Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014

Ιστορίες της Θεσσαλονίκης

Γιώρ­γος Γκό­ζης
«Αφή­στε με να ο­λο­κλη­ρώ­σω»
Εκδό­σεις Πό­λις
Μάρ­τιος 2014

Ακρι­βώς πριν δώ­δε­κα χρό­νια, Μάρ­τιο 2002, μία τριά­δα κρι­τι­κών χαι­ρέ­τι­ζε την πρώ­τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των του Θεσ­σα­λο­νι­κιού Γιώρ­γου Γκό­ζη, που μό­λις εί­χε κυ­κλο­φο­ρή­σει. Επρό­κει­το για την α­φρό­κρε­μα της κρι­τι­κής, ό­χι λό­γω των προ­σώ­πων, για τα ο­ποία ο κα­θέ­νας μπο­ρεί να έ­χει τη δι­κή του ά­πο­ψη, αλ­λά με βά­ση τις έ­γκρι­τες ε­φη­με­ρί­δες, στις ο­ποίες τό­τε δη­μο­σιεύο­νταν τα κεί­με­νά τους. Δεν ή­ταν μία α­πλώς ευ­με­νής υ­πο­δο­χή. Συ­νι­στού­σε ο­μό­φω­νη ε­πι­δο­κι­μα­σία, η ο­ποία συ­νε­χί­στη­κε με άλ­λες κρι­τι­κές που α­κο­λού­θη­σαν. Επρό­κει­το για ο­μο­βρο­ντία ε­παί­νων, που έ­θε­τε υ­ψη­λές     α­παι­τή­σεις για το ε­πό­με­νο βι­βλίο του. Τώ­ρα, κα­τά πό­σο το α­νέ­βα­σμα του πή­χη των προσ­δο­κιών συ­νέ­τει­νε στην κα­θυ­στέ­ρη­ση της δεύ­τε­ρης εμ­φά­νι­σης του εν λό­γω πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου, μέ­νει ζη­τού­με­νο. 
Υπάρ­χουν πε­ρι­πτώ­σεις που η κα­λή υ­πο­δο­χή ο­δή­γη­σε σε κα­θυ­στε­ρη­μέ­νη ε­πα­νεμ­φά­νι­ση ή, α­κό­μη, και σε σιω­πή. Ένα κα­λό πα­ρά­δειγ­μα εί­ναι η πε­ρί­πτω­ση του Γιάν­νη Πα­τσώ­νη, που ε­ξέ­δω­σε στην ί­δια η­λι­κία με τον Γκό­ζη, αλ­λά εί­κο­σι χρό­νια νω­ρί­τε­ρα, το 1982 και με­τά το 1984, δυο ο­λι­γο­σέ­λι­δες συλ­λο­γές και α­πό τό­τε σιώ­πη­σε. Χω­ρίς αυ­τό να ση­μαί­νει ό­τι στα­μά­τη­σε το πά­λε­μα με τη γρα­φή. Θεσ­σα­λο­νι­κιός κι ε­κεί­νος. Γε­νι­κό­τε­ρα, πα­ρό­μοιες συγ­γρα­φι­κές συ­μπε­ρι­φο­ρές α­πα­ντώ­νται σε ευαί­σθη­τους Βο­ρειο­ελ­λα­δί­τες. Σε α­ντί­θε­ση με τους Αθη­ναίους, που, ό­ταν τύ­χουν θερ­μής υ­πο­δο­χής, α­ντι­δρούν  “υ­γιώς”, εκ­δί­δο­ντας, στη συ­νέ­χεια, με στα­θε­ρή τα­κτι­κό­τη­τα. Μπο­ρεί να υ­πο­χω­ρούν ποιο­τι­κώς, αλ­λά εγ­γρά­φο­νται στους ε­παγ­γελ­μα­τίες συγ­γρα­φείς. Αν δια­θέ­τουν, ε­πι­προ­σθέ­τως, τις πλά­τες ε­νός δρα­στή­ριου εκ­δό­τη, γί­νο­νται μό­νι­μοι τρό­φι­μοι των ΜΜΕ. Αρχι­κά των πο­λι­τι­στι­κών σε­λί­δων και εκ­πο­μπών, αρ­γό­τε­ρα και με βά­ση τους ρυθ­μούς που αυ­ξά­νε­ται η α­να­γνω­ρι­σι­μό­τη­τά τους, κοι­νώς η φα­σα­ρία που κά­νουν γύ­ρω α­πό το πρό­σω­πό τους, βγαί­νουν και στα τη­λε­πα­ρά­θυ­ρα. 
