το 1959, το πρώ­το του μυ­θι­στό­ρη­μα, «Οι α­λε­πού­δες του Γκό­σπορ­τ», που έ­μει­νε στο συρ­τά­ρι. Η δεύ­τε­ρη φο­ρά ή­ταν το 1972, με τα δυ­τι­κο­γερ­μα­νι­κά προ­γράμ­μα­τα α­νταλ­λα­γής καλ­λι­τε­χνών, στο Βε­ρο­λί­νο για έ­ξι μή­νες. Στις συ­νο­δευ­τι­κές συ­νε­ντεύ­ξεις του πρό­σφα­του βι­βλίου του, α­πο­κα­λύ­πτει ό­τι τό­τε τον εί­χε α­πα­σχο­λή­σει η προ­σω­πι­κό­τη­τα του Χό­νε­κε­ρ, που μό­λις εί­χε α­να­λά­βει πρώ­τος Γραμ­μα­τέ­ας του Ενιαίου Σο­σια­λι­στι­κού Κόμ­μα­τος και Πρό­ε­δρος του Συμ­βου­λίου του Κρά­τους.
Αυ­τές οι δυο έ­ξο­δοι α­πό την χώ­ρα, ε­νέ­πνευ­σαν δυο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, τα πρώ­τα ε­κτός α­θη­ναϊκού ά­στεως και Ελλά­δος, τα ο­ποία έ­μελ­λε να εκ­δο­θούν ε­τε­ρο­χρο­νι­σμέ­να, το έ­να με­τά το άλ­λο, μέ­σα στην τε­λευ­ταία διε­τία. Κα­τά μια άλ­λο­τε πο­τέ προ­σφι­λή έκ­φρα­ση, αμ­φό­τε­ρα ο­φεί­λο­νται σε κο­μου­νι­στι­κό δά­κτυ­λο, α­φού ο συγ­γρα­φέ­ας ει­κά­ζει ό­τι ή­ταν ο φό­βος των κο­μου­νι­στών που ώ­θη­σε τον πα­τέ­ρα του να τον στεί­λει στην Αγγλία. Όσο για το μυ­θι­στό­ρη­μα του κο­μου­νι­στή Χό­νε­κε­ρ, ε­ξο­μο­λο­γεί­ται ό­τι το γρά­φει και το ξα­να­γρά­φει α­πό τα μέ­σα της δε­κα­ε­τίας του ’90.
Για την πρώ­τη του ε­πα­φή με το Βαλ­πα­ραΐζο, α­να­φέ­ρει έ­να ντο­κυ­μα­ντέ­ρ, που εί­χε δει πριν α­πό χρό­νια στην τη­λεό­ρα­ση. Αργό­τε­ρα έ­μα­θε ό­τι ε­πρό­κει­το για μια ται­νία του Μπου­νιουέλ. Εδώ, μάλ­λον χρειά­ζε­ται μια μι­κρή διόρ­θω­ση. Η ται­νία του Μπου­νιουέ­λ, «Γη χω­ρίς ψω­μί», του 1932, α­φο­ρά την ι­σπα­νι­κή ε­παρ­χία Λας Ούρ­δες, με­τα­ξύ Σα­λα­μάν­κας και πορ­το­γα­λι­κών συ­νό­ρων, ό­που βρί­σκε­ται η πρώ­τη Κοι­λά­δα του Πα­ρα­δεί­σου ή  και Βαλ­πα­ραΐζο. Από ε­κεί κα­τα­γό­ταν ο κον­κι­στα­δό­ρος, που ί­δρυ­σε το χι­λια­νό λι­μά­νι και του έ­δω­σε το ό­νο­μα της γε­νέ­τει­ράς του. Το συ­γκε­κρι­μέ­νο ντο­κυ­μα­ντέ­ρ, «Στο Βαλ­πα­ραΐζο», εί­ναι του ολ­λαν­δού σκη­νο­θέ­τη Γιό­ρις Ίβε­νς. Γυ­ρι­σμέ­νο το 1962, μα­ζί με μια ο­μά­δα νέων χι­λια­νών κι­νη­μα­το­γρα­φι­στών, συν­δυά­ζει την ά­ψο­γη τε­χνι­κή με μια ποιη­τι­κή μα­τιά πά­νω στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα της πό­λης, με τις κρε­μα­σμέ­νες στις α­πό­το­μες πλα­γιές λό­φων φτω­χο­συ­νοι­κίες και το πα­ρά­κτιο τμή­μα του με­γα­λύ­τε­ρου λι­μα­νιού της χώ­ρας, δί­πλα σε έ­να α­πό τα α­κρι­βό­τε­ρα του­ρι­στι­κά θέ­ρε­τρα της Λα­τι­νι­κής Αμε­ρι­κής. 


