Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Φιλόδοξο βήμα

Φράνσις
Μπέικον,
«Σπουδή για
προσωπογραφία», 1971.



Πά­νος Τσί­ρος
«Δεν εί­ν’ έ­τσι;»
Εκδό­σεις Μι­κρή Άρκτος
Μάρ­τιος 2013

Πέ­ντε χρό­νια με­τά την έκ­δο­ση του πρώ­του βι­βλίου του Πά­νου Τσί­ρου, «Φέρ­τε μου το κε­φά­λι της Μα­ρίας Κέν­σο­ρα», εκ­δό­θη­κε το δεύ­τε­ρο. Πρό­κει­ται και πά­λι για έ­να ο­λι­γο­σέ­λι­δο βι­βλίο με διη­γή­μα­τα. Συ­μπτω­μα­τι­κά, τα δυο βι­βλία α­ριθ­μούν τον ί­διο α­ριθ­μό σε­λί­δων, 92. Αλλά­ζουν, ό­μως, το σχή­μα και η τυ­πο­τε­χνι­κή φυ­σιο­γνω­μία, κα­θώς άλ­λα­ξε ο εκ­δό­της. Από τις εκ­δό­σεις Γα­βριη­λί­δης το πρώ­το, α­πό την δι­σκο­γρα­φι­κή και εκ­δο­τι­κή ε­ται­ρεία Μι­κρή Άρκτος το δεύ­τε­ρο. Μι­κρός και ο δεύ­τε­ρος εκ­δο­τι­κός οί­κος, σύμ­φω­να και με την ε­πω­νυ­μία του, δέ­κα ε­πτά έ­τη με­τά την ί­δρυ­σή του, βου­τά στον ω­κε­α­νό της πε­ζο­γρα­φίας, δια­ψεύ­δο­ντας το ι­σχύον για την “α­εί­πο­τε πε­ρί τον πό­λον στρε­φό­με­νη­ν” Μι­κρή Άρκτο, το “μη­δέ­πο­τε εις τον ω­κε­α­νόν βυ­θι­ζο­μέ­νη­ν”. Ο εκ­δό­της, Πα­ρα­σκευάς Κα­ρα­σού­λος, με­τά την περ­σι­νή δι­πλή ε­πέ­τειο της συ­μπλή­ρω­σης πέ­ντε δε­κα­ε­τιών βίου και δυό­μι­σι στι­χουρ­γι­κής πα­ρου­σίας, και α­φού φρό­ντι­σε καλ­λι­τέ­χνες και ποιη­τές, α­πο­φά­σι­σε να κά­νει τό­πο και στους πε­ζο­γρά­φους. Ξε­κι­νά με τη διη­γη­μα­το­γρα­φία. Το δεύ­τε­ρο βι­βλίο του Τσί­ρου εί­ναι το πρώ­το, ό­πως α­να­κοί­νω­σε, στη σει­ρά «Διη­γή­σεις».
Οκτώ χρό­νια νεό­τε­ρός του ο Τσί­ρος, πα­ρου­σιά­στη­κε με ε­κεί­νο το πρώ­το βι­βλίο, χω­ρίς προ­η­γού­με­νες δη­μο­σιεύ­σεις σε έ­ντυ­πα. Δεν έ­μει­νε α­μνη­μό­νευ­το το πό­νη­μά του. Επι­σή­μως, κα­τα­γρά­φτη­καν τέσ­σε­ρις πα­ρου­σιά­σεις, που συ­να­γω­νί­ζο­νται σε ε­παί­νους. Διά­κρι­ση δεν α­πέ­σπα­σε, ού­τε καν πρό­κρι­ση στη βρα­χεία λί­στα του Βρα­βείου Δια­βά­ζω για πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νους. Εκεί­νη τη χρο­νιά, το Βρα­βείο δό­θη­κε στην Σταυ­ρού­λα Σκα­λί­δη, ε­νώ, του διη­γή­μα­τος, στην ε­πί­σης πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νη Μα­ρία Κου­γιουμτ­ζή. Το Κρα­τι­κό Βρα­βείο διη­γή­μα­τος –πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου δεν εί­χε α­κό­μη προ­κύ­ψει– στην Ευ­γε­νία Φα­κί­νου. Πά­ντως, το βι­βλίο δεν λη­σμο­νή­θη­κε. Υπήρ­ξαν αρ­γο­πο­ρη­μέ­νες πα­ρου­σιά­σεις, πι­θα­νώς α­πόρ­ροια των σχέ­σεων, που εί­χε αρ­χί­σει να έ­χει ο συγ­γρα­φέ­ας με το χώ­ρο του βι­βλίου. Άλλω­στε, δεν θα πρέ­πει να εί­ναι τυ­χαία η με­τα­στέ­γα­σή του σε εκ­δο­τι­κό οί­κο ο­μό­τε­χνού του.
Το βιο­γρα­φι­κό στο αυ­τά­κι του βι­βλίου έ­μει­νε το ί­διο, πλην της προ­σθή­κης της έκ­δο­σης του πρώ­του βι­βλίου και φω­το­γρα­φίας. Μια πλη­ρο­φο­ρία, που κα­νείς συ­γκρα­τεί, εί­ναι το θέ­μα των με­τα­πτυ­χια­κών σπου­δών του στο Λον­δί­νο. Ασχο­λή­θη­κε με το «Tractatus Logico-Philosophicus» του Βίτ­γκεν­σταϊν. Στη συ­νέ­χεια, ε­γκα­τέ­λει­ψε τις σπου­δές φι­λο­σο­φίας για τη Μέ­ση Εκπαί­δευ­ση. Αν και πο­τέ δεν ξέ­ρεις. Και ο Βίτ­γκεν­σταϊν διέ­κο­ψε την ε­να­σχό­λη­σή του με τη φι­λο­σο­φία και με­τά δέ­κα χρό­νια ε­πα­νήλ­θε. Όπως και να έ­χει, ε­κεί­νο το πρώ­το έρ­γο του αυ­στρια­κού φι­λό­σο­φου ε­ξα­κο­λου­θεί να τον α­πα­σχο­λεί. Μά­λι­στα, το δεύ­τε­ρο βι­βλίο του δεί­χνει ό­τι τον έ­χει ε­πη­ρεά­σει ο φι­λο­σο­φι­κός στο­χα­σμός και της δεύ­τε­ρης πε­ριό­δου του Βίτ­γκεν­σταϊν. Αν τα πρώ­τα διη­γή­μα­τά του α­ντα­να­κλούν τον προ­βλη­μα­τι­σμό του νε­α­ρού Βίτ­γκεν­σταϊν, το δεύ­τε­ρο βι­βλίο του α­κο­λου­θεί τον αυ­στρια­κό φι­λό­σο­φο στις α­να­ζη­τή­σεις του κα­τά τα ύ­στε­ρα χρό­νια, ό­πως αυ­τές κα­τα­γρά­φτη­καν στο δεύ­τε­ρο με­γά­λο έρ­γο του, τις «Φι­λο­σο­φι­κές έ­ρευ­νες».
Ήδη, στο πρώ­το διή­γη­μα του πρώ­του βι­βλίου, με τίτ­λο, «Χω­ρίς στό­μα», λαν­θά­νει η έ­βδο­μη και τε­λευ­ταία πρό­τα­ση της «Λο­γι­κό-Φι­λο­σο­φι­κής Πραγ­μα­τείας» (ό­πως α­πο­δό­θη­κε ο τίτ­λος του «Tractatus...» στα ελ­λη­νι­κά, σύμ­φω­να με τον τίτ­λο του πρω­τό­τυ­που «Logisch-Philosophische Abhandlung»): “Για ό­σα δεν μπο­ρεί να μι­λά­ει κα­νείς, πρέ­πει να σω­παί­νει.” Το τι μπο­ρεί να ει­πω­θεί και να γί­νει κα­τα­νο­η­τό α­πό τον άλ­λο, δη­λα­δή η φύ­ση της γλώσ­σας, ή­ταν το θε­με­λιώ­δες πρό­βλη­μα, που έ­θε­σε ο αυ­στρια­κός φι­λό­σο­φος. Η α­πά­ντη­ση, στην ο­ποία κα­τέ­λη­ξε, γκρό­σο μό­ντο, ή­ταν ό­τι οι μό­νες κα­τα­νο­η­τές προ­τά­σεις εί­ναι ε­κεί­νες που δί­νουν μια ει­κό­να της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Από τα ό­ρια της γλώσ­σας, έ­νας συγ­γρα­φέ­ας περ­νά­ει σε ε­κεί­να της λο­γο­τε­χνίας. Στα πρώ­τα διη­γή­μα­τα, ο Τσί­ρος δο­κι­μά­ζει τα ό­ρια της ρε­α­λι­στι­κής α­φή­γη­σης. Οι ή­ρωές του, ε­κτός α­πό τους αν­θρώ­πους του πε­ρί­γυ­ρού τους, συγ­χρω­τί­ζο­νται με τους νε­κρούς τους, ό­πως και με τους προ­σφι­λείς τους πα­ρελ­θο­ντι­κών χρό­νων, με την υ­πό­στα­ση που ε­κεί­νοι εί­χαν τό­τε. Στο πα­ρόν, μπο­ρεί να εί­ναι μεν ζω­ντα­νοί, ό­μως εί­ναι άλ­λοι, κα­θώς, στο πέ­ρα­σμα του χρό­νου, δια­φο­ρο­ποιή­θη­κε η υ­πό­στα­σή τους. Αυ­τή η συμ­βίω­ση, που νο­ε­ρά γί­νε­ται σαν προέ­κτα­ση των κα­θη­με­ρι­νών συ­να­να­στρο­φών, δεν χω­ρά­ει στον πραγ­μα­τι­κό χώ­ρο. Η ε­πι­τυ­χία των διη­γη­μά­των έ­γκει­ται στον τρό­πο με τον ο­ποίο η α­φή­γη­ση περ­νά­ει στο χώ­ρο του φα­ντα­στι­κού ή συ­μπλη­ρώ­νει μια ει­κό­να της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας με προ­σφυ­γές στο πα­ρά­λο­γο.
Στο δεύ­τε­ρο βι­βλίο, κερ­δί­ζει έ­δα­φος η ρε­α­λι­στι­κή α­φή­γη­ση. Δεν υ­πάρ­χουν πα­ρεκ­βά­σεις προς το φα­ντα­στι­κό, ε­νώ το πα­ρά­λο­γο πε­ριο­ρί­ζε­ται στο χώ­ρο των ο­νεί­ρων, τα ο­ποία και πλη­θαί­νουν. Οκτώ τα διη­γή­μα­τα του πρώ­του βι­βλίου, δέ­κα τέσ­σε­ρα τα πε­ζά του δεύ­τε­ρου, που χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται και αυ­τά διη­γή­μα­τα. Ωστό­σο, δια­βά­ζο­ντάς τα δη­μιουρ­γεί­ται η αί­σθη­ση της συ­νέ­χειας, με το τε­λευ­ταίο πε­ζό να θέ­τει υ­πό αί­ρε­ση τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό του βι­βλίου ως συλ­λο­γή διη­γη­μά­των. Αυ­τό το δέ­κα­το τέ­ταρ­το πε­ζό φέ­ρει τον τίτ­λο, «Επί­λο­γος», και έ­χει, σε μι­κρο­γρα­φία, τη μορ­φή του «Tractatus...», ό­πως ε­πι­ση­μαί­νει και ο α­φη­γη­τής. Απο­τε­λεί­ται α­πό μια σει­ρά πα­ρα­τη­ρή­σεις πα­ρα­τε­ταγ­μέ­νες και α­ριθ­μη­μέ­νες με δε­κα­δι­κή α­ρίθ­μη­ση. Δη­λα­δή, κα­θε­μία α­πό τις κύ­ριες πα­ρα­τη­ρή­σεις α­κο­λου­θεί­ται α­πό ά­λυ­σο προ­τά­σεων, που φέ­ρουν έ­να δεύ­τε­ρο δε­κα­δι­κό ψη­φίο. Οι κύ­ριες προ­τά­σεις του «Επι­λό­γου» εί­ναι έ­ξι, έ­να­ντι των ε­πτά θέ­σεων του «Tractatus...».
Στη δεύ­τε­ρη πρό­τα­ση του «Επι­λό­γου», ο α­φη­γη­τής ση­μειώ­νει: “Όλες οι προ­η­γού­με­νες ι­στο­ρίες α­φο­ρούν ά­με­σα ή έμ­με­σα τον φί­λο μου.” Ου­σια­στι­κά, α­να­τρέ­πει τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό διη­γή­μα­τα, προϊδεά­ζο­ντας για την μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή υ­φή του βι­βλίου του. Μά­λι­στα, μο­ντερ­νί­στι­κη, α­φού, σε μια ε­πό­με­νη πρό­τα­ση, δη­λώ­νει ό­τι δεν α­κο­λού­θη­σε “ευ­θύ­γραμ­μη ο­μα­λή α­φή­γη­ση”. Ενώ, σε μια άλ­λη, κα­το­πι­νή της πρό­τα­ση, δια­τυ­πώ­νει την ά­πο­ψη πως “μια ι­στο­ρία κα­τα­σκευά­ζε­ται ό­πως έ­να παζλ. Δεν έ­χει ση­μα­σία ποιο κομ­μά­τι θα βά­λεις πρώ­τα.” Γε­γο­νός που μπο­ρεί να ι­σχύει για τον τρό­πο γρα­φής, μό­νο που αυ­τός ο ά­ναρ­χος τρό­πος α­πο­βαί­νει προ­βλη­μα­τι­κός, ό­ταν δια­τη­ρεί­ται στην τε­λι­κή μορ­φή. Οι ε­πό­με­νες προ­τά­σεις, ω­στό­σο, υ­πε­ρα­σπί­ζο­νται την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα πα­ρό­μοιων α­φη­γη­μα­τι­κών πει­ρα­μα­τι­σμών. Στην τε­λευ­ταία πρό­τα­ση της πέ­μπτης α­λύ­σου, συ­νο­ψί­ζει: “Αλλά αυ­τό που θέ­λου­με να πού­με κα­θρε­φτί­ζε­ται μέ­σα σ’ αυ­τό που γρά­φου­με.”
Τι θέ­λει, λοι­πόν, να πει ο συγ­γρα­φέ­ας; Έμμε­σα δί­νε­ται η α­πά­ντη­ση, με τους α­φη­γη­μα­τι­κούς τρό­πους που υιο­θε­τεί, τη δο­μή που δί­νει στο βι­βλίο, και, πρώ­τα α­π’ ό­λα, με τον τίτ­λο. Το “δεν εί­ν’ έ­τσι;” του τίτ­λου, εκ­φρά­ζει την α­βε­βαιό­τη­τα του α­φη­γη­τή. Δυο α­πό τα τε­λευ­ταία κε­φά­λαια στις «Φι­λο­σο­φι­κές έ­ρευ­νες» του Βίτ­γκεν­σταϊν φέ­ρουν τους τίτ­λους, «Πε­ρί α­βε­βαιό­τη­τας» και «Τα ε­ντός μας». Το ε­ρώ­τη­μα που ε­κεί­νος έ­θε­τε ή­ταν το πώς μπο­ρώ να γνω­ρί­ζω τα αι­σθή­μα­τα και τις σκέ­ψεις του άλ­λου. Δεν μπο­ρώ να ε­ξο­μοιώ­σω την ε­μπει­ρία του με τη δι­κή μου, αλ­λά ού­τε και να στη­ρι­χτώ στη δι­κή του λε­κτι­κή δια­τύ­πω­ση για το τι αι­σθά­νε­ται. Ακό­μη κι αν υ­πο­θέ­σου­με ό­τι ο άλ­λος εί­ναι ει­λι­κρι­νής και δεν υ­πο­κρί­νε­ται. Ο α­φη­γη­τής του Τσί­ρου πε­ρι­γρά­φει δρά­σεις και α­ντι­δρά­σεις των χα­ρα­κτή­ρων, με­τα­φέ­ρο­ντας ό­σα του λέ­νε. Για τις σκέ­ψεις και τα αι­σθή­μα­τά τους, ό­μως, ελ­λο­χεύει πά­ντο­τε η αμ­φι­βο­λία, δη­λα­δή κα­τά πό­σο εί­ναι πράγ­μα­τι έ­τσι.
Ένας τρό­πος πα­ρου­σία­σης του βι­βλίου θα ή­ταν η α­να­διά­τα­ξη του παζ­λ, σε μια α­πό­πει­ρα να α­πο­κα­τα­στα­θεί η χρο­νι­κή αλ­λη­λου­χία. Με ε­ξαί­ρε­ση το έ­βδο­μο κε­φά­λαιο, στα υ­πό­λοι­πα θα μπο­ρού­σε ο α­φη­γη­τής να εί­ναι κοι­νός. Οι τέσ­σε­ρις τό­ποι, στους ο­ποίους ε­κεί­νος βρί­σκε­ται σε δια­φο­ρε­τι­κούς χρό­νους, ο­δη­γούν σε τέσ­σε­ρις πε­ριό­δους της ζωής του. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, μέ­νει α­πο­ρία, για­τί ως ε­ξώ­φυλ­λο ε­πι­λέχ­θη­κε πί­να­κας α­πό μια πέ­μπτη πό­λη, το Βε­λι­γρά­δι. Στην πρώ­τη χρο­νι­κά ε­νό­τη­τα, πέ­ντε κε­φα­λαίων (2,4,6,8,11), με τίτ­λους τα ο­νό­μα­τα προ­σώ­πων και συμ­βά­ντων γύ­ρω α­πό τα ο­ποία στρέ­φε­ται το κά­θε κε­φά­λαιο, ο α­φη­γη­τής κά­νει με­τα­πτυ­χια­κές σπου­δές στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, σχε­τι­κές με τη φι­λο­σο­φία και τον Βίτ­γκεν­σταϊν, ό­πως λέει στην κο­πέ­λα του μπαρ που φλερ­τά­ρει. Της διη­γεί­ται και την υ­πό­θε­ση μιας ται­νίας που εί­δε τε­λευ­ταία, τον «Κρυμ­μέ­νο» του Μί­κα­ελ Χά­νε­κε. Πρό­κει­ται για α­φη­γη­μα­τι­κό τέ­χνα­σμα, ώ­στε να α­να­φερ­θεί πλα­γίως στο τι ση­μαί­νει πα­ρα­κο­λου­θώ τις ζωές των άλ­λων.
Σε αυ­τήν την ε­νό­τη­τα, υ­πάρ­χει μια υ­πο­τυ­πώ­δης πλο­κή. Πα­ρου­σιά­ζε­ται ο φί­λος του α­φη­γη­τή, που εί­ναι, σύμ­φω­να με τον «Επί­λο­γο», “ο ά­ξο­νας του βι­βλίου”. Τον α­να­φέ­ρει ως Δ. και εί­ναι συ­γκά­τοι­κός του. Ο α­φη­γη­τής πε­ρι­γρά­φει συ­γκε­κρι­μέ­να γε­γο­νό­τα, ό­πως η ε­πί­σκε­ψη των γο­νιών του Δ. και οι τυ­χαίες συ­να­ντή­σεις με γνω­στά του πρό­σω­πα. Η συ­νέ­χεια δί­νε­ται στο μο­να­δι­κό κε­φά­λαιο της δεύ­τε­ρης ε­νό­τη­τας (12), στο ο­ποίο ο α­φη­γη­τής εί­ναι φα­ντά­ρος στην Κο­μο­τη­νή. Αυ­τή η ε­νό­τη­τα, α­ντί του εκ των υ­στέ­ρων δη­λω­τι­κού τίτ­λου, «Χη­μι­κό ερ­γα­στή­ρι», θα μπο­ρού­σε να έ­χει τον κυ­ριο­λε­κτι­κό, «Το τη­λε­φώ­νη­μα», κα­θώς το μό­νο που συμ­βαί­νει εί­ναι έ­να τη­λε­φώ­νη­μα α­πό τον Δ., πα­ρα­μο­νή Πρω­το­χρο­νιάς, στο στρα­τό­πε­δο. Εκεί­νος εί­ναι α­κό­μη φοι­τη­τής στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και του ζη­τά­ει βοή­θεια. Η έκ­βα­ση δί­νε­ται ε­πι­γραμ­μα­τι­κά στον «Επί­λο­γο», σε ε­πί μέ­ρους πρό­τα­ση της υ­π’ α­ριθ­μό τρί­της α­λύ­σου: “Τε­λι­κά τη βοή­θεια που μου ζή­τη­σε δεν του την έ­δω­σα. Δεν ή­θε­λα να μπλέ­ξω.”
Σύ­ντο­μες και κο­φτές οι προ­τά­σεις, πε­ριο­ρί­ζο­νται στην πε­ρι­γρα­φή δρά­σεων και τη με­τα­φο­ρά δια­λό­γων, που δεί­χνουν κοι­νό­το­ποι, κα­θώς α­να­πα­ρά­γουν ό­σα συ­νή­θως λέ­γο­νται σε πα­ρό­μοιες πε­ρι­στά­σεις. Κά­ποιοι χα­ρα­κτή­ρες διη­γού­νται πα­ρελ­θο­ντι­κές ι­στο­ρίες, τις ο­ποίες ε­πί­σης με­τα­φέ­ρει ο α­φη­γη­τής. Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, αυ­τός δεν σχο­λιά­ζει, σαν να κρα­τά α­πο­στά­σεις. Κα­τά την ε­κτί­μη­σή μας, δί­νει α­φη­γη­μα­τι­κή υ­πό­στα­ση στη θέ­ση του αυ­στρια­κού δα­σκά­λου του ό­τι ε­κεί­νο που μπο­ρεί να πε­ρι­γρα­φεί εί­ναι οι εκ­φρά­σεις της αν­θρώ­πι­νης ζωής. Από ό,τι ε­ξω­τε­ρι­κεύε­ται και μό­νο, συ­νά­γου­με χα­ρα­κτή­ρες και αι­σθή­μα­τα. Οδη­γού­με­νοι α­πό αυ­τά, θα μπο­ρού­σα­με να ταυ­τί­σου­με τον ελ­λεί­πο­ντα α­φη­γη­τή του έ­βδο­μου κε­φα­λαίου με έ­ναν α­πό τους γνω­στούς τού κυ­ρίως α­φη­γη­τή. Συ­γκε­κρι­μέ­να, τον αλ­κοο­λι­κό Λά­ζα­ρο του έ­κτου κε­φα­λαίου. Χω­ρίς να εί­ναι α­πα­ραί­τη­το, κα­θώς τα πε­ζά δια­τη­ρούν την αυ­το­νο­μία τους. Με­ρι­κά, μά­λι­στα, δια­θέ­τουν α­ρε­τές διη­γή­μα­τος
Στην τρί­τη ε­νό­τη­τα, τεσ­σά­ρων κε­φα­λαίων (5,9,10,13), με πε­ρι­φρα­στι­κούς ή και αλ­λη­γο­ρι­κούς τίτ­λους, ο α­φη­γη­τής εί­ναι πα­ντρε­μέ­νος στην Αθή­να με γυ­ναί­κα έ­γκυο στον έ­κτο μή­να. Εδώ, ε­στιά­ζει στον ε­αυ­τό του. Ένας έν­δον λό­γος, που α­να­κυ­κλώ­νει σκέ­ψεις, αι­σθή­μα­τα και ε­νο­χές, για­τί δεν κα­τά­λα­βε τι ζη­τού­σαν οι άλ­λοι α­πό αυ­τόν. Όλοι πά­σχο­ντες, που α­γω­νιού­σαν να ξε­πε­ρά­σουν τις ε­ξαρ­τή­σεις τους α­πό αν­θρώ­πους, αλ­κοό­λ, ναρ­κω­τι­κές ου­σίες. Για το μό­νο πρό­σω­πο, που ο α­φη­γη­τής εκ­δη­λώ­νει συ­ναι­σθη­μα­τι­κή έ­γνοια, εί­ναι η σύ­ζυ­γος του. Κι αυ­τό, για­τί κυο­φο­ρεί την κό­ρη του. Κα­θρέ­φτης της ψυ­χι­κής του κα­τά­στα­σης εί­ναι τα ό­νει­ρα. Λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο ε­φιαλ­τι­κά, τα κα­τα­γρά­φει με τη ζω­ντά­νια που δια­τη­ρούν για έ­ναν ε­λά­χι­στο χρό­νο με­τά το ξύ­πνη­μα. Ως κύ­ρια μορ­φή σε αυ­τά, προ­βάλ­λει ο πα­τέ­ρας. Γύ­ρω α­πό αυ­τόν και τα φροϋδι­κά υ­πο­κα­τά­στα­τά του στρέ­φο­νται δυο α­πό τα κα­λύ­τε­ρα διη­γή­μα­τα του βι­βλίου, το «Χαρ­τα­ε­τός» και το «Ο γέ­ρος στο σπί­τι», που θα μπο­ρού­σαν να δώ­σουν τρο­φή σε ε­κτε­νή ψυ­χα­να­λυ­τι­κή α­νά­πτυ­ξη.
Σε μια α­πό τις πα­ρα­τη­ρή­σεις του «Επι­λό­γου», ο α­φη­γη­τής προσ­διο­ρί­ζει: “Την πε­ρίο­δο που έ­γρα­ψα την ι­στο­ρία πε­ρί­με­να τη γέν­νη­ση της κό­ρης μου.” Αν δώ­σου­με βά­ση στο λό­γο του, η ε­να­πο­μέ­νου­σα ε­νό­τη­τα, δυο κε­φά­λαιων (1,3), με τους πα­ρά­ξε­νους τίτ­λους, «Δια­χεί­ρι­ση ποιό­τη­τας» και «Έχω δώ­σει τη ζωή μου», μέ­νει ε­κτός χρο­νι­κής αλ­λη­λου­χίας. Σε αυ­τήν ο α­φη­γη­τής ερ­γά­ζε­ται στο Λον­δί­νο και κα­τοι­κεί μα­ζί με τη σύ­ζυ­γό και την πε­θε­ρά του. Στην πρώ­τη πρό­τα­ση του πρώ­του κε­φα­λαίου, με το που α­νοί­γει το βι­βλίο, ε­κεί­νος μνη­μο­νεύει τη σο­βού­σα οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση, πε­ρι­γρά­φο­ντας το ε­γκα­τα­λε­λειμ­μέ­νο λον­δρέ­ζι­κο κέ­ντρο. Ανα­φέ­ρε­ται στον ε­αυ­τό του, την κα­θη­με­ρι­νή ρου­τί­να της ερ­γα­σίας του σε μια ε­ται­ρεία, ε­πι­μέ­νει σε κι­νή­σεις και συ­να­ντή­σεις. Χρη­σι­μο­ποιεί προ­σε­κτι­κή γλώσ­σα, ε­πι­δει­κνύο­ντας ορ­θο­λο­γι­στι­κή διά­θε­ση, που έ­χει κά­τι το μη­χα­νι­στι­κό, σαν να δί­νει α­να­φο­ρά σε α­νώ­τε­ρό του. Ο τό­νος αλ­λά­ζει ό­ταν α­πο­μα­κρύ­νε­ται α­πό τον τό­πο ερ­γα­σίας, στα συ­να­πα­ντή­μα­τα με με­τα­νά­στες στις δι­κές τους γει­το­νιές. Με τα δυο κε­φά­λαια αυ­τής της ε­νό­τη­τας, δη­μιουρ­γεί­ται α­πό την αρ­χή μια ορ­γουε­λι­κή α­τμό­σφαι­ρα, που, α­κο­λου­θώ­ντας την πα­ρά­τα­ξη των πε­ζών στο βι­βλίο, γί­νε­ται ό­λο και πιο α­πει­λη­τι­κή, φθά­νο­ντας να ε­ξαν­τλή­σει τις α­ντο­χές του α­φη­γη­τή, που βρί­σκε­ται τε­λι­κά σπρωγ­μέ­νος ε­κτός κοι­νω­νι­κού πε­ρί­γυ­ρου.