Ο τίτ­λος του πρώ­του βι­βλίου του Γκό­ζη, «Ο νυ­χτε­ρι­νός στο βά­θος», κρυ­πτι­κός στην πο­λυ­ση­μία του, προ­σι­διά­ζει σε ε­κεί­νη τη συλ­λο­γή των έ­ντε­κα διη­γη­μά­των. Εί­ναι έ­νας τίτ­λος τε­λείως δια­φο­ρε­τι­κός α­πό τον πρό­σφα­το. Δι­καιο­λο­γη­μέ­να, άλ­λω­στε, α­φού το δεύ­τε­ρο βι­βλίο του εί­ναι ε­ντε­λώς άλ­λης σύλ­λη­ψης. Ου­δό­λως κρυ­πτι­κός ο νέ­ος τίτ­λος, κα­θώς πρό­κει­ται για την α­γα­να­κτι­σμέ­νη κραυ­γή των προ­σκε­κλη­μέ­νων στις πά­σης φύ­σεως τη­λε­ο­πτι­κές εκ­πο­μπές, που α­ντη­χεί στα αυ­τιά ό­λων μας. Ιδιαί­τε­ρα στις εκ­πο­μπές πο­λι­τι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου, στις ο­ποίες χρω­μα­τί­ζε­ται με υ­στε­ρι­κούς τό­νους, κα­θί­στα­ται, για τον μη ε­θι­σμέ­νο τη­λε­θε­α­τή, σχε­δόν ε­φιαλ­τι­κή. Με αυ­τόν τον εμ­φα­τι­κό τίτ­λο, ε­πι­λέ­γει ο Γκό­ζης να δη­λώ­σει την αλ­λα­γή συγ­γρα­φι­κής πλεύ­σης, που θα πρέ­πει  να α­πη­χεί και αλ­λα­γή ρό­τας στην προ­σω­πι­κή του ζωή. Σύμ­φω­να με τα βιο­γρα­φι­κά στο “αυ­τά­κι” των δυο βι­βλίων του, α­φού ο­λο­κλή­ρω­σε, με­τα­πτυ­χια­κού συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου, σπου­δές Θε­ο­λο­γίας, βρή­κε δου­λειά σε ναυ­τι­λια­κό γρα­φείο. Ίσως, βοή­θη­σε η κα­το­χή τριών ξέ­νων γλωσ­σών, που α­να­φέ­ρε­ται στο πρώ­το βιο­γρα­φι­κό. Οπό­τε, πι­θα­νώς, και λό­γω γλωσ­σο­μά­θειας, α­πω­λέ­σα­με έ­ναν δυ­νά­μει ε­πί­λε­κτο διη­γη­μα­το­γρά­φο και κερ­δί­σα­με έ­ναν καυ­στι­κό και χυ­μώ­δη πε­ζο­γρά­φο. Η δια­φο­ρε­τι­κή, πά­ντως, θυ­μι­κή διά­θε­ση, που χα­ρα­κτη­ρί­ζει το πρό­σφα­το βι­βλίο, θα πρέ­πει να α­πο­δο­θεί στη γε­νι­κό­τε­ρη μό­λυν­ση της πα­γκο­σμιο­ποίη­σης, στην ο­ποία ο συγ­γρα­φέ­ας μέ­νει σή­με­ρα πε­ρισ­σό­τε­ρο έκ­θε­τος λό­γω των ε­παγ­γελ­μα­τι­κών του α­πα­σχο­λή­σεων. Ο και­νού­ριος Γκό­ζης φαί­νε­ται πως α­δυ­να­τεί “να λύ­σει τους κά­βους” και να α­νοι­χθεί στην υ­πε­ραι­σθη­τή “ρά­δα”, γρά­φο­ντας έ­να διή­γη­μα ό­πως το υ­πο­βλη­τι­κό «Κα­τά­φω­τη η Σύ­να­ξις», δη­μο­σιευ­μέ­νο το 2000, ό­ταν α­κό­μη, του­λά­χι­στον η Θεσ­σα­λο­νί­κη, διέ­σω­ζε την ψυ­χή της.  