Θά­να­τος στη Βε­νε­τία

Υπήρ­χαν, λοι­πόν, στη συγ­γρα­φι­κή μνή­μη έ­να ι­στο­ρι­κό πρό­σω­πο ως υ­πο­ψή­φιος αλ­λά ε­πι­σφα­λής μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κός ή­ρωας και έ­νας τό­πος, ε­ντυ­πω­σια­κός στις α­ντι­θέ­σεις του, σαν υ­πο­ψή­φιο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό σκη­νι­κό, α­φού ο Χό­νε­κερ έ­ζη­σε στο Σα­ντιά­γκο 17 μή­νες και η α­πό­στα­ση Σα­ντιά­γκο-Βαλ­πα­ραΐζο εί­ναι κα­μιά ε­κα­το­στή χι­λιό­με­τρα. Πό­τε αυ­τά τα δυο έ­δε­σαν και ποια μορ­φή εί­χαν οι προ­η­γού­με­νες μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κές εκ­δο­χές, ο συγ­γρα­φέ­ας δεν το α­πο­κα­λύ­πτει. Εμείς έ­χου­με την ε­ντύ­πω­ση, ό­τι, στην τε­λι­κή μορ­φή, συ­νέ­βα­λε το μυ­θι­στό­ρη­μα, ο «Θά­να­τος στη Βε­νε­τία». Το βι­βλίο έ­χει α­πα­σχο­λή­σει τον συγ­γρα­φέα α­πό πο­λύ νέο και εί­ναι α­πό αυ­τά που θα ή­θε­λε να εί­χε γρά­ψει ο ί­διος. Αυ­τό το εκ­μυ­στη­ρεύε­ται το 1999, με την ο­λο­κλή­ρω­ση του πε­ζού «Τρεις θά­να­τοι στη Βε­νε­τία» (ο τίτ­λος του πε­ζού θα έ­πρε­πε να εί­ναι «Τρεις “Θά­να­τοι στη Βε­νε­τία”»). Το έ­γρα­φε α­πό το 1993, με νω­πή α­κό­μη τό­τε την ε­ντύ­πω­ση α­πό την πα­ρά­στα­ση της στη­ριγ­μέ­νης στο βι­βλίο ό­πε­ρας του Μπέν­ζα­μιν Μπρίτ­τεν, που πα­ρα­κο­λού­θη­σε στο Κό­βεν Γκάρ­ντεν, 12 Μαρ­τίου 1992. Για­τί την έ­μπνευ­ση να μην την δί­νει έ­να βρα­δι­νό διά­βα­σμα, το πολ­λο­στό α­πό την Άνοι­ξη του 1958, που πρω­το­διά­βα­σε το μυ­θι­στό­ρη­μα του Τό­μας Μαν. Στη σκιά του, το μυ­θι­στό­ρη­μα του Χό­νε­κερ πή­ρε τη συ­γκε­κρι­μέ­νη πα­ρω­δια­κή αλ­λά και πα­ρα­μυ­θη­τι­κή μορ­φή, χω­ρίς να χά­νει την πο­λι­τι­κή του διά­στα­ση, δια­μορ­φω­μέ­νη μέ­σα α­πό μια ε­πί­και­ρη ο­πτι­κή.
