Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Χά­σμα γε­νεώ­ν


















Ξε­νό­γλωσ­ση α­ντι­δι­κτα­το­ρι­κή
α­φί­σα του ε­ξω­τε­ρι­κού.


 Βα­σι­λι­κή Ηλιο­πού­λου
«Η ά­σκη­ση του Ροτ»
Εκδό­σεις Πα­τά­κη
Απρί­λιος 2013

Στις πρώ­τες η­μέ­ρες του κα­λο­και­ριού του 1956, με­τά τις ε­κλο­γές της 19ης Φε­βρουα­ρίου, στις ο­ποίες η Δη­μο­κρα­τι­κή Ένω­ση παίρ­νει σε ψή­φους 48.15%  έ­να­ντι 47.38% της Ε­ΡΕ αλ­λά 132 έ­δρες έ­να­ντι 165, και στον α­πό­η­χο των μα­γιά­τι­κων συλ­λα­λη­τη­ρίων στην Αθή­να για τον α­παγ­χο­νι­σμό των Κα­ρα­ο­λή και Δη­μη­τρίου α­πό τους Βρε­τα­νούς στην Κύ­προ, το­πο­θε­τεί η Βα­σι­λι­κή Ηλιο­πού­λου το πρώ­το μυ­θι­στό­ρη­μά της, με τίτ­λο «Σμιθ», που κυ­κλο­φό­ρη­σε Οκτώ­βριο 2009. Τις τε­λευ­ταίες η­μέ­ρες του Ιου­νίου του 2011, με­τά το μνη­μό­νιο και την οι­κο­νο­μι­κή ύ­φε­ση, με τα κι­νή­μα­τα των πο­λι­τών και τις μα­ζι­κές δια­δη­λώ­σεις, ε­πι­λέ­γει για το χρό­νο δρά­σης στο δεύ­τε­ρο, και πά­λι με έ­να ξε­νό­γλωσ­σο ό­νο­μα στον τίτ­λο, που κυ­κλο­φό­ρη­σε Απρί­λιο 2013. Και στα δυο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, μό­νο σπο­ρα­δι­κές α­να­φο­ρές γί­νο­νται στην ε­κά­στο­τε κρί­σι­μη πο­λι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή συ­γκυ­ρία, σαν φό­ντο στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα της α­θη­ναϊκής κοι­νω­νίας, την ο­ποία η συγ­γρα­φέ­ας ζω­ντα­νεύει με τον τρό­πο που θα σκη­νο­θε­τού­σε μια α­ντί­στοι­χη ται­νία. Στη­ρί­ζε­ται στη γρή­γο­ρη ε­ναλ­λα­γή πλά­νων και το ζου­μά­ρι­σμα σε σκη­νές, που, με την πολ­λα­πλή ε­πα­νά­λη­ψή τους σε η­θο­γρα­φι­κές και νε­ο­η­θο­γρα­φι­κές διη­γή­σεις, έ­χουν κα­τα­στεί σή­μα κα­τα­τε­θέν ο­ρι­σμέ­νης χρο­νι­κής πε­ριό­δου. Πα­ρά­δειγ­μα, στο πρώ­το, το 1956, ο χω­ρο­φύ­λα­κας και η κλή­ση του Αρι­στε­ρού στο Τμή­μα για προ­σω­πι­κή του υ­πό­θε­ση. Στο δεύ­τε­ρο, το 2011, τις σκη­νές των Αγα­να­κτι­σμέ­νων να πλη­θαί­νουν στην πλα­τεία Συ­ντάγ­μα­τος.  