Ου­σια­στι­κά, ο τίτ­λος του βι­βλίου α­πο­τε­λεί τον τίτ­λο του  κει­μέ­νου στο ο­πι­σθό­φυλ­λο, που έ­χει ως θέ­μα τα τη­λε­πα­ρά­θυ­ρα και την α­κα­τά­σχε­τη πο­λυ­λο­γία των προ­σκε­κλη­μέ­νων. Το λε­κτι­κό μα­στί­γω­μα, που τους ε­πι­φυ­λάσ­σει ο συγ­γρα­φέ­ας, προ­ε­τοι­μά­ζει για τη στρο­φή του στη σά­τι­ρα. Ο Γκό­ζης, με έ­να παι­χνί­δι­σμα αυ­το­σαρ­κα­σμού στο τέ­λος του εν λό­γω κει­μέ­νου, ζη­τά εμ­μέ­σως την α­νο­χή μας για το βι­βλίο που τε­λι­κά ο­λο­κλή­ρω­σε. Όχι, ό­μως, με δέ­κα ε­τών κα­θυ­στέ­ρη­ση, ό­πως α­να­φέ­ρει, αλ­λά με δώ­δε­κα. Εκτός κι αν α­παι­τού­νται δυο χρό­νια για την κά­θο­δο ε­νός Βο­ρειο­ελ­λα­δί­τη συγ­γρα­φέα στην α­θη­ναϊκή εκ­δο­τι­κή πα­λαί­στρα. Όπως και να έ­χει, πρό­κει­ται για μία συλ­λο­γή δέ­κα ο­κτώ ι­στο­ριών, χω­ρίς α­να­φο­ρά κα­μίας προ­δη­μο­σίευ­σης. Ενώ, στο πρώ­το βι­βλίο, τα εν­νέα α­πό τα έ­ντε­κα διη­γή­μα­τα εί­χαν δη­μο­σιευ­θεί μέ­σα σε μια τε­τρα­ε­τία πριν την έκ­δο­σή του. Συν τη βρά­βευ­ση ε­νός α­πό αυ­τά σε δια­γω­νι­σμό διη­γή­μα­τος του 2001, ό­που, σε α­ντί­θε­ση με τους ση­με­ρι­νούς, η κρι­τι­κή ε­πι­τρο­πή, του­λά­χι­στον ο­ρι­σμέ­να α­πό τα μέ­λη της, διέ­θε­τε αι­σθη­τι­κό κρι­τή­ριο. Άρα, η δη­κτι­κή δια­κω­μώ­δη­ση των δη­μό­σιων η­θών, που, σε κά­ποιες α­πό τις και­νού­ριες ι­στο­ρίες, μορ­φο­ποιεί­ται σε ορ­γί­λη σά­τι­ρα, για την ο­ποία ε­λά­χι­στα προϊδέ­α­ζε η υ­πο­νο­μευ­τι­κή ει­ρω­νεία σε ο­ρι­σμέ­να α­πό τα πα­λαιό­τε­ρα διη­γή­μα­τα, καλ­λιερ­γή­θη­κε, χω­ρίς έ­ξω­θεν εν­θάρ­ρυν­ση, κα­τά μό­νας.  
Από μία ά­πο­ψη, ο σα­τι­ρι­στής εί­ναι έ­νας α­νε­πι­θύ­μη­τος έως και α­πο­συ­νά­γω­γος, α­φού καυ­τη­ριά­ζει τρέ­χου­σες συ­μπε­ρι­φο­ρές. Πα­ρο­μοίως, ο νο­σταλ­γός πα­λαιό­τε­ρων ε­πο­χών συ­χνά κη­ρύσ­σε­ται α­πό­βλη­τος ως πα­ρω­χη­μέ­νος. Ο Γκό­ζης πε­ρι­σώ­ζε­ται, ι­δίως ό­ταν ε­πα­να­φέ­ρει μνή­μες της ε­φη­βείας με σκω­πτι­κό τό­νο. Αντι­θέ­τως, ό­ταν εν­δί­δει στη νο­σταλ­γι­κή ε­ντρύ­φη­ση, οι ι­στο­ρίες του βου­λιά­ζουν στο συ­ναι­σθη­μα­τι­σμό. Ακό­μη και ι­στο­ρίες, που έ­γι­νε προ­σπά­θεια να α­να­δει­χθούν με μορ­φι­κές δια­φο­ρο­ποιή­σεις, ό­πως η ε­πι­στο­λι­κή «...και δε με λες, σ’ α­ρέ­σει ο που­ρές;» ή η πα­ρα­μυ­θι­κής υ­φής, σύμ­φω­να και με τον τίτ­λο της, «Πα­ρα­μύ­θι για έ­να Αγό­ρι».