«Θά­να­τος στο Βαλ­πα­ραΐζο» ό­πως «Θά­να­τος στη Βε­νε­τία», ό­που ο ή­ρωας δεν εί­ναι ού­τε συγ­γρα­φέ­ας ού­τε μου­σι­κός, ό­πως στην κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή εκ­δο­χή του Λου­κια­νό Βι­σκό­ντι, αλ­λά πο­λι­τι­κός. Ο Κου­μα­ντα­ρέ­ας στή­νει τη δι­κή του θα­λασ­σι­νή πο­λι­τεία, φω­τει­νή μεν, αλ­λά με κά­τι το σά­πιο να εί­ναι και σε αυ­τήν ο­ρα­τό. “Μια τε­ρά­στια κου­ζί­να κι έ­νας α­πέ­ρα­ντος ο­χε­τός εί­ναι ό­λη η πό­λη”, σύμ­φω­να με πα­ρα­τή­ρη­ση του ή­ρωα. Το βα­σι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό, ω­στό­σο, που πα­ρα­πέ­μπει στη Βε­νε­τία του Μαν, εί­ναι ο αι­σθη­σια­σμός των Λα­τί­νων. Αυ­τός πα­ρα­σύ­ρει και τον δι­κό του ή­ρωα. Εί­ναι α­ξιο­θαύ­μα­στο το πώς ο Κου­μα­ντα­ρέ­ας κα­τόρ­θω­σε να πλά­σει έ­ναν α­πό τους πιο εν­δια­φέ­ρο­ντες ή­ρωές του με κα­λού­πι τον Χό­νε­κερ και πνοή α­πό Γου­στά­βο Άσσεν­μπαχ. Αμφό­τε­ροι αυ­το­προσ­διο­ρί­ζο­νται σαν “άν­θρω­ποι με­γά­λης η­λι­κίας”, α­νε­ξάρ­τη­τα αν ο πρώ­τος εί­ναι στα ο­γδό­ντα και ο δεύ­τε­ρος στα πε­νή­ντα. Μωβ τα μαλ­λιά του πρώ­του, πα­ρε­πό­με­νο της θε­ρα­πευ­τι­κής α­ντι­με­τώ­πι­σης της νό­σου α­πό την ο­ποία πά­σχει, βαμ­μέ­να του δεύ­τε­ρου. “Ευ­νοού­με­νη λέ­ξη” στη ζωή και των δυο στά­θη­κε το “συ­γκρα­τή­σου”. Σπαρ­τα­κι­στής ο πρώ­τος α­πό τα 14, έ­μει­νε στην Ιστο­ρία σαν ο πλέ­ον α­διάλ­λα­κτος και α­φο­σιω­μέ­νος στην ι­δε­ο­λο­γία του κο­μου­νι­στής η­γέ­της. Όσο για τον Άσεν­μπα­χ, ο Μαν τον πε­ρι­γρά­φει “α­πό­λυ­το και ε­γκε­φα­λι­κό”. 
Για τον ή­ρωα του Κου­μα­ντα­ρέα ο αι­σθη­σια­σμός στά­θη­κε α­πα­γο­ρευ­μέ­νος. Όπως και ο Άσσεν­μπα­χ, ή­ταν ε­ρω­τι­κά στε­ρη­μέ­νος. Σύμ­φω­να με τους ι­σχυ­ρι­σμούς του, α­πό κομ­μα­τι­κή η­θι­κή αλ­λά και λό­γω της δε­κά­χρο­νης φυ­λά­κι­σης στα κα­λύ­τε­ρα χρό­νιά του. Αυ­τά, βε­βαίως, ό­σο α­φο­ρά τον μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό ή­ρωα, για­τί ο Χό­νε­κερ φαί­νε­ται δρα­στή­ριος στον ε­ρω­τι­κό το­μέα. Απέ­κτη­σε δυο συ­ζύ­γους και α­ντι­στοί­χως, δυο θυ­γα­τέ­ρες. Τη δεύ­τε­ρη κό­ρη, μά­λι­στα, την α­πο­κτά πριν ε­πι­ση­μο­ποιή­σει το δε­σμό του με τη δεύ­τε­ρη σύ­ζυ­γο. Τον μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό ή­ρωα, πά­ντως, δεν τον α­φή­νει α­συ­γκί­νη­το “ο έ­φη­βος παί­κτης του τσα­ράν­γκο”. Ένα γλυ­κό α­γό­ρι, με δυ­να­τά μπρά­τσα, “ο κι­θα­ρω­δός Χουά­ν”, πα­ρου­σιά­ζε­ται σαν ψη­φί­δα του λα­τι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κού πα­ρα­δεί­σου. 
