Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

Οι φό­ροι και τα κόμ­μα­τα φέ­ραν αυ­τήν την κρί­ση

Αρκά­διος Λευ­κός
«Κρί­σις...» 
Εκδό­σεις Φαρ­φου­λάς
Δε­κέμ­βριος 2013

Η ση­με­ρι­νή κρί­ση θα μας κλη­ρο­δο­τή­σει αρ­κε­τά βι­βλία πε­ζο­γρα­φίας, ι­διαί­τε­ρα αν συ­νε­χι­στεί. Έτσι του­λά­χι­στον δεί­χνει η μέ­χρι σή­με­ρα συ­γκο­μι­δή, που δεν εί­ναι ευ­κα­τα­φρό­νη­τη. Το πό­σα α­πό αυ­τά θα σώ­ζο­νται με­τά με­ρι­κές δε­κα­ε­τίες θα ε­ξαρ­τη­θεί α­πό ποι­κί­λους πα­ρά­γο­ντες. Κυ­ρίως α­πό το πώς θα ε­ξε­λι­χθεί το εκ­δο­τι­κό το­πίο. Δεν α­πο­κλείε­ται, με την ε­πι­κρά­τη­ση του η­λεκ­τρο­νι­κού βι­βλίου, να μην εί­ναι πλέ­ον α­να­γκαία η πολ­το­ποίη­ση σχε­τι­κά πρό­σφα­των εκ­δό­σεων. Φαί­νε­ται, πά­ντως, α­πί­θα­νο να ε­πι­βιώ­σουν βι­βλία κο­ντά μα­θου­σά­λες, πλην πι­θα­νώς ο­ρι­σμέ­νων συγ­γρα­φέων που στο εν­διά­με­σο θα έ­χουν α­πο­τι­μη­θεί ως υ­ψη­λά α­να­στή­μα­τα. Αντι­θέ­τως, οι συν­θή­κες του Με­σο­πο­λέ­μου ή­ταν ευ­νοϊκό­τε­ρες. Μπο­ρεί να εκ­δί­δο­νταν λι­γό­τε­ρα βι­βλία, αλ­λά η τύ­χη τους ή­ταν κα­λύ­τε­ρη. Τό­τε, τα σπί­τια εί­χαν βι­βλιο­θή­κες. Άλλω­στε, η διά­λυ­σή τους ή­ταν αυ­τή που έ­φε­ρε με­τα­πο­λι­τευ­τι­κά το πο­λύ­τι­μο α­πο­θε­μα­τι­κό των πα­λαιο­βι­βλιο­πω­λείων. Το πι­θα­νό­τε­ρο, χά­ρις σε κά­ποια με­σο­πο­λε­μι­κή βι­βλιο­θή­κη, να δια­σώ­θη­κε το μυ­θι­στό­ρη­μα του Αρκά­διου Λευ­κού, που εκ­δό­θη­κε πριν α­πό 80 χρό­νια.  Αν και οι πε­ρισ­σό­τε­ρες χά­ρι­τες ο­φεί­λο­νται στις εκ­δό­σεις Φαρ­φου­λάς, που α­πο­δει­κνύουν ό­τι δεν διά­λε­ξαν προς ε­ντυ­πω­σια­σμό την ο­νο­μα­σία τους. Με σή­μα κα­τα­τε­θέν τίτ­λο α­πό διή­γη­μα του Δη­μο­σθέ­νη Βου­τυ­ρά, στρέ­φο­νται προς την πα­λαιό­τε­ρη ξέ­νη αλ­λά και ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία, με εν­δια­φέ­ρου­σες ό­σο και α­ντιε­μπο­ρι­κές ε­πι­λο­γές, συ­μπλη­ρώ­νο­ντας αι­σίως σε δυο μή­νες δω­δε­κά­χρο­νη πα­ρου­σία.