Αυ­τή η δεύ­τε­ρη ι­στο­ρία θα πρέ­πει, κα­τά τις εν­δεί­ξεις, να έ­δω­σε την ι­δέα του ε­ξω­φύλ­λου. Ευ­ρη­μα­τι­κό ό­σο και ε­ντυ­πω­σια­κό, α­φού πρό­κει­ται για λε­πτο­μέ­ρεια φω­το­γρα­φίας του Γερ­μα­νού Άλφρε­ντ Αϊζεν­στά­ντ, που πο­λι­το­γρα­φή­θη­κε Αμε­ρι­κα­νός τις πα­ρα­μο­νές του τε­λευ­ταίου Πο­λέ­μου και στά­θη­κε ο δια­ση­μό­τε­ρος φω­το­γρά­φος του πε­ριο­δι­κού «Λάιφ». Κο­ντά ε­κα­τό χρό­νια έ­ζη­σε ο Αϊζεν­στά­ντ, την α­θα­να­σία ό­μως την κέρ­δι­σε με έ­να κλι­κ, ε­κεί­νο που α­πα­θα­νά­τι­σε τον εν­θου­σια­σμό για τη λή­ξη του Πο­λέ­μου με το φι­λί ε­νός ναύ­τη σε ά­γνω­στή του νο­σο­κό­μα, α­νά­με­σα στο πλή­θος, στο Τάι­μς Σκουέρ της Νέ­ας Υόρ­κης. Με βά­ση το ό­νο­μα του φω­το­γρά­φου, χω­ρίς ε­πε­ξη­γη­μα­τι­κή λε­ζά­ντα, η ε­πι­λο­γή της φω­το­γρα­φίας χρεώ­νε­ται στην τα­λα­ντού­χο μα­κε­τί­στρια Μα­ρία Τσου­μα­χί­δου. Με βά­ση, ό­μως, το θέ­μα, δεί­χνει τον συγ­γρα­φέα. Τα παι­διά με τα γε­μά­τα α­γω­νία, ί­σως και τρό­μο, μά­τια, που κοι­τά­ζουν με­τω­πι­κά τον φα­κό, πα­ρα­κο­λου­θούν, σε μία υ­παί­θρια πα­ρά­στα­ση, τον Άι-Γιώρ­γη να σκο­τώ­νει τον Δρά­κο. Όχι στη Θεσ­σα­λο­νί­κη αλ­λά στο Πα­ρί­σι, πριν πε­νή­ντα χρό­νια.      
