Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Εκλεκτικές συγγένειες

 Λευ­τέ­ρης Κα­λο­σπύ­ρος
«Η μο­να­δι­κή οι­κο­γέ­νεια»
Εκδό­σεις Πό­λις
Σε­πτέμ­βριος 2013

 Αρι­στεί­δης Αντο­νάς
«Ο άλ­λος α­δερ­φός»
Εκδό­σεις Crap
Ιού­νιος 2013

Συ­μπτω­μα­τι­κά, με κα­θυ­στέ­ρη­ση με­ρι­κών μη­νών αλ­λά μέ­σα σε μία ε­βδο­μά­δα, δια­βά­σα­με το πρώ­το βι­βλίο του Λευ­τέ­ρη Κα­λο­σπύ­ρου και το εν­δέ­κα­το του Αρι­στεί­δη Αντο­νά. Στην πε­ρί­πτω­ση του δεύ­τε­ρου, με­τά ε­πι­φυ­λά­ξεως, κα­θώς την τε­λευ­ταία τριε­τία τα εκ­δο­τι­κά ί­χνη του Αντο­νά χά­νο­νται ε­κτός ελ­λα­δι­κών συ­νό­ρων. Εμείς ε­ντο­πί­σα­με δυο, σε Ζυ­ρί­χη και Βε­ρο­λί­νο. Η α­κρι­βής μέ­τρη­ση, πά­ντως, φτά­νει μέ­χρι το έ­να­το, που τυ­πώ­θη­κε το 2010 α­πό τις εκ­δό­σεις Άγρα, τον δεύ­τε­ρο εκ­δο­τι­κό οί­κο, που τον στέ­γα­σε ε­πί δε­κα­ε­τία, δια­δε­χό­με­νος ε­κεί­νον της Στιγ­μής, που ή­ταν ο εκ­δό­της του Δα­σκά­λου του, Ε. Χ. Γο­να­τά, και στον ο­ποίο ο ί­διος εί­χε πα­ρα­μεί­νει ε­πί ο­κτα­ε­τία. Αν και ως πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νος ο Αντο­νάς βγή­κε α­πό το Μου­σείο. Προ­φα­νώς και δεν το εν­νοού­με αλ­λη­γο­ρι­κώς, α­φού το πρώ­το του βι­βλιά­ριο, «Ο Επί­σκο­πος», εί­ναι το εκ δια­μέ­τρου α­ντί­θε­το του μου­σεια­κού εί­δους. Ανα­φε­ρό­μα­στε στο Μαύ­ρο Μου­σείο, τις βρα­χύ­βιες εκ­δό­σεις του ο­μώ­νυ­μου, ο­λι­γό­ζωου ό­σο και ρη­ξι­κέ­λευ­θου, πε­ριο­δι­κού. Ήταν πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νος του 1988, δη­λα­δή έ­να τέ­ταρ­το του αιώ­να πριν τον Κα­λο­σπύ­ρο. Τό­τε που τους πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νους τους α­ντι­με­τώ­πι­ζαν με πε­ρισ­σό­τε­ρη πε­ρί­σκε­ψη. Ίσως και γι’ αυ­τό να πρό­κο­βαν. Όταν το παι­δί το πα­ρα­χαϊδεύεις, λέ­νε ό­τι χα­λά­ει. Έτσι πί­στευαν και α­ντι­στοί­χως έ­πρατ­ταν οι πα­λαιό­τε­ροι. Δι­καίως, α­δί­κως, μέ­νει ζη­τού­με­νο. Στην πε­ρί­πτω­ση των νε­ο­γνών στο χώ­ρο της λο­γο­τε­χνίας, θα το δεί­ξει και η πο­ρεία των ε­φε­τι­νών πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νων, στους ο­ποίους ε­πι­φυ­λά­χτη­κε ι­διαί­τε­ρη υ­πο­δο­χή. 
