Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Οι έντιμοι της δημοσιογραφίας


Η προτομή του Βλάση Γαβριηλίδη στην πλατεία Καλυθμώνος. Έχει δεχθεί συντήρηση, μάλλον πρόχειρη, ύστερα από βανδαλισμό. Οι γκραφιτάδες, όμως, παντού παρόντες, την περιποιήθηκαν εκ νέου.


Στο Ex Libris της 16ης Δεκ. 2012, σχο­λιά­ζα­με πως ο Δη­μή­τριος Γρη­γο­ρίου Κα­μπού­ρο­γλου, ο ι­στο­ρι­κός των Αθη­ναίων, δεν έ­χει πά­ρει τη θέ­ση που του α­ντι­στοι­χεί στην Ιστο­ρία. Φέ­ρα­με ως έν­δει­ξη τη μη μνη­μό­νευ­ση κα­τά τη διάρ­κεια του έ­τους της δι­πλής ε­πε­τείου του, με τη συ­μπλή­ρω­ση 160 χρό­νων α­πό τη γέν­νη­σή του και 70 α­πό τον θά­να­τό του. Πι­θα­νώς και λί­γο ρο­μα­ντι­κά, α­να­μέ­να­με να θυ­μη­θούν αυ­τόν τον α­με­τα­νό­η­το α­θη­ναιο­λά­τρη τα πνευ­μα­τι­κά Ιδρύ­μα­τα, στων ο­ποίων την ί­δρυ­ση πρω­το­στά­τη­σε. Όπως η Ακα­δη­μία Αθη­νών, η Ιστο­ρι­κή και Εθνο­λο­γι­κή Εται­ρεία, η Χρι­στια­νι­κή Αρχαιο­λο­γι­κή Εται­ρεία, αλ­λά και η Ε­ΣΗΕ­Α, που τα τε­λευ­ταία χρό­νια ε­ορ­τά­ζει ε­πε­τείους ε­πι­φα­νών με­λών της. Δη­μο­σιο­γρά­φος ο Κα­μπού­ρο­γλου, α­πό τα 23 του χρό­νια μέ­χρι τον τε­λευ­ταίο Πό­λε­μο. Και θα συ­νέ­χι­ζε μέ­χρι τέ­λους – α­πε­βίω­σε στις 21 Φεβ. 1942 – αν δεν ερ­χό­ταν η Κα­το­χή. Στο πε­ριο­δι­κό της ι­τα­λι­κής προ­πα­γάν­δας, «Κουα­δρί­βιο», αρ­νή­θη­κε να δώ­σει συ­νερ­γα­σία, α­κό­μη και να ε­πι­τρέ­ψει α­να­δη­μο­σίευ­ση κει­μέ­νου του. Σύμ­φω­να με μαρ­τυ­ρία, πιε­ζό­με­νος α­πό Ιτα­λό υ­πεύ­θυ­νο και θέ­λο­ντας να τον ξε­φορ­τω­θεί, του πρό­τει­νε κυ­νι­κά την α­να­δη­μο­σίευ­ση πα­λαιό­τε­ρου κει­μέ­νου του με τίτ­λο «Πώς ο Μο­ρο­ζί­νης α­να­τί­να­ξε τον Παρ­θε­νώ­να». 