Ανη­λεής δεί­χνε­ται ο σα­τι­ρι­κός λό­γος, ό­ταν ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται, ό­πως το κεί­με­νο του ο­πι­σθό­φυλ­λου, σε τύ­πους και κα­τα­στά­σεις πα­νελ­λη­νίως σή­με­ρα α­να­γνω­ρί­σι­μους. Λ.χ., στο διή­γη­μα, με τον εύ­στο­χο τίτ­λο, «Θε­ρά­πων υ­πουρ­γός», κα­τά το “θε­ρά­πων ια­τρός”, προ­βάλ­λε­ται έ­να πρό­τυ­πο υ­πουρ­γού, που προ­κύ­πτει α­πό τον δια­παι­δα­γω­γη­μέ­νο ως κομ­μα­τι­κό θε­ρά­πο­ντα, ε­νώ στο διή­γη­μα «Το Πλοίο της Αγά­πης», ό­πως α­πο­κα­λούν οι φα­ντά­ροι, προ­σπα­θώ­ντας να δια­τη­ρή­σουν το χιού­μορ τους, “το σκου­πι­διά­ρι­κο στο στρα­τό”, η σά­τι­ρα βρί­σκει πρό­σφο­ρο στό­χο στην ε­λεει­νή κα­τά­στα­ση, που ε­πι­κρα­τεί στο στρα­τό­πε­δο. Ασχέ­τως αν ο λό­γος, ε­πι­διώ­κο­ντας να γί­νει καυ­στι­κός, εκ­πί­πτει στον ω­μό ρε­α­λι­σμό, ε­ξαν­τλώ­ντας την πε­ρι­γρα­φι­κή του δει­νό­τη­τα στην λε­πτο­με­ρή α­πό­δο­ση α­η­δια­στι­κών σκη­νών. Και πά­λι, ό­μως, α­φη­γη­μα­τι­κά το α­πο­τέ­λε­σμα εί­ναι πιο ι­κα­νο­ποιη­τι­κό α­πό την ελ­λο­χεύου­σα πα­ρεκ­τρο­πή μίας δι­δα­κτι­κής τά­σης, που δεν α­πο­φεύ­γε­ται στη σκια­γρά­φη­ση ε­νός άλ­λου εί­δους αν­θρώ­που, που βγαί­νει στα τη­λε­πα­ρά­θυ­ρα. Του “αυ­τό­πτη” μάρ­τυ­ρα, στο ο­μό­τιτ­λο διή­γη­μα. Όχι του συ­μπτω­μα­τι­κά αυ­τό­πτη, αλ­λά του συ­στη­μα­τι­κού, που λα­χτα­ρά­ει την τη­λε­ο­πτι­κή δη­μο­σιό­τη­τα. Αυ­τός εί­ναι ι­κα­νός πολ­λές φο­ρές να πε­ρι­γρά­φει “και ό,τι δεν συμ­βαί­νει” ή αν στα­θεί τυ­χε­ρός και έ­χει συμ­βεί, να το διο­γκώ­νει, ώ­στε να κρι­θεί ά­ξιο για πε­ρισ­σό­τε­ρο τη­λε­ο­πτι­κό χρό­νο, ά­ρα και με­γα­λύ­τε­ρη δι­κή του δη­μό­σια έκ­θε­ση.
Εκτός α­πό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κούς τύ­πους, σε ο­ρι­σμέ­νες ι­στο­ρίες, στο στό­χα­στρο βρί­σκο­νται κά­ποιες κα­τα­στά­σεις, που, κα­τά μία ο­πτι­κή, αγ­γί­ζουν τα ό­ρια της νο­ση­ρό­τη­τας. Ο α­φη­γη­τής πα­ρι­στά­νει ό­τι ε­ξυ­μνεί τις συ­γκε­κρι­μέ­νες συν­θή­κες, ε­νώ, με τις υ­περ­βάλ­λου­σες λε­κτι­κές δια­τυ­πώ­σεις, που ε­πι­στρα­τεύει, το­νί­ζει τη γε­λοιό­τη­τα των προ­σώ­πων. Δυο ι­στο­ρίες με κω­μι­κά ευ­ρή­μα­τα α­φο­ρούν πε­ρι­στά­σεις, που έ­χουν σχε­τι­κά πρό­σφα­τα προ­κύ­ψει ως α­πό­το­κα της ψη­φια­κής τε­χνο­λο­γίας. Το «Τη­λε­κη­δείες live» και κυ­ρίως, το «Ακη­δία.com» δια­θέ­τουν την οι­κο­νο­μία του διη­γή­μα­τος και δια­σκε­δα­στι­κές α­τά­κες. Κά­τι που δεν ι­σχύει για δυο άλ­λα διη­γή­μα­τα, που κα­τα­πιά­νο­νται με το