Τον αι­σθη­σια­σμό, ό­μως, τον δη­μιουρ­γεί μια γο­η­τευ­τι­κή τρα­γου­δί­στρια. Εί­ναι η Δό­να που διευ­θύ­νει έ­ναν πο­λυ­τε­λή οί­κο α­νο­χής στο Βαλ­πα­ραΐζο για βα­θύ­πλου­τους Σα­ου­δά­ρα­βες και άλ­λους πα­ρό­μοιους. Αυ­τή θα του προ­σφέ­ρει να πιει το πο­τό με τη ρό­δι­νη ό­ψη, που οι ι­σπα­νό­φω­νοι α­πο­κα­λούν α­ρα­κουά­λια και εί­ναι φτιαγ­μέ­νο, σύμ­φω­να με το μυ­θι­στό­ρη­μα, α­πό “ρο­δό­στα­μο, πορ­το­κά­λι και μέ­ντα”. Μα­κρι­νή α­ντι­στοι­χία “στο χυ­μό ρο­διού με σό­δα” που πί­νει ο Άσσεν­μπαχ. Κοι­νά ση­μεία, το χρώ­μα και η η­δο­νι­κή αί­σθη­ση, που κα­τέ­χει ε­κεί­νη την ώ­ρα τους ή­ρωες των δυο μυ­θι­στο­ρη­μά­των. Μή­πως πρό­κει­ται για lapsus calami του Κου­μα­ντα­ρέα, ο­φει­λό­με­νο στην ο­μο­η­χία ρο­δό­στα­μου και ρο­διού, για­τί, αν δεν σφάλ­λου­με, ο χυ­μός ρο­διού χρη­σι­μο­ποιεί­ται στο ι­σπα­νι­κό κο­κταίηλ που α­να­φέ­ρει.
Ο Κου­μα­ντα­ρέ­ας δεν θέ­λη­σε να γρά­ψει μια πει­σι­θά­να­τη νου­βέ­λα, ού­τε να πλά­σει έ­ναν Χό­νε­κερ ητ­τη­μέ­νο α­πό την α­σθέ­νεια. Ο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κός Χό­νε­κερ εμ­φα­νί­ζε­ται α­πό­λυ­τος στα ι­δε­ο­λο­γι­κά του πι­στεύω και μα­χη­τής. Ιδα­νι­κός πρω­τα­γω­νι­στής ε­νός πο­λι­τι­κού θρί­λε­ρ, ο ο­ποίος α­πο­λαμ­βά­νει μέ­χρι και έ­ναν με­τα­θα­νά­τιο θρίαμ­βο. Κα­τά τα άλ­λα, η μυ­θι­στο­ριο­γρα­φία εί­ναι τέ­χνη και τε­χνι­κή. Ο κα­λός μά­στο­ρας γνω­ρί­ζει πό­σο υ­λι­κό της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας τού εί­ναι α­πα­ραί­τη­το, αλ­λά και ό­τι οι προ­σφο­ρό­τε­ρες πλευ­ρές εί­ναι  ε­κεί­νες που η Ιστο­ρία ά­φη­σε αμ­φί­ση­μες και σκο­τει­νές. Πι­θα­νόν και ε­μπνεό­με­νος α­πό τις κα­τη­γο­ρίες της Στά­ζι, ό­τι ο Χό­νε­κερ συ­νερ­γά­στη­κε με τους Χιτ­λε­ρι­κούς στην πε­ρίο­δο της φυ­λά­κι­σής του, πλέ­κει την ί­ντρι­γκα γύ­ρω α­πό το δί­πο­λο του κο­μου­νι­στή η­γέ­τη και ε­νός Να­ζί. Ένας α­πό τους πολ­λούς, που κα­τέ­φυ­γαν στη Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή και κα­τόρ­θω­σαν με πλα­στι­κές εγ­χει­ρή­σεις να δια­λά­θουν. Τα κα­ταχ­θό­νια σχέ­δια, που ε­ξυ­φαί­νει για την α­πό­κτη­ση της χα­μέ­νης ε­ξου­σίας, δέ­νουν με την πο­λυ­συ­ζη­τη­μέ­νη νε­ο­να­ζι­στι­κή α­πει­λή. Όσο για την α­τμό­σφαι­ρα του σα­σπέ­νς, αυ­τήν την ε­ξα­σφα­λί­ζει η πό­λη του Βαλ­πα­ραΐζο, ό­πως την φα­ντά­στη­κε ο συγ­γρα­φέ­ας. Πό­λη της πα­ρα­νο­μίας και της δια­φθο­ράς, με κα­τα­γώ­για, στε­νούς δρό­μους, πο­λυ­τε­λή ξε­νο­δο­χεία και ως κέ­ντρο, έ­να πορ­νείο με υ­πέ­ρο­χες γυ­ναί­κες για πλού­σιους πε­λά­τες και α­φε­ντι­κό τον πρώην Να­ζί.