Να ση­μειώ­σου­με, ω­στό­σο, ό­τι η νε­κρα­νά­στα­ση αυ­τού του πο­λύ­τι­μου κα­τά­λοι­που α­πό την εκ­δο­τι­κή σο­δειά του 1934 δεν έ­γι­νε σε τυ­πο­γρα­φείο, αλ­λά σε έ­να θε­α­τρά­κι α­πό ε­κεί­να στα ο­ποία χτυ­πά η καρ­διά της χει­μα­ζό­με­νης αλ­λά πά­ντα θε­α­τρό­φι­λης Αθή­νας. Με άλ­λα λό­για, της ε­πα­νέκ­δο­σης προ­η­γή­θη­κε η θε­α­τρι­κή δια­σκευή α­πό τον Αντώ­νη Πα­παϊωάν­νου. Στην πα­ρά­στα­ση, τη σκλη­ρή γύ­μνια του λό­γου γλύ­κα­νε, δια φω­νής και μπου­ζου­κιού Θα­νά­ση Βα­λά­σκα, το τρα­γού­δι «Η Κρί­σης» του Σα­μιώ­τη ρε­μπέ­τη Κώ­στα Ρού­κου­να, που α­πο­δί­δει ε­πα­κρι­βώς και τα ση­με­ρι­νά δει­νά: “Οι φό­ροι και τα κόμ­μα­τα φέ­ραν αυ­τήν την κρί­ση / που κά­να­νε τον άν­θρω­πο να μη μπο­ρεί να ζή­σει. // Κι ό­λο τη φτώ­χια πο­λε­μά για να την α­δι­κή­σει / να βγά­λει το ψω­μά­κι του το σπί­τι του να ζή­σει...” Συ­μπτω­μα­τι­κά, ο Ρού­κου­νας και ο μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος Λευ­κός, ό­χι μό­νο εί­ναι σχε­δόν συ­νο­μή­λι­κοι, του 1903 ο πρώ­τος του 1905 ο δεύ­τε­ρος, αλ­λά και α­πε­βίω­σαν με με­ρι­κών μη­νών α­πό­στα­ση, 11.3.1984 και 2.8.1983 α­ντί­στοι­χα.
Για την Ιστο­ρία να α­να­φέ­ρου­με, πως ο μο­νο­λε­κτι­κός τίτ­λος “κρί­σις”, στα κα­θ’ η­μάς, πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε ως τίτ­λος θε­α­τρι­κού έρ­γου. Ένα δρά­μα, που πο­τέ δεν α­νέ­βη­κε στη σκη­νή, πα­ρά μό­νο δια­βά­στη­κε στο Λασ­σά­νειο Δια­γω­νι­σμό, έρ­γο του ι­στο­ρι­κού Σπυ­ρί­δω­να Λά­μπρου. Όσο α­φο­ρά το χώ­ρο της πε­ζο­γρα­φίας, το πι­θα­νό­τε­ρο εί­ναι να πρό­κει­ται για το μό­νο ελ­λη­νι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα με αυ­τόν τον τίτ­λο. Εκτός ελ­λα­δι­κών συ­νό­ρων, υ­πάρ­χει έ­να αγ­γλι­κό μπε­στ σέλ­λε­ρ, έκ­δο­ση του 1901, του γνω­στού πα­λαιό­τε­ρα μυ­θι­στο­ριο­γρά­φου Γουίν­στον Τσώρ­τσι­λ, που σβή­στη­κε α­πό τις δέλ­τους της Ιστο­ρίας λό­γω συ­νω­νυ­μίας με τον Βρε­τα­νό πο­λι­τι­κό. Το «Crisis» του Τσώρ­τσιλ δεν α­να­φέ­ρε­ται σε κά­ποια κρί­ση των αρ­χών του 20ου αιώ­να, αλ­λά στον α­με­ρι­κα­νι­κό εμ­φύ­λιο. Αντιθέτως, για το ελληνικό μυθιστόρημα «Κρίσις.. », αφορμή στά­θη­κε η οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση του 1929. Το οι­κο­νο­μι­κό κραχ συ­νέ­βη μεν Οκτώ­βριο 1929 στη Νέα Υόρ­κη, αλ­λά οι με­γά­λες ε­πι­πτώ­σεις στην ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία ήλ­θαν δυο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Τον Σε­πτέμ­βριο του 1931, ό­ταν η Αγγλία ε­γκα­τέ­λει­ψε τον κα­νό­να του χρυ­σού και η δραχ­μή έ­γι­νε κα­ρυ­δό­τσου­φλο στην πλη­θω­ρι­στι­κή κα­ται­γί­δα. 