ε­πί­σης και­νο­φα­νές θέ­μα δι­δα­σκα­λίας της συγ­γρα­φι­κής τέ­χνης. Τα μα­θή­μα­τα δη­μιουρ­γι­κής γρα­φής εί­ναι τό­σο της μό­δας, α­πό τό­τε που τα ει­σα­γά­γα­με, που α­πο­τε­λούν τα­μπού για τη σά­τι­ρα. Πό­σω μάλ­λον α­πό νεό­τε­ρο συγ­γρα­φέα. Ο Γκό­ζης το α­πο­τολ­μά στο «Ασκή­σεις Δη­μιουρ­γι­κής Αντί-Γρα­φής», αλ­λά αρ­κεί­ται σε μία ξε­δο­ντια­σμέ­νη πα­ρω­δία. Ενώ το «Συ­ντα­γή μα­γει­ρι­κής: Διη­γή­μα­τα ρο­λά­κι» τρα­βά­ει εις μά­κρος με ά­σφαι­ρα πυ­ρά και λο­γο­παί­γνια. Κι ό­μως, σε τέ­τοια θέ­μα­τα, που α­παι­τούν πνευ­μα­τώ­δη α­νά­πτυ­ξη, δο­κι­μά­ζε­ται ο σα­τι­ρι­στής και ό­χι στους εύ­κο­λους στό­χους, ό­πως, για πα­ρά­δειγ­μα, ο Έλλη­νας σύ­ζυ­γος που ε­ζή­λω­σε τις ε­πι­δό­σεις του Τούρ­κου “πη­δη­χτα­ρά” και υ­πο­βλή­θη­κε σε «Απο­κο­πή χα­λι­νού».    
Ως το μο­να­δι­κό, ί­σως, στα­θε­ρό ση­μείο στις μυ­θο­πλα­σίες του, τις πα­λαιές και τις πρό­σφα­τες, προ­βάλ­λει η Θεσ­σα­λο­νί­κη. Εί­ναι η ό­ψη της πό­λης α­πό την ο­πτι­κή γω­νία ε­νός που άρ­χι­σε να την περ­πα­τά­ει αρ­χές δε­κα­ε­τίας του ’80. Στις α­μι­γώς θεσ­σα­λο­νι­κιώ­τι­κες ι­στο­ρίες, ο Γκό­ζης δεί­χνει τη με­γά­λη α­φη­γη­μα­τι­κή του ά­νε­ση και το λε­κτι­κό εύ­ρος που δια­θέ­τει. Αυ­τές δεν στή­νο­νται, ό­πως οι πα­λαιό­τε­ρες της γε­νέ­τει­ρας, γύ­ρω α­πό κά­ποιο συμ­βάν ή τις κι­νή­σεις ε­νός χα­ρα­κτη­ρι­στι­κού προ­σώ­που. Εδώ α­φο­ρούν, σύμ­φω­να και με τον συ­γκε­ντρω­τι­κό τίτ­λο τριών εξ αυ­τών, “τις φυ­λές της πό­λης”, τις ο­ποίες ζω­ντα­νεύει μυ­θο­πλα­στι­κά με οί­στρο ο συγ­γρα­φέ­ας. Στη Θεσ­σα­λο­νί­κη του, μία αν­δρο­κρα­τού­με­νη πό­λη, το πα­ρε­μπό­ριο στις πλα­τείες το έ­χουν α­να­λά­βει “οι Πρί­γκι­πες”, τις ε­πι­κίν­δυ­νες σφή­νες οι “Πα­πό­βιοι Άγγε­λοι”, ε­νώ το ε­πί­λε­κτο κοι­νό, το πλέ­ον “εν­θου­σιώ­δες και εκ­δη­λω­τι­κό”, στα δυο α­νοι­χτά θέ­α­τρα του Κ.Θ.Β.Ε., το α­παρ­τί­ζουν οι “Εφο­πλι­στές του Βου­νού”, μία ό­λως ι­διαί­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση τζα­μπατ­ζί­δων. Σε μία άλ­λη τριά­δα ι­στο­ριών, α­ντα­να­κλά­ται η πό­λη σε ε­κεί­νη τη “με­τα­βα­τι­κή” για τη χώ­ρα δε­κα­ε­τία. Συμ­με­τέ­χου­με νο­ε­ρά σε δια­δρο­μές με το λεω­φο­ρείο και σε πε­ρι­πά­τους. Σαν σε μα­γι­κή ει­κό­να, προ­βάλ­λουν τα αλ­λο­τι­νά κα­φέ και τα μπα­ρά­κια, με τους θα­μώ­νες τους. Κά­θε στέ­κι και μία άλ­λη “φυ­λή”, με σή­μα κα­τα­τε­θέν τους ε­πώ­νυ­μους της ε­πο­χής. Λ.χ., τον Τά­κη Κα­νελ­λό­που­λο ή τον Κω­στή Μο­σκώφ.