Εκτός α­πό δη­μο­σιο­γρά­φος και ε­πι­φυλ­λι­δο­γρά­φος με κα­τά και­ρούς μό­νι­μη στή­λη, ο Κα­μπού­ρο­γλου υ­πήρ­ξε εκ­δό­της δυο πε­ριο­δι­κών. Το πρώ­το, η «Εβδο­μάς», ξε­κί­νη­σε Μάρ. 1884, που ση­μαί­νει μία τρια­κο­ντα­ε­τία προ της ι­δρύ­σεως της Ε­ΣΗΕ­Α. Ένα χρό­νο μι­κρό­τε­ρος του Πα­πα­δια­μά­ντη, ο ο­ποίος δεν πρό­λα­βε να γρα­φτεί μέ­λος, ο Κα­μπού­ρο­γλου ή­ταν ο πρώ­τος εγ­γρα­φείς. Ήταν, δη­λα­δή, κά­το­χος δη­μο­σιο­γρα­φι­κής ταυ­τό­τη­τας με αύ­ξο­ντα α­ριθ­μό έ­να. Ο Διο­νύ­σιος Τρο­βάς, που τον γνώ­ρι­σε λί­γο πριν α­πό τον Πό­λε­μο και α­πο­τέ­λε­σε τη φι­λι­κή συ­ντρο­φιά του στα τε­λευ­ταία χρό­νια της ζωής του, θυ­μά­ται να του δεί­χνει με κα­μά­ρι την ταυ­τό­τη­τά του. Το α­να­φέ­ρει στη βιο­γρα­φία του Κα­μπού­ρο­γλου, που ε­ξέ­δω­σε τέ­λη του 1981, ώ­στε να εί­ναι έ­τοι­μη κα­τά το ε­πό­με­νο, ε­πε­τεια­κό έ­τος. Τό­τε α­κό­μη, η Ακα­δη­μία Αθη­νών τι­μού­σε τον Κα­μπού­ρο­γλου, που ή­ταν το πρώ­το αι­ρε­τό μέ­λος της Τά­ξεως Γραμ­μά­των και Τε­χνών, το 1927, με συ­νυ­πο­ψή­φιους τους Νιρ­βά­να και Ξε­νό­που­λο. Οι προ­η­γη­θέ­ντες τρεις πρώ­τοι Ακα­δη­μαϊκοί (Σί­μος Με­νάρ­δος, Πα­λα­μάς, Δρο­σί­νης) εί­χαν διο­ρι­στεί το προ­η­γού­με­νο έ­τος κα­τά την ί­δρυ­σή της.
Σε ε­κεί­νο το δη­μο­σίευ­μα, εί­χα­με α­φή­σει α­νοι­χτό το εν­δε­χό­με­νο να τον θυ­μη­θεί το 2014 του­λά­χι­στον η Ε­ΣΗΕ­Α, κα­τά τον ε­ορ­τα­σμό της πρώ­της ε­κα­το­ντα­ε­τη­ρί­δας της. Βε­βαίως, η η­μέ­ρα της ε­πε­τείου, η 14η Δεκ., αρ­γεί α­κό­μη, ω­στό­σο εκ­δό­θη­κε το Ημε­ρο­λό­γιο 2014, με ε­ορ­τα­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Όπως πά­ντα με μι­κρή κα­θυ­στέ­ρη­ση, ή­δη με τον τίτ­λο του υ­πο­γραμ­μί­ζει τα «Εκα­τό χρό­νια Ε­ΣΗΕ­Α». Δεν εί­ναι ω­στό­σο α­πο­κλει­στι­κά α­φιε­ρω­μέ­νο στην ε­πέ­τειο, ό­πως θα α­να­με­νό­ταν, αλ­λά συ­μπλη­ρώ­νε­ται με «Αφιέ­ρω­μα στον Βλά­ση Γα­βριη­λί­δη». Σύμ­φω­να με το ει­σα­γω­γι­κό ση­μείω­μα του Δ.Σ. του Μορ­φω­τι­κού Ιδρύ­μα­τος της Ε­ΣΗΕ­Α, στο Ημε­ρο­λό­γιο “πε­ρι­γρά­φε­ται διε­ξο­δι­κά η δια­δρο­μή της”, αλ­λά τό­σο αυ­τή ό­σο και το Μορ­φω­τι­κό Ίδρυ­μά της “α­πο­φά­σι­σαν να ε­στιά­σουν στον Βλά­ση Γα­βριη­λί­δη”. Με το σκε­πτι­κό, πως, “μο­λο­νό­τι εκ­δό­της-ε­πι­χει­ρη­μα­τίας, υ­πήρ­ξε πρω­το­πό­ρος, και­νο­τό­μος, α­να­μορ­φω­τής και δά­σκα­λος της δη­μο­σιο­γρα­φίας”. Μά­λι­στα, προ­στί­θε­ται, ως “εν­δει­κτι­κό της ε­ντι­μό­τη­τας και της α­δέ­κα­στης δη­μο­σιο­γρα­φι­κής του δια­δρο­μής, το γε­γο­νός ό­τι έ­φυ­γε α­πό τη ζωή πάμ­φτω­χος.”  Τέ­λος, στο ει­σα­γω­γι­κό, α­ναγ­γέλ­λε­ται “ε­κτε­νής α­να­φο­ρά στη ζωή και το έρ­γο του”. 