Μου­σι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα

Το πρώ­το μυ­θι­στό­ρη­μα του Κου­μα­ντα­ρέα, που συ­νο­μι­λεί με το μυ­θι­στό­ρη­μα του Μαν, εί­ναι το προ ει­κο­σα­ε­τίας, «Η συμ­μο­ρία της άρ­πας». Μυ­θι­στό­ρη­μα γύ­ρω α­πό τη μου­σι­κή, με πρω­τα­γω­νι­στή έ­ναν κα­θη­γη­τή άρ­πας, που μνη­μο­νεύει τους δυο Γου­στά­βους, τον Άσσεν­μπαχ και τον Μά­λε­ρ, τον μου­σι­κό που τον ε­νέ­πνευ­σε. Σε ε­κεί­νο, ο κα­θη­γη­τής έ­χει έ­ναν πα­ρά­ξε­νο α­σιά­τη υ­πη­ρέ­τη. Ένα α­ντί­στοι­χο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό δί­δυ­μο πρω­τα­γω­νι­στεί και στο πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μα, ο Χό­νε­κερ και ο υ­πη­ρέ­της του. Όπως υ­πάρ­χει και ε­δώ, συ­νο­δευ­τι­κή των σκη­νών μου­σι­κή, α­πό το τσα­ράν­γκο του έ­φη­βου κι­θα­ρω­δού και α­πό το τύ­μπα­νο του υ­πη­ρέ­τη, που α­πο­κα­λύ­πτε­ται έ­νας δια­νοού­με­νος καλ­λι­τέ­χνης. Θα χα­ρα­κτη­ρί­ζα­με το πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μα θε­α­τρό­μορ­φο, ό­πως ε­πα­να­λαμ­βά­νει ο α­φη­γη­τής. Από τις τρεις εκ­δο­χές του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Μαν, λο­γο­τε­χνι­κή, κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή και ο­πε­ρα­τι­κή, στις μνη­μο­νι­κές ε­ντυ­πώ­σεις του μου­σι­κο­τρα­φούς συγ­γρα­φέα κυ­ριάρ­χη­σε η τε­λευ­ταία. 
Ο Κου­μα­ντα­ρέ­ας α­ντι­τεί­νει στις τρέ­χου­σες εμ­μο­νές των ι­στο­ρι­κών τις δι­κές του, θυ­μί­ζο­ντας μια άλ­λη μειο­νό­τη­τα που τα­λαι­πω­ρή­θη­κε α­πό τους Χιτ­λε­ρι­κούς. Βα­σα­νι­σμέ­νος σε χιτ­λε­ρι­κό στρα­τό­πε­δο ο υ­πη­ρέ­της του μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού Χό­νε­κε­ρ, ό­χι για­τί ή­ταν Εβραίος, αλ­λά για­τί εί­χε συλ­λη­φθεί μα­ζί με τον πα­τέ­ρα του, που εί­χε “σε­ξουα­λι­κές ι­διαι­τε­ρό­τη­τες”. Την κο­μου­νι­στι­κή ι­δε­ο­λο­γία του  μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού Χό­νε­κε­ρ, ο συγ­γρα­φέ­ας ε­πι­λέ­γει να την πα­ρου­σιά­σει μέ­σα α­πό τη συ­νο­μι­λία του με έ­ναν έλ­λη­να ψυ­χία­τρο. Εί­ναι γεν­νη­μέ­νος το 1955 και θεω­ρεί ε­αυ­τόν α­πό νέο προ­σκολ­λη­μέ­νο στην Αρι­στε­ρά, πα­ρα­δε­χό­με­νος ό­τι εί­χε φλερ­τά­ρει με το Πα­σόκ. Το­πο­θε­τη­μέ­νο το μυ­θι­στό­ρη­μα το 1993, μια πε­ρίο­δο που εί­χε ο­ρι­σμέ­να κοι­νά με σή­με­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, ε­πι­τρέ­πει πολ­λές ε­πί­και­ρες πα­ρα­τη­ρή­σεις του μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού Χό­νε­κε­ρ, κα­θώς και του συ­νο­μι­λη­τή του. Όπως, λ.χ., η α­πό­φαν­ση του πρώ­του: “Έτσι φτά­σα­με στην Ευ­ρω­παϊκή Γερ­μα­νία... Και αύ­ριο, για­τί ό­χι, σε μια γερ­μα­νι­κή Ευ­ρώ­πη... ”
Το μυ­θι­στό­ρη­μα εί­ναι χω­ρι­σμέ­νο σε δυο μέ­ρη. Το πρώ­το τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Πρε­λού­διο», ω­στό­σο α­πο­τε­λεί­ται α­πό 17 κε­φά­λαια και εί­ναι το κυ­ρίως τμή­μα. Το δεύ­τε­ρο, «Ιντερ­μέτ­ζο», με ο­κτώ κε­φά­λαια και εί­ναι το κα­τα­λη­κτι­κό. Κα­τά μια ερ­μη­νεία, αυ­τοί οι τίτ­λοι δη­λώ­νουν ό­τι μπο­ρεί το πο­λι­τι­κό θρί­λερ να ο­λο­κλη­ρώ­νε­ται, αλ­λά, α­πό έ­να βι­βλίο που θα στό­χευε σε κά­τι σαν μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή βιο­γρα­φία γρά­φτη­καν μό­νο η ει­σα­γω­γή και έ­να εν­διά­με­σο κομ­μά­τι. Δυο μό­νο ή­ρωες έ­χουν ως πρό­τυ­πα α­ντί­στοι­χα υ­παρ­κτά πρό­σω­πα. Ο Χό­νε­κερ και η σύ­ζυ­γός του, Μάρ­γκο­τ, που πρω­το­στα­τούν α­ντί­στοι­χα στα δυο μέ­ρη του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Δε­κα­πέ­ντε χρό­νια νεό­τε­ρη του συ­ζύ­γου της, ε­ξα­κο­λου­θεί μέ­χρι σή­με­ρα να ζει στο Σα­ντιά­γκο. “Αμε­τα­νό­η­τη στα­λι­νι­κή”, την χα­ρα­κτή­ρι­σαν πέ­ρυ­σι που προ­βλή­θη­κε στη γερ­μα­νι­κή τη­λεό­ρα­ση συ­νέ­ντευ­ξή της, στην ο­ποία πα­ρου­σία­ζε την Λα­ο­κρα­τι­κή Δη­μο­κρα­τία της Γερ­μα­νίας σαν έ­να ει­ρη­νι­κό κρά­τος με τους πο­λί­τες να έ­χουν ερ­γα­σία και προο­πτι­κή. Η μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή Μάρ­γκοτ πα­ρα­μέ­νει και στην πα­ρακ­μή της μια ι­σχυ­ρή πρώ­τη κυ­ρία, με πλή­ρη ε­νη­μέ­ρω­ση και δογ­μα­τι­κές α­πό­ψεις. Ας μην λη­σμο­νού­με ό­τι διε­τέ­λε­σε ε­πί 25 χρό­νια υ­πουρ­γός παι­δείας, α­κρι­βέ­στε­ρα “λαϊκής εκ­παί­δευ­σης”. Μό­νο έ­νας σε­ξι­στής συγ­γρα­φέ­ας θα έ­πλα­θε μια τυ­χού­σα γυ­ναι­κού­λα για σύ­ζυ­γο του μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού Χό­νε­κερ. Η κα­τά Κου­μα­ντα­ρέα στέ­κε­ται στο ύ­ψος της πραγ­μα­τι­κής Μάρ­γκο­τ, που ξε­κί­νη­σε α­πό θυ­γα­τέ­ρα υ­πο­δη­μα­το­ποιού και έ­φθα­σε, κα­τά μια εκ­δο­χή, να εί­ναι ε­κεί­νη που έ­παιρ­νε τις σκλη­ρό­τε­ρες α­πο­φά­σεις. 




Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου


Δη­μο­σιεύ­θη­κε στην ε­φη­με­ρί­δα "Η Επο­χή" στις 2/6/2013.