Το μυ­θι­στό­ρη­μα θα πρέ­πει να γρά­φτη­κε στους πρώ­τους μή­νες του 1932, πυ­ρο­δο­τού­με­νο α­πό τις οι­κο­νο­μι­κές δυ­σχέ­ρειες ε­κεί­νου του χει­μώ­να. Όταν εκ­δό­θη­κε, εν­θου­σία­σε και λό­γω του ε­πι­και­ρι­κού του χα­ρα­κτή­ρα. Οι κρι­τι­κοί της ε­πο­χής το ε­παί­νε­σαν για τη ζω­ντά­νια της α­φή­γη­σης, που δη­μιουρ­γεί την ε­ντύ­πω­ση μίας α­πό πρώ­το χέ­ρι μαρ­τυ­ρίας της κοι­νω­νι­κής ε­ξα­θλίω­σης. Κρά­τη­σαν, ό­μως, ε­πι­φυ­λά­ξεις, ση­μειώ­νο­ντας συγ­γρα­φι­κές α­δυ­να­μίες ή και “τε­χνι­κές ε­λατ­τω­μα­τι­κό­τη­τες”, κα­τά τη δια­τύ­πω­ση του Άλκη Θρύ­λου, τις ο­ποίες  α­πέ­δω­σαν στην α­πει­ρία και τη νεό­τη­τα του συγ­γρα­φέα. Κα­τ’ α­ντι­στοι­χία, η τω­ρι­νή ε­πα­νεμ­φά­νι­σή του, τό­σο η θε­α­τρι­κή ό­σο και η εκ­δο­τι­κή, προέ­κυ­ψε λό­γω της τρέ­χου­σας κρί­σης, που κα­θο­ρί­ζει προ­σώ­ρας κα­τά α­πο­κλει­στι­κό τρό­πο την ε­πι­και­ρό­τη­τά μας. Το εν­δια­φέ­ρον, ό­μως, εί­ναι ό­τι σή­με­ρα, τα ό­ποια υ­φο­λο­γι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά εί­χαν ε­κλη­φθεί ως α­δυ­να­μίες δεν κα­τα­με­τρού­νται πλέ­ον σαν ε­λατ­τώ­μα­τα ή α­τέ­λειες.
Αυ­τός ο μο­νό­λο­γος, που δεν εί­ναι α­κρι­βώς μο­νό­λο­γος ε­νός μό­νου αν­θρώ­που, αλ­λά μα­κρύς και συ­νε­χής λό­γος, τη πα­ρου­σία ε­νός βω­βού συ­νο­μι­λη­τή, προς τον ο­ποίο κα­τά δια­στή­μα­τα α­πευ­θύ­νε­ται, μας εί­ναι γνώ­ρι­μος. Πα­ρό­μοιοι μο­νό­λο­γοι, με υ­πο­τυ­πώ­δη πλο­κή και πα­ρα­τα­κτι­κή σύν­δε­ση συμ­βά­ντων και σκέ­ψεων, με ε­πα­να­λή­ψεις και θυ­μι­κές ε­κρή­ξεις, συ­να­κό­λου­θα  με “πλη­θώ­ρα ση­μείων στί­ξεως”, α­πα­ντώ­νται στη λε­γό­με­νη λο­γο­τε­χνία ντο­κου­μέ­ντου. Λο­γο­τε­χνι­κό εί­δος, που, λό­γω κρί­σης, γνω­ρί­ζει τε­λευ­ταία άν­θι­ση. Οι ση­με­ρι­νοί συγ­γρα­φείς, ι­διαί­τε­ρα οι νεό­τε­ροι, που εί­ναι η­λι­κια­κά κο­ντά στον συγ­γρα­φέα του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, τρια­ντά­ρη την ε­πο­χή που το έ­γρα­φε, μη έ­χο­ντας βιω­μα­τι­κό α­πό­θε­μα α­πό στε­ρή­σεις και κα­κου­χίες, συλ­λέ­γουν μαρ­τυ­ρίες. Με δη­μο­σιο­γρα­φι­κό ε­ξο­πλι­σμό, του­τέ­στιν μα­γνη­το­φω­νά­κι και κι­νη­τό-φω­το­γρα­φι­κή μη­χα­νή - ό­λα δια­κρι­τι­κά, “pour ne pas excitez la curiosite du public” - α­να­ζη­τούν τους α­θλίους της πό­λης, σε Αθή­να ή Θεσ­σα­λο­νί­κη. Κά­ποιοι εξ αυ­τών, φθά­νουν και στα δι­κα­στή­ρια για προ­σβο­λή προ­σω­πι­κών δε­δο­μέ­νων, ό­που προ­βάλ­λουν το α­κα­τα­μά­χη­το ε­πι­χεί­ρη­μα της λο­γο­τε­χνι­κό­τη­τας, κο­μί­ζο­ντας ως α­πο­δει­κτι­κά στοι­χεία βι­βλιο­πα­ρου­σιά­σεις έ­γκρι­των κρι­τι­κών.  
Η υ­φο­λο­γι­κή ο­μοιό­τη­τα του μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού μο­νο­λό­γου με τις ση­με­ρι­νές οιο­νεί ή τωό­ντι μαρ­τυ­ρίες ο­φεί­λε­ται στο ό­τι ο Λευ­κός δεν εί­χε α­νά­γκη τις α­φη­γή­σεις τρί­των για να α­νι­στο­ρή­σει τα βά­σα­νά τους, κα­θώς α­νή­κε στους δει­νο­πα­θού­ντες ε­κεί­νης της κρί­σης. Το πι­θα­νό­τε­ρο, την ε­πο­χή της κρί­σης, ή­ταν ο ί­διος έ­κτα­κτος δη­μό­σιος υ­πάλ­λη­λος, με γλί­σχρο μι­σθό, μό­λις έ­να χρό­νο πα­ντρε­μέ­νος και με βρέ­φος. Ή, μπο­ρεί α­κό­μη, ό­ταν ξε­κι­νά­ει να γρά­φει, να εί­χε μό­λις α­πο­λυ­θεί. Κά­τι πα­ρό­μοιο τεκ­μαί­ρε­ται α­πό τη δη­μο­σίευ­ση μίας πρώ­της μορ­φής του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, σε συ­νέ­χειες στη Νέα Εστία, το 1932. Ο Ξε­νό­που­λος, στη δια­φη­μι­στι­κή βι­νιέ­τα, χα­ρα­κτη­ρί­ζει ε­κεί­νο το πρώ­το κεί­με­νο νου­βέ­λα, πι­θα­νώς λό­γω μι­κρής έ­κτα­σης, α­φού ο­λο­κλη­ρώ­θη­κε σε έ­ξη τεύ­χη. Ενδει­κτι­κός και ο αρ­χι­κός τίτ­λος, «Σε πό­λε­μο με τον ε­αυ­τό μου». Εκεί, ο συγ­γρα­φέ­ας υ­πο­γρά­φει με το ψευ­δώ­νυ­μο Αρκά­διος. Ο Ρε­θυ­μνιώ­της Κων­στα­ντί­νος Κω­στου­λά­κης θα πρέ­πει να κα­τέ­λη­ξε στο πλή­ρες ψευ­δώ­νυ­μο Αρκά­διος Λευ­κός μέ­σα στο 1933. Όπως προσ­διο­ρί­ζει ο Θω­μάς Γκόρ­πας, εί­χε γεν­νη­θεί στην Κρή­τη, αλ­λά κα­τα­γό­ταν α­πό τη Μεσ­σή­νη.           
Ο αυ­το­βιο­γρα­φι­κός χα­ρα­κτή­ρας φαί­νε­ται και α­πό τα ε­πό­με­να βι­βλία του, κα­θώς εμ­μέ­νει στον ί­διο τύ­πο βα­σι­κού ή­ρωα. Σύμ­φω­να με την πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, ο ή­ρωάς του δια­πνέε­ται α­πό με­γα­λε­πή­βο­λα ο­ρά­μα­τα, βλέ­πο­ντας τον ε­αυ­τό του στο ρό­λο του “α­να­μορ­φω­τή της αν­θρω­πό­τη­τας”. Στην τε­λι­κή μορ­φή, αυ­τά μό­λις που α­να­φέ­ρο­νται, ως τρε­λές ι­δέες των εί­κο­σι χρό­νων. Ωστό­σο, έ­νας με­γα­λο­φυής, που σχε­διά­ζει μια ου­το­πία, με στό­χο την “ευ­τυ­χία της Ανθρω­πό­τη­τας”, α­πο­τε­λεί το κε­ντρι­κό πρό­σω­πο στο δεύ­τε­ρο μυ­θι­στό­ρη­μά του, «Κί­τρι­νο και γα­λά­ζιο», που εκ­δό­θη­κε το 1953. Πα­ρό­μοιες φι­λο­δο­ξίες εί­χε και ο ί­διος ο συγ­γρα­φέ­ας, σύμ­φω­να με τον συμ­μα­θη­τή του στην τε­λευ­ταία τά­ξη του Γυ­μνα­σίου Γιώρ­γο Βα­φό­που­λο.