Και στα δυο βι­βλία, η α­τμό­σφαι­ρα μυ­στη­ρίου και το σα­σπέ­νς που δη­μιουρ­γεί­ται προο­δευ­τι­κά ο­φεί­λε­ται σε πρό­σω­πα με δρά­ση στο πρώ­το και το δεύ­τε­ρο Αντάρ­τι­κο, που υ­πέ­στη­σαν φυ­λα­κί­σεις και ε­ξο­ρίες. Μό­νο που στο πρώ­το μυ­θι­στό­ρη­μα, ο Μα­κρο­νη­σιώ­της και ο πα­ρά­νο­μος εί­ναι α­κό­μη ζώ­ντες, ε­νώ, στο πρό­σφα­το, 55 χρό­νια με­τά, ο πο­λι­τι­κός πρό­σφυ­γας στη Ρου­μα­νία έ­χει πε­θά­νει και εμ­φα­νί­ζε­ται στο γιο του σαν φά­ντα­σμα, που στοι­χειώ­νει τη μνή­μη του, ζη­τώ­ντας δι­καίω­ση. Σε αυ­τό, το κε­ντρι­κό πρό­σω­πο εί­ναι ο γιος, γεν­νη­μέ­νος στα τέ­λη του 1945, που ο πα­τέ­ρας του, ορ­γα­νω­τής της Τρί­της Με­ραρ­χίας του ΕΛΑΣ στην Πε­λο­πόν­νη­σο, τον βά­φτι­σε Έκτο­ρα. Στο πρώ­το, ο Μα­κρο­νη­σιώ­της τον βά­φτι­σε Άρη. Η Χού­ντα πρό­λα­βε τον Έκτο­ρα φα­ντά­ρο και τον έ­στει­λε με άλ­λους “α­νε­πι­θύ­μη­τους” στο στρα­τό­πε­δο του Κο­λιν­δρού να φρου­ρεί τους πο­λι­τι­κούς κρα­τού­με­νους. Με την α­πό­λυ­σή του ορ­γα­νώ­θη­κε α­πό Λα­μπρά­κη συ­στρα­τιώ­τη του, πέ­ρα­σε στην πα­ρα­νο­μία και με­τά λί­γους μή­νες διέ­φυ­γε στη Γερ­μα­νία. Το ση­μείο εκ­κί­νη­σης της πλο­κής εί­ναι η έκ­δο­ση του χει­ρο­γρά­φου που ά­φη­σε ο πα­τέ­ρας του πε­θαί­νο­ντας το 1976 στην υ­πε­ρο­ρία, χω­ρίς πο­τέ να ε­πα­να­πα­τρι­σθεί. “Προς δη­μο­σίευ­ση”, ση­μείω­νε στον φά­κε­λο, δη­λώ­νο­ντας έ­τσι εμ­μέ­σως την πί­στη του πως με αυ­τό θα έρ­θει η δι­καίω­ση α­γώ­νων και τα­λαι­πω­ριών. Το χει­ρό­γρα­φο α­πέ­μει­νε στα χέ­ρια της μη­τέ­ρας μέ­χρι το θά­να­τό της το 2001 στην Αθή­να. Το βρή­κε ο γιος στα πράγ­μα­τά της και το α­ντέ­γρα­ψε. Φαί­νε­ται να το θυ­μή­θη­κε δέ­κα χρό­νια με­τά, ό­ταν α­πο­φά­σι­σε να που­λή­σει το σπί­τι της. Μό­νι­μος κά­τοι­κος Γερ­μα­νίας, κοι­νω­νι­κός λει­τουρ­γός, χω­ρι­σμέ­νος με τρια­ντά­ρη γιο, έρ­χε­ται για έ­να σύ­ντο­μο τα­ξί­δι στην Ελλά­δα. Τό­σο σύ­ντο­μο που δεν παίρ­νει μα­ζί του ού­τε το λα­πτόπ.