Μία α­πό τις ι­στο­ρίες, το «Play Bouzouki», ξε­φεύ­γει α­πό την οι­κο­νο­μία που ε­πι­βάλ­λει η μυ­θο­πλα­στι­κή σύν­θε­ση. Αυ­τή στρέ­φε­ται γύ­ρω α­πό τις “φυ­λές” των η­με­ρή­σιων θε­ρι­νών εκ­δρο­μέων. Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, των συ­νε­πι­βα­τών στο λεω­φο­ρείο με προο­ρι­σμό “την κοι­νο­τι­κή πλαζ Επα­νω­μής στο Κτή­μα του Κα­ρα­γκιό­ζη”. Υπαρ­κτό το το­πω­νύ­μιο, αν και α­γνώ­στου σε μας ε­τυ­μο­λο­γίας, δεί­χνει πε­ρισ­σό­τε­ρο ως μυ­θο­πλα­στι­κό εύ­ρη­μα. Η ε­ξι­στό­ρη­ση ό­σων συμ­βαί­νουν ε­ντός του λεω­φο­ρείου κα­τά τη δια­δρο­μή δια­στέλ­λε­ται, α­πο­τε­λώ­ντας το κυ­ρίως θέ­μα. Η ι­στο­ρία μα­κραί­νει, δο­κι­μά­ζο­ντας τις α­ντο­χές της, με την πε­ρι­γρα­φή της κα­σέ­τας, που α­πο­τε­λεί τη μία και μο­να­δι­κή μου­σι­κή υ­πό­κρου­ση. Πα­ρα­τί­θε­ται πλή­ρης α­να­φο­ρά τρα­γου­δι­στών και α­σμά­των. Ονό­μα­τα και στί­χοι που σή­με­ρα, του­λά­χι­στον για τον κά­τοι­κο πρω­τευού­σης, εί­ναι πα­ντε­λώς ά­γνω­στα. Κι ό­μως, α­κό­μη κι αν τα ο­νό­μα­τα δεν κου­βα­λούν το α­να­λο­γούν συ­γκι­νη­σια­κό φορ­τίο, ο σχο­λια­σμός της κά­θε πε­ρί­πτω­σης, πά­ντο­τε σε χιου­μο­ρι­στι­κή σύ­ζευ­ξη με τα λό­για των τρα­γου­διών, φτιά­χνει στο α­κέ­ραιο την α­τμό­σφαι­ρα. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, ό­ποιος γκά­γκα­ρος κρι­τι­κός α­πο­κα­λεί πα­ρό­μοιες ι­στο­ρίες η­θο­γρα­φία εί­ναι ά­γευ­στος ποιή­σεως.
Ο Γιώρ­γος Γκό­ζης ο­λο­κλή­ρω­σε, έ­στω και με κα­θυ­στέ­ρη­ση, το βι­βλίο του. Μό­νο που δεν ή­ταν αυ­τό που ε­μείς πε­ρι­μέ­να­με. Ωστό­σο, με τις πρό­σφα­τες ι­στο­ρίες του έ­δει­ξε κι άλ­λες εμ­μο­νές και δια­φο­ρε­τι­κές ι­κα­νό­τη­τες. Έτσι εμ­φα­νί­ζε­ται με­τέω­ρος μεν, αλ­λά εν­δια­φέ­ρων. Κά­που με­τα­ξύ Αγιο­λο­γίας και Ναυ­τι­λίας, με­τα­ξύ θεσ­σα­λο­νι­κιώ­τι­κης μυ­θο­λο­γίας και σά­τι­ρας, τον πε­ρι­μέ­νου­με να ξα­να­δώ­σει δυ­να­μι­κά το πα­ρόν. Όμως αυ­τή τη φο­ρά σε λι­γό­τε­ρο α­πό δώ­δε­κα χρό­νια.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημρίδα "Η Εποχή" στις 15/6/2014.

Δεν υπάρχουν σχόλια: