Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

Ηττημένος της ζωής

Γ. Μ. Βι­ζυη­νός
«Άπα­ντα τα διη­γή­μα­τα»
Σχό­λια: 
Ήρκου και Στά­ντη Ρ. Απο­στο­λί­δη
Εκδ. Τα Νέα Ελλη­νι­κά
Οκτώ­βριος 2013

Μέ­σα στο πε­ρα­σμέ­νο φθι­νό­πω­ρο εκ­δό­θη­καν δυο βι­βλία για τον Βι­ζυη­νό, που θα χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νταν, α­πό δια­φο­ρε­τι­κές α­πό­ψεις, ση­μα­ντι­κά. Το πρώ­το, για­τί α­πο­κα­θι­στά φι­λο­λο­γι­κά το έρ­γο του, που δεν εί­χε μέ­χρι σή­με­ρα τις κα­λύ­τε­ρες τύ­χες. Ενώ, το δεύ­τε­ρο (Γ. Μ. Βι­ζυη­νός «Στους δρό­μους της λο­γιο­σύ­νης», Φι­λο­λο­γι­κή ε­πι­μέ­λεια Παν. Μουλ­λάς), που θα μας α­πα­σχο­λή­σει προ­σε­χώς, έρ­χε­ται να ο­λο­κλη­ρώ­σει την έκ­δο­ση του μη λο­γο­τε­χνι­κού, ε­πι­στη­μο­νι­κού έρ­γου του. Μέ­νει ζη­τού­με­νο κα­τά πό­σο οι πρό­σφα­τες εκ­δό­σεις δη­λώ­νουν α­να­νεω­μέ­νο εν­δια­φέ­ρον για τον Βι­ζυη­νό ή πρό­κει­ται πε­ρί συ­μπτώ­σεως. Ίσως και τα δυο, συν τις ε­πε­τεια­κές α­φορ­μές, τις πρώην και τις ε­πό­με­νες, αλ­λά και τις λαν­θά­νου­σες. Μία πρώην ή­ταν η συ­μπλή­ρω­ση, το 2009, 160 χρό­νων α­πό τη γέν­νη­σή του. Στις 30-31 Μαΐ. 2009, διορ­γα­νώ­θη­κε α­πό το Δη­μο­κρί­τειο Πα­νε­πι­στή­μιο Θρά­κης Διη­με­ρί­δα, με τίτ­λο, «Το εύ­ρος του έρ­γου του Γεωρ­γίου Βι­ζυη­νού. Πα­λαιό­τε­ρες α­να­γνώ­σεις και νέες προ­σεγ­γί­σεις». Ακο­λού­θη­σε η έκ­δο­ση των Πρα­κτι­κών, που, ό­πως πά­ντα με κα­θυ­στέ­ρη­ση, κυ­κλο­φό­ρη­σαν Μάρ. 2012. Η ε­πό­με­νη ε­πέ­τειος εί­ναι αυ­τή του 2016, που συ­μπλη­ρώ­νο­νται 120 χρό­νια α­πό το θά­να­τό του, για την ο­ποία έ­χουν ή­δη αρ­χί­σει σχε­δια­σμοί ε­πί χάρ­του.