Οι αλ­λα­γές α­πό την πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση στο βι­βλίο εί­ναι ου­σια­στι­κές. Η έ­κτα­ση υ­περ­δι­πλα­σιά­ζε­ται, η πλο­κή ε­μπλου­τί­ζε­ται και ό­πως δεί­χνει η αλ­λα­γή τίτ­λου, ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στην κρί­ση. Αντί­στοι­χα, δια­φο­ρο­ποιεί­ται ο χα­ρα­κτή­ρας του ή­ρωα. Από ευαί­σθη­τος αι­θε­ρο­βά­μων, με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε έ­ναν ορ­γι­σμέ­νο κυ­νι­κό, που α­πο­κα­λύ­πτει μύ­χιες ε­πι­θυ­μίες, δια­θέ­σεις και σκέ­ψεις, χω­ρίς η­θι­κούς φραγ­μούς. Ο συγ­γρα­φέ­ας πα­ρα­με­ρί­ζει τη αρ­χι­κή, στρω­τή α­φή­γη­ση, υιο­θε­τώ­ντας τους τρό­πους του λί­βε­λου ε­να­ντίον της ευη­με­ρού­σης κοι­νω­νίας. Χρη­σι­μο­ποιεί πλε­ο­να­στι­κά λε­κτι­κά σχή­μα­τα, ό­που οι πε­ρι­γρα­φές κα­τα­στά­σεων και συμ­βά­ντων σπρώ­χνο­νται, με υ­περ­βο­λι­κές δια­τυ­πώ­σεις, στα ά­κρα. Εντυ­πω­σια­κές εί­ναι οι α­ντι­στοι­χή­σεις που μπο­ρούν να γί­νουν, α­νά­με­σα στον ή­ρωα και τους πα­γι­δευ­μέ­νους στη ση­με­ρι­νή κρί­ση. Η δια­φο­ρά φαί­νε­ται να εί­ναι μό­νο θέ­μα με­γε­θών. Τον πα­λαιό­τε­ρο τον κυ­νη­γούν οι μα­γα­ζά­το­ρες της γει­το­νιάς, με κυ­ρίαρ­χο τον μπα­κά­λη. Τον ση­με­ρι­νό οι τρά­πε­ζες. Ο μπα­κά­λης γρά­φει στο τε­φτέ­ρι. Σε πε­ρί­πτω­ση κα­θυ­στέ­ρη­σης, δεν κό­βει τα δα­νει­κά, αλ­λά πα­ρε­νο­χλεί. Εκεί­νος με το μπα­κα­λό­παι­δο, οι τρά­πε­ζες με τις εισ­πρα­κτι­κές ε­ται­ρείες. Ο ή­ρωας βρί­σκει τρό­πους δια­φυ­γής. Δα­νεί­ζε­ται α­πό πε­ρισ­σό­τε­ρους του ε­νός μπα­κά­λη­δες, με εγ­γύη­ση το ε­πό­με­νο μη­νιά­τι­κο. Σή­με­ρα, δα­νεί­ζε­ται κα­νείς α­πό δυο - τρεις τρά­πε­ζες, με υ­πο­θή­κη έ­να και το αυ­τό σπί­τι.