Ο τίτ­λος του πρώ­του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος α­να­φέ­ρει το ό­νο­μα του κα­τα­σκευα­στή των α­με­ρι­κα­νι­κών πε­ρι­στρό­φων, που ει­σή­χθη­σαν στα τέ­λη του 1949 προς ε­ξο­πλι­σμό του Ελλη­νι­κού Στρα­τού. Στον τίτ­λο του δεύ­τε­ρου υ­πάρ­χει το ό­νο­μα γερ­μα­νού νευ­ρο­λό­γου, στον ο­ποίο κα­τέ­φυ­γε ο Έκτο­ρας για τα προ­βλή­μα­τα μνή­μης που εί­χαν αρ­χί­σει να τον δυ­σκο­λεύουν. Εκεί­νος δεν του σύ­στη­σε ως φάρ­μα­κο το δε­ντρο­λί­βα­νο, ό­πως ο Άμλετ στην Οφη­λία, αλ­λά να ση­μειώ­νει τα πε­πραγ­μέ­να τής κά­θε η­μέ­ρας. Αυ­τή εί­ναι “η ά­σκη­ση του Ρο­τ”, στην ο­ποία πα­ρα­πέ­μπει ο τίτ­λος και προ­φα­νώς α­να­φέ­ρε­ται στην τό­νω­ση της βρα­χείας διάρ­κειας μνή­μης, που α­πο­δυ­να­μώ­νε­ται με την η­λι­κία. Σε α­ντί­θε­ση με τη μνή­μη μα­κράς διάρ­κειας, που ε­νι­σχύε­ται. Στην πε­ρί­πτω­ση του 66χρο­νου ή­ρωα, πι­θα­νώς και λό­γω συ­χνής α­νά­κλη­σης ση­μα­ντι­κών συμ­βά­ντων του βίου του, φαί­νε­ται πως οι σχε­τι­κοί νευ­ρώ­νες και οι συ­νά­ψεις τους έ­χουν φου­ντώ­σει φτά­νο­ντας στα ό­ρια του α­πί­στευ­του. Να ση­μειώ­σου­με πως ροτ ση­μαί­νει κόκ­κι­νος. Συγ­γρα­φι­κή ε­πι­λο­γή, κα­θώς, στις σκέ­ψεις του ή­ρωα, ο νευ­ρο­λό­γος α­να­κα­λεί­ται μα­ζί με τους κο­μου­νι­στές του τύ­που του πα­τέ­ρα του, που έ­μει­νε πι­στός στο Κόμ­μα και α­φού ε­κεί­νο τον διέ­γρα­ψε. 
Μια ου­σια­στι­κή δια­φο­ρά α­νά­με­σα στα δυο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα της Ηλιο­πού­λου, που α­πο­βαί­νει κα­θο­ρι­στι­κή του α­πο­τε­λέ­σμα­τος, εί­ναι η μορ­φή. Στο πρώ­το, η α­φή­γη­ση γί­νε­ται στο τρί­το πρό­σω­πο, αλ­λά­ζο­ντας α­πό κε­φά­λαιο σε κε­φά­λαιο το πρό­σω­πο στο ο­ποίο ε­στιά­ζει. Πε­ρισ­σό­τε­ρο φι­λό­δο­ξο δεί­χνει το δεύ­τε­ρο, με την α­φή­γη­ση να πα­ρα­μέ­νει στο τρί­το πρό­σω­πο, πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας τον εν­διά­θε­το λό­γο του γιου. Να δια­τη­ρεί, ό­μως, και την πο­λυ­φω­νία, εν­σω­μα­τώ­νο­ντας αυ­τού­σιες πε­ρι­κο­πές α­πό τις ε­πι­στο­λές του πα­τέ­ρα του και το η­με­ρο­λό­γιο της α­δελ­φής του, πα­ρό­λο που και τα δυο βρί­σκο­νται α­πό σα­ρα­ντα­κο­ντα­ε­τίας φυ­λαγ­μέ­να και α­νάγ­γι­χτα “σε θυ­ρί­δα της Dresdner Bank”. Υπερ­τρο­φι­κή μνή­μη, α­κό­μη κι αν, του­λά­χι­στον οι ε­πι­στο­λές, ε­πέ­χουν γι’ αυ­τόν θέ­ση ε­θνι­κού ύ­μνου, σύμ­φω­να με τη δι­κή του εν­διά­θε­τη αι­τιο­λο­γία πριν την πα­ρά­θε­ση των α­πο­σπα­σμά­των της πρώ­της ε­πι­στο­λής, ό­που εν­θυ­μεί­ται μέ­χρι και τις υ­πο­γραμ­μί­σεις λέ­ξεων. 