Στις λαν­θά­νου­σες ε­πε­τεια­κές α­φορ­μές, θα μπο­ρού­σα­με να α­πο­δώ­σου­με το πρώ­το α­πό τα δυο βι­βλία. Συ­νε­πείς ο Ήρκος και ο Στά­ντης Απο­στο­λί­δης, “οι δυο Απο­στο­λί­δη­δες” ό­πως υ­πο­γρά­φουν, το εί­χαν έ­τοι­μο α­πό το φθι­νό­πω­ρο για την ι­διαί­τε­ρα προ­σφι­λή σε αυ­τούς δι­πλή ε­πέ­τειο του 2014. Εφέ­τος συ­μπλη­ρώ­νο­νται 90 χρό­νια α­πό τη γέν­νη­ση και 10 α­πό το θά­να­το του Ρέ­νου Απο­στο­λί­δη. Για ό­σους γο­η­τεύουν οι συ­μπτώ­σεις, ο Ρέ­νος α­πώ­λε­σε για ο­κτώ ε­πι­πλέ­ον η­μέ­ρες ύ­παρ­ξης την κα­βά­φεια τύ­χη σύ­μπτω­σης η­με­ρο­μη­νίας γέν­νη­σης και θα­νά­του. Γεν­νή­θη­κε 2 Μαρ. 1924 και α­πε­βίω­σε 10 Μαρ. 2004. Παι­δί της Άνοι­ξης ό­πως και ο Βι­ζυη­νός αλ­λά πιο τυ­χε­ρός α­κό­μη και στο θά­να­το. Οξύ ε­γκε­φα­λι­κό ε­πει­σό­διο, μια κι έ­ξω, σε α­ντί­θε­ση με το αρ­γό ρο­κά­νι­σμα μιας τε­τρα­ε­τίας του Βι­ζυη­νού. Ο Θρα­κιώ­της φέ­ρε­ται γεν­νη­μέ­νος 8 Μαρ., η­μέ­ρα Δευ­τέ­ρα, για ε­μάς σή­με­ρα η­μέ­ρα των γυ­ναι­κών, που οι μαρ­τυ­ρίες θέ­λουν πο­λύ να τον α­πα­σχό­λη­σαν και πά­ντο­τε βα­σα­νι­στι­κά. Μέ­χρι που συ­νέ­τει­ναν στο τέ­λος του^ 13 Απρ. 1892 ε­γκλει­σμός στο Δρο­μο­καΐτειο, 15 Απρ., η­μέ­ρα Κυ­ρια­κή, θά­να­τος.
Συ­μπτω­μα­τι­κά, και η πρώ­τη εμ­φά­νι­ση του Βι­ζυη­νού ως πε­ζο­γρά­φου συ­ντε­λέ­στη­κε ά­νοι­ξη. Όχι, όμως, μήνα Απρίλιο, όπως συνήθως μνημονεύεται, αλλά Μάρτιο. Αυ­τή η πρώ­τη εμ­φά­νι­ση έ­γι­νε με τη δη­μο­σίευ­ση του διη­γή­μα­τος «Το α­μάρ­τη­μα της μη­τρός μου» στο πα­ρι­σι­νό πε­ριο­δι­κό «Nouvelle Revue» στο τεύ­χος Μαρ. - Απρ. Πό­τε, ό­μως, κυ­κλο­φό­ρη­σε το εν λό­γω δι­μη­νιαίο τεύ­χος; Ο Βι­ζυη­νός, σε ε­πι­στο­λή του προς τον Βι­κέ­λα α­πό το Λον­δί­νο με η­με­ρο­μη­νία 24.3.83, α­νη­συ­χεί μην και το τεύ­χος κυ­κλο­φο­ρή­σει με­τά τα μέ­σα Απρι­λίου. Σύμ­φω­να με πα­ρα­πο­μπή του Παν. Μουλ­λά, κυ­κλο­φό­ρη­σε την Πρω­τα­πρι­λιά, α­ντι­θέ­τως ο Βαγ. Αθα­να­σό­που­λος α­να­φέ­ρει πως κυ­κλο­φό­ρη­σε μή­να Μάρ­τιο. Έτσι κι αλ­λιώς, αν λά­βου­με υ­πό­ψιν ό­τι στην κα­θ’ η­μάς Ανα­το­λή ι­σχύει το πα­λαιό η­με­ρο­λό­γιο, σύμ­φω­να με το ο­ποίο και κα­τα­γρά­φο­νται η γέν­νη­ση και ο θά­να­τός του συγ­γρα­φέα, η πρώ­τη ευ­ρω­παϊκή εμ­φά­νι­σή του έ­γι­νε μή­να Μάρ­τιο. Ενώ, η ελ­λη­νι­κή, με τη δημοσίευση του ίδιου διηγήματος στην «Εστία», έ­γι­νε στα τεύ­χη της 10ης και 17ης Απρ. 1883. Αυ­τό ση­μαί­νει πως, αν πράγ­μα­τι αρ­γού­σε να κυ­κλο­φο­ρή­σει το γαλ­λι­κό πε­ριο­δι­κό, θα χα­λού­σαν τα σχέ­δια του Βι­ζυη­νού να προ­η­γη­θεί η γαλ­λι­κή δη­μο­σίευ­ση, γε­γο­νός που θα χα­ρο­ποιού­σε τον εκ­δό­τη της «Εστίας», τον Γεώρ­γιο Κασ­δό­νη, ο ο­ποίος εί­χε προ­α­ναγ­γεί­λει τη σύγ­χρο­νη δη­μο­σίευ­ση του διη­γή­μα­τος.