Ο ή­ρωας του Λευ­κού πριν την κρί­ση εί­χε πνευ­μα­τι­κές α­νη­συ­χίες. Ανή­κε στη μι­κρή, αλ­λά υ­πάρ­χου­σα, α­πό τό­τε μέ­χρι σή­με­ρα, μειο­ψη­φία ε­κεί­νων που δεν θέ­λουν να βο­λευ­τούν στο Δη­μό­σιο, για να μπο­ρέ­σουν να πραγ­μα­το­ποιή­σουν κά­ποια φι­λό­δο­ξα σχέ­δια. Κι ό­μως, ό­ταν δεν έ­χει δεύ­τε­ρο ρού­χο να αλ­λά­ξει, ό­ταν κυ­κλο­φο­ρεί με μπα­λω­μέ­νο πα­ντε­λό­νι και τρύ­πια πα­πού­τσια, ό­ταν μέ­νει πει­να­σμέ­νος, οι πνευ­μα­τι­κές α­νη­συ­χίες ε­ξα­τμί­ζο­νται. Απο­μέ­νει η ορ­γή, που στρέ­φε­ται ε­νά­ντια στο σύ­στη­μα, με φθό­νο για τον πο­δε­μέ­νο και χορ­τά­το. Ενώ το έν­στι­κτο της ε­πι­βίω­σης κερ­δί­ζει συ­νε­χώς έ­δα­φος. Πα­ρου­σιά­ζει εν­δια­φέ­ρον η κρι­τι­κή του Πέ­τρου Χά­ρη, το 1935, που υ­πο­δει­κνύει στον συγ­γρα­φέα διορ­θώ­σεις του μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα: “Μέ­νου­με με την ε­ντύ­πω­ση ό­τι έ­πρε­πε να εί­ναι λι­γό­τε­ρο δυ­στυ­χής. Εί­χε έ­ναν κό­σμο, - τον ε­σω­τε­ρι­κό του κό­σμο, - που μπο­ρού­σε να γί­νει κα­τα­φύ­γιο”, σχο­λιά­ζει. Εδώ μάλ­λον ται­ριά­ζει η λαϊκή ρή­ση, “έ­ξω α­πό το χο­ρό πολ­λά τρα­γού­δια λες”.
Το μυ­θι­στό­ρη­μα χω­ρί­ζε­ται σε 25 κε­φά­λαια. Ως τίτ­λος στο πρώ­το, πά­νω α­πό την α­ρίθ­μη­ση, υ­πάρ­χει, ε­ντός πα­ρεν­θέ­σεως, η διευ­κρι­νι­στι­κή φρά­ση, “Ση­μειώ­μα­τα απ’ τη ζωή του Σταυ­ρου Σ...” Σε αυ­τά, πα­ρά τον φαι­νο­με­νι­κά ά­ναρ­χο ε­ξο­μο­λο­γη­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα της α­φή­γη­σης, πα­ρου­σιά­ζε­ται συ­στη­μα­τι­κά η κα­τά­στα­ση του δει­νο­πα­θού­ντος και τα κρα­τή­μα­τά του. Αυ­τός εί­ναι έ­νας τρό­πος να σαρ­κά­σει τη στά­ση των γύ­ρω του μέ­χρι και της Εκκλη­σίας. Πα­ρά τις με­γά­λες κοι­νω­νι­κές αλ­λα­γές, που μας χω­ρί­ζουν α­πό τον πε­ρί­γυ­ρο του Λευ­κού, οι νοο­τρο­πίες πα­ρα­μέ­νουν σχε­δόν ί­διες. Πα­ρά­δειγ­μα, το πώς α­ντι­με­τω­πί­ζουν τον δυ­στυ­χή οι έ­χο­ντες, κα­θώς προ­σποιού­νται τους πλη­γέ­ντες α­πό την κρί­ση, ώ­στε να μην τον συν­δρά­μουν. Εκεί που φαί­νε­ται να στα­μα­τούν οι α­να­λο­γίες εί­ναι στον σε­ξουα­λι­κό το­μέα. Παραδόξως, από αυτόν ξεκινούν οι η­θι­κής φύ­σεως εκ­τρο­πές του ή­ρωα και ό­χι α­πό την φτώ­χειά του. “Κά­νει κρα το μά­τι του για γυ­ναί­κα”. “Έχει γυ­ναί­κα με πα­πά και με κου­μπά­ρο, αλ­λά δεν του κά­θε­ται”. Απηρ­χαιω­μέ­νες φρά­σεις, που α­φο­ρού­σαν κά­ποιες κα­τα­στά­σεις, σή­με­ρα ε­ντε­λώς πα­ρω­χη­μέ­νες. Από την άλ­λη, τα ή­θη μπο­ρεί να άλ­λα­ξαν, οι κοινωνικές, όμως, αντιλήψεις καλ­λιερ­γούν ί­διας κλί­μα­κας φραγ­μούς.