310 σε­λί­δες το βι­βλίο του Κα­λο­σπύ­ρου, 55 του Αντο­νά. Ση­μειω­τέ­ον ό­τι το δεύ­τε­ρο εί­ναι δί­γλωσ­ση έκ­δο­ση (γαλ­λι­κά/ελ­λη­νι­κά), ό­που το ελ­λη­νι­κό κεί­με­νο δεν φτά­νει τις 30. Αλλά και τα προ­η­γού­με­να του Αντο­νά εί­ναι ο­λι­γο­σέ­λι­δα. Τις 300 σε­λί­δες τις φθά­νει μό­νο το έ­βδο­μο, «Αριθ­μοί», ό­που συ­γκέ­ντρω­σε τα τέσ­σε­ρα πρώ­τα, προ­σθέ­το­ντας και ε­πί­με­τρο. Γε­νι­κό­τε­ρα, πά­ντως, με ο­λι­γο­σέ­λι­δα βι­βλία έ­γι­ναν οι πρώ­τες εμ­φα­νί­σεις της λε­γό­με­νης γε­νιάς του ’80. Στη συ­νέ­χεια, πλή­θυ­ναν οι σε­λί­δες των βι­βλίων τους, κα­θώς άρ­χι­σαν να ε­φορ­μούν οι δυ­νά­μεις της ε­πό­με­νης δε­κα­ε­τίας. Ο Αντο­νάς στά­θη­κε ε­ξαί­ρε­ση. Όσο α­φο­ρά το ά­νοιγ­μα α­νά­με­σα στις γε­νιές του Αντο­νά και του Κα­λο­σπύ­ρου, δεν έ­χει α­πο­κρυ­σταλ­λω­θεί το πό­σες γε­νιές χω­ρά­ει. Οι τα­ξι­νό­μοι, με νοο­τρο­πία γρα­φειο­κρά­τη, με­τρούν δυο, του ’90 και του 2000. Εμείς δεν βλέ­που­με στο με­ταίχ­μιο του 2000 και του 2010 τό­σο με­γά­λες α­συ­νέ­χειες, ώ­στε να δι­καιο­λο­γούν αλ­λα­γή γε­νιάς. Θα μπο­ρού­σε να κρα­τη­θεί η βιο­λο­γι­κή α­πό­στα­ση πα­τέ­ρα-γιου. Το 2013 ο Αντο­νάς έ­κλει­σε τα πε­νή­ντα, ο Κα­λο­σπύ­ρος τα 33.
Ένα πρώ­το κοι­νό ση­μείο των δυο πρό­σφα­των βι­βλίων τους εί­ναι η ε­ναλ­λα­γή  θε­α­τρό­μορ­φων και α­φη­γη­μα­τι­κών τμη­μά­των. Ένα δεύ­τε­ρο ση­μείο συγ­γέ­νειας θα μπο­ρού­σε να α­πο­δο­θεί σε σύ­μπτω­ση ή και να εί­ναι α­πο­τέ­λε­σμα κρυ­πτο­μνη­σίας. Πρό­κει­ται για το ό­νο­μα του κε­ντρι­κού ή­ρωα στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Κα­λο­σπύ­ρου, Ανδρέ­ας Αριθ­μέ­ντης, που πα­ρα­πέ­μπει στο Αρι­στεί­δης Αντο­νάς, αν λά­βου­με υ­πό­ψη πως ο Αντο­νάς έ­χει εμ­μο­νή με τους α­ριθ­μούς, ό­πως άλ­λω­στε δεί­χνει και το ο­μώ­νυ­μο βι­βλίο του. Αντι­θέ­τως, τον μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό ή­ρωα δεν τον α­πα­σχο­λούν οι α­ριθ­μοί. Ανή­κει, ό­μως, σε οι­κο­γέ­νεια συγ­γρα­φέων και αρ­χι­τε­κτό­νων, ό­πως και ο Αντο­νάς. Ει­δι­κό­τε­ρα, ο δεύ­τε­ρος ε­πα­νέρ­χε­ται συ­χνά στο δυα­δι­κό σχή­μα ως θε­μέ­λιο του ψη­φια­κού σύ­μπα­ντος, ό­πως προϊδεά­ζουν και οι τίτ­λοι των βι­βλίων του, α­πό το «Οι δυο μι­σοί» του 1995 μέ­χρι τα «Δύο δω­μά­τια» του 2011. Αν και πά­ντο­τε μέ­σα α­πό αλ­λη­γο­ρι­κές α­φη­γή­σεις. Στην ψη­φια­κή ε­πο­χή, έ­χει δια­μορ­φώ­σει τη συγ­γρα­φι­κή του ταυ­τό­τη­τα και ο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κός ή­ρωας του Κα­λο­σπύ­ρου, που βρί­σκε­ται σε α­ντι­πα­λό­τη­τα με τον πα­τέ­ρα του, έ­ναν συγ­γρα­φέα πα­λαιάς κο­πής. Τέ­λος, στα πρό­σφα­τα βι­βλία και των δυο, ε­μπλέ­κε­ται “ο άλ­λος α­δελ­φός”.  