Οι πα­ρα­πά­νω δια­τυ­πώ­σεις δεν εί­ναι πα­ρά με­γά­λα λό­για, που τα υ­πα­γο­ρεύουν οι τρέ­χου­σες νοο­τρο­πίες. Οι α­πα­ραί­τη­τες ε­παγ­γελ­μα­τι­κές ι­διό­τη­τες ε­νός δη­μο­σιο­γρά­φου, σύμ­φω­να και με τις βα­σι­κές αρ­χές δη­μο­σιο­γρα­φι­κής δε­ο­ντο­λο­γίας, το να εί­ναι έ­ντι­μος και α­δέ­κα­στος, α­να­γο­ρεύο­νται σή­με­ρα σε ύ­ψι­στες α­ρε­τές. Όσο για ε­κεί­νο το “πάμ­φτω­χος”, έ­χει κα­τα­ντή­σει δη­μο­σιο­γρα­φι­κό κλι­σέ, που χρη­σι­μο­ποιεί­ται α­δια­κρί­τως για ό­ποιον δεν έ­κα­νε πε­ριου­σία ως δη­μο­σιο­γρά­φος, ως πο­λι­τι­κός ή ο­τι­δή­πο­τε άλ­λο. Αν  άρ­ρω­στος ο Γα­βριη­λί­δης ζή­τη­σε να με­τα­φέ­ρουν το κρε­βά­τι του στα γρα­φεία της «Ακρό­πο­λης», ας μην νο­μί­σει κά­ποιος ση­με­ρι­νός ό­τι του εί­χαν κα­τα­σχέ­σει την οι­κία. Πάμ­φτω­χος δεν θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν, πα­ρά τα οι­κο­νο­μι­κά προ­βλή­μα­τα της ε­φη­με­ρί­δας του. Το ερ­γα­σιο­μα­νής ή το α­φο­σιω­μέ­νος μέ­χρις ε­σχά­των και πα­ρά τον καρ­κί­νο του ή­πα­τος στο έρ­γο του, θα α­πέ­δι­δε α­κρι­βέ­στε­ρα αυ­τόν τον “εκ­δό­τη-ε­πι­χει­ρη­μα­τία”. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός εκ­δό­της-ε­πι­χει­ρη­μα­τίας, καί­τοι α­κρι­βής για τη ση­με­ρι­νή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, η­χεί στη δι­κή του πε­ρί­πτω­ση  πα­ρά­ται­ρος, αν ό­χι και μειω­τι­κός.              
Όπως και να έ­χει, φρού­δες α­πο­δεί­χτη­καν οι ελ­πί­δες μας πε­ρί μνη­μό­νευ­σης του Κα­μπού­ρο­γλου. Ακό­μη και πριν α­πό το Ει­σα­γω­γι­κό του Ημε­ρο­λο­γίου, θα έ­πρε­πε να μας εί­χαν προϊδεά­σει οι ευ­χα­ρι­στίες του Μορ­φω­τι­κού προς την ι­στο­ρι­κό Γιού­λα Κου­τσο­πα­νά­γου, για τη συμ­βο­λή της. Σε ε­κεί­νο το πα­λαιό­τε­ρο δη­μο­σίευ­μά μας, α­να­φέ­ρα­με ως μία πρώ­τη έν­δει­ξη της α­φά­νειας, στην ο­ποία έ­χει πε­ρι­πέ­σει ο δη­μο­σιο­γρά­φος Κα­μπού­ρο­γλου, ο Ανα­δρο­μά­ρης, ό­πως ή­ταν το ψευ­δώ­νυ­μο της μα­κρο­βιό­τε­ρης στή­λης του, την α­που­σία σχε­τι­κού λήμ­μα­τος στην τε­τρά­το­μη «Εγκυ­κλο­παί­δεια του ελ­λη­νι­κού Τύ­που 1784-1974», που εκ­δό­θη­κε το 2008. Σε αυ­τήν, “υ­πεύ­θυ­νη έρ­γου”, ως α­να­γρά­φε­ται, ή­ταν η Κου­τσο­πα­νά­γου, που εί­ναι η “ε­πι­στη­μο­νι­κή υ­πεύ­θυ­νη” και στο Εργα­στή­ριο Τεκ­μη­ρίω­σης και Με­λέ­της του Ελλη­νι­κού Τύ­που του Πά­ντειου Πα­νε­πι­στη­μίου. Ο Κα­μπού­ρο­γλου εμ­φα­νί­ζε­ται α­δι­κη­μέ­νος α­κό­μη και στα λήμ­μα­τα των ε­ντύ­πων, στα ο­ποία ή­ταν για χρό­νια συ­νερ­γά­της. Δεν α­να­φέ­ρε­ται ο­νο­μα­στι­κά, α­πο­μέ­νο­ντας στο κα­τα­λη­κτι­κό “και άλ­λοι”. Μόνο στη «Διάπλαση των Παίδων» υπάρχει αναφορά, αλλά και εκεί δεν του αποδίδεται η τι­μή  του ευ­ρέ­τη του τίτ­λου και συ­νερ­γά­τη α­πό ι­δρύ­σεως του γνω­στού νε­α­νι­κού πε­ριο­δι­κού. Ανα­φέ­ρε­ται, βε­βαίως, στο λήμ­μα του πε­ριο­δι­κού «Εβδο­μάς», ως ο πρώ­τος εκ­δό­της του, αλ­λά τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του πε­ριο­δι­κού σε αυ­τήν την πρώ­τη πε­ρίο­δο σχο­λιά­ζο­νται μάλ­λον σαν α­δυ­να­μίες πα­ρά ως α­ρε­τές. Για το δεύ­τε­ρο πε­ριο­δι­κό που ε­ξέ­δω­σε, το «Δί­πυ­λον», δεν υ­πάρ­χει λήμ­μα, ού­τε καν α­να­φο­ρά. 
Αλλά και πέ­ρα α­πό τον Κα­μπού­ρο­γλου, μά­ταιες α­πο­δεί­χθη­καν οι υ­πο­σχέ­σεις για “διε­ξο­δι­κή πε­ρι­γρα­φή της δια­δρο­μής της Ε­ΣΗΕ­Α”. Μό­λις με­ρι­κές σε­λί­δες, που μάλ­λον προ­κα­λούν πα­ρά λύ­νουν α­πο­ρίες. Η πε­ρι­γρα­φή φαί­νε­ται να ε­ξαν­τλεί­ται με την α­να­φο­ρά νό­μων, προ­ε­δρι­κών δια­ταγ­μά­των και έ­τε­ρων δη­μο­σιο­γρα­φι­κών ε­νώ­σεων, με ε­πι­λε­κτι­κή μνεία του ρό­λου της σε πε­ριό­δους ε­θνι­κών δο­κι­μα­σιών. Ως προς τα πρό­σω­πα, οι α­να­φο­ρές εί­ναι γε­νι­κό­λο­γες. Δί­νε­ται μό­νο η πλη­ρο­φο­ρία πως με­τρά σε 100 χρό­νια 30 προέ­δρους, ό­που και κα­τα­γρά­φο­νται 30 ο­νό­μα­τα. Απο­ρία προ­κα­λεί η σει­ρά με την ο­ποία πα­ρα­τί­θε­νται, κα­θώς μέ­νει με­τέω­ρο το πό­τε προή­δρευ­σε έ­κα­στος. Για πα­ρά­δειγ­μα, με­τά τον πρώ­το πρό­ε­δρο Ιωάν­νη Κον­δυ­λά­κη, α­να­φέ­ρε­ται ο Σπύ­ρος Με­λάς,  που α­νέ­λα­βε πρό­ε­δρος το 1958, ε­νώ ο 14ος στη σει­ρά, ο Τί­μος Μω­ραϊτί­νης, α­νέ­λα­βε κα­θή­κο­ντα το 1938. Ίσως, λε­πτο­μέ­ρειες. Όσα, ό­μως, στοι­χεία δί­νο­νται, υ­πάρ­χουν στο λήμ­μα της ο­ποια­σδή­πο­τε ε­γκυ­κλο­παί­δειας. Η προ­σφυ­γή σε Εργα­στή­ριο Τεκ­μη­ρίω­σης και Με­λέ­της του Ελλη­νι­κού Τύ­που ά­φη­νε ελ­πί­δες για κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο. 
Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, α­φού, στις ό­λες κι ό­λες ε­πτά σε­λί­δες, που α­φιε­ρώ­θη­καν στην Ε­ΣΗΕ­Α, α­ξιο­λο­γή­θη­κε δι­σέ­λι­δο σα­λό­νι στον Πα­να­γιώ­τη Πα­τρί­κιο (α­ρι­στε­ρά, φω­το­γρα­φία, ό­που ει­κο­νί­ζε­ται να ξε­να­γεί Κ. Κα­ρα­μαν­λή και Απ. Κα­κλα­μά­νη στα Αρχεία της Ε­ΣΗΕ­Α και δε­ξιά, “μία μαρ­τυ­ρία του”), δεν θα χρεια­ζό­ταν και κά­ποια α­να­φο­ρά στο πρό­σω­πο, ε­κτός α­πό το ε­πι­γραμ­μα­τι­κό και ελ­λι­πές, “δη­μιουρ­γός της βι­βλιο­θή­κης της Ε­ΣΗΕ­Α”; Αλλά και η φω­το­γρα­φία εί­ναι χω­ρίς χρο­νο­λο­γία. Βε­βαίως, προσ­διο­ρί­ζε­ται πως αμ­φό­τε­ροι οι ει­κο­νι­ζό­με­νοι εί­ναι Πρό­ε­δροι, της Δη­μο­κρα­τίας και της Βου­λής α­ντί­στοι­χα. Σαν τε­στ μοιά­ζει. Μό­νο που η λύ­ση του δί­νει κο­ντά τριε­τία.  
Τε­λείως α­θε­τή­θη­κε και η έ­τε­ρη υ­πό­σχε­ση για “ε­κτε­νή α­να­φο­ρά στη ζωή και το έρ­γο του Γα­βριη­λί­δη”. Με­τά βίας τρεις σε­λί­δες. Οι δυο για την ε­φη­με­ρί­δα «Ακρό­πο­λις», με κα­τα­λό­γους των συ­νεκ­δι­δό­με­νων πε­ριο­δι­κών ε­ντύ­πων και των συ­νερ­γα­τών τους. Όπου, σε πρό­σθε­τη σε­λί­δα, πα­ρα­τί­θε­νται ει­κο­νί­δια εν­νέα εξ αυ­τών, με τη λε­ζά­ντα να α­να­φέ­ρει τον δεύ­τε­ρο στη ῾῾σει­ρά Αλέ­ξαν­δρο Μω­ραϊτί­δη ως Αλέ­ξαν­δρο Μω­ραΐτη. Πα­ρο­μοίως, ως έ­τος γεν­νή­σεως του Γα­βριη­λί­δη α­να­φέ­ρε­ται το 1849 α­ντί του 1848. Βε­βαίως, πρό­κει­ται για τυ­πο­γρα­φι­κά λά­θη, α­φού γρά­φο­νται ορ­θά σε άλ­λα ση­μεία του Ημε­ρο­λο­γίου. Δεν έ­χουν θέ­ση, ω­στό­σο, σε έ­να τό­σο μι­κρό σε έ­κτα­ση έρ­γο, με τό­σους φρο­ντι­στές. Κα­τά τα άλ­λα, κα­θώς πρό­κει­ται για συ­μπιε­σμέ­να ε­γκυ­κλο­παι­δι­κά λήμ­μα­τα, σε ο­ρι­σμέ­να ση­μεία κα­τα­λή­γουν δυσ­νό­η­τα. 