Συ­μπτω­μα­τι­κά, το διή­γη­μα του Βι­ζυη­νού εί­χε την τύ­χη να δη­μο­σιευ­τεί σε δυο ι­δε­ο­λο­γι­κά α­ντί­θε­τα πε­ριο­δι­κά. Το γαλ­λι­κό πε­ριο­δι­κό της Ιου­λιέτ­τας Λα­μπέ­ρ, χή­ρας του Εδμόν­δου Αντά­μ, ό­πως και το σα­λό­νι της, στο ο­ποίο σύ­χνα­ζε ο Βι­κέ­λας και ο Μαρ­κή­σιος Σαι­ντ-Χι­λαί­ρ, με­τα­φρα­στής στα γαλ­λι­κά του διη­γή­μα­τος του Βι­ζυη­νού, ή­ταν φί­λα κεί­με­νο στον φι­λέλ­λη­να Γαμ­βέ­τα και ξε­κί­νη­σε για να α­πο­τε­λέ­σει το α­ντί­πα­λο δέ­ος στη συ­ντη­ρη­τι­κή «Revue des deux mondes», που στά­θη­κε α­παρ­χής το πρό­τυ­πο της «Εστίας». Πό­σο εν­διέ­φε­ραν τον Βι­ζυη­νό οι ι­δε­ο­λο­γι­κές α­ντι­πα­λό­τη­τες; Κα­τά τον Μουλ­λά, στο σα­λό­νι της Λα­μπέ­ρ, τον έ­φε­ρε η α­να­ζή­τη­ση κο­σμι­κών ε­πα­φών. Σε ε­κεί­νη τη φά­ση της ζωής του, η τύ­χη του χα­μο­γε­λού­σε. Μέ­χρι τον ε­πό­με­νο Μάρ­τιο. Στις 14 Μαρ. 1884, πά­ντο­τε κα­τά το πα­λαιό η­με­ρο­λό­γιο, α­πε­βίω­σε ο προ­στά­της του, Γεώρ­γιος Ζα­ρί­φης. Στις τε­λευ­ταίες μέ­ρες του Μαρ­τίου, ο Βι­ζυη­νός ε­πι­στρέ­φει ο­ρι­στι­κά στην Αθή­να.  
Σύμ­φω­να με το μό­το στην Ει­σα­γω­γή της πρό­σφα­της έκ­δο­σης, “Οι ητ­τη­μέ­νοι της ζωής έ­χουν πά­ντο­τε να διη­γη­θούν τις ω­ραιό­τε­ρες ι­στο­ρίες”. Το βιο­γρα­φι­κό του α­πο­τε­λεί ι­κα­νή μαρ­τυ­ρία ό­τι α­νή­κε στους ητ­τη­μέ­νους α­πό γεν­νη­σι­μιού του, πα­ρά τις ε­κλάμ­ψεις της τύ­χης κα­τά την πρώ­τη του νεό­τη­τα. Και έ­χει διη­γη­θεί, αν ό­χι τις ω­ραιό­τε­ρες ι­στο­ρίες της πα­λαιό­τε­ρης πε­ζο­γρα­φίας μας, ό­πως υ­πο­στη­ρί­ζουν ο­ρι­σμέ­νοι, σί­γου­ρα, ό­μως, α­πό τις ω­ραιό­τε­ρες. Κι ό­μως, γι’ αυ­τές δεν υ­πάρ­χει α­ξιό­πι­στη έκ­δο­ση ού­τε “«Απά­ντων» των ευ­ρι­σκο­μέ­νω­ν”, ού­τε κα­μιά τμη­μα­τι­κή, ό­πως τεκ­μη­ριώ­νει ο Γιώρ­γος Κε­χα­γιό­γλου στην α­να­κοί­νω­σή του στη Διη­με­ρί­δα Βι­ζυη­νού. Ο Βι­ζυη­νός προ­σέλ­κυ­σε μεν πολ­λούς φρο­ντι­στές, αλ­λά αυ­τή η πολ­λα­πλή εκ­δο­τι­κή φρο­ντί­δα πα­ρέ­μει­νε ελ­λι­πής. Ταυ­τό­χρο­να δε­λέ­α­σε