Θα χα­ρα­κτη­ρί­ζα­με τη μνή­μη του, ό­χι μό­νο υ­περ­τρο­φι­κή αλ­λά και ε­πι­λε­κτι­κή, κα­θώς δεν α­να­κα­λεί ού­τε πα­ρα­θέ­τει κομ­μά­τια α­πό το προς έκ­δο­ση πα­τρι­κό χει­ρό­γρα­φο, που το εί­χε δια­βά­σει πιο πρό­σφα­τα και μά­λι­στα, α­ντι­γρά­ψει. Εκ πρώ­της ό­ψεως δεί­χνει πα­ρά­δο­ξη αυ­τή η ε­πι­λε­κτι­κό­τη­τα. Νο­μί­ζου­με, ω­στό­σο, ό­τι συ­νι­στά συ­νε­τή συγ­γρα­φι­κή ε­πι­λο­γή. Έτσι α­πο­φεύ­γε­ται η α­να­σύν­θε­ση του α­πο­λο­γη­τι­κού λό­γου ε­νός κο­μου­νι­στή, που θα ο­δη­γού­σε τη συγ­γρα­φέα σε βα­θιά νε­ρά. Προ­τι­μά­ται ο ε­πι­στο­λι­κός λό­γος του, που, στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, ε­ντάσ­σε­ται σε μια πο­λυ­συ­ζη­τη­μέ­νη ι­δε­ο­λο­γι­κή δια­μά­χη. Γραμ­μέ­νες οι ε­πι­στο­λές έ­να χρό­νο με­τά τη διά­σπα­ση του ΚΚΕ, ξε­χει­λί­ζουν α­πό την ορ­γή του πρό­σφυ­γα πα­τέ­ρα στη Ρου­μα­νία ε­να­ντίον του γιου του, που συ­ντά­χθη­κε με “την ε­λα­χι­στό­τα­τη μειο­ψη­φία” των ρε­βι­ζιο­νι­στών. 
Επει­δή, ό­μως, η συγ­γρα­φέ­ας α­να­ζη­τά κά­ποια μορ­φή για να α­φη­γη­θεί με δια­δο­χι­κές α­να­δρο­μές το ι­στο­ρι­κό της οι­κο­γέ­νειας, κα­τα­φεύ­γει σε έ­να δεύ­τε­ρο εύ­ρη­μα. Αυ­τό, πι­θα­νώς, να βρί­σκε­ται και στα ό­ρια του πι­στευ­τού. Στο μυ­θι­στό­ρη­μα, με καλ­λι­γρα­φι­κά πλά­για γράμ­μα­τα πα­ρα­τί­θε­νται οι ε­πι­στο­λές, με πλά­για οι η­με­ρο­λο­για­κές πε­ρι­κο­πές, αλ­λά και α­πο­σπά­σμα­τα α­πό το βι­βλίο που θα έ­γρα­φε ο ί­διος ο ή­ρωας και θα το τιτ­λο­φο­ρού­σε Έκτο­ρας, αν εί­χε το λά­πτοπ. Αντ’ αυ­τού, φα­ντα­σιώ­νε­ται το πώς θα α­φη­γεί­το γρα­πτώς τον βίο του, εν­θέ­το­ντας αυ­τήν την γρα­πτή εκ­δο­χή στον ε­σω­τε­ρι­κό του μο­νό­λο­γο. 
Όσο για την ε­πι­λο­γή να ξε­τυ­λί­ξει ο­λό­κλη­ρο τον βίο του ή­ρωα, αυ­τή α­φή­νει με­γά­λα πε­ρι­θώ­ρια ε­πι­νό­η­σης, με α­πο­τέ­λε­σμα προο­δευ­τι­κά σε κά­θε κε­φά­λαιο το πα­ρο­ντι­κό σα­σπέ­νς να α­το­νεί, ε­νώ η α­να­δρο­μή στο πα­ρελ­θόν α­πλώ­νε­ται με την εμ­φά­νι­ση νέων προ­σώ­πων. Πρώ­τα, α­πό την παι­δι­κή η­λι­κία, ό­ταν η μη­τέ­ρα βρί­σκε­ται στη φυ­λα­κή, και τα δυο παι­διά μοι­ρα­σμέ­να στη για­γιά και τη νο­νά. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κοί τύ­ποι α­πό το χω­ριό της για­γιάς, ο κολ­λη­τός, ο σα­λός, ο γύ­φτος. Με­τά, α­πό τα χρό­νια της πα­ρα­νο­μίας, α­πό τη Γερ­μα­νία, οι φί­λοι και οι γυ­ναί­κες της ζωής του, μέ­χρι η πόρ­νη που τον έ­κρυ­ψε ε­πί Χού­ντας. Και για ό­λους αυ­τούς, η α­να­δρο­μή φτά­νει μέ­χρι το, κα­τά κα­νό­να, τρα­γι­κό τέ­λος τους: αυ­το­κι­νη­τι­στι­κό α­τύ­χη­μα σε κα­τά­στα­ση μέ­θης, ά­νοια, αυ­το­κτο­νία, τρέ­λα. Μοιά­ζει σαν να ε­ξαν­τλού­νται ό­λοι οι γνω­στοί μύ­θοι και οι κλι­σέ σκη­νές, λει­τουρ­γώ­ντας σε βά­ρος της οι­κο­νο­μίας του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Στο τε­λευ­ταίο, εν­δέ­κα­το κε­φά­λαιο, η συ­γκι­νη­σια­κή φόρ­τι­ση κο­ρυ­φώ­νε­ται, κα­θώς οι σκη­νές α­πει­κο­νί­ζουν ε­ναρ­γέ­στα­τα τη θλί­ψη των α­πο­χαι­ρε­τι­σμών και την α­γω­νία του θα­νά­του.