Ο Γκόρ­πας χα­ρα­κτη­ρί­ζει το μυ­θι­στό­ρη­μα του Λευ­κού “μαύ­ρο α­φή­γη­μα”. Στον δεύτερο τόμο της αν­θο­λο­γίας του («Πε­ρι­πε­τειώ­δες κοι­νω­νι­κό και μαύ­ρο α­φή­γη­μα»), ε­πι­λέ­γει να αν­θο­λο­γή­σει τις σκη­νές, στις ο­ποίες πε­ρι­γρά­φο­νται οι ε­ρω­τι­κές πα­ρα­σπον­δίες του ή­ρωα. Σε α­ντί­θε­ση με τους κρι­τι­κούς, οι ο­ποίοι, ε­νώ σχο­λιά­ζουν ε­κτε­νώς το μυ­θι­στό­ρη­μα, ου­δό­λως α­να­φέ­ρο­νται στα ε­λευ­θε­ριά­ζο­ντα στοι­χεία της α­φή­γη­σης. Σχε­τι­κά με αυ­τήν την πτυ­χή του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, θα πα­ρου­σία­ζε εν­δια­φέ­ρον να γνω­ρί­ζα­με τις αλ­λα­γές, που ε­πέ­φε­ρε ο συγ­γρα­φέ­ας στις δυο ε­πα­νεκ­δό­σεις. Η δεύ­τε­ρη του 1956 φέ­ρει τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό “ξα­να­πλα­σμέ­νη”, ε­νώ η τρί­τη του 1972 α­να­πα­ρα­γά­γει τη δεύ­τε­ρη. 
Στην πρό­σφα­τη ε­πα­νέκ­δο­ση, σε υ­πο­σε­λί­δια ση­μείω­ση, α­να­φέ­ρε­ται “ό­τι έ­γι­νε με βά­ση την πρώ­τη έκ­δο­ση, λαμ­βά­νο­ντας υπ’ ό­ψη και στοι­χεία της δεύ­τε­ρης”. Η δια­τύ­πω­ση εί­ναι α­νε­παρ­κής. Στα συ­γκε­κρι­μέ­να ση­μεία, ό­που έ­γι­ναν δια­φο­ρο­ποιή­σεις με βά­ση τη δεύ­τε­ρη έκ­δο­ση, χρειά­ζο­νται υ­πο­ση­μειώ­σεις. Δεν πρό­κει­ται βέ­βαια για φι­λο­λο­γι­κή έκ­δο­ση, αλ­λά το ό­ποιο “ξα­να­πλά­σι­μο” συ­νι­στά δο­μι­κό στοι­χείο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Μία κα­λή ι­δέα θα ή­ταν η έκ­δο­ση ε­νός με­τα­γε­νέ­στε­ρου μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Λευ­κού, «Δαί­μο­νες και σταυ­ροί», ε­πί­σης ε­πί­και­ρου, κα­θώς προέ­κυ­ψε α­πό τον δη­μο­σιοϋπαλ­λη­λι­κό βίο του. Ας μην μας πτοούν οι αυ­στη­ρές α­πο­τι­μή­σεις των με­τα­πο­λε­μι­κών κρι­τι­κών πως “οι Σταύ­ροι Σ. σή­με­ρα φαί­νο­νται α­κό­μη πιο πα­θο­λο­γι­κοί και α­πί­θα­νοι” ή, α­κό­μη, των με­τα­πο­λι­τευ­τι­κών ό­τι ο ή­ρωας του Λευ­κού “αγ­γί­ζει τα ό­ρια της πα­θο­λο­γίας”. Σή­με­ρα, το με­γα­λύ­τε­ρο πο­σο­στό της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νίας αγ­γί­ζει, αν δεν άγ­γι­ξε κιό­λας, τα ό­ρια της πα­θο­λο­γίας.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 23/3/2014