πλεί­στους ό­σους με­λε­τη­τές, που, ό­μως, το στρί­μω­ξαν σε ερ­μη­νευ­τι­κές α­τρα­πούς, κα­θώς φι­λο­δό­ξη­σαν ο­λι­στι­κές συλ­λή­ψεις. Έλει­πε η έ­γκυ­ρη φι­λο­λο­γι­κή έκ­δο­ση του έρ­γου του. Αυ­τήν μας προ­σφέ­ρουν “οι δυο Απο­στο­λί­δη­δες”. Στο υ­πο­κε­φά­λαιο της Ει­σα­γω­γής, με τίτ­λο, «Εκδο­τι­κά», με­τά την α­να­φο­ρά των αρ­χι­κών δε­δο­μέ­νων –τη μη διά­σω­ση των χει­ρο­γρά­φων, τις πρώ­τες δη­μο­σιεύ­σεις, με­ρι­κές εκ των ο­ποίων με θεώ­ρη­ση των τυ­πο­γρα­φι­κών δο­κι­μίων α­πό τον ί­διο τον Βι­ζυη­νό–, σχο­λιά­ζουν ε­κτε­νώς τις “αυ­θαι­ρε­σίες” κα­τά τις εκ­δό­σεις βι­βλίων και τέ­λος, πε­ρι­γρά­φουν τις δι­κές τους “σιω­πη­ρές” διορ­θω­τι­κές ε­πεμ­βά­σεις, ό­που, ως γνώ­μο­νας, φαί­νε­ται να λει­τουρ­γεί η «Ανθο­λο­γία διη­γή­μα­τος» πάπ­που  και πα­τρός. Δεν προ­βλέ­πο­νται α­ντί­στοι­χες υ­πο­σε­λί­διες ση­μειώ­σεις, αλ­λά οι δια­φο­ρο­ποιη­τι­κές αλ­λα­γές δί­νο­νται συ­γκε­ντρω­τι­κά σε προ­τασ­σό­με­νο κρι­τι­κό υ­πό­μνη­μα.  
Οι ε­κτε­νείς υ­πο­σε­λί­διες ση­μειώ­σεις ε­πι­μέ­νουν “στο ι­στο­ρι­κό και κοι­νω­νι­κό υ­πό­βα­θρο” της ε­πο­χής των ι­στο­ριών, ε­νώ διυ­λί­ζουν τους γλωσ­σι­κούς τύ­πους στην κα­θε­μία ι­στο­ρία χω­ρι­στά αλ­λά και σε συ­γκρι­τι­κή βά­ση. Αντι­θέ­τως, το συ­γκε­ντρω­τι­κό Γλωσ­σά­ριο πα­ρα­μέ­νει, α­κρι­βώς ό­πως χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται, “συ­νο­πτι­κώ­τα­το”. Ακό­μη, προ­βλέ­πο­νται, προς πε­ραι­τέ­ρω υ­πο­στή­ρι­ξη του υ­πο­μνη­μα­τι­σμού, έ­ξι θε­μα­τι­κά πα­ραρ­τή­μα­τα: Προσ­διο­ρι­σμός της α­κρι­βούς χρο­νο­λο­γίας γέν­νη­σης της μη­τέ­ρας του Βι­ζυη­νού Δέ­σποι­νας και ως προ­σθή­κη στο προ­τασ­σό­με­νο βιο­γρα­φι­κό του, που εί­ναι συ­νο­πτι­κό αλ­λά με ε­ξα­κρι­βω­μέ­νες χρο­νο­λο­γίες και συμ­βά­ντα. Σχο­λια­σμός της έ­κτα­σης των πε­ρι­γρα­φι­κών α­να­φο­ρών στο φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον, με το­νι­σμό της αλ­λη­γο­ρι­κής τους χρή­σης. Υπό τύ­πον λήμ­μα­τος, α­να­φο­ρές σε Νεό­τουρ­κους, τάγ­μα­τα δερ­βί­ση­δων και στην κα­τά Ρού­ντολφ Χέρ­μαν Λό­τσε έν­νοια της ψυ­χής. Πα­ρεν­θε­τι­κά να ση­μειώ­σου­με ε­δώ, πως το βα­σι­κό βι­βλίο του Λό­τσε, στο ο­ποίο στη­ρι­ζό­ταν ο Βι­ζυη­νός, δεν ή­ταν η «Ια­τρι­κή Ψυ­χο­λο­γία» του 1852, αλ­λά το ε­πό­με­νο, ο τρί­το­μος «Μι­κρό­κο­σμος», με “ι­δέες για την Φυ­σι­κή Ιστο­ρία και την Ιστο­ρία της Ανθρω­πό­τη­τας”. Και τέ­λος, το ε­ρευ­νη­τι­κά εν­δια­φέ­ρον κεί­με­νο για τις “ρο­μα­ντι­κές κα­τα­βο­λές του διη­γή­μα­τος «Αι συ­νέ­πειαι της πα­λαιάς ι­στο­ρίας»”. Το συ­νο­λι­κό έρ­γο συ­μπλη­ρώ­νουν, το γε­νε­α­λο­γι­κό δέ­ντρο Βι­ζυη­νού και τρεις χάρ­τες (το­πο­γρα­φι­κό Βι­ζύης, χάρ­της της πε­ριο­χής και χάρ­της Ανα­το­λι­κής Θρά­κης). Χρη­σι­μό­τε­ρος θα ή­ταν χάρ­της της Ανα­το­λι­κής Ρω­μυ­λίας. Αν μη τι άλ­λο, για να φαί­νε­ται η γειτ­νία­ση της Βι­ζύης με τον τό­πο των Απο­στο­λί­δη­δων, τον Πύρ­γο, ση­με­ρι­νό Μπουρ­γκάς.     
Αυ­τή η πο­λύ­πλευ­ρη και ε­κτε­τα­μέ­νη φι­λο­λο­γι­κή φρο­ντί­δα θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρι­στεί μέ­χρι και τέ­λεια, α­φού κα­λύ­πτει α­πό τις πε­ριέρ­γειες του πα­ντε­λώς α­προσ­διό­νυ­σου ως προς τις χω­ρο­χρο­νι­κές συ­ντε­ταγ­μέ­νες των ι­στο­ριών, την Ανα­το­λι­κή Ρω­μυ­λία και τα μέ­σα του 19ου αι. σε Ελλά­δα, Οθω­μα­νι­κή Τουρ­κία και Γερ­μα­νία, μέ­χρι τις α­παι­τή­σεις των σχο­λα­στι­κώ­τε­ρων. Με βά­ση, ό­μως, το πώς ε­μείς του­λά­χι­στον α­ντι­λαμ­βα­νό­μα­στε πα­ρό­μοιες εκ­δό­σεις, θα μπο­ρού­σε να δια­τυ­πω­θεί μία έν­στα­ση. Κα­τά την α­κα­δη­μαϊκή ο­πτι­κή για τις πρό­τυ­πες φι­λο­λο­γι­κές εκ­δό­σεις, ο υ­πο­μνη­μα­τι­σμός έ­χει ως στό­χο να φω­τί­ζει το κεί­με­νο, κα­τά ό­σον το δυ­να­τόν α­ντι­κει­με­νι­κό­τε­ρο τρό­πο, που ση­μαί­νει να διευ­κο­λύ­νει τον α­να­γνώ­στη αλ­λά να μην τον χει­ρα­γω­γεί. Οι δη­μιουρ­γοί, ω­στό­σο, της συ­γκε­κρι­μέ­νης έκ­δο­σης δη­λώ­νουν εκ προοι­μίου ό­τι “αυ­τή α­ξιώ­νει νά­ναι ε­λε­γκτι­κή πά­ντα, και χει­ρα­γω­γός προς