Με­γα­λύ­τε­ρη σύγ­χυ­ση προ­κα­λεί η δη­μο­σιο­γρα­φι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα του Γα­βριη­λί­δη στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη α­πό το 1868, που ε­πι­στρέ­φει α­πό τις σπου­δές του στην Λει­ψία, μέ­χρι το 1877, που διω­κό­με­νος κα­τα­φεύ­γει στην Ελλά­δα. Ανα­φέ­ρε­ται ό­τι “συμ­βάλ­λει φι­λο­λο­γι­κά στο πε­ριο­δι­κό «Επτά­λο­φος». Συ­ντά­κτης της ε­φη­με­ρί­δας «Ομό­νοια / Ομό­νοια και Νε­ο­λό­γος» (1862-1870) της Πό­λης και α­πό το 1870 διευ­θυ­ντής της.” Αν συμ­βου­λεύο­νταν την Εγκυ­κλο­παί­δεια Τύ­που, θα εί­χαν μία κα­θα­ρό­τε­ρη ει­κό­να, αν και ό­χι ορ­θή: “Πρω­το­εμ­φα­νί­ζε­ται ... με φι­λο­λο­γι­κές με­λέ­τες στο π. «Επτά­λο­φος». Συ­νεκ­δό­της της εφ. «Κων­στα­ντι­νού­πο­λις» (1867), α­να­λαμ­βά­νει αρ­γό­τε­ρα, το 1871, τη διεύ­θυν­ση της εφ. «Ομό­νοια» και εκ­δί­δει την εφ. «Με­ταρ­ρύθ­μι­σις».” Σύμ­φω­να με το λήμ­μα της εφ. «Ομό­νοια», α­να­λαμ­βά­νει τη διεύ­θυν­σή της το 1870, ε­νώ “το 1871 στα­μα­τά ο­ρι­στι­κά η έκ­δο­σή της”. Η α­συμ­βα­τό­τη­τα των πλη­ρο­φο­ριών, που δί­νο­νται στα διά­φο­ρα λήμ­μα­τα, συ­νι­στά βα­σι­κή α­δυ­να­μία της εν λό­γω Εγκυ­κλο­παί­δειας. Φαί­νε­ται ό­τι ο α­ντί­στοι­χος έ­λεγ­χος κρί­θη­κε πε­ριτ­τός. Όσο για τις ε­πι­μέ­ρους πλη­ρο­φο­ρίες, την α­να­φο­ρά στο 1867 και τη συ­νέ­νω­ση της «Ομό­νοιας» και του «Νε­ο­λό­γου» του Σταύ­ρου Βου­τυ­ρά, το μεν 1867 εί­ναι το έ­τος που το π. «Επτά­λο­φος», α­φού εκ­δό­θη­κε ως ε­φη­με­ρί­δα με την ί­δια ο­νο­μα­σία, με­το­νο­μά­στη­κε σε «Κων­στα­ντι­νού­πο­λις», η δε συ­νέ­νω­ση των δυο ε­φη­με­ρί­δων κρά­τη­σε μό­λις τρεις μή­νες του ι­δίου έ­τους. 
Πριν, ό­μως, δο­θούν ό­λες αυ­τές οι δη­μο­σιο­γρα­φι­κές με­τα­κι­νή­σεις του Γα­βριη­λί­δη, θα ή­ταν α­πα­ραί­τη­τη κά­ποια υ­πεν­θύ­μι­ση πως ο Τύ­πος της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης βρι­σκό­ταν τό­τε με­τα­ξύ Σκύλ­λας και Χά­ρυ­βδης. Από τη μία υ­πήρ­χαν οι Οθω­μα­νοί και α­πό την άλ­λη το Πα­τριαρ­χείο, τό­τε α­ντι­μέ­τω­πο με το Σχί­σμα της Βουλ­γα­ρι­κής Εκκλη­σίας. Όπως και να έ­χει, ο Γα­βριη­λί­δης ή­ταν στο ε­πι­τε­λείο του π. Επτά­λο­φος, με­τά στην ο­μώ­νυ­μη ε­φη­με­ρί­δα και στη συ­νέ­χεια, στην  ε­φη­με­ρί­δα «Κων­στα­ντού­πο­λις» μέ­χρι το 1870, που α­νέ­λα­βε την «Ομό­νοια». Επέ­στρε­ψε, με το κλεί­σι­μο της δεύ­τε­ρης, στην «Κων­στα­ντι­νού­πο­λις», που το 1873 με­το­νο­μά­στη­κε σε «Θρά­κη». Έφυ­γε ο­ρι­στι­κά το 1876, που ξε­κί­νη­σε τη δι­κή του ε­φη­με­ρί­δα, «Με­ταρ­ρύθ­μι­σις». Αυ­τά, πε­ρί Γα­βριη­λί­δη στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη.  