Εί­ναι προ­φα­νές, πά­ντως, ό­τι στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Κα­λο­σπύ­ρου υ­πε­ρι­σχύουν, σε συ­ντρι­πτι­κό βαθ­μό, τα δά­νεια α­πό ε­πί­λε­κτα πε­ζά της αγ­γλό­γλωσ­σης λο­γο­τε­χνίας. Το εύ­ρη­μα δυο α­δελ­φών συγ­γρα­φέων, που το διή­γη­μα του ε­νός έ­χει ως ή­ρωα τον άλ­λο, συ­νο­μι­λώ­ντας με αυ­το­βιο­γρα­φι­κό κεί­με­νο ε­κεί­νου, δεί­χνει πε­ρισ­σό­τε­ρο προς τις δί­δυ­μες νου­βέ­λες του Σά­λι­ντζερ. Θυ­μί­ζου­με πως α­πο­τε­λούν το τε­λευ­ταίο του βι­βλίο, που ε­ξέ­δω­σε το 1964 πριν σιω­πή­σει συγ­γρα­φι­κά. Στα ελ­λη­νι­κά εκ­δό­θη­καν, με τον τίτ­λο, «Ψη­λή ση­κώ­στε στέ­γη, ξυ­λουρ­γοί. Σί­μο­ρ, συ­στα­τι­κά στοι­χεία», σε με­τά­φρα­ση Α. Κορ­τώ, το 2010, που α­πε­βίω­σε. Άλλω­στε η οι­κο­γέ­νεια Αριθ­μέ­ντη του Κα­λο­σπύ­ρου έ­χει κι άλ­λα κοι­νά ση­μεία με την οι­κο­γέ­νεια Γκλας, που κυ­ριαρ­χεί στο μυ­θο­πλα­στι­κό κό­σμο του Σά­λι­ντζερ. Ο έ­νας α­πό τους δυο α­δελ­φούς, που εί­ναι αμ­φό­τε­ροι συγ­γρα­φείς, αυ­το­κτο­νεί, ε­νώ η ε­ρω­τι­κή ι­στο­ρία του ε­νός ε­μπνέει τον άλ­λο. Ακό­μη, υ­πάρ­χει το μο­τί­βο του παι­διού θαύ­μα­τος, που συμ­με­τέ­χει στα τη­λε­ο­πτι­κά - ρα­διο­φω­νι­κά στην ε­πο­χή του Σά­λιτ­ντζερ - παι­χνί­δια γνώ­σης.
Αλλά, ό­πως σχο­λιά­ζα­με και στην πε­ρί­πτω­ση του ε­πί­σης πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου Ιά­κω­βου Ανυ­φα­ντά­κη, η ευ­ρύ­τη­τα της δια­κει­με­νι­κό­τη­τας, ε­στια­σμέ­νης στην ξέ­νη λο­γο­τε­χνία, α­πο­τε­λεί βα­σι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό στα  βι­βλία των νέων συγ­γρα­φέων, κα­θώς στη­ρί­ζο­νται στις α­να­γνω­στι­κές τους ε­μπει­ρίες. Στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Κα­λο­σπύ­ρου, πά­ντως, τα ό­ποια δά­νεια εί­ναι σε με­γα­λύ­τε­ρη έ­κτα­ση εν­σω­μα­τω­μέ­να, με α­πο­τέ­λε­σμα ο α­να­γνώ­στης, που α­γνο­εί τα πρω­τό­τυ­πα, να μην τα α­ντι­λαμ­βά­νε­ται ως ξέ­να στοι­χεία. Από την άλ­λη, αν­τλού­νται α­πό πο­λύ γνω­στά βι­βλία, σχε­τι­κά πρό­σφα­τα με­τα­φρα­σμέ­να στα ελ­λη­νι­κά, ώ­στε να μην περ­νούν α­πα­ρα­τή­ρη­τα α­πό ό­ποιον έ­χει α­ντί­στοι­χες α­να­γνω­στι­κές προ­τι­μή­σεις. Πα­ρά­δειγ­μα, το πο­λυ­σέ­λι­δο μυ­θι­στό­ρη­μα, «Μάο ΙΙ» του ΝτεΛίλ­λο, με κε­ντρι­κό πρό­σω­πο έ­ναν συγ­γρα­φέα, που α­φή­νει η­μι­τε­λές το βι­βλίο του, ό­πως και ο ή­ρωας του Κα­λο­σπύ­ρου. Με αυ­τήν την ε­πι­λο­γή, ο ΝτεΛίλ­λο δεί­χνει την α­πει­λή που συ­νι­στά για έ­ναν συγ­γρα­φέα το α­να­γνω­στι­κό κοι­νό, με τον μα­ζι­κό χα­ρα­κτή­ρα, που αυ­τό άρ­χι­σε να παίρ­νει α­πό τα τέ­λη του 20ου αιώ­να. Από την πλευ­ρά του ο Κα­λο­σπύ­ρος, στις συ­νε­ντεύ­ξεις του, α­να­φέ­ρει μεν ως κύ­ριο θέ­μα του την πο­λι­τι­σμι­κή αλ­λα­γή και τον α­ντί­κτυ­πο που αυ­τή έ­χει στην ταυ­τό­τη­τα του συγ­γρα­φέα, αλ­λά οι α­νη­συ­χίες του δεν δη­λώ­νο­νται ευ­κρι­νώς με πα­ρό­μοια δια­κει­με­νι­κά στοι­χεία.       
Κα­τά τα άλ­λα, η μορ­φή του μυ­θι­στο­ρή­μα­τός του, ό­πως προσ­διο­ρί­ζε­ται α­πό την υ­πό­θε­ση, εί­ναι μία ε­γκε­φα­λι­κή κα­τα­σκευή του κε­ντρι­κού ή­ρωα-συγ­γρα­φέα. Ο Ανδρέ­ας Αριθ­μέ­ντης, σχε­διά­ζο­ντας την αυ­το­κτο­νία του, κα­ταρ­τί­ζει φά­κε­λο με φω­το­τυ­πίες πε­ζο­γρα­φι­κών έρ­γων, δι­κών του και τριών άλ­λων. Τα δι­κά του εί­ναι έ­να θε­α­τρι­κό έρ­γο, δύο διη­γή­μα­τα και α­πό­σπα­σμα α­πό μυ­θι­στό­ρη­μα, που θα α­φή­σει η­μι­τε­λές. Σε αυ­τά προ­στί­θε­νται, έ­να διή­γη­μα του α­δελ­φού του και α­πο­σπά­σμα­τα α­πό τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα δύο προ­σώ­πων του θε­α­τρι­κού έρ­γου. Αυ­τός ο φά­κε­λος, με το πε­ριε­χό­με­νό του σε ο­ρι­σμέ­νη πα­ρά­τα­ξη, α­πο­τε­λεί το μυ­θι­στό­ρη­μα του Κα­λο­σπύ­ρου. Μορ­φή που θυ­μί­ζει το μυ­θι­στό­ρη­μα της Λί­λας Κο­νό­μα­ρα, «Η Ανα­πα­ρά­στα­ση». Μό­νο που σε ε­κεί­νο, τον φά­κε­λο κα­ταρ­τί­ζει ο βιο­γρά­φος του ε­ξα­φα­νι­σθέ­ντος κε­ντρι­κού ή­ρωα και πε­ριέ­χει πο­λυει­δή κεί­με­να. Και οι δυο κα­τα­σκευές, πε­ρισ­σό­τε­ρο αυ­τή του Κα­λο­σπύ­ρου, πα­ρου­σιά­ζουν κα­τά την ε­κτέ­λε­σή τους μία δυ­σκο­λία, στην ο­ποία δεν φαί­νε­ται να δί­νε­ται ι­διαί­τε­ρο βά­ρος. Πα­ρό­τι οι συγ­γρα­φείς των κει­μέ­νων του φα­κέ­λου εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κοί, δεν υ­πάρ­χει α­ντί­στοι­χη υ­φο­λο­γι­κή δια­φο­ρο­ποίη­ση. Γε­νι­κό­τε­ρα, ό­μως, τις ο­μά­δες συγ­γρα­φέων, που εμ­φα­νί­ζο­νται με­τά τη γε­νιά του ’80, τους α­πα­σχο­λούν πε­ρισ­σό­τε­ρο οι ε­ξε­ζη­τη­μέ­νοι μορ­φι­κοί πει­ρα­μα­τι­σμοί και ο ε­πί­και­ρα α­να­τρε­πτι­κός χα­ρα­κτή­ρας του πε­ριε­χο­μέ­νου πα­ρά η αι­σθη­τι­κή και η οι­κο­νο­μία του συ­νό­λου.