το ά­ξιο”. Δή­λω­ση με χροιά δι­δα­κτι­σμού, που μάλ­λον ξε­νί­ζει, ι­δίως σε μία ε­πο­χή κυ­ριαρ­χίας του α­να­γνώ­στη. Εκτός κι αν ε­κλη­φθεί ως α­πόρ­ροιά της, κα­θώς στη­ρί­ζε­ται σε έ­να συ­γκε­κρι­μέ­νο ερ­μη­νευ­τι­κό σχή­μα του πε­ζο­γρα­φι­κού έρ­γου του Βι­ζυη­νού κα­τά την πρόσ­λη­ψη ε­νός προ­νο­μιού­χου α­να­γνώ­στη. Άλλω­στε η έκ­δο­ση χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται “κρι­τι­κή – α­ξιο­λο­γι­κή”, με την α­ξιο­λό­γη­ση να πε­ριο­ρί­ζε­ται στην προ­τει­νό­με­νη πρόσ­λη­ψη. Πά­ντως, ό­ποιος έ­χει δια­βά­σει Ρέ­νο Απο­στο­λί­δη, ι­δίως τα προ ει­κο­σα­ε­τίας σε­μι­νά­ριά του για δη­μο­σιο­γρά­φους, που, προ­σφά­τως, πή­ραν τη μορ­φή βι­βλια­ρίων πε­ριο­δι­κής έκ­δο­σης, θα α­να­γνω­ρί­σει στον χει­ρα­γω­γό κά­τι α­πό τη συ­μπε­ρι­φο­ρά του Κέ­νταυ­ρου.
Για την ε­πί­τευ­ξη αυ­τού του σκο­πού, προ­βλέ­πο­νται δια­δο­χι­κά στά­δια. Πρώτον, η Εισαγωγή, με τίτλο, «Ποίος ή­τον και εί­ναι ο Γεώρ­γιος Βι­ζυη­νός». Δο­κι­μια­κό κεί­με­νο με λο­γο­τε­χνι­κό ύ­φος και ά­πο­ψη, τό­σο ε­πί του ει­δι­κού α­ντι­κει­μέ­νου, που εί­ναι τα διη­γή­μα­τα του Βι­ζυη­νού, ό­σο και ε­πί του γε­νι­κό­τε­ρου, που εί­ναι η ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία. Επί του ει­δι­κού, η ά­πο­ψη, ό­σο ρη­ξι­κέ­λευ­θη κι αν εί­ναι, υ­πο­στη­ρί­ζε­ται με ε­κτε­νή και πει­στι­κή ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γία. Επί του γε­νι­κού, ό­μως, δί­νο­νται μό­νο χα­ρα­κτη­ρι­σμοί έρ­γων και προ­σώ­πων, που, έ­τσι ό­πως μέ­νουν α­στή­ρι­κτοι, δεί­χνουν του­λά­χι­στον ά­κομ­ψοι. Ασχέ­τως αν η ε­πι­στρά­τευ­ση κά­πως ε­ξε­ζη­τη­μέ­νων, ως σπα­νίως α­πα­ντώ­με­νων σή­με­ρα, ε­πι­θε­τι­κών χα­ρα­κτη­ρι­σμών, σε συν­δυα­σμό με τον α­πό­λυ­το χα­ρα­κτή­ρα των δια­τυ­πώ­σεων, προσ­δί­δουν ζω­ντά­νια στον δο­κι­μια­κό λό­γο. Αυ­τήν την έ­ντο­νη ε­ντύ­πω­ση της α­φή­γη­σης ε­παυ­ξά­νει η ευ­ρεία χρή­ση των θαυ­μα­στι­κών, τό­σο α­συ­νή­θων σε πα­ρό­μοιας φύ­σης κεί­με­να.  