Το δεύ­τε­ρο βι­βλίο του Τσί­ρου εί­ναι φι­λό­δο­ξο. Μπο­ρεί α­πό την κρι­τι­κή να ε­κτι­μη­θεί λι­γό­τε­ρο α­πό το πρώ­το, ό­πως συ­νέ­βη με το δεύ­τε­ρο έρ­γο του Βίτ­γκεν­σταϊν, που θεω­ρή­θη­κε αι­νιγ­μα­τι­κό. Εκεί­νος το εί­χε γρά­ψει με τους πό­νους του καρ­κι­νο­πα­θούς, αρ­νού­με­νος τη νο­σο­κο­μεια­κή πε­ρί­θαλ­ψη. Εί­χε προ­τι­μή­σει να συ­νε­χί­σει τις φι­λο­σο­φι­κές του έ­ρευ­νες, στο­χα­ζό­με­νος πά­νω στην έν­νοια του πό­νου. Πέ­θα­νε την ί­δια μέ­ρα με τον Κα­βά­φη, 18 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ε­πι­βιώ­νο­ντας δυο χρό­νια πε­ρισ­σό­τε­ρα. Το 1951, στα 72. Το φι­λο­σο­φι­κό πνεύ­μα που ε­πι­κρα­τού­σε τό­τε ή­ταν ξέ­νο προς τον δι­κό του στο­χα­σμό. Όπως, κα­λή ώ­ρα, το πνεύ­μα που ε­πι­κρα­τεί στο χώ­ρο της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας ως προς το δεύ­τε­ρο βι­βλίο του Τσί­ρου. Μό­νο που αυ­τός εί­ναι έ­νας μά­χι­μος, ε­τών 43. Εδώ, το ε­ρώ­τη­μα εί­ναι αν θα κρα­τή­σει ψη­λά τον πή­χυ των ε­πι­διώ­ξεων ή θα εν­δώ­σει.

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 14/7/2013.

Λίγο απ’ όλα για την κρίση















Σύν­θη­μα σε βι­τρί­να α­δεια­νού κα­τα­στή­μα­τος της ο­δού Στα­δίου. Αδεια­νό α­πό το 1997, ό­ταν η κρί­ση της α­γο­ράς άρ­χι­σε να χτυ­πά­ει τις πρώ­τες ελ­λη­νι­κές ε­πι­χει­ρή­σεις. Πρό­κει­ται για το άλ­λο­τε γνω­στό κα­τά­στη­μα
των Αθη­νών Άκρο­ν-Ίλιο­ν-Κρυ­στά­λ, Στα­δίου 26.


«Το α­πο­τύ­πω­μα της κρί­σης»
Ιστο­ρίες
Επι­μέ­λεια:
Ελέ­νη Μπού­ρα, Μι­κέ­λα Χαρ­του­λά­ρη
Εκδό­σεις Με­ταίχ­μιο
Φε­βρουά­ριος 2013

Εκ πρώ­της ό­ψεως, ο τίτ­λος του βι­βλίου δεί­χνει πο­λύ ευ­ρύς για μια θε­μα­τι­κή συλ­λο­γή ι­στο­ριών. Δεν προσ­διο­ρί­ζε­ται το­πι­κά, ο­πό­τε μπο­ρεί να α­φο­ρά την κρί­ση σε πα­γκό­σμια κλί­μα­κα ή σε συ­γκε­κρι­μέ­νο τμή­μα του πλα­νή­τη, ό­πως ο ευ­ρω­παϊκός νό­τος, ή, α­κό­μη στε­νό­τε­ρα, μια χώ­ρα, αλ­λά και α­κό­μη πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, την πρω­το­πό­ρο στον συ­γκε­κρι­μέ­νο στί­βο, Ελλά­δα. Επί­σης, α­φή­νει α­νοι­χτή τη σφαί­ρα, στην ο­ποία α­να­φέ­ρε­ται. Πο­λι­τι­κή, οι­κο­νο­μι­κή, πο­λι­τι­σμι­κή. Ακό­μη και μό­νο η πρώ­τη λέ­ξη του τίτ­λου, το α­πο­τύ­πω­μα, ε­πι­δέ­χε­ται δια­φο­ρε­τι­κές ερ­μη­νείες, κα­θώς δεν προσ­διο­ρί­ζε­ται ε­πί ποιου σώ­μα­τος δη­μιουρ­γεί­ται αυ­τό το α­πο­τύ­πω­μα. Του ε­θνι­κού, του κοι­νω­νι­κού ή του προ­σω­πι­κού ως έν­δει­ξη ο­ρι­σμέ­νης ψυ­χο­λο­γι­κής κα­τά­στα­σης.
Αυ­τήν την ευ­ρύ­τη­τα, ω­στό­σο, πε­ριο­ρί­ζει, ή­δη με τον τίτ­λο του, ο πρό­λο­γος των δυο ε­πι­με­λη­τριών, της Ελέ­νης Μπού­ρα και της Μι­κέ­λας Χαρ­του­λά­ρη, «Το λο­γο­τε­χνι­κό α­πο­τύ­πω­μα της ελ­λη­νι­κής ε­πι­και­ρό­τη­τας». Σύμ­φω­να με το κεί­με­νό τους, “οι ι­στο­ρίες λει­τουρ­γούν ως με­γε­θυ­ντι­κός φα­κός αλ­λά και μαρ­τυ­ρίες για την κρί­ση στην Ελλά­δα α­πό το 2010”. Πού ση­μαί­νει την τριε­τία α­πό τις 23 Απρ. 2010, που ο τό­τε πρω­θυ­πουρ­γός Γιωρ­γά­κης Πα­παν­δρέ­ου, α­πό το α­κρι­τι­κό Κα­στε­λό­ρι­ζο, α­να­κοί­νω­νε την προ­σφυ­γή της χώ­ρας στον τρι­πλό μη­χα­νι­σμό οι­κο­νο­μι­κής στή­ρι­ξης μέ­χρι το χρό­νο γρα­φής των ι­στο­ριών, που προσ­διο­ρί­ζε­ται α­πό τον Μάρ. μέ­χρι τον Οκτ. του 2012. Μέ­νει να φα­νεί κα­τά πό­σο οι ι­στο­ρίες ε­πα­λη­θεύουν τις ε­ξαγ­γε­λίες τους. Ή, μή­πως κά­ποιοι α­πό τους συμ­με­τέ­χο­ντες συγ­γρα­φείς πα­ρε­ξέ­κλι­ναν, δε­λε­α­σμέ­νοι α­πό τον γε­νι­κό­λο­γο τίτ­λο. Αλλά και ό­σοι πε­ριο­ρί­στη­καν στο ε­δώ και τώ­ρα, κα­τά πό­σο λει­τούρ­γη­σαν με τον τρό­πο που τους ζη­τή­θη­κε, δη­λα­δή ως αυ­τό­πτες μάρ­τυ­ρες.
Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, πρό­κει­ται για μια συλ­λο­γή 17 ι­στο­ριών α­πό ι­σά­ριθ­μους συγ­γρα­φείς, των ο­ποίων τα ο­νό­μα­τα α­να­γρά­φο­νται στο ε­ξώ­φυλ­λο και το ο­πι­σθό­φυλ­λο. Και τις δυο φο­ρές, ό­πως και στην πα­ρά­τα­ξη των ι­στο­ριών τους, υιο­θε­τεί­ται η αλ­φα­βη­τι­κή σει­ρά. Άλλω­στε, ο­ποια­δή­πο­τε άλ­λη τά­ξη μάλ­λον δεν θα γι­νό­ταν α­πο­δε­κτή α­πό τους συμ­με­τέ­χο­ντες. Μια δια­φο­ρε­τι­κή, ω­στό­σο, δια­δο­χή των ι­στο­ριών, πι­θα­νώς να έ­δι­νε έ­να α­φη­γη­μα­τι­κά πιο εν­δια­φέ­ρον α­πο­τέ­λε­σμα. Δεν πρό­κει­ται για αν­θο­λό­γη­μα, α­φού δεν έ­γι­νε στα­χυο­λό­γη­ση α­πό κά­ποια πα­ρα­κα­τα­θή­κη ή­δη δη­μο­σιευ­μέ­νων ι­στο­ριών, αλ­λά για ε­πι­λο­γή συ­γκε­κρι­μέ­νων συγ­γρα­φέων, που έ­γρα­ψαν “εν θερ­μώ” τις ι­στο­ρίες τους. Σύμ­φω­να με σχε­τι­κά δη­μο­σιεύ­μα­τα, οι συμ­με­τέ­χο­ντες πι­θα­νώς να ή­ταν πε­ρισ­σό­τε­ροι ή, ί­σως, να προ­τι­μώ­ντο κά­ποιοι άλ­λοι, που αρ­νή­θη­καν λό­γω α­νω­τέ­ρας βίας, του­τέ­στιν έλ­λει­ψης χρό­νου ή και δο­θεί­σης υ­πό­σχε­σης α­πό­λυ­της πί­στης στον εκ­δό­τη τους. Επι­δίω­ξη, πά­ντως, των ε­πι­με­λη­τριών ή­ταν να ε­πι­λε­γούν “οι πλέ­ον πα­ρεμ­βα­τι­κοί και εν­δια­φέ­ρο­ντες έλ­λη­νες συγ­γρα­φείς”. Με­γά­λη κου­βέ­ντα, α­πό ε­κεί­νες που συ­νη­θί­ζο­νται σε δια­φη­μι­στι­κά σλό­γκαν. Όταν, ό­μως, έρ­χε­ται α­πό δυο ε­πι­τυ­χη­μέ­νες μά­νατ­ζερ στο χώ­ρο του βι­βλίου, που δρα­στη­ριο­ποιού­νται σε αυ­τόν πε­ρισ­σό­τε­ρο της ει­κο­σα­ε­τίας, ως ε­πι­με­λή­τρια η πρώ­τη και ως βι­βλιο­πα­ρου­σιά­στρια η δεύ­τε­ρη, α­πο­κτά δια­φο­ρε­τι­κή βα­ρύ­τη­τα. “Κόου­τς” διά­ση­μων συγ­γρα­φέων χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται η Μπού­ρα, ελ­λη­νι­κό ι­σο­δύ­να­μο του Μπερ­νάρ Πι­βώ η Χαρ­του­λά­ρη, ά­ρα κά­τι θα γνω­ρί­ζουν πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό ε­μάς για το τι συ­νι­στά σή­με­ρα τον πα­ρεμ­βα­τι­κό και εν­δια­φέ­ρο­ντα συγ­γρα­φέα. Πα­ρα­τη­ρού­με ό­τι δεν ε­πι­λέ­γουν τους κα­τέ­χο­ντες υ­ψη­λές θέ­σεις, ού­τε ό­σους έ­χουν κα­τέ­βει στον πο­λι­τι­κό στί­βο, ού­τε καν τους γνω­στούς ε­πι­φυλ­λι­δο­γρά­φους. Ανε­ξάρ­τη­τα, πά­ντως, με το πό­σο πα­ρεμ­βαί­νουν στα κοι­νά οι 17 ε­πι­λεχ­θέ­ντες ή το πό­σο εν­δια­φέ­ρο­ντα μπο­ρεί να κρι­θούν τα βι­βλία τους, υ­πάρ­χει σα­φής προ­τί­μη­ση στους κα­τοί­κους της Αθή­νας, ό­πως και στους άρ­ρε­νες.
Οι ε­πι­λο­γές τους, γραμ­μα­το­λο­γι­κά, πε­ριο­ρί­ζο­νται σε δυο ο­μά­δες συγ­γρα­φέω­ν: Επτά τα­ξι­νο­μού­νται στους προ­βε­βλη­μέ­νους της λε­γό­με­νης γε­νιάς του ’80, ό­που δυο τρεις α­πό αυ­τούς θα μπο­ρού­σαν να χα­ρα­κτη­ρι­στούν και πα­ρεμ­βα­τι­κοί. Και δέ­κα - α­νε­ξαρ­τή­τως η­λι­κίας, τρεις εί­ναι συ­νη­λι­κιώ­τες των προ­η­γού­με­νων - ε­ντάσ­σο­νται στην ε­πό­με­νη ο­μά­δα, που εμ­φα­νί­στη­κε με την αν­θο­φο­ρία της ελ­λη­νι­κής πε­ζο­γρα­φίας στα μέ­σα της δε­κα­ε­τίας του ’90 και φτά­νει μέ­χρι τις πα­ρα­μο­νές της κρί­σης. Και ε­δώ, δυο τρεις πι­θα­νώς και να χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νταν πα­ρεμ­βα­τι­κοί, με βά­ση το πό­σο συ­χνά εμ­φα­νί­ζο­νται με κά­ποια δή­λω­ση στα ΜΜΕ. Αν και αυ­τήν τη δια­ση­μό­τη­τα την ο­φεί­λουν μάλ­λον στις ε­παγ­γελ­μα­τι­κές τους δρα­στη­ριό­τη­τες πα­ρά στη συγ­γρα­φι­κή τους ι­διό­τη­τα. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, πο­τέ, ού­τε πα­λαιό­τε­ρα ού­τε σή­με­ρα, το πα­ρεμ­βα­τι­κός δεν ση­μαί­νει και εν­δια­φέ­ρων συγ­γρα­φέ­ας, χω­ρίς και να το α­πο­κλείει.
Θε­μα­τι­κές προ­τι­μή­σεις
Η γε­νι­κό­τε­ρη ε­ντύ­πω­ση α­πό τις ι­στο­ρίες τους εί­ναι ό­τι οι μι­κρό­τε­ροι η­λι­κια­κά συγ­γρα­φείς στά­θη­καν πιο πει­θαρ­χι­κοί, πι­θα­νώς και για­τί έ­χουν συ­νη­θί­σει να γρά­φουν ι­στο­ρίες κα­τά πα­ραγ­γε­λία για ποι­κί­λα έ­ντυ­πα και θε­μα­τι­κές αν­θο­λο­γίες. Αυ­τοί πε­ριο­ρί­στη­καν στο συ­γκε­κρι­μέ­νο θέ­μα της ελ­λη­νι­κής κρί­σης, ε­πι­λέ­γο­ντας ως ε­στία­ση, άλ­λοι τα αί­τια, που α­πλώ­νο­νται σε με­γα­λύ­τε­ρο βά­θος χρό­νου, και άλ­λοι τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα, ό­πως τα βιώ­νου­με σή­με­ρα. Αντι­θέ­τως, οι συγ­γρα­φείς της πρώ­της ο­μά­δας ά­νοι­ξαν τον θε­μα­τι­κό ο­ρί­ζο­ντα, μάλ­λον α­κρι­βέ­στε­ρα, έ­μει­ναν προ­σκολ­λη­μέ­νοι στις δι­κές τους θε­μα­τι­κές προ­τι­μή­σεις. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή εί­ναι η πε­ρί­πτω­ση δυο συ­νο­μή­λι­κων, α­πό τους πο­λυ­γρα­φό­τε­ρους αυ­τής της ο­μά­δας, της Σώ­της Τρια­ντα­φύλ­λου και του Θεό­δω­ρου Γρη­γο­ριά­δη. Από μια ά­πο­ψη, οι ι­στο­ρίες τους δεί­χνουν το α­πο­τύ­πω­μα της πα­γκό­σμιας κρί­σης, ή και ει­δι­κό­τε­ρα, τη βαρ­βα­ρό­τη­τα του ύ­στε­ρου κα­πι­τα­λι­σμού, που ξε­σπί­τω­σε α­πό Ιρα­κι­νούς μέ­χρι Αφρι­κα­νούς, δη­μιουρ­γώ­ντας το με­τα­να­στευ­τι­κό ρεύ­μα οι­κο­νο­μι­κών και πο­λι­τι­κών προ­σφύ­γων.
Αν και η ι­λα­ρο­τρα­γι­κή ι­στο­ρία του νε­α­ρού ά­ντρα α­πό το Μπε­νίν της Δυ­τι­κής Αφρι­κής έ­χει δια­φο­ρε­τι­κά αί­τια. Ο α­νή­συ­χος ή­ρωας της Τρια­ντα­φύλ­λου δι­ψά­ει για πε­ρι­πέ­τειες. Το ί­διο του κά­νει αν θα κα­τα­λή­ξει σε μια α­φρι­κα­νι­κή με­γα­λού­πο­λη ή σε μια ευ­ρω­παϊκή. Αρκεί να εί­ναι γαλ­λό­φω­νη, κα­θό­σον η χώ­ρα του, το πα­λαιό βα­σί­λειο της Δα­χο­μέ­ης, υ­πήρ­ξε γαλ­λι­κή α­ποι­κία. Κι αν δεν ε­γκα­θί­στα­ται τε­λι­κά στην Ελλά­δα, δεν φταίει η κρί­ση και η α­νερ­γία. Ένας κα­λός τε­χνί­της ό­πως αυ­τός, και μά­λι­στα, μαρ­μα­ράς, που κά­νει α­πό τα­φό­πλα­κες μέ­χρι με­ρε­μέ­τια μπά­νιου, δεν έ­χει πρό­βλη­μα. Το δι­κό του δρά­μα στά­θη­κε ε­ρω­τι­κό. Αντα­να­κλά το πα­λαιό και μέ­γα πρό­βλη­μα για έ­να ζευ­γά­ρι, αυ­τό του δια­φο­ρε­τι­κού θρη­σκεύ­μα­τος, που συ­νε­πά­γε­ται και άλ­λους η­θι­κούς κώ­δι­κες. Όταν, μά­λι­στα, ε­κεί­νος δεν εί­ναι μου­σουλ­μά­νος, ό­πως ο συ­μπα­τριώ­της του, που ε­πέ­δει­ξε ευε­λι­ξία και αλ­λα­ξο­πί­στη­σε, αλ­λά α­σπά­ζε­ται το βου­ντού, την πα­νάρ­χαια α­φρι­κα­νι­κή θρη­σκεία των θε­ο­ποιη­μέ­νων προ­γό­νων και των πνευ­μά­των τους, που α­πλώ­θη­κε στην α­με­ρι­κα­νι­κή ή­πει­ρο με τους σκλά­βους και την κυ­ρίευ­σε, το χά­σμα α­πο­βαί­νει α­γε­φύ­ρω­το. Η ι­στο­ρία έρ­χε­ται ως συ­νέ­χεια των α­φρι­κα­νι­κών μυ­θι­στο­ρη­μά­των της Τρια­ντα­φύλ­λου, με τίτ­λο, «Voodoo child», δά­νειο α­πό μι­κρού μή­κους, βρα­βευ­μέ­νη ται­νία.
Δια­φο­ρε­τι­κή εί­ναι η πε­ρί­πτω­ση του Κούρ­δου α­πό το Ιρά­κ, που ήρ­θε πρό­σφυ­γας στην Ελλά­δα μέ­σω Τουρ­κίας αλ­λά τε­λι­κά έ­φυ­γε, ό­πως προϊδεά­ζει ο τίτ­λος της ι­στο­ρίας του Γρη­γο­ριά­δη, «Ο ξέ­νος που έ­φυ­γε». Σύμ­φω­να με την α­φή­γη­σή του, πε­ρισ­σό­τε­ρο τον α­πα­σχο­λεί το α­πο­τυ­χη­μέ­νο ζευ­γά­ρω­μά του με μια Αθη­ναία. Όπως ο ή­ρωας της Τρια­ντα­φύλ­λου, έ­τσι κι αυ­τός, δου­λειά βρί­σκει εύ­κο­λα στις οι­κο­δο­μές, ρα­τσι­στι­κές συ­μπε­ρι­φο­ρές και ξε­νο­φο­βία δεν α­να­φέ­ρει. Το μό­νο πα­ρά­πο­νό του εί­ναι η με­τα­να­στευ­τι­κή πο­λι­τι­κή, την ο­ποία συ­γκρί­νει με ε­κεί­νη των σκαν­δι­να­βι­κών χω­ρών, ό­που κα­τα­φεύ­γει στη συ­νέ­χεια. Τε­λι­κά, το βα­θύ­τε­ρο α­πο­τύ­πω­μα εί­ναι ε­κεί­νο του νό­στου, α­φού κα­τα­λή­γει να ε­πι­στρέ­ψει στο Ιράκ και ε­κεί να νοι­κο­κυ­ρευ­τεί.
Μια τρί­τη πε­ρί­πτω­ση εί­ναι αυ­τή του Σω­τή­ρη Δη­μη­τρίου, κα­θώς η ι­στο­ρία του δεί­χνει σαν συ­νέ­χεια των πρό­σφα­των δη­μο­σιευ­μά­των του. Ήταν α­πό τους πρώ­τους, που έ­γρα­ψε διη­γή­μα­τα με πε­ρι­θω­ριο­ποιη­μέ­νους ε­σω­τε­ρι­κούς με­τα­νά­στες, και τώ­ρα, θα α­να­με­νό­ταν να τον ε­μπνεύ­σει “το νέο προ­λε­τα­ριά­το” της Αθή­νας. Όπως, ε­πί­σης, “η έ­ξο­δος προς την πε­ρι­φέ­ρεια” ή, έ­στω, η ε­πι­στρο­φή των με­τοί­κων της Αθή­νας στον γε­νέ­θλιο τό­πο τους. Αλλά ο Δη­μη­τρίου περ­νά­ει προ­σώ­ρας φά­ση αυ­το­βιο­γρά­φη­σης. Αφη­γεί­ται μια ε­πί­σκε­ψη στην Ηγου­με­νί­τσα, α­ντι­πα­ρα­θέ­το­ντας ει­κό­νες των αρ­χών του ’60 με ση­με­ρι­νές, στις ο­ποίες το­νί­ζε­ται η με­τα­μόρ­φω­ση της υ­παί­θρου, α­πό λου­λου­δια­σμέ­νες πλα­γιές με μο­νο­πά­τια σε πυ­κνά και εις ύ­ψος δο­μη­μέ­νη πε­ριο­χή. Αυ­τά εί­ναι τα “ξέ­να ρού­χα”, που, κα­τά τον τίτ­λο, φό­ρε­σε ο­λό­κλη­ρη η χώ­ρα. Δεν εί­ναι, βε­βαίως, ά­στο­χη ως πα­ρα­τή­ρη­ση, αν και δεί­χνει ε­πι­σφα­λής στη με­ρι­κό­τη­τά της .Όπως και ο πε­ριο­ρι­σμός των δει­νο­πα­θού­ντων στους Αλβα­νούς.
Τε­λι­κά, για τους συγ­γρα­φείς, το μέ­τρο της κοι­νω­νι­κής ευαι­σθη­σίας φαί­νε­ται πως εκ­φρά­ζε­ται μέ­σω των Αλβα­νών. Ένας άλ­λος συγ­γρα­φέ­ας της ί­διας γε­νιάς, ο Κώ­στας Ακρί­βος, δί­νει στην ι­στο­ρία του τη μορ­φή ε­πι­στο­λής, που ά­φη­σε μα­θη­τής στο γρα­φείο του κα­θη­γη­τή-α­φη­γη­τή. Με στό­χο να α­να­δεί­ξει το φαι­νό­με­νο του ρα­τσι­σμού, στή­νει έ­να δί­πο­λο: α­πό τη μια, ο Αλβα­νός που έ­γρα­ψε το γράμ­μα και α­πό την άλ­λη, ε­κεί­νος που “ζω­γρα­φί­ζει πά­νω στο θρα­νίο α­γκυ­λω­τούς σταυ­ρούς”. Η ι­στο­ρία α­γλαΐζει τον Αλβα­νό, ή­δη α­πό το πα­ρά­πο­νο που εκ­φρά­ζε­ται με τον τίτ­λο, «Δεν θα γί­νω Έλλη­νας πο­τέ;». Το έ­τε­ρο ά­κρο του δί­πο­λου, ό­που βρί­σκε­ται “το α­πο­τύ­πω­μα της κρί­σης” και για το ο­ποίο φέ­ρει ευ­θύ­νη και ο κα­θη­γη­τής, ε­κεί­νος το α­ντι­πα­ρέρ­χε­ται με την κα­τα­λη­κτι­κή πα­ρά­γρα­φο: Στην ε­πέ­τειο του Πο­λυ­τε­χνείου προ­γραμ­μα­τί­ζει να δι­δά­ξει τη «Δή­λω­ση» του Σε­φέ­ρη. “Η πρώ­τη για φέ­τος δο­κι­μα­σία”, α­πο­φθέγ­γε­ται. Απο­ρού­με, τι θέ­λει να πει ο συγ­γρα­φέ­ας. Να πα­ρα­τη­ρή­σου­με ό­τι η ι­στο­ρία του Ακρί­βου εί­ναι κα­θο­ρι­στι­κής ση­μα­σίας για την ε­ντύ­πω­ση που δη­μιουρ­γεί ο α­να­γνώ­στης, κα­θώς με αυ­τήν α­νοί­γει το βι­βλίο. Του δί­νει την πρώ­τη γεύ­ση της κρί­σης.
Άρω­μα κρί­σης
Δυο συγ­γρα­φείς της πρώ­της ο­μά­δας, η Έρση Σω­τη­ρο­πού­λου και ο Τά­σος Κα­λού­τσας, γρά­φουν ι­στο­ρίες ε­πι­κε­ντρω­μέ­νες στην ελ­λη­νι­κή κρί­ση της σή­με­ρον, με ή­ρωες γη­γε­νείς, στρι­μωγ­μέ­νους οι­κο­νο­μι­κά. Στην ι­στο­ρία της Σω­τη­ρο­πού­λου, το κύ­ριο πρό­σω­πο εί­ναι μια ά­νερ­γη και το θέ­μα η πο­λυ­πό­θη­τη, α­κό­μη και α­πό κα­θ’ ό­λα μά­χι­μους με­σή­λι­κες, συ­ντα­ξιο­δό­τη­ση. Η ι­στο­ρία πλέ­κε­ται γύ­ρω α­πό τη συ­νά­ντη­σή της με έ­ναν λο­γι­στή. Υπο­τί­θε­ται ό­τι εί­ναι ο άν­θρω­πος κλει­δί, α­φού γνω­ρί­ζει δι­κη­γό­ρους και ερ­γα­το­λό­γους, ά­ρα εί­ναι σε θέ­ση να α­νοί­γει πα­ρά­θυ­ρα στους νό­μους. «Ελά­τε στο γρα­φείο μου» εί­ναι ο τίτ­λος και εύ­στο­χη η ι­δέα της συγ­γρα­φέως να πλά­σει έ­ναν συ­ντα­ξιού­χο λο­γι­στή, που χρη­σι­μο­ποιεί για γρα­φείο την κα­φε­τέ­ρια πο­λυ­κα­τα­στή­μα­τος, κα­θώς α­ντα­να­κλά μια και­νού­ρια συ­νή­θεια των Αθη­ναίων να ε­πι­λέ­γουν τις κα­φε­τέ­ριες για πα­ρα­δό­σεις μα­θη­μά­των, ε­παγ­γελ­μα­τι­κά ρα­ντε­βού, α­να­γνω­στή­ρια και πλεί­στα άλ­λα. Η κου­βέ­ντα α­νέρ­γου και λο­γι­στή έ­χει το στε­ρεό­τυ­πο χα­ρα­κτή­ρα πα­ρό­μοιων συ­ζη­τή­σεων. Η συγ­γρα­φέ­ας δί­νει έ­ναν σου­ρε­α­λι­στι­κό τό­νο στις στι­χο­μυ­θίες και την πε­ρι­γρα­φή της ε­πι­κρα­τού­σας α­τμό­σφαι­ρας, σε μια προ­σπά­θεια να α­πο­τυ­πώ­σει την έ­κρυθ­μη κα­τά­στα­ση της κρί­σης. Όσο για την ά­νερ­γο, ο ε­σω­τε­ρι­κός της μο­νό­λο­γος ται­ριά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο σε μια αρ­γό­σχο­λη.
Ο Κα­λού­τσας ε­πι­λέ­γει έ­ναν θεσ­σα­λο­νι­κιό οι­κο­γε­νειάρ­χη, μι­σθω­τό, που ξε­χρεώ­νει δά­νειο. Τον στε­νο­χω­ρούν τα κλει­σμέ­να κα­τα­στή­μα­τα και οι έ­ρη­μοι δρό­μοι. Προ πά­ντων φο­βά­ται, κα­θώς κα­τα­τρύ­χε­ται α­πό τις τη­λε­ο­πτι­κές ει­δή­σεις για λη­στείες και φό­νους. Άλλα, ό­μως, εί­ναι ε­κεί­να που μαυ­ρί­ζουν τη ζωή του και α­να­ζη­τά μια α­νά­σα στην προο­πτι­κή της τριή­με­ρης “δρα­πέ­τευ­σης” στο σπι­τά­κι του χω­ριού. Έχει προ­βλη­μα­τι­κό παι­δί και ο ί­διος πά­σχει α­πό εκ γε­νε­τής βλά­βη στην καρ­διά. Εί­ναι έ­να διή­γη­μα με φό­ντο την κρί­ση, κα­θώς το­πο­θε­τεί­ται στις αρ­χές Μαρ. 2011, ό­ταν αρ­χί­ζουν οι μα­ζι­κές δια­δη­λώ­σεις στην Αθή­να.
Στο ε­δώ και τώ­ρα της κρί­σης πει­θαρ­χεί και ο έ­βδο­μος της πρώ­της ο­μά­δας, ο Βα­σί­λης Γκου­ρο­γιάν­νης. Οι δι­κοί του ή­ρωες δεν έ­χουν οι­κο­νο­μι­κά προ­βλή­μα­τα. Η ι­στο­ρία του έ­χει τη μορ­φή συ­ζή­τη­σης τεσ­σά­ρων φί­λων και συ­να­δέλ­φων. Νο­μι­κοί, η­λι­κίας ά­νω των 55, ε­κεί που υ­πο­τί­θε­ται ό­τι τους α­πα­σχο­λεί η κρί­ση, αρ­χί­ζουν τις α­μπε­λο­φι­λο­σο­φίες πε­ρί ζωής και ευ­θύ­νης του Θε­ού. Την α­φορ­μή τους τη δί­νει η α­πο­κά­λυ­ψη του μπο­ζο­νίου, του λε­γό­με­νου σω­μα­τι­δίου του Θε­ού. Ακρο­βα­τούν με­τα­ξύ Φυ­σι­κής και πο­λι­τι­κής, για να κα­τα­λή­ξουν στο συλ­λο­γι­σμό πως, αν ο Έλλη­νας πιά­σει πά­το, θα α­πο­δεχ­θεί ό­τι εί­ναι μη­δε­νι­κό και θα αρ­χί­σει να α­να­ζη­τά την α­ξία του. Μια α­πλου­στευ­τι­κή σκέ­ψη, που τε­λευ­ταία ε­πα­να­λαμ­βά­νε­ται σαν κα­ρα­μέ­λα. Κα­λοί οι πα­ραλ­λη­λι­σμοί τους, αλ­λά πα­ρα­βλέ­πουν τα στοι­χειώ­δη α­πό τις γυ­μνα­σια­κές σπου­δές. Το σω­μα­τί­διο του Θε­ού έ­χει μη­δε­νι­κή μά­ζα, αλ­λά δια­θέ­τει το ι­σο­δύ­να­μο, κα­τά τον παπ­πού Αϊνστάιν, σε ε­νέρ­γεια.
Άρω­μα α­πό την κρί­ση έ­χουν και ι­στο­ρίες των συ­νο­μη­λί­κων τους, που άρ­γη­σαν να εμ­φα­νι­στούν και ε­ξέ­δω­σαν το πρώ­το πε­ζο­γρα­φι­κό τους βι­βλίο με­τά το 2000. Ο Μι­χά­λης Μο­δι­νός, α­πό την ε­μπει­ρία του ως πε­ρι­βαλ­λο­ντο­λό­γος, πλέ­κει μια ι­στο­ρία, που δια­κω­μω­δεί τις α­πο­τυ­χη­μέ­νες προ­σπά­θειες για την “πρά­σι­νη α­νά­πτυ­ξη”, κα­θώς και τους πο­νη­ρούς τρό­πους για τη νο­μι­μο­ποίη­ση οι­κι­στι­κών πα­ρα­νο­μιών. Ό ή­ρωας της Ελέ­νης Γιαν­να­κά­κη, κο­ντά ο­γδό­ντα χρό­νων, δεν μπο­ρεί να βγά­λει α­πό το μυα­λό του έ­ναν α­κό­μη που πή­δη­ξε α­πό την τα­ρά­τσα του. Τα δι­κά του προ­βλή­μα­τα, ω­στό­σο, που εί­ναι τα γε­ρά­μα­τα, η οι­κο­νο­μι­κή στε­νό­τη­τα και ο πα­ντρε­μέ­νος γιος στη Γερ­μα­νία, υ­πήρ­χαν και α­νε­ξάρ­τη­τα της κρί­σης. Συγ­γε­νεύει με το διή­γη­μα του Κα­λού­τσα, κα­θώς και οι δυο συγ­γρα­φείς ε­ντο­πί­ζουν το α­πο­τύ­πω­μα της κρί­σης στους η­λι­κια­κά με­γα­λύ­τε­ρους και οι­κο­γε­νειάρ­χες, δη­λα­δή στους πιο ευά­λω­τους στην τρο­μο­κρά­τη­ση που α­σκούν τα ΜΜΕ.