Αυ­τή η τά­ση βρί­σκει α­ντα­πό­κρι­ση στην κρι­τι­κή υ­πο­δο­χή, που στέ­κε­ται ευ­νοϊκή, κά­πο­τε μά­λι­στα κα­θ’ υ­περ­βο­λή υ­πο­στη­ρι­κτι­κή. Αν και πά­ντο­τε, με γε­νι­κό­λο­γες α­πο­φάν­σεις. Θυ­μί­ζου­με τον εν­θου­σια­σμό, που εί­χε προ­κα­λέ­σει το μυ­θι­στό­ρη­μα του πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου το 2005 Σταύ­ρου Κρη­τιώ­τη, «Το μη­νο­λό­γιο ε­νός α­πό­ντος». Και ε­κεί­νο το μυ­θι­στό­ρη­μα ή­ταν μια α­πό­πει­ρα σχο­λια­σμού της δια­δι­κα­σίας της γρα­φής. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, και ε­κεί­νο στε­γα­ζό­ταν στον εκ­δο­τι­κό οί­κο Πό­λις. Δεν πρό­κει­ται για σύ­μπτω­ση, αλ­λά για συ­στη­μα­τι­κή προώ­θη­ση συ­γκε­κρι­μέ­νου εί­δους λο­γο­τε­χνίας, που στα κα­θ’ η­μάς εμ­φα­νί­ζει υ­στέ­ρη­ση. Ακρι­βώς, το και­νο­φα­νές πα­ρό­μοιων με­τα­μο­ντέρ­νων εγ­χει­ρη­μά­των α­παι­τεί εγ­γύ­τε­ρη α­νά­λυ­ση. Όπου, η δια­τύ­πω­ση ο­ρι­σμέ­νων ε­ρω­τη­μά­των, α­κό­μη κι αν δεν τύ­χουν ι­κα­νο­ποιη­τι­κής α­πά­ντη­σης, διευ­κο­λύ­νει την πρό­σβα­ση.
Όσο α­φο­ρά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα της μορ­φής του Κα­λο­σπύ­ρου, έ­να πρώ­το ζη­τού­με­νο εί­ναι η α­να­γνω­στι­κή αυ­το­τέ­λεια των ε­πι­μέ­ρους τμη­μά­των, κα­θώς και η νο­η­μα­το­δό­τη­σή τους δια της συσ­σω­μά­τω­σης. Ένα συ­να­κό­λου­θο ε­ρώ­τη­μα α­φο­ρά το κα­τά πό­σο η συ­γκε­κρι­μέ­νη πα­ρά­τα­ξη υ­πα­γο­ρεύε­ται α­πό την πλο­κή ή, λί­γο πο­λύ, εί­ναι αυ­θαί­ρε­τη. Ο Κα­λο­σπύ­ρος, ως κυ­ρίως κορ­μό του βι­βλίου, το­πο­θε­τεί το θε­α­τρι­κό έρ­γο του Ανδρέα Αριθ­μέ­ντη. Αυ­τό εί­ναι ο­μό­τιτ­λο του βι­βλίου, ω­στό­σο το ε­πί­θε­το “μο­να­δι­κή” στο θε­α­τρι­κό έρ­γο ση­μαί­νει “μία και μό­νη”, ε­νώ στο βι­βλίο α­πο­κτά την έν­νοια του “ξε­χω­ρι­στή”. Αυ­τήν την δεύ­τε­ρη, την ξε­χω­ρι­στή οι­κο­γέ­νεια των Αριθ­μέ­ντη, πα­ρου­σιά­ζουν τα τέσ­σε­ρα πε­ζά των α­δελ­φών Αριθ­μέ­ντη, των ο­ποίων η θέ­ση ε­ντός της κα­τα­σκευής δεί­χνει πε­ρισ­σό­τε­ρο αυ­θαί­ρε­τη. Πά­ντως, έ­τσι ό­πως πα­ρεμ­βάλ­λο­νται κα­τά μή­κος του θε­α­τρι­κού, α­πο­κα­λύ­πτουν στα­δια­κά τις εν­δοοι­κο­γε­νεια­κές συ­γκρού­σεις, σε πα­ραλ­λη­λία με ε­κεί­νες της θε­α­τρι­κής οι­κο­γέ­νειας. 