Δεύ­τε­ρον, το ερ­μη­νευ­τι­κό σχή­μα κα­θο­ρί­ζει τη σει­ρά πα­ρά­τα­ξης των διη­γη­μά­των, κα­τά πα­ρά­βα­ση μίας φι­λο­λο­γι­κής έκ­δο­σης, που θα α­κο­λου­θού­σε τη σει­ρά δη­μο­σίευ­σης. Τα διη­γή­μα­τα, συ­νο­λι­κά ο­κτώ, δια­χω­ρί­ζο­νται σε δυο ο­μά­δες: “Τα ε­πί­λε­κτα” («Το α­μάρ­τη­μα της μη­τρός μου», «Το μό­νον της ζωής του τα­ξί­διον», «Ποίος ή­τον ο φο­νεύς του α­δελ­φού μου», «Μο­σκό­β-Σε­λίμ») και “Τα α­δύ­να­μα” («Αι συ­νέ­πειαι της πα­λαιάς ι­στο­ρίας», «Με­τα­ξύ Πει­ραίως και Νε­α­πό­λεως», «Πρω­το­μα­γιά», ό­που “δί­κην πα­ραρ­τή­μα­τος” πα­ρα­τί­θε­ται το «Δια­τί η μη­λιά δεν έ­γι­νε μη­λέ­α»). Η δεύ­τε­ρη ο­μά­δα δεν α­ξιώ­νε­ται υ­πο­μνη­μα­τι­σμού της ί­διας έ­κτα­σης με την πρώ­τη, ε­νώ ε­πα­να­λαμ­βά­νο­νται, πά­ντο­τε κα­τά έ­ναν α­πό­λυ­το τρό­πο που δεν ε­πι­τρέ­πει ού­τε χα­ρα­μά­δα αμ­φι­βο­λίας, οι α­δυ­να­μίες των εν λό­γω διη­γη­μά­των. Για πα­ρά­δειγ­μα, μία α­πό­φαν­ση της μορ­φής, “Το «Με­τα­ξύ Πει­ραίως και Νε­α­πό­λεως» δεν δια­θέ­τει την πα­ρα­μι­κρή λο­γο­τε­χνι­κή ποιό­τη­τα”, πι­στεύου­με ό­τι κα­τα­θλί­βει έ­ναν α­να­γνώ­στη. Και κα­λά, ό­ποιος προ­τί­θε­ται να το δια­βά­σει για πρώ­τη φο­ρά, αυ­τός α­πλώς θα το προ­σπε­ρά­σει, αλ­λά ε­κεί­νος, που έ­τυ­χε, πι­θα­νώς και για­τί εί­ναι ά­γευ­στος ποιή­σεως, να το α­πο­λαύ­σει σε πα­λαιό­τε­ρες α­να­γνώ­σεις, θα νιώ­σει του­λά­χι­στον κα­ταρ­ρα­κω­μέ­νος. 
Η σει­ρά πα­ρά­τα­ξης “των ε­πί­λε­κτω­ν” κα­θο­ρί­ζε­ται α­πό το ερ­μη­νευ­τι­κό σχή­μα, που τα “θεω­ρεί ως ε­νιαίο μυ­θι­στό­ρη­μα”. Σε υ­πο­κε­φά­λαιο της Ει­σα­γω­γής, με τίτ­λο, «Προ­γε­νέ­στε­ρη έ­ρευ­να και α­ναί­ρε­ση ερ­μη­νευ­τι­κών ι­δε­ο­λη­ψιών», α­να­φέ­ρο­νται συ­νο­πτι­κά ερ­μη­νείες, ορ­μώ­με­νες α­πό φροϋδι­κές ή και ψυ­να­να­λυ­τι­κές α­να­γνώ­σεις, κα­θώς και ό­σες ο­λι­σθαί­νουν προς τον βιο­γρα­φι­σμό, για να α­πορ­ρι­φθούν συλ­λή­βδην. Ασχέ­τως αν ο­ρι­σμέ­νες α­κο­λου­θούν τη μέ­ση ο­δό, χω­ρίς ψυ­χα­να­λυ­τι­κές υ­πε­ρερ­μη­νείες, α­φή­νο­ντας ως κα­τά­λοι­πο εν­δια­φέ­ρου­σες ε­πι­μέ­ρους πα­ρα­τη­ρή­σεις. Βε­βαίως, μία πα­ρό­μοια με­τριο­πα­θής α­νά­γνω­ση θα μείω­νε τον ε­πι­βλη­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα της σύλ­λη­ψης ε­νός “κύ­κλου αί­μα­τος”, ό­πως εύ­στο­χα α­πο­κα­λεί­ται, ο ο­ποίος και “οι­στρη­λα­τεί” τον Βι­ζυη­νό. Στα προ­λο­γι­κά ση­μειώ­μα­τα κα­θε­νός διη­γή­μα­τος, σε ε­κτε­νείς υ­πο­σε­λί­διες ση­μειώ­σεις, σχο­λιά­ζο­νται πε­ραι­τέ­ρω οι ση­μα­ντι­κό­τε­ρες ψυ­χα­να­λί­ζου­σες ερ­μη­νείες. Κι αυ­τό, “για να πα­ρα­με­ρι­στούν ε­φε­ξής α­πό το ε­ρευ­νη­τι­κό πε­δίο του α­να­γνώ­στη”.