Η α­φή­γη­ση του γιου προ­δί­δει αυ­ξη­μέ­νη ευαι­σθη­σία, που συ­νή­θως α­πα­ντά­ται σε γυ­ναι­κείο εν­διά­θε­το λό­γο. Ο ίδιος ο ή­ρωας την α­πο­κα­λεί “θη­λυ­κή πλευ­ρά” και την θεω­ρεί ως έ­να ε­πι­πλέ­ον σύ­μπτω­μα του γή­ρα­τος. Κα­τά τα άλ­λα, στις δια­δρο­μές που κά­νει στην Αθή­να με τα πό­δια ή τον Ηλεκ­τρι­κό, συ­νει­δη­το­ποιεί τον ε­αυ­τό του σαν “ναυα­γό με­τα­νά­στη”. Με την ο­πτι­κή του κοι­νω­νιο­λό­γου, κα­τα­γρά­φει μό­νο αλ­λο­δα­πούς, πρε­ζά­κη­δες, ά­στε­γους και ε­πι­τι­θέ­με­νους α­ναρ­χι­κούς. Καί­τοι μό­νι­μος κά­τοι­κος Γερ­μα­νίας, ου­δό­λως σχο­λιά­ζει το πώς ο Αθη­ναίος βιώ­νει την κρί­ση. Από τον κοι­νω­νι­κό πε­ρί­γυ­ρο, τον ε­ντυ­πω­σιά­ζουν οι ε­ρω­τι­κές πε­ρι­πτύ­ξεις ε­νός ζευ­γα­ριού που ε­ντάσ­σε­ται στην κα­τη­γο­ρία των α­τό­μων με ει­δι­κές α­νά­γκες. Η συγ­γρα­φέ­ας πλά­θει έ­ναν ή­ρωα κα­τά το τρέ­χον πρό­τυ­πο του ευαι­σθη­το­ποιη­μέ­νου πο­λί­τη γύ­ρω α­πό το τρί­πτυ­χο με­τα­νά­στης, α­νά­πη­ρος, ζώα. Επι­προ­σθέ­τως, μέ­σα α­πό την α­φή­γη­ση, το­νί­ζε­ται η πα­γκο­σμιο­ποιη­μέ­νη ο­πτι­κή του. Για πα­ρά­δειγ­μα, η τύ­χη των παι­διών στα χρό­νια του Εμφυ­λίου ε­ξο­μοιώ­νε­ται με τη με­τα­χεί­ρι­ση των παι­διών των α­πα­ντα­χού με­τα­να­στών α­πό τις Αρχές στις χώ­ρες που οι γο­νείς τους κα­τα­φεύ­γουν. Συ­ναι­σθη­μα­τι­κά, πά­ντως, τον α­πα­σχο­λεί, α­πό τους ζώ­ντες, μό­νο ο γιος του. 