Το θε­α­τρι­κό εί­ναι τρί­πρα­κτο. Η πρώ­τη και η τρί­τη πρά­ξη, με μία μό­νο σκη­νή, δια­δρα­μα­τί­ζο­νται σε δια­φο­ρε­τι­κούς χώ­ρους. Η με­σαία χω­ρί­ζε­ται σε πέ­ντε σκη­νές, ό­λες στο ε­σω­τε­ρι­κό της οι­κίας “της μο­να­δι­κής ελ­λη­νι­κής οι­κο­γέ­νειας που δεν έ­παι­ξε στο χρη­μα­τι­στή­ριο”, ό­πως σχο­λιά­ζει ο πρω­τα­γω­νι­στής. Με βά­ση το σκη­νο­γρα­φι­κό ντε­κό­ρ, ε­ξυ­πα­κούε­ται πως εν­νο­εί με­σο­α­στι­κής οι­κο­γέ­νειας. Τα συ­νο­λι­κά έ­ξι έν­θε­τα πε­ζά το­πο­θε­τού­νται ως ε­ξής: Στο τέ­λος της πρώ­της πρά­ξης, τα δυο διη­γή­μα­τα, του Αλέ­ξη και του Ανδρέα Αριθ­μέ­ντη. Στο τέ­λος της πρώ­της σκη­νής της δεύ­τε­ρης πρά­ξης το διή­γη­μα του πρω­τα­γω­νι­στή του θε­α­τρι­κού έρ­γου, συ­νο­δευό­με­νο α­πό έ­να δεύ­τε­ρο διή­γη­μα του συγ­γρα­φέα του έρ­γου. Στο τέ­λος της τέ­ταρ­της σκη­νής της δεύ­τε­ρης πρά­ξης, α­πό­σπα­σμα α­πό το μυ­θι­στό­ρη­μα της α­δελ­φής της πρω­τα­γω­νί­στριας. Στο τέ­λος της δεύ­τε­ρης πρά­ξης, το α­πό­σπα­σμα α­πό το μυ­θι­στό­ρη­μα του συγ­γρα­φέα του έρ­γου. Πέ­ραν ό­λων αυ­τών, στο ξε­κί­νη­μα και το κλεί­σι­μο των σκη­νών, πα­ρα­τί­θε­νται γρα­πτά μη­νύ­μα­τα του συγ­γρα­φέα του έρ­γου εις ε­αυ­τόν, σταλ­μέ­να με το κι­νη­τό του, κα­τά μί­μη­ση των ση­μειώ­σεων σε “τε­φτε­ρά­κια”, που εί­θι­σται να κρα­τούν οι συγ­γρα­φείς. 