Όσον α­φο­ρά τα αυ­το­βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία, “οι Απο­στο­λί­δη­δες” τα α­πο­δέ­χο­νται μέ­χρι κε­ραίας, ε­μπε­δώ­νο­ντας, μά­λι­στα, τις πραγ­μα­το­λο­γι­κές συ­νι­στώ­σες με τον υ­πο­μνη­μα­τι­σμό. Αλλά μέ­χρις ε­κεί, δεν α­πο­δί­δουν προ­θέ­σεις στον συγ­γρα­φέα, ού­τε πλά­θουν σε­νά­ρια. Σε α­ντί­θε­ση με άλ­λους με­λε­τη­τές, που εμ­μέ­νουν σε ο­λι­στι­κές θεω­ρή­σεις των έ­ξι ι­στο­ριών, με τυ­πι­κό­τε­ρο πα­ρά­δειγ­μα την υ­πό­θε­ση ερ­γα­σίας του Μιχ. Χρυ­σαν­θό­που­λου, που τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Με­τα­ξύ φα­ντα­σίας και μνή­μης». Ενδει­κτι­κές εί­ναι και ο­ρι­σμέ­νες ο­μι­λίες της Διη­με­ρί­δας, κα­τά την ο­ποία “τα α­δύ­να­μα διη­γή­μα­τα” δεί­χνουν να α­πα­σχο­λούν πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο.   Ενδια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει η ο­μι­λία της Στ. Χε­λι­δώ­νη, η ο­ποία ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γεί υ­πέρ μίας α­νά­γνω­σης του «Με­τα­ξύ Πει­ραιώς και Νε­α­πό­λεως» “πά­νω στον ά­ξο­να της με­τα­φο­ράς” ό­πως και του Χρυ­σαν­θό­που­λου, μό­νο που η δι­κή της θα μπο­ρού­σε να έ­χει τον τίτ­λο, “Με­τα­ξύ ποιή­σεως και διη­γή­μα­τος”.
Ως γνω­στόν,  Κέ­νταυ­ρος δεν εί­ναι μό­νο το ό­νο­μα του μυ­θι­κού μύ­στη, αλ­λά και το ό­νο­μα α­στε­ρι­σμού, φω­τει­νό­τα­του τις α­νοι­ξιά­τι­κες νύ­χτες, καί­τοι χι­λιά­δες έ­τη φω­τός μα­κριά. Αυ­τήν, α­κρι­βώς, την ε­ντύ­πω­ση δη­μιουρ­γεί η πα­ρου­σία­ση “α­πά­ντων των διη­γη­μά­τω­ν” του Βι­ζυη­νού α­πό “τους Απο­στο­λί­δη­δες”. Συ­ναρ­πα­στι­κή μεν, αλ­λά έ­τη φω­τός μα­κράν του ι­σχύο­ντος “κα­νό­να” για τις γη­γε­νείς θεω­ρη­τι­κές συλ­λή­ψεις. Και έ­να τε­λευ­ταίο. Τυ­πο­τε­χνι­κά, πρό­κει­ται για ά­ψο­γη έκ­δο­ση, κα­θό­λου συ­νη­θι­σμέ­νη στις  μέ­ρες μας.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 30/3/2014.