Και στα δυο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, η Ηλιο­πού­λου δεν πα­ρα­θέ­τει ι­στο­ρίες αι­μα­το­κυ­λί­σμα­τος α­πό την πο­λε­μο­χα­ρή δε­κα­ε­τία του ’40. Σε αμ­φό­τε­ρα, μνη­μο­νεύει μό­νο έ­ναν τό­πο, υ­παι­νισ­σό­με­νη ό­σα φο­βε­ρά μπο­ρεί να συ­νέ­βη­σαν ε­κεί. Χρη­σι­μο­ποιεί και στα δυο την ί­δια ο­νο­μα­σία κι ας πρό­κει­ται για δια­φο­ρε­τι­κά μέ­ρη. Στο πρώ­το, “τα φο­νι­κά κα­τά­λοι­πα των συ­γκρού­σεων α­πό τον συμ­μο­ρι­το­πό­λε­μο” βρί­σκο­νται στην αρ­χή α­πό “το μο­νο­πά­τι στην καρ­διά της Χού­νης”. Στο πρό­σφα­το, ως τό­πος η­ρώων, προ­βάλ­λει κρυ­πτι­κά το μο­νο­πά­τι “στον γκρε­μό της Χού­νης”. Εί­ναι γε­γο­νός ό­τι αρ­κε­τά φα­ράγ­για στην Ελλά­δα φέ­ρουν αυ­τό το ό­νο­μα. Στο πρώ­το, πρό­κει­ται για τη Χού­νη της Πάρ­νη­θας, στο δεύ­τε­ρο, για το Με­γά­λο Φα­ράγ­γι των Σερ­βίων, κο­ντά στη γε­νέ­τει­ρα της συγ­γρα­φέως. Να υ­πο­θέ­σου­με ό­τι υ­πάρ­χει υ­λι­κό και για α­μι­γώς εμ­φυ­λιο­πο­λε­μι­κό βι­βλίο; Προ­σώ­ρας, ε­κεί πή­γε ο Έκτο­ρας τον δω­δε­κα­ε­τή γιο του για να του δεί­ξει τον τό­πο των η­ρωι­κών πρά­ξεων. Και ε­κεί συ­νει­δη­το­ποίη­σε πως η λέ­ξη “πα­λι­κά­ρι”, με την ο­ποία ε­κεί­νος, γιος α­ντάρ­τη, με­γά­λω­σε, δεν λέει τί­πο­τα στον γιο τον δι­κό του και της Γερ­μα­νί­δας. 
Η δια­φο­ρε­τι­κή θέ­α­ση του κό­σμου που έ­χουν οι νέ­οι του 2011 δεν χα­ρα­κτη­ρί­ζει μό­νο τους Γερ­μα­νούς. Για να το­νι­στεί η α­δια­φο­ρία της νεό­τε­ρης γε­νιάς για τους ο­ποιουσ­δή­πο­τε η­θι­κούς κώ­δι­κες, η συγ­γρα­φέ­ας πλά­θει έ­να α­κό­μη πρό­σω­πο, αυ­τό α­μι­γώς γη­γε­νές. Ένα νέο κο­ρί­τσι, που δεν έ­χει κώ­λυ­μα να πα­ρα­βεί την τε­λευ­ταία ε­πι­θυ­μία του αυ­τό­χει­ρα πα­τέ­ρα της, ού­τε να κά­νει “τρε­λό σε­ξ” με έ­ναν ά­ντρα της η­λι­κίας του πα­τέ­ρα της στα όρ­θια δη­μο­σίως. Αν και ό­χι α­κρι­βώς δη­μο­σίως, α­φού τον πα­ρέ­συ­ρε “στην ε­σο­χή ει­σό­δου κλει­στού μα­γα­ζιού σε στε­νά­κι πί­σω α­πό την πλα­τεία Κου­μουν­δού­ρου”. Τε­λι­κά, αυ­τές οι υ­πο­βαθ­μι­σμέ­νες πλα­τείες του κέ­ντρου της Αθή­νας φαί­νε­ται ό­τι ε­μπνέ­ουν τις συγ­γρα­φείς - σκη­νο­θέ­τριες. Θυ­μί­ζου­με το μυ­θι­στό­ρη­μα, «Τα κο­ρί­τσια της πλα­τείας», της συ­νο­μή­λι­κης της Ηλιο­πού­λου Μα­ρίας Γα­βα­λά. 
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 29/9/2013.