Στο Ημε­ρο­λό­γιο α­να­φέ­ρε­ται πως προ­το­μή του Γα­βριη­λί­δη “φι­λο­τέ­χνη­σε και δώ­ρι­σε στην Ε­ΣΗΕ­Α ο γλύ­πτης Μι­χαήλ Τό­μπρος”. Επ’ αυ­τού κα­μία άλ­λη διευ­κρί­νι­ση. Προ­το­μή του, πά­ντως, βρί­σκε­ται στην πλα­τεία Κλαυθ­μώ­νος, α­κρι­βώς α­πέ­να­ντι α­πό τα  πα­ρά­θυ­ρα της ε­φη­με­ρί­δας του. Έργο του Τό­μπρου, του 1935, στή­θη­κε έ­να χρό­νο αρ­γό­τε­ρα με πρω­το­βου­λία των Αχέ­πα. Και βε­βαίως, δεν εί­ναι η μο­να­δι­κή προ­το­μή δη­μο­σιο­γρά­φου στην Αθή­να, ό­πως δια­τεί­νο­νται ό­ψι­μοι α­θη­ναιο­γρά­φοι. Υπάρ­χουν, αν ό­χι και άλ­λων, του­λά­χι­στον πολ­λών α­πό ε­κεί­νους που φέ­ρουν τη δι­πλή ι­διό­τη­τα δη­μο­σιο­γρά­φου-λο­γο­τέ­χνη. Με­τα­ξύ αυ­τών, ο Κα­μπού­ρο­γλου. Η προ­το­μή στή­θη­κε ε­πί­σης το 1936, μό­νο που ο τι­μώ­με­νος ή­ταν πα­ρών. Έργο του γλύ­πτη Νι­κο­λά­ου Γεωρ­γα­ντή, δεν υ­στε­ρεί μό­νο αι­σθη­τι­κά, αλ­λά και ως προς τη θέ­ση που στή­θη­κε, στην πλα­τεία της Πλά­κας. Ωστό­σο α­φα­νής, εν μέ­σω τρα­πε­ζο­κα­θι­σμά­των, γλί­τω­σε τον βαν­δα­λι­σμό του γκρά­φι­τι.  Άτσα­λα μουτ­ζου­ρω­μέ­νη η προ­το­μή του Γα­βριη­λί­δη, ό­πως πα­ρα­πά­νω ο Πα­λα­μάς του Φα­λη­ρέα, στη γω­νία Ακα­δη­μίας και Ασκλη­πειού, κο­ντά και ε­κεί­νος στα αλ­λο­τι­νά πα­ρά­θυ­ρα της οι­κίας του. 
Συ­νο­ψί­ζο­ντας τις ε­ντυ­πώ­σεις μας α­πό το φυλ­λο­μέ­τρη­μα, θα α­να­μέ­να­με α­πό έ­να Ημε­ρο­λό­γιο ε­στια­σμέ­νο θε­μα­τι­κά, α­ντί­στοι­χα ε­πι­κε­ντρω­μέ­νη ει­κο­νο­γρά­φη­ση. Αντί αυ­τού, ει­κο­νο­γρα­φεί­ται με ποι­κί­λα θέ­μα­τα, κυ­ρίως με φω­το­γρα­φι­κά στιγ­μιό­τυ­πα α­νώ­νυ­μων α­να­γνω­στών ε­φη­με­ρί­δων, ο­ρι­σμέ­να ε­πι­φα­νών φω­το­γρά­φων, ό­πως Δ. Χα­ρι­σιά­δη, Β. Πα­παϊωάν­νου κ. α. Πά­ντως, πρω­τό­τυ­πες ει­κό­νες, ό­πως και κεί­με­να με πρω­το­φα­νέ­ρω­τες λε­πτο­μέ­ρειες, αν­τλη­μέ­νες α­πό τους αρ­χεια­κούς θη­σαυ­ρούς, α­που­σιά­ζουν. Όπως και να το δού­με, α­πό μία έ­νω­ση δη­μο­σιο­γρά­φων, που έ­χει στο δυ­να­μι­κό της, ό­χι μό­νο την α­φρό­κρε­μα της δη­μο­σιο­γρα­φίας, αλ­λά και με­γά­λο με­ρί­διο α­πό τους ε­πι­φα­νείς της λο­γο­τε­χνίας,  οι α­παι­τή­σεις εί­ναι υ­ψη­λές.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 9/3/2014.