Το θε­α­τρι­κό έρ­γο με τα α­πο­σπά­σμα­τα α­πό τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα των δυο προ­σώ­πων, του πρω­τα­γω­νι­στή και της κου­νιά­δας του, με την ο­ποία εί­χε δε­σμό πριν γνω­ρί­σει την α­δελ­φή της, α­πο­τε­λούν έ­να αυ­το­τε­λές, ε­γκι­βω­τι­σμέ­νο μυ­θι­στό­ρη­μα. Σε αυ­τό, η οι­κο­γέ­νεια πα­ρου­σιά­ζε­ται στο δι­πλό ρό­λο ε­νός πε­ρι­βάλ­λο­ντος ε­πώα­σης α­τό­μου με ψυ­χι­κές δια­τα­ρα­χές, αλ­λά και ε­νός  πε­ρί­κλει­στου χώ­ρου, ό­που οι κρί­σεις μα­νίας του νευ­ρα­σθε­νή κρα­τού­νται υ­πό έ­λεγ­χο. Το θε­α­τρι­κό μέ­ρος δεί­χνει την κα­τα­πιε­στι­κή ε­ξου­σία της συ­ζύ­γου πά­νω σε έ­ναν τα­λα­ντού­χο συγ­γρα­φέα, που χω­ρίς αυ­τήν μπο­ρεί να κα­τέ­λη­γε σχι­ζο­φρε­νής αλ­λά με­γά­λος λο­γο­τέ­χνης. Όπως και πά­νω σε έ­να χα­ρι­σμα­τι­κό, πι­θα­νώς α­πό γο­νι­δια­κή κλη­ρο­νο­μιά, παι­δί, που το φου­σκώ­νει βε­βια­σμέ­να σε παι­δί θαύ­μα, ο­δη­γώ­ντας το στα πρό­θυ­ρα της πα­ρά­νοιας. Ο τρό­πος που ο συγ­γρα­φέ­ας χει­ρί­ζε­ται τον θε­α­τρι­κό λό­γο για να πα­ρου­σιά­σει τα πρό­σω­πα, α­πο­κα­λύ­πτο­ντας το βε­βα­ρη­μέ­νο τραυ­μα­τι­κό πα­ρελ­θόν τους, μέ­χρι την τε­λι­κή κα­τάρ­ρευ­ση, δεί­χνει τις συν­θε­τι­κές του ι­κα­νό­τη­τες.
Αντι­θέ­τως, τα πε­ζά του συγ­γρα­φέα Αριθ­μέ­ντη, συν το διή­γη­μα του α­δελ­φού του, συ­νυ­πο­λο­γί­ζο­ντας και τα γρα­πτά μη­νύ­μα­τα, μέ­νου­με με την ε­ντύ­πω­ση ό­τι δεν κα­τορ­θώ­νουν να δώ­σουν πνοή σε μία ξε­χω­ρι­στή οι­κο­γέ­νεια ι­διο­φυών νευ­ρω­τι­κών. Εδώ, οι α­να­γνω­στι­κές ε­ντυ­πώ­σεις μάλ­λον στά­θη­καν πο­λύ έ­ντο­νες, μη ευ­νοώ­ντας τη δη­μιουρ­γι­κή α­φο­μοίω­ση. Λ.χ., το δεύ­τε­ρο διή­γη­μα του Ανδρέα Αριθ­μέ­ντη, με τον τίτ­λο «Βε­λου­δο­μά­τα», κοι­νώς μπε­κά­τσα, ό­που γί­νε­ται α­να­φο­ρά στον “Αλφ τον Εξω­γήι­νο”, γεν­νιέ­ται η α­πο­ρία, αν πα­ρα­τί­θε­ται ως ε­πί­δει­ξη α­φη­γη­μα­τι­κής δει­νό­τη­τας στο μα­κρο­πε­ρίο­δο λό­γο ή αν τυ­χόν “συ­νο­μι­λεί” με τα υ­πό­λοι­πα. Όπως και να έ­χει, για ε­μάς, μέ­νει ζη­τού­με­νο το πώς οι νεό­τε­ροι συγ­γρα­φείς ε­πι­λέ­γουν τις ε­κλε­κτι­κές τους συγ­γέ­νειες. Για πα­ρά­δειγ­μα, ο Αντο­νάς έ­δει­ξε ε­μπρά­κτως, δη­λα­δή με τα βι­βλία του, την ό­ποια συγ­γέ­νεια έ­χει με τον Γο­να­τά. Τι κοι­νό, ό­μως, έ­χουν οι ή­ρωες του Κα­λο­σπύ­ρου με ε­κεί­νους του ΝτεΛίλ­λο ή του Πύ­ντσον, που θα σή­μαι­νε μο­να­χι­κούς συγ­γρα­φείς πα­γι­δευ­μέ­νους στην πο­λι­τι­κή βία ή α­πο­ξε­νω­μέ­νους στο χαώ­δες ψη­φια­κό σύ­μπαν; Μή­πως την έλ­ξη την α­σκούν μό­νο και μό­νο τα βα­ριά ο­νό­μα­τα της α­με­ρι­κα­νι­κής λο­γο­τε­χνίας; 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 23/2/2014.