Σα­τι­ρι­κές εκ­δο­χές
Δια­φο­ρε­τι­κή η πε­ρί­πτω­ση του Νί­κου Κου­νε­νή, που κα­λύ­πτει έ­να με­γά­λο κε­νό ό­χι μό­νο της συλ­λο­γής αλ­λά και γε­νι­κό­τε­ρα. Την α­που­σία της σά­τι­ρας α­πό το ι­διαί­τε­ρα πρό­σφο­ρο για δια­κω­μώ­δη­ση πα­ρόν της κρί­σης. Στο στοι­χείο του ο συγ­γρα­φέ­ας, α­πο­πει­ρά­ται μια γε­λοιο­γρα­φι­κή τα­ξι­νό­μη­ση των πο­λι­τών της χώ­ρας με βά­ση την ε­παγ­γελ­μα­τι­κή τους ι­διό­τη­τα και συ­να­κό­λου­θα, το πό­σο πλήτ­το­νται α­πό την κρί­ση. Μιας μορ­φής σά­τι­ρα προ­σπα­θεί να στή­σει και έ­νας α­πό τους νεό­τε­ρους, ο Κώ­στας Κα­τσου­λά­ρης. Εκεί­νος, ό­μως, ε­πι­λέ­γει να κι­νη­θεί στο χώ­ρο της μελ­λο­ντο­λο­γίας, ό­που α­παι­τεί­ται άλ­λου εί­δους ε­πι­νο­η­τι­κό­τη­τα. Το σκη­νι­κό που στή­νει κα­τ’ ει­κό­να και ο­μοίω­ση του ση­με­ρι­νού, σε συν­δυα­σμό με το δι­δα­κτι­κό μύ­θο της ι­στο­ρίας, α­πο­δυ­να­μώ­νει το α­πο­τέ­λε­σμα. Στο ί­διο σα­τι­ρι­κό πνεύ­μα κι­νεί­ται και ο Χρή­στος Αστε­ρίου, πλά­θο­ντας την κα­ρι­κα­τού­ρα ε­νός πο­λι­τευό­με­νου. Στα χρό­νια που το κόμ­μα του κα­τεί­χε την ε­ξου­σία, έ­κα­νε έ­να πλή­θος δη­μό­σια έρ­γα στον γε­νέ­θλιο τό­πο του, έ­να ο­ρει­νό χω­ριό, με α­πώ­τε­ρο στό­χο τη δη­μαρ­χία. Ανα­κα­τώ­νο­ντας ο συγ­γρα­φέ­ας γνω­στές πε­ρι­πτώ­σεις σπα­τά­λη­σης κον­δυ­λίων για μου­σεία στη μέ­ση του που­θε­νά και έρ­γα τύ­που Κα­λα­τρά­βα, κα­τα­λή­γει σε μια μάλ­λον πα­ρα­τρα­βηγ­μέ­νη ι­λα­ρο­τρα­γω­δία.
Υπάρ­χουν και δυο ι­στο­ρίες, που α­πο­τυ­πώ­νουν τη δυ­να­μι­κή της κρί­σης, χά­ρις στους ή­ρωές τους. Τους νέ­ους, χω­ρίς οι­κο­γε­νεια­κά βά­ρη, με δυ­να­τό­τη­τες να προ­κό­ψουν, που υ­πε­ρε­κτί­μη­σαν τις δυ­νά­μεις τους, δεν στάθ­μι­σαν σω­στά τις υ­πο­σχέ­σεις των γύ­ρω τους, και κα­τέ­λη­ξαν ά­νερ­γοι στα ό­ρια της ε­ξα­θλίω­σης. Εί­ναι οι ι­στο­ρίες της Λέ­νας Κι­τσο­πού­λου και της Κάλ­λιας Πα­πα­δά­κη, που εμ­φα­νί­ζο­νται σαν έ­τοι­μες α­πό και­ρό για πα­ρό­μοιες ι­στο­ρίες. Με­γα­λύ­τε­ρης εμ­βέ­λειας της Πα­πα­δά­κη, κα­θώς δεί­χνει το α­πο­τύ­πω­μα της κρί­σης και μέ­σω του χώ­ρου της λε­γό­με­νης κοι­νω­νι­κής δι­κτύω­σης, κα­θώς και την α­πει­λη­τι­κή εγ­γύ­τη­τα για πολ­λούς της κα­τά­στα­σης του ά­στε­γου.
Νου­νε­χή θα χα­ρα­κτη­ρί­ζα­με τον Νί­κο Πα­να­γιώ­τα­που­λο, που πε­ριο­ρί­στη­κε στο μό­νο χώ­ρο, α­πό τον ο­ποίο έ­χει βιω­μα­τι­κή ε­μπει­ρία των συ­νε­πειών της κρί­σης. Στην ι­στο­ρία του, ζω­ντα­νεύει τον μι­κρό­κο­σμο της πο­λυ­κα­τοι­κίας κα­τά τη διάρ­κεια μιας κω­μι­κο­τρα­γι­κής συ­νέ­λευ­σης των ε­νοί­κων. Απρό­σμε­νος α­πο­δει­κνύε­ται ο Χρή­στος Οι­κο­νό­μου. Προ τριε­τίας ε­ξέ­δω­σε μια συλ­λο­γή με με­ρι­κά α­πό τα πρώ­τα διη­γή­μα­τα, που έ­φε­ραν το α­πο­τύ­πω­μα της κρί­σης, και τώ­ρα, που θα α­να­με­νό­ταν α­κό­μη έ­να, λ.χ., με α­γα­να­κτι­σμέ­νους πο­λί­τες ή αυ­τό­χει­ρες, που ου­σια­στι­κά α­που­σιά­ζουν α­πό τη συλ­λο­γή, ε­κεί­νος πλά­θει έ­ναν “φευ­γά­το”. Προ­φα­νώς και υ­πάρ­χει το ά­ρω­μα κρί­σης, α­φού πα­ρό­μοιοι ή­ρωες ζουν μο­νί­μως σε κα­τα­στά­σεις κρί­σης. Ο ή­ρωάς του, ο­νό­μα­τι Τά­σος Δε­λιάς, εί­ναι ε­μπνευ­σμέ­νος α­πό τον Σμυρ­νιό Ανέ­στη Δε­λιά. Ήταν α­πό τα πρώ­τα μπου­ζού­κια του Πει­ραιά, αλ­λά και πρώ­τος πρε­ζά­κιας. Τον βρή­καν νε­κρό στο πε­ζο­δρό­μιο της Βαρ­βα­κείου Αγο­ράς, το 1944, μό­λις πα­τη­μέ­να τα 30.
Απο­μέ­νει η τε­λευ­ταία ι­στο­ρία της συλ­λο­γής, ση­μα­ντι­κή για τη συ­νο­λι­κή ε­ντύ­πω­ση του βι­βλίου ό­πως και η πρώ­τη. Εί­ναι του Χρή­στου Χρυ­σό­που­λου, που φαί­νε­ται σαν να γρά­φει έ­να ε­πι­πλέ­ον κε­φά­λαιο στο περ­σι­νό βι­βλίο του, «Φα­κός στο στό­μα». Ο ά­στε­γος, η κρί­ση, η Αθή­να, α­πό τη γω­νία ε­νός α­πο­στα­σιο­ποιη­μέ­νου πε­ρι­πα­τη­τή. Μια πα­ρα­τή­ρη­ση για τις σκέ­ψεις, που ε­κεί­νος κά­νει με α­φορ­μή το γκρά­φι­τι σε βι­τρί­να α­δεια­νού κα­τα­στή­μα­τος (η ει­κό­να που πα­ρα­θέ­του­με). Ο α­φη­γη­τής βλέ­πει σε αυ­τό α­δυ­να­μία να ο­νει­ρευ­τού­με, κα­θώς η α­νι­σό­τη­τα στο γκρά­φι­τι του θυ­μί­ζει το σύν­θη­μα, “η φα­ντα­σία στην ε­ξου­σία”. Εμείς πι­στεύου­με ό­τι οι γκρα­φι­τά­δες εί­ναι πιο προσ­γειω­μέ­νοι α­πό τους συγ­γρα­φείς. Εδώ, το γκρά­φι­τι πα­ρα­πέ­μπει στην ε­πο­χή των δα­νείων και των υ­πο­σχέ­σεων, ό­ταν δυο συν δυο μπο­ρού­σαν να ι­σού­νται με ο­τι­δή­πο­τε.
Τε­λι­κά, η συλ­λο­γή γεν­νά το ε­ρώ­τη­μα: μή­πως οι ι­στο­ρίες για την τρέ­χου­σα κρί­ση δεν γρά­φο­νται και τό­σο εύ­κο­λα α­πό τη θέ­ση του πα­ρα­τη­ρη­τή; Υπήρ­ξαν, πα­λαιό­τε­ρα, συγ­γρα­φείς, που έ­ζη­σαν για έ­να με­γά­λο χρο­νι­κό διά­στη­μα στις συν­θή­κες και τις κα­τα­στά­σεις, στις ο­ποίες ή­θε­λαν να το­πο­θε­τή­σουν τους ή­ρωές τους. Με άλ­λα λό­για, να βρε­θείς ο ί­διος με το “φα­κό στο στό­μα”. Άλλο, δη­λα­δή, πα­ρα­τη­ρη­τής και άλ­λο πα­θών. Υπάρ­χει, ω­στό­σο, και ο συ­γκε­ρα­σμός αυ­τών των δύο, α­π’ τον ο­ποίο προ­κύ­πτει ο πα­θια­σμέ­νος πα­ρα­τη­ρη­τής.

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

​Